Πέμπτη, 28 Μάρτιος 2024

Η ειδησεογραφία της φτώχειας, φτωχή πολιτική

Τι εννοούσε ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ όταν μιλούσε για κοινωνία της διακινδύνευσης, για κοινωνία του ρίσκου; Εβλεπε ότι τα κοινωνικά περιβάλλοντα φαντάζουν ρευστά, εύθραυστα∙ μιλούσε για κοινωνικές μεταβλητές που –όταν δεν τις βλέπουμε, όταν και τις βγάζουμε έξω από τα κοινωνικά μοντέλα μας– μπορούν να προκαλέσουν κακά, απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Εννοούσε ότι έχει γίνει εξαιρετικά σημαντικός ο ρόλος των ΜΜΕ στην κατασκευή της φτώχειας ή ακόμα και στη δυνητική δημιουργία της.

Μερικοί με γεμάτα στομάχια και πορτοφόλια, αίφνης, ανακάλυψαν με αταραξία το εξής: ότι η φτώχεια της Nέας Πολιτικής Οικονομίας θα πρέπει να φαντάζει εύλογη, επιστημονική, εξιλαστήρια ή και επιθυμητή. Κάτι σαν αναγκαιότητα για εθνικούς, κοινοτικούς ή παγκόσμιους σκοπούς.

Η ελληνική εμπειρία τα τελευταία χρόνια έδειξε αυτό που αρνήθηκε να δει το μιντιακό σύστημα: την ειδησεογραφία της φτώχειας ως δίκαιης, μονόδρομης, επιβεβλημένης. Επίσης, η πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία έδειξε τα πλέον αντιφατικά: ηγέτες, κόμματα, πολιτικές ομάδες και τεχνοκράτες να είναι τόσο απασχολημένοι με τη δημοσιονομική προσαρμογή και τιμωρία των αμαρτωλών, με αποτέλεσμα να αμελούν να σώσουν τους λαούς τους, το σπίτι τους.

Το online αποτέλεσμα; Η ανακύκλωση της αύξουσας φτώχειας από μια φάμπρικα αυτοεκπληρούμενων προφητειών – ακόμα και στην περίπτωση που η ζωή συνεχίζεται και δεν υφίστανται παγκόσμιες συνθήκες για κάτι τέτοιο.

Και όλα αυτά, σαν να μη βιώθηκε ποτέ η ευημερία, τα αγαθά της δημοκρατίας και της ειρήνης∙ και την έλευση μεγαλύτερης φτώχειας να αποτελεί ένα κυριολεκτικό, αναπόδραστο γεγονός. Η εμμονική λατρεία του σκανδάλου, της αποκλειστικής είδησης, η πυκνή κυκλοφορία ψεύδους (fake news) έδωσαν ώς εδώ ένα ταμείο που γέμιζε με την παράταση των δεινών, της αβεβαιότητας, της απελπισίας.

Στην όψιμη φάση της κρίσης, εκτός από τη δική τους ένδεια –αυτό που ονομάζουμε «κρίση του Τύπου»– τα ΜΜΕ διαπραγματεύτηκαν και δικαιολόγησαν τη φτώχεια, ωσάν η μόνη προοπτική να ήταν ο πηχτός ζόφος, ωσάν οι σχολιαστές του (τηλεπερσόνες, αναλυτές, τεχνοκράτες και πολιτικοί συνδαιτυμόνες) να είναι οι κομιστές της μόνης αλήθειας∙ ωσάν «αυτή η πραγματικότητα» να είναι λογική.

Αυτό που λέω, εδώ, είναι ότι η υπόθεση της κουλτούρας της πραγματικής φτώχειας, εν μέρει, πολλαπλασιάστηκε μιντιακά∙ και ως προς το περιεχόμενό της και ως προς την επίδρασή της στο συλλογικό φαντασιακό που, τέλος, πήρε τη μορφή μιας «νέας κανονικότητας», μιας ειμαρμένης στις αποκρυσταλλώσεις της κοινής γνώμης.

Λειτούργησε, δηλαδή, σαν μια θεοδικία που «απέδειξε» ότι στις κοινωνικές διεργασίες, στο σπίτι, στο σχολείο, στην εργασία, στην αγορά, στη χώρα, στην Ε.Ε., στην παγκόσμια τάξη δεν υπάρχει κάτι στραβό ή κάποια αδικία∙ ή ότι τα πάθη των φτωχών και των ανοικοκύρευτων οφείλονται στην εμπλοκή του αίματός τους στο προπατορικό αμάρτημα. Αυτή η κυρίαρχη ιδέα συσκοτίζει μερικά σημαντικά.

Πρώτον, συσκοτίζει το γεγονός της τεράστιας οικονομικής ανισότητας του 21ου αιώνα (ξαναδιαβάστε τον Τομάς Πικετί), την οποία καλείται να χειριστεί ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα που δεν έχει εξελιχθεί από τον 18ο και τον 19ο αιώνα.

Δεύτερον, συσκοτίζει το αίτημα της καλής διακυβέρνησης. Πολιτική που δεν κάνει τη δουλειά, που δεν είναι πειστική, ανθρώπινη, δίκαιη, εκτός από την επιδείνωση της δικής της εικόνας, προκαλεί επιδείνωση της κοινωνίας μετατρέποντας την ανημπόρια και την ανισότητα σε κοινωνική παγίδα.

Τρίτον, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, παραγκώνισε το ζήτημα της δημοκρατίας. Κανείς δεν θέλει μια δημοκρατία εξαρτημένη, ακρωτηριασμένη. Αν και αυτό είναι μια μεγαλύτερη κουβέντα που θα έπρεπε να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της Κεντροαριστεράς ή της σοσιαλδημοκρατίας, η εξουσία των πολιτών περιορίστηκε στη δυνατότητα να διώχνουν μια κυβέρνηση που δεν αρέσει και να την αντικαθιστούν με μιαν άλλη που ίσως να αρέσει καλύτερα.

Και αυτό με τη σειρά του, συσκοτίζει το ότι οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται σε άλλες σφαίρες που όλοι γνωρίζουν: ισχυρές ομάδες (G-8, G-20 κ.λπ.), διεθνείς οργανισμοί, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου, ΟΟΣΑ, διευθυντήριο Βρυξελλών, μεγάλες τράπεζες, λόμπι μεγάλων εταιρειών κ.ά.

Κανείς από αυτούς τους οργανισμούς δεν είναι δημοκρατικός. Ομως, η συζήτηση γίνεται για το αν οι παρεμβάσεις τους ή οι προβλέψεις τους είναι σωστές ή εσφαλμένες.

Το επιμύθιο. Η καλύτερη μιντιακή στήριξη δεν μπορεί να υποκαταστήσει ελλείπουσες πολιτικές ούτε να παίξει ρόλο πολιτικής, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές της φτώχειας πέτυχαν χάρη στις επικοινωνιακές τεχνικές και στη διαπλοκή μιντιακού και πολιτικού συστήματος – που απ' όλους πρώτα σπεύδουν να αποκαθάρουν τον εαυτό τους και να διασωθούν.

Η κατάσταση αυτή γίνεται διπλά επικίνδυνη γιατί ξεχνά ότι η είδηση δεν είναι λυσάριο που υπαγορεύει επιλογές, ερμηνείες του βίου και τη μοίρα του κάθε λαού.

Στο μέτρο, μάλιστα, που η ειδησεογραφία της φτώχειας ηθικοποίησε το «δίκαιο του πιστωτή» –που ιστορικά απεργαζόταν την αδυναμία πληρωμής του «δεμένου» οφειλέτη– δείχνει να λατρεύει την απελπισία και να την προκαλεί, βάζοντας ομάδες και λαούς τον έναν απέναντι στον άλλο.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/2/2017.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση