Thursday, 28 March 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Η παγκοσμιοποίηση της ανεργίας και τα αίτια της

Σε μία από τις σπάνιες συζητήσεις της με δημοσιογράφους, το 1984, η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε παραδεχθεί ότι η ανεργία των νέων ήταν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, με απρόβλεπτες κοινωνικές προεκτάσεις. «Οι νέοι δεν πρέπει να μένουν αργόσχολοι. Είναι πολύ κακό γι αυτούς», τόνιζε η τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρεταννίας και, λίγες ημέρες αργότερα, το περιοδικό The Economist έγραφε ότι «λίγα πράγματα είναι τόσο κακά για την κοινωνία όσο να αφήνει τους νέους της μετέωρους». Λίγα χρόνια αργότερα, το ίδιο περιοδικό τόνιζε σε ειδικό αφιέρωμά του: «Όσοι ξεκινούν την διαδρομή τους με επίδομα ανεργίας, είναι πιθανότερο να μεγαλώσουν με μικρότερο εισόδημα και με συχνότερες περιόδους ανεργίας, καθώς στα χρόνια που ο άνθρωπος διαμορφώνεται έχουν λιγότερες ευκαιρίες να αποκτήσουν δεξιότητες και να αναπτύξουν την αυτοπεποίθησή τους».
Σήμερα, η παρατήρηση αυτή είναι επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε για τον απλό λόγο ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι νέοι χωρίς δουλειά είναι περισσότεροι παρά ποτέ. Τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) δείχνουν ότι 26,5 εκατομμύρια νέοι άνθρωποι στις ηλικίες 15-24 ετών, κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες, βρίσκονται σήμερα χωρίς εργασία, χωρίς συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα και χωρίς να ακολουθούν κάποια προγράμματα κατάρτισης. Επίσης, πάντα κατά τον ΟΟΣΑ, ο αριθμός των ανέργων νέων, από το 2007 που ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση στις ΗΠΑ έως και το τέλος του 2012, σημείωσε αύξηση 30%, με τον ανοδικό ρυθμό να συνεχίζεται. Από την πλευρά της, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) αναφέρει ότι, ανά τον κόσμο, 75 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας. Οι μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, πάλι, αναφέρουν ότι στις αναδυόμενες χώρες 262 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται οικονομικά ανενεργοί. Ανάλογα δε με το πώς μετράει κανείς τα πράγματα, ο αριθμός των νέων που είναι χωρίς δουλειά είναι περίπου όσος ο πληθυσμός των ΗΠΑ (311 εκατομμύρια).
Στην βάση των παραπάνω ποσοτικών δεδομένων –τα οποία, ωστόσο, δεν έχουν κανέναν ποιοτικό χαρακτήρα– επισημαίνεται ότι δύο ζητήματα παίζουν μεγάλο ρόλο. Πρώτον, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητος έχει μειώσει την ζήτηση εργασίας, ενώ είναι ευκολότερο να αναβάλει κανείς την πρόσληψη νέων απ' ό,τι να απολύσει εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας. Δεύτερον, στις αναπτυσσόμενες οικονομίες η αύξηση του πληθυσμού είναι ταχύτερη σε εκείνες τις χώρες που έχουν δυσλειτουργική αγορά εργασίας, όπως είναι η Ινδία ή η Αίγυπτος.
Αποτέλεσμα: Ένα «τόξο ανεργίας» έχει δημιουργηθεί από την νότια Ευρώπη και την βόρειο Αμερική μέχρι την Μέση Ανατολή και την νότια Ασία. Στο τόξο αυτό, η ύφεση των πλουσίων χωρών έρχεται και συναντάται με τον σεισμό των νεότερων γενεών που παρατηρείται στον φτωχό κόσμο. Στην βάση της λογικής αυτής δίδονται και σχετικές ερμηνείες για τα γεγονότα στον αραβικό κόσμο, όπως και για την άνοδο της εγκληματικότητος στον ευρωπαϊκό νότο.
Ωστόσο, πέρα από τις ερμηνείες, στο ερώτημα με ποιους τρόπους μπορεί να ανατραπεί αυτή η οδυνηρή κατάσταση, οι απαντήσεις δεν ξεφεύγουν από τα ιδεολογικά και οικονομοτεχνικά καλούπια των ετών του περασμένου αιώνα. Δεν είναι λίγοι έτσι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο πλέον πρόσφορος τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος είναι η επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Αυτό είναι ευκολότερο να το λέει κανείς, παρά να το κάνει –και ούτως ή άλλως μια τέτοια απάντηση είναι μερική και μόνον. Χώρες που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα (όπως η Ισπανία ή η Αίγυπτος) έπασχαν από ανεργία ακόμη και όταν οι οικονομίες τους αναπτύσσονταν.
Παράλληλα, στα τελευταία χρόνια της ύφεσης και της ανόδου της ανεργίας οι περισσότερες σοβαρές εταιρείες δεν έχουν πάψει να παραπονούνται ότι δεν βρίσκουν νέους εργαζόμενους που να διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες. Αυτά υπογραμμίζουν την μεγάλη σημασία δύο άλλων παραγόντων: της μεταρρύθμισης των αγορών εργασίας και της βελτίωσης της εκπαίδευσης. Πρόκειται για γνώριμες συνταγές, οι οποίες όμως θα έπρεπε να εφαρμόζονται και με καινούργιο δυναμισμό, αλλά και με καινούργιες προσεγγίσεις.
Και στο σημείο αυτό υπάρχει τρομερό πρόβλημα, που είναι βεβαίως ιδιαίτερα επίκαιρο και στην Ελλάδα. Όμως μάς τόνιζε πριν δύο μήνες περίπου σε μία ειδική εκδήλωση στις Βρυξέλλες ο κ. Ντόμινικ Μπάρτον, διευθύνων σύμβουλος της γνωστής εταιρείας συμβούλων McKinsey, «το πολύ σοβαρό πρόβλημα της ανεργίας προσλαμβάνει σχεδόν μόνιμο χαρακτήρα εκ του γεγονότος ότι πολλοί νέοι στερούνται δεξιοτήτων που απαιτεί η αγορά εργασίας, σε έναν κόσμο που διαθέτει πολύ λίγους εξειδικευμένους εργάτες».
Πρόκειται ξεκάθαρα για ένα σημαντικό ζήτημα που αφορά τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της McKinsey σε περισσότερους από 4.500 νέους, 2.700 εργοδότες και 900 εκπαιδευτικά ιδρύματα σε οκτώ χώρες, περίπου το 40% των εργοδοτών δήλωσε ότι δυσκολεύεται να καλύψει κενές θέσεις εργασίας σε κατώτερα κλιμάκια επειδή οι υποψήφιοι στερούνται επαρκών προσόντων. Περίπου το 45% των νέων δήλωσε ότι η θέση εργασίας όπου απασχολείται δεν έχει σχέση με αυτό που σπούδασε. Από αυτό δε το ποσοστό, περισσότεροι από τους μισούς βλέπουν την δουλειά τους σαν προσωρινή και σκοπεύουν να αποχωρήσουν. «Αν δεν βρεθεί λύση στο φαινόμενο αυτό, προβλέπουμε ότι η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας μέχρι το 2020 θα προκαλέσει έλλειμμα 85 εκατομμυρίων εργαζομένων σε μέσες και υψηλές δεξιότητες», τονίζει ο κ. Ντόμινικ Μπάρτον.
Σχολιάζοντάς μας τις απόψεις αυτές, ο Βρεταννός καθηγητής και σύμβουλος επιχειρήσεων κ. Ίαν Σίνιορ μάς είπε ότι η ανεργία των νέων βρίσκεται συχνά στο χειρότερό της επίπεδο στις χώρες που διαθέτουν άκαμπτη αγορά εργασίας. Τα καρτέλ που υπάρχουν σε ορισμένους κλάδους, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση επί των προσλήψεων, οι άκαμπτοι κανόνες σε επίπεδο απολύσεων, οι υψηλοί κατώτατοι μισθοί –όλα αυτά καταδικάζουν τους νέους να μένουν χωρίς απασχόληση. Η Νότιος Αφρική εμφανίζει από τα χειρότερα δεδομένα ανεργίας στα νότια της Σαχάρας, εν μέρει λόγω των ισχυρών συνδικάτων και των άκαμπτων νόμων της σε θέματα πρόσληψης και απόλυσης. Πολλές από τις χώρες του τόξου νεανικής ανεργίας θεσπίζουν υψηλούς κατώτατους μισθούς και υψηλούς φόρους στην απασχόληση. Η Ινδία διαθέτει κάπου 200 νόμους για την απασχόληση και την αμοιβή εργασίας.
Προκειμένου να υπάρξει αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, κρίσιμη σημασία έχει η αποικοδόμηση των ρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα αρκέσει από μόνο του. Η Μεγάλη Βρεταννία διαθέτει ελαστική αγορά εργασίας, αλλά εμφανίζει και υψηλή ανεργία των νέων. Σε χώρες που έχουν καλύτερες επιδόσεις σε αυτό το μέτωπο, οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν ενεργότερο ρόλο στην ανεύρεση εργασίας σε όσους παλεύουν να τα βγάλουν πέρα. Η Γερμανία, όπου παρατηρείται το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας των νέων του πλούσιου κόσμου, πληρώνει από δημόσιους πόρους ένα ποσοστό της αμοιβής των μακροχρόνια ανέργων επί δύο χρόνια μετά την πρόσληψή τους. Στις βόρειες χώρες οι νέοι έχουν στην διάθεσή τους «εξατομικευμένα σχέδια» προκειμένου να βρίσκουν θέση εργασίας ή ευκαιρία κατάρτισης.
Αυτές οι παρατηρήσεις, όμως, φαίνεται δεν έχουν μοναδικό χαρακτήρα. κατά την McKinsey, η έρευνά της αποδεικνύει ότι το 70% των εργοδοτών απέδωσε την έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στην ανεπαρκή κατάρτιση. Από την άλλη πλευρά, το 70% των εκπαιδευτικών φορέων θεωρεί ότι προετοιμάζει επαρκώς τους σπουδαστές για να βγουν στην αγορά εργασίας. Επιπροσθέτως, οι εργοδότες διαμαρτύρονται ότι λιγότεροι από το 50% των νέων που έχουν προσλάβει διαθέτουν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, όμως τα δύο τρίτα των νέων πιστεύουν ότι διαθέτουν τις συγκεκριμένες δεξιότητες. Οι συνθήκες είναι τέτοιες που περίπου το 60% των νέων δηλώνει ότι θα πλήρωνε περισσότερα για την εκπαίδευσή του προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητες να εξασφαλίσει μία ελκυστική θέση εργασίας. Από την πλευρά του, το 70% των εργοδοτών υποστηρίζει ότι θα πλήρωνε περισσότερα για να προσελκύσει τα κατάλληλα ταλέντα, αν μπορούσε να τα βρει.
Είναι όμως αυτό το πρόβλημα; Και ναι, και όχι. Οι ειδικοί του ΟΟΣΑ ανεπισήμως τονίζουν ότι, με βάση τις εμπειρίες τους, εκείνο που μετράει στην εκπαίδευση δεν είναι τόσο ο αριθμός των ετών σπουδών που συμπληρώνει κάποιος, όσο το περιεχόμενό τους. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να επεκταθούν οι σπουδές θετικών επιστημών και τεχνολογίας, αλλά και να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο της εκπαίδευσης και τον κόσμο της εργασίας –για παράδειγμα, με την αναβάθμιση της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης και με την δημιουργία στενότερων δεσμών μεταξύ σχολείων και επιχειρήσεων. Αυτό ακριβώς έχει πετύχει το, μακράς παράδοσης, γερμανικό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και μαθητείας. Και άλλες χώρες, ωστόσο, ακολουθούν αυτό το πρότυπο: η Νότιος Κορέα εγκαθίδρυσε σχολές «μαστόρων», η Σιγκαπούρη έδωσε ώθηση στις τεχνολογικές σχολές, ενώ και η Μεγάλη Βρεταννία επεκτείνει τα προγράμματα μαθητείας και προσπαθεί να βελτιώσει την τεχνική εκπαίδευση.
Η γεφύρωση του χάσματος, πάντως, θα χρειαστεί και αλλαγή στάσης από μέρους των επιχειρήσεων. Ορισμένες εταιρείες (από την Rolls Royce και την IBM μέχρι την McDonald's και την Premier Inn) αναθεωρούν τα προγράμματα κατάρτισής τους –όμως, ο φόβος ότι τους καταρτισμένους υπαλλήλους θα τους αρπάξουν οι ανταγωνιστές αποθαρρύνει συχνά τις εταιρείες να επενδύσουν στους νέους. Υπάρχουν, βέβαια, τρόποι για να ξεπεραστεί το πρόβλημα: λόγου χάρη, μπορεί να υπάρξει συνεργασία ομάδων επιχειρήσεων με πανεπιστήμια για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων κατάρτισης.
Ας σημειωθεί ότι το κόστος της κατάρτισης τα τελευταία χρόνια έχει περιοριστεί χάρη στην τεχνολογία, με αποτέλεσμα προγράμματα βασισμένα σε παιχνίδια με κομπιούτερ να παρέχουν εικονική εμπειρία στους νέους, ενώ διαδικτυακά μαθήματα μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητευόμενους να συνδυάζουν την κατάρτιση στον χώρο δουλειάς με την ακαδημαϊκή γνώση.
Τέτοιες θεραπείες, παρά την παγκοσμιοποίηση της ανεργίας, εμπνέουν μια κάποια αισιοδοξία. Σε πολλές αναπτυγμένες και αναδυόμενες χώρες, υπάρχουν κυβερνήσεις που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την ασυμβατότητα που παρατηρείται μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν να αναλαμβάνουν περισσότερες ευθύνες όσον αφορά στην επένδυση στους νέους. Παράλληλα, η τεχνολογία βοηθά στον εκδημοκρατισμό τόσο της εκπαίδευσης όσο και της κατάρτισης. Ο κόσμος έχει τώρα την ευκαιρία να ανοίξει τον δρόμο σε μία επανάσταση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, που να ανταποκρίνεται στο μέγεθος του προβλήματος.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν σε οικουμενικό επίπεδο, στην χώρα μας –που είναι ουραγός σε έρευνα και ανάπτυξη– η παιδεία ακόμη διώκεται και επιπλέον τής απαγορεύεται να πάρει μέρος και στα αναπτυξιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ!!!

"Αυτή είναι η καλύτερη λύση για το ελληνικό χρέος”

Συνέντευξη του Barry Eichengreen

Η απόφαση των Ευρωπαίων να μεταθέσουν τις τελικές αποφάσεις για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους για μετά το καλοκαίρι, θέλοντας να αποφύγουν τις "τριβές" με τους ψηφοφόρους ενόψει των ευρωεκλογών, είναι λυπηρή, καθώς το μόνο που καταφέρνει είναι να αναβάλλει το αναπόφευκτο και να αναγκάζει την Τρόικα να καλύψει με κάποιο... μαγικό τρόπο το χρηματοδοτικό κενό της ελληνικής κυβέρνησης.
Αυτό αναφέρουν σε άρθρο τους στην ιστοσελίδα VOX, οι οικονομολόγοι Barry Eichengreen, Peter Allen και Gary Evan. Το Capital.gr επικοινώνησε με τον καθηγητή του Berkeley και διάσημο οικονομολόγο Barry Eichengreen, ο οποίος έδωσε απαντήσεις σε σημαντικά ζητήματα.
Σύμφωνα με τους τρεις οικονομολόγους, η πρόταση που βρίσκεται στο τραπέζι και προβλέπει την επιμήκυνση των δανείων και τη μείωση των επιτοκίων δεν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο δημόσιο χρέος. Γιατί μία τέτοια λύση δεν επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν δίνει κίνητρα για άμεσες ξένες επενδύσεις αλλά ούτε δίνει ώθηση στην ανάπτυξη.
Το πρόβλημα είναι ότι οι Έλληνες πολιτικοί πρέπει να βασιστούν στον αποπληθωρισμό και όχι στην υποτίμηση του νομίσματος για την αναπροσαρμογή μισθών και τιμών, η οποία δεν αποτελεί επιλογή για τη χώρα. Όμως ο πληθωρισμός αποτελεί "ανάθεμα" για την εμπιστοσύνη των μακροπρόθεσμων επενδυτών...
Η πρόταση των Barry Eichengreen, Peter Allen και Gary Evan αφορά στην υιοθέτηση μίας λύσης που θα περιλαμβάνει την ανταλλαγή ελληνικού χρέους με μερίδια σε αποκρατικοποιήσεις (debt-for-equity swaps). Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) και η Ε.Ε. θα πρέπει να διαθέσουν ένα μέρος των δανείων και των ελληνικών κρατικών ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους σε ένα μηχανισμό ανταλλαγής.
Στη συνέχεια, οι ιδιώτες επενδυτές που ενδιαφέρονται να αγοράσουν τους κρατικούς τίτλους της Ελλάδας θα έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από την ονομαστική τους αξία., π.χ. στο 50%. Από την πλευρά του, το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε να δεχθεί τους εν λόγω τίτλους ως μέσο πληρωμής, κατά την πώληση ενός περιουσιακού του στοιχείου. Η αξία στην οποία θα δεχθεί τους τίλους θα είναι μικρότερη από την ονομαστική αλλά μεγαλύτερη από αυτήν που πουλήθηκαν στους ιδιώτες, π.χ. στο 75%.
Οι εμπνευστές της πρότασης εκτιμούν ότι σε ένα τέτοιο σενάριο, το ελληνικό δημόσιο ωφελείται γιατί σβήνει στην ουσία χρέος με discount το οποίο εξαρτάται από την τιμή στην οποία δέχτηκε τους τίτλους κατά την αγοραπωλησία. Οι ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να είναι και αυτοί ευχαριστημένοι γιατί στην ουσία πληρώνουν λιγότερα για τα ελληνικά assets που αγοράζουν. Όμως και η ΕΚΤ θα είναι ικανοποιημένη αφού έχει αγοράσει τα ελληνικά ομόλογα με πολύ μεγάλο discount και κατά συνέπεια περιορίζει σημαντικά τις απώλειες από μία τέτοια συναλλαγή, ενώ μπορεί πλέον να πραγματοποιήσει πρόωρη έξοδο από το ελληνικό χρέος.
Ο παγκοσμίου φήμης καθηγητής Barry Eichengreen εξηγεί γιατί η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να αμβλύνει τις υφιστάμενες αντιδράσεις και να γίνει αποδεκτή από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
"Μία λύση που θα περιλαμβάνει τη χρήση debt-for-equity swaps είναι καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη. Προσφέρει στους επενδυτές της Βόρειας Ευρώπης μία ελκυστική ευκαιρία καταγραφής κέρδους", σημειώνει ο Αμερικανός οικονομολόγος. Παράλληλα, προσθέτει ο ίδιος, δίνει κίνητρα στην Ελλάδα να προχωρήσει σε αποκρατικοποιήσεις, φέρνει τις απαραίτητες για τη χώρα ξένες επενδύσεις, οδηγεί σε μείωση του χρέους και προσφέρει μία "αναίμακτη" στρατηγική εξόδου για τον επίσημο τομέα.
Ο κ. Eichengreen εκτιμά ότι το μεγάλο βάρος του ελληνικού χρέους, το οποίο κατέχει κατά κύριο λόγο ο επίσημος τομέας, συνεχίζει να αποτελεί "τροχοπέδη" για τις επενδύσεις και κατά συνέπεια την ανάπτυξη. "Η ανάγκη για επενδύσεις και ανάπτυξη είναι επιτακτική. Το ίδιο επιτακτική είναι η ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους", υπογραμμίζει.
Τέλος, ο ίδιος σχολιάζει τις προθέσεις των Ευρωπαίων να προχωρήσουν σε μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση των δανείων. "Με αυτή την κίνηση δείχνουν ότι δεν αποκλείεται εντελώς η συμμετοχή του επίσημου τομέα στη μείωση του χρέους. Όμως ο επίσημος τομέας θα πρέπει να σκεφτεί κάτι πιο δημιουργικό".
Η πρακτική "debt-for-equity-swaps" έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν στις περιπτώσεις της Χιλής, των Φιλιππίνων και του Εκουαδόρ. Το 1987 η Χιλή χρηματοδότησε επενδύσεις στη δασοκομία μέσω των συγκεκριμένων εργαλείων. Το 1988 η WWF αγόρασε χρέος των Φιλιππίνων αξίας 400 χιλ. δολαρίων στα 51 σεντς στο δολάριο με αντάλλαγμα την πραγματοποίηση έργων αποκατάστασης της βιοποικιλότητας, αντίστοιχης αξίας, από την κυβέρνηση. Το 1992 η κυβέρνηση του Εκουαδόρ αντάλλαξε μέρος του χρέους της προς τον τραπεζικό τομέα με το Χάρβαρντ για χρήση σε μελέτες χρηματοδότησης στη χώρα από φοιτητές του πανεπιστημίου.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Barry Eichengreen στο Capital.gr:
Κύριε Eichengreen, γιατί πιστεύετε ότι η πρόταση της υιοθέτησης του μοντέλου "debt-for-equity" θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης; (υπενθυμίζεται ότι το Νοέμβριο του 2012 είχαν συμφωνήσει να επιστρέψουν στην Ελλάδα μέρος των κερδών τους από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα όμως σήμερα αρνούνται να το συζητήσουν).
Μία λύση με βάση την εφαρμογή συμφωνιών ανταλλαγής χρέους με μερίδια σε ιδιωτικοποιήσεις είναι καλύτερη για όλους, όπως εξηγούμε αναλυτικά στο άρθρο μας στην ιστοσελίδα VOX. Προσφέρει στους επενδυτές της Βόρειας Ευρώπης μία ελκυστική ευκαιρία κέρδους. Προσφέρει επίσης στην Ελλάδα περαιτέρω κίνητρα για αποκρατικοποιήσεις, ενώ παράλληλα φέρνει και τις εισροές ξένων επενδύσεων που χρειάζεται η χώρα, καθώς και τη μείωση του χρέους της. Τέλος, προσφέρει στον "επίσημο τομέα" τη δυνατότητα μίας ομαλής εξόδου από την Ελλάδα.
Πόσο πιθανό είναι να έχουμε πρόοδο αναφορικά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους σε μία περίοδο έντονης αντιπαράθεσης στην Ευρωζώνη ενόψει της τραπεζικής ενοποίησης και των ευρωεκλογών;
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι δεν επιθυμούν να "ερεθίσουν" τους ψηφοφόρους της Βόρειας Ευρώπης λίγο καιρό πριν τις ευρωεκλογές και γι΄ αυτό το λόγο το θέμα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους θα πρέπει να μετατεθεί για μετά τη διεξαγωγή των εκλογών.
Πόσο επείγει, κατά τη γνώμη σας, η ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους; Πιστεύετε ότι η συμμετοχή του επίσημου τομέα έχει αποκλειστεί;
Το μεγάλο βάρος του χρέους, το οποίο βρίσκεται κυρίως στον επίσημο τομέα, συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Η ανάγκη για επενδύσεις και ανάπτυξη είναι επιτακτική, συνεπώς και η ανάγκη για αναδιάρθρωση του χρέους είναι επιτακτική. Όμως αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, αφού η ανάγκη είναι επιτακτική εδώ και αρκετό καιρό. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι θα γίνουν περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων και επιμήκυνση του χρέους. Αυτό δεν μου φαίνεται σαν να έχει αποκλειστεί εντελώς η συμμετοχή του επίσημου τομέα στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Όμως ο επίσημος τομέας πρέπει να σκεφτεί πιο δημιουργικές λύσεις για το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Πως μπορεί η ελληνική οικονομία να ξεφύγει από την παρατεταμένη λιτότητα που την κρατάει παγιδευμένη στο θανάσιμο σπιράλ της ύφεσης; Πιστεύετε ότι οι Ευρωπαίοι είναι έτοιμοι να δώσουν ξεκάθαρη λύση;
Συνεχίζω να ελπίζω – και εγώ και οι άλλοι συγγραφείς του άρθρου – ότι η Ελλάδα χρειάζεται μία στρατηγική με πολλαπλά στοιχεία. Για να ενισχυθεί η ζήτηση και να γίνει αναδιάρθρωση χρέους που θα επιτρέψει στις δημόσιες δαπάνες να κατευθυνθούν προς ελληνικά προϊόντα. Για να ενισχυθεί η προσφορά, σε συνέχεια της ατζέντας που περιλαμβάνει διαρθρωτικές αλλαγές και ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές δεν είναι εναλλακτικές αλλά συμπληρωματικές πολιτικές.
Το Νοέμβριο του 2012, σε συνέντευξή σας στο Κεφάλαιο είχατε επισημάνει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αυξήσει προσωρινά το στόχο του πληθωρισμού και να προχωρήσει με έναν συνδυασμό "forward guidance" και ποσοτικής χαλάρωσης.
Οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος του αποπληθωρισμού έχουν καθυστερήσει. Η μείωση των επιτοκίων αναφοράς και οι αγορές τιτλοποιημένων "πακέτων" τραπεζικών δανείων είναι τα προφανή βήματα που πρέπει να γίνουν σε πρώτη φάση.

Πώς τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά θα κερδίσουν από τα δικαστήρια με τον διαμεσολαβητή

1. Τι είναι η διαμεσολάβηση;
Πρόκειται για μία ελαστική διαδικασία στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή.
Πρέπει εδώ να τονίσω ότι με τον όρο ελαστική, εννοούμε μία διαδικασία που δεν υποβάλλεται σε τύπο, όπως οι δικαστικές αποφάσεις. Ο νόμος προσδιορίζει τα γενικά πλαίσιά της, χωρίς όμως να εξειδικεύει και τις λεπτομέρειες. Η ελαστικότητα συνεπώς την κάνει προσιτή για τον καθένα. Επιπλέον πρέπει να υπογραμμισθεί εντόνως ότι χαρακτηριστικό της διαδικασίας αυτής είναι η ουδετερότητα και η αμεροληψία του διαμεσολαβητή. Έτσι αποκλείονται από τον ρόλο αυτό πρόσωπα που έχουν ασχοληθεί, για παράδειγμα, ως δικηγόροι με τη συγκεκριμένη διαφορά.
2. Ποια είναι τα προτερήματά της σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία;
Η διαμεσολάβηση είναι μία μη χρονοβόρα διαδικασία. Έτσι σε αντίθεση με τη διαδικασία, για παράδειγμα, ενώπιον του Ειρηνοδικείου που διέπει σήμερα τις υποθέσεις των λεγόμενων υπερχρεωμένων νοικοκυριών, όταν τα μέρη της διαφοράς συμφωνήσουν να αποταθούν σε διαπιστευμένο διαμεσολαβητή, ο νόμος προσδιορίζει ότι πρέπει να οδηγηθούν στην εξεύρεση λύσης κατά ανώτατο όριο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Εξάλλου σε αντίθεση πάλι με τη δικαιοδοτική διαδικασία, η διαμεσολάβηση σχεδόν εκμηδενίζει το κόστος.
Τόσο η προσφυγή στο δικαστήριο, όσο και η διαιτησία έχουν αυξημένο κόστος. Αν πάρουμε πάλι το παράδειγμα του δανειολήπτη, ο μέσος άνθρωπος που υπάγεται στο λεγόμενο νόμο Κατσέλη πρέπει να υπολογίσει, εκτός από την αμοιβή του δικηγόρου για την ανάληψη της υπόθεσης, τα δικαστικά έξοδα, δηλαδή έξοδα γραμματίου προείσπραξης και παράστασης του δικηγόρου και την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για τα έξοδα επίδοσης στο ή στα εναγόμενα πιστωτικά ιδρύματα.
Αντίθετα στη διαμεσολάβηση πρέπει να υπολογίσει μόνο την αμοιβή του δικηγόρου του (χωρίς «δικαστικά έξοδα») και θα επιβαρυνθεί κατά ανώτατο όριο με τη μισή αμοιβή του διαμεσολαβητή. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προσδιορίζει ως κατώτατη αμοιβή του διαμεσολαβητή το ποσό των εκατό (100) ευρώ την ώρα.
3. Ποια είναι η θέση των μερών στη διαμεσολάβηση;
Τα μέρη στη διαμεσολάβηση προσέρχονται εκουσίως και δεν είναι απλοί παρατηρητές. Εκδήλωση της ελαστικότητας που υπογραμμίσαμε παραπάνω είναι το γεγονός ότι τα ειδικότερα πλαίσια της διαδικασίας καθορίζονται από τα μέρη σε συνεργασία με το διαμεσολαβητή και ανάλογα με την εκτίμηση των ιδιαίτερων στοιχείων κάθε περίπτωσης, αφού τηρηθούν οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της ισότητας των μερών, της ανεξαρτησίας, της ουδετερότητας και αμεροληψίας του διαμεσολαβητή και της καλής πίστης.
Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέρη έχουν τα ηνία της διαδικασίας. Έτσι, είναι ο δανειολήπτης και η τράπεζα (τα μέρη) για παράδειγμα που επιλέγουν τον διαμεσολαβητή από τον σχετικό κατάλογο των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών, που τηρεί η Γενική Διεύθυνση Διοίκησης Δικαιοσύνης του υπουργείου Δικαιοσύνης και μπορούν να τερματίσουν τη διαδικασία, ακόμα και χωρίς την επίτευξη συμφωνίας. Θα ήθελα εδώ να σημειώσω ότι με τη διαμεσολάβηση τόσο ο δανειολήπτης/υπερχρεωμένος, όσο και το πιστωτικό ίδρυμα/τράπεζα βρίσκονται επί ίσοις όροις, υπό την έννοια ότι ο διαμεσολαβητής δεν θα επηρεαστεί από τις αγορεύσεις των δικηγόρων ή από την εξωτερική ισχύ και τη φήμη των «διαδίκων».
4. Ποια είναι η διαδικασία διαμεσολάβησης και συγκεκριμένα στις υποθέσεις των λεγόμενων υπερχρεωμένων νοικοκυριών; Πώς θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων καθυστέρησης της απονομής Δικαιοσύνης και απροθυμίας των τραπεζών να συμμορφωθούν πλήρως με τον νόμο Κατσέλη;
Όπως ορίζεται σήμερα νομοθετικά, και συγκεκριμένα σε σχέση με την εφαρμογή του στον νόμο Κατσέλη, η προσφυγή στη διαμεσολάβηση μπορεί να γίνει είτε με πρωτοβουλία των μερών, όταν η διαφορά δεν έχει εισαχθεί στο δικαστήριο, είτε με πρόταση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση σε κάθε στάση της δίκης, η οποία αν γίνει αποδεκτή από τα μέρη, οδηγεί σε υποχρεωτική αναβολή της συζήτησης και σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου. Και στις δύο περιπτώσεις η συμφωνία για την υπαγωγή στη διαμεσολάβηση πρέπει να γίνει εγγράφως, έτσι ώστε να αποφευχθεί και αυτό ακόμα το ενδεχόμενο της κακοπιστίας ενός από τα δύο μέρη. Οι συζητήσεις και οι επίσημες προτάσεις των αρμόδιων υπουργείων μιλούν σήμερα για την αντικατάσταση του νόμου Κατσέλη με την υποχρεωτική διαμεσολάβηση και μόνο στην περίπτωση αποτυχίας της, να εισαχθεί η διαφορά στο δικαστήριο.
Χρειάζεται εδώ να διευκρινιστεί ότι αυτό που ουσιαστικά θα αντικατασταθεί με τη διαμεσολάβηση είναι το λεγόμενο πρώτο στάδιο (άρθρο 2§1 του νόμου) το οποίο τιτλοφορείται εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς. Όπως εφαρμόζεται σήμερα ο νόμος, στην πραγματικότητα αυτό το στάδιο εξαντλείται σε μία απλή αίτηση του δανειολήπτη, με την οποία ενημερώνει την τράπεζα ότι επιθυμεί να υπαχθεί στις ευεργετικές αυτές διατάξεις και δεν υπάρχει καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης ανάμεσά τους. Το στάδιο αυτό λήγει με μία βεβαίωση από τον δικηγόρο του αιτούντος ότι απέβη άκαρπη η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού. Έτσι καταλήγουμε στα ειρηνοδικεία και στην οικονομική επιβάρυνση του ήδη ευρισκόμενου σε ένδεια δανειολήπτη και στον προσδιορισμό δικασίμου μετά πέντε και πλέον έτη από την ημέρα της αίτησης.
5. Ποιες είναι οι φάσεις της διαμεσολάβησης;
Με την κήρυξη της διαμεσολάβησης ως υποχρεωτικής, το στάδιο αυτό ουσιαστικά καταργείται. Έτσι ο δανειολήπτης σε συνεννόηση με τον δικηγόρο του προτείνει στην τράπεζα την προσφυγή στη διαμεσολάβηση. Στη συνέχεια εξευρίσκεται κοινή συναινέσει ο διαμεσολαβητής από τον κατάλογο διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του υπουργείου Δικαιοσύνης. Η διαμεσολάβηση ξεκινά από τη λεγόμενη προπαρασκευαστική φάση (intake) στην οποία ο επιλεγμένος διαμεσολαβητής έρχεται σε πρώτη επαφή με τα μέρη και κυρίως με τους δικηγόρους τους, προκειμένου να συμφωνηθούν τα τυπικά. Στη συνέχεια προσδιορίζεται η ημέρα στην οποία θα λάβει χώρα η διαμεσολάβηση, στην οποία συμμετέχουν αυτοπροσώπως τα μέρη με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους. Κατά τη διάρκειά της προωθείται ο διάλογος ανάμεσα στους συμμετέχοντες, έτσι ώστε να καταφέρουν να ξεπεράσουν τις αμετακίνητες διεκδικήσεις/θέσεις τους και να οδηγηθούν στην εξεύρεση των πραγματικών συμφερόντων τους.
Ο διαμεσολαβητής μπορεί να διενεργήσει και κατ' ιδίαν συναντήσεις (caucus) με καθένα από τους εμπλεκομένους, οι οποίες διέπονται αυστηρά από το απόρρητο και την εμπιστευτικότητα και μεταφέρεται στην άλλη πλευρά, μόνο ό,τι ρητά έχει συναινέσει το μέρος. Ο διαμεσολαβητής είναι στην πραγματικότητα εγγυητής της διαδικασίας, δεν είναι δικαστής, ούτε διαιτητής. Στις περιπτώσεις για παράδειγμα των υπερχρεωμένων, είναι σαφώς πιο συμφέρον τόσο για την τράπεζα να ικανοποιηθεί άμεσα και σίγουρα κατά το ύψος των δυνατοτήτων του οφειλέτη της, όσο και για τον δανειολήπτη, να ρυθμίσει τις οφειλές του σύμφωνα με τις δυνάμεις του. Το σημαντικό εδώ είναι ότι τη ρύθμιση αυτή θα τη βρουν και θα τη συμφωνήσουν τα μέρη μεταξύ τους.
Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης ο διαμεσολαβητής συντάσσει το πρακτικό διαμεσολάβησης, στο οποίο περιλαμβάνεται το αποτέλεσμα της επιτυχούς συμφωνίας ή της αποτυχίας της διαδικασίας, την αιτία της διαφοράς καθώς και τα στοιχεία που εκ του νόμου αποτελούν ελάχιστο περιεχόμενο αυτού. Το πρακτικό υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες, σε περίπτωση όμως αποτυχίας δύναται να υπογραφεί μόνο από το διαμεσολαβητή. Το πρακτικό της διαμεσολάβησης, που περιέχει τη συμφωνία των μερών, δύναται, κατόπιν αιτήματος ενός τουλάχιστον των μερών, να κατατεθεί στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας διεξαγωγής της διαμεσολάβησης κι εφόσον υπάρχει αξίωση που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο (αρθ. 904 παρ. 2 περ. γ ΚΠολΔ).

Δημοσιεύτηκε στην Ημερησία στις 8-3-2014

 

Η κοινωνία πολιτών και οι επικριτές της: Συμπεράσματα

(i) Τρεις είναι οι βασικοί ορισμοί της ΚΠ:
- Η ΚΠ ως ο χώρος που εμπεριέχει ό,τι δεν είναι κρατικό - κυρίως τους φορείς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και άρα ελέγχουν το κράτος.
- Η ΚΠ ως «ενδιάμεσα στρώματα» μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων.
- Η ΚΠ ως ένας τρίτος χώρος μεταξύ κράτους και αγοράς που δεν λειτουργεί ούτε με βάση τη λογική της κρατικής εξουσίας, ούτε με αυτήν του κέρδους.
Στο χώρο των κοινωνικών επιστημών είναι ο τρίτος ορισμός που χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα.
(ii) Μια σχετικά πρόσφατη κριτική της βιβλιογραφίας πάνω στην ΚΠ στη χώρα μας είναι πως η «παραδεγμένη σοφία» θεωρεί την ΚΠ στην Ελλάδα αδύνατη και το κράτος ισχυρό. Κατ' αυτή την κριτική συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η ΚΠ είναι ισχυρή αφού εμπεριέχει επιχειρηματικά, συνδικαλιστικά και επαγγελματικά συμφέροντα που περιορίζουν την κρατική εξουσία. Η παραπάνω κριτική δεν είναι πειστική γιατί αυτοί που θεωρούν την ΚΠ στην Ελλάδα αδύνατη την ορίζουν κατά ριζικά διαφορετικό τρόπο: σαν έναν τρίτο χώρο μεταξύ αγοράς και κράτους, χώρο που δεν εμπεριέχει τα παραπάνω συμφέροντα. Άρα οι δυο διαφορετικές προσεγγίσεις οδηγούν σε ένα διάλογο κωφών.
(iii) Μια δεύτερη κριτική θεωρεί την ΚΠ ως ένα χώρο που οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις ευνοούν αφού πολλές από τις ΜΚΟ προσφέρουν υπηρεσίες που το συνεχώς συρρικνούμενο κοινωνικό κράτος αδυνατεί να προσφέρει. Η απάντηση σε αυτή την κριτική είναι πως οι οικολογικά, ανθρωπιστικά και δημοκρατικά προσανατολισμένες ΜΚΟ δεν θέλουν τη συρρίκνωση αλλά την επέκταση του κοινωνικού κράτους. Από την άλλη μεριά θέλουν την άμβλυνση των συντεχνιακών χαρακτηριστικών του κομματικοκρατικού συστήματος. Θέλουν οι έλεγχοι των παθολογιών του να γίνονται από οργανισμούς/αρχές που βρίσκονται όχι εντός αλλά εκτός του συστήματος.
(iv) Μια τρίτη αντίρρηση στην έννοια της ΚΠ είναι πως οι θιασώτες της την βλέπουν ουτοπικά, σαν ένα χώρο που εμπεριέχει μόνο οργανώσεις με «καλούς», καθολικούς, ανθρωπιστικούς προσανατολισμούς. Η απάντηση σε αυτή την κριτική είναι πως στη σχετική βιβλιογραφία γίνεται η διάκριση μεταξύ της κανονιστικής προσέγγισης που θεωρεί την ΚΠ ως ένα στόχο/όραμα που πρέπει να πλησιάσουμε και της μη κανονιστικής προσέγγισης που εξετάζει την ΚΠ σαν έναν υπαρκτό χώρο που έχει και τη σκοτεινή πλευρά του - δηλαδή χώρο που εμπεριέχει και ΜΚΟ επιμεριστικού χαρακτήρα.
(v) Μια τελευταία κριτική τονίζει πως οι ανεξάρτητες από τα κόμματα αρχές (που κατά τη γνώμη μου εντάσσονται στο χώρο της ΚΠ ως τρίτου χώρου) ελέγχουν παράνομα τις δυσλειτουργίες του κράτους και της αγοράς αφού αυτοί που τις διευθύνουν δεν ψηφίζονται από το λαό. Οι ανεξάρτητες αρχές όμως όχι μόνο λογοδοτούν στη βουλή, αλλά όταν είναι πραγματικά ανεξάρτητες (πράγμα σπάνιο στη χώρα μας) λειτουργούν ως ανάχωμα στην εντεινόμενη κομματικοκρατία και την αγοροκρατία.
(vi) Η ΚΠ σαν ένας τρίτος πόλος μεταξύ κράτους και αγοράς δεν αποτελεί μαγική φόρμουλα, ικανή να λύσει όλα τα προβλήματα των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Αποτελεί όμως ένα χώρο ικανό να αμβλύνει τον αυταρχισμό και τη διαφθορά του κομματικοκρατικού συστήματος από τη μια μεριά και την ασυδοσία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού από την άλλη. Επιπλέον, σαν αναλυτική κατηγορία, ήδη από το 19ο αιώνα η έννοια της ΚΠ αποτελούσε - και εξακολουθεί να αποτελεί - ένα χρήσιμο εργαλείο στη μελέτη της συγκρότησης, αναπαραγωγής και μετασχηματισμού των δημοκρατικών θεσμών.

Δημοσιέυτηκε στο "The book's journal" (Mάρτιος 2014)

Ο δομημένος αντίλογος για τις ΜΚΟ

Άργησε λιγάκι - ακριβέστερα: άργησε πολύ έως αρκετά - αλλά ο δομημένος αντίλογος σχετικά με τις ΜΚΟ, που με μπρίο κατασυκοφαντούνται στα Μέσα Ενημέρωσης με αφορμή την υπόθεση του "Διεθνούς Κέντρου Αποναρκοθέτησης" επί ΓΑΠ/Ρόντου, της "Εργον Πολιτών" επι Ν.Δ., της "λίστας Κουτρουμάνη" κοκ., ήρθε στο προσκήνιο. Πάλι να διορθώσουμε: ήδη από την αρχή, είδαμε την Greenpeace ή την Action Aid να σηκώνουν το γάντι και να εξηγούν το αυτονόητο: "δεν είναι όλοι το ίδιο!". Όμως, με την ανακοίνωση της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοιχτή Κοινωνία, προς την οποία συμπαρατάχθηκε η Διεθνής Διαφάνεια - Ελλάς και άλλες οργανώσεις, έγινε μια πολύ πιο "κεντρική" παρέμβαση στο θέμα.
Ναι μεν καταγράφηκε η "αδικία για τον ρόλο και το έργο που επιτελούν οι ΜΚΟ" στο μέτρο που (α) υπάρχει 5ψήφιος αριθμός ΜΚΟ στην Ελλάδα που είναι αδιανόητο να δυσφημίζονται συλλήβδην, (β) πολλές απ' αυτές - και μικρές και μεγάλες - έχουν να δείξουν έργο, που μάλιστα έχει αναγνωρισθεί πολλαπλά, κυρίως όμως (γ) οι καταγγελίες του τελευταίου καιρού "αφορούν αποκλειστικά ΜΚΟ που έχουν λάβει ανεξέλεγκτη οικονομική ενίσχυση από το Κράτος".
Τι θα πει αυτό; Απλό: οι δημόσιες αρχές, προτού εκταμιεύουν κονδύλια απο την τσέπη των Ελλήνων φορολογούμενων ή πάλι από κοινοτικούς πόρους, θάπρεπε να βλέπουν αν οι ΜΚΟ τις οποίες χρηματοδοτούν τηρούν τις προδιαγραφές διαφάνειας και ελέγχου της "Διεθνούς Χάρτας Λογοδοσίας των ΜΚΟ" (ή, επειδή η εν λόγω Χάρτα συνεπάγεται βαρύ κόστος, άλλων παρεμφερών) Ήδη, πολλές ΜΚΟ εφαρμόζουν απο μόνες τους αυτού του είδους αυτοδέσμευση. Αμα λοιπόν το Κράτος θέλει να βάλει τάξη, ,έχει έτοιμο τον τρόπο! Αμα δεν βάλει ταξη, θα πει ότι δεν το θέλει, αυτό. Και ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματα του ως προς το "γιατί"...
¨Όμως, πέρα απ' αυτήν την ξεκάθαρη τοποθέτηση - απο μια πλευρά που, σημειωτέον, ακολουθεί την προσπάθεια οικοδόμησης μιας Κοινωνίας Πολιτών αντάξιας του όρου εδώ και πάνω απο 2 δεκαετίες... - είχαμε τον τελευταίο καιρό και μια ιδιαίτερα πυκνή δημόσια συζήτηση σχετικά με την όλη υπόθεση της κοινωνίας πολιτών. Υπερασπιστής της έννοιας και των λειτουργιών της προσήλθε - ιδίως απο στηλών του "ΒΗΜΑΤΟΣ" - ο Νίκος Μουζέλης, ο οποίος αναζητά στην έννοια αυτή τρόπους "εμπέδωσης της αυτονομίας του πολίτη σε μια σύγχρονη διαφοροποιημένη κοινωνία" βρίσκοντας εκεί προστασία "όχι μόνον από τον κρατικό, αλλά και από τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό αυταρχισμό". Λειτουργώντας η κοινωνία των πολιτών ως χώρος μεταξύ Κράτους και πολιτών, μεταξύ κυβερνώντων - και κυβερνωμένων, έρχεται να ενισχύσει την ποιότητα της δημοκρατίας, να βοηθήσει στην διάχυση πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων.
Αυτόν τον ρόλο, ρόλο συμπληρωματικό της δημόσιας δράσης αλλά και ελευθερωτικό της πρωτοβουλίας των πολιτών έρχονται να "σηκώσουν" οι ΜΚΟ στην πράξη. Το πρόβλημα - στο οποίο ο Νίκος Μουζέλης φιλικά συνηθίζει να απαντά ότι δεν πρέπει να μας κρύβει την βαθύτερη λειτουργία του φαινομένου - είναι ότι όταν βασική πηγή χρηματοδότησης των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών είναι το δημόσιο ταμείο, τότε όλες αυτές οι αναλύσεις οπισθοχωρούν. Μέχρι και χάνονται , σβήνουν. στην πρακτική της κομματικής, αν μη παρεοκρατικής επιβολής ή/και του αντίστοιχου βολέματος.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά - αυτός, στην "Εφημερίδα των Συντακτών" - να θεωρεί ότι "στις εμπορευματικές κοινωνίες, όπου όλα αγοράζονται και όλα πωλούνται, όπου υπάρχει "ζήτηση" θα εμφανισθεί και κάποια "προσφορά". Αυτό, κατά την αντίληψή του, εξηγεί την εμφάνιση παράδοξων, προσχηματικών (ή και ακόμη χειρότερων) υπηρεσιών απο πλευράς ΜΚΟ. Για τον Τσουκαλά, "αν κάποιες ανάγκες ήταν απαραίτητες, θα μπορούσαν να υπηρετούνται ευθέως απο δημόσιους μηχανισμούς [ενώ] ανατίθεται σε αυτόκλητους "ειδικούς" ιδιώτες. Έτσι, μετατοπίζεται καίρια η εσωτερικευμένη ιδεολογική διάκριση ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτική σφαίρα". Γι αυτόν, δηλαδή, μέσα από την άνθηση της κοινωνίας πολιτών "αίρεται το μονοπώλιο της κρατικής εξουσίας να κρίνει αυτόνομα και υπεύθυνα παρά του δέοντος γενέσθαι και να παρεμβαίνει ενεργά όπου χρειάζεται".
Έτσι, η συνεχής διεύρυνση των ορίων λειτουργίας των ΜΚΟ προκύπτει "το αναγκαίο στοιχείο της πολιτικοϊδεολογικής συγκυρίας της εποχής μας".
Και οι παρεκτροπές - όπως του τελευταίου καιρού - παύουν να είναι παρεκτροπές: είναι νομοτελειακή απόληξη.
Ετσι, παρουσιάζεται ο δομημένος αντίλογος για τις ΜΚΟ. Διαλέξτε!

Δημοσιεύτηκε στο Protagon.gr στις 11-3-2014

Πολεμώντας τον προηγούμενο πόλεμο

Δύο μέτωπα συγκέντρωναν όλες αυτές τις μέρες την προσοχή - και θα συνεχίσουν να την συγκεντρώνουν: οι κραδασμοί στο τραπεζικό σύστημα (με προκάλυμμα τα ανακοινωμένα αποτελέσματα των stress tests Προβόπουλου , τις κινήσεις των ίδιων των τραπεζών και την διαφωνία της Τρόικας/του ΔΝΤ) και η επιταχυνόμενη ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού (με την εσωτερική κατάρρευση/implosion ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, την προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του το μόρφωμα της "Ελιάς" μετά την προσάραξη των "58" και με τα πρώτα βήματα του "Ποταμιού"). Σαν φόντο και των δυο λειτουργεί, βέβαια, η συνεχιζόμενη/καλλιεργούμενη αβεβαιότητα σχετικά με τις κινήσεις της Τρόικας και τις εφεξής προθέσεις των "εταίρων" μας (=της Γερμανίας) έναντι όσων έχουν απομείνει στον δοκιμαστικό σωλήνα απο το πειραματόζωο "Ελλάδα".
Όμως θα μας επιτρέψει ο αναγνώστης να ξεκινήσουμε απο κάπου αλλού. Από την διαπίστωση ότι - γενικότερα - εμπεδώνεται η αίσθηση πως εκείνο που συμβαίνει είναι ότι πολεμούμε, ότι πολεμούν όλοι στην συγκυρία που διαμορφώνεται σήμερα τον ... προηγούμενο πόλεμο. Πολεμούν με αναλύσεις του προηγούμενου πολέμου, με όπλα του περασμένου πολέμου, με στόχους του προηγούμενου πολέμου. Σε επίρρωση αυτού του ισχυρισμού, αξίζει να δει κανείς ένα ιδιότυπο βιβλίο-σύνθεση της δημοσιογράφου Μαριάννας Τόλια: "Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα" .
Στο βιβλίο αυτό, τι έχει επιχειρηθεί; Μεταφέρονται - με εκλαϊκευτικό τρόπο - τα επιχειρήματα αναλυτών από απολύτως "ορθόδοξες" κατευθύνσεις, από την Banque de France, από την Asian Development Bank, από την Nordea Bank, από το ίδιο το Τμήμα Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΙMF: ό,τι το πιο κατεστημένο! Kαι δείχνεται πώς αμφισβητείται, εκ των έσω, το θεμελιώδες εκείνο στοιχείο στο οποίο στηρίχθηκε το Πρόγραμμα Προσαρμογής για την Ελλάδα, η άποψη δηλαδή ότι το κόστος παραγωγής/η χαμένη ανταγωνιστικότητα λόγω του μοναδιαίου κόστους εργασίας, ήταν και παραμένει - απλώς - λάθος. Μπορεί ο αναγνώστης να δει, βήμα-βήμα, πώς η ίδια η αρχιτεκτονική του ευρώ, της Ευρωζώνης οδηγούσε τις χώρες με παραγωγή που βρίσκεται σε χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο (Ελλάδα και Πορτογαλία δεν είναι παράλληλες με Ιταλία ή Ισπανία) σε νομοτελειακή προσάραξη, μπροστά π.χ. στις κινεζικές εξαγωγές, καθώς είχαν μπει στο ευρώ με υπερτιμημένη ισοτιμία που βαθμιαία "ξήλωσε" το δικό τους παραγωγικό μοντέλο. Και έχοντας ζήσει μιαν νομισματική πολιτική πεισματικά υπερτιμημένου νομίσματος στα χέρια της "γερμανικής" ΕΚΤ.
Η ιδεολογική μα και πρακτική mantra της εσωτερικής υποτίμησης που εκφωνείται από την Τρόικα αλλά και (πιο αιχμηρά/πολιτικά) από την 'Ανγεκλα Μέρκελ και τα διαγράμματά της, αλλά και η τρομακτική εμπειρία που έζησε η Κύπρος στα χέρια των "εταίρων" ως δοκιμαστικό του bail-in, έρχονται να αποκτήσουν την σωστή τους διάσταση.
Πρόσθετη ιδιορρυθμία, όμως, αυτού του βιβλίου είναι ό τι η συγγραφέας επιστράτευσε διαφοροποιημένες προσωπικότητες της δημόσιας σκηνής - από τον Στέφανο Μάνο μέχρι τον Γιάννη Τόλιο, απο τον Αλέκο Παπαδόπουλο μέχρι τον Πέτρο Λινάρδο-Ρυλμόν και τον Γιώργο Παπανικολάου - που ακριβώς φέρνουν τις διαφορετικές (έως και αντιδιαμετρικές) αναγνώσεις ους στο τι συμβαίνει και τι αυτό σημαίνει...

Προσχηματικότητες και δημιουργία
ναρκοπέδιου με τις τράπεζες
Τι εννοούμε; Ότι η εμμονή της "αγωγής" που προτείνει/επιβάλει το Πρόγραμμα Προσαρμογής, στο δίπολο της εσωτερικής υποτίμησης και της δημοσιονομικής διόρθωσης μέχρι τα όρια της αντοχής του συμπαθούς πειραματόζωου και λίγο παραπέρα, με την Κυπριακή προοπτική να βρίσκεται μάλιστα σε ορατό ορίζοντα (ή, πάντως, να μην αποκλείεται συνειδητά...), σημαίνει αγκύρωση στο χθες. Σε χθεσινές αναλύσεις και χθεσινές συνταγές. Και τούτο όταν το σήμερα είναι όλο και σαφέστερα "αλλού".
Πάμε όμως στις τράπεζες, και μάλιστα σε κάτι που θα φανεί εκ πρώτης όψεως επιδερμικό: τις συνθήκες λίγο - πολύ τεχνητής έντασης μέσα από τους χειρισμούς δημοσιότητας (και των δυο πλευρών: και Προβόπουλου/Στουρνάρα-Κυβέρνησης, αλλά και Τρόικας/ΔΝΤ, με όπλο τις διαρροές και τα μουρμουρητά...) υπό τις οποίες δόθηκαν στην δημοσιότητα τα αποτελέσματα των "τεστ αντοχής" δεύτερης εποχής για τις Ελληνικές τράπεζες.
Μια στιγμή, να ξαναδούμε πώς εμφανίστηκαν τα πράγματα επισήμως/κατά BlackRock Προβόπουλο. Σχεδόν στα 3 δις προέκυψαν οι ανάγκες για την Eurobank: εκείόμως η ουσία είναι η αμηχανία της συζήτησης για την πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση με αύξηση κεφαλαίου και ταυτόχρονη παραχώρηση του ελέγχου από το ΤΧΣ σε ιδιώτες, καθώς όλοι διστάζουν να δώσουν την νομοθετική κάλυψη για πώληση που θα αφήσει λογιστική ζημία στο ΤΧΣ. Στην Εθνική τελικά οι ανάγκες λίγο πάνω από τα 2 δις - με το πρόβλημα να προέρχεται κατά κύριο λόγο απο την Finans: εδώ νέα αντιστροφή! Δίνονται διαβεβαιώσεις ότι οι ανάγκες μπορούν να καλυφθούν, όμως το ζήτημα είναι πως θα υλοποιηθούν οι ενέργειες που να ρυθμίσουν εσωτερικά τις κεφαλαιακές αυτές ανάγκες, ιδίως μετά το "γλίστρημα" ακριβώς της Finans.
Στην με πολύ μικρότερες ανάγκες - στα 420 εκατομμύρια - Πειραιώς, ήδη το πράγμα δείχνει να αντιμετωπίζεται με την παραδοσιακή ορμητικότητα Σάλλα: προωθείται γενικότερη ρύθμιση της κεφαλαιακής της δομής, με ΑΜΚ έως 1,75 δις (με μερική παραίτηση των παλαιών μετόχων) και με έκδοση ομολογιακού 500 εκατ. που μάλιστα ανακοινώθηκε την ίδια στιγμή που "έκλεισε" η δημοσιοποόιηση των ευρημάτων Προβόπουλου/BlackRock. Για την Alpha, τα μεγέθη όχι σημαντικά - λίγο πάνω από τα 250 εκατομμύρια - αλλά και ταυτόχρονα ανακοίνωση σημαντικήw ΑΜΚ, στο 1,2 δις ευρώ. (Το προϊόν της ΑΜΚ εν πολλοίς θα πάει για εξαγορά των - ακριβών - προνομιούχων μετοχών της εποχής Αλογοσκούφη: 920 εκατ. για Alpha, 750 για Πειραιώς).
Πέρα, δε, απο τις συστημικές τράπεζες, "έπεσε το ταβάνι" κατά 400 εκατομμύρια και στην Τράπεζα Αττικής, των μηχανικών.
Το κλίμα έντασης που δημιουργήθηκε γύρω από τα stress tests (δηλαδή: γύρω από τις κεφαλαιακές ανάγκες. δηλαδή: γύρω από εχέγγυα σταθερότητας και εμπιστοσύνης του τραπεζικού συστήματος), με την Τρόικα/το ΔΝΤ να "ήρξατο χειρών αδίκων" δια των διαρροών για αμφισβήτηση της μεθοδολογίας Προβόπουλου, αλλά και με τους δικούς μας να σηκώνουν πρόθυμα το κλίμα αντιπαράθεσης με όμορφες διαρροές προσχηματικής "αντίστασης κατά της Τρόικας", βρήκε κάποια εκτόνωση. Πώς; Περισσότερο επειδή οι ίδιοι οι τραπεζίτες ξεκίνησαν τις δικές τους κινήσεις προς την αγορά - πηγαίνοντας έτσι να παρακάμψουν την στήριξη ΤΧΣ. Αλλά και οι Τροϊκανοί δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι το να στηθεί στην Ελλάδα/πειραματόζωο της δημοσιονομικής διόρθωσης και της εσωτερικής υποτίμησης ένα πρόσθετο σκηνικό που να θυμίζει Κύπρο, θα λειτουργούσε ως αυτοναρκοθέτηση της πορείας.
Όμως... τι μένει; Μένει εκείνη η υπόμνηση ότι "εντάξει αυτά τα stress tests Προβόπουλου/BlackRock , όμως η τελική εικόνα θα δοθεί προς τα τέλη του έτους, με την μεγάλη δοκιμασία που θα τρέξει διΕυρωπαϊκά η ΕΚΤ". Και, εδώ, οι Ελληνικές τράπεζες να πορεύονται με τα επισήμως μη-εξυπηρετούμενα δάνεια στο 31,5% (9μηνο του 2013), να κοιτάζουν όμως προς ένα αριθμό που γράφει "4" μπροστά. Ζαλιστικά πράγματα. Και ξέρετε το πιο σοβαρό; Ότι με τα διαδοχικά γυμνάσια των τεστ αντοχής, της "αποκάλυψης" της ποιότητας του χαρτοφυλακίου, της διαρκούς συζήτησης με τους ουλαμούς ελεγκτών Βρυξελλών, οι Ελληνικές τράπεζες.... κοντεύουν να ξεχάσουν πια την δουλειά τους. Που είναι να εκτιμούν πιστωτικούς κινδύνους, να δίνουν δάνεια, θυμάστε; Αυτό λειτουργεί ως το αληθινό ναρκοπέδιο.

Τι βρίσκεται (όχι "κρύβεται")
πίσω απο τις Γερμανικές κινήσεις
Μια επιτροχάδην ματιά, τώρα, στις Γερμανικές κινήσεις που συσσωρεύτηκαν την περασμένη βδομάδα. Ήταν κυρίως η επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου Joachim Gauck, με όλες τις συμβολικές κινήσεις αναγνώρισης της Γερμανικής ενοχής (από το Μουσείο της Ακρόπολης μέχρι τους Λυγκιάδες της Ηπείρου ή την Συναγωγή των Ιωαννίνων). Ήταν όμως, ακόμη περισσότερο, η αίσθηση ότι κάτω και πίσω απο την επίσημη/νομική άρνηση όποιας συζήτησης για το τρίπτυχο: Γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις - αποζημιώσεις έναντι ιδιωτών - Κατοχικό αναγκαστικό δάνειο, έχει τεθεί σε λειτουργία μια βαθμιαία επανατοποθέτηση.
Δεν ξέρουμε πότε και πώς, με ποια συγκυρία και με ποιες εξισορροπήσεις (ηθικό στοιχείο αναγνώρισης της Γερμανικής ενοχής απέναντι το υλικό της απαίτησης επανόρθωσης αφενός. "άνοιγμα" της Γερμανίας απο το παρελθόν απέναντι στην ανάγκη στήριξης της Ελλάδας του σήμερα), όμως "κάτι βράζει". Και η πεισματική επαναφορά της συζήτησης απο τον Μανώλη Γλέζο είναι φανερό, έχει αποκτήσει λειτουργικά περιεχόμενο. Κάτι βρίσκεται - όχι "κρύβεται" - πίσω απο τις τελευταίες Γερμανικές κινήσεις. Και, παραλειπόμενο: την ίδια ακριβώς στιγμή που ο πρόεδρος Gauck μιλούσε στο Μουσείο της Ακρόπολης, στο Ινστιτούτο Γκαίτε παρουσιαζόταν μελέτη με στήριξη του Ιδρύματος Rosa Luxemburg (!) σχετικά με τα προβλήματα της μετανάστευσης στην Ελλάδα...

Δημοσιεύτηκε στην Ναυτεμπορική στις 11-3-2014

Οι ευθύνες της σοσιαλδημοκρατικής παράταξης

Ομιλία στην Συνδιάσκεψη της Ελιάς (8 & 9 Μαρτίου)
Φίλες και φίλοι, επιτρέψτε μου μια διευκρίνιση πριν ξεκινήσω. Εδώ βρίσκομαι σαν ένας πολίτης. Σαν ένας πολίτης της κεντροαριστεράς. Η κεντροαριστερά δεν έχει πλέον ιδιοκτήτες. Ιδιοκτήτες είμαστε όλοι εμείς εδώ, είναι οι χιλιάδες πολίτες που είναι έξω από αυτή την αίθουσα που μας ακούνε καθημερινά και θα μας κρίνουν από εδώ και μπρος. Ιδιοκτήτης είναι ο ίδιος ο λαός και σε τελική ανάλυση αυτοί θα μας πούνε τι θα κάνουμε, οι πολίτες θα μας πούνε πώς θα πορευτούμε και πώς θα κινηθούμε.
Αυτό όμως που έχει σημασία σήμερα είναι να δούμε ως χώρα πέντε χρόνια μέσα στην κρίση και πλησιάζοντας προς την έξοδο από αυτή την κρίση, αν ρωτάμε τα σωστά ερωτήματα. Και πρώτο και κύριο, μια χώρα η οποία έχει απολέσει περίπου το ¼ του εθνικού της πλούτου, που έχει περίπου 1,5 εκατομμύριο ανέργους, που έχει περίπου 400.000 περίπου Έλληνες που έχουν φύγει στο εξωτερικό τα τελευταία έξι επτά χρόνια αναζητώντας διεξόδους έξω από αυτή τη χώρα την οποία τη μάστιζε και εν μέρει τη μαστίζει ακόμη ένα πελατειακό σύστημα το οποίο δεν διαπερνά μόνο το κράτος, διαπερνά και ένα στρεβλό ιδιωτικό τομέα, ο οποίος εναγκαλισμένος με το κράτος ανέπνεε –σε εισαγωγικά- λόγω της διαπλοκής και του εναγκαλισμού των κρατικών επιδοτήσεων.
Οι πολίτες επομένως και η ίδια η χώρα θα έπρεπε να αναρωτιέται τι χώρα θέλουμε να φτιάξουμε από εδώ και μπρος. Ποιο κράτος θέλουμε. Ποιο κοινωνικό κράτος θέλουμε. Τι θεσμούς πρέπει να έχουμε. Ποιο πολιτικό σύστημα μας αρμόζει. Ποια οικονομία και ποιος είναι ο ρόλος ο δικός μας, των πολιτών, της κοινωνίας των πολιτών.
Αυτά τα ερωτήματα δεν τίθενται στον καθημερινό πολιτικό διάλογο που τον διατρέχουν οι εντυπώσεις και οι εντυπωσιασμοί. Τον διατρέχει η ονοματολογία. Τον διατρέχουν συμπεριφορές οι οποίες δεν αρμόζουν στο δημόσιο συμφέρον.
Επομένως ας σκεφτούμε λίγο τι χώρα θα θέλαμε και εάν σε αυτή την αίθουσα δεν είχαμε μαζευτεί εμείς οι σοσιαλδημοκράτες, είχαν μαζευτεί οι φιλελεύθεροι και οι δεξιοί, αυτοί τι θα συζητούσαν άραγε σήμερα πέντε χρόνια μετά την κρίση; Προφανώς δεν θα συζητούσαν τα Ζάππεια, γιατί αυτά τα έχει φάει το χρονοντούλαπο της ιστορίας πλέον. Αλλά τι θα θέλανε να φτιάξουν; Ποια χώρα θα θέλανε να φτιάξουν;
Αν το δούμε ιδεολογικά και ας ξεκινήσουμε έτσι, θα θέλανε μια χώρα όπου θα κυριαρχούσαν οι δυνάμεις της αγοράς. Θα μας λέγανε ότι μόνο οι δυνάμεις της αγοράς μπορούν να παράξουν πλούτο και ότι όλα τα άλλα ο ρόλος του κράτους, το κοινωνικό κράτος, είναι πολύ δευτερεύοντα, δεν τα χρειαζόμαστε. Ας αφήσουμε επομένως την αγορά να αναπνεύσει. Κάποιοι λιγότερο νεοφιλελεύθεροι, λίγο πιο συντηρητικοί θα λέγανε, θέλουμε και λίγο κράτος να βοηθάει λίγο τους φτωχούς και κάπου να ρυθμίζει σε ένα βαθμό την αγορά, αλλά όχι πάρα πολύ.
Σε αυτό το χώρο το δεξιό φιλελεύθερο, υπάρχει και ο ακροδεξιός χώρος. Ο φοβικός. Αυτός που δεν ανέχεται τη διαφορετικότητα, δεν ανέχεται κάτι το οποίο το θεωρεί ξένο ως προς τις ελληνικές παραδόσεις. Ξεχνώντας βέβαια ότι οι ελληνικές πολιτικές κυρίως παραδόσεις, ήταν πάντα δημοκρατικές, ήταν πάντα αντιφασιστικές, ήταν πάντα αντιναζιστικές και δεν ήταν αυτό το οποίο εκφράζεται από ένα μόρφωμα το οποίο υποτίθεται υπερασπίζεται πατριωτικά συμφέροντα, ενώ στην ουσία είναι καθαρά αντιπατριωτικό, εάν δούμε την ειρηνική πολιτική ιστορία.
Κάπου εκεί έρχεται και η αριστερά, η οποία αποστρέφεται και δικαίως ως ένα βαθμό την οικονομία της αγοράς. Αλλά τι λύση δίνει στις αποτυχίες της οικονομίας της αγοράς; Την επιτυχία του κράτους. Εκεί το κράτος γίνεται παραγωγός, το κράτος απολαμβάνει όλες τις ευκαιρίες που υπάρχουν σε αυτή την κοινωνία. Αναπαράγεται το ίδιο μαζικά, γίνεται μεγάλο. Δημιουργεί τα πάντα και έτσι υποτίθεται ότι έτσι δημιουργεί συνθήκες ισότητας.
Νομίζουμε όμως φίλες και φίλοι, ότι και οι αγορές αποτυχαίνουν, παρότι δημιουργούν πλούτο. Δημιουργούν πλούτο ο οποίος είναι ανισομερώς κατανεμημένος. Στις περισσότερες κοινωνίες το 1%, 2%, 3%, 5% το πολύ των πολιτών έχει πάνω από το 50% ή 60% του πλούτου. Δημιουργεί επομένως η αγορά που ταυτόχρονα δημιουργεί πλούτο και καλά κάνει και τον δημιουργεί, τεράστιες ανισότητες. Αλλά οι ανισότητες δεν είναι μόνο οικονομικές, δεν είναι μόνο κοινωνικές, είναι και αναπτυξιακές και οικολογικές και ανισότητες στο περιβάλλον. Στο πώς σχεδιάζουμε την πόλη μας. Στο πώς ζούμε.
Είναι ευρύτερες ανισότητες τις οποίες ο καπιταλισμός και ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν. Το ίδιο το κράτος επίσης το μεγάλο δημιουργεί και αυτό αποτυχίες. Αποτυγχάνει και αυτό. Αφαιρεί πόρους από την πραγματική οικονομία. Ισοπεδώνει, γιατί η λογική του είναι ότι πρέπει μέσα στην κρατική λογική να είμαστε όλοι ίσιοι, να έχουμε όλοι τα ίδια αποτελέσματα.
Είναι όμως αυτή η λογική την οποία θα έπρεπε να ακολουθήσει μια χώρα, η οποία βγαίνει από την κρίση και αναζητά το δρόμο της; Μάλλον όχι. Ούτε η ισοπέδωση των αγορών, επομένως, ούτε η ισοπέδωση του κρατισμού.

Κάπου εκεί τώρα εμφανίζονται και κάποια νέα κόμματα. Εγώ θα τα έλεγα ποτ πουρί κόμματα. Τα οποία λένε μας αρέσει και το κράτος, μας αρέσει και ο φιλελευθερισμός της αγοράς, μας αρέσουν όλα. Γιατί μας αρέσει δεν μας λένε βέβαια και αν βέβαια σου αρέσουν όλα, αν δεν ξέρεις που πας, αν δεν ξέρεις τι θέλεις, όλοι οι δρόμοι θα σε οδηγήσουν κάπου και είσαι πάντα ασφαλής μέσα στο να μην ξέρεις τι θέλεις.
Εκεί κάπου έρχεται η σοσιαλδημοκρατία και εκεί έρχονται οι δικές μας ευθύνες. Έρχεται η σοσιαλδημοκρατία η οποία αναγνωρίζει την οικονομία της αγοράς, αναγνωρίζει ότι ο πλούτος δεν θα δημιουργηθεί από ένα μεγάλο κράτος, αναγνωρίζει όμως ότι οι ανισότητες που δημιουργεί η αγορά και οι οικονομικές και οι κοινωνικές και οι περιβαλλοντικές και οι ανισότητες ζωής, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από ένα κράτος το οποίο δεν θα δημιουργεί και αυτό ανισότητες, αλλά θα μειώνει αυτές τις ανισότητες μέσω, πρώτον, του ρυθμιστικού του ρόλου, δηλαδή λειτουργεί η αγορά με ένα τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε όλοι να είναι ισότιμοι. Όχι κάποιοι να βάζουν τρικλοποδιές στους άλλους, γιατί έχουν καλύτερες σχέσεις με το κράτος, γιατί έχουν μεγαλύτερες υπερεθνικές εξουσίες, γιατί τώρα το κεφάλαιο είναι διεθνές, αλλά παράλληλα το κράτος παρεμβαίνει ιδίως μέσω του κοινωνικού του ρόλου, μέσω των θεσμών της εκπαίδευσης, της παιδείας, της κοινωνικής προστασίας και της υγείας, για να δημιουργεί ίσες ευκαιρίες, όχι ίσα αποτελέσματα.
Δημιουργούμε ίσες ευκαιρίες, δίνουμε τη δυνατότητα στο παιδί του άνεργου από τη Νάουσα να ανταγωνιστεί το παιδί του βιομήχανου από την Κηφισιά. Αυτός είναι ο ρόλος ο δικός μας. Να δημιουργήσουμε καλά σχολεία, καλά νοσοκομεία, καλές υπηρεσίες γι' αυτούς οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση στα νοσοκομεία τα ιδιωτικά, ή στα σχολεία τα ιδιωτικά, αλλά καλά σχολεία, όχι απλώς μαζικά και προοδευτικά σχολεία. Ποιοτικά νοσοκομεία, όχι απλώς νοσοκομεία.
Και εκεί ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης γίνεται ακόμη πιο δύσκολος, γιατί είμαστε αντιμέτωποι με υπερεθνικούς θεσμούς που στη βάση τους αυτή τη στιγμή είναι νεοφιλελεύθεροι. Και ενώ η χώρα μας πέτυχε μια πολύ σημαντική νίκη, να είναι μέλος τώρα της ευρωπαϊκής οικογένειας, με κεντροαριστερή κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη και είμαστε μέλος μιας μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας η οποία προστατεύει τα εθνικά μας συμφέροντα, παράλληλα όμως αυτό το ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα δεν προχώρησε. Έμεινε στη νομισματική της μορφή και δημιούργησε νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις. Γιατί δημιούργησε νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις; Γιατί όταν απελευθερώνεις τις αγορές, απελευθερώνεις τη διακίνηση ανθρώπων, κεφαλαίων και υπηρεσιών, αυτό το οποίο θέλει ο καπιταλισμός στην ουσία για να λειτουργήσει υποτίθεται απρόσκοπτα, τότε δημιουργείς ανισότητες.
Υπάρχει μια συνταγματική ασυμμετρία μεταξύ του ευρωπαϊκού οικοδομήματος του νεοφιλελευθερισμού και το τι συμβαίνει στα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη έχουν κοινωνικό κράτος και ισχυρό ρυθμιστικό ρόλο, έτσι ώστε όπου μπορούν να διορθώνουν τις ανισορροπίες της αγοράς.
Στην Ευρώπη όμως έχουμε μόνο απελευθέρωση και κάποια μικρή ρύθμιση. Δεν υπάρχει κοινωνικό κράτος, δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή, δεν υπάρχει ευρωπαϊκός κοινοτικός προϋπολογισμός που να ισοσκελίζει και να αντισταθμίζει τις ανισότητες.
Και εδώ βρίσκεται ο δικός μας ρόλος, ο σύγχρονος ρόλος της κεντροαριστεράς να φτιάξουμε αυτό το ευρωπαϊκό εποικοδόμημα, αλλά και το παγκόσμιο ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο θα φέρει την κεντροαριστερά στο προσκήνιο, ρυθμίζοντας τις καθοριστικές λειτουργίες έτσι ώστε να είναι προς όφελος του πολίτη.
Τα έχει πει πάρα πολύ καλά και αναλυτικά πρόσφατα ο Νίκος Μουζέλης με τη συνεχή του αρθρογραφία στα θέματα αυτά, ότι μπορούμε να φτιάξουμε ένα νέο πλαίσιο που δεν θα είναι απαραίτητα νεοφιλελεύθερο. Ένας καπιταλισμός που θα είναι πιο υπεύθυνος και ένα κοινωνικό κράτος το οποίο θα προστατεύει όλους τους πολίτες και ιδίως αυτούς που το έχουν πραγματικά ανάγκη.
Φίλες και φίλοι, ποια θα πρέπει να είναι επομένως η μεταμνημονιακή Ελλάδα, η μεταμνημονιακή οικονομία, το μεταμνημονιακό κράτος; Εγώ επιτρέψτε μου πολύ σύντομα να γίνω λίγο συγκεκριμένος. Ας σκεφτούμε επομένως το τι σημαίνει αποτελεσματικό κράτος. Αποτελεσματικό κράτος σημαίνει ότι δεν το βρίσκεις μπροστά σου όταν θέλεις να επιχειρείς, δηλαδή όταν θέλεις να ανοίξεις μια επιχείρηση να σου βάζει δέκα τρικλοποδιές, και όταν το θέλεις πραγματικά, δηλαδή θέλεις ουσιαστικές υπηρεσίες παιδείας και υγείας, δεν το βρίσκεις μπροστά σου. Γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα.
Αποτελεσματικό κράτος ως ρυθμιστής σημαίνει ότι η αγορά ρυθμίζεται πραγματικά. Σημαίνει ότι έχεις μια Επιτροπή Ανταγωνισμού η οποία είναι ουσιαστική, που δεν επιτρέπει στα μονοπώλια και ολιγοπώλια τα οποία εμείς έχουμε δημιουργήσει ως κοινωνία, γιατί έτσι θεωρήσαμε ότι πρέπει να υπάρχουν να έχουν υπερκέρδη. Δεν επιτρέπεις σε συνθήκες κρίσης κλειστές ολιγοπωλιακές καταστάσεις από την ενέργεια, από τις τηλεπικοινωνίες, από ολόκληρους οικονομικούς τομείς δραστηριότητας, όπως οι μεταφορές, να υπάρχουν όχι κλειστά επαγγέλματα, γιατί η Ελλάδα δεν υποφέρει από το μικρό αριθμό επαγγελμάτων, έχουμε πολύ περισσότερους γιατρούς, δικηγόρους, φαρμακοποιούς, αρχιτέκτονες, ταξιτζήδες από ότι έχει οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο ανά 1.000 κατοίκους.

Αυτό από το οποίο υποφέρει η Ελλάδα είναι η κλειστή οικονομία και δεν έχει ρυθμιστικές αρχές οι οποίες να ρυθμίζουν αυτή την κλειστή οικονομία την οποία έχει έτσι ώστε είτε να την ανοίγουν όπου χρειάζεται να την ανοίγουν, είτε να ρυθμίζουν τα υπερκέρδη τα οποία συσσωρεύουν επιχειρήσεις, γιατί ακριβώς το κράτος τις προστατεύει.
Χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο φορολογικό σύστημα το οποίο όμως επιτρέψτε μου δεν θα πρέπει να το φτιάξει ο μηχανισμός του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος έχει αποδείξει χρόνια τώρα ότι δεν μπορεί να φτιάχνει φορολογικά συστήματα. Φτιάχνει δαιδαλώδεις φορολογικές νομοθεσίες, τις οποίες κανείς δεν τις κατανοεί και οι οποίες κυριαρχούνται από χιλιάδες εξαιρέσεις για χιλιάδες συμφέροντα.
Τέσσερις φορολογικές βάσεις με μια κατεύθυνση. Όποιος δημιουργεί έρευνα και ανάπτυξη στη χώρα, όποιος δημιουργεί θέσεις εργασίας πληρώνει λιγότερους φόρους ως επιχείρηση απ' όσους δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας, απ' όσους δεν δημιουργούν θέσεις ανάπτυξης. Δεν χρειάζεται δυσκολία εδώ πέρα.
Και παράλληλα ένας φορολογικός νόμος απόλυτα διαφανής. Εγώ θέλω να ξέρω τι κατά κεφαλήν εισόδημα πληρώνει στη Φιλοθέη, τι κατά κεφαλήν φόρο πληρώνουν στην Καστοριά, τι κατά κεφαλήν φόρο πληρώνουν στο Πέραμα και τι κατά κεφαλήν φόρο πληρώνουν στην Κηφισιά. Αλλά η διαφάνεια θα βοηθήσει αυτή την κοινωνία να έρθει στα ίσια της. Θα βοηθήσει κάποιους οι οποίοι διαμαρτύρονται για υψηλούς ή χαμηλούς φόρους να δούνε πού πραγματικά βρίσκονται οι ίδιοι και οι περιοχές στις οποίες ζούνε. Και το ίδιο να ισχύει και για κάθε επάγγελμα, για κάθε κοινωνικοοικονομική κατηγορία. Να δούμε δηλαδή τους φόρους που πληρώνουν οι γιατροί του ΕΣΥ σε σχέση με τους φόρους που πληρώνουν οι ελευθεροεπαγγελματίες γιατροί και δεν θα εκπλαγείτε εάν δείτε ότι οι γιατροί του ΕΣΥ πληρώνουν μεγαλύτερους φόρους απ' ό,τι πληρώνουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες γιατροί.
Επομένως ας βάλουμε μια φορολογική διαφάνεια παντού και το ίδιο να ισχύει και για τις επιχειρήσεις. Ένας ιστότοπος όπου όλες οι φορολογικές δηλώσεις των επιχειρήσεων είναι εκεί με το τζίρο τους, τα κέρδη τους και τις ζημιές τους. Και αν δεις επιχειρήσεις οι οποίες είναι στις ζημιές επί 20 χρόνια, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν αυτό σημαίνει ότι κάνουν δημιουργική λογιστική και ότι κρύβουν τα κέρδη τους. Και παράλληλα, εφόσον μιλάμε και για κοινωνία των πολιτών και εταιρική κοινωνική ευθύνη, στην ίδια ιστοσελίδα να μας λέει η κάθε εταιρεία τι κάνει και για μας όλους, για τους πολίτες. Τι βοηθά; Βοηθά να ανοίξουν νέα γηροκομεία; Βοηθά σχολεία; Βοηθά νοσοκομεία αυτή η εταιρεία; Βοηθά την κοινωνία των πολτών να αναπνεύσει;
Γιατί όταν προστατεύεις την οικονομική δραστηριότητα, θέλεις να πάρεις και πίσω κάτι σαν κοινωνία, όχι σαν κράτος, σαν κοινωνία. Και μιλώντας και για φορολογικό, αυτό σημαίνει ότι και οι ασφαλιστικές μας εισφορές δεν θα πρέπει να επιδοτούνται για να δημιουργούμε ανισότητες μέσω των ελαφρύνσεων που δίνει το ασφαλιστικό σύστημα σε συγκεκριμένες κοινωνικοικονομικές κατηγορίες. Συνδεδεμένο με αυτό είναι η δομή του κράτους σε σχέση με τις περιφέρειες. Εδώ θα πρέπει να δούμε το μικρότερο κράτος ως αποκεντρωμένο κράτος. Έχουμε 13 περιφέρειες. Εγώ δεν κατάλαβα γιατί έχουμε επτά αποκεντρωμένες διοικήσεις, έχουμε επτά περιφερειακά συστήματα υγείας και η υγεία είναι περίπου το 1/3 του προϋπολογισμού του κράτους μαζί με τα άλλα κοινωνικά επιδόματα και έχουμε 13 περιφέρειες με πάνω από 700 εκλεγμένους περιφερειακούς συμβούλους, σπάμε την Πελοπόννησο στα δύο, δεν το έχω καταλάβει, και για τη Στερεά Ελλάδα που εκεί έγινε και δεν οδηγούμαστε σε ένα περιφερειακό σύστημα πιο ισότιμο.
Δεν μπορεί να σταθεί μια χώρα αποκεντρωμένη όταν η Αθήνα και η Κεντρική Μακεδονία είναι τα 2/3 του πληθυσμού της χώρας. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερα μεγέθη με μικρότερα περιφερειακά κοινοβούλια, με περισσότερες αρμοδιότητες για τους περιφερειακούς συμβούλους, με περισσότερη αποκέντρωση πόρων και μέσω της φορολογίας, το οποίο βέβαια προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση. Εάν θέλουμε όμως πραγματικά αλλαγή του πολιτικού συστήματος, η ευθύνη θα πρέπει να μετατοπιστεί από το κράτος της Αθήνας στις περιφέρειες κοντά στον πολίτη και να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους και τοπικά. Δεν μπορούν να κατευθύνονται από την Αθήνα, αλλά αυτό δεν λύνεται με την πολυδιάσπαση, έχοντας 13 περιφέρειες χωρίς αρμοδιότητες και προσποιούμενοι ότι έτσι αλλάζουμε τη χώρα.
Πετύχαμε τη μαζικοποίηση στη δημόσια εκπαίδευση. Έχουμε μια προοδευτική δημόσια εκπαίδευση αλλά μπορεί να πει κανείς ότι έχουμε μια ποιοτική δημόσια εκπαίδευση και ποιοτικά πανεπιστήμια, όταν κάθε χρονιά 50.000 Έλληνες και Ελληνίδες πηγαίνουν στο εξωτερικό για να κάνουν μεταπτυχιακά. Όταν εμείς δεν προσελκύουμε ξένους φοιτητές και φοιτήτριες. Όταν είμαστε σε ένα από τα καλύτερα σημεία του κόσμου. Έχουμε τόσο μεγάλη επάρκεια σε ανθρώπινο δυναμικό, γιατί ένας στους τρεις Έλληνες έχει σπουδάσει σε καλά πανεπιστήμια και ενώ θα έπρεπε να έχουμε 150.000 ξένους φοιτητές στη χώρα μας και να είναι η Ελλάδα ένας χώρος προσέλκυσης και της διανόησης και της παραγωγής γνώσης, εμείς εξάγουμε ανθρώπινο δυναμικό προς το εξωτερικό και προσποιούμαστε ότι μας ενδιαφέρει η μαζικότητα και η προοδευτικότητα.
Τι να την κάνουμε τη μαζικότητα και την προοδευτικότητα όταν δεν έχουμε αποτέλεσμα.
Επομένως ναι στη μαζικότητα, ναι στην προοδευτικότητα, αλλά ναι και στο αποτέλεσμα. Και το ίδιο ισχύει για το σύστημα υγείας όπου δεν μπορούν να διατηρούνται πλέον 2.000 μαγαζάκια - κλινικές στο σύστημα υγείας και επειδή πρέπει να υπάρχουν 2.000 διευθυντές στο σύστημα υγείας. Επιτέλους ας αποκατασταθεί η ιεραρχία γιατί αυτό που πρέπει να κάνει το σύστημα υγείας είναι να έρθει κοντά στον πολίτη. Να έρθει κοντά σε εμάς. Όχι να εξυπηρετεί χιλιάδες μαγαζάκια εκεί μέσα.

Το ίδιο ισχύει και στο δημόσιο τομέα, όπου η αποκατάσταση της ιεραρχίας πρέπει να γίνεται με κριτήρια σοβαρά, πρέπει να γίνεται με κριτήρια ανταποδοτικά, πρέπει να γίνεται με κίνητρα και σίγουρα η ανάληψη των μεγάλων δημόσιων αξιωμάτων θα πρέπει να γίνεται από ένα σώμα που θα υπερβαίνει την κυβέρνηση με απόλυτη αξιοκρατία, το οποίο σημαίνει ότι δημόσιοι λειτουργοί οι οποίοι στείλανε ψεύτικα στοιχεία σε διεθνείς οργανισμούς, δεν μπορεί να ανταμείβονται με υψηλές θέσεις στον δημόσιο τομέα.
Η επιλογή από ανεξάρτητα σώματα θα πρέπει να ισχύει και για τη δικαιοσύνη συνολικά όπου η επιλογή από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και το Υπουργικό Συμβούλιο είναι αναχρονιστική και εδώ θα πρέπει να δούμε μια ανεξάρτητα δικαιοσύνη όπου οι επιλογές των ανώτατων δικαστικών θα προέρχονται από ένα ευρύτερο σώμα που θα υπερβαίνει την κυβέρνηση.
Και τελειώνω φίλες και φίλοι. Όλα αυτά για να γίνουν χρειάζεται ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα προφανώς. Χρειάζεται ένα Κοινοβούλιο που να λειτουργεί, χρειάζονται βουλευτές οι οποίοι δεν θα σηκώνουν απλά το χέρι τους, θα έχουν ουσιαστικό ελεγκτικό ρόλο, αλλά για να το κάνουν αυτό χρειάζεται ένας διαχωρισμός της εκτελεστικής από την νομοθετική εξουσία ουσιαστικός.
Και εδώ θα πρέπει να σκεφτούμε λίγο εάν πραγματικά αυτές οι δυο εξουσίες και το ασυμβίβαστο του υπουργού από την ιδιότητα του βουλευτή, θα είναι μια δική μας πρόταση που θα θέτει και συγκεκριμένα όρια θητείας, έτσι ώστε να μην αναπαράγονται τα γνωστά φαινόμενα του να λειτουργούν σε αλλεπάλληλους ρόλους οι ίδιοι άνθρωποι.
Θέλεις να γίνεις υπουργός παραιτήσου από βουλευτής. Δόξα τω Θεώ αυτή η χώρα έχει πάρα μα πάρα πολλούς ικανούς ανθρώπους και ας τους αξιοποιήσει επιτέλους. Αυτό το πολιτικό σύστημα πρέπει να εκδημοκρατιστεί και σίγουρα χρειάζεται ένα διαφορετικό εκλογικό νόμο που δεν θα δημιουργεί μεγάλες ανισότητες, όπως δημιουργεί ο παρόν εκλογικός νόμος.
Χρειάζεται διαφορετικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και χρειάζεται πρώτα και κύρια μια ισχυρή δημόσια τηλεόραση. Μια ισχυρή δημόσια τηλεόραση εξορθολογισμένη, όχι αφανισμένη με το να βάλουμε το μαύρο στις οθόνες, όχι με τέτοιου είδους αποφάσεις. Αλλά μια ισχυρή δημόσια τηλεόραση η οποία θα είναι πλουραλιστική, θα έχει όλες τις απόψεις και θα εκφέρει τον ορθό λόγο.

Φίλοι και φίλες οι πολίτες περιμένουν από εμάς να είμαστε ενωμένοι, να μη γκρινιάζουμε, να μη θέτουμε θέματα διαδικασίας συνέχεια, γιατί αυτό το οποίο έχει ταλαιπωρήσει το χώρο τα τελευταία χρόνια είναι να μιλάμε όλοι για την διαδικασία. Ο ένας μας φταίει, ο άλλος δεν μας αρέσει, ο άλλος είναι έτσι, ο τρίτος είναι αλλιώς.
Ας τα αφήσουμε αυτά και ας ανοίξουμε μια μεγάλη πολιτική συζήτηση. Οι πολίτες περιμένουν από εμάς να μη ρωτάμε πάντα το τι μπορεί να κάνει η παράταξη για μας, πού μπορεί να μας τοποθετήσει η παράταξη και πού μπορεί να μας πάει. Πρέπει να ρωτάμε συνέχεια και καθημερινά τι μπορεί να κάνει ο καθένας από εμάς για την παράταξη την ίδια.
Και με βάση αυτό, κάποιοι από εμάς και μέσα σε αυτούς βάζω πρώτα και κύρια τον εαυτό μου και νομίζω ότι το έχω δείξει με τη στάση μου το τελευταίο διάστημα, κάποιοι από εμάς πάμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω για να κάνουν κάποιοι άλλοι δύο βήματα μπροστά.
Οι πολίτες επομένως μας ζητάνε να προχωρήσουμε δυναμικά, μας ζητάνε να προχωρήσουμε ενωτικά, μας ζητάνε να ξαναφτιάξουμε το σπίτι μας και θα το φτιάξουμε.

Δημοσιεύτηκε στην Athensvoice.gr στις 9-3-2014

Ξαναδιαβάζοντας Γ. Προβόπουλο

Λοιπόν, είναι παρατηρημένο: όταν κανείς φεύγει/βρίσκεται σε φάση αποχώρησης/αποδρομής, τότε είναι που διατυπώνει με μεγαλύτερη ενάργεια τις ουσιαστικότερες σκέψεις του.
Όχι, δεν είναι η λογική του "δεν έχω πια να χάσω κάτι" που εξηγεί - μόνη αυτή - το φαινόμενο. Ούτε, βέβαια, το σεμνοπρεπές εκείνο περί συσσωρευμένης πείρας... Αλλά, να, η ολοκλήρωση μιας πορείας προφανώς σου φέρνει ένα είδος συναίσθησης ευθύνης "να τα έχεις πει". Που κάνει να παραμερίζονται τα ταμπού και οι αναστολές που - παραδοσιακά - συνοδεύουν όσους κατέχουν σημαντικές θέσεις (ή: παίζουν προβεβλημένους ρόλους) και, συνεπώς, η ολοκλήρωση αυτής της πορείας τους απομακρύνει από την καταξιωμένη πρακτική της συγκάλυψης, των γενικοτήτων, της πολιτικής ορθότητας....
Ο λόγος για τις παρατηρήσεις που συνόδευσαν την παρουσίαση της Έκθεσης του Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (μια σύσταση: κρατήστε την ολόκληρη, την Έκθεση για το 2013 - κάτι μας λέει ότι θάναι πολύτιμη σε λίγα χρόνια γιατί κάπου εδώ κοντά βρίσκεται το timeline, η τομή στον χρόνο για την Ελληνική οικονομία!) από τον - κατά την τυπική πορεία των πραγμάτων ευρισκόμενο στο τέλος της θητείας του - Γ. Προβόπουλο. Βέβαια, είναι τόσο έντονο το στοιχείο αβεβαιότητας στην Ελληνική δημόσια σκηνή , ώστε κανείς δεν μπορεί να έχει την βεβαιότητα ότι τον Προβόπουλο δεν θα καταλήξει να διαδεχθεί ο Προβόπουλος. Ο οποίος ούτως ή άλλως ολοκληρώνει την πιο πολυκύμαντη θητεία Διοικητή μετά απ' εκείνες του Ξ. Ζολώτα (όχι δε όσες θυμόμαστε οι τωρινοί, αλλά τις αμέσως μεταπολεμικές, της Συνδιοίκησης με Βαρβαρέσο κοκ).
Πάντως και πιο προβλεπτής πλεύσεως θητείες έχουν επαληθεύσει την αρχή ότι προς το τέλος λέγονται τα σημαντικά: αν πάει κανείς στην έξοδο Ν. Γκαργκάνα, το 2007-8, αυτό βλέπει. ακόμη περισσότερο, οι δυο τελευταίες Εκθέσεις Λ. Παπαδήμου - με την Ελλάδα πλέον δρομολογημένη στην Ευρωζώνη και προτού ο ίδιος κάνει την αποχώρησή του προς Φρανκφούρτη - είχαν "ανεβάσει" με τραγικά προφητικό τρόπο ζητήματα όπως της απόλυτης ανάγκης εξασφάλισης όρων ανταγωνιστικότητας της οικονομίας (και μάλιστα πηγαίνοντας σε βάθος, όπως π.χ. στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ή ακόμη και της Παιδείας...), ή πάλι της μη-χαλάρωσης στο δημοσιονομικό μέτωπο (με προβλεπτή ήδη την παγίδα του ανέμελου δανεισμού, λόγω προσέγγισης σε "επιτόκια Ευρωζώνης"...).

Όταν τα τραπεζικά προβλήματα
συναντούν την ανεργία...
Πάμε τώρα όμως στην ουσία της παρέμβασης Προβόπουλου - ή, μάλλον, εκεί όπου οδηγεί η κατάθεσή του με βάση την ουσία. Πρώτα, κοντά στην πραγματική αρμοδιότητα/τεχνογνωσία της Κεντρικής Τράπεζας, του κεντρικού τραπεζίτη που μόλις είχε "αρπαχτεί" με την Τρόικα για τα stress tests των συστημικών τραπεζών, για το μέλλον των NPLs και της μετάφρασής τους σε αυριανή ισορροπία, της χρήσης πόρων ΤΧΣ για "συμπλήρωμα ανακεφαλαιοποίησης". Τίποτε το αληθινά άγνωστο στο ότι - με οριστικά στοιχεία 9μήνου της ΤεΕ - τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είχαν φθάσει το 31,2% ( στα καταναλωτικά, 45,8% το αντίστοιχο νούμερο!). Όμως, να, η κωδικοποίηση του ότι μέσα σε μια 5ετία και μόνο (δηλαδή: από την αρχή της κρίσης έως τώρα...) έχουμε 6πλασιασμό των NPLs, με το 5% του τότε να θεωρείται... πρόβλημα στην εποχή του, όσο και νάναι σοκάρει. Αν δεν σοκάρει, θα πει ότι είμαστε εγκατεστημένοι σε μιθριδατισμό.
Όμως το αληθινά ενδιαφέρον με την κατάθεση Προβόπουλου ήταν άλλο: ότι η Τράπεζα της Ελλάδος επισήμως θεωρεί πως στην ρίζα του ραγδαίου "κοκκινίσματος" των δανείων (όχι δε μόνον των επιχειρηματικών) δεν βρίσκεται μόνον η ύφεση (και η ανεργία, και η διάλυση της απασχόλησης, ευρύτερα, σε ότι αφορά τα νοικοκυριά), αλλά και η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης. Επίσης ενδιαφέρον - proactive, εδώ - το ότι η ΤτΕ έσπευσε όπως απεδείχθη να προκαταλάβει... την Τρόικα, πώς; Ζητώντας συστηματικότερη προσπάθεια διευθέτησης και ρύθμισης των δανείων που αγκομαχούν από πλευράς των Τραπεζών.
Σε λιγότερο κλασικό ρόλο, τώρα, ο Διοικητής της ΤτΕ έδωσε έμφαση στην κατάσταση της απασχόλησης/της ανεργίας. Εδώ, το γεγονός ότι από την πλευρά αυτή τονίστηκε με έμφαση ότι μέσα σε μια 4ετία και μόνο οι απώλειες θέσεων εργασίας ξεπέρασαν στην μικρή Ελλάδα τα 900.000 άτομα - αλλά και ότι αντίστοιχα το ποσοστό απασχόλησης του ενεργού εργατικού δυναμικού είχε πέσει στο 53,3% χάνοντας πάνω από 10 μονάδες (με στόχο, υπενθυμίζεται 70%, έναντι δε 75% για την Ευρώπη...) επίσης θάπρεπε να εντυπωσιάζει. Ακόμη πιο επιμελημένα, ο Διοικητής καταπιάστηκε και με την απογείωση των άτυπων μορφών απασχόλησης, δηλαδή την θρυμματοποίηση της αγοράς εργασίας, καθώς π.χ. η μερική απασχόληση από 7,7% πέρασε σε 12,9% , κάτω από την πίεση για αλλαγή μορφών απασχόλησης (αλλά και την "μετανάστευση" εργαζόμενων σε τομείς όπως το λιανικό εμπόριο, όπου παρόμοιες μορφές απασχόλησης ανθούν). Μάλιστα, πήρε τον κόπο η ΤτΕ να μας εξηγήσει ότι η άλλη μορφή απασχόλησης - των συμβάσεων ορισμένου χρόνου - δεν προχώρησε, γιατί; Διότι... η νομοθετική προστασία σε επίπεδο αποζημιώσεων την έχει πνίξει.
Και στους δυο αυτούς τομείς - κατάσταση της αγοράς πιστώσεων και κατάσταση της αγοράς εργασίας - η αποτίμηση των προοπτικών μέλλοντος από πλευράς Προβόπουλου ήταν εκείνο που λέμε "εξαιρετικά συγκρατημένη". Οι δυνατότητες πιστωτικής επέκτασης τού φαίνονται για το 2014 εξαιρετικά συγκρατημένες, καθώς οι καταθέσεις συνεχίζουν να φθίνουν, αλλά και οι τσουρουφλισμένες από τα καθυστερούμενα δάνεια τράπεζες παραμένουν διστακτικές (πλην όμως και η ίδια η καθοδήγηση της ΤτΕ είναι να υπάρχει αυστηρή κρίση των τραπεζών σχετικά με την βιωσιμότητα των προς χρηματοδότηση επιχειρήσεων). Και τούτο, πέρα από το ότι η εξάρτηση από την ΕΚΤ για άντληση ρευστότητας παραμένει άβολα υψηλή. Στο δε μέτωπο της ανεργίας, μόνον "ελαφρά άνοδο" της απασχόλησης - μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων - προσδοκά για το 2014 η ΤτΕ.

... αλλά τα πολιτικά συμπεράσματα
παραμένουν ακριβώς αυτό: πολιτικά
Βέβαια, και με τα δυο αυτά μέτωπα διαπιστώσεων κατατεθειμένα, ο Γ. Προβόπουλος φρόντισε να μην αποστεί από την επίσημη γραμμή περί ανάκαμψης το 2014 ("ισχυροποιούνται οι πιθανότητες το 2013 να είναι ο τελευταίος χρόνος της ύφεσης").
Προδήλως, προσέρχεται η Τράπεζα της Ελλάδος στην νέα ορθοδοξία περί jobless/creditless growth, που αρχίζει να ριζώνει διεθνώς "αδειάζοντας" την ίδια την έννοια ανάπτυξη (προς μια τζούφια μεγέθυνση: άλλη συζήτηση αυτή). Όμως και πάλι - αν και ευρισκόμενος στο τέλος της θητείας κλπ. - μερίμνησε ώστε την πρόγνωση του αυτή να την συνδυάσει με δύο προαπαιτούμενα. Το ένα απόλυτα αναμενόμενο: συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής προκειμένου να αποδειχθεί διατηρήσιμο κλπ. το διαβόητο πρωτογενές πλεόνασμα. Το άλλο πιο "πολιτικό": απαιτείται "αποσόβηση ή ίσως ελαχιστοποίηση των κινδύνων από επιδείνωση του κοινωνικοπολιτικού κλίματος", όπως αυτό βρίσκεται μπροστά μας λόγω της αντιπαραθετικής ατμόσφαιρας και της πόλωσης ενόψει εκλογών.
Με το διπλό αυτό προαπαιτούμενο, ο Διοικητής βγαίνει από την επικίνδυνη αυτοπαγίδευση στην οποία θα μπορούσε να έχει περιπέσει, πώς; Μα, ακριβώς κηρύσσοντας την αισιοδοξία και στο μέτωπο των πιστωτικών εξελίξεων και σε εκείνο της απασχόλησης, την στιγμή που βλέπει (και μας δείχνει...) τον ρυθμό με τον οποίο ογκώνονται τα προβλήματα. Η ΤτΕ, είναι αλήθεια, δεν τα πήγε καλά τα τελευταία χρόνια στο να προβλέψει την απογείωση της ανεργίας - και την καταβαράθρωση της παραγωγής, άλλωστε. Όμως , και απέναντι στο "κοκκίνισμα" των τραπεζικών χαρτοφυλακίων (που αυτή είναι η δουλειά της, διάβολε!) θάταν άγαρμπο να μην έχει "χτίσει" μιαν προκαταβολική εξήγηση άμα μέσα στο 2014 δούμε τα NPLs να τραβούν προς το 40%...
Ασφαλώς και είναι πολιτικές οι τοποθετήσεις κάθε κεντρικού τραπεζίτη. Ιδίως κάθε κεντρικού τραπεζίτη σε οικονομικό χώρο (και χώρα...) που περιήλθε σε ακραία κρίση. Ο Γ. Προβόπουλος ήταν άλλωστε ο πρώτος μετά Ζολώτα/Βαρβαρέσο που έζησε στην Ελλάδα χρεοκοπία, και μάλιστα σ' ένα περιβάλλον όπου και ο υπαινιγμός της λέξης αποτελεί ταμπού.
Άλλωστε, η διαδρομή του - από το Πρόγραμμα της ΝΔ πρώιμα υπό Τίμο Χριστοδούλου και αργότερα υπό Γιώργο Σουφλιά, πέρα δηλαδή από την προεδρία του ΣΟΕ - δεν γίνεται να μην του υπήρξε διδακτική πολιτικά. Οπότε, όταν βρέθηκε με ηλεκτροφόρο καλώδιο στα χέρια του τότε που έβλεπε και ενημέρωνε (όσο και όπως, το 2009) πού πορευόταν το έλλειμμα, ή πάλι όταν χειρίσθηκε τα επεισόδια χάους στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μετά το "κούρεμα" των ομολόγων, έτσι κινήθηκε: πολιτικά. Παρόμοια και τώρα, στην ώρα των απολογισμών και προοπτικών.

Δημοσιεύτηκε στην Ναυτεμπορική στις 5/3/2014

Η φτώχεια της αντιμνημονιακής υστερίας

Ο κ. Καρυπίδης με τις πάγιες εθνικιστικές, αντισημιτικές και συνωμοσιολογικές απόψεις επιλέχθηκε από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ επειδή είχε ασυναγώνιστες αντιμνημονιακές περγαμηνές. Ο Οδυσσέας Βουδούρης, με αξιόλογη διαδρομή στους Γιατρούς χωρίς Σύνορα, απορρίπτεται από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ γιατί η αντιμνημονιακότητά του, την οποία ο ίδιος σε κάθε ευκαιρία διακηρύσσει, δεν θεωρείται αρκετά έξαλλη. Βαρύνεται βέβαια με το αμάρτημα ότι, ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, είχε κάνει το καθήκον του να ψηφίσει το Μνημόνιο για να μη χρεοκοπήσει άτακτα η χώρα. Η συνεπής προσήλωση στην ανοησία προφανώς θεωρείται μεγαλύτερο προσόν από την έστω ασυνεχή εκδήλωση ευθυκρισίας. Ορθώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απαλλάχθηκε από τον κ. Καρυπίδη και επιμένει στον κ. Βουδούρη. Ομως το τέρας της αντιμνημονιακής υστερίας ο ΣΥΡΙΖΑ το εξέθρεψε. Κάποια στιγμή το τέρας μεγαλώνει τόσο που καταπίνει τον αφέντη του.
Ο αρχηγός των ΑΝΕΛ, επίσης προϊόν του αντιμνημονιακού λαϊκισμού, έχει τα υψηλότερα ποσοστά αποδοχής μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Το κοινό μίσος προς το Μνημόνιο είναι τέτοιο που έχει καταστήσει τους ΑΝΕΛ το συγγενέστερο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο κόμματα μοιράζονται και κάτι ακόμα: με εξαίρεση τη Χ.Α. και το ΚΚΕ, διαθέτουν το μεγαλύτερο ποσοστό δυνητικών υποστηρικτών της επιστροφής στη δραχμή – οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι 50-50. Ομως στην πολιτική πολλές φορές οι ιδεολογικές συγγένειες προσδιορίζουν και εγκλωβίζουν. Τι περιθώρια προσαρμογής στην πραγματικότητα και τήρησης των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων θα είχε ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν αναλάμβανε ποτέ την εξουσία, με τέτοιους ψηφοφόρους και με τέτοιους φίλους;
Στην αντίπερα όχθη, οι πολιτικοί της λαϊκής δεξιάς συντηρούν καριέρες ποτίζοντάς τες κι εκείνοι με αντιμνημονιακή ρητορεία. Ο κ. Νικήτας Κακλαμάνης διεκδικεί ξανά τη δημαρχία με κύριες παρακαταθήκες ένα γενναίο έλλειμμα στον Δήμο Αθηναίων και μια θηριώδη εκτίναξη φαρμακευτικών δαπανών στην Υγεία, που η κοινωνία πληρώνει με βαριές θυσίες. Βασικό του προσόν, ο ανταρτοπόλεμος στη Βουλή και οι επιθέσεις του προς τον Γιάννη Στουρνάρα, έναν από τους λίγους υπουργούς που κάνουν με αφοσίωση τη δουλειά τους.
Το Μνημόνιο δεν δημιούργησε μόνο μια νέα γενιά δωρεάν αντιστασιακών, αλλά έκαψε και όσους το άγγιξαν. Ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου συγκεντρώνει το μίσος πολλών επειδή «μας έβαλε στο Μνημόνιο», λες και υπήρχε εναλλακτική επιλογή. Οι απαιτήσεις μιας τέτοιας κρίσης ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητές του, όπως πιθανόν και κάθε άλλου ηγέτη. Ομως η αντιμετώπισή του έχει προσλάβει χαρακτηριστικά δημόσιου λιντσαρίσματος. Δεν δημιούργησε εκείνος τα 24 δισ. πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, που οδήγησαν στην πιο εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή που έγινε ποτέ στον Δυτικό κόσμο – εφόσον κανείς πιστωτής δεν δεχόταν να χρηματοδοτεί τη δική μας φοροδιαφυγή και σπατάλη. Ούτε παρήγαγε εκείνος το 15% άνοιγμα εξωτερικού ισοζυγίου, που συρρικνώθηκε με την πιο επώδυνη ύφεση της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Αργά, βασανιστικά, η Ελλάδα βγαίνει από την κόλαση των τελευταίων ετών. Γύρω μας απλώνονται οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Μια γενιά ανθρώπων έχει καεί στη μακροχρόνια ανεργία, εκατοντάδες χιλιάδες ζουν σε συνθήκες νέας φτώχειας ή βλέπουν τη μετανάστευση ως μόνη ελπίδα. Το πολιτικό σύστημα αντί να αναρριπίζει τα πάθη, να καλλιεργεί κλίμα εμφυλίου και να κατασκευάζει ενόχους, οφείλει να αναδείξει με αυτογνωσία το πρόβλημα και να εργαστεί με αυταπάρνηση για την εθνική ανασυγκρότηση. Και, κατά μεγάλο μέρος, να πάει σπίτι του.
Η τελευταία έκθεση του Bruegel υπενθυμίζει τις αιτίες αποτυχιών του Μνημονίου στην Ελλάδα. Ηταν η τεράστια απόσταση πολλαπλής προσαρμογής που έπρεπε να διανυθεί, σε περιορισμένο χρόνο, επιτείνοντας το υφεσιακό σοκ. Ηταν η θεμελιώδης αντινομία του προγράμματος: η αποκατάσταση εξωτερικής ανταγωνιστικότητας απαιτούσε εσωτερική υποτίμηση, που όμως επιδείνωνε το χρέος. Ηταν το δυσμενές περιβάλλον στην Ευρώπη και οι συνεχείς κραυγές για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Ηταν η αναβλητικότητα και οι καθυστερήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων και των Ευρωπαίων εταίρων. Ηταν τα διαρκή προβλήματα υλοποίησης, η χαοτική δυσλειτουργία του κράτους. Ηταν οι συνεχείς αντιστάσεις πολιτικών παραγόντων και συμφερόντων, και η λαϊκιστική αντιπολίτευση.
Το Μνημόνιο ήταν η mission impossible εκείνων που τους έλαχε ο κλήρος να αποτρέψουν την καταστροφική χρεοκοπία της χώρας. Εάν αποτύγχαναν, θα έφευγαν με ελικόπτερο. Εάν κατόρθωναν να την αποτρέψουν, κανείς δεν θα τους συγχωρούσε ότι έσπειραν πίσω τους λιτότητα, ανεργία και δυστυχία.
Η κρίση και το Μνημόνιο δημιούργησαν επίσης ένα νέο είδος πολιτικού άνδρα: τον εξαφανισμένο πολιτικό. Αν τα πράγματα είναι δύσκολα, μην προσπαθήσεις καν να εμπλακείς, βγες από το κάδρο. Αλλιώς ο κόσμος θα σε συνδέει μονίμως με τα δυσάρεστα – ακόμη και αν ήσουν εκείνος που πάλευε να γυρίσει το κολλημένο τιμόνι στο χωρίς φρένα λεωφορείο που κυλούσε με διακόσια προς τον γκρεμό. Αν πάλι τα πράγματα πάνε καλά, στριμώξου να χωθείς στη φωτογραφία. Αν ήσουν από κείνους που μοίραζαν λεφτά το 2006 ή κραύγαζαν οργισμένα εναντίον των μεταρρυθμίσεων το 2001 ή το 2010, τότε ακόμα καλύτερα: οι ψηφοφόροι θα σε βλέπουν με τρυφερότητα για τις καλές εποχές που τους θυμίζεις. Ίσως ακόμα και να σε ψηφίσουν.

Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 23/2/2014

Η κοινωνία πολιτών και οι επικριτές της

Η κοινωνία πολιτών είναι μια έννοια που παίζει κεντρικό ρόλο σήμερα και στο επίπεδο του θεωρητικού λόγου και σε αυτό της πολιτικής πρακτικής. Και στα δύο επίπεδα υπάρχουν και υποστηρικτές και επικριτές. Αυτό που συνήθως κάνει τη διαμάχη πάνω σε αυτή την έννοια μη παραγωγική είναι πως δεν λαμβάνεται υπόψη πως ο όρος κοινωνία πολιτών (ΚΠ), όπως όλοι οι βασικοί όροι στις κοινωνικές επιστήμες, είναι πολυσημικός. Δηλαδή έχει διαφορετικό νόημα ανάλογα με το πλαίσιο προβληματισμών και των διαμαχών με τις οποίες συνδέεται. Αν το πλαίσιο και οι διάφορες εννοιολογήσεις που απορρέουν απ' αυτό αγνοηθούν τότε η ΚΠ μετατρέπεται σε «ουσία» που παραμένει αμετάβλητη ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, ανεξαρτήτως του πώς χρησιμοιείται για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων. Σ' αυτή την περίπτωση έχουμε «διάλογο κωφών», ένα διάλογο όπου ο ένας δεν καταλαβαίνει ή καταλαβαίνει λάθος τί λέει ο άλλος.

Α) ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ

1) Κοινωνία πολιτών ως ο χώρος που προσδιορίζει την κρατική εξουσία

Αυτή την εννοιολόγηση του όρου την συναντούμε στον Μαρξ. Κατ' αυτόν σε ένα καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό υπάρχει μια βασική διαχωριστική γραμμή μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών (Civil Society). Ο κρατικός μηχανισμός καθορίζεται από την οικονομική βάση. Άρα στο χώρο της ΚΠ εντάσσονται τα «συμφέροντα», κυρίως αυτά της άρχουσας τάξης, της τάξης που ελέγχει τα μέσα παραγωγής. Βασικά το κράτος είναι εργαλείο της. Από αυτή την άποψη είναι εξ ορισμού το κράτος που είναι πάντα καχεκτικό, ενώ η ΚΠ είναι παντοδύναμη. Αυτή όμως η διχοτομική εννοιολόγηση της ΚΠ δεν μας βοηθάει να εξετάσουμε εμπειρικά τη σχέση κράτους-ΚΠ. Δεν μας βοηθάει για παράδειγμα να ερευνήσουμε πώς εξελίσσεται η σχέση μεταξύ αυτών που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και αυτών που ελέγχουν τα μέσα κυριαρχίας. Αφού σε κάθε καπιταλιστικό σχηματισμό το κράτος είναι πάντα «επιφαινόμενο» . Η γκραμσιανή παραλλαγή της μαρξιστικής θέσης αμβλύνει κάπως το ντετερμινισμό μεταξύ «οικονομικής βάσης» και κράτους. Δίνει μεγαλύτερη αυτονομία στο πολιτικό και ιδεολογικό χώρο. Από την άλλη μεριά όμως διατηρεί τη διάκριση κράτος-κοινωνία. Με αυτό τον τρόπο όμως η ΚΠ μετατρέπεται σε μια έννοια τόσο ευρεία που καλύπτει όλο το χώρο μεταξύ κράτους και οικογένειας. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια έννοια «σεντόνι», αφού αναφέρεται σε ένα χώρο που εμπεριέχει από ΜΚΟ μέχρι οργανωμένα συμφέροντα βιομηχάνων, γιατρών, δικηγόρων, φαρμακοποιών κτλ. (βλ. μέρος Β, τμήμα 2).

2) Κοινωνία πολιτών ως ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων

Ένας δεύτερος ορισμός που περιορίζει κάπως την ασάφεια του πρώτου είναι να δούμε την κοινωνία των πολιτών στο πολιτικό κυρίως επίπεδο ως ένα χώρο μεταξύ κράτους και πολιτών, μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Ο χώρος αυτός αποτελείται από «ενδιάμεσα στρώματα» ή οργανώσεις που και προστατεύουν τους πολίτες από τον κρατικό αυταρχισμό και, από την άλλη μεριά, προστατεύουν τις πολιτικές ηγεσίες από τις εκ των κάτω προερχόμενες λαϊκιστικές πιέσεις. Για τον Kornhauser , ο οποίος συνεχίζει την παράδοση του Montesquieu και του De Tocqueville, σε μια απόλυτα μαζικοποιημένη πολιτεία (δηλαδή, σε μια πολιτεία που δεν έχει ισχυρά ενδιάμεσα στρώματα) οι μεν πολίτες δεν μπορούν να προστατευθούν από την κρατική χειραγώγηση - από την άλλη μεριά, οι κυβερνώντες δεν έχουν τα μέσα να αντισταθούν σε καταστροφικές για τη χώρα λαϊκιστικές πιέσεις. Για να κάνω το τελευταίο πιο συγκεκριμένο, ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου μας υπέκυψαν σε λαϊκιστικές πιέσεις σε ό,τι αφορά το σκοπιανό πρόβλημα δείχνει μια αδύνατη ΚΠ. Δείχνει την έλλειψη αυτόνομων ενδιάμεσων στρωμάτων ικανών να επιβάλουν την κοινή λογική στο δημόσιο χώρο, ικανών δηλαδή να υποχρεώσουν τους κυβερνώντες να βάλουν το γενικό συμφέρον της χώρας πάνω από τα στενά ψηφοθηρικά συμφέροντά τους.
Άρα εδώ το κράτος είναι και ισχυρό και αδύνατο. Είναι ισχυρό όταν δεν βρίσκει αντίσταση από τα ενδιάμεσα στρώματα (δηλαδή την ΚΠ). Τότε, μέσω της δημόσιας διοίκησης και των κομματικών μηχανισμών διεισδύει και κομματικοποιεί όλους τους θεσμικούς χώρους. Καταργεί δηλαδή την αυτονομία τους, τις ιδιαίτερες λογικές και αξίες τους. Από τις επαγγελματικές οργανώσεις μέχρι το πανεπιστήμιο και την παιδεία πιο γενικά η κομματικοκρατία διαμορφώνει νοοτροπίες και πρακτικές. Από την άλλη μεριά όμως το κράτος είναι και αδύνατο όταν οι πολιτικές ελίτ που το ελέγχουν, λόγω της έλλειψης ισχυρών ενδιάμεσων στρωμάτων, δεν είναι ικανές να αντισταθούν σε λαϊκιστικές πιέσεις από τη βάση. Άρα σε τελική ανάλυση μια ισχυρή κοινωνία πολιτών είναι και ανάχωμα στον κρατικό αυταρχισμό και συγχρόνως δίνει τη δυνατότητα στις πολιτικές ελίτ να αντιστέκονται αποτελεσματικά σε λαϊκιστικά αιτήματα που συχνά οδηγούν σε αρνητικά για τους κυβερνώμενους αποτελέσματα. Από αυτή τη σκοπιά και από την πλευρά του αναχώματος στον αυταρχισμό και από αυτή της προστασίας των κυβερνώντων από λαϊκιστικές πιέσεις, η ΚΠ ενδυναμώνει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

3) Κοινωνία πολιτών ως ενδιάμεσος χώρος μεταξύ κράτους και αγοράς

Κατ' αυτή την άποψη δεν μπορούμε να εξετάσουμε την ισχύ της ΚΠ περιορίζοντας την ανάλυση στον πολιτικό χώρο - δηλαδή στη σχέση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Πρέπει επίσης να δούμε πώς η ΚΠ συνδέεται όχι μόνο με το κομματικοκρατικό σύστημα αλλά και με την αγορά . Και για να γίνει αυτό πρέπει να εννοιολογήσουμε την ΚΠ σαν έναν τρίτο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς. Σαν ένα σχετικά αυτόνομο χώρο αποτελούμενο από θεσμούς, οργανώσεις και κινήματα που εναντιώνονται και στον κρατικισμό και στην αγοροκρατία. Εναντιώνεται δηλαδή και στα μη ελεγχόμενα συμφέροντα των κυβερνώντων και στα οικονομικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Για να το πούμε διαφορετικά, η ΚΠ όταν είναι ισχυρή αμβλύνει την υπερβολική συγκέντρωση δύναμης αυτών που ελέγχουν τα μέσα κυριαρχίας. Αλλά και αυτών που ελέγχουν (κυρίως μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά) τα μέσα παραγωγής .

Β) ΟΙ ΕΠΙΚΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΚΠ

Σε αυτό το μέρος θα επικεντρωθώ σε κριτικές που απευθύνονται στις μελέτες που ασχολούνται με την ελληνική περίπτωση - αλλά που αφορούν και την πιο γενική, τεράστια βιβλιογραφία περί ΚΠ σε άλλες χώρες.

1) Κράτος και συμφέροντα

Εδώ τη βασική κριτική θέση έχει αναπτύξει ο Γιάννης Βούλγαρης και ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου . Ακολουθώντας τη γκραμσιανή ορολογία, το βασικό επιχείρημά τους είναι πως σε ό,τι αφορά την ΚΠ στην Ελλάδα στη σχετική βιβλιογραφία, κυριαρχεί η ιδέα πως το ελληνικό κράτος είναι δυνατό και πληθωρικό ενώ η ΚΠ είναι εξαιρετικά αδύναμη/καχεκτική. Επειδή έχω ήδη ασχοληθεί με τα σχετικά επιχειρήματα του πρώτου , θα ασχοληθώ με την κριτική του Χρυσάφη Ιορδάνογλου (ΧΙ) στο πρόσφατο βιβλίο του Κράτος και ομάδες συμφερόντων: Μια κριτική της παραδεδεγμένης σοφίας. Κατά τον ΧΙ το δίπολο υπερτροφικό/ισχυρό κράτος και καχεκτική/αδύναμη κοινωνία πολιτών είναι μια βαθιά ριζωμένη ιδέα στις κοινωνικές επιστήμες στην Ελλάδα. Δεν είναι όμως πειστική αφού ο χώρος της ΚΠ εμπεριέχει μια σειρά από συμφέροντα (επιχειρηματικά, συνδικαλιστικά, επαγγελματικά) που σε ένα μεγάλο βαθμό πιέζουν και υποχρεώνουν το κράτος να τους παραχωρεί δικαιώματα που κάθε άλλο παρά προωθούν την ανάπτυξη της χώρας. Άρα στην ελληνική περίπτωση το κράτος είναι αδύνατο ενώ η ΚΠ ισχυρή.

Μακροϊστορική, συγκριτική προσέγγιση
Για να δούμε όμως πόσο ισχυρή είναι η ΚΠ και πόσο ανίσχυρο το κράτος στην Ελλάδα θα πρέπει να ξεκινήσουμε από μια μακροϊστορική και συγκριτική σκοπιά. Στα κράτη της δυτικής Ευρώπης, για διάφορους λόγους (π.χ. της αυτονομίας από τη μοναρχική εξουσία των εμπορικά προσανατολισμένων πόλεων), στην προνεωτερική εποχή υπήρχε μια ισορροπία μεταξύ θρόνου και της ανερχόμενης αστικής τάξης. Αυτή η ισορροπία δεν υπήρχε για παράδειγμα την ίδια εποχή στην οθωμανική αυτοκρατορία. Τότε επικρατούσε μια εξουσία που ο Weber αποκαλεί σουλτανισμό . Οι εμπορικές τάξεις των ελλήνων, εβραίων και αρμένιων δεν μπόρεσαν ποτέ να αντισταθούν στο σουλτανικό δεσποτισμό και τον αυθαίρετο τρόπο διοίκησης. Είχαν μεν πλούτο αλλά ποτέ το είδος της αυτονομίας των εμπόρων της δυτικής πόλης. Η οθωμανική πόλη ήταν μια διοικητική επέκταση της Πόρτας. Η εμπορική τάξη ζούσε πάντα κάτω από ένα καθεστώς ανασφάλειας, σε ένα πλαίσιο όπου το κράτος δικαίου ήταν αδύνατο ή και ανύπαρκτο.
Αργότερα με την εκβιομηχάνιση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών, όχι μόνο η αστική τάξη αλλά και το βιομηχανικό προλεταριάτο, μέσω της δημιουργίας μαζικών συνδικάτων και φιλεργατικών κομμάτων, άλλαξαν ριζικά τον τρόπο οργάνωσης της κρατικής μηχανής. Για παράδειγμα, αν στην περίοδο του ancien regime η πατρωνία είχε οδηγήσει στην ακραία κατάσταση όπου αριστοκράτες και αστοί μπορούσαν να αγοράζουν σημαντικές διοικητικές θέσεις, τέτοιου είδους πρακτικές περιθωριοποιήθηκαν και η δημόσια διοίκηση απέκτησε πιο ορθολογικούς-γραφειοκρατικούς τρόπους οργάνωσης. Έτσι δημιουργούνται «ενδιάμεσα στρώματα» μεταξύ κυβενρώντων και κυβερνώμενων που λειτούργησαν ως ανάχωμα στον κρατικό δεσποτισμό. Έτσι με τον τοκβιλλιανό ορισμό της έννοιας, η ΚΠ στην Δύση ήταν και παραμένει εξαιρετικά ισχυρή σε σχέση με τις ημιπεριφερειακές χώρες της ύστερης ανάπτυξης όπως η μεταοθωμανική Ελλάδα. Στην ελληνική περίπτωση, το πέρασμα του πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πόλη πριν από την εκβιομηχάνιση οδήγησε στην υπερτροφία του κράτους - αφού η έλλειψη βιομηχανικών μονάδων έκαναν την πρόσληψη στη δημόσια διοίκηση το μόνο τρόπο απορρόφησης του προερχόμενου από την ύπαιθρο εργατικού δυναμικού. Όταν τελικά ήρθε καθυστερημένα η εκβιομηχάνιση, η βιομηχανική τάξη δημιουργήθηκε κυρίως εκ των άνω, μέσω της παροχής οικονομικής βοήθειας και της δημιουργίας προστατευτικών μέτρων από την κρατική εξουσία. Έτσι ενώ στη δυτική Ευρώπη το σχετικά πιο αυτόνομο κεφάλαιο περιόρισε τον κρατικό αυταρχισμό, στην Ελλάδα έγινε το αντίθετο. Η βιομηχανική τάξη, ιδίως στο μεσοπόλεμο, ήταν προϊόν των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Αν λάβουμε υπόψη μας τα παραπάνω, η ΚΠ στη χώρα μας όπως και σε άλλες ημι-περιφεριεακές χώρες στην Λατινική Αμερική και άλλου είναι πολύ πιο αδύνατη από αυτή της Δύσης . Αν ακολουθήσει κανείς τον ορισμό του ΧΙ τότε θα είχαμε την αντίθετη κατάσταση: ισχυρή ΚΠ στην ημι-περιφέρεια και καχεκτική στο κέντρο. Δεν νομίζω πως υπάρχουν σοβαρές μελέτες ιστορικές, πολιτικές και μακροκοινωνιολογικές που να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο.

Κοινωνία πολιτών και συμφέροντα
Κατά τον ΧΙ, όπως ήδη ανέφερα, τα διάφορα συμφέροντα εντάσσονται θεωρητικά στο χώρο της ΚΠ. Αυτά είναι πανίσχυρα στην Ελλάδα, άρα η ΚΠ κάθε άλλο παρά καχεκτική και αδύνατη είναι. Όμως στη μη μαρξιστική, ξενόφωνη και συνεχώς διογκούμενη πρόσφατη βιβλιογραφία, από τη σκοπιά της ΚΠ ως «τρίτου χώρου», τα «συμφέροντα» εντάσσονται κυρίως στο χώρο της οικονομίας και του κράτους. Τα οικονομικά συμφέροντα στις καπιταλιστικές κοινωνίες, επειδή είναι άμεσα συνδεδεμένα με το κομματικοκρατικό σύστημα πρέπει να τα δούμε σε σχέση με τα συμφέροντα της πολιτικής ελίτ. Από αυτή τη σκοπιά, αγορά και κράτος αποτελούν δύο, εν μέρει αλληλεπικαλυπτόμενους, κύκλους. Η λεγόμενη διαπλοκή μεταξύ πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων είναι συστατικό, δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος. Μερικές φορές τα οικονομικά συμφέροντα είναι ισχυρότερα, άλλες φορές είναι τα κομματικοκρατικά που υπερισχύουν .
Περνώντας τώρα στην ελληνική βιβλιογραφία, δεν ξέρω καμιά θεωρητικά συγκροτημένη κοινωνιολογική έρευνα που ορίζει την ΚΠ σαν ένα χώρο στον οποίο εντάσσονται «συμφέροντα», όπως τα ορίζει ο ΧΙ. Σε καμία ανάλυση οργανισμοί όπως π.χ. ο ΣΕΒ δεν θεωρούνται πως ανήκουν στην ΚΠ. Άρα ο ΧΙ αγνοεί πως οι θεωρίες στις οποίες κάνει κριτική εννοιολογούν την ΚΠ κατά τελείως διαφορετικό τρόπο. Αυτές οι θεωρίες, ακολουθώντας την κυρίαρχη εννοιολόγηση της ΚΠ, την βλέπουν σαν ένα τρίτο χώρο μεταξύ αγοράς και κράτους, σαν ένα χώρο που δεν λειτουργεί, τουλάχιστον κανονιστικά και σε ένα μεγάλο βαθμό και «ρεαλιστικά» (βλ. πιο κάτω, τμήμα 3) , ούτε με βάση τη λογική εξουσίας ούτε σε αυτή της προώθησης οικονομικών συμφερόντων. Έτσι, η κριτική του βασίζεται στη λανθασμένη υπόθεση πως οι θεωρίες τις οποίες απορρίπτει ορίζουν την ΚΠ όπως και ο ίδιος. Αυτό βέβαια τον οδηγεί να κάνει κριτική σε θεωρίες που δεν υπάρχουν, σε θεωρίες φαντάσματα. Τον οδηγεί στην κατασκευή αχυράνθρωπων που μετά αποδομεί κατά συστηματικό τρόπο.
Βέβαια μπορεί κανείς να ορίσει βασικούς όρους στις κοινωνικές επιστήμες κατά βούληση. Είναι όμως υποχρεωμένος να δείξει τις διαφορές μεταξύ της δικής του ορολογίας και αυτής των άλλων στους οποίους ασκεί κριτική. Είναι επίσης υποχρεωμένος να δείξει γιατί η δική του εννοιολόγηση είναι πιο χρήσιμη για την εξήγηση συγκεκριμένων φαινομένων. Από αυτή τη σκοπιά αν κάποιος ήθελε να εντοπίσει τις διαφορές στη σχέση ΚΠ-κράτος μεταξύ οικονομικά αναπτυγμένων χωρών και χωρών ύστερης ανάπτυξης χρησιμοποιώντας τον ορισμό της ΚΠ του ΧΙ, αυτό θα τον οδηγούσε στο εξής αλλόκοτο συμπέρασμα: πως οι τριτοκοσμικές χώρες σήμερα έχουν πιο ισχυρή ΚΠ από τις δυτικές χώρες του κέντρου !

Κομματικοκρατία
Αν στο πλαίσιο της σύγκρισης μεταξύ των αναπτυξιακών διαδρομών χωρών κέντρου και περιφέρειας γίνεται προφανής η καχεκτικότητα της ΚΠ (ως τρίτος χώρος) στην περιφέρεια, πόσο δυνατό ή αδύναμο είναι το ελληνικό κράτος; Είναι το ελληνικό κράτος τόσο ανίσχυρο όσο υποστηρίζει ο ΧΙ; Νομίζω πως όχι. Το ελληνικό κομματικοκρατικό σύστημα έχει τεράστια ισχύ με την έννοια πως επεκτείνεται και διαβρώνει τις αυτόνομες λογικές και αξίες όλων των άλλων θεσμικών χώρων. Από αυτή την άποψη το κομματικοκρατικό σύστημα διεισδύει και «κομματικοποιεί» την υπόλοιπη κοινωνία. Εξού και το πολίτευμα της χώρας μας θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να αποκαλείται όχι κομματική αλλά κομματικοκρατική δημοκρατία. Την κυριαρχία του κομματικοκρατικού την βλέπουμε παντού, από το πανεπιστήμιο μέχρι τα επαγγέλματα. Σε ποια δυτικοευρωπαϊκή χώρα μπορούμε να δούμε, όπως στην εποχή του ελληνικού μεταπολιτευτικού δικομματισμού, πράσινα και γαλάζια καφενεία σε πολλά χωριά; Σε ποια βορειοδυτική, ευρωπαϊκή χώρα οι οργανωμένες νεολαίες παίρνουν γραμμή από τα κόμματα τα οποία με αυτό τον τρόπο καθορίζουν άμεσα σημαντικές εξελίξεις στον πανεπιστημιακό χώρο ; Σε ποια ευρωπαϊκή χώρα το πιο μεγάλο πανεπιστήμιο της χώρας μένει κλειστό για μήνες σε μια διαμάχη όπου τον κυρίαρχο τόνο δίνουν τα κόμματα;
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως μια άλλη προφανής ένδειξη της κομματικοκρατικής παντοδυναμίας είναι ο συντεχνιακός χαρακτήρας της πολιτικής ελίτ. Σε πολλές περιπτώσεις η βουλή και οι κομματικές οργανώσεις συγκροτούν μια τεράστια συντεχνία που προωθεί και προστατεύει τα στενά συμφέροντα των μελών της. Περιπτώσεις όπως τα μαύρα κομματικά ταμεία, οι κρατικοί (μη) έλεγχοι των δημόσιων έργων, οι νόμοι που προστατεύουν τους βουλευτές από παράνομες πράξεις, οι θεατρικές εξεταστικές επιτροπές όπου βουλευτές εξετάζουν τα ανομήματα συναδέλφων τους (δηλ. «Γιάννης κερνάει και Γιάννης Πίνει»), η τάση για ατιμωρησία πολιτικών και δημόσιων υπαλλήλων που εμπλέκονται σε υποθέσεις δωροδοκίας - σε όλες αυτές και σε άλλες περιπτώσεις το κράτος είναι παντοδύναμο. Δίνει αυθαίρετα σε διάφορες ομάδες συμφερόντων αλλά και παίρνει παράνομα από αυτές. Αυτή η κατάσταση, όπως σωστά υποστηρίζει ο ΙΧ, συχνά εγκλωβίζει το κράτος, το οδηγεί σε αδιέξοδα. Σε αυτή την περίπτωση όμως το κράτος γίνεται μεν αναποτελεσματικό αλλά όχι αναγκαστικά μη ισχυρό. Στο ισχυρότατο πλέγμα διαπλοκής μεταξύ κομματικοκρατικών και εξωκομματικοκρατικών συμφερόντων, όπως ήδη ανέφερα, μερικές φορές τα πρώτα είναι πιο δυνατά ενώ σε άλλες τα δεύτερα. Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως ο συνδυασμός των δύο αποτελεί μια συμπαγή δύναμη που πολύ συχνά η ΚΠ, ως τρίτος χώρος, αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά - κυρίως στην ημι-περιφέρεια γενικά και στη χώρα μας πιο ειδικά.

2) Κοινωνικό κράτος και κοινωνία πολιτών

Ένα μέρος της αριστερής διανόησης αντιμετωπίζει με καχυποψία την έννοια της ΚΠ. Αποδέχεται, αντίθετα με την προηγούμενη κριτική, την ΚΠ ως τρίτο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς. Αλλά θεωρεί την ανάπτυξη της ΚΠ σαν μια προσπάθεια της νεοφιλελεύθερης κυρίαρχης τάξης να συρρικνώσει το κράτος πρόνοιας και να περάσει μερικές από τις λειτουργίες του σε διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις που στοχεύουν π.χ. στην προστασία του περιβάλλοντος, στη βοήθεια των μεταναστών, διάφορων ευάλωτων ομάδων κτλ. Άρα η ΚΠ με το να αντικαθιστά ένα μέρος των κρατικών λειτουργιών βοηθά στην αναπαραγωγή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που είναι υπέρ της κρατικής συρρίκνωσης.
Νομίζω πως σε αυτή την κριτική η ιδεολογία συσκοτίζει και αποπροσανατολίζει. Η ΚΠ ως τρίτος χώρος δεν εμπεριέχει μόνο φιλανθρωπικές οργανώσεις αλλά και ανεξάρτητες από το κομματικοκρατικό σύστημα αρχές και κοινωνικά κινήματα που αντιτίθενται και στον κομματικοκρατικό αυταρχισμό και στην αγοροκρατία. Για να δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, οι διάφορες ΜΚΟ που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή με τη διαφάνεια δεν θέλουν, όπως οι ζηλωτές του νεοφιλελευθερισμού, λιγότερο κράτος αλλά ένα κράτος πιο δημοκρατικό και λιγότερο διεφθαρμένο. Δεύτερο παράδειγμα, οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ δεν προσπαθούν να αποσπάσουν από το κράτος την ευθύνη για την προστασία του περιβάλλοντος. Αντίθετα, προσπαθούν να πιέσουν την εκάστοτε κυβέρνηση να παρέμβει πιο δυναμικά στο χώρο της περιβαλλοντικής προστασίας. Από την άλλη μεριά οι ΜΚΟ που έχουν σαν στόχο την προστασία των καταναλωτών από τις μονοπωλιακές πρακτικές των επιχειρήσεων δεν είναι «όργανα του κεφαλαίου». Αντίθετα, (όπως το κίνημα του Nader στις ΗΠΑ) αποτελούν έναν πόλο κριτικής και μαχητικής κινητοποίησης εναντίον της κερδοσκοπίας και της εκμετάλλευσης των καταναλωτών. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως τα νέα κινήματα τύπου Σιάτλ και Γένοβας, κινήματα που έχουν μεγάλη απήχηση στη νέα γενιά, είτε είναι ευθέως αντικαπιταλιστικά είτε είναι εναντίον του «καπιταλισμού καζίνο».
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, από μια δημοκρατική προοπτική, τα πολιτικά κόμματα που οι απλοί πολίτες όλο και περισσότερο απαξιώνουν, πρέπει να προσπαθήσουν όχι να «καπελώσουν» αλλά να συνεργαστούν επί ίσοις όροις με τις νέες δυνάμεις που αναδύονται στο χώρο της ΚΠ. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να αναζωογονήσουν τις απαρχαιωμένες δομές και νοοτροπίες τους. Με βάση τα παραπάνω γίνεται προφανές πως η ΚΠ σαν τρίτος χώρος λειτουργεί σαν μια δύναμη που προσπαθεί να καταστήσει το κράτος πιο περιβαλλοντικά υπεύθυνο, τα κόμματα λιγότερο πελατειακά και τη δημόσια διοίκηση λιγότερο διεφθαρμένη. Τίποτε από τα παραπάνω δεν οδηγούν αναγκαστικά στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους.

3) Η σκοτεινή πλευρά της ΚΠ

Μια τρίτη επιχειρηματολογία εναντίον της ΚΠ είναι πως οι θαυμαστές της την εξιδανικεύουν. Δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη πως ο χώρος της ΚΠ εμπεριέχει οργανώσεις που κάθε άλλο παρά δημοκρατικές και ανθρωπιστικές καθολικές αξίες προωθούν. Για παράδειγμα, υπάρχουν ΜΚΟ που χρησιμοποιούν τους πιο πολλούς πόρους που συγκεντρώνουν για την αναπαραγωγή της οργάνωσης παρά για τους καθολικούς στόχους που υποτίθεται πως προωθούν (π.χ. το OXFAM έχει στο παρελθόν κατηγορηθεί για το ότι συχνά μετατρέπει τα μέσα σε σκοπό). Και βεβαίως υπάρχουν ΜΚΟ που δημιουργούνται όχι για την πραγμάτωση των επίσημων στόχων που επαγγέλλονται αλλά για την εκπλήρωση επιμεριστικών σκοπών (πλουτισμός, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, φοροδιαφυγή κτλ.). Υπάρχουν επίσης μη κρατικές και μη επιχειρηματικές οργανώσεις που προωθούν π.χ. τοπικιστικά συμφέροντα - χωρίς αναγκαστικά να συνδέονται με κόμματα. Υπάρχουν τέλος ΜΚΟ που είναι «καπελωμένες» από κόμματα ή την κυβέρνηση - άρα που είναι επεκτάσεις του κομματικοκρατικού συστήματος.
Αν κοιτάξουμε όμως προσεχτικά τη σχετική βιβλιογραφία, βλέπουμε πως γίνεται ένας διαχωρισμός μεταξύ της ΚΠ ως κανονιστικής έννοιας (π.χ. σαν ένα όραμα το οποίο οι πολίτες πρέπει να μάχονται για να προσεγγίσουν) και την ΚΠ σαν συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα - σαν ένα χώρο που εμπεριέχει και οργανώσεις επιμεριστικού χαρακτήρα . Αλλά σε αυτή την περίπτωση το διακύβευμα δεν είναι η απόρριψη/απαξίωση της ΚΠ στο σύνολό της. Το διακύβευμα είναι να βρεθούν τρόποι περιθωριοποίησης των οργανώσεων και κινημάτων που δεν έχουν ανθρωπιστικά, δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Όπως η ύπαρξη ρατσιστικών κομμάτων στον πολιτικό χώρο δεν πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη ή πλήρη απαξίωση του κοινοβουλευτισμού, έτσι και στο χώρο της ΚΠ η «σκοτεινή» πλευρά της δεν πρέπει να οδηγήσει στην ολική απαξίωση του τρίτου αυτού χώρου μεταξύ κράτους και αγοράς. Γιατί παρ' όλες τις δυσλειτουργίες του βοηθάει σημαντικά στον παραπέρα εκδημοκρατισμό της πολιτείας και στον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού.

4) Έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης

Μια τέταρτη ένσταση εναντίον της ΚΠ είναι πως οι ΜΚΟ, ακόμα και όταν λειτουργούν δημοκρατικά στο εσωτερικό τους, έχουν ηγέτες που δεν εκλέγονται από τον λαό. Από αυτή την άποψη, δεν εκπροσωπούν κανέναν εκτός από τον εαυτό τους. Αυτό είναι μεν σωστό, αλλά κανείς σοβαρός αναλυτής των δημοκρατικών θεσμών δεν πρεσβεύει πως ο μόνος τρόπος συμμετοχής στις πολιτικές διαδικασίες πρέπει να είναι αποκλειστικά μέσω των κομμάτων ή μέσω δημοψηφισμάτων. Μόνο ο ημι-φασιστικός κορπορατισμός τύπου Φράνκο και Σαλαζάρ αποκλείει από το δημόσιο χώρο κάθε οργάνωση που προσπαθεί να δράσει αυτόνομα, εκτός του κορπορατιστικού συστήματος.
Επιπλέον, αν κοιτάξει κανείς το παραπάνω πρόβλημα από μια μακροϊστορική και συγκριτική σκοπιά, είναι τα έθνη-κράτη που είχαν μια ισχυρή ΚΠ (όχι με τη μαρξιστική έννοια του όρου) που ανέπτυξαν γερά ριζωμένους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Από την άλλη μεριά, έθνη-κράτη που αναδύθηκαν μέσα από την κατάρρευση δεσποτικών πολιτικών σχηματισμών, σχηματισμών όπου η κοινωνία πολιτών ήταν αδύνατη - όπου δηλαδή δεν υπήρχαν ισχυρά, αυτόνομα στρώματα μεταξύ του «δεσπότη» (σουλτάνου, τσάρου κτλ.) και του λαού - που χαρακτηρίζονται από σαθρούς δημοκρατικούς θεσμούς. Και είναι ακριβώς σε τέτοιες περιπτώσεις (στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η χώρα μας) που η ισχυροποίηση της ΚΠ μπορεί να αμβλύνει τα ελλείμματα του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Τέλος, ειδικά σε ημι-περιφεριεακές χώρες όπως η Ελλάδα όπου η πολιτική ελίτ λειτουργεί στο σύνολό της σαν μια συντεχνία, είναι απαραίτητοι οι έλεγχοι του κομματικοκρατικού συστήματος, τουλάχιστον εν μέρει, να προέρχονται από μη κομματικοκρατικούς φορείς . Το ίδιο ισχύει και με τον έλεγχο της αγοράς. Επειδή η διαπλοκή μεταξύ πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων είναι αναπόφευκτη σε κοινωνίες όπου το οικονομικό κεφάλαιο μπορεί να αγοράζει εύκολα μιντιακή και πολιτική επιρροή, οι έλεγχοι από έναν τρίτο σχετικά αυτόνομο χώρο από το κράτος και την αγορά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον παραπέρα εκδημοκρατισμό μιας χώρας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(i) Τρεις είναι οι βασικοί ορισμοί της ΚΠ:
- Η ΚΠ ως ο χώρος που εμπεριέχει ό,τι δεν είναι κρατικό - κυρίως τους φορείς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και άρα ελέγχουν το κράτος.
- Η ΚΠ ως «ενδιάμεσα στρώματα» μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων.
- Η ΚΠ ως ένας τρίτος χώρος μεταξύ κράτους και αγοράς που δεν λειτουργεί ούτε με βάση τη λογική της κρατικής εξουσίας, ούτε με αυτήν του κέρδους.
Στο χώρο των κοινωνικών επιστημών είναι ο τρίτος ορισμός που χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα.
(ii) Μια σχετικά πρόσφατη κριτική της βιβλιογραφίας πάνω στην ΚΠ στη χώρα μας είναι πως η «παραδεγμένη σοφία» θεωρεί την ΚΠ στην Ελλάδα αδύνατη και το κράτος ισχυρό. Κατ' αυτή την κριτική συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η ΚΠ είναι ισχυρή αφού εμπεριέχει επιχειρηματικά, συνδικαλιστικά και επαγγελματικά συμφέροντα που περιορίζουν την κρατική εξουσία. Η παραπάνω κριτική δεν είναι πειστική γιατί αυτοί που θεωρούν την ΚΠ στην Ελλάδα αδύνατη την ορίζουν κατά ριζικά διαφορετικό τρόπο: σαν έναν τρίτο χώρο μεταξύ αγοράς και κράτους, χώρο που δεν εμπεριέχει τα παραπάνω συμφέροντα. Άρα οι δυο διαφορετικές προσεγγίσεις οδηγούν σε ένα διάλογο κωφών.
(iii) Μια δεύτερη κριτική θεωρεί την ΚΠ ως ένα χώρο που οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις ευνοούν αφού πολλές από τις ΜΚΟ προσφέρουν υπηρεσίες που το συνεχώς συρρικνούμενο κοινωνικό κράτος αδυνατεί να προσφέρει. Η απάντηση σε αυτή την κριτική είναι πως οι οικολογικά, ανθρωπιστικά και δημοκρατικά προσανατολισμένες ΜΚΟ δεν θέλουν τη συρρίκνωση αλλά την επέκταση του κοινωνικού κράτους. Από την άλλη μεριά θέλουν την άμβλυνση των συντεχνιακών χαρακτηριστικών του κομματικοκρατικού συστήματος. Θέλουν οι έλεγχοι των παθολογιών του να γίνονται από οργανισμούς/αρχές που βρίσκονται όχι εντός αλλά εκτός του συστήματος.
(iv) Μια τρίτη αντίρρηση στην έννοια της ΚΠ είναι πως οι θιασώτες της την βλέπουν ουτοπικά, σαν ένα χώρο που εμπεριέχει μόνο οργανώσεις με «καλούς», καθολικούς, ανθρωπιστικούς προσανατολισμούς. Η απάντηση σε αυτή την κριτική είναι πως στη σχετική βιβλιογραφία γίνεται η διάκριση μεταξύ της κανονιστικής προσέγγισης που θεωρεί την ΚΠ ως ένα στόχο/όραμα που πρέπει να πλησιάσουμε και της μη κανονιστικής προσέγγισης που εξετάζει την ΚΠ σαν έναν υπαρκτό χώρο που έχει και τη σκοτεινή πλευρά του - δηλαδή χώρο που εμπεριέχει και ΜΚΟ επιμεριστικού χαρακτήρα.
(v) Μια τελευταία κριτική τονίζει πως οι ανεξάρτητες από τα κόμματα αρχές (που κατά τη γνώμη μου εντάσσονται στο χώρο της ΚΠ ως τρίτου χώρου) ελέγχουν παράνομα τις δυσλειτουργίες του κράτους και της αγοράς αφού αυτοί που τις διευθύνουν δεν ψηφίζονται από το λαό. Οι ανεξάρτητες αρχές όμως όχι μόνο λογοδοτούν στη βουλή, αλλά όταν είναι πραγματικά ανεξάρτητες (πράγμα σπάνιο στη χώρα μας) λειτουργούν ως ανάχωμα στην εντεινόμενη κομματικοκρατία και την αγοροκρατία.
(vi) Η ΚΠ σαν ένας τρίτος πόλος μεταξύ κράτους και αγοράς δεν αποτελεί μαγική φόρμουλα, ικανή να λύσει όλα τα προβλήματα των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Αποτελεί όμως ένα χώρο ικανό να αμβλύνει τον αυταρχισμό και τη διαφθορά του κομματικοκρατικού συστήματος από τη μια μεριά και την ασυδοσία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού από την άλλη. Επιπλέον, σαν αναλυτική κατηγορία, ήδη από το 19ο αιώνα η έννοια της ΚΠ αποτελούσε - και εξακολουθεί να αποτελεί - ένα χρήσιμο εργαλείο στη μελέτη της συγκρότησης, αναπαραγωγής και μετασχηματισμού των δημοκρατικών θεσμών.

Δημοσιεύτηκε στο "The book's journal" (Μάρτιος 2014)