Πέμπτη, 25 Απρίλιος 2024

Η περιττή ανθρωπότητα

Εν τέλει, ακόμα και με τους όρους που γίνεται η συζήτηση, δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος καθεστώς σταλινικού τύπου – όταν η δημοκρατία προχωράει και όταν δεν είναι φοβική ή ασθενική.

Εξίσου δύσκολα θα μπορούσε να εγκαθιδρύσει ένα φασιστικό καθεστώς. Βασική συνθήκη είναι ο διαθέσιμος πολιτικός χώρος – κάτι που προκύπτει ως χειροπιαστή αποτυχία της δημοκρατίας και επιτυχία της απρονοησίας. Εκτός κι αν η μέριμνα των επιλογών, μέσω των δημοκρατικών θεσμών, είναι ο νεόκοπος αντικομμουνισμός που, για άλλοθι, ταυτίζεται στα πρωτοσέλιδα με τον σταλινισμό και τη σοβιετία.

Σε αυτή την περίπτωση, και προκειμένου να οριοθετηθούν κομματικοί-εκλογικοί χώροι, θεμελιώνεται μια σύμπτωση αντιθέσεων (μια μοχθηρή coincidentia oppositorum): ο αντικομμουνισμός της Δεξιάς, στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τη δημοκρατία, βρίσκει τους φασίστες στρατευμένους πλάι του – ο πυρήνας της ιδέας στο σχέδιο Μπαλτάκου με τη Χρυσή Αυγή.

Ομως, η κατάρρευση του πολιτικού Κέντρου και η ανάδειξη των άκρων ως συγκοινωνούντων δοχείων ήταν συνθήκες Βαϊμάρης. Ενα πλέγμα διεθνών σχέσεων που αφοπλιζόταν φραστικά καθώς εξοπλιζόταν, εκδικητικό, εθνικιστικό∙ χωρίς κανόνες∙ δίχως ιστούς αλληλεγγύης∙ κοινωνίες που έβγαιναν με τραύματα από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η μαζική ανεργία και ο υπερπληθωρισμός είχαν αντικαταστήσει τις σφαγές∙ ο όλεθρος είχε τη μορφή μαζικής μετανάστευσης. Η δυστοπία τροφοδοτούσε τον επελαύνοντα φασισμό μαζί με την ιδέα της περιττής ανθρωπότητας. Οι ανέστιοι, οι αποκλεισμένοι, η ανθρωπομάζα των αδυνάτων προοικονομούσαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το βιομηχανικό Ολοκαύτωμα.

Το «κοινό κάθαρμα» είχε αναλάβει την εξουσία «συνοδευόμενο από πανηγυριστές»... έγραφε ο Τόμας Μαν στο ημερολόγιό του για ό,τι έβλεπε το 1933. «... Ηταν ενάντια στις ιδέες, ενάντια σε οτιδήποτε ανώτερο, καλύτερο, αξιοπρεπές, ενάντια στην ελευθερία, στην αλήθεια και στη δικαιοσύνη». Αλλά ο δρόμος ήταν ανοιχτός.

Πολλοί, τότε, από την ελίτ των Γερμανών πολιτικών, βιομηχάνων και τραπεζιτών μπορεί να αντιπαθούσαν τους ναζί, αλλά ακόμα περισσότερο φοβούνταν τους κομμουνιστές. Και εφόσον οι νέοι της εποχής προσχωρούσαν είτε στα τάγματα εφόδου είτε στους κομμουνιστές, οι επιχειρηματίες προτιμούσαν τους ναζί επειδή μιλούσαν για «τάξη και πειθαρχία».

Εκ των υστέρων, όλοι έμαθαν τα σχέδια και τη δράση των ναζί. Αλλά το μάθημα ήταν πικρό. Η μεταπολεμική Ευρώπη, με το «ποτέ ξανά» στη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τουλάχιστον, δεν έδειξε πολεμικό αντικομμουνισμό. Διαχώρισε γρήγορα τα αισθήματα αντισοβιετισμού και αντικομμουνισμού.

Και στον βαθμό που οι δυνάμεις της Αριστεράς στη Δύση –κυρίως αυτές– είχαν συμβάλει στην Αντίσταση, συμμετείχαν στις κυβερνήσεις αποκατάστασης ως παράγοντες διαμόρφωσης του μεγάλου πολιτικού τοπίου μετά τη λήξη του πολέμου: το δυτικό κράτος πρόνοιας (welfare) που προέκυψε από το πολεμικό κράτος (warfare).

Στην Ελλάδα, έγινε το αντίθετο. Το μεταπολεμικό κράτος εξάντλησε τον αντικομμουνισμό του έως το 1974, ενισχύοντας το πνεύμα κάπηλης εθνικοφροσύνης και εκφασισμού του πολιτικού πεδίου – κάτι που είχε ήδη γίνει στο διάστημα 1920-1940.

Η πόλωση αυτή εξυπηρετούσε το πολιτικό και οικονομικό σύστημα αλλά και τους επικυρίαρχους (Αγγλους και Αμερικανούς), που προέβαιναν στην επιβολή αυταρχικών διακυβερνήσεων – και αυτό, όχι μόνο στην Ελλάδα. Μετά το '74 κόπασε η αντικομμουνιστική υστερία χωρίς να εξαλειφθεί, για να επανέλθει σήμερα, αλλά χωρίς ορίζοντα, απέναντι σε μια Αριστερά που επίσης δεν έχει δικό της σχέδιο.

Ετσι, αντί ο δημόσιος διάλογος να γίνεται πάνω στα πραγματικά, την κατάσταση και το μέλλον της χώρας, το χρέος, τους δανειστές, το εύφλεκτο περιφερειακό περιβάλλον, τις ενδημούσες τάσεις ολοκληρωτισμού, τις ισοπεδώσεις της παγκοσμιοποίησης, των αποδόσεων, της ανταγωνιστικότητας, της μεγάλης ανεργίας και της αβεβαιότητας, γίνεται με υστερήσεις 20-30 χρόνων, με όρους ιδεοληψίας και γεροντικής οναγροκρατίας.

Η πόλωση εκφράζεται από τις δυνάμεις ολιγαρχικού τύπου (τραπεζίτες, διαπλεκόμενους, κρατικοδίαιτους, μεγάλους επιχειρηματίες, κομματικά κυκλώματα και λόμπι, μέσα μαζικής «ενημέρωσης» που απευθύνονται ή σε τυχοδιώκτες ή σε αποχαυνωμένους). Αντί η χρεοκοπία να γίνει συλλογικό μάθημα και σημαία ευκαιρίας, οι υπεύθυνοι του ελληνικού κρατισμού και της χρεοκοπίας ανακαλύπτουν στον αντικομμουνισμό τους το μάντρα της αυτοκάθαρσης και της αυτοσυντήρησής τους.

Εν τω μεταξύ, η περιττή ανθρωπότητα έχει επανεμφανιστεί ως νέα «κανονικότητα», σε συνθήκες μη κανονικές. Αλλά γι' αυτό, δεν λένε τίποτα. Η παρατεταμένη ανεργία, η υψηλή ανεργία στους νέους, ο γερασμένος πληθυσμός, οι άρρωστοι, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι, οι αδύνατοι, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες είναι εδώ, μαζί με την εξάντληση, την οργή, τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό∙ με άλλες σημαίες, ταμπέλες και συνεπαγωγές.

Λ.χ., η άρνηση ορισμένων Γερμανών τουριστών να πληρώσουν τους ταξιτζήδες, επειδή πιστεύουν ότι οι Ελληνες χρωστάνε στους Γερμανούς, κάτι δείχνει για την προπαγάνδα του Σόιμπλε και το επίπεδο κατανόησης της κατάστασης.

Ο Ουμπέρτο Έκο, μιλώντας κάποτε για το πνεύμα του φασισμού, είχε πει ότι βρίσκεται γύρω μας∙ με πολιτική περιβολή. Είναι αυτό που, σήμερα, λοιδορεί τους περιττούς και τα θύματα της απορρύθμισης. Το ίδιο είχε πει, με άλλα λόγια, η Χάνα Αρεντ. Κρύβεται στην «κανονικότητα» καιροφυλακτώντας, όπως ο βάκιλος της πανούκλας του Καμί, ώστε κάποια στιγμή να ξαναφανεί.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/9/2017. 

Η σημασία του κοινωνικού διαλόγου

Η πατρίδα μας βιώνει μια βαθειά και πολυεπίπεδη κρίση. Μια κρίση που δεν περιορίζεται μόνο στην οικονομία, αλλά ενέχει και στοιχεία πολιτισμικής, ηθικής και κοινωνικής παρακμής. Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση επιβάλλεται όλοι οι πολίτες να σταθούμε υπεύθυνα, τόσο μεμονωμένα, όσο και μέσα από συλλογικές εκφράσεις και να αναλάβουμε πρωτοβουλίες που θα αποτρέπουν την περαιτέρω διολίσθηση σε εθνική απαξία και ασημαντότητα.

Βασικό προαπαιτούμενο βέβαια, είναι η διαμόρφωση συνθηκών κοινωνικής συνεννόησης και η ύπαρξη διάθεσης δημιουργικής σύνθεσης των αντιτιθέμενων απόψεων. Εμείς, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Ο.Κ.Ε.), ως ο συνταγματικός θεσμός για τον οργανωμένο διάλογο, αυτό υπηρετούμε. Δεν είναι εύκολο, γιατί οι συνήθεις πρακτικές διαπραγματευτικής δύναμης θα πρέπει να τεθούν εξ ολοκλήρου στο παρελθόν. Δεν είναι εύκολο, γιατί έχουμε όλοι μας μάθει να μιλάμε και όχι ν' ακούμε. Δεν είναι εύκολο, γιατί οι αλλαγές που συντελούνται σε όλα τα επίπεδα είναι ταχύτατες, γιατί υπάρχουν πολλά αντιτιθέμενα συμφέροντα που συγκρούονται καθημερινά και γιατί οφείλουμε να συνυπολογίζουμε τα νέα δεδομένα, όχι μόνο στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλά και στο διεθνή χώρο.

Όσο δύσκολο όμως και αν είναι, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να συμβιβαστούμε με τη περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, την ανυπαρξία καινοτόμου οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας, την υψηλή ανεργία, τη μετανάστευση σημαντικού και ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, την απαξία του κράτους δικαίου, την υποβάθμιση του κράτους πρόνοιας και κρίσιμων για κάθε σύγχρονη κοινωνία υπηρεσιών, όπως η παιδεία και η υγεία.

Στην Ο.Κ.Ε. δεν συμφωνούμε σε όλα. Οι κοινωνικοί εταίροι που συμμετέχουν, ως οι εκφραστές διαφορετικών οργανωμένων ομάδων της κοινωνίας, έρχονται πολλές φορές στον διάλογο με θέσεις και απόψεις εκ διαμέτρου αντίθετες, γι' αυτό στην Ο.Κ.Ε. προβλέπεται να συμμετέχουν εκτός των Κοινωνικών Εταίρων και η ευρύτερη κοινωνία των Πολιτών, όπως η Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα Επιμελητήρια, οι Επιστημονικοί φορείς. Η ανάγκη όμως για συνεννόηση είναι όλο και πιο επείγουσα και γι' αυτό προσπαθούμε συνέχεια να επιτύχουμε σύγκλιση απόψεων σε μείζονα πεδία οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας όπως:

1. Την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους μέσα από μία ευέλικτη, αποδοτική και σύγχρονη Δημόσια Διοίκηση στην υπηρεσία του πολίτη, και του επιχειρηματία.
2. Την αναλογικότητα και ανταποδοτικότητα του φορολογικού συστήματος, που θα αποφέρει τα σχεδιαζόμενα φορολογικά έσοδα, χωρίς να πλήττει την επιχειρηματική δραστηριότητα και να επιβαρύνει άνισα διάφορες κοινωνικές ομάδες θεμελιώνοντας την αίσθηση της ανταποδοτικότητας του φορολογικού συστήματος.
3. Την διαφάνεια και την ταχεία επίλυση διαφορών και απονομής δικαιοσύνης σαν απαραίτητο γνώρισμα κάθε ευνομούμενης πολιτείας, αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.
4. Την ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, ώστε να γίνεται ελκυστικό το οικονομικό περιβάλλον για νέες και τεχνολογικά προηγμένες επενδύσεις.
5. Την εξυγίανση και αποτελεσματική λειτουργία του κράτους πρόνοιας στη βάση της βιωσιμότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας.
6. Τη διαμόρφωση υγιούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, βασική προϋπόθεση ενίσχυσης της χρηματοδότησης της παραγωγής και στήριξης της αναπτυξιακής διαδικασίας.
7. Την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος.
8. Τη στήριξη των κλάδων της οικονομίας μας, που ως χώρα διαθέτουμε ισχυρό πλεονέκτημα, ώστε να δημιουργηθούν σταθερές και ποιοτικές θέσεις εργασίας.
9. Την ποιότητα στην εκπαίδευση για όλους, που να αναδεικνύει τις ικανότητες κάθε ατόμου και να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες του παραγωγικού συστήματος, υπηρετώντας τη μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση και την ευημερία της κοινωνίας.
10. Την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας και τη σύνδεσή της με την επιχειρηματικότητα και την παραγωγή.
11. Την πρόσβαση στις βασικές παροχές υγείας και πρόνοιας από όλους, γνώρισμα κάθε αναπτυγμένης κοινωνίας, ώστε να μην διακυβεύεται η κοινωνική συνοχή.
12. Την αντιμετώπιση του φαινόμενου της «αδήλωτης» εργασίας, ώστε να καταπολεμηθεί η εισφοροδιαφυγή και να δημιουργηθούν συνθήκες ασφάλειας για όλους του εργαζομένους.

Σημαντική προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη είναι φυσικά και η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας, στην οποία παρουσιάζονται οι μεγαλύτερες δυσκολίες σύγκλισης απόψεων, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά τόσο στην Ευρώπη όσο και διεθνώς. Στο πλαίσιο αυτό έχουμε δρομολογήσει σειρά πρωτοβουλιών με επίκεντρο τη σύγκλιση σχετικού Συνεδρίου στην Αθήνα, το Νοέμβριο, με συμμετοχή Εθνικών Ο.Κ.Ε. από διαφορετικά κράτη και του Διεθνούς Ινστιτούτου Εργασίας (I.L.O.).

Οι κοινές μας προτάσεις στα πεδία που υπάρχουν συγκλίσεις αποτελούν έναν ασφαλή οδικό χάρτη για τα κόμματα και τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Γιατί η όποια μεταρρύθμιση για να υλοποιηθεί και να έχει αποτέλεσμα χρειάζεται, πρώτα και πάνω από όλα, την κοινωνική αποδοχή. Για τους λόγους αυτούς, όλοι οι κοινωνικοί εταίροι και φορείς, που συμμετέχουμε στην Ο.Κ.Ε., εργαζόμαστε συστηματικά, συζητούμε ανοικτά και με πραγματική διάθεση εύρεσης σημείων συμφωνίας. Η συνεννόηση σε όλα τα κρίσιμα πεδία για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας είναι ζωτικής σημασίας και μόνο με τον τρόπο αυτό η ελληνική κοινωνία θα μπορέσει να ατενίσει με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον.

Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 28/8/2017.

Ελλάς - Γαλλία: συμμαχία από την αρχή

Το σύνθημα «Ελλάς - Γαλλία, συμμαχία» ακούστηκε κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 1970 όταν η Γαλλία, με πρόεδρο τον Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν, συνέδραμε αποφασιστικά την ελληνική κυβέρνηση (Ν.Δ.) ώστε να ενταχθεί η χώρα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).

Είχε μεσολαβήσει, με την κατάρρευση της χούντας, το 1974, η επιστροφή του Κ. Καραμανλή από το Παρίσι, με το προεδρικό σκάφος του Ντ' Εστέν. Η συμπάθεια για τη Γαλλία είχε τα πάνω της και τα κάτω της.

Στα χρόνια της προεδρίας του Φ. Μιτεράν οι κυβερνήσεις μας, ιδιαίτερα του ΠΑΣΟΚ, επένδυσαν στον γαλλικό παράγοντα, η παρούσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. στηρίχτηκε από τον απερχόμενο πρόεδρο Φ. Ολάντ για να βγει από την ασφυκτική πίεση στις διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση.

Οι καλές σχέσεις με τη Γαλλία δεν χρονολογούνται από το 1974, ανέρχονται στις απαρχές του νεοελληνικού κράτους.

Ο θαυμασμός για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό από την πλευρά τους, η ισχυρή επίδραση του Διαφωτισμού στα χρόνια του δικού μας ξεσηκωμού, στον οποίο συμμετείχαν και πολλοί Γάλλοι, η δεσπόζουσα πολιτική θέση της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή σκηνή στις αρχές του 19ου αιώνα δημιούργησαν ένα πλέγμα καλών ώς αγαστών σχέσεων.

Η σχέση περιορίστηκε όμως κυρίως σε δύο επίπεδα: το πολιτικό και το πολιτισμικό. Μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η γαλλική γλώσσα και ο πολιτισμός δέσποσαν στον ευρωπαϊκό χώρο, κυρίως τον μεσογειακό. Πέρα από τη γλώσσα, βαρύνοντα ρόλο διαδραμάτισαν και τα γαλλικά Πανεπιστήμια που για 30 χρόνια, από το 1900 ώς το 1930, αποτέλεσαν τον κυριότερο πόλο έλξης των αλλοδαπών φοιτητών.

Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα. Η πλειονότητα των Ελλήνων φοιτητών εξωτερικού σπούδαζε τότε στη Γαλλία. Εκτοτε, με εξαίρεση τη δεκαετία του 1980, ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών στη Γαλλία παρέμεινε σχετικά μικρός. Αντίστοιχα πολλοί Ελληνες διανοητές έζησαν στη Γαλλία τον 19ο και τον 20ο αιώνα.

Θυμίζω, μεταξύ άλλων, το «Ματαρόα», τη μεταφορά και εγκατάσταση, το 1945, 200 νέων Ελλήνων στη Γαλλία οι οποίοι έμελλαν να διαπρέψουν στα γράμματα και τις τέχνες.

Τα παραπάνω βοήθησαν στη διάχυση του γαλλικού πολιτισμού, αλλά δεν μεταφράστηκαν ανάλογα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Παρά κάποιες συντονισμένες προσπάθειες από τη γαλλική πλευρά (ίδρυση της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής το 1846, αξιόλογη δραστηριότητα του Γαλλικού Ινστιτούτου), η συνεργασία των δύο χωρών σε άλλα επίπεδα παρέμεινε σχετικά περιορισμένη.

Αυτό το αποδίδω σε δύο λόγους. Κατά πρώτον, στην εντονότερη οικονομική παρουσία ανταγωνιστών, όπως η Αγγλία αρχικά, η Γερμανία και οι ΗΠΑ στον Μεσοπόλεμο και μεταπολεμικά. Αυτό αποτυπώνεται και στις σπουδές των Ελλήνων επιχειρηματιών.

Μέχρι το 1940 σπούδαζαν κυρίως σε γερμανόφωνα (συχνά ελβετικά) Πανεπιστήμια και κατόπιν σε αγγλόφωνα. Κατά δεύτερον, ο ελληνικός κρατικός μηχανισμός (άμυνα, δικαιοσύνη, εκπαίδευση) στελεχωνόταν μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως από γερμανοσπουδαγμένους και μεταπολεμικά από αμερικανοσπουδαγμένους. Επιπρόσθετα η Γαλλία δεν αποτέλεσε ποτέ σημαίνοντα τόπο προορισμού για Ελληνες μετανάστες –πέραν λίγων Μικρασιατών.

Οχι πως η γαλλική παρουσία στην Ελλάδα ήταν αμελητέα. Γαλλικές εταιρείες ανέλαβαν μεγάλα δημόσια έργα. Από τον ισθμό της Κορίνθου ώς τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου. Αντίστοιχα αρκετοί θεσμοί, Πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και κέντρα κατάρτισης είναι γαλλικής κοπής.

Από δω έλκουν την καταγωγή τους το σημερινό Πάντειο και τα Πανεπιστήμια Πειραιά και Μακεδονίας. Από δω και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) και η Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ).

Τα περισσότερο όμως από αυτά είναι παράγωγα προσωπικών πρωτοβουλιών. Λίγα οφείλονται σε συντονισμένα εγχειρήματα της ελληνικής πολιτείας, όπως το ΕΚΚΕ και η ΕΣΔΔΑ. Η επισήμανση έχει νόημα γιατί η δημιουργία των περισσότερων από αυτούς τους θεσμούς, ιδιαίτερα των πρώτων, δεν μεταφράστηκε σε λειτουργία ανάλογη με αυτή των πρωτότυπων γαλλικών. Ούτε ανταλλαγές προσωπικού, ούτε σχετική επιμόρφωση. Γι' αυτό και στο διάβα του χρόνου απομακρύνθηκαν από τους αρχικούς σκοπούς τους.

Εμεινε βέβαια μια αμοιβαία μακρόχρονη συμπάθεια ανάμεσα στους δύο λαούς, η οποία οδήγησε σε εκδηλώσεις αλληλεγγύης, ένθεν και ένθεν, όπως ενδεικτικά η υποστήριξη των Γάλλων την περίοδο της δικτατορίας του 1967.

Να σημειώσω ακόμη ότι υψηλός, ίσως ο υψηλότερος από κάθε άλλη χώρα, είναι ο αριθμός των συμφωνιών συνεργασίας ανάμεσα στα ελληνικά Πανεπιστήμια με τα γαλλικά. Αξιόλογος, τέλος, παραμένει ο αριθμός των μεταφρασμένων γαλλικών βιβλίων στα ελληνικά και, αναλογικά, ελληνικών στα γαλλικά.

Ολα αυτά δεν ακυρώνουν ωστόσο την αρχική διαπίστωση ότι η συνεργασία των δύο χωρών είναι σχετικά περιορισμένη, ότι μπορεί να βελτιωθεί θεαματικά, να γίνει πιο επωφελής για τις δύο πλευρές.

Η επίσκεψη του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στην Ελλάδα αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία να ξαναϊδωθούν πράγματα, να γίνει μια νέα αρχή με στόχο να οικοδομηθούν σχέσεις και σχήματα που θα αντέξουν στον χρόνο.

Καταθέτω κάποιες γενικές σκέψεις. Η συνεργασία οφείλει να είναι αμοιβαία, μακριά από ξεπερασμένες πατερναλιστικές συμπεριφορές του παρελθόντος από τη γαλλική πλευρά, αλλά κι από εθελόδουλες πρακτικές τμημάτων των ελληνικών ελίτ που έβλεπαν για χρόνια κάποιες χώρες, και τη Γαλλία, περισσότερο σαν προστάτες και λιγότερο σαν συμμάχους.

Κατά δεύτερον, η συνεργασία προϋποθέτει στέρεες συμπράξεις σε βάθος χρόνου προς όφελος και των δύο με στόχο και την παραγωγική ανάταξη της Ελλάδας. Αυτές μπορεί να είναι πολυποίκιλες, να υπερβαίνουν την απλή εξαγορά επιχειρήσεων ή τραπεζών -όπως έγινε ανεπιτυχώς στο παρελθόν.

Θα μπορούν να είναι σε θέματα που οι Γάλλοι έχουν παράδοση, από την κατάρτιση στη δημόσια διοίκηση μέχρι συμπράξεις στα τρόφιμα, τον αγροτουρισμό, τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας αλλά και σε τομείς τεχνολογικής αιχμής.

Και οι δύο χώρες διαθέτουν εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό εντός και εκτός ΑΕΙ, που μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην κατεύθυνση αυτή με τη συγκρότηση κοινών ερευνητικών ομάδων σε στοχευμένους τομείς. Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν συνέπεια και διάρκεια, στοιχεία που στο παρελθόν θαρρώ ότι έλειψαν και από τις δύο πλευρές.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 27/8/2017.

Η διάπλαση των παίδων

Ανάμεσα στο ετερόκλητο πλήθος των πεδίων του επιστητού που πραγματεύεται ο Μονταίνιος στα τρία βιβλία των Δοκιμίων του (εκδόσεις Εστία), όπως η αρετή, το ρωμαϊκό μεγαλείο, η νήσος Κέα, η αστάθεια των πράξεών μας, οι αντίχειρες κ.ο.κ., βρίσκει κανείς το δοκίμιο «Περί της στοργής των πατέρων προς τα παιδιά», όπου γράφει:

«Δεν μπορώ να δεχτώ αυτό το πάθος με το οποίο σφιχταγκαλιάζουμε τα νεογέννητα. Μια αληθινή και ρυθμισμένη στοργή θα έπρεπε να γεννιέται και στη συνέχεια να μεγαλώνει και κατόπιν να αγαπάμε τα παιδιά με πραγματική πατρική αγάπη, εφόσον έτσι η φυσική μας τάση αναπτύσσεται παραλλήλως προς τη λογική. Στην πραγματικότητα, το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει συνήθως: μας συγκινούν περισσότερο τα καμώματα, τα παιχνίδια, τα παιδιαρίσματα των παιδιών μας απ' ό,τι οι δραστηριότητές τους αργότερα, όταν πια η ανάπτυξή τους έχει ολοκληρωθεί, λες και τα είχαμε αγαπήσει για να περάσει η ώρα μας, λες και ήταν πιθηκάκια και όχι άνθρωποι».

Στον αναγνώστη του 21ου αιώνα ίσως φανεί εκ πρώτης όψεως ανοίκεια σκληρή αυτή η παιδαγωγική, που έχει τη ρίζα της στον αναγεννησιακό ουμανιστικό ορθολογισμό του 16ου αιώνα. Κι όμως, θα μπορούσε να αποτελεί οδηγό για να σκεφτούμε προβλήματα πολύ σημερινά, όπως οι υλικές και θεσμικές προϋποθέσεις του απογαλακτισμού των τέκνων.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα μαζί με την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία βρίσκονται στην κορυφή των χωρών της Ε.Ε. ως προς το ποσοστό νέων 25-34 ετών (τα «παιδιά», όπως χαϊδευτικά συνεχίζουμε να τους αποκαλούμε) που ζουν με τους γονείς τους.

Ο σχετικός δείκτης ανέρχεται στο 51,6% για τη χώρα μας, πολύ παραπάνω από τις άλλες μεσογειακές (Ιταλία 46,6%, Πορτογαλία 44,5%, Ισπανία 37,2%) αλλά και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία 43,2%, χώρες της Βαλτικής 30%). Και, βέβαια, καμία σύγκριση δεν χωρά με κράτη του ευρωπαϊκού πυρήνα, όπως η Γερμανία (17,3%), η Γαλλία (11,5%), η Ολλανδία (10,6%) –για να μη μιλήσουμε για τα σκανδιναβικά, όπου το ποσοστό μετά βίας ξεπερνά το 4%.

Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν με ακρίβεια τον χάρτη με τα «καθεστώτα ευημερίας», κοινωνικού κράτους και αγοράς εργασίας, που έχει περιγράψει ο Gosta Esping-Andersen στην κλασική μελέτη του «Οι τρεις κόσμοι του καπιταλισμού της ευημερίας» (Τόπος, 2014): φιλελεύθερο-αγγλοσαξονικό, κορπορατιστικό-κεντροευρωπαϊκό, σοσιαλδημοκρατικό-σκανδιναβικό, συν το «υπολειμματικό» μοντέλο των μεσογειακών χωρών.

Τόσο πειστικότερο είναι ένα καθεστώς ευημερίας όσο πιο καθολικό είναι, όσο καλύτερα προστατεύει από τις επισφάλειες του βίου, όσο παρεμβαίνει διορθωτικά στις δομές ανισότητας αλλά και στην απασχόληση.

Τι συνέβη στη χώρα μας; Από το στρεβλό μοντέλο που επιβάρυνε τις δημόσιες δαπάνες εξασφαλίζοντας παροχές στη γενιά των καθ' ημάς «baby boomers» των ένδοξων χρόνων της ανάπτυξης, σε βάρος των επερχόμενων γενεών, περάσαμε βιαίως σε ένα μοντέλο που και τα προνόμια αυτά εκρίζωσε, ένεκα δημοσιονομικής χρεοκοπίας, αλλά και τις νεότερες γενιές εισάγει σε ολοένα δυσμενέστερες συνθήκες πρόνοιας και απασχόλησης.

Εκεί, λόγου χάριν, που το σύστημα εξασφάλιζε συνταξιοδότηση σε μια μητέρα ηλικίας 45 ετών εφόσον είχε ανήλικο τέκνο (ακόμη και 17 ετών, αρκετά μεγάλο δηλαδή για να χρειάζεται μηχανισμούς διευκόλυνσης της μητρότητας), τώρα δεν παρέχει ούτε το προνόμιο της πρόωρης σύνταξης στη μητέρα αλλά ούτε και θεσμούς που θα τη συνδράμουν κατά την απαιτητική ανατροφή του παιδιού.

Αναλόγως, προϋπόθεση αυτονομίας των τέκνων είναι η υλική απεξάρτηση από την οικογένεια, που περνά μέσα από την αξιοπρεπή εργασία. Και εδώ, η πλήρης ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων στα χρόνια της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν ήταν η βασιλική οδός για τον εξορθολογισμό μιας μη παραγωγικής οικονομίας, αλλά ο δύσβατος δρόμος που οδηγεί σε μια γενικευμένη συνθήκη επισφάλειας και κατασπατάλησης ανθρώπινων πόρων –ούτε λόγος, έτσι, για δυνατότητα ενός νέου να ζήσει αυτοδύναμα.

Σε αυτές τις συνθήκες αναπαράγεται η ασφυκτικά προστατευτική και εσωστρεφής εξάρτηση των τέκνων από την οικογένεια. Ενας διηνεκής παιδισμός, που ορισμένοι σχολιαστές αρέσκονται να υποδεικνύουν ως συλλογικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας, ξεχνώντας όμως ταυτόχρονα ότι η διάπλαση των παίδων δεν μπορεί να είναι κάτι φτηνό ούτε να γίνεται με όρους εξατομικευμένης διαχείρισης των ρίσκων. Απαιτεί σημαντικούς δημόσιους πόρους (βλ. σκανδιναβικές χώρες) και συναφείς θεσμούς παρέμβασης, καθώς είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να επαφίεται μόνο στην οικογένεια ή στην αγορά.

Ιδού ένα κομβικό πρόβλημα με το οποίο οφείλει να αναμετρηθεί μια πραγματικά προοδευτική πολιτική για τη μεταμνημονιακή εποχή, σε ένα πεδίο όπου η πολιτική λειτουργεί, κατά πώς θα έλεγε ο Γκράμσι, παιδαγωγικά με όλο το νόημα της λέξης –όχι μόνο «λέγοντας» πράγματα αλλά και «φτιάχνοντας» μηχανισμούς για τη διαμόρφωση αυτόνομων υποκειμένων. Αλλωστε, όπως λέει πάλι ο Μονταίνιος, αν μας διακατέχει ο φόβος ότι τα παιδιά «δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε να ζήσουν παρά σε βάρος της δικής μας ύπαρξης, θα έπρεπε να είχαμε αποφύγει να είμαστε γονείς».

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 31/8/2017.

Γιατί η τηλεόραση παραμένει... ο βασιλιάς

Πολλοί έχουν ήδη αρχίσει να διερωτώνται, ενόψει του επικείμενου διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, αν θα υπάρξουν άλλοι ενδιαφερόμενοι επενδυτές πέρα από τους υπάρχοντες καναλάρχες. Γιατί κάποιος να επενδύσει στο χώρο της τηλεόρασης, όταν η λεγόμενη διαφημιστική αγορά δεν είναι τόσο μεγάλη όσο κατά το παρελθόν και όταν αυξάνεται συνεχώς το μερίδιο της διαφήμισης σε άλλα μέσα εκτός τηλεόρασης; Γιατί κάποιος να επενδύσει σήμερα στην τηλεόραση και μάλιστα στη γραμμική της μορφή στην εποχή του διαδίκτυου και της ψηφιακής επανάστασης; Πώς θα είναι βιώσιμες οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις, όταν οι «δικτυωμένες» νεότερες γενιές δεν μπορούν να αποχωριστούν το κινητό τους, έχοντας πλέον μάθει να ζουν χωρίς την τηλεόραση;

Για να απαντήσουμε καλό θα ήταν να κάνουμε ορισμένες διευκρινίσεις, καθώς και μερικές αναφορές στις διεθνείς τάσεις.

Είναι γεγονός ότι η κατανάλωση οπτικοακουστικού περιεχομένου, κυρίως για τις νεότερης ηλικίας ομάδες του πληθυσμού, πραγματοποιείται πλέον μέσω της οθόνης διαφορετικών ηλεκτρονικών συσκευών και του διαδικτύου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το τηλεοπτικό προϊόν να μεταδίδεται με πολλούς τρόπους και συνεπώς είναι δυνατόν να πωληθεί σε περισσότερους χρήστες.

Είναι επίσης γεγονός ότι οι παραδοσιακές διακρίσεις και τα εμπόδια που διαχώριζαν τις τηλεοπτικές και κινηματογραφικές σπουδές και τα νέα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν πλέον έρεισμα. Γιατί η αποσύνδεση της τηλεοπτικής και κινηματογραφικής θέασης από μια και μοναδική συσκευή ή μόνο από την αγορά εισιτηρίου σε μια κινηματογραφική αίθουσα αλλάζει πλήρως τα δεδομένα. Για παράδειγμα η φιλόδοξη Netflix αναζητεί τρόπους, ώστε η πρώτη προβολή μιας ταινίας να γίνεται ταυτόχρονα στις αίθουσες και στις επιγραμμικές πλατφόρμες.

Η συμφωνία της με την αλυσίδα iPic Entertainment, όπως και η κάθοδός της στις Κάννες (πιθανόν στα βραβεία Όσκαρ στο μέλλον), δικαίως ανησυχούν την παλιά φρουρά. Οι πρόσφατες δραματικές εκκλήσεις της Σοφίας Κόπολα να βλέπει ο κόσμος τις κινηματογραφικές ταινίες στις αίθουσες και όχι στις συνδρομητικές πλατφόρμες ή/ και στο διαδίκτυο απηχούν μια αγωνία με πολύ βάσιμες και υπαρκτές διαστάσεις: Οι λεγόμενοι over-the-top players και οι νέες τεχνολογίες αλλάζουν όχι μόνο το χώρο της παραγωγής και της διανομής περιεχομένου, αλλά και τον τρόπο κατανάλωσης οπτικοακουστικού περιεχομένου.

Τί μπορεί να σημαίνει αυτό; Η απάντηση είναι σαφής. Πρώτον, μιλάμε για μια ιδιαίτερα δυναμική, ταχύτατα αναπτυσσόμενη και παγκόσμια βιομηχανία με έντονο και αμείωτο βαθμό διεθνοποίησης τόσο από την πλευρά της ζήτησης οπτικοακουστικού περιεχομένου όσο και από την πλευρά της προσφοράς. Δεύτερον, παρατηρούνται δομικές αλλαγές στον τρόπο θέασης και κατανάλωσης του περιεχομένου, γεγονός το οποίο ταυτόχρονα δημιουργεί ευκαιρίες, αλλά και απειλές σε όσες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται άμεσα ή έμμεσα στην οπτικοακουστική βιομηχανία.

Συνολικά, η πολιτική οικονομία της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας αλλάζει δραματικά και τα νούμερα είναι σοκαριστικά:

- Περίπου 400 ώρες περιεχομένου ανα λεπτό ή 600.000 ώρες την ημέρα ανεβαίνουν στο YouTube. Θα χρειαζόταν εκατομμύρια χρόνια για να παρακολουθήσει κανείς όλα τα βίντεο που διακινούνται στο διαδίκτυο κάθε μήνα.

- Το 2019 το 30% της παγκόσμιας κατανάλωσης μέσων ενημέρωσης και ψυχαγωγίας θα πραγματοποιείται μέσω διαδικτύου και της χρήσης κινητού τηλεφώνου. Το μεγαλύτερο μέρος του διαδικτυακού bandwidth (εύρους ζώνης) ήδη καταναλώνεται για τη θέαση κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών εκπομπών.

- Από τους 2,5 δισεκατομμύρια περίπου χρήστες έξυπνου κινητού παγκοσμίως το 60% αυτών καταναλώνει βίντεο σε καθημερινή βάση. Το 40% της κατανάλωσης βίντεο από το YouTube γίνεται ήδη μέσω της χρήσης έξυπνου κινητού.

- Μέχρι το 2020, το 75% της παγκόσμιας κυκλοφορίας δεδομένων σε φορητές συσκευές θα είναι βίντεο.

- Η μεγάλη οθόνη δεν είναι τελικά τόσο μεγάλη, αφού η χρήση πολλαπλών οθονών είναι συχνό φαινόμενο για πολλά νοικοκυριά. Το κινητό αποτελεί αυτό που λέγεται πρώτη οθόνη στις ηλικίες 15-35 ετών, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες, όπου η κατανάλωση βίντεο πραγματοποιείται κυρίως από την τηλεόραση και δευτερευόντως από υπολογιστές και ταμπλέτες.

- Το 2021 η παγκόσμια αγορά υπηρεσιών βίντεο κατά παραγγελία (video on demand) θα ξεπεράσει τις πωλήσεις στις αίθουσες προβολής ταινιών. Τα μεγαλύτερα studios, όπως η Fox, η Universal και η Warner Bros έχουν ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους να επενδύσουν στο χώρο της τηλεόρασης και να προσφέρουν τις ταινίες τους on-demand μερικές εβδομάδες μετά την πρώτη προβολή στις αίθουσες.

- Οι μεγαλύτεροι και πιο πετυχημένοι παραγωγοί και κινηματογραφιστές από τον Γούντι Άλλεν μέχρι τον Μάρτιν Σκορτσέζε μεταναστεύουν μαζικά στο δυναμικό οικοσύστημα της τηλεόρασης και του streaming. Το ίδιο και οι πολλά υποσχόμενοι και νεότερης ηλικίας ταλαντούχοι δημιουργοί, όπως ο Λάνθιμος.

- Τηλεοπτικοί κολοσσοί, όπως η HBO χρειάστηκαν 25 χρόνια για να λάβουν την πρώτη υποψηφιότητα βραβείων Emmy σε αντίθεση με τη Netflix, η οποία χρειάστηκε μόλις έξι μήνες.

- To 2016 μεταδόθηκαν περισσότερες από 400 original τηλεοπτικές σειρές τύπου House of Cards. Κάθε επεισόδιο του House of Cards και του Game of Thrones κοστίζει 5 έως 10 εκατομμύρια δολάρια αντίστοιχα. Ένα ή δύο επεισόδια δηλαδή κοστίζουν πολύ περισσότερο από πολλές κινηματογραφικές παραγωγές μεγάλου μήκους στην Ευρώπη.

- Ο εθισμός του τηλεοπτικού κοινού στις High-End TV Dramas είναι τόσο μεγάλος, ώστε το φαινόμενο του binge-watch (πέφτω με τα μούτρα μόλις κυκλοφορήσει ο νέος κύκλος επεισοδίων) δεν αποτελεί πλέον είδηση. Για παράδειγμα, πάνω από το 50% των τηλεθεατών παρακολούθησαν όλα τα επεισόδια της τέταρτης σειράς του House of Cards σε λιγότερο από 6 ημέρες.

- Οι νέες τηλεοπτικές συσκευές συνδέονται με το διαδίκτυο και ο χάρτης των χωρών με υβριδικές υπηρεσίες τηλεόρασης (HbbTV) συνεχώς διευρύνεται. Στην Ευρώπη η τεχνολογία αυτή παρέχεται ήδη στους πολίτες 16 χωρών. Ο τηλεθεατής χρησιμοποιώντας το HbbTV αποκτά τη δυνατότητα πλοήγησης σε κατ' απαίτηση εκπομπές μέσω της χρήσης υπηρεσιών catch-up tv και video-on-demand.

Ο κατάλογος των ενδείξεων της μεγάλης αλλαγής που συντελείται στο χώρο της τηλεόρασης είναι ανεξάντλητος. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η κατανάλωση τηλεοπτικών προγραμμάτων γίνεται πλέον και εκτός του παραδοσιακού χωρικού και χρονικού περιβάλλοντος θέασης και τοποθέτησης της διαφήμισης. Επιπλέον, το τηλεοπτικό προϊόν έχει παγκόσμια ζήτηση και είναι εξαγώγιμο εξαρχής, ειδικά αν η παραγωγή ή συμπαραγωγή του πραγματοποιείται με (υπερ)-υψηλή ευκρίνεια και μπορεί να ντουμπλάρεται εύκολα σε άλλες γλώσσες.

Η επέκταση των βίντεο συνεχούς ροής (streaming video), όπως η Netflix, η Amazon και η Hulu ενθάρρυναν τα τηλεοπτικά δίκτυα στην Αμερική να δημιουργήσουν νέα scripted shows και περισσότερο περιεχόμενο. Το συνεχώς αυξανόμενο online κοινό δημιούργησε μια ζήτηση για περισσότερα τηλεοπτικά προγράμματα με αποτέλεσμα η τηλεοπτική θέαση (viewing) στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες να βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το CBS για παράδειγμα, ένα από τα πιο παλιά τηλεοπτικά δίκτυα της Αμερικής, εμφανίζει τα υψηλότερα ποσοστά παρακολούθησης των προγραμμάτων του τα δέκα τελευταία χρόνια. Οι Αμερικάνοι βλέπουν 20% περισσότερη τηλεόραση συγκριτικά με το τέλος της δεκαετίας του 1990 φτάνοντας το 2016 τα επίπεδα των 10 ωρών και 39 λεπτών αν συμπεριλάβουμε και το χρόνο που σερφάρουν ή χρησιμοποιούν μια εφαρμογή κινητής τηλεφωνίας. Επιπλέον ο αριθμός των νοικοκυριών στις ΗΠΑ που διαθέτει μια τουλάχιστον τηλεοπτική συσκευή έχει αυξηθεί κατά 15% από το 2000 με το μέσο νοικοκυριό να διαθέτει περισσότερες από 3 οθόνες θέασης τηλεοπτικού περιεχομένου ανά σπίτι.

Η τηλεόραση ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με τη μυθοπλασία και το storytelling, με ήρωες, με εικόνες και χαρακτήρες, οι οποίοι ενδέχεται να μεταφέρονται καλύτερα στην τηλεόραση παρά σε μια μεγάλης διάρκειας κινηματογραφική παραγωγή. Σε αυτό βοηθάει και η συνεχής βελτίωση στο format και στην τεχνολογία μετάδοσης του τηλεοπτικού περιεχομένου. Αν η ποιότητα του περιεχομένου είναι ο βασιλιάς τότε μάλλον η τεχνολογική καινοτομία που συνδέεται με το περιεχόμενο και τη διανομή του είναι η βασίλισσα.

Η νέα μορφή τηλεόρασης διακρίνεται από ταχύτητα, αμεσότητα και εμπλουτισμένο περιεχόμενο εξαιτίας της εισαγωγής νέων τεχνολογιών και γρηγορότερου διαδικτύου. Η νέα μορφή τηλεόρασης συνιστά μια εμπειρία που προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία και προσαρμογή στις ατομικές ανάγκες, αλλά και που χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη κοινωνικότητα και διαδραστικότητα. Τα πιο δημοφιλή hashtags αφορούν τηλεοπτικές εκπομπές ή τηλεοπτικές περσόνες.

Πολλές αθλητικές τηλεοπτικές μεταδόσεις συνοδεύονται από τη χρήση εφαρμογών, όπως το Facebook live και το Instagram stories. Δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι η Time Warner πρόσφατα ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας νέας streaming πλατφόρμας για την μετάδοση των αγώνων του Champions League και του Europa League μετά από σχετική συμφωνία με την UEFA. Η συγκεκριμένη διαδικτυακή πλατφόρμα θα μεταδίδει ζωντανούς αγώνες και οι συνδρομητές της θα έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες παραγωγής βίντεο με στιγμιότυπα και φάσεις με τη λογική του clipittv.

Ο πλουραλισμός στο περιεχόμενο και η ευκολία διανομής και ενίοτε διαμοιρασμού του περιεχομένου διαιρεί, αλλά και (συν)ενώνει τους ανθρώπους σε κοινότητες. Η παρακολούθηση μιας τηλεοπτικής σειράς τύπου House of Cards ή Game of Thrones δεν αποτελεί απλώς έναν ακόμη τρόπο κατανάλωσης του διαθέσιμου ελεύθερου χρόνου, αλλά ένα κοινωνικό γεγονός και μια συμμετοχική εμπειρία. Οι δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές δημιουργούν επιμέρους συλλογικότητες παγκόσμιας μάλιστα εμβέλειας με ιδιαίτερες θεωρητικές αναζητήσεις, blogs, apps, πιστεύω, ηθική ακόμη και μουσικές ή ενδυματολογικές προτιμήσεις. Για παράδειγμα νέες τηλεοπτικές σειρές, όπως το Orange is the new Black επαναπροσδιορίζουν τη σεξουαλικότητα σε αντίθεση με το αγαπημένο Σπίτι στο Λιβάδι, που αποτέλεσε «Ύμνο εις την Παρθενίαν».

Πρόκειται ίσως για τη χρυσή εποχή της τηλεόρασης με καλύτερα και πιο ποιοτικά προγράμματα και πιο διευρυμένο κοινό παγκοσμίως. Η τηλεόραση συνεχίζει την ανοδική της πορεία και οι καταναλωτές τηλεοπτικού προγράμματος έχουν υψηλότερη και άμεση πρόσβαση σε πολύ περισσότερα τηλεοπτικά προγράμματα. Οι τηλεοπτικοί πάροχοι για να παραμείνουν ισχυροί είναι αναγκασμένοι να επενδύουν συνεχώς σε νέα προγράμματα, καθώς και σε τεχνολογικές καινοτομίες και επιχειρηματικές συνεργασίες προκειμένου να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν τα μερίδια τηλεθέασης που έχουν. Υπάρχουν βέβαια και άλλες σημαντικές προκλήσεις που είναι αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν, όπως η πειρατεία, ο έντονος και σχεδόν κανιβαλικός ανταγωνισμός τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή περιεχομένου, οι απώλειες τηλεθέασης στις νεότερες γενιές (το λεγόμενο cord-cutting), φορολογικά και άλλα ρυθμιστικά ζητήματα και η σταδιακή αύξηση του ειδικού βάρους της διαφήμισης στο διαδίκτυο σε βάρος των παραδοσιακών τηλεοπτικών σταθμών συνδρομητικής ή ελεύθερης λήψης.

Οι παραδοσιακοί τηλεοπτικοί σταθμοί, αλλά και οι δημόσιες ραδιοτηλεοράσεις μπορούν, άραγε, να επιβιώσουν σε ένα τέτοιο ανταγωνιστικό περιβάλλον;

Η απάντηση είναι απολύτως θετική για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτον, ο χρόνος θέασης περιεχομένου που μεταδίδεται σε πραγματικό χρόνο είναι κατά 300% μεγαλύτερος σε σχέση με τον κατά παραγγελία χρόνο. Παρά τις πανάκριβες παραγωγές η κατά παραγγελία συνδρομητική τηλεόραση (SVOD) ανέρχεται σε 12 δισεκατομμύρια ώρες θέασης το μήνα, όταν η ελεύθερης λήψης τηλεόραση (FTA) στην Ευρώπη αντιστοιχεί σε 2 δισεκατομμύρια ώρες (!) θέασης σε καθημερινή βάση.

Δεύτερον, η ανάγκη προσφοράς ποικιλίας περιεχομένου στους καταναλωτές από τους συνδρομητικούς παρόχους και τους over-the-top players ενθαρρύνει και ωθεί τις συμπαραγωγές με τους παραδοσιακούς broadcasters. Για παράδειγμα, η Netflix συνεργάζεται με τη RAI, το ITV, το Channel 4, το BBC. Αντίστοιχα το HBO επέκτεινε μάλιστα τη συνεργασία του με παραγωγούς στις βαλκανικές χώρες. Δυστυχώς η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτές. Η πρόσφατη ωστόσο εισαγωγή θεσμικού πλαισίου επιδότησης της οπτικοακουστικής παραγωγής και η επικείμενη απλοποίηση των διαδικασιών κινηματογράφησης ίσως την μετατρέψουν σε πιο ελκυστικό τόπο προσέλκυσης σχετικών επενδύσεων στο μέλλον.

Τρίτον, η τηλεθέαση μεγάλων αθλητικών γεγονότων παραμένει προνομιακό πεδίο της παραδοσιακής τηλεόρασης (συνδρομητικής και ελεύθερης). Το ίδιο ισχύει και για πολλά reality shows τύπου Voice. Οι Millenials και οι νεότερης ηλικίας τηλεθεατές μπορεί να έλκονται από τις ακριβές παραγωγές τύπου Game of Thrones και τη θέαση τους χωρίς διαφημιστικά διαλλείματα από την Netflix και την Amazon, αλλά όταν έρχεται η ώρα της English Premier League, του NBA, και του Super Bowl η οθόνη κολλάει στους παραδοσιακούς broadcasters. Οι αθλητικές μεταδόσεις (και τα πιο δημοφιλή reality/adventure shows) είναι συχνά το μήλον της έριδος ανάμεσα στους παρόχους περιεχομένου γιατί εξασφαλίζουν γενναιόδωρα διαφημιστικά πακέτα και αποτελούν τα μοναδικά σχεδόν τηλεοπτικά θεάματα, τα οποία εξακολουθούν να καθηλώνουν στον ίδιο χρονισμό εκατομμύρια τηλεθεατές μπροστά στην οθόνη.

Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί τα παραδοσιακά κανάλια της ελεύθερης και της συνδρομητικής τηλεόρασης και πολλοί τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι ανταποκρίνονται θετικά στην απόκτηση των δικαιωμάτων προβολής αθλητικών αγώνων, όταν ειδικά τα τελευταία 3 χρόνια η αξία τους έχει δραματικά αυξηθεί. Η ESPN του ομίλου Disney, η Time Warner, το Sky, η BT, η Deutsche Telekom, η Telefonica, το ABC, το NBC, το CBS, το Fox, το Canal+ δαπανούν δισεκατομμύρια κάθε χρόνο για την μετάδοση αθλητικών αγώνων. Το 2016, οι 92 από τους 100 μεγαλύτερους broadcasters στις ΗΠΑ αφορούσαν κανάλια με 100% αθλητικό πρόγραμμα ή κανάλια με πολύωρες αθλητικές εκπομπές και ποικίλες μεταδόσεις.

Σε γενικές γραμμές, οι παραδοσιακοί broadcasters εξακολουθούν να απευθύνονται σε ένα πιο διευρυμένο κοινό και συνεπώς έχουν ξεκάθαρη θέση στο μελλοντικό τηλεοπτικό τοπίο. Όλες οι διαθέσιμες μετρήσεις δείχνουν ότι η ζωντανή και ελεύθερης λήψης τηλεόραση υπερέχει έναντι της κατά παραγγελίας τηλεόρασης (ελεύθερης ή συνδρομητικής). Η κατά παραγγελία συνδρομητική τηλεόραση αντιπροσωπεύει το 20% της τηλεθέασης στις ΗΠΑ, αλλά μόλις το 5% των εσόδων της τηλεοπτικής αγοράς. Στην Ευρώπη το μερίδιο της συνδρομητικής και κατά παραγγελία τηλεόρασης είναι ακόμη χαμηλότερο και δεν ξεπερνά το 3%.

Και αυτό όχι μόνο γιατί η λεγόμενη παραδοσιακή/ κλασική τηλεόραση έχει συνήθως ζωντανό πρόγραμμα και συχνά μπαίνει δωρεάν ή με χαμηλό κόστος σε κάθε σπίτι, αλλά και γιατί η τηλεοπτική συμπεριφορά των πολιτών παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη από τη συνήθεια (δεν νοούνται Πάσχα χωρίς Φράνκο Τζεφιρέλι και Μουντιάλ ή Ολυμπιακοί Αγώνες χωρίς την ΕΡΤ). Το Eastenders και το Doctor Who εξακολουθούν να «τσιμπάνε» ιδιαίτερα υψηλά νούμερα τηλεθέασης στη Βρετανία.

Τα κύτταρα έχουν μνήμη. Ακριβώς για αυτό οι λεγόμενες «βιβλιοθήκες» των παραδοσιακών broadcasters έχουν εμπορική αξία (υπάρχει καλύτερο παράδειγμα στην Ελλάδα από το άξιο λόγου και «πολύ σκληρό να πεθάνει» Mega;). Το ίδιο ισχύει και για τα πλούσια ιστορικά αρχεία, όπως αυτό της ΕΡΤ, τα οποία όταν ψηφιοποιούνται και εμπλουτίζονται μπορούν να στηρίξουν ισχυρές ζώνες τηλεθέασης ή να παράγουν ιδιαίτερης αξίας τηλεοπτικό προϊόν, όπως η Μηχανή του Χρόνου και το Σαν Σήμερα. Ο πλούσιος κατάλογος οπτικοακουστικών τεκμηρίων που είναι αποθηκευμένα και έτοιμα να προβληθούν και μέσω streaming services ή μπουκέτων HbbTv αποτελεί, συγκριτικά με τους νέους παίχτες της τηλεοπτικής βιομηχανίας, ένα σημαντικό ατού για όλους τους παραδοσιακούς broadcasters.

Τα περιθώρια κέρδους διεθνώς παραμένουν υψηλότερα στη γραμμική τηλεόραση και τη δορυφορική τηλεόραση και ακολουθούν οι πάροχοι καλωδιακής τηλεόρασης, τα καλωδιακά δίκτυα και τα interactive media. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η πλειοψηφία του κοινού συνήθως δεν εγκαταλείπει και δεν υποκαθιστά την ελεύθερης λήψης ή τη συνδρομητική τηλεόραση, αλλά αντίθετα τη συμπληρώνει με streaming υπηρεσίες και νέα προϊόντα διάδρασης σε μια προσπάθεια ικανοποίησης πιο εξατομικευμένων αναγκών τηλεθέασης.

Το HBO δε βγάζει λεφτά από τα δεκάδες διαφορετικά YouTube κανάλια που διαθέτει ή το ένα δις streams, που έχει, αλλά από τις 2700 ώρες scripted πρόγραμμα την ημέρα που μεταδίδει. Η υπηρεσία live streaming iPlayer του BBC δεχόταν 250 εκατομμύρια αιτήματα για μετάδοση περιεχομένου κάθε μήνα το 2016, ενώ τον Μάιο του 2017 το αντίστοιχο μέγεθος αιτημάτων ανήλθε σε 271 εκατομμύρια.

Η παλιά φρουρά της τηλεόρασης δηλαδή αντιστέκεται και όταν αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες καταφέρνει και νικά την ψηφιακή επανάσταση γιατί έχει τις δικές της niche markets, επιτυχημένα brands και κυρίως κοινό, ενίοτε φανατικό, και όχι απλώς traffic. Το γεγονός αυτό δεν επιτρέπει κανενός είδους εφησυχασμού από μέρους της.

Τα μεγαθήρια της FANG (Facebook, Amazon, Netflix, Google) και σύντομα της Disney και της Apple ή των γιγαντιαίων κολοσσών της Κίνας, καθώς και της τεχνολογικά ακμάζουσας Νότιας Κορέας και Ινδίας ένα πράγμα επιδιώκουν να κάνουν στο τέλος: business στο χώρο της τηλεόρασης. Και μάλιστα business σε όλα τα επίπεδα, όπως η μυθοπλασία, τα reality shows και οι ζωντανές μεταδόσεις κορυφαίων αθλητικών γεγονότων.

Η νέα πλατφόρμα Watch, η οποία θα μεταδίδει shows και live events αποκαλύπτει την διόλου τυχαία στροφή της Facebook στο original περιεχόμενο, που προσομοιάζει ως λειτουργία τουλάχιστον με αυτή της συμβατικής τηλεόρασης. Οι πιο ισχυρές εταιρίες στο χώρο των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών ούτε επιδιώκουν ούτε διαβλέπουν το τέλος της τηλεόρασης, όπως διάφοροι «αναλυτές-νεκροθάφτες» και μελλοντολόγοι διατυμπανίζουν εδώ και 15 τουλάχιστον χρόνια. Αντίθετα βλέπουν στην τηλεόραση την ευκαιρία να βγάλουν κέρδος και μάλιστα με πολλούς τρόπους: από τη διαφήμιση, από την κατασκευή και εμπορία mobile applications, από την πώληση ηλεκτρονικών συσκευών, αλλά και από την πώληση δεδομένων αξιοποιώντας το εξειδικευμένο προσωπικό, την τεχνογνωσία, τους αλγόριθμους και τα big data και analytics που διαθέτουν.

Στο πλαίσιο αυτό, οι ιδιοκτήτες και οι διευθύνοντες των τηλεοπτικών σταθμών θα πρέπει να δουν το θέμα της μέτρησης της τηλεθέασης πιο σοβαρά. Εξάλλου τα κανάλια και οι διαφημιστές είναι αυτοί που λένε στη Nielsen τί να μετρήσει. Έτσι οι μετρήσεις της Nielsen αποτελούν το νόμισμα με το οποίο υπολογίζεται η αξία παραγωγής και πώλησης οπτικοακουστικού περιεχομένου στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Και εδώ τίθενται τα σημαντικότερα ερωτήματα.

Η Nielsen είναι μια εταιρία παγκόσμιας εμβέλειας με πολύχρονη εμπειρία, εξακολουθεί όμως να αποτελεί μια λύση one size fits all; Πρέπει να προστεθούν συστήματα μέτρησης εκεί όπου δεν υπάρχουν, και κυρίως στο διαδίκτυο και στην κατανάλωση βίντεο; Μπορούμε να δούμε το ακριβές μέγεθος και την έκταση αύξησης της διαφημιστικής αγοράς με τα υπάρχοντα εργαλεία; Έχουν τόσο μεγάλη αξία τα GRPs σήμερα; Με ποια μεθοδολογία «σπρώχνουν» οι διαφημιστές λεφτά εκτός της τηλεόρασης και της οπτικοακουστικής παραγωγής ενδεχομένως με βάση και τις μετρήσεις της Nielsen;

Στις ΗΠΑ τα ερωτήματα αυτά αποτέλεσαν το πρόταγμα και το αντικείμενο δημόσιας συζήτησης μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών και αναζητήθηκαν λύσεις. Αντίθετα στην Ελλάδα, η όποια αμφισβήτηση στις μετρήσεις της Nielsen λαμβάνει άλλου είδους διαστάσεις και οι φορείς της αγοράς σπεύδουν να τις υπερασπιστούν ως ιερό θέσφατο. Και όμως στις ΗΠΑ και οι φορείς της αγοράς και η ίδια η Nielsen έσπευσαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους εφαρμόζοντας νέες πρακτικές στην μέτρηση της τηλεθέασης. Για παράδειγμα, οι μετρήσεις της Nielsen περιλαμβάνουν πλέον αρκετούς OTT και VOD players, όπως η Hulu, το YouTubeTV, ενσωματώνοντας το Digital in TV Ratings.

Συνοψίζοντας, ο κόσμος αγαπάει την τηλεόραση και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει όσες ανατρεπτικές τεχνολογίες και αν εμφανιστούν. Η Viacom, η Netflix, η Amazon, η HBO, το BBC δείχνουν πώς η τηλεόραση μπορεί να κερδίζει και τις πιο απαιτητικές νεότερες γενιές που έχουν μάθει να ζουν και να εργάζονται με internet enabled συσκευές: επενδύοντας σε καλό περιεχόμενο, ζωντανό πρόγραμμα και περισσότερα streams. Το μέλλον της τηλεόρασης είναι φωτεινό και δείχνει να μην απειλείται από τη τεχνολογία και το διαδίκτυο.

Αυτό ισχύει και για τους παραδοσιακούς δημόσιους και ιδιωτικούς broadcasters υπο την προϋπόθεση να αποβάλλουν τις τεχνοφοβικές συμπεριφορές και τις ατολμίες στην επένδυση σε πρωτογενές και ανταγωνιστικό περιεχόμενο. Η εμπειρία δείχνει ότι όταν απουσιάζουν τέτοιες συμπεριφορές και κουλτούρες τότε οι παραδοσιακοί broadcasters γίνονται πιο ανταγωνιστικοί οργανισμοί από τους νεότερους παίχτες της τηλεοπτικής βιομηχανίας.

Η μεγάλη μάχη όμως που θα κρίνει το ποιος θα κυριαρχήσει στο χώρο της τηλεόρασης και της ψυχαγωγίας βρίσκεται στην ικανότητα απορρόφησης τεχνολογικής καινοτομίας και κυρίως στη διανομή της διαφήμισης, όπου συχνά more data driven περιβάλλοντα παίρνουν διαφημιστικά έσοδα από την παραδοσιακή τηλεόραση. Επομένως το ζήτημα μέτρησης της τηλεθέασης πρέπει να απασχολήσει πιο σοβαρά όλους όσους δραστηριοποιούνται στην τηλεοπτική αγορά, καθώς και τους εμπλεκόμενους φορείς, την Πολιτεία και τις Ανεξάρτητες Αρχές. Το ίδιο ισχύει για την πειρατεία για την οποία θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε στο μέλλον.

Δημοσιεύτηκε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ) στις 20/8/2017.