Παρασκευή, 19 Απρίλιος 2024

2017: Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ. ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Η Fondation Gabriel Péri (Ίδρυμα Gabriel Péri ) και ο Όμιλος «Δημοκρατία, Ελευθερία, Δικαιοσύνη» (εν Ελλάδι φίλοι της Fondation Gabriel Péri ), σας προσκαλούν σε εκδήλωση-συζήτηση την Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017 με θέμα:

2017: Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ. ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου στις 17.30 μ.μ στη μεγάλη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ (1ος όροφος) , Ακαδημίας 20

Ομιλητές της εκδήλωσης είναι :

Michel Maso, Διευθυντής Fondation Gabriel Péri

Μιχάλης Βακαλούλης , Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Paris VIII

Κώστας Μελάς, Οικονομολόγος , Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Παρέμβαση: Κώστας Βεργόπουλος : Πρόεδρος του προσωρινού Επιστημονικού Συμβουλίου του Ομίλου «Δημοκρατία, Ελευθερία, Δικαιοσύνη», Καθηγητής στο 8Ο Πανεπιστήμιο Παρισιού .

Την εκδήλωση παρουσιάζει ο Κωστής Μελαχρoινός

Συντονιστής της συζήτησης: Αλφόνσος Βιτάλης , Δημοσιογράφος/ Πολιτικός Επιστήμων

Η εκδήλωση πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Ελληνικού Ινστιτούτου Επιχειρηματικότητας και Αειφόρου Ανάπτυξης

Η ειδησεογραφία της φτώχειας, φτωχή πολιτική

Τι εννοούσε ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ όταν μιλούσε για κοινωνία της διακινδύνευσης, για κοινωνία του ρίσκου; Εβλεπε ότι τα κοινωνικά περιβάλλοντα φαντάζουν ρευστά, εύθραυστα∙ μιλούσε για κοινωνικές μεταβλητές που –όταν δεν τις βλέπουμε, όταν και τις βγάζουμε έξω από τα κοινωνικά μοντέλα μας– μπορούν να προκαλέσουν κακά, απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Εννοούσε ότι έχει γίνει εξαιρετικά σημαντικός ο ρόλος των ΜΜΕ στην κατασκευή της φτώχειας ή ακόμα και στη δυνητική δημιουργία της.

Μερικοί με γεμάτα στομάχια και πορτοφόλια, αίφνης, ανακάλυψαν με αταραξία το εξής: ότι η φτώχεια της Nέας Πολιτικής Οικονομίας θα πρέπει να φαντάζει εύλογη, επιστημονική, εξιλαστήρια ή και επιθυμητή. Κάτι σαν αναγκαιότητα για εθνικούς, κοινοτικούς ή παγκόσμιους σκοπούς.

Η ελληνική εμπειρία τα τελευταία χρόνια έδειξε αυτό που αρνήθηκε να δει το μιντιακό σύστημα: την ειδησεογραφία της φτώχειας ως δίκαιης, μονόδρομης, επιβεβλημένης. Επίσης, η πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία έδειξε τα πλέον αντιφατικά: ηγέτες, κόμματα, πολιτικές ομάδες και τεχνοκράτες να είναι τόσο απασχολημένοι με τη δημοσιονομική προσαρμογή και τιμωρία των αμαρτωλών, με αποτέλεσμα να αμελούν να σώσουν τους λαούς τους, το σπίτι τους.

Το online αποτέλεσμα; Η ανακύκλωση της αύξουσας φτώχειας από μια φάμπρικα αυτοεκπληρούμενων προφητειών – ακόμα και στην περίπτωση που η ζωή συνεχίζεται και δεν υφίστανται παγκόσμιες συνθήκες για κάτι τέτοιο.

Και όλα αυτά, σαν να μη βιώθηκε ποτέ η ευημερία, τα αγαθά της δημοκρατίας και της ειρήνης∙ και την έλευση μεγαλύτερης φτώχειας να αποτελεί ένα κυριολεκτικό, αναπόδραστο γεγονός. Η εμμονική λατρεία του σκανδάλου, της αποκλειστικής είδησης, η πυκνή κυκλοφορία ψεύδους (fake news) έδωσαν ώς εδώ ένα ταμείο που γέμιζε με την παράταση των δεινών, της αβεβαιότητας, της απελπισίας.

Στην όψιμη φάση της κρίσης, εκτός από τη δική τους ένδεια –αυτό που ονομάζουμε «κρίση του Τύπου»– τα ΜΜΕ διαπραγματεύτηκαν και δικαιολόγησαν τη φτώχεια, ωσάν η μόνη προοπτική να ήταν ο πηχτός ζόφος, ωσάν οι σχολιαστές του (τηλεπερσόνες, αναλυτές, τεχνοκράτες και πολιτικοί συνδαιτυμόνες) να είναι οι κομιστές της μόνης αλήθειας∙ ωσάν «αυτή η πραγματικότητα» να είναι λογική.

Αυτό που λέω, εδώ, είναι ότι η υπόθεση της κουλτούρας της πραγματικής φτώχειας, εν μέρει, πολλαπλασιάστηκε μιντιακά∙ και ως προς το περιεχόμενό της και ως προς την επίδρασή της στο συλλογικό φαντασιακό που, τέλος, πήρε τη μορφή μιας «νέας κανονικότητας», μιας ειμαρμένης στις αποκρυσταλλώσεις της κοινής γνώμης.

Λειτούργησε, δηλαδή, σαν μια θεοδικία που «απέδειξε» ότι στις κοινωνικές διεργασίες, στο σπίτι, στο σχολείο, στην εργασία, στην αγορά, στη χώρα, στην Ε.Ε., στην παγκόσμια τάξη δεν υπάρχει κάτι στραβό ή κάποια αδικία∙ ή ότι τα πάθη των φτωχών και των ανοικοκύρευτων οφείλονται στην εμπλοκή του αίματός τους στο προπατορικό αμάρτημα. Αυτή η κυρίαρχη ιδέα συσκοτίζει μερικά σημαντικά.

Πρώτον, συσκοτίζει το γεγονός της τεράστιας οικονομικής ανισότητας του 21ου αιώνα (ξαναδιαβάστε τον Τομάς Πικετί), την οποία καλείται να χειριστεί ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα που δεν έχει εξελιχθεί από τον 18ο και τον 19ο αιώνα.

Δεύτερον, συσκοτίζει το αίτημα της καλής διακυβέρνησης. Πολιτική που δεν κάνει τη δουλειά, που δεν είναι πειστική, ανθρώπινη, δίκαιη, εκτός από την επιδείνωση της δικής της εικόνας, προκαλεί επιδείνωση της κοινωνίας μετατρέποντας την ανημπόρια και την ανισότητα σε κοινωνική παγίδα.

Τρίτον, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, παραγκώνισε το ζήτημα της δημοκρατίας. Κανείς δεν θέλει μια δημοκρατία εξαρτημένη, ακρωτηριασμένη. Αν και αυτό είναι μια μεγαλύτερη κουβέντα που θα έπρεπε να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της Κεντροαριστεράς ή της σοσιαλδημοκρατίας, η εξουσία των πολιτών περιορίστηκε στη δυνατότητα να διώχνουν μια κυβέρνηση που δεν αρέσει και να την αντικαθιστούν με μιαν άλλη που ίσως να αρέσει καλύτερα.

Και αυτό με τη σειρά του, συσκοτίζει το ότι οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται σε άλλες σφαίρες που όλοι γνωρίζουν: ισχυρές ομάδες (G-8, G-20 κ.λπ.), διεθνείς οργανισμοί, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου, ΟΟΣΑ, διευθυντήριο Βρυξελλών, μεγάλες τράπεζες, λόμπι μεγάλων εταιρειών κ.ά.

Κανείς από αυτούς τους οργανισμούς δεν είναι δημοκρατικός. Ομως, η συζήτηση γίνεται για το αν οι παρεμβάσεις τους ή οι προβλέψεις τους είναι σωστές ή εσφαλμένες.

Το επιμύθιο. Η καλύτερη μιντιακή στήριξη δεν μπορεί να υποκαταστήσει ελλείπουσες πολιτικές ούτε να παίξει ρόλο πολιτικής, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές της φτώχειας πέτυχαν χάρη στις επικοινωνιακές τεχνικές και στη διαπλοκή μιντιακού και πολιτικού συστήματος – που απ' όλους πρώτα σπεύδουν να αποκαθάρουν τον εαυτό τους και να διασωθούν.

Η κατάσταση αυτή γίνεται διπλά επικίνδυνη γιατί ξεχνά ότι η είδηση δεν είναι λυσάριο που υπαγορεύει επιλογές, ερμηνείες του βίου και τη μοίρα του κάθε λαού.

Στο μέτρο, μάλιστα, που η ειδησεογραφία της φτώχειας ηθικοποίησε το «δίκαιο του πιστωτή» –που ιστορικά απεργαζόταν την αδυναμία πληρωμής του «δεμένου» οφειλέτη– δείχνει να λατρεύει την απελπισία και να την προκαλεί, βάζοντας ομάδες και λαούς τον έναν απέναντι στον άλλο.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/2/2017.

Μέρες που μας τρομάζουν - Οικονομία ή πολιτική;

Τις τελευταίες μέρες το πολιτικό κλίμα μόνον απαντήσεις δεν δίνει στην υπαρξιακή κρίση που βιώνουν η κοινωνία, η οικονομία αλλά και η ίδια η πολιτική.

Και ενώ τα πράγματα κινούνται μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας ως προς την έκβαση της αξιολόγησης, στο εσωτερικό επιχειρείται ξανά όξυνση του δημόσιου διαλόγου – αν υποθέσουμε ότι γίνεται διάλογος.

Ομως, τα θέματα που συζητούνται –κυρίως όσα δεν συζητούνται– προμηνύουν διεθνοεγχώριες ταλαιπωρίες.

Θα μπορέσει η Ελλάδα; Εχει αποτραπεί οριστικά ο κίνδυνος κατάρρευσης της χώρας;

Η απάντηση στο πρώτο είναι, ναι, αλλά με προϋποθέσεις.

Η απάντηση στο δεύτερο είναι, όχι. Ομως, σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα πρέπει να έχει κάποιος κατά νου είναι η διαφορετική ερμηνεία της επιτυχίας ή της αποτυχίας του προγράμματος της Ελλάδας στον εσωτερικό διάλογο, και η διαφορετική ερμηνεία, και για άλλους λόγους, μιας πιθανολογούμενης ανάκαμψης ή ενός Grexit στην ευρωπαϊκή και διεθνή σκηνή.

Η Ελλάδα δεν είναι μόνη, δεν είναι απομονωμένη και δεν είναι νησί.

Το Brexit, λόγου χάρη, δυσκολεύει την πρώην αυτοκρατορία να αποδείξει πως είναι νησί.

Ποια είναι τα πολιτικά πράγματα που τρομάζουν;

Πρώτον, ότι η Ελλάδα κινείται στο πλαίσιο μιας Ευρώπης που δεν αντιδρά άμεσα και αποφασιστικά στα ζητήματα που άπτονται των δυνατοτήτων της – ας πούμε, στα δημόσια οικονομικά των χωρών-μελών της.

Εδώ, η οικονομία υποτάσσεται στην κοντόφθαλμη πολιτική.

Δεύτερον, ότι η Ευρώπη αδιαφορεί για τα κύματα του πολιτικού εθνικισμού, επειδή έχει υποτάξει την πολιτική στην οικονομία.

Ετσι, από την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία μέχρι το λαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ο εθνικισμός, η μισαλλοδοξία και οι πολιτικές των ταυτοτήτων δρέπουν καρπούς με μεταλλάξεις της ακροδεξιάς και αντιευρωπαϊκής ρητορικής, άλλοτε κατά της πολυφωνίας και της Ε.Ε., άλλοτε κατά του πολιτικού φιλελευθερισμού, κατά της παγκοσμιοποίησης και –κυρίως– κατά των «άλλων» αδύναμων μεταναστών και προσφύγων.

Η Ευρώπη υπέστη πλήγμα από το Brexit και η εκλογή του Τραμπ στο τιμόνι των ΗΠΑ προκαλεί ήδη πολιτικοοικονομικούς παγκόσμιους τριγμούς και αβεβαιότητες.

Κι όμως, η ερμηνεία όλων αυτών των μεταβολών διατυπώθηκε, ξανά, στη γλώσσα της οικονομίας από τη mainstream πολιτική.

Οτι, δηλαδή, η παγκοσμιοποίηση άφησε τους περισσότερους εκτός, στη φτώχεια∙ ότι η υποτονική ανάκαμψη από το 2008 έχει κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι η ζωή για τα παιδιά και τα εγγόνια τους θα είναι, για πρώτη φορά μεταξύ των γενεών, ουσιαστικά χειρότερη από ό,τι είναι σήμερα∙ ότι ο πλούτος συγκεντρώνεται στο κορυφαίο 1% της κοινωνίας και ότι οι μεσαίες τάξεις φτωχοποιούνται κ.λπ. κ.λπ.

Ομως τι γινόταν το 2010; Οι πολιτικοί της Ευρώπης έδειξαν προς στιγμήν τρομαγμένοι από την υποταγή της πολιτικής στα στενά οικονομικά συμφέροντα.

Πανικοβλήθηκαν από τη διάχυση των αμερικανικών τοξικών ομολόγων στο ευρωπαϊκό σύστημα.

Πρώτη απ' όλους η καγκελάριος Μέρκελ και, από κοντά, η τότε ομάδα που συγκροτούσε τον πυρήνα της Ευρώπης, ο Νικολά Σαρκοζί, ο Χέρμαν βαν Ρομπάι, ο αμίμητος Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο (νυν υπάλληλος της αμερικανικής τράπεζας επενδύσεων Goldman Sachs), από κοντά και ο πρωθυπουργός «των διεφθαρμένων» Γιώργος Παπανδρέου κ.ά., κατηγορούσαν τις αγορές, τα hedge funds, τους κερδοσκόπους, τους «άρπαγες και τους τιμωρούς των κρατικών ομολόγων».

Ο Αντερς Μποργκ (υπουργός Οικονομικών της Σουηδίας) ήθελε να οδηγηθεί στην πυρά ο «αγγλοσαξονικός καπιταλισμός των αγορών» και ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ μιλούσε «για οργανωμένη παγκόσμια επίθεση κατά του ευρώ».

Κανείς τους τότε δεν είχε παραδεχθεί ότι το ευρώ –για να χρησιμοποιήσω μόνο μια φράση του Κρούγκμαν– ήταν ένας ζουρλομανδύας.

Αλλά το χειρότερο ήταν ότι δεν το παραδέχθηκαν ποτέ.

Αντιμετώπισαν με μονομέρεια την κρίση οικονομικά, ενώ η αρχιτεκτονική της Ενωσης αλλά και οι αδυναμίες του ευρώ ήταν πολιτικές.

Γιατί φτάσαμε σε μέρες που τρομάζουν; Γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδόθηκαν σε σενάρια «success story» και σε λατρείες κενών κρανίων –όπου οι μυημένοι μαζεύονταν και καταριούνταν τα μνημόνια που οι ίδιοι ψήφισαν– πράττοντας, πέραν τούτου, ουδέν.

Γιατί η ευρωπαϊκή αμφιθυμία μεταξύ πολιτικής και οικονομίας εδραίωσε την πεποίθηση ότι οι ελίτ αποκρύπτουν την πραγματικότητα στους ψηφοφόρους τους.

Για την Ελλάδα, ιδιοτελώς πώς, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί διά των εκπροσώπων των κρατών-μελών, ασπάστηκαν τον ντετερμινισμό της προτεσταντικής ηθικής, ότι οι Ελληνες δεν διαθέτουν το είδος των πόρων, τα στοιχεία της κουλτούρας ή τα εργαλεία που θα τους οδηγήσουν στην ευημερία.

Σύμφωνα με το «δόγμα Σόιμπλε», οι Ελληνες ακολούθησαν εσφαλμένες πολιτικές και στρατηγικές και, άρα, τιμωρούνται.

Ωστόσο, μελετώντας την πολιτική της Ευρώπης από το 2010 έως τις σημερινές εξελίξεις –που κανείς δεν προέβλεψε, κυρίως η Αριστερά–, μπορεί να συμπεράνει το εξής: δεν ήταν η διάσταση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας αλλά ένα ολόκληρο σύμπλοκο μετανεωτερικής πολιτικής οικονομίας που, πέραν της ρητορικής καταδίκης των ανεξέλεγκτων αγορών, όχι μόνο δεν έκανε κάτι, αλλά επέλεξε την τιμωρία των «Συβαριτών του ένοχου και εθελόδουλου Νότου», αποδιαρθρώνοντας οικονομίες, δημιουργώντας κοινωνικά ερείπια, απολιτική οργή, ενισχύοντας ευρωσκεπτικισμούς, καχυποψίες, εθνικισμούς αλλά και τον φασισμό – δηλαδή, ό,τι είχε συμβεί στον Μεσοπόλεμο που οδήγησε στον Β' Παγκόσμιο.

Και όλα αυτά, σε μια ενεργό παγκόσμια καμπή, όπου –ιστορικά, πολιτισμικά, γεωπολιτικά– η Ευρώπη θα όφειλε να επιλέξει τα εντελώς αντίθετα, για πάνω από επτά δισεκατομμύρια λόγους.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 3/2/2017.

Ποσοστά πτωχείας, δυσαρέσκειας, φόβου

Τα τετελεσμένα της εκλογής Τραμπ, το Brexit, το δημοψήφισμα στην Ιταλία και η ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών των Πέντε Αστέρων, ο διχασμός της Αυστρίας με την Ακροδεξιά ante portas, οι επικείμενες εκλογές στη Γαλλία (Μάιος), στη Γερμανία (Σεπτέμβριος) έχουν ανοίξει την ατζέντα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Το θέμα είναι η ποιότητα και το σθένος της δημοκρατίας, η αναβίωση του ακροδεξιού εξτρεμισμού και του εθνικισμού∙ η ανάκαμψη των ιδεών του αποκλεισμού και του ρατσιστικού μίσους.

Οι περισσότεροι αναλυτές, ήδη κεχηνότες από το Brexit και τα πρώτα δείγματα της προεδρικής (υπο)γραφής στις ΗΠΑ, μάλλον αυτοπαρηγορούνται. Εκφράζουν αμφιβολίες για το εάν και κατά πόσο θα μπορούσαν να αγγίξουν την εξουσία, λ.χ., το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν ή το εθνικιστικό λαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Παραβλέπουν ότι ιδέες και συναισθήματα που τροφοδότησαν το φαινόμενο Τραμπ ή το Brexit είναι παρόντα στη Γαλλία και τη Γερμανία - στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό.

Η παγκόσμια έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του 2016 σε 23 χώρες και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2017 δείχνει ότι έξι στους δέκα ερωτηθέντες υποστηρίζουν πως η κοινωνία τους είναι κατακερματισμένη∙ ότι οκτώ στους δέκα, κατά μέσο όρο, έχουν ελάχιστη εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα (Γερμανία 80%, Γαλλία 83%)∙ ότι ένας στους τρεις υποστηρίζει πως η χώρα του θα ήταν ισχυρότερη εάν σταματούσε η μετανάστευση (https://www.ipsos-mori.com/Assets/Docs/Polls/ipsos-global-advisor-power-...).

Για τoν πυρήνα της Ευρώπης, η ίδια έρευνα δείχνει ότι η δυσαρέσκεια στην πολιτική είναι στενά συσχετισμένη με αισθήματα νατιβισμού. Τι είναι ο νατιβισμός; Θα μπορούσαμε να τον πούμε και «αυτοχθονισμό» ή «εθνοκεντρισμό».

Ομως, ο Κας Μούντε, ένας βαθύς μελετητής του πολιτικού εξτρεμισμού στις δυτικές δημοκρατίες, τον ορίζει σαφέστερα: «ιδεολογία που υποστηρίζει ότι τα κράτη θα έπρεπε να κατοικούνται αποκλειστικά από μέλη της αυτόχθονης ομάδας (του "έθνους") και ότι τα μη αυτόχθονα στοιχεία (άτομα και ιδέες) απειλούν θεμελιωδώς την ομοιογένεια του έθνους-κράτους».

Στην έρευνα, εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, από την πλευρά της ηπειρωτικής Ευρώπης, μετείχαν Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία, Βέλγιο, Ουγγαρία, Σερβία (λείπει η Ελλάδα). Στις 23 χώρες κατά μέσο όρο, οκτώ στους δέκα (81%) δεν έχουν εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα (η πλειοψηφία σε κάθε χώρα) και το 71% δεν έχουν εμπιστοσύνη στην κυβέρνησή τους - με την Ευρώπη πάνω από τον μέσο όρο (στη Γερμανία 70%, στη Γαλλία 77%, στην Ιταλία 80% και στην Ισπανία 89%).

Δύο στους τρεις (68%) δεν έχουν εμπιστοσύνη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (στη Γερμανία το ποσοστό είναι 70%, στη Γαλλία 68%, στην Ιταλία 73%, στην Ισπανία 78%). Το 61%, κατά μέσο όρο, δεν έχουν εμπιστοσύνη στις μεγάλες εταιρείες και το 59% δεν έχουν εμπιστοσύνη στις τράπεζες. Κατά μέσο όρο, έξι στους δέκα (59%) δεν έχουν εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Περίπου το 52% δεν εμπιστεύονται τους διεθνείς οργανισμούς - με την Ευρώπη να ξεπερνά τον μέσο όρο (Γερμανία 59%, Γαλλία 65%, Ιταλία 64%, Ισπανία 77%, Βέλγιο 63%).

Η έρευνα -μεταξύ άλλων- δείχνει πόσο ελκυστική είναι η ρητορική τύπου Τραμπ στους παραμελημένους λαούς. Συγκεκριμένα, κατά μέσο όρο, το 63% θα ήθελαν να ψηφίσουν κάποιο κόμμα ή έναν ηγέτη που «να είναι ενάντια στις ελίτ και να νοιάζεται για τους απλούς ανθρώπους», ή κάποιον που να θέλει να ανατρέψει ριζικά το σύστημα.

Ωστόσο, πολλές λεγόμενες «πλουραλιστικές» θέσεις είναι εξίσου δημοφιλείς. Το 67% λένε ότι θα ήταν πιθανό να ψηφίσουν κόμμα ή ηγέτη που να ακούει τις εναλλακτικές απόψεις, το 56% κάποιον που να είναι διατεθειμένος να κάνει συμβιβασμούς και το 52% κάποιον που να στηρίξει τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Σίγουρα θα είχε ενδιαφέρον να βλέπαμε τις αντίστοιχες στάσεις στην Ελλάδα που, ως υπόδειγμα γονατισμένης χώρας, δονείται στον ίδιο παγκόσμιο ρυθμό. Πάντως, εξαιρώντας το -μάλλον κενόδοξο- ευρωπαϊκό άβαταρ περί «πλουραλισμού», τα ευρήματα αποκαλύπτουν την ανησυχητική έλλειψη εμπιστοσύνης στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, αλλά και σε βασικούς θεσμούς, όπως κόμματα, μέσα ενημέρωσης, τράπεζες, διεθνείς οργανισμοί, πολυεθνικές κ.ά.

Ορθώνονται αναχώματα στην γκρίζα, δυσοίωνη πλευρά του κόσμου; Σίγουρα όχι από τον στενό χώρο της οικονομικής θεώρησης και της τεχνοκρατίας τύπου ΔΝΤ. Μάλλον, αν εντάξουμε στα επιχειρήματά μας τα ελλείποντα: δημοκρατία, εντιμότητα, ανθρωπιά. Και το άλλο:

Μπορεί η Ευρώπη να αλλάξει το υπόδειγμα; Μπορεί να αναθεωρήσει ρουτίνες και αποκρυσταλλώσεις για την παγκοσμιοποίηση, την οικονομία, την πολιτική ή και τη βία; Εάν ναι, θα εννοούσαμε πως ο κόσμος ανήκει σε όλους∙ ότι «του ανθρώπου ήτο η γη και το πλήρωμα αυτής». Αλλά ποιος ωφελείται από το διεθνές blame game;

Ποιοι αντιστέκονται στο όραμα ενός κόσμου ειρήνης, ασφάλειας, δικαιοσύνης και ευημερίας; Οσοι κερδίζουν από τον κόσμο της αδικίας, της βίας, των συγκρούσεων και της καχυποψίας. Σκεφτείτε το ξανά: οι Τραμπ στα τιμόνια των κρατών.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 10/2/2017. 

Οι άνθρωποι που έβλεπαν τα τρένα να περνούν

Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, καταργήθηκαν οι διαφορές πρώτης, δεύτερης και τρίτης θέσης στα τρένα, χωρίς όμως να αλλάξουν τα τρένα. Το αποτέλεσμα ήταν κάποια στιγμή να αρχίσουν να δρομολογούνται για τις νέες ηγετικές ομάδες διαφορετικές αμαξοστοιχίες, γρήγορες και άνετες. Τα παλιά, εξισωτικά και εξισωμένα, αργά τρένα έμειναν για όλους τους υπόλοιπους. Συμπέρασμα; Ο εξισωτισμός είναι διαφορετική πολιτική από τη μείωση των ανισοτήτων, η οποία δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια πολιτική εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης.

Η πρόταση του ΙΕΠ για τις αλλαγές στο Λύκειο και την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα έλεγε κανείς ότι κινείται στο πνεύμα των προτάσεων του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία (https://chronos.fairead.net/liakos-porismata-2). Ωστόσο, τα επί μέρους ανατρέπουν αυτή τη διαπίστωση και, δυστυχώς, καθιστούν την πρόταση προβληματική. Οι συμβιβασμοί που επιχειρεί το Υπουργείο δεν βελτιώνουν τις μεταρρυθμίσεις. Μειώνουν τη δυναμική τους και αποδιαρθρώνουν τη λογική τους. Ιδιαίτερα οι πιέσεις των συνδικαλιστών και ορισμένων κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, όσες καλές προθέσεις και να τους αποδώσει κανείς, οδηγούν στις ράγες των παλιών τρένων.

Ο Εθνικός και Κοινωνικός Διάλογος ανέδειξε σε μείζον πρόβλημα την εδώ και δεκαετίες ακύρωση του Λυκείου, την τυχαία και με έλλειψη κάθε λογικής εισαγωγή στο πανεπιστήμιο και τις δραματικές συνέπειες της υποβάθμισης της επαγγελματικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης. Συνέπειες που μοιράζονται και στους δύο τύπους Λυκείου. Έστρεψε επομένως την προσοχή του αφενός στον μετασχηματισμό και στην άνοδο του επιπέδου του Λυκείου και αφετέρου στη σύνδεση της εισαγωγής στο πανεπιστήμιο με μια λογική κατανομή των φοιτητών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, αναλόγως των ικανοτήτων και των ενδιαφερόντων τους. Αποτέλεσμα των συζητήσεων ήταν η πρόταση για την αναδιοργάνωση της δομής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην κατεύθυνση του «4+2», δηλαδή σε ένα τετραετές Γυμνάσιο, όπου θα ολοκληρωνόταν η εγκύκλιος παιδεία, και σε ένα διετές Λύκειο, τόσο Γενικό, όσο και Επαγγελματικό-Τεχνολογικό.

Η παρούσα πρόταση του ΙΕΠ πράγματι επικεντρώνεται στις δύο τελευταίες τάξεις, πράγματι μειώνει ριζικά τον αριθμό των μαθημάτων και τα συγκεντρώνει σε λίγες μαθησιακές ενότητες, πράγματι εισάγει τη δοκιμιακή εργασία και τις δημιουργικές δραστηριότητες, πράγματι καθιερώνει το εθνικό απολυτήριο, από το οποίο εξαρτά την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, μέσα σε μια λογική συμβιβασμών, αποδυναμώνει την πρόταση, την καθιστά προβληματική στην εφαρμογή της, δημιουργεί ανασφάλεια ως προς την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, κινδυνεύει ακόμη να αποδυναμώσει και τη μορφωτική και εκπαιδευτική αποστολή του Λυκείου – συνεχίζοντας ακριβώς, με άλλη μορφή, τη σημερινή διάλυση.

Πριν προχωρήσω στην ανάλυση να επισημάνω ότι υπάρχουν δυο σχέδια του ΙΕΠ. Το ένα δημοσιεύτηκε στην Αυγή (17.1.17) και το άλλο στάλθηκε στα μέλη της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Παραδόξως, το δεύτερο είναι περισσότερο φειδωλό στις πληροφορίες που δίνει για τις προθέσεις του Υπουργείου, από ότι εκείνο της Αυγής (που υπαγορεύτηκε επίσης από το Υπουργείο). Το αντίθετο θα ανέμενε κανείς. Φαίνεται ότι ακόμη τα πράγματα είναι ρευστά, μετά τις πληροφορίες για πιέσεις ακόμα μεγαλύτερης ρευστοποίησης της πρότασης (Εφ. Συν., 20.1.17).

1. Η κατανομή των σχολικών τάξεων σε βαθμίδες της εκπαίδευσης υπηρετεί μια λογική, μια φιλοσοφία για τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης σε κάθε ηλικιακή βαθμίδα. Η πρώτη τάξη Λυκείου στην πρόταση του Διαλόγου γινόταν η τέταρτη του Γυμνασίου, προκειμένου να ξεδιπλωθεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εγκύκλιας παιδείας, διευρύνοντας την υποχρεωτική εκπαίδευση. Στη νέα πρόταση μένει εντελώς ξεκρέμαστη (και είναι παράδοξο να ολοκληρώνεται η υποχρεωτική εκπαίδευση στο μέσο μιας εκπαιδευτικής βαθμίδας). Η εκπεφρασμένη «διακομματική» αντίθεση των συνδικαλιστών στο διετές Λύκειο, κρατάει όμηρο μια ολόκληρη σχολική χρονιά και δεν της επιτρέπει να ενταχθεί στον οργανικό σχεδιασμό του Γυμνασίου.

Το παράξενο είναι ότι η τάξη αυτή εντάσσεται, θεωρητικά, στην εντεκαετή υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά εγκλωβίζεται στον προθάλαμο του διετούς Λυκείου, αντί να συνδεθεί λειτουργικά με το τριετές Γυμνάσιο. (Η πρόταση του Διαλόγου ήταν δωδεκαετής υποχρεωτική εκπαίδευση: 2 χρόνια Νηπιαγωγείο + 6 Δημοτικό + 4 Γυμνάσιο.)

Με την πρόταση που είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο του Εθνικού Διαλόγου προβλεπόταν, παράλληλα με τη διεύρυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, και η ριζική αναμόρφωση του προγράμματος του Γυμνασίου, ώστε να ενταχθούν σε αυτό ο τεχνολογικός αλφαβητισμός, η οπτικοακουστική εκπαίδευση, η επιχειρηματικότητα και η πολιτειότητα, να αντιμετωπιστεί ο κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων, να επιτευχθεί η εξοικείωση με τις τέχνες.

Μέσα από τον δρόμο αυτό θα υποστηρίζονταν οι έφηβοι απόφοιτοι του τετραετούς γυμνασίου, ώστε να γνωρίσουν τις κλίσεις και τις δεξιότητές τους, να αντιληφθούν καλύτερα τις επιθυμίες τους και, σε συνδυασμό με αληθινή υποστήριξη σε θέματα προσανατολισμού και αυτογνωσίας, να μπορέσουν να αποφασίσουν κατά πόσον θα ακολουθήσουν το Γενικό ή το Τεχνολογικό-Επαγγελματικό Λύκειο ή αν θα επιλέξουν κάποια τεχνική σχολή.

Θα μπορούσε μάλιστα να εξετάσει κανείς, εξαιτίας της ταχύτερης πλέον πολιτισμικής ωρίμανσης των παιδιών, να ενταχθεί και η τελευταία τάξη του δημοτικού σε ένα πενταετές γυμνάσιο που θα αποτελούσε έναν γερό κορμό παιδείας.

2. Καταλαβαίνω βέβαια ότι η πρόταση του Διαλόγου για τετραετές Γυμνάσιο και διετές Λύκειο απαιτεί προετοιμασία διοικητικής και κτηριακής αναδιοργάνωσης, επομένως θα χρειαζόταν μια μεταβατική περίοδος προσαρμογής. Αλλά αυτό σημαίνει ότι μεταβατικά η πρώτη λυκείου θα πρέπει να μπει στον εκπαιδευτικό προγραμματισμό του Γυμνασίου. Διαφορετικά λείπει ο προσανατολισμός, πράγμα που σημαίνει ότι η τάξη καθίσταται νεκρός χρόνος. Στην πρόταση του ΙΕΠ εξαφανίστηκε επίσης ο θεσμός του καθηγητή-συμβούλου, που θα συμβούλευε τα παιδιά, αναλόγως των κλίσεων και των ικανοτήτων τους, να κατευθυνθούν στο Γενικό ή στο Επαγγελματικό Λύκειο.

3. Είναι σε βάρος και του Γενικού Λυκείου και του Επαγγελματικού Λυκείου η χαλάρωση του Λυκείου (ακούστηκε το σύνθημα «όχι στο σκληρό και ελιτίστικο Λύκειο»). Η «μπουλουκοποίηση της εκπαίδευσης» είναι κοινωνική αδικία απέναντι στα παιδιά και στους δασκάλους που προσπαθούν, δεν σέβεται ούτε και ενθαρρύνει τη διαφοροποίηση σε πορείες ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες των παιδιών στους δύο τύπους Λυκείου. Άλλωστε το Λύκειο που πρέπει να τελειώσουν όλοι, θέλουν δεν θέλουν, τους ενδιαφέρει ή όχι, δεν μπορεί παρά να είναι ένα σχολείο υποβαθμισμένο, που ο μόνος λόγος για να το παρακολουθήσεις είναι το απολυτήριο που θα σου δώσει – απόλυτη υποβάθμιση δηλαδή.

4. Στα Πορίσματα του Διαλόγου σχετικά με το διετές Λύκειο, υπήρχε η πρόταση για 2 υποχρεωτικά μαθήματα και 4 επιλεγόμενα, ένα από κάθε κύκλο, πράγμα που με την διαβάθμιση των μαθημάτων εξασφάλιζε μια ισορροπία ανάμεσα στη γενική και την ειδική μόρφωση. Διασφάλιζε ότι θα συνεχιζόταν η γενική καλλιέργεια των παιδιών και ότι αυτά δεν θα εγκλωβίζονταν στη μονομέρεια της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης. Λ.χ. εξασφάλιζε ότι ο υποψήφιος γιατρός, στα δύο χρόνια του Λυκείου θα συνέχιζε να μελετάει Ιστορία, ενώ ο αυριανός δικηγόρος ή φιλόλογος θα συνέχιζε επί δύο χρόνια να καλλιεργεί τη μαθηματική του σκέψη. Στην πρόταση του ΙΕΠ, το πρόγραμμα διαφοροποιείται με μια κλιμάκωση από τη δεύτερη στην τρίτη λυκείου, συνεχίζοντας τη λογική του κατακερματισμού και ανοίγοντας παράθυρο στα φροντιστήρια, αφού η τρίτη λυκείου θα αναδειχθεί και πάλι στο πεδίο μάχης της Εισαγωγής, ακυρώνοντας τις προηγούμενες τάξεις.

5. Αν διατηρηθούν οι εισιτήριες εξετάσεις με τη μορφή που έχουν τώρα, δίπλα στη συμμετοχή του εθνικού απολυτηρίου, η μια μορφή αργά ή γρήγορα θα καταβροχθίσει την άλλη. Εκείνο που χρειάζεται και πρέπει να το πούμε δυνατά, καθαρά και κατηγορηματικά είναι η εγκυρότητα των εξετάσεων μέσα στο Λύκειο. Δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό καμία μεταρρύθμιση.

6. Για την εγκυρότητα των εξετάσεων χρειάζεται ένα κοινό αποθετήριο, μία βιβλιοθήκη θεμάτων πάνω στα οποία θα εξετάζονται οι μαθητές, και όχι στο τι, πόσο και πώς διδάσκει κάθε καθηγητής. Το αποθετήριο αυτό πρέπει να είναι σωστά φτιαγμένο και σταθμισμένο, προσβάσιμο από όλους τους μαθητές, με τη δυνατότητα των καθηγητών και των καθηγητριών να το εμπλουτίζουν με θέματα. Η περιγραφική αξιολόγηση στις δύο τελευταίες τάξεις δεν έχει νόημα χωρίς τη στάθμιση των ικανοτήτων και τη μαθηματική τους απόδοση, ώστε το απολυτήριο να μπορεί να αποτελέσει πράγματι καθοδηγητικό μέσο εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η αρνητική εμπειρία της τράπεζας θεμάτων οφείλεται στον τρόπο κατασκευής και επιβολής της. Αυτός όμως δεν είναι λόγος για να απορριφθεί η ιδέα, αλλά για να κατασκευαστεί σωστά. Χωρίς μια βιβλιοθήκη θεμάτων δεν γίνονται σταθμισμένες εξετάσεις, και χωρίς σταθμισμένες εξετάσεις, αντίο στην εγκυρότητα του απολυτηρίου για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

7. Είναι αδιανόητο να ισχύσει η σχέση 80/20 μεταξύ προφορικού και γραπτού βαθμού για να διαμορφωθεί ο τελικός βαθμός του εθνικού απολυτηρίου, όπως προβλέπει η πρόταση του ΙΕΠ. Προφανώς και πρέπει να συνυπολογίζεται η προφορική επίδοση, αλλά με τρόπο που δεν θα οδηγήσει τελικά στην πλήρη ακύρωσή της. Γιατί είναι απολύτως βέβαιο ότι με τη σχέση στο 80/20, δεν θα υπάρχει καθηγητής που δεν θα βάλει άριστα στους μαθητές του, ακυρώνοντας έτσι την προφορική αξιολόγηση. Παράλληλα, θα οργιάζουν οι φήμες περί εκμαυλισμού των εκπαιδευτικών και η πίεση που θα τους ασκείται από γονείς και μαθητές θα είναι αφόρητη. Οι απόφοιτοι του Λυκείου δεν μπορούν να μπαίνουν σε πανεπιστημιακές σχολές, αν αυτές δεν φτιαχτούν ορθολογικά. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι οι πανεπιστημιακοί, λόγω και της αυτονομίας, θα συναινέσουν σε αυτό, και η εισαγωγή στις σχολές αντί σε τμήματα θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα λύσει. Αντίθετα, η πρόταση του Εθνικού Διαλόγου είναι κινητικότητα εντός του πανεπιστημίου, πρωτεύουσα και δευτερεύουσα ειδικότητα, κοινά πτυχία ανάμεσα σε ειδικότητες.

Εν κατακλείδι, είναι ευθύνη της Αριστεράς να αναβαθμίσει τη δημόσια εκπαίδευση και να αναδείξει τον κρίσιμο ρόλο του Λυκείου. Αν αυτό δεν γίνει τώρα, θα γίνει με όρους κοινωνικού δαρβινισμού αύριο. Εκείνο που η Αριστερά ωστόσο δεν δικαιούται, είναι να αφήσει τα παιδιά των δημόσιων σχολείων να στερούνται παιδείας, διότι επιλέγει να ικανοποιήσει όσους τρομάζουν στην ιδέα της αλλαγής που θα τους ξεβολέψει. Η «συναίνεση» είναι αναγκαία, αλλά συναίνεση ποιων; Σέβομαι τον συνδικαλισμό, συγκαταλέγομαι άλλωστε ανάμεσα στους μελετητές της ιστορίας του, αλλά σκοπός του συνδικαλισμού είναι να υπερασπίσει την αξιοπρέπεια των μελών του στις υλικές και τις ηθικές της διαστάσεις. Δεν είναι έργο του να χαράζει εκπαιδευτική πολιτική και να υπαγορεύει μεταρρυθμίσεις. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι. Προφανώς το έργο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι δύσκολο, προφανώς χρειάζονται ελιγμοί και δημιουργία ευρύτερων συναινέσεων, αλλά αυτές πρέπει να έχουν άξονα προπαντός την κοινωνία. Όχι τις κλειστές επαγγελματικές ή πολιτικές ομάδες. Η πειστικότητα ενός εγχειρήματος εξαρτάται από τη συνοχή και τη λειτουργικότητά του, και οι συμβιβασμοί δεν πρέπει να καταλήγουν στην αποδιοργάνωσή του.

Και, για να επιστρέψουμε στην ιστορία της αρχής, η εκπαίδευση –και προπαντός η δημόσια–, χρειάζεται καινούρια και γρήγορα τρένα για όλους και όχι τα εξισωμένα αργόσυρτα. Διαφορετικά, άλλοι θα επιβιβάζονται στα μεν και άλλοι στα δε, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν οι αποστάσεις που τους χωρίζουν από τον τελικό προορισμό τους. Όσοι μπορούν να πληρώσουν, θα επιλέγουν την ιδιωτική εκπαίδευση και κάθε χρονιά τα τμήματα του International Baccalaureate θα πολλαπλασιάζονται. Πώς αλλιώς να το πω; Η κοινωνικοποίηση της φτώχειας, με παγιωμένες κοινωνικές ανισότητες, όπως στην Ελλάδα σήμερα, αποβαίνει σε βάρος εκείνων που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Τις αστοχίες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης δεν θα τις πληρώσουν τα παιδιά του Κολλεγίου και των σχολείων των ελίτ, αλλά τα παιδιά των δημόσιων σχολείων και των λαϊκών τάξεων.

Δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό "Χρόνος" στις 22/1/2017.