Πέμπτη, 25 Απρίλιος 2024

Μερικές αλήθειες για την πολιτική – «Εγώ ψεύτης;»

Yπάρχει ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα: κυκλοφορούν πολλά ψέματα, αποκρύψεις της αλήθειας, παραπλανήσεις∙ τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στη διεθνή σκηνή. Εντείνεται η έκταση της κατάστασης που, από το 1733, ο Τζόναθαν Σουίφτ είχε ονομάσει «εκδημοκρατισμός του ψεύδους».

Αυτόν τον πολιτικό –τους προηγούμενους μήνες έλεγε ψέματα στους Βρετανούς που ούτε ο ίδιος τα πίστευε– επέλεξε η Τερέζα Μέι ως υπουργό Εξωτερικών για να διαπραγματευτεί το Brexit με τους Ευρωπαίους εταίρους του. Τα ψέματα του Τόνι Μπλερ έγιναν γνωστά με τον πιο επίσημο τρόπο.

Μαζί με τον Μπους, είχε πει ψέματα για τα όπλα μαζικής καταστροφής που κατείχε ο Σαντάμ Χουσεΐν προκειμένου να συσπειρώσει γύρω του έναν αριθμό πολεμόχαρων φωνών που θα έπειθαν τους πρόθυμους Δυτικούς ότι ο πόλεμος στο Ιράκ, το 2003, ήταν αναγκαίος και όχι πόλεμος επιλογής.

Τις συνέπειες αυτών των ψεμάτων υφίστανται σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Ομως, αν αυτά κατάγονται από τη Μεγάλη Βρετανία, τότε δικαιώνεται η ειρωνεία του Σουίφτ που έλεγε πως «η αφθονία της πολιτικής ψευδολογίας είναι μια σίγουρη απόδειξη της αγγλικής ελευθερίας»! Σοβαρά τώρα.

Ο Σουίφτ ήταν ζηλωτής της αγγλικής ελευθερίας, αλλά στην πραγματεία «Η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας» (εκδ. Αγρα) ποτέ δεν είδε με καλό μάτι το αποκλειστικό δικαίωμα της κυβέρνησης να χαλκεύει πολιτικά ψεύδη.

Ούτε μπορούμε να κατατάξουμε εύκολα αυτούς τους τύπους ηγετών στην κατηγορία του πλατωνικού «σοφού και γενναίου ψεύδους» πάνω στην οποία στοχάστηκε η νεωτερικότητα γύρω από το δίπολο αλήθεια-ψέμα.

Στον αινιγματικό πλατωνικό διάλογο «Ιππίας ελάττων» ο Σωκράτης υποστήριξε ότι «ουδέν αμείνων ο αληθής του ψευδούς» (δεν είναι καλύτερος ο αληθής από τον ψεύτη) και ότι, εν πάση περιπτώσει, ο άριστος είναι περισσότερο από κάθε άλλον σε θέση να πει την αλήθεια αλλά και το ψέμα και ότι, τέλος, αυτός που εκούσια διαπράττει κάποιο σφάλμα είναι καλύτερος από αυτόν που λαθεύει άθελά του εξαιτίας των λειψών γνώσεών του.

Αλλά ο στοχασμός αυτός στρώθηκε πάνω σε στιβαρές προϋποθέσεις ηθικής ακεραιότητας και του κοινού καλού. Πάνω σε αυτό συμφωνούσε ο Βολτέρος αλλά και ο Νίτσε: Το «να ψεύδεσαι ενσυνείδητα και σκόπιμα αξίζει περισσότερο από το να λες την αλήθεια –σε αυτό ο Πλάτων είχε δίκιο– παρόλο που συνήθως αυτά αξιολογούνται αντίστροφα:

θεωρείται δηλαδή εύκολο να λες την αλήθεια. Ομως, μόνον για τους χοντροκομμένους και τους επιπόλαιους τούτο το ζήτημα είναι τόσο απλό» (βλέπε Πλάτωνος, «Ιππίας ελάττων», εκδ. Στιγμή).

Για να έρθουμε στη σύγχρονη κατάσταση, ο Τζον Μερσχάιμερ –καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, από τους εγκυρότερους νεορεαλιστές Αμερικανούς θεωρητικούς των Διεθνών Σχέσεων– αντιδρώντας στο θέμα της διεθνούς ψευδολογίας, κατασκεύασε έναν οδικό χάρτη της στα συγκείμενα της πολιτικής και της θεωρίας των διεθνών σχέσεων.

Με μια νωπή απογραφή των διεθνών ψευδών, κατηγοριοποίησε τις ποικίλες μορφές της πολιτικής ψευδολογίας: διακρατικά ψεύδη, κινδυνολογίες, συνωμοσίες, στρατηγικές συγκαλύψεις, αχρείες συγκαλύψεις, παραγωγή εθνικιστικών μύθων είναι μερικά μόνον από την ποικιλία των εργαλείων στο σύμπαν της διεθνούς ψευδολογίας.

Στη μελέτη του ενδιαφέρον παρουσίαζαν τα φιλελεύθερα ψεύδη, αυτά που επιτρέπουν σε χώρες ή συνασπισμούς να δρουν με βαναυσότητα εις βάρος άλλων χωρών, και τα ψεύδη του κοινωνικού ιμπεριαλισμού για την προώθηση ειδικών συμφερόντων.

Δίχως να είναι θιασώτης της ψευδολογίας, ο Μερσχάιμερ στο «Γιατί οι πολιτικοί λένε ψέματα» (εκδ. Πατάκης) ξεκαθαρίζει πως, ναι, οι πολιτικοί λένε ψέματα σε διεθνές επίπεδο.

Τα μεν στρατηγικά ψέματα (strategic lies), στην υπηρεσία του εθνικού συμφέροντος, χρησιμοποιούνται προκειμένου να επιβιώσει η χώρα τους στο πανδαιμόνιο των διακρατικών σχέσεων. Τα δε εγωιστικά ψεύδη (selfish lies) –ουδεμία σχέση έχουν με το εθνικό συμφέρον (το raison d' etat)– στοχεύουν στην προστασία των ιδιοτελών συμφερόντων των πολιτικών.

Και εδώ σκαλώνει το θέμα. Σε ένα δημόσιο ζήτημα που είναι τόσο κοινότοπο χωρίς να είναι καθόλου απλό. Δίχως να εμπίπτουν στη λεπτή λογική του Πλάτωνα, ούτε στον πραγματισμό του Μερσχάιμερ, ούτε καν στη χλιαρή ηθικολογία του «Κατά συνθήκην ψεύδη του πολιτισμού μας» του Μαξ Νορντάου, οι άνθρωποι ψεύδονται ακριβώς επειδή κολακεύονται όταν γίνονται πιστευτοί.

Και αρκετοί υπο-κόλακες κάνουν ότι τους πιστεύουν, με αποτέλεσμα η ευπιστία να υποθάλπει την ψευδολογία. Υπονοώ ότι δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν σε μετανεωτερικές μαγείες∙ σε αδύνατα και κουφά.

Και δεν είναι λίγοι της κατηγορίας των εγωιστών ψευδολόγων που ζουν σε ιδιαίτερους κόσμους –οι Ελληνες ξέρουν πολλά σε τούτο– και που διαμορφώνουν μια κουλτούρα στην οποία είναι καθιερωμένο να πιστεύουν ή, έστω, να μισοπιστεύουν τα ψέματα που λένε.

Και κατασκευάζουν ακλόνητα άλλοθι: λένε ψέματα εν γνώσει τους προκειμένου να σώσουν την πολιτική τους καριέρα, ώστε κάποια στιγμή... να μπορέσουν να πουν την αλήθεια. Αυτό είναι το πρόβλημα. Η γκρίζα ζώνη για τις σύγχρονες δημοκρατίες: ο δημόσιος βίος δηλητηριασμένος με μια τοξική κουλτούρα ανεντιμότητας, πάνω και κάτω.

Η διάχυτη ψευδολογία, παρά τα προσδοκώμενα οφέλη, προκαλεί μεγαλύτερη ζημιά στην πολιτεία∙ επισπεύδει την απίσχνανση της πολιτικής και της δημοκρατίας. Μιλάμε για «εργαλεία πολιτικής». Κοινοτοπία, θα πείτε... Επικίνδυνη, όμως, υψηλού ρίσκου και κόστους.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/8/2016.

Ζίμενς: ο εκσυγχρονισμένος κορπορατισμός των ελίτ

Η ουρά της εταιρείας Ζίμενς είναι μεγάλη και –για να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους– προφανώς, δεν είναι υπόθεση της Μεταπολίτευσης.

Σε όσα μας αφορούν, μολονότι αρκετά ερωτήματα μένουν (ίσως μείνουν διά παντός) αναπάντητα γύρω από την εμπλοκή προσώπων της κεντρικής πολιτικής σκηνής στην «υπόθεση Χριστοφοράκου-Ζίμενς», καλό θα ήταν να είχαμε μια νωπή αναδρομή.

Αυτή λοιπόν η αναδρομή στην Ιστορία, για γεγονότα του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, για πολιτικούς της εποχής, τις πολιτικές επιλογές τους και για τις οικονομικοκοινωνικές συνέπειες των επιλογών και των δράσεών τους, επανατοποθετεί το όλο πλαίσιο σε ιδρυτική ελληνογερμανική βάση και φωτίζει, συνάμα, το περίγραμμα μιας ριζωμένης παλιάς σχέσης που, απλώς, «εκσυγχρονίστηκε».

Πριν από τρία χρόνια η Ιζαμπέλλα Παλάσκα, στο ενδιαφέρον βιβλίο της «Αγγελος ή δαίμονας: ο αμφιλεγόμενος πατέρας μου...» (Λιβάνης, 2013), έδωσε τη μυθιστορηματική βιογραφία του πατέρα της, του Ιωάννη Βουλπιώτη, που, αν μη τι άλλο, υπήρξε εξόχως αποκαλυπτική για την προπολεμική παρουσία της Ζίμενς στην Ελλάδα... αλλά και για το πολιτικό παρασκήνιο της ίδρυσης των Ταγμάτων Ασφαλείας –χωρίς βέβαια αυτά τα δύο να συνδέονται άμεσα.

Το αφήγημα, που σταματάει με την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, «κλείνει» με την υποθετική συνομιλία Βουλπιώτη-Γκρέβενιτς για το κατοχικό δάνειο και «τα βεβαιωμένα ποσά ώστε να μπορεί το ελληνικό κράτος εν καιρώ να διεκδικήσει και να λάβει το οφειλόμενο ποσό»– αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.

Ο Ιωάννης Βουλπιώτης (1902-1999), εγγονός του Δημητρίου Βουλπιώτη, υπουργού του Δεληγιώργη αλλά και του Χαριλάου Τρικούπη και γιος του στρατηγού Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στη Γερμανία. Ικανός, ευφυής και διακεκριμένος στην ελληνική παροικία, παντρεύτηκε την κόρη του Καρλ Φρίντριχ φον Ζίμενς, αναλαμβάνοντας –και λόγω των προσόντων του– επιτελική και διευθυντική θέση στο βιομηχανικό σύμπλεγμα AEG-Siemens-Telefunken.

Με όχημα τη γερμανική εταιρεία και μέσω των πληρεξουσίων του γερμανικού βιομηχανικού συγκροτήματος, ο γαμπρός του Ζίμενς, ο Βουλπιώτης, στην ουσία έφτασε στην Ελλάδα με συγκεκριμένους στόχους: να ελέγξει για λογαριασμό της οικογενειακής επιχείρησης τις τηλεπικοινωνίες και τη ραδιοφωνία.

«Τα πληρεξούσια του επέτρεπαν να υπεισέλθει στη μετοχική σύνθεση του κρατικού οργανισμού τηλεπικοινωνιών, της ΑΕΤΕ (Ανώνυμη Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία) και της ΑΕΡΕ (Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία)... Ως μοναδικός κυρίαρχος των δύο αυτών τομέων, θα είχε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές πηγές εσόδων:

α) τα ποσοστιαία κέρδη από τις προμήθειες υλικού, μέσω του γερμανικού συγκροτήματος Ζίμενς, β) την κερδοφορία των μετοχών, σύμφωνα με τους επίσημους ισολογισμούς, καθώς ο ίδιος θα όριζε τις υποχρεωτικές συνδρομές των καταναλωτών και, γ) τα άδηλα κέρδη από την προβολή συγκεκριμένων προσώπων ή ορισμένης πολιτικής».

Δηλαδή, και τότε υπήρχαν μίζες –«έξτρα προμήθειες» λέγονταν–, επαφές και επισκέψεις παραγόντων στη Γερμανία για προώθηση «των εθνικών συμφερόντων» και μαύρο χρήμα σε ελβετικούς λογαριασμούς. «Οι πολιτικοί προϊστάμενοι είναι πολύ πιο απαιτητικοί (φέρεται να παραδέχεται ο γαμπρός του Ζίμενς).

Εχουν αξιώσεις περίπλοκες που ξεκινούν από μεγάλα χρηματικά ποσά και φτάνουν μέχρι συνδυασμένα αιτήματα για παροχές ακινήτων, πακέτα μετοχών, αφανείς χρηματοδοτήσεις δράσεων, προσλήψεις στελεχών και ό,τι άλλο σκεφτούν, ακόμη και την επαγγελματική προώθηση των παιδιών τους».

Συνομιλητής του Μεταξά πριν από τον πόλεμο και πάντα eminence grise, ο Βουλπιώτης ήταν στην Κατοχή σε μόνιμη επαφή με τους Γερμανούς (ιδιαιτέρως με τον ναύαρχο φον Κανάρη), αλλά και στενός συνομιλητής του Πάγκαλου, του Πλαστήρα, του Γονατά, του Σοφούλη, του Ιωάννη Ράλλη, του Λογοθετόπουλου, του Ταβουλάρη, του Ζέρβα (ΕΔΕΣ) και του Δημήτρη Γληνού από το ΕΑΜ. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, μεταξύ άλλων, με τον Βασίλειο Ντερτιλή.

Ισως, προετοιμάζοντας ένα μεταπολεμικό τείχος στοιχειώδους αυτοπροστασίας, φοβούμενος –όχι άδικα– μια μεταπολεμική επικράτηση της ΕΑΜογενών αντιστασιακών αριστερών δυνάμεων.

Σίγουρα, η υπόθεση του Ιωάννη Βουλπιώτη και της Ζίμενς συνιστά μια περίπτωση που έχει να πει πολλά για τη θεμελίωση ενός χαρακτηριστικού «κορπορατισμού των ελίτ» του ελληνικού κόσμου του 20ού αιώνα, αλλά και την κινητικότητα του στρατιωτικού, οικονομικού, πολιτικού, διπλωματικού, δημοσιογραφικού, διανοητικού και καλλιτεχνικού προσωπικού της, στο φόντο του ελληνικού Μεσοπολέμου και της Κατοχής.

Ολοι τους βρέθηκαν στην πλευρά των συνεργών με κοινό παρονομαστή την εξαθλίωση της κατοχικής Ελλάδας. Εξέφρασαν τη βούλησή τους για αποτροπή, με κάθε τρόπο, της πιθανής επικράτησης των ΕΑΜογενών στην ελληνική μεταπολεμική ζωή. Οι πρωτομάστορες των εθνικοφρόνων...

Για τη γενεαλογία του πράγματος (αν αυτό έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία σήμερα), μετά τον πόλεμο, ο Βουλπιώτης υπήρξε συγκατηγορούμενος με τον πατέρα του Χριστοφοράκου, τον Νικόλαο Χριστοφοράκο, στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων του 1946 – όπου και αθωώθηκαν.

Και ο υποστράτηγος Βασίλειος Ντερτιλής που μαζί με Ράλλη και Βουλπιώτη έστησαν τα Ευζωνικά Τάγματα το 1943, υπήρξε πατέρας του πρόσφατα αποβιώσαντος τελευταίου ισοβίτη, εκ των πρωταιτίων της Απριλιανής δικτατορίας, Νικολάου Ντερτιλή.

Ερωτήματα αφελούς: Πώς μπορεί να δραστηριοποιείται στο «ίδιο πνεύμα» κατά τον 21ο αιώνα η εταιρεία που γιγαντώθηκε στη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, που χρησιμοποίησε αιχμαλώτους δούλους-εργάτες, που οι επικεφαλής της συνδέθηκαν με την κατασκευή του Αουσβιτς και του Μπούχενβαλτ κ.ά.;

Και, βέβαια το αμέσως επόμενο ερώτημα: Μπορεί η πολιτική ελίτ να υποθέτει απλώς μεταπολιτευτικές λαθροχειρίες και τα μέλη της να απολαμβάνουν ξέγνοιαστα ένα τέτοιο μέρος της ιστορίας τους;

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/7/2016.

Τηλεοπτική εκπομπή: "ΠΟΛΙΤΕΣ"

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

«ΠΟΛΙΤΕΣ»
Οι πολίτες παίρνουν το λόγο

Ημερομηνία μετάδοσης: Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016, μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα

Στην τέταρτη εκπομπή «Πολίτες», που θα μεταδοθεί την Παρασκευή 24 Ιουνίου, μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα, από την ΕΡΤ1 με θέμα «Έξι μήνες Συμβούλια Κοινωνικού Ελέγχου - Ένας χρόνος επαναλειτουργίας της ΕΡΤ. Απολογισμός. Προοπτικές», δέκα (10) μέλη του Προεδρείου και της Επιτροπής Προγράμματος και Δημοσίου Διαλόγου του Συμβουλίου Κοινωνικού Ελέγχου (ΣΚΕ) Αττικής της ΕΡΤ και εννιά (9) φοιτητές, συζητούν με τους δημοσιογράφους: Αγγέλα Νταρζάνου (Αυγή), Σωτήρη Μανιάτη (Εφημερίδα των Συντακτών) και τον Γιώργο Πλειό, καθηγητή στο τμήμα ΜΜΕ του ΕΚΠΑ. Συμμετέχουν ο Σταύρος Καπάκος, Γεν. Διευθυντής Ενημέρωσης της ΕΡΤ και ο Νίκος Τσιμπίδας, Προιστ. Ραδιοφώνου και μέλος την Επιτροπής Κοινωνικής Ευθύνης της ΕΡΤ.

Η εκπομπή «Πολίτες» είναι ένα εγχείρημα ανοιχτού συμμετοχικού διαλόγου που επιχειρείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η ΕΡΤ ανοίγεται στην κοινωνία και καλεί τους πολίτες να συμμετέχουν στις διαδικασίες αλλαγής και εξέλιξής της προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος.
Η εκπομπή είναι μηνιαία και το συντονισμό και την παρουσίαση έχει ο Περικλής Βασιλόπουλος, δημοσιογράφος και υπεύθυνος του ΚΕΕΠ της ΕΡΤ.

ΕΡΤ Σας ακούμε

Επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.ert.gr, όπου μπορείτε να συμμετάσχετε σε ένα ερωτηματολόγιο, σχετικά με το τι είδους ΕΡΤ θέλετε. Απαντώντας μόλις σε 10 ερωτήσεις που αφορούν το περιεχόμενο και τις αλλαγές που εσείς προτείνετε, παίρνετε μέρος στην προσπάθεια βελτίωσης της δημόσιας τηλεόρασης.
Τα αποτελέσματα θα κοινοποιηθούν στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΡΤ, στο Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Αττικής και στη συνέχεια θα δημοσιοποιηθούν.
Η γνώμη σας μετράει!

Το ΣΚΕ Αττικής της ΕΡΤ αποτελείται συνολικά από 110 μέλη με ίσο αριθμό εκπροσώπων 55 κοινωνικών φορέων και 55 πολιτών που κληρώθηκαν ανάμεσα σε 2.260 πολίτες, οι οποίοι δήλωσαν συμμετοχή. Το ΣΚΕ Αττικής, μαζί με το ΣΚΕ Κεντρικής Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη, είναι τα δύο (2) πρώτα από τα δεκατρία (13) ΣΚΕ που θα συγκροτηθούν σε όλες τις περιφέρειες της χώρας. Τα ΣΚΕ αποτελούν μια καινοτομική πρωτοβουλία που προβλέπεται από το νόμο 4324/15 για τη νέα ΕΡΤ, είναι ανεξάρτητα όργανα με συμβουλευτικό χαρακτήρα και έχουν σκοπό τη βελτίωση της ΕΡΤ, υπέρ του δημόσιου συμφέροντος. Αρμόδια υπηρεσία για τη συγκρότηση και τη λειτουργία τους είναι το Κέντρο Επικοινωνίας και Ενημέρωσης Πολιτών (ΚΕΕΠ), υπό την εποπτεία του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΡΤ.

Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Site: polites.ert.gr
Facebook: www.facebook.com/politesert
Twitter: https://twitter.com/polites_ert
Τηλέφωνο: 210 6092323

Αποφασίζουν οι λαοί;

Οι λαοί αποφασίζουν όταν τους φανταστούμε ως άτομα και ομάδες ίσων να συμμετέχουν με την ίδια ποιότητα στην ίδια κουβέντα, μέσω ουδέτερων διαύλων επικοινωνίας. Τέτοια πολιτικά συγκείμενα δεν υφίσταται και τέτοια κουβέντα ουδέποτε έγινε – ας πούμε, από την εποχή της άμεσης δημοκρατίας.

Οι λαοί μιλούν. Αλλά όταν αποφασίζουν σε καταστάσεις ιδεολογικής μεροληψίας και υπό καθεστώς διπλού βρόχου (αν πεις «ναι» αυτοκτονείς, αν πεις «όχι» αυτοκτονείς) και παιγνίου lose-lose (όπου χάνουν και οι δύο πλευρές), τότε αναλαμβάνουν δράση οι αναλύσεις∙ τα δε πορίσματα των αναλύσεων έχουν κάτι από την επισημότητα εκθέσεων νεκροψίας-νεκροτομής.

Η πειθαρχία των γερμανικών συμφερόντων έχει συμμαχήσει με ένα σκεπτικό που, μεταμφιεσμένο σε πραγματισμό, προκαλεί ακαμψία.

Η Ευρώπη, ανάμεσα σε κράτος και αγορά, δίνει την εντύπωση μετανεωτερικής ακυβερνησίας∙ σκάφους επιπλέοντος πολιτικά, ηθικά και οικονομικά, αδειάζοντας τα νερά με κουβαδάκια∙ δίχως αίσθηση ανέμων και ρευμάτων, χωρίς καμία αίσθηση σκοπού. Απλούστατα, γιατί δεν υπήρξε –όπως για την Ελλάδα, όπως και για το Ηνωμένο Βασίλειο– καμία σοβαρή εναλλακτική.

Και παρότι η Ε.Ε., ηττημένη και στην περίπτωση του Brexit, δεν έχει κανέναν λόγο να υποθέτει ότι όλα βαίνουν καλώς, κάνει ακριβώς το αντίθετο. «Κινδυνεύει η Ευρώπη μετά το Brexit;» ρωτήθηκε ο καμποτίνος Ζαν Κλοντ∙ η απάντησή του ήταν ένα χολωμένο «Οχι».

Aυτό όφειλε να πει! Ο Γιούνκερ σιτίζεται –ταξιδεύει, πίνει και γκουρμεδιάζει αφορολόγητος– από τα ταμεία της Ε.Ε. Κατά το διάσημο σχόλιο του περασμένου αιώνα, «είναι δύσκολο κάποιος να καταλάβει κάτι, όταν ο μισθός του εξαρτάται από το να μην καταλαβαίνει».

Οι λαοί μιλούν. Αλλά τι είναι «ο λαός»; Ιστορικά, αναδύεται από μια σύνθετη διαδικασία αφύπνισης, αντίδρασης σε μια ορατή απειλή∙ ως στάση αντίθεσης σε μια άδικη κατάσταση. Ομως, στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες; Είναι «ο λαός» κατηγορία κρατικού δικαίου;

Δίνει το μύθευμα νομιμοποίησης στους εκλεγμένους; Ή μήπως είναι η οιονεί κυριαρχία μιας αδρανούς πολτοποιημένης και ατομοποιημένης ποικιλίας γνωμών που δεν συγκροτεί πολιτικό υποκείμενο; Η απάντηση είναι: Ολα και τίποτα.

Ως πολιτική αναφορά σημαίνει χειραφετητική εμπειρία και ηρωική αντίδραση, δηλαδή «Οχι», σε μια προσδιορισμένη απειλή συμφερόντων ή στόχων που εμποδίζονται να εκφραστούν με θετική διέξοδο.

Ως αναφορά δικαίου σημαίνει «Θα δούμε». Δηλαδή, ότι μόνον η κυβέρνηση ή οι κρατικοί θεσμοί –που μπορεί να είναι και αντίθετοι με το «πνεύμα του λαού»– μπορούν να εκφράσουν τη λαϊκή θέληση. Και αυτό όχι με το να ευθυγραμμίζεται η κυβέρνηση με τη λαϊκή ψήφο, αλλά ισορροπώντας σε άνισες καταστάσεις και διαφορετικές ευθυγραμμίσεις που σχετίζονται με το πλαίσιο λειτουργίας της Ε.Ε.

Το 2015 με τους Ελληνες στο όριο της θραύσης και τους πολιτικούς στα ομφαλοσκοπικά νέφη, η «δημοκρατική Ευρώπη» έστειλε τα πιο αντιφατικά μηνύματα. Ο Γιούνκερ έλεγε τότε «Μην αυτοκτονείτε! Πείτε "Ναι"» και ο διεθνής Τύπος μιλούσε για «πραξικόπημα» των ευρωπαϊκών θεσμών εις βάρος της λαϊκής ελληνικής βούλησης, όταν το «Οχι» έγινε «Ναι».

Οταν οι Ελληνες είπαν «Οχι» στη διαρκή λιτότητα, στην «Εκθεση των πέντε προέδρων», επικεφαλής των πέντε ευρωπαϊκών θεσμών, ήτοι, του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Μάριο Ντράγκι, του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Ντόναλντ Τουσκ, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Γερούν Ντάισελμπλουμ, του προέδρου του Eurogroup, και του Μάρτιν Σουλτς, του προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, το συμπέρασμα ήταν «περισσότερη Ευρώπη», ότι «το ευρώ δεν έχει προβλήματα στην αρχιτεκτονική του», ότι η ευρωπαϊκή ανεργία και η ελληνική ανεργία του 25% είναι κάτι σαν πρόβλημα οδοντοφυΐας που θα θεραπευτεί με «περαιτέρω ενοποίηση» και «την εφαρμογή των κανόνων».

Υπό τα όμματα της Μέρκελ και του Σόιμπλε η Ελλάδα γύρισε στο «Ναι». Παράλληλα, σε όλους τους λαούς εστάλη ένα ξεκάθαρο μήνυμα: «Μπορείτε να λέτε ό,τι θέλετε, να ψηφίζετε ό,τι θέλετε, αλλά θα ακολουθήσετε την πολιτική που εμείς θα υπαγορεύουμε».

Η Ευρώπη, αντικρίζοντας το Brexit, πληρώνει το πείραμα της Ελλάδας. Αλλά ενώ η Ελλάδα είναι μια χώρα decision taker (μια μικρή χώρα που δεν μπορεί να πάρει δικές της αποφάσεις), η Μεγάλη Βρετανία είναι χώρα decision maker (παίρνει αποφάσεις). Βέβαια, όπως και στην Ελλάδα, σχέδιο για την επόμενη μέρα δεν υπήρξε από καμία πλευρά.

Οι Βρετανοί τώρα –αλληθωρίζοντας στο Bremain– ξεθάβουν το φάντασμα του Τσόρτσιλ με ένα από τα πιο διάσημα αποφθέγματά του: «Το πρόβλημα με τη διάπραξη μιας πολιτικής αυτοκτονίας είναι ότι ζεις για να μπορείς να το μετανιώσεις». Μεταφέρουν τη λογιστική των γενεών στην πολιτική ψήφο, υπονοώντας ότι οι γέροι Brexiteers δεν θα ζήσουν πολύ για να το μετανιώσουν, ενώ οι νέοι Βρετανοί που τάχθηκαν με το «Μένουμε Ευρώπη» θα ζουν για να φτύνουν στους τάφους των γερόντων. Τρικυμία...

Η παραδοχή ότι δεν αποφασίζουν οι λαοί συνεπάγεται ληξιαρχικό τέλος για τη δημοκρατία. Αλλά και η παραδοχή ότι αποφασίζουν οι λαοί συνεπάγεται επιλογή στην αυτοκαταστροφή τους. Προσώρας, η μεγάλη εικόνα στην Ευρώπη έχει κάτι από τον αποφθεγματικό λόγο του Φερνάντο Πεσόα: «Κανείς δεν καταλαβαίνει κανέναν. Ολα είναι διάκενο και τυχαίο, αλλά όλα είναι στη θέση τους».

Βέβαια, υπάρχουν εναλλακτικές ανάμεσα στο κράτος και την αγορά. Αλλά δεν τις θέλουν ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε οι αγορές. Ομως, για πόσο; Ο πόλεμος μετράει θύματα.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 11/7/2016.

Μπρεχτ, «ανταγωνισμοί», ποιητικές συντροφίες: ο αθέατος πολιτισμός

Η συνάντηση στη γωνία Βαλτετσίου και Μαυρομιχάλη με τον Γιώργο Δαρδανό, τον ιδρυτή των εκδόσεων Gutenberg. Γλυκό αττικό απόγευμα, 6 Ιουνίου. «Πάμε μέχρι του Γκοβόστη. Βραβεύτηκε ο Γιώργος Κεντρωτής για τη μετάφραση των ποιημάτων του Μπρεχτ».

Θυμήθηκα την πρώτη επαφή με την ποίηση του Μπρεχτ το '78, στη μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη από το Θεμέλιο, τη θεατρική «Αντιγόνη» του σε μετάφραση του Α. Σολομού στη Θεατρική Βιβλιοθήκη της Δωδώνης. Η ιστορική επαφή με τον Μπρεχτ από το 1957, όταν ο Κάρολος Κουν ανέβασε τον «Κύκλο με την κιμωλία» στο υπόγειο του «Ορφέα». Από τον Κεντρωτή, μεταξύ πολλών άλλων, κρατώ τη μετάφραση στο «Περί βλακείας» του Ρόμπερτ Μούζιλ που μου χάρισε ο ίδιος το 1992, μα πιότερο τη φιλία.

Στην οδό Ζ. Πηγής –φτάσαμε– στο ύψος της Καλλιδρομίου, ο άλλος ιστορικός οίκος, οι Εκδόσεις Γκοβόστη. Εκεί ο Αρης Αλεξάνδρου εργάστηκε το 1943 ως επαγγελματίας μεταφραστής –στη δική του γλώσσα διαβάσαμε Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Αχμάτοβα, Ερενμπουργκ κ.ά. Τρίτη γενιά σήμερα, οι Γκοβόστηδες, με επικεφαλής τον εγγονό, Κώστα Γκοβόστη, μας καλωσόρισαν μαζί με τους υπεύθυνους του περιοδικού «Τα Ποιητικά», τον Κώστα Παπαγεωργίου και την κριτικό και μεταφράστρια Τιτίκα Δημητρούλια –καθηγήτρια του ΑΠΘ και παλιά φίλη από την εποχή του «Διαβάζω» με τον Ηρακλή Παπαλέξη.

Το περιοδικό «Τα Ποιητικά» απένειμε το βραβείο μεταφρασμένης ποίησης «Αρης Αλεξάνδρου» στον Γ. Κεντρωτή για τον τόμο «Μπέρτολτ Μπρεχτ: Η βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων και άλλα 499 ποιήματα», Gutenberg, 2014 –μια ανθολογία εύρους της ποιητικής του Μπρεχτ που πρώτη φορά εκδίδεται στα ελληνικά.

Το σκεπτικό της απονομής του βραβείου λιτό: «Η εργασία του Γ. Κεντρωτή αποτελεί έναν "άθλο" όπως έλεγαν παλιά. Εχει αντιμετωπίσει συνολικά την ποιητική εικόνα του Μπρεχτ, πράγμα που είναι απαραίτητο στην περίπτωση ενός τόσο σπουδαίου ποιητή. (...) Ο Γ. Κεντρωτής έχει μακρά θητεία στα γράμματα και στη μετάφραση. (...) Στο πρόσωπό του τιμούμε τη μεταφραστική "μαστοριά"...».

Η αντιφώνηση δωρική: «Ευχαριστώ (...) για το βραβείο που φέρει το όνομα του μεγαλύτερου Ελληνα μεταφραστή και δυνάμει δασκάλου όλων των ομόγλωσσών μας μεταφραστών». Εν μέσω κρίσης για το βιβλίο, η ανατροπή του «κανόνα του ανταγωνισμού» ήρθε σύντομα από τους δύο εκδότες. Ο Δαρδανός: «Επιτρέψτε μου να αφιερώσω το βραβείο στην οικογένεια Γκοβόστη». Ο Γκοβόστης: «Οσο υπάρχουν οι εκδόσεις Gutenberg και οι Δαρδανοί με τα ποιοτικά τους βιβλία, νιώθω ότι δεν είμαι μόνος...».

Και, στη συνέχεια, η πραγματική οικονομία της ποίησης, το υλικό αποτύπωμα του πολιτισμού: τα εργαστήρια των ομοτέχνων∙ η συντροφία. Σαν γυμνασιάρχης ο Παπαγεωργίου φώναζε τα ονόματα των νέων συνεργατών του περιοδικού οι οποίοι απήγγελλαν ένα-δύο ποιήματά τους, ανέκδοτα και άλλα από την πρώτη τους ποιητική συλλογή «ιδίοις αναλώμασι». Η σκέψη, ο κάματος της τέχνης, η υπεροχή της ελληνικής, η πύκνωση των νοημάτων και των ιδεών, η κατάθεση της γραφής, της ψυχής...

Η μεγάλη παράδοση της ελληνικής ποίησης, οι ποιητές του κόσμου, η σχέση των μεγαλύτερων με τους νεότερους, η στοχαστική-κριτική συνάφεια υφαίνεται γύρω από τα περιοδικά, όπως «Τα ποιητικά» του Γκοβόστη, η «Ποιητική» του Πατάκη, το «Οροπέδιο» του Δημήτρη Κανελλόπουλου, η «Νέα ευθύνη» με τον Δ. Κοσμόπουλο, το «Εντευκτήριο» με τον Γιώργο Κορδομενίδη, το «Κουκούτσι», το «Πλανόδιον» και πολλά άλλα –που δεν φτάνουν στα σχολεία, στα Γυμνάσια, στα Λύκεια– που κυκλοφορούν χέρι χέρι μεταξύ των ομοτέχνων. Και με την Πολιτεία απούσα∙ να αντιμετωπίζει όλες αυτές τις γονιμοποιούς φυλές ως μη υπάρχουσες, περιττές, τους ποιητές σαν λαπάδες... Και αθέατους και λαπάδες.

Κοίταζα δίπλα μου τον αγαπημένο ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο. Είχαμε γνωριστεί στα τέλη του '70, όταν, φοιτητής εκείνος της ΑΣΟΕΕ, έπαιζε στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ με το Θεατρικό του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Δεν είπαμε πολλά. Καταλαβαίναμε.

Ολη αυτή η παραγωγή, ο μόχθος χάρισμα απλήρωτο... Από τους ταλαντούχους νέους, πολλοί ανήκουν πλέον στην «generation jobless», τη γενιά των ανέργων. Ποιος ανησυχεί για την περιθωριοποίησή τους; Τα άξεστα πάθη ποτέ δεν νοιάστηκαν για τις λίμπρες πολιτισμού που χάνει το κοινωνικό σώμα, το αύριο.

Και απέναντι, η γκλαμουριά, το κιτς, η χλίδα. Ο,τι επιβραβεύει η σόου μπιζ και η κατανάλωση: τα πρότζεκτ «της τέχνης και του πολιτισμού» των εταιρειών και των πλούσιων ιδρυμάτων, της διαφήμισης και των μεγάλων χορηγιών. Διόλου κακό –απεναντίας– ότι στα «Οσκαρ του βιβλίου» 2016 του Public, το βραβείο ποίησης πήγε στον Καβάφη –ένα βραβείο που κανείς δεν παρέλαβε. (Στην ουσία βραβεύτηκε ο εξαιρετικός τόμος που επιμελήθηκε ο Δ. Δημηρούλης, «Κ.Π. Καβάφης: Τα Ποιήματα, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα», εκδ. Gutenberg, 2015).

Το βραβείο μπορεί να δείχνει τη συντριπτική υπεροχή του Καβάφη. Ομως, μπορεί να δείχνει και τάση «να τον κάνουμε δικό μας», μιντιακό, μερικευμένο φιρμέ ευκολάκι που θα δώσει κάτι στο λαμέ μας, αλλά και την ευκολία που η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος της αμορφωσιάς τολμά να ασχημονεί για πολλοστή φορά «επαναστατικώ δικαίω» στο άγαλμα του εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά, γωνία Ακαδημίας και Ασκληπιού.

—Σολωμός! «Ποιο καλέ, το ψάρι;» —Καβάφης! «Καλέ, αυτός δεν πήρε το βραβείο στο Παλλάς;» —Ποιος είναι αυτός ρε; «Δεν ξέρουμε». —Καλά, γαμ...στε τον!

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/6/2016