Τρίτη, 16 Απρίλιος 2024

Το στοίχημα της σύγχρονης γεωργίας

Το ζητούμενο είναι να δοθεί η απαραίτητη υποστήριξη και να ενσωματώσουν οι αγρότες τις νέες μεθόδους καλλιέργειας, λέει στα «ΝΕΑ» ο Διευθυντής του Τομέα Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης στον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων του ΟΗΕ.
Σήμερα κυριαρχεί η αντίληψη ότι η κρίση επισιτιστικής ασφάλειας επικρέμαται ξανά ως απειλή πάνω από την ανθρωπότητα μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Η εκρηκτική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή προβλέπεται να ασκήσει σημαντικές πιέσεις στη διαθεσιμότητα και στην εξασφάλιση ποιοτικής και θρεπτικής τροφής για σημαντικά τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού. Ο κ. Κώστας Σταμούλης, Διευθυντής του Τομέα Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης στον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων του ΟΗΕ (FAO), όμως διαφωνεί με τις πιο απαισιόδοξες φωνές θεωρώντας ότι μια κρίση διατροφικής ασφάλειας, που θα έφερνε πολλές κοινωνίες ειδικά στις φτωχότερες χώρες σε πλήρη ανατροπή, είναι εφικτό να αποτραπεί. Έχοντας κατακτήσει μια πολύ μεγάλη εμπειρία ως υψηλό στέλεχος του FAO όπου εργάζεται εδώ και 28 χρόνια για την προώθηση πολιτικών ανάπτυξης και βελτίωσης της γεωργίας και της επισιτιστικής ασφάλειας στις αναπτυσσόμενες χώρες, ο κ. Σταμούλης μιλώντας για τις προκλήσεις της γεωργίας του μέλλοντος εμφανίζεται συγκρατημένα αισιόδοξος. Όπως εξηγεί, σύμφωνα με πρόσφατες προβλέψεις του FAO χρειάζεται αύξηση της αγροτικής παραγωγής κατά 50% για να καλύψει τις ανάγκες του παγκόσμιου πληθυσμού, ο οποίος αναμένεται να αγγίξει τα 9,8 δισ. ώς το 2050. Ο κ. Σταμούλης σημειώνει ότι «ήδη από το 1960 έχει γίνει τεράστια πρόοδος και έχει τριπλασιαστεί η ποσότητα της παραγόμενης τροφής. Στη βάση της προηγούμενης εμπειρίας μπορούμε επομένως να ελπίζουμε ρεαλιστικά ότι και η νέα πρόκληση θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί».
Το μέλλον είναι εδώ. Οι τεχνολογίες της γεωργίας του μέλλοντος είναι ήδη γνωστές, υποστηρίζει ο κ. Σταμούλης, υπογραμμίζοντας ότι τα μέσα που χρειάζονται οι χώρες για να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες επισιτισμού είναι εν πολλοίς αυτά που «υπάρχουν στο ράφι» και έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί. «Ακούμε για νανοτεχνολογίες, για ευφυή συστήματα γεωργίας, ηλεκτρονική παρακολούθηση του χωραφιού, δορυφορικές εφαρμογές που καθοδηγούν τους καλλιεργητές στη διαχείριση του αγρού, αλλά στη σημερινή πραγματικότητα και για το κοντινό και μεσοπρόθεσμο μέλλον οι πολύτιμες τεχνολογίες και οι σημαντικές εφαρμογές που μπορούν να δώσουν λύση είναι αυτές που έχουμε στα χέρια μας. Το μεγάλο στοίχημα είναι να γίνουν κτήμα και των αγροτών των αναπτυσσόμενων χωρών, οι οποίοι προς το παρόν δεν μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν λόγω ανέχειας. Το ζητούμενο είναι λοιπόν να δοθεί η απαραίτητη υποστήριξη και να ενσωματώσουν τις νέες μεθόδους καλλιέργειας αναθεωρώντας και αναβαθμίζοντας τα συστατικά στοιχεία της γεωργίας, χρησιμοποιώντας βελτιωμένες ποικιλίες φυτών που αποδίδουν πολλαπλάσια, μαζί με καλύτερη λίπανση, προστασία από ασθένειες και χρήση άρδευσης οι αναπτυσσόμενες χώρες όπου ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας – με βιώσιμο τρόπο – (sustainable intensification) παραμένει ακόμη το μεγάλο στοίχημα», θα πει ο κ. Σταμούλης.
Χάσμα Βορρά – Νότου. Βέβαια το οικονομικό και τεχνολογικό χάσμα που χωρίζει τις αναπτυσσόμενες χώρες από τις πιο πλούσιες περιοχές του πλανήτη θα παίξει σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της ανάγκης για τροφή. Αυτό γιατί οι τεχνολογίες που θα δημιουργήσουν νέα γνώση και καινοτόμες εφαρμογές που υπόσχονται να αλλάξουν τη φυσιογνωμία της γεωργίας του μέλλοντος και τις ζωές των ανθρώπων βρίσκονται κυρίως στα χέρια των αναπτυγμένων χωρών. «Δυστυχώς στη γεωργία όπως και στους υπόλοιπους τομείς εμφανίζεται μεγάλη ανισότητα και τεχνολογικό χάσμα ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες και τις αναπτυγμένες οικονομίες και η έρευνα που μπορεί να θέσει τις βάσεις για την ευημερία και την ανάπτυξη παραμένει χαρτί των ισχυρών», θα πει ο κ. Σταμούλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η έρευνα στη γενετική, όπου ειδικοί διασταυρώνουν ποικιλίες για να δημιουργήσουν νέα βελτιωμένα φυτά με καλύτερα χαρακτηριστικά, όπως μεγαλύτερες αποδόσεις, αλλά και αντοχή στο καλλιεργητικό στρες, όπως είναι η ξηρασία ή η πλημμύρα. Όμως η γενετική βελτίωση γίνεται κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα του δυτικού κόσμου με αποτέλεσμα να βελτιώνονται τα φυτά που καλλιεργούνται στις ανεπτυγμένες χώρες και όχι αυτά που αποτελούν βασικά συστατικά της διατροφής των αναπτυσσόμενων χωρών. «Σήμερα πολλά σημαντικά είδη όπως η κάσαβα ή το σόργο που χρησιμοποιούνται κατά κόρον σε αναπτυσσόμενες περιοχές βλέπουμε να μένουν «ορφανά», δηλαδή να μην αποτελούν είδη ενδιαφέροντος κι έρευνας στα επιστημονικά εργαστήρια», σημειώνει ο κ. Σταμούλης.
Για να διορθώσει τις απώλειες στη βιοποικιλότητα και να διαφυλάξει τη γεωργική παραγωγή του μέλλοντος, ο FAO ίδρυσε από το 1970 και σε συνεργασία με χώρες δίκτυο τραπεζών σπόρων. Αλλά και η Ελλάδα έχει τη δική της «Κιβωτό σπόρων» που αποτελεί εγγύηση ζωής για το μέλλον. «Ήδη από το 1970 στην Ελλάδα δημιουργήθηκε με κονδύλια του FAO η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού που διατηρεί δείγματα από σπάνια φυτά της ελληνικής γης, τα περισσότερα από τα οποία έχουν εξαφανιστεί σήμερα. Η τράπεζα που έχει μια ιδιαίτερα πλούσια συλλογή σε ένα πολύ σημαντικό είδος, το άγριο σιτάρι, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία νέων τροφών στο μέλλον», θα πει ο κ. Σταμούλης. Η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού, με έδρα τη Θέρμη, Θεσσαλονίκης, τελεί πλέον υπό τη διαχείριση του ελληνικού Δημοσίου, ανήκει στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό (ΕΛΓΟ Δήμητρα) του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, και αποτελεί μία από τις 1.500 τράπεζες γενετικού υλικού που λειτουργούν παγκοσμίως.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 30/10/2018.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση