Παρασκευή, 29 Μάρτιος 2024

Αντιπολίτευση χτισμένη στην άμμο

Ο αντιπολιτευόμενος ΣΥΡΙΖΑ διακήρυσσε, σε μια συγκυρία εξαιρετικά δυσχερή για τη χώρα και επώδυνη για πολλούς από τους ανθρώπους της, ότι ερχόμενος στα πράγματα θα καταργούσε το Μνημόνιο και θα επανέφερε πράγματα στην πρότερή τους μορφή.

Απευθυνόταν σε όλους εκείνους που εναντιώνονταν στο Μνημόνιο, την πλειονότητα των Ελλήνων, ιδιαίτερα όσους το πλήρωσαν ακριβά.

Ετσι, προσέλκυσε υποστηρικτές κυρίως από τα λαϊκά στρώματα και έχασε για ψηφοφόρους κυρίως μεσοαστικά στρώματα, που προσέλαβαν τη ρητορική του ως απεχθή λαϊκισμό.

Η σημερινή αντιπολίτευση, πιο συγκεκριμένα η Ν.Δ., λάνσαρε μετά την εκλογή στη ηγεσία της του Κυριάκου Μητσοτάκη νέα τακτική.

Ζητάει να κλείσουν άμεσα όλες οι εκκρεμότητες με τους δανειστές και να κλείσουν όπως πρέπει.

Η τακτική αυτή μεταφράζεται σε μια διπλή πρακτική.

Στο αίτημα να κλείσει άμεσα η αξιολόγηση. Και, ταυτόχρονα μια θορυβώδη κριτική προς την κυβέρνηση ότι ακόμη κι αν κλείσει η αξιολόγηση δεν θα κλείσει όπως πρέπει γιατί εκ προοιμίου δεν κάνει τίποτε καλά, είναι ανίκανη και ιδεοληπτική, η ίδια θα τα έκανε πολύ καλύτερα.

Η κριτική προς τους κυβερνώντες, κάθε κριτική, έχει νόημα, είναι συστατικό του κομματικού ανταγωνισμού και συχνά της βελτίωσης της ποιότητας της Δημοκρατίας.

Κάθε κόμμα μπορεί να υποστηρίξει ότι θα χειριζόταν καλύτερα τα πράγματα αν ασκούσε τη διακυβέρνηση.

Οφείλει, ωστόσο, για να γίνει πιστευτό, όχι να το αποδείξει, καθώς βρίσκεται εκτός κυβέρνησης, αλλά να δημοσιοποιήσει ιδέες και προτάσεις.

Με γενικόλογες προτάσεις στις οποίες συμφωνούν όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές δυνάμεις (όπως αυτή για τη μείωση των φόρων και των φορολογικών συντελεστών) πολύ δύσκολα μπορεί να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών ιδιαίτερα όταν πρόκειται για κόμματα που λίγο καιρό κυβερνούσαν.

Πώς μπορεί να εκληφθεί η προαναφερθείσα τακτική;

Το αίτημα για άμεσο κλείσιμο της αξιολόγησης απευθύνεται στους δανειστές και σε όλους όσοι συνθλίβονται από την αιωρούμενη αβεβαιότητα και την οικονομική ασφυξία.

Η κριτική στην κυβέρνηση ότι δεν τα κάνει καλά απευθύνεται κυρίως σε εκείνους, συνταξιούχους κυρίως και χαμηλομισθωτούς, που δεν έχουν λόγο ιδιαίτερο να βιάζονται για το κλείσιμο της αξιόλογης καθώς θα κληθούν να πληρώσουν περισσότερους φόρους και να δουν άμεσα ή έμμεσα τα εισοδήματά τους να συρρικνώνονται κι άλλο.

Η τακτική αυτή μοιάζει σε πρώτη ματιά σοβαρή. Το κόμμα που διεκδικεί την εξουσία δεν φαίνεται να υπόσχεται τίποτε σε κανέναν και καθησυχάζει εκείνους που θέλουν με το κλείσιμο της αξιολόγησης να αρθεί η αβεβαιότητα.

Ετσι φαίνεται να αγγίζει όλα τα τμήματα της κοινωνίας, εκείνα που υποφέρουν από τα μνημόνια (άνεργους, μισθωτούς, συνταξιούχους) και εκείνους, αστικά κυρίως στρώματα των μεγάλων πόλεων, που χωρίς να βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους πρώτους, βλέπουν την Εφορία να μειώνει σοβαρά τα εισοδήματά τους.

Κι όμως πρόκειται για την κλασική τακτική διγλωσσίας, συνηθισμένη στην Ελλάδα στο παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο.

Στόχος της είναι να κολακεύσει τα δύο προαναφερθέντα ακροατήρια, εφόσον τα καθένα από αυτά προσδοκά να γίνει αυτό που υπόσχεται η Ν.Δ.

Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς: Οι δύο υποσχέσεις είναι ασύμβατες; Δεν μπορεί μια κυβέρνηση να τις υλοποιήσει τώρα ή στο άμεσο μέλλον;

Θα μπορούσαν να είναι συμβατές υπό δύο όρους: να μην είμαστε σε Μνημόνιο και η οικονομία να κατέγραφε υψηλές ρυθμούς ανάπτυξης.

Ο Αλ. Τσίπρας δήλωσε ότι οι κυβερνήσεις του υπερεκτίμησαν τους συσχετισμούς δύναμης.

Στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας έχουμε να κάνουμε με αγνόηση, ηθελημένη φαντάζομαι, της κατάστασης της χώρας και των σκληρών όρων των μνημονίων.

Αγνόηση γιατί η προαναφερθείσα τακτική στηρίζεται στην υπόθεση ότι για εύλογο χρονικό διάστημα οι μνημονιακές δεσμεύσεις θα εξαφανιστούν, η οικονομία θα αναπτυχθεί γοργά και θα μπορέσει έτσι η νέα κυβέρνηση να μην περικόψει μισθούς και συντάξεις, να μειώσει φόρους και, ταυτόχρονα, να εκπληρώσει τα κριτήρια που θέτουν οι δανειστές.

Τα κυβερνώντα σήμερα κόμματα έμαθαν ότι οι δανειστές δεν χαρίζονται σε κανέναν, δεξιό, αριστερό.

Η Ν.Δ. θα μάθει ότι οι ισχυρές οικονομικά χώρες κοιτάνε το συμφέρον των ελίτ τους (το ταυτίζουν με το εθνικό) αδιαφορώντας αν ο συνομιλητής τους καμώνεται τον αρεστό.

Ετσι, η συζητούμενη από ΔΝΤ και κυβερνήσεις μελών της ευρωζώνης δέσμευση και της αντιπολίτευσης στα συμφωνημένα σηματοδοτεί δύο πρόσθετα πράγματα.

Δίνεται, δυστυχώς, ένα πρόσθετο γερό χτύπημα στη Δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία και, ταυτόχρονα, αναδεικνύεται μεγαλοπρεπώς ότι σημαντικά πολιτικά κόμματά μας συνεχίζουν να χτίζουν στην άμμο.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/3/2017.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση