Πέμπτη, 28 Μάρτιος 2024

Η πρόκληση της ανάπτυξης – Αρχές και ερωτήματα

Στον κόσμο των μεταμορφώσεων, μερικές είναι ορατές∙ άλλες πάλι, όχι. Κάποιες φορές λύνουμε τα προβλήματα αφήνοντάς τα να μας καταβροχθίζουν –με τρόπο που θα ταίριαζε καλύτερα στον Κάφκα... ή στην Ελλάδα.

Ομως, οι ορατοί μετασχηματισμοί, έστω ό,τι βλέπουμε, μας υποχρεώνουν να σκεφτούμε σοβαρά το μέλλον, το ποιοι είμαστε, τις χαμένες ευκαιρίες, τα λάθη μας, το τι θα θέλαμε.

Καθώς το 2016 έφτανε στο τέλος του, ο Σουηδικός Οργανισμός Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (SIDA) κάλεσε δεκατρείς διακεκριμένους οικονομολόγους –μεταξύ των οποίων ο νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτζ και άλλοι τρεις πρώην επικεφαλής οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας– να δώσουν ένα γενικό περίγραμμα στο θέμα της ανάπτυξης και των προκλήσεών της.

Οι επιφανείς οικονομολόγοι, πράγματι, συνυπέγραψαν τη «Συναίνεση αρχών για τον σχεδιασμό της πολιτικής στον σύγχρονο κόσμο» –γνωστή και ως Εκθεση της Στοκχόλμης (http://www.sida.se/globalassets/sida/eng/press/stockholm-statement.pdf).

Οι βασικές κατευθυντήριες αρχές στις οποίες κατέληξαν είναι οι παρακάτω:

Πρώτον, η ανάπτυξη, αλλιώς η αύξηση του ΑΕΠ, οφείλει να είναι μοχλός συλλογικής ευημερίας, ήτοι μέσον και όχι αυτοσκοπός.

Δεύτερον, η αναπτυξιακή πολιτική δεν θα πρέπει να γίνεται με αποκλεισμούς και ανισότητες –αυτό ως απάντηση στο Brexit και τη νίκη Τραμπ που συντελέστηκαν, εν μέρει, εξαιτίας φαινομένων υπερβολικής ανισότητας.

Τρίτον, η προστασία του περιβάλλοντος και η βιωσιμότητά του θα πρέπει να είναι μονόδρομος και όχι συμπλήρωμα των αναπτυξιακών πολιτικών, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Τέταρτον, θα πρέπει να εξασφαλίζεται ισορροπία μεταξύ αγοράς, κράτους και κοινωνίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι κρατικές λειτουργίες και οι όποιες παρεμβάσεις να είναι συλλογικά αποδεκτές, δίκαιες και αποτελεσματικές.

Πέμπτον, θα πρέπει να εφαρμόζονται ευέλικτες πολιτικές για την επίτευξη της μακροοικονομικής σταθερότητας και όχι άκαμπτες και δογματικές πολιτικές που πολλές φορές λειτουργούν εις βάρος της μακροοικονομικής σταθερότητας (βλέπε Ε.Ε.).

Εκτον, σε σχέση με τις ογκούμενες ανισότητες και την πτώση της διαπραγματευτικής δύναμης της εργασίας τονίζεται η προσοχή στις τεχνολογικές εξελίξεις και στην επίδρασή τους στην αύξηση των ανισοτήτων, καθώς και η ανάγκη να αυξηθούν οι δράσεις για την ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου.

Στον βαθμό που οι τεχνολογικές εξελίξεις, π.χ. η ρομποτική, εκτοπίζουν την εργασία, το πρόβλημα της εργασίας έναντι του κεφαλαίου δεν πρέπει να μετατρέπεται σε διεθνές πρόβλημα εργασίας έναντι της εργασίας.

Εβδομον, στον βαθμό που μια οικονομία λειτουργεί καλύτερα όταν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων, ψηλά στην ημερήσια ατζέντα οφείλουν να βρίσκονται οι κανόνες, οι αξίες και οι νοοτροπίες που επηρεάζουν θετικά τις οικονομικές επιδόσεις (π.χ. η καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, η επιβράβευση των ορθών πρακτικών κ.λπ.).

Ογδοον, ο ρόλος της διεθνούς κοινότητας είναι σημαντικός στις διάφορες επιλογές των εθνικών πολιτικών, τις ροές κεφαλαίων από και προς τις αναδυόμενες οικονομίες, τις μεταναστευτικές πολιτικές, τις εμπορικές πολιτικές, τους φορολογικούς παραδείσους, τη διεθνή ασφάλεια, την τρομοκρατία κ.ά.

Looking forward (κοιτάζοντας το μέλλον), η εξασέλιδη έκθεση κλείνει συμπερασματικά: «Αν οι χώρες ακολουθήσουν πιο ρεαλιστική πολιτική εξισορρόπησης της αγοράς, του κράτους και της κοινωνίας για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ανάπτυξης, αν η διεθνής κοινότητα συνεργαστεί για να περιορίσει τις απειλές των παγκόσμιων δυνάμεων και επωφεληθεί από τις νέες ευκαιρίες που παρέχει η τεχνολογική πρόοδος, τότε μπορεί να μεταφράσει την πρόοδο σε συλλογική ευημερία που θα συμπεριλάβει και τους πιο αδικημένους.

Μπορούμε να έχουμε έναν κόσμο με κοινή ευημερία. Τα λάθη και οι επιτυχίες του παρελθόντος μάς δείχνουν ένα σύνολο αρχών γύρω από τις οποίες οι πολιτικές αυτές θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν σε εθνικά συγκείμενα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι πλέον καιρός να εφαρμοστούν συστηματικά αυτές οι αρχές για τον σχεδιασμό των αναπτυξιακών οικονομικών πολιτικών».

Στο κείμενο των δεκατριών οικονομολόγων υπάρχει η παραδοχή ότι αρκετές από τις παραδοσιακές συστάσεις οικονομικής ορθοδοξίας υπήρξαν εσφαλμένες και καταστροφικές.

Οτι η ασκούμενη πολιτική, κακώς, βασίστηκε σε έναν κόσμο υποδειγμάτων, σε απλές ασκήσεις ή σε παλιομοδίτικες εμμονές ελέγχου της δημοσιονομικής αρετής, του πληθωρισμού, σε προβολές μακροοικονομικής σταθερότητας κ.λπ., αφήνοντας την αγορά στη συνέχεια να κάνει τα υπόλοιπα.

Δεν υπάρχει, όμως, ούτε μία φορά η λέξη δημοκρατία. Σίγουρα υπονοείται. Αλλά θα ήταν προτιμότερο, σε όλες τις μεταβλητές που περιγράφει η Εκθεση να υπήρχε μία σαφής αρχή που να συνδέει την ανάπτυξη της οικονομίας με την ανάπτυξη της δημοκρατίας.

Γιατί αν οι πολίτες εισακούονται από τις κυβερνήσεις τους και αισθάνονται ότι αντιμετωπίζονται με δίκαιο τρόπο, αντλούν μεγαλύτερη ικανοποίηση από την πολιτική και είναι περισσότερο διατεθειμένοι να σηκώσουν βάρη για το κοινό καλό.

Σε απλοποιημένη εκδοχή, θεωρούμε δημοκρατικές τις σχέσεις ανάμεσα στην Πολιτεία και τους πολίτες αν διέπονται από ευρεία, ισότιμη, ασφαλή και αμοιβαίως δεσμευτική διαβούλευση. Το αντίθετο θα ήταν αυτό που ξέρουμε: μια στενότερη, περισσότερο άνιση, λιγότερο προστατευμένη και λιγότερο δεσμευτική διαβούλευση.

Τότε το θέμα της ανάπτυξης και της συλλογικής ευημερίας θα εξέπιπτε εύκολα σε διαχείριση πολιτικής ψευδολογίας –κάτι που έγινε με το Brexit και θα γίνει με τους δισεκατομμυριούχους του Τραμπ.

Με τι κόστος; Να συνεχίζεται η ακατανοησία μας για τα πράγματα, προοικονομώντας μαζική απέχθεια για την πολιτική, μαζί με την απομείωση των πιθανοτήτων για βελτίωση της ζωής στον πλανήτη το 2017.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 7/1/2017.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση