Παρασκευή, 29 Μάρτιος 2024

Η ιστορία της είδησης και λοιπές τελετουργίες

Ποιο είναι το έδαφος που ευνοεί τη διάδοση του ψευδογεγονότος και ποιο το λίπασμά του; Κατ' αρχήν –όσο παράξενο κι αν φαίνεται– την ψευδοείδηση και το ψευδογεγονός τα εκτρέφει η ειλικρινής επιθυμία μας να είμαστε συνεχώς on line, να είμαστε ενήμεροι όσο το δυνατόν περισσότερο και όσο πιο σφαιρικά γίνεται και, μάλιστα, να γνωρίζουμε περισσότερα δεδομένα απ' όσα πράγματι υπάρχουν.

Κατά δεύτερον, έχει αλλάξει όλο το περιεχόμενο του μηχανισμού που αποκαλούμε «παραγωγή της ενημέρωσης».

Δηλαδή, αυτό που αποκαλείται με μία μόνον λέξη και μάλιστα στον ενικό «δημοσιογραφία», αντί να παραθέτει στα μάτια του κοινού μια σαφή εικόνα του κόσμου, του δημόσιου βίου, της ιεράρχησης των δημόσιων ζητημάτων και να παράγει αποκαλύψεις, κατά μία έννοια, κάνει ακριβώς το αντίθετο.

Αρκετοί κρίνονται ως προς τη δεινότητά τους στους υπαινιγμούς, ως προς τις έγκυρες (υποτιθέμενες) πηγές τους τις οποίες μονίμως συγκαλύπτουν και τη συσκότιση των γεγονότων ώστε να δικαιολογηθεί το άπλετο φως που θα ρίξουν οι δικές τους –αποκλειστικές κατά το δυνατόν– ανταποκρίσεις και ρεπορτάζ.

Τι έχει αλλάξει από την εποχή της νεωτερικότητας; Εχει αλλάξει η σχέση μας με την αλήθεια και η εννόηση του πρωτείου ως προς τις εξουσίες. Για παράδειγμα, την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης ήταν σαφέστερος ο ρόλος και το εύρος της τέταρτης εξουσίας, του Τύπου.

Οι μεγάλες λαϊκές μάζες ορμούσαν στο προσκήνιο, οι άνθρωποι γίνονταν μέτοχοι μιας κοινωνίας που άλλαζε, και άλλαζε και με τη δική τους δράση∙ βαφτίζονταν σε έναν νέο άγνωστο γι' αυτούς χώρο, τον δημόσιο χώρο∙ εισέρχονταν σε άγνωστα νερά και ο δημοσιογράφος ήταν ο αρωγός τους, ο εξερευνητής τους, ο βοηθός τους, ο διαφωτιστής τού καθ' ημέραν βίου, ο αποκωδικοποιητής των γρίφων και ο κατήγορος των αδικιών.

Στην ύστερη νεωτερικότητα, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η δημοσιογραφία έγινε επαγγελματική. Σήμερα, μιλάμε για αυτοκράτορες και αυτοκρατορίες του Τύπου, για αυλικούς και εθελόδουλους.

Στη μετανεωτερικότητα, ο Τύπος θέλει να γίνει, τουλάχιστον, δίδυμη –αν όχι η πρώτη– εξουσία και αρκετοί θεράποντές του είναι τόσο αυτάρεσκοι και νάρκισσοι που θεωρούν τον κόσμο του δικού τους Νιντέντο πιο πραγματικό από τον έξω κόσμο.

Οι Δημάδης και Σουλτογιάννης θέλησαν να κρατήσουν ανοιχτό το κύκλωμα. Εν συνεχεία, θα φώτιζαν το σκότος με τις αποκαλύψεις τους.

Επιχείρησαν ένα σλάλομ σε κρημνώδεις θεωρητικές άκρες της επικοινωνίας και του κόσμου των ειδήσεων: ανάμεσα στον κόσμο των στερεοτύπων του Αμερικανού δημοσιολόγου Ουόλτερ Λίπμαν, ο οποίος υποστήριξε ότι αποκωδικοποιούμε την πραγματικότητα με βάση αυτά που ξέρουμε γι' αυτήν εκ των προτέρων, και του Γάλλου Ζαν Μποντριγιάρ, που υποστήριξε ότι αληθινό είναι ό,τι παίζει η τηλεόραση.

Ομως, τα άτομα αυτά είναι γεννήματα της δικής μας κοινωνίας και θύματα του δικού τους παιχνιδιού – όπως το κατανόησαν. Είναι επιτομές των προταγμάτων και της φαυλότητάς μας με κάθε τίμημα. Είναι παιδιά της κοινωνίας που δεν τιμώρησε την εξαπάτηση, αλλά την επιβράβευσε.

Είναι τέκνα της εθελοδουλείας, της ελαφρότητας και της φενάκης, του κόσμου εκείνης της δημοσιογραφίας που δεν έχει καμία σχέση με αρετές και ηθική, που έχει αναγάγει σε τέχνη την άρνηση της αλήθειας.

Το τρομακτικό είναι ότι προσπάθησαν να κατασκευάσουν ένα ψευδές γεγονός, στηριζόμενοι (όπως οι περισσότεροι) πάνω σε μια αληθή γενικευτική υπόθεση: τις σπατάλες των δημόσιων λειτουργών.

Από κει και πέρα, σε μια κουλτούρα ενημέρωσης όπου η παρακολούθηση των «ειδήσεων» μοιάζει να είναι περισσότερο τελετουργική και λιγότερο ενημερωτική, η ψευδοείδηση κυλάει και πιάνει.

Την τελετουργία ή καλύτερα την «ψευδοείδηση ως τελετουργία» την καθαγιάζουν το στιλ, η αισθητική της παρουσίασης (συμπληρωματικές λεζάντες, «αποκλειστικό», «σε ζωντανή σύνδεση», «συμβαίνει τώρα» με πομπώδες ύφος, με ιεροφάντες παρουσιαστές, με απίστευτα ρεπορτάζ, σχετικά οπτικά εφέ κ.λπ.).

Από την εμπειρία της κατανάλωσης της ενημέρωσης, απουσιάζει κάθε ορθολογικότητα. Η εμπειρία δεν αφορά πλέον ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά την «κατεργασία» αυτού που πιθανώς να συμβαίνει.

Μπορεί και να είναι –ίσως είναι– δικές μου εμμονές. Αλλά γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι; Γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι; Η απάντηση δεν έχει να κάνει μόνον με τη λιτότητα, τους δείκτες, το ΑΕΠ και τις επενδύσεις και το χρέος. Ούτε καν με το αν οι τηλεοπτικές άδειες είναι τέσσερις, οκτώ ή δέκα.

Ο Μαρινάκης δεν θα γίνει Μπερλουσκόνι, γιατί είναι ο Μαρινάκης και, κυρίως, γιατί δεν είναι ο Μπερλουσκόνι. Η απάντηση βρίσκεται πιο κοντά σε αυτά που δεν συζητήθηκαν. Η Ευρώπη και η Ελλάδα αξιακά, ηθικά και πολιτισμικά είναι μισοπεθαμένες. Η απάντηση έχει να κάνει με τον πολιτισμό και τις αρετές.

Στην Ευρώπη –δεν τολμάω να μιλήσω για εμάς– ο Ρουσό, ο Βολταίρος, ο Σμιθ, ο Χιουμ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο Χέγκελ, ο Μαρξ, ο Γκράμσι, ο Βιτγκενστάιν, η Σχολή της Φρανκφούρτης, ακόμα η Χάνα Αρεντ, ο Μπουρντιέ, ο Φουκό, ο Χάμπερμας φαντάζουν εκκεντρικοί, γραφικοί και αχρείαστοι∙ αυτοί που μπόρεσαν να εκφραστούν θαρραλέα και απροκατάληπτα στον κόσμο τους.

Πόσο άδικο είχε, δηλαδή, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν όταν, το 1938, έγραφε ότι «η ιστορία της είδησης δύσκολα μπορεί να γραφτεί χωριστά από την ιστορία της διαφθοράς του Τύπου».

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 23/9/2016.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση