Τρίτη, 23 Απρίλιος 2024

Διαφορές δημοκρατίας και αναρχίας

Σε κάποιους αναρχικούς και αντιεξουσιαστικούς χώρους υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω από τα ζητήματα της δημοκρατίας και της εξουσίας. Μάλιστα κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο «άμεση δημοκρατία» είτε ως σχετιζόμενο με την αναρχία είτε ως μέσον ή διαδικασία προς αυτήν. Χρειάζονται λοιπόν κάποιες διευκρινίσεις.

Η δημοκρατία είναι η πραγματική λαϊκή κυριαρχία: όταν ο λαός ο ίδιος μπορεί να αλλάζει τον νόμο και να λαμβάνει τις κύριες αποφάσεις. Οταν ασκεί άμεσα την εξουσία υπό όλες τις μορφές της, κυβερνητική, νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική.

Η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι άμεση, πράγμα που συνεπάγεται ότι είναι αδιανόητη με αντιπροσώπους, κόμματα και αναθέσεις. Γι' αυτό τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα δεν είναι πραγματικές δημοκρατίες, είναι φιλελεύθερες ολιγαρχίες.

Η δημοκρατική κοινωνία διέπεται από νέες σημασίες και αξίες, απαιτεί νέους θεσμούς και νόμους που δεν υπάρχουν σήμερα εντός της καπιταλιστικής και κοινοβουλευτικής θέσμισης. Τίθεται έτσι το ζήτημα της νέας οργάνωσης με την οποία θα πορευτεί η δημοκρατική κοινωνία, άρα το ζήτημα των θεσμών, του πολιτεύματος και της εξουσίας.

Η άμεση δημοκρατία δεν είναι μια ακαθόριστη έννοια ή μόνο διαδικασία, είναι και νόμοι και καθεστώς, έχει συγκεκριμένους θεσμούς, δικαιώματα, habeas corpus, άμεση παιδευτική συμμετοχή, αρχή της πλειοψηφίας κ.λπ.

Αντιθέτως, η αναρχική ιδεολογία είναι αόριστη έως αντιφατική όσον αφορά τους θεσμούς και την εξουσία. Διαβάζουμε λ.χ. στο κείμενο ενός ηλικιωμένου αναρχικού: «Αναρχία σημαίνει ένα κοινωνικό καθεστώς...από το οποίο είναι εξοβελισμένη κάθε θεσμοθετημένη μορφή καταναγκασμού και, κατά συνέπεια, κάθε θεσμισμένη μορφή πολιτικής εξουσίας».

Σε μεταγενέστερο όμως κείμενό του αυτή η άποψη αναιρείται, έστω μερικώς και αορίστως, χωρίς ίχνος κάποιας αυτοκριτικής: «Ο αναρχισμός δεν προϋποθέτει καθόλου μια μη θεσμισμένη κοινωνία, το αντίθετο, θεωρητικοποιεί μια μη συνειδητή και αναστοχαστική αυτο-θέσμιση της ανθρώπινης συλλογικότητας».

Είναι εμφανές πως εν προκειμένω υπάρχει σύγχυση και αντιφατικότητα, στοιχεία που χαρακτηρίζουν μεγάλο μέρος των αναρχικών. Ενα κραυγαλέο παράδειγμα σύγχυσης είναι το ότι αποκαλούν τα σημερινά ολιγαρχικά πολιτεύματα «αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες» ή απλώς «δημοκρατίες», ενώ δέχονται πως η αντιπροσώπευση και το κράτος είναι ξένα με τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία.

Στο ζήτημα της εξουσίας υπάρχει μια μεγάλη διαφορά της δημοκρατίας από την αναρχική ιδεολογία. Η τελευταία στρέφεται κατά της εξουσίας γενικώς, όπως δηλώνουν και οι σχετικές αυτοαναφορές με τους όρους αντιεξουσιαστές, αντιεξουσία κ.ά.

Ομως η εξουσία υπήρχε πάντα και θα υπάρχει, διότι η κοινωνία για να υπάρξει και να λειτουργήσει χρειάζεται λ.χ. νόμους, τους οποίους πρέπει κάποιοι να νομοθετήσουν και όλοι να εφαρμόσουν, και αυτό απαιτεί καθεστώς και θεσμούς, δηλαδή εξουσία. Το ουσιαστικό επομένως είναι ποιος ασκεί την εξουσία και πώς την ασκεί. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα κράτος.

Ενα παράδειγμα είναι η αρχαία δημοκρατία στην οποία δεν υπήρχε κράτος, υπήρχε όμως εξουσία η οποία δεν ήταν αλλοτριωμένη, δεν ήταν κτήμα ενός προσώπου, ενός κόμματος ή μιας τάξης, δεν ανήκε σε κανέναν, αλλά σε όλους τους πολίτες. Δεν υπήρχε διαχωρισμός εξουσίας και κοινωνίας, αλλά ταύτιση του πολιτικού σώματος με το κοινωνικό.

Αμεση συνέπεια είναι και η σύγχυση στο ζήτημα της συλλογικής ελευθερίας, η οποία στη δημοκρατία νοείται ως συμμετοχή όλων των πολιτών στην εξουσία. Ο Αριστοτέλης το εκφράζει ως εξής: Ελευθερίας δε εν μεν το εν μέρει άρχεσθαι και άρχειν. Ετσι, η πολιτική έννοια της συλλογικής ελευθερίας χάνεται από το πεδίο της αναρχικής ιδεολογίας, αφού έχει χαθεί πρώτα η εξουσία.

O αναρχισμός διατείνεται επίσης πως σε μια συνέλευση οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με ομοφωνία, με γενική συναίνεση. Ομως η δημοκρατία βασίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας, η οποία έχει νόημα μόνο όταν γίνεται δεκτό ότι κάθε ψήφος είναι ισοδύναμη με οποιαδήποτε άλλη. Αυτό σημαίνει πως όλες οι γνώμες είναι ισοδύναμες και συνεπώς «ο αριθμός των γνωμών υπέρ μιας απόφασης έχει κάποιο βάρος, δημιουργεί ένα τεκμήριο ορθότητας».

Αλλωστε σε ένα δημοκρατικό καθεστώς η πλειοψηφία και η μειοψηφία δεν είναι σταθερές και δεδομένες, αλλάζουν αναλόγως του προς συζήτηση θέματος. Συνεπώς, κάποιος που ανήκει στη μειοψηφία σε κάποια ψηφοφορία μπορεί κάλλιστα σε μια επόμενη ψηφοφορία να ανήκει στην πλειοψηφία.

Φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει προστασία των κάθε είδους μειοψηφιών και όχι καταπίεσή τους -να εκφράζουν λ.χ. ελεύθερα τις απόψεις τους-, καθώς επίσης αυξημένη πλειοψηφία για μερικά σοβαρά ζητήματα.

Η αρχή της πλειοψηφίας νοείται εδώ ως εφαρμοζόμενη στις λαϊκές συνελεύσεις ενός δημοκρατικού καθεστώτος, όχι ως εικονική πλειοψηφία των εκλογικών συστημάτων στα κοινοβούλια των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων. Ούτε επίσης ως αναγκαστική εφαρμογή σε κάποιες ολιγάριθμες πολιτικές ή ιδεολογικές ομάδες, στις οποίες μπορεί να είναι εφικτή η ομοφωνία.

Στην περίπτωση όμως που η αναγκαστική ομοφωνία επιβάλλεται στις πολυπληθείς συνελεύσεις, τότε η πλειοψηφία καταντά εν τέλει δέσμια της μειοψηφίας, ακόμα κι αν αυτή η τελευταία είναι πολύ μικρή. Ειδικότερα για τις σημερινές κοινωνίες που το άτομο έχει πολλαπλές χρονοβόρες ενασχολήσεις, δεν υπάρχει ο άπειρος χρόνος για πολύωρες συνελεύσεις και επαναλήψεις αυτών μέχρι να επιτευχθεί ομοφωνία.

Το αποτέλεσμα από τις λανθασμένες προκείμενες των αναρχικών είναι η ατελέσφορη περιπλάνησή τους σε θεωρητικά ιδεώδη, η οποία περιπλέκεται όταν συμπλέκεται με εσχατολογικά ιδεολογήματα του κομμουνισμού, εμποδίζοντας έτσι τη δημοκρατική πορεία.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/1/2017.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση