Thursday, 28 March 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Ξαναδιαβάζοντας Γιάννη Στουρνάρα

Καθώς ο αχός από την διαχείριση της συνεχιζόμενης πανδημίας του κορωνοϊού «καταπίνει» οτιδήποτε άλλο, οι τοποθετήσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα – στην Ετήσια Γενική Συνέλευση της ΤτΕ, που παραδοσιακά μπαίνει στο μικροσκόπιο ως η πλέον προβεβλημένη ευκαιρία να δούμε τι διαφαίνεται στην κρυστάλλινη σφαίρα για το αύριο της οικονομίας – δεν προσέχθηκαν όσο θάπρεπε/θ' άξιζε. Περισσότερη προσοχή δόθηκε στην πρόβλεψη για ρυθμό ανάπτυξης 4,2% για φέτος (συν 4,6% για το 2022), παρ' ό,τι στις προειδοποιήσεις που περιλάμβανε η Έκθεση Στουρνάρα και οι συστάσεις πολιτικής. Δεν θα 'πρεπε: ενώ όλοι βολοδέρνουμε με αποφάσεις (και μη-αποφάσεις, και υπερεποικοινωνία) για την πανδημία, η προοπτική να ξεφύγει η επόμενη μέρα απειλεί με βαρύτερα προβλήματα. Οικονομικά, αλλά και κοινωνικής συνοχής – σε μια κοινωνία με ήδη κλονισμένη εμπιστοσύνη.
Θέλει, λοιπόν, ξαναδιάβασμα η Έκθεση Στουρνάρα. Από την αρχική-αρχική επισήμανση ότι οι ίδιες οι προβλέψεις της ενέχουν αβεβαιότητα (ιδίως εκείνη για ανάκαμψη «εμφανή» στο β' 6μηνο του 2021) ανάλογα με την εξέλιξη των εμβολιασμών – και την πορεία του τουρισμού, επί του εδάφους και όχι εκ των εξαγγελιών, θα προσθέταμε. Όπως απαιτεί προσοχή το γεγονός ότι – κεντρικός τραπεζίτης – θεώρησε αναγκαίο, δίπλα στις αναφορές για την δημοσιονομική ισορροπία (πρωτογενές έλλειμμα 5,5% του ΑΕΠ για φέτος, μετά το 7% για το 2020, χάρις στο οποίο είχαμε ύφεση «αρκετά χαμηλότερη του 10%») και στον υπολογισμό του χρέους στο 205% του ΑΕΠ, να έχει την επισήμανση για αύξηση των πτωχεύσεων επιχειρήσεων, για αύξηση της ανεργίας, για επίταση των ανισοτήτων και αύξηση της φτώχειας. Όταν – κεντρικός τραπεζίτης – θεωρεί απαραίτητο να μετέρχεται αυτήν την γλώσσα, και μάλιστα στην έως τώρα ασηπτική Ευρωζώνη, σημαίνει ότι «κάτι» βλέπει στον ορίζοντα.
Έτσι, δίπλα σε θέσεις γύρω από τα «κόκκινα δάνεια» των τραπεζών, την επαναφορά της συζήτησης περί Bad Bank (δίπλα στον «Ηρακλή-2») και τις αιχμηρές αναφορές στην ανάγκη ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών, ή πάλι την επαναφορά της συζήτησης για «κουλτούρα πληρωμής υποχρεώσεων», βρίσκει κανείς συστάσεις για εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, για δίχτυ προστασίας στους εργαζόμενους μη-βιώσιμων επιχειρήσεων, για φορολογική μεταρρύθμιση με έμφαση στην (προσέξτε πάλι: κεντρικός τραπεζίτης ομιλεί...) δικαιότερη κατανομή των βαρών.
Το κυριότερο, όμως, για μας αποτελούσε η έκκληση Στουρνάρα για διατήρηση των μέτρων στήριξης – τόσο νομισματικών, όσο και δημοσιονομικών – ώστε η ύφεση που περνάμε να μην μετατραπεί σε μακροχρόνια βύθιση. Κατά κάποιον τρόπο, εδώ ο Γ. Στουρνάρας έρχεται με έκκληση και προς τις Ευρωπαϊκές αρχές (μη-άρση του παγώματος του Συμφώνου Σταθερότητας και το 2022) αλλά και στο εσωτερικό να μην υπάρξει απότομη απόσυρση των μέτρων στήριξης, πράγμα που θα οδηγούσε σε ντόμινο χρεοκοπιών και επικίνδυνες καταστάσεις. Αυτός άλλωστε είναι ο πυρήνας της συνέντευξης Στουρνάρα στην ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ: «Έχει πολύ μεγάλη σημασία η σταδιακή και προσεκτική απόσυρση των μέτρων στήριξης. Αν είναι ξαφνική, τότε θα έχουμε σίγουρα μια σειρά μεγάλων χρεωκοπιών και εκτίναξη των NPLs. Και στην Ελλάδα, και αλλού. Αυτό δεν πρέπει να γίνει με τίποτε». Δεν αποτελεί μοναδικότητα στην Ευρωζώνη αυτή η διάγνωση/προβολή Γ. Στουρνάρα. και η Κριστίν Λαγκάρντ, ως ΕΚΤ, έχει καταθέσει ανάλογες επισημάνσεις-εκκλήσεις. Όμως στην Ελλάδα της άνοιξης 2021, η γλώσσα αυτή αξίζει να καταγραφεί ιδιαίτερα.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr  στις 7/4/2021.

Mια νέα φάση αντι-Γερμανισμού κυοφορείται στην ανοιξιάτικη Ελλάδα

H εσωστρέφεια, στην πρόσληψη των διεθνών εξελίξεων που μας αφορούν – στην Ελλάδα του 2021 – συνεχίζει να είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά εκείνου που θεωρούμε ότι αποτελεί δημόσια συζήτηση. (Βέβαια, «συζήτηση» ούτως ή άλλως δεν μπορεί να αποτελεί η εκφώνηση διασταυρούμενων αυτάρεσκα αυτοδικαιούμενων θέσεων, σε όλο και πιο έντονο ύφος. Με αποτέλεσμα, απλώς, κακοφωνία. και πάντως ελάχιστη πρόοδο στην κατανόηση όσων συμβαίνουν γύρω μας).
Αρκούν δυο παραδείγματα αυτών των ημερών, για να το δείξουν. Το πρώτο: με συγκρατημένα επικούς τόνους παρουσιάστηκε από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο υπουργικό συμβούλιο το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, βασισμένο για την χρηματοδότησή του στο Ευρωπαϊκό NGEU. Με 160 δράσεις «έργα, επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις», με δυνατότητα «να προστεθούν 7 μονάδες στο ΑΕΠ μέχρι το 2027», με «δημιουργία 200.000 θέσεων εργασίας». Αυτή η ευδαίμων προοπτική που, αφού έτσι προβλήθηκε, θα αχθεί τώρα στην Βουλή των Ελλήνων «για συζήτηση», ώστε να οδεύσει εν συνεχεία στις Βρυξέλλες για έγκριση (κάπου στην διαδρομή προβλεπόταν και μια διαβούλευση, αλλ' αφού ήδη η επίσημη άποψη είναι ότι στις Βρυξέλλες υπήρξαν θετικά αν μη ενθουσιώδη σχόλια για το Προσχέδιο, η όλη διαδικασία σαν να αποκτά τυπικό χαρακτήρα), στηρίζεται σε 19 δις ευρώ σε grants, συν 12+ δις σε δανεισμό. Με matching funds και μόχλευση για όσες δράσεις είναι του ιδιωτικού τομέα, φθάνει ο χρηματοδοτικός φάκελος πάνω από 57 δις – στρογγυλεύοντας 60 δις, πάντα σε ορίζοντα 7ετιας. Ήδη «γράφεται» προκαταβολή της τάξεως των 4 δις για φέτος το καλοκαίρι. (Βέβαια, με δαπάνη στήριξης για την πανδημία στα 36 δις and counting στην διετία 2020-21, τα μεγέθη προσγειώνονται, όχι;)
Στην μελίρρυτη αυτή προοπτική, δεν αφέθηκε χώρος για αξιολόγηση του πρώτου κραδασμού που ήδη καταγράφηκε στην πορεία του NGEU – πρώτου, δηλαδή, σ' αυτήν την φάση καθώς όλη η συζήτηση για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και για την χρηματοδότησή του μέσω της κοινής ανάληψης χρέους σε επίπεδο ΕΕ πέρασε από τριάντα κύματα το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2020: Αναφερόμαστε στο μπλοκάρισμα της διαδικασίας επικύρωσης των σχετικών αποφάσεων, με απόφαση/διαταγή του Bundesverfassungsgericht μετά από προσφυγή στην Γερμανία ιδιότυπης Γερμανικής πρωτοβουλίας Buendis Buergerwille, προσφυγή που θα κριθεί επί της ουσίας ενώπιον του Γερμανικού Συνταγματικού συντόμως.
Προσοχή! Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα υπάρξει εκτροχιασμός του NGEU: το πολιτικό κεφάλαιο που έχει επενδυθεί σ' αυτό παραείναι μεγάλο. Καθώς όμως στην Γερμανία βρίσκεται σε εξέλιξη κρίσιμη προεκλογική περίοδος, καθώς οι απώλειες των Χριστιανοδημοκρατών προβληματίζουν (προς τους Πράσινους που ανεβαίνουν, τους Φιλελεύθερους που προχωρούν, την υπερσυντηρητική AfD που προχωρεί δική της αμφισβήτηση του NGEU) ας αναμένεται όλο και σκληρότερη ερμηνεία κι εφαρμογή των κανόνων του ίδιου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Αν ήδη οι επενδύσεις σε αυτοκινητοδρόμους, σε ηλεκτροδότηση του σιδηροδρόμου και σε έργα φυσικού αερίου βρίσκουν προβλήματα – όσο κι αν εμείς καταγράφουμε ως απόλυτα πετυχημένο τον σχεδιασμό του Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης – όταν έρθει η ώρα της ένταξης δράσεων, των εκταμιεύσεων, της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων για την αποπληρωμή, στοίχημα ότι θα «ανακαλύψουμε» πολύ πιο αυστηρό/απαιτητικό/συντηρητικό πλαίσιο απ' εκείνο που νομίζουμε. Και ... προεορτάζουμε.
Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με εκείνο που μάθαμε να καταγράφουμε ως υψηλή πολιτική. Εννοούμε την ερμηνεία της Κοινής Δήλωσης των «27» (αντί Συμπερασμάτων) μετά την Κορυφή που συνέπεσε με την εθνική επέτειο και... με την επέτειο ίδρυσης της ΕΟΚ, άλλωστε – η 25η Μαρτίου έχει πολλές πτυχές! Σ' εμάς, το γεγονός ότι η στάση των «27» κατορθώθηκε – περίπου στο νήμα... – να περιλάβει προειδοποιήσεις και αιρεσιμότητες προς την Άγκυρα, παράλληλα με τα στοιχεία «θετικής ατζέντας» μετατράπηκε από ανακούφιση σε (σχεδόν) αίσθηση διπλωματικής νίκης, επικράτησης των Ελληνικών θέσεων. Το ότι η ισορροπία στην Κορυφή της 25/26 Μαρτίου συγκάλυψε, δηλαδή έκανε σιωπηρά αποδεκτή, την Τουρκική στάση των τελευταίων μηνών απωθώντας πίσω-πίσω-πίσω τις κυρώσεις/sanctions (στα θέματα Κύπρου) ή έστω μέτρα/measures (στα θέματα Ελλάδας) της θεσμικής ΕΕ απέναντι στην Τουρκία, αυτό έμεινε σε παρένθεση για την εσωτερική μας συζήτηση.
Καθώς όμως στην υψηλή η πολιτική εικόνα παίζει κυρίαρχο ρόλο, ή σχεδόν λαχανιασμένη σπουδή των Δυο Προέδρων της ΕΕ – Σαρλ Μισέλ/Ούρσουλας φοντερ Λάϊεν – να βρεθούν την επόμενη Τρίτη στο Ακ Σαράι του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προκειμένου να σηματοδοτηθεί η αντίστοιχα λαχανιασμένη Ευρω-στήριξη προς μια Τουρκία που βρίσκεται σε ευαίσθητη θέση, θάπρεπε να προβληματίζει.
Καθώς και στα δύο αυτά παραδείγματα, η Γερμανική παρουσία είναι κυρίαρχη – ποιος δεν γνωρίζει ότι η φίλτατη Ούρσουλα είναι «παιδί» της Καγκελαρίου Μέρκελ; ποιος δεν θυμάται ότι στην Κορυφή των «27» το Βερολίνο είναι που κυρίως βάρυνε προς την «θετική ατζέντα» για Τουρκία; ποιος δεν γνωρίζει ότι οι Ελληνικές εκκλήσεις για εμπάργκο όπλων κατά της Άγκυρας, την Γερμανία βρίσκουν πρώτο ανάχωμα, προς την Ιταλία ή την Ισπανία; - διερωτάται κανείς μήπως θα ξαναζήσουμε στην Ελληνική κοινή γνώμη ένα νέο κύμα αντιΓερμανισμού. Άλλωστε, στο εκκρεμές μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ, πάλιν αναπηδά ο ενθουσιασμός για ειδική σχέση Μπάϊντεν-Μητσοτάκη που θα αντιστρέψει εκείνην Τραμπ-Ερντογάν. Άλλωστε, στον εορτασμό της Εθνικής επετείου διαλέξαμε να τεθούμε υπο το φως – ή την σκιά – των Τριών Ναυάρχων. Άλλωστε, στον εορτασμό την Εθνικής επετείου διαλέξαμε να τεθούμε υπό το φως – ή την σκιά – των Τριών Ναυάρχων. Άλλωστε, ο ζωηρός μηντιακός μας κήπος τις τελευταίες ημέρες με απαξιωτική διάθεση αναφέρεται στο πώς έχει σκοντάψει η Γερμανία στο τρίτο κύμα της πανδημίας, στο πόσο αδέξια η Καγκελλάριος Μέρκελ ζήτησε συγγνώμη (τρομερή λέξη!) για λανθασμένες επιλογές.
Λέτε να ζήσουμε νέα φάση αντι-Γερμανισμούς την ανοιξιάτικη Ελλάδας μας;

*Δημοσιεύτηκε στο kReport στις 2/4/2021.

Η διπλή επέτειος – και η (βολική) αναβολή

Η επέτειος των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 – μπορεί η 25η Μαρτίου κάθε χρονιά να ξεκινάει η γνώριμη αντιδικία για την ακριβή ημέρα και τον ακριβή τόπο έναρξης της Επανάστασης, όμως φέτος το βάρος της 200ετηριδας έστρεψε αλλού την συζήτηση – πραγματικά έδωσε ενδιαφέρουσες στιγμές. τόσο στην εσωτερική σκηνή όσο και στην διεθνή κινητοποίηση γύρω από το συνεχιζόμενο φαινόμενο «Ελλάδα». (Γιατί, τελικά, αυτό είναι ένα από τα πιο χρήσιμα χαρακτηριστικά της πολυτάραχης ιστορίας των 200 χρόνων: η ανθεκτικότητα, μαζί και η προσαρμοστικότητα, η resilience των Ελλήνων παρά τις καταιγίδες, παρά και την διχαστικότητα. Και η συνεχιζόμενη «καταγραφή» της Ελληνικής εμπειρίας από το διεθνές σύστημα).
Ωστόσο, μια άλλη επέτειος, που κι αυτή αφορά την 25η Μαρτίου, πέρασε πολύ πιο αθόρυβα. Σχεδόν απαρατήρητη. Αυτή δεν ήταν Ελληνική επέτειος – ήταν πολύ ευρύτερη, καθώς στις 25 Μαρτίου του 1957 υπογραφόταν στην Ρώμη η συνθήκη για την δημιουργία της (τότε) Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Που έκτοτε, στα 64 χρόνια που πέρασαν, οδήγησε στο Ευρωπαϊκό εγχείρημα, το οποίο τελικώς απετέλεσε κεντρικό οδηγό για την Ελλάδα – εν μέρει από επιλογή των ηγεσιών της, εν μέρει από συνειδητή σύμπραξη της κοινής γνώμης, εν μέρει από συνολικά ζυγιάσματα της Ευρωπαϊκής διαδρομής.
Συνέπεσε, όμως, η 25η Μαρτίου φέτος με έναν χειρισμό που έφερε κοντά τις δυο αυτές εμπειρίες – την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή – με έναν αρκετά ιδιαίτερο τρόπο. Αναφερόμαστε στην Κορυφή των «27», που διεξήχθη μεν με τηλεδιάσκεψη ωστόσο απέδωσε ουσιαστικότατα Συμπεράσματα με την μορφή Δήλωσης των μελών της.
Η, συνοπτικότερη, αυτή μορφή τοποθέτησης έδωσε αναλογικά αρκετή έκταση στα θέματα Ανατολικής Μεσογείου που μας καίνε – χαρακτηριστικά: τα Συμπεράσματα της Κορυφής του Δεκεμβρίου είχαν προσεγγίσει τα θέματα αυτά ως σημεία 30-36, ενώ η τωρινή Δήλωση έπραξε το ίδιο στα σημεία 9-19. Η επίσημη Ελληνική αποτίμηση της ισορροπίας πουε πετεύχθη ήταν θετική: ικανοποίηση για την «διττή προσέγγιση» της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία, με μέτρα «θετικής ατζέντας» αλλά και περιοριστικά μέτρα-κυρώσεις, καθώς και με σταδιακή εξέλιξη των ΕυρωΤουρκικών σχέσεων με αιρεσιμότητα/conditionality με βάση την αποφυγή «μονομερών ενεργειών και παραβατικής συμπεριφοράς». Το θετικό των Ελληνικών – και Κυπριακών – αισθημάτων οφείλεται και στο ότι η Δήλωση της 25ης Μαρτίου δεν απομακρύνθηκε τελικά από την Έκθεση/Κοινή Ανακοίνωση Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Ύπατου Εκπροσώπου Μπορέλλ («Πορεία των πολιτικών, οικονομικών και εμπορικών σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας»), που ήδη είχαμε πείσει τον εαυτό μας σε Αθήνα και Λευκωσία να θεωρήσουμε ικανοποιητική/ισορροπημένη. Πράγματι, τα αρχικά σχέδια Συμπερασμάτων/Δήλωσης της Κορυφής είχαν πάει αρκετά βήματα πίσω, οπότε η επαναφορά της Έκθεσης Μπορέλλ ως πυρήνα κατέληξε θετική (μορφή σοφίας του Νασραντίν Χότζα...).
Το γεγονός ότι, από πλευράς Άγκυρας, υπήρξε επιφυλακτικότητα ή και ενόχληση από την στάση της Κορυφής δείχνει να δικαιολογεί την θετική αποτίμηση Αθηνών και Λευκωσίας. Επιφυλακτικότητα, καθώς η Άγκυρα διατύπωσε την ευχή η αιρεσιμότητα που αναφέρεται στην Δήλωση να μην κάνει να χαθεί η θετική δυναμική. Ενόχληση καθώς το Τουρκικό ΥΠΕΞ θεώρησε παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου την από μέρους των «27» αναφορά στις τουρκικές κινήσεις στην Ανατ. Μεσόγειο (ως «unilateral actions in breach of international law). Μιας και είμαστε στην διατύπωση αποτιμήσεων μετά την Κορυφή, ας μην παραβλέψουμε την «ευγνωμοσύνη» που εξέφρασε η Καγκελάριος Μέρκελ ( έναντι της Τουρκίας) για την αποκλιμάκωση της έντασης στην Ανατ. Μεσόγειο «και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο».
Πάντως αν κανείς θέλει να δει τα πράγματα κατάματα, το βασικό περιεχόμενο της Δήλωσης μετά την Κορυφή της 25ης Μαρτίου έγκειται στο ότι.... «θα συνεχίζουμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις εκ του σύνεγγυς [και] το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανέλθει στην σύνοδό του τον Ιούνιο». Με δεδομένο ότι η Κορυφή του Μαρτίου ρητώς αναγνώρισε τον εαυτό της ως συνέχιση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (και των Συμπερασμάτων του) του Δεκεμβρίου, το οποίο με την σειρά του είχε αποτελέσει συμφωνημένη συνέχεια εκεινού του Οκτωβρίου, βλέπουμε μιαν υποδειγματική εφαρμογή του Ευρωπαϊκού δόγματος. Του δόγματος χρήσης της διαδικασίας και της χρονοτριβής, ως μεθόδου αντιμετώπισης των κρίσεων, όταν οι κρίσεις έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο και όταν δεν διαμορφώνεται consensus των Κρατών μελών.
Από κει και πέρα, το καλωσόρισμα της «αποκλιμάκωσης στην Ανατ. Μεσόγειο» με την παύση των «παράνομων» γεωτρήσεων, αλλά και την επανάληψη των διμερών συνομιλιών Ελλάδας-Τουρκίας και τις επερχόμενες συνομιλίες για το Κυπριακό (υπό την αιγίδα του ΟΗΕ) είναι το γνώριμο Ευρωπαϊκός πλαίσιο. Η συνέχιση της προσέγγισης/engagement με την Τουρκία (θα) είναι σταδιακή, αναλογική και αναστρέψιμη/reversible. Εδώ, η «θετική ατζέντα» είναι ευρύτατη: προώθηση και εκσυγχρονισμός της Τελωνειακής Ένωσης (αλλά... με εφαρμογή σε όλα τα Κράτη μέλη της ΕΕ – σαφής η αναφορά στην άρνηση Τουρκίας να δεχθεί την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας), διάλογος υψηλού επιπέδου, κινητικότητα των προσώπων (μακρινή αναφορά στην υπόθεση της άρσης της βίζας).
Η έκκληση προς την Τουρκία «να αποφύγει εκ νέου προκλήσεις ή μονομερείς ενέργειες που αντιβαίνουν το διεθνές δίκαιο», συνδυάζεται με την αχνή/πολύ αχνή αναφορά σε κυρώσεις («θα χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία και οι επιλογές/options που έχει [η ΕΕ] στην διάθεσή της»). Από κει και πέρα, η Κύπρος πέτυχε την αναφορά στις διεργασίες επίλυσης του Κυπριακού με βάση τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ (ενώ η θέση της Άγκυρας αλλά και του Ερσίν Τατάρ είναι η εκδοχή των δυο Κρατών) καθώς και την συνέχιση ανάμειξης της ΕΕ στην διαδικασία των «5+1» (ενώ ο ΥΠΕΞ των Κατεχομένων Ταχσίν Ερτογρουλογου την αρνείται διαρρήδην).
Στο μείζον ζήτημα του Προσφυγικού/Μεταναστευτικού, εκφράζονται οι καλές διαθέσεις απέναντι στην Τουρκία «[που] φιλοξενεί στο έδαφός της περίπου 4 εκατομμύρια Σύριους πρόσφυγες», με κυοφορούμενη πρόταση συνέχισης της χρηματοδότησης. πάντως επαναλαμβάνονται οι υποχρεώσεις για επιστροφή στην Τουρκία των «παράτυπων μεταναστών και αιτούντων άσυλο όταν δεν γίνονται δεκτοί», βάσει της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας «χωρίς διακρίσεις».
Μετά από πολλές πιέσεις – όχι, δε, μόνον Ελληνικές και Κυπριακές – ενσωματώθηκαν στην Δήλωση της Κορυφής, ως «μείζον ζήτημα», τα θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου – με αιχμή στα δικαιώματα των γυναικών (αναφορά στην απόσυρση της Άγκυρας από την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης). Ενώ στον Χοσέπ Μπορρέλ δόθηκε πάλι εντολή να «προωθήσει τις εργασίες για την Πολυμερή» στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όποιος , μετά απ' αυτό, δεν βλέπει μια – ακόμη – πρότυπη εφαρμογή της Ευρωπαϊκής πρακτικής της αναβολής/χρονοτριβής και της διάχυσης της συζήτησης για τα δύσκολα, μάλλον έχει υιοθετήσει την βολική τακτική των παρωπίδων.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 28/3/2021.

Ο Μπάιντεν εναντίον της Κίνας

1. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν δήλωσε αρχικά πως οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν θα βασίζονται πλέον σε «πόλεμο», όπως στην περίοδο Τραμπ, αλλά σε ένα νόμιμο ανταγωνισμό. Από την άλλη μεριά, σχεδόν από την αρχή της προεδρίας του παρατηρούμε ένα ιδεολογικό πόλεμο εναντίον της κινεζικής υπερδύναμης. Τονίζει συνεχώς την έλλειψη δημοκρατικών αξιών και πρακτικών όπως ο απαράδεκτος εγκλεισμός μουσουλμανικών μειονοτήτων σε στρατόπεδα «επιμόρφωσης», η κατάργηση της αυτονομίας των συνδικάτων, η εναντίωση σε κάθε αντιφρονούντα κτλ.
Επιπρόσθετα, ο Μπάιντεν στηρίζει κινήσεις και σχηματισμούς συμμαχιών που έχουν σαν κύριο στόχο το αυταρχικό κινεζικό καθεστώς. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η θέση του πως η ΕΕ πρέπει να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ στην αποφυγή προσπαθειών που στηρίζουν την Κίνα. Έτσι, δεν συμφωνεί με την επενδυτική συνεργασία της Γερμανίας με την Κίνα. Σε απάντηση στον αμερικανό πρόεδρο, η καγκελάριος Μέρκελ υποστήριξε ότι η γερμανοκινεζική συνεργασία είναι χρήσιμη για την Ευρώπη και πιο γενικά. Μεταξύ άλλων, θα αμβλύνει τη σύγκρουση με την Κίνα. Προς την ίδια κατεύθυνση, ο Εμανουέλ Μακρόν υποστήριξε πως η ΕΕ πρέπει να συνεχίσει την προσπάθειά της για την ενδυνάμωση της αυτονομία της, αφού συχνά τα συμφέροντα ΕΕ και ΗΠΑ δεν συμπίπτουν.

2. Με την ένταξη της Κίνας στις παγκόσμιες αγορές παρατηρούμε σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό της. Κυρίως στην ιδιωτικοποίηση μερικών από τις τεράστιες και, συχνά, αναποτελεσματικές κρατικές επιχειρήσεις. Συγχρόνως οι ξένες ιδιωτικές επιχειρήσεις έγιναν ευπρόσδεκτες. Βέβαια, με την προϋπόθεση ότι θα λειτουργούν σε ένα πλαίσιο επιβαλλόμενο από το κράτος. Ένα πλαίσιο που απαγορεύει τους επενδυτές να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση.
Οι παραπάνω ριζικές αλλαγές οδήγησαν στη θεαματική ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας. Όμως συγχρόνως εντάθηκαν οι τεράστιες ανισότητες. Ανισότητες, βέβαια, που δεν εμπόδισαν τη μείωση της απόλυτης φτώχιας, αφού σήμερα πάνω από ένα δισεκατομμύριο κινέζοι έχουν ξεπεράσει την απόλυτη εξαθλίωση.
Οι συνεχιζόμενες αλλαγές στην οικονομία δεν φαίνεται να απομειώνουν την κυριαρχία του κινεζικού κομμουνιστικού κόμματος. Κάθε αλλαγή προς τον πολιτικό φιλελευθερισμό καταπιέζεται, ενώ ο τωρινός δια βίου πρόεδρος της Κίνας εντατικοποιεί τις προσπάθειες εμπέδωσης της κομμουνιστικής ιδεολογίας στις νέες γενιές. Όσο για την ανάπτυξη των μεσαίων στρωμάτων που η οικονομική εκτίναξη δημιούργησε, αυτή δεν οδήγησε σε πιέσεις για άνοιγμα του πολιτικού συστήματος. Έτσι, αντίθετα με αυτό που συνέβη στην Νότιο Κορέα, η ραγδαία ανάπτυξη δεν φαίνεται να καταλήγει σε έναν, έστω καχεκτικό, εκδημοκρατισμό. Η ολοκληρωτική, σοβιετικού τύπου οργάνωση του κόμματος και της κρατικής μηχανής, ο έλεγχος του στρατού από το κόμμα και πιο γενικά η κομμουνιστική κουλτούρα, η οποία βασίζεται σε ένα μείγμα κομματικής πειθαρχίας και κομφουκιανής παράδοσης, δίνει στον κινεζικό κοινωνικό σχηματισμό μια ισχυρή σταθερότητα που δεν υπάρχει σε άλλα αυταρχικά συστήματα.

3. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η κριτική του αμερικανού προέδρου σε ό,τι αφορά την έλλειψη δημοκρατικών αξιών και πρακτικών στην Κίνα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Αλλά με βάση τα παραπάνω, είναι προφανές πως ο ιδεολογικοπολιτικός πόλεμος δεν πρόκειται να αλλάξει το αυταρχικό κινεζικό καθεστώς. Απλά θα οδηγήσει σε μια εντεινόμενη σύγκρουση που θα υποσκάψει περισσότερο τη συνεργασία μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Συνεργασία που είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν παγκόσμια προβλήματα όπως η εντεινόμενη οικολογική καταστροφή, ο κίνδυνος ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου και η καταπολέμηση πανδημιών.

4. Πιο γενικά, κατά διαφορετικό τρόπο από τον Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει την τεκτονική αλλαγή μεταξύ Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου που η ραγδαία παγκοσμιοποίηση δημιούργησε. Αυτή η αλλαγή έχει να κάνει με την αποδυνάμωση της δυτικής κυριαρχίας. Κυριαρχίας που υπήρξε πιο έκδηλη στην περίοδο της αποικιοκρατίας και αργότερα με τη ραγδαία μεταπολεμική άνοδο των ΗΠΑ. Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να επανέλθει. Εξελίσσεται μια εντεινόμενη ανισορροπία δύναμης μεταξύ Δύσης και του υπόλοιπου κόσμου. Ο αμερικανός πρόεδρος δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ότι η κινεζική ανάπτυξη και η πρόθεση διαφόρων χωρών στην Ασία και αλλού να ακολουθήσουν το κινεζικό αναπτυξιακό μοντέλο θα οδηγήσει σε ένα διαφορετικό παγκόσμιο σύστημα.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως προχωρούμε σε μια «κινεζοποίηση» της οικουμένης. Το παγκόσμιο σύστημα θα εξακολουθεί να αποτελείται από τρία καπιταλιστικά υποσυστήματα: το νεοφιλελεύθερο υποσύστημα που κυρίως αντιπροσωπεύουν οι ΗΠΑ, το αυταρχικό κινεζικό και αυτό της ΕΕ που όλο και περισσότερο παίρνει ένα σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα – σοσιαλδημοκρατικό με την έννοια πως στην περίοδο της πανδημίας η δημιουργία του Ταμείου Ανάπτυξης και άλλων μη νεοφιλελεύθερων μέτρων έχουν οδηγήσει σε έναν καπιταλισμό με πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Για να μπορέσει η ανθρωπότητα να αντιμετωπίσει τους παγκόσμιους κινδύνους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, απαιτείται η συνεργασία και όχι ο πόλεμος μεταξύ των τριών σχηματισμών. Γιατί αν κυριαρχήσει η παγκόσμια σύγκρουση, θα δούμε καταστροφές βιβλικού τύπου.
Η πανδημία δημιουργεί προοπτικές παγκόσμιας συνεργασίας. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων θέλουν μια παγκόσμια αλλαγή προς το καλύτερο. Συγχρόνως οι ηγεσίες των τριών υποσυστημάτων αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πως, λόγω της ραγδαίας αλληλοσύνδεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, σε περίπτωση σύγκρουσης δεν θα υπάρξουν νικητές και ηττημένοι. Θα υπάρξουν μόνο χαμένοι.

Συμπέρασμα: Οι ΗΠΑ, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, θα εξακολουθήσουν να κατέχουν τον ηγεμονικό θρόνο στην παγκόσμια αρένα. Αλλά ο στόχος να εκδημοκρατίσουν σταδιακά τον κινεζικό γίγαντα είναι ουτοπικός. Βέβαια, ο πρόεδρος Μπάιντεν είναι υποχρεωμένος να αντιδρά όταν ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ ακολουθεί ημι-παράνομες πολιτικές που στρέφονται εναντίον των αμερικανικών συμφερόντων. Αλλά πρέπει να πάψει να ανακατεύεται στις εσωτερικές εξελίξεις στην Κίνα. Θα πρέπει να στρέψει περισσότερο την προσοχή του στα τεράστια εσωτερικά προβλήματα της χώρας του.
Τελειώνοντας, θέλω να αναφερθώ στην πρόσφατη δήλωση του αμερικανού προέδρου στην οποία αναφέρεται στον Πούτιν ως δολοφόνο – αφού βρίσκεται πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του Ναβάλνι. Αυτό είναι σωστό, αλλά εντείνει τις πιθανότητες επιστροφής σε έναν Ψυχρό Πόλεμο, χειρότερο από τον προηγούμενο.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 23/3/2021. 

Η συζήτηση για την τήρηση της τάξης σε αναζήτηση τρόπων και ουσίας

Με τα επικίνδυνα επεισόδια της περασμένης εβδομάδας – Νέα Σμύρνη, Νίκαια, Θεσσαλονίκη – και την σε υψηλούς τόνους συζήτηση στην Βουλή «για την έξαρση της βίας» να ανήκουν στο χθες, με τους ίδιους τους πολιτικούς αρχηγούς να έχουν κάνει (παρά το ύφος έντασης...) ένα βήμα πίσω, αποκλιμακώνοντας αλλά και απευθυνόμενοι χιαστί, ο ένας στο κοινό του άλλου (ο Μητσοτάκης στην νεολαία, που πνίγεται με τα απαγορευτικά μέτρα. ο Τσίπρας στην μεσαία τάξη που θα πληρώσει ακριβότερα απ' όλους την οικονομική κρίση), είναι ώρα να σταθεί η δημόσια συζήτηση σε κάτι βαρύτερο. Στα όσα έμειναν πίσω ως προτάσεις για βελτίωση της τήρησης της τάξης σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε αναβρασμό. Αναφερόμαστε σε «τήρηση της τάξης» και όχι σε «αστυνόμευση», καθώς τα ίδια τα γεγονότα των τελευταίων αυτών ημερών υπονόμευσαν την ίδια την έννοια, πόσο μάλλον την λέξη «Αστυνομία» (από τον «νόμο» και την «πόλη», αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις).
Οι αναφορές στα πορίσματα της Επιτροπής Αλιβιζάτου – η θητεία της οποίας έληξε άδοξα, μετά το επεισόδιο στο Κουκάκι/περιπέτεια οικογένειας Ινδαρέ, που δικαστικά συνεχίζεται κατά ένα μέρος της κι ας έσπευσε ο Πρωθυπουργός να προ-δικάσει από βήματος της Βουλής – άφησαν πίσω τουλάχιστον δυο σημαντικά στοιχεία. Την «ατιμωρησία των εμπλεκομένων (αστυνομικών οργάνων)», μαζί και με αναφορές στην «μεροληψία των ανακριτικών οργάνων» (με την αποδοχή καρμπόν καταθέσεων αστυνομικών στις ΕΔΕ και με παραμερισμό των καταθέσεων πολιτών), αλλά και με την παρέλκυση των διοικητικών διερευνήσεων: αυτά έχουν μεγάλη σημασία για όποιον ενδιαφέρεται για την ουσία της συζήτησης. Ομοίως οι προτάσεις για τις κάμερες (στα τμήματα, τα κρατητήρια και τα ανακριτικά γραφεία), αλλά και για την επιμελή παρουσία διακριτικών στις στολές των αστυνομικών δυνάμεων. Άλλες επισημάνσεις – όπως η συμμόρφωση στις αποφάσεις διεθνών οργάνων (καταδίκες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) και έκφραση συγγνώμης στα θύματα ή τις οικογένειές τους (τραγικό παράδειγμα η περίπτωση Μάγγου/Βόλου) – ακούγονται λιγάκι σαν από άλλο πλανήτη για την Ελληνική μας πραγματικότητα. Σε ενδιάμεση τροχιά των πλανητών, η αναφορά στην ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Συνηγόρου του Πολίτη...
Αυτά όλα, βέβαια, με την ίδια την Επιτροπή Αλιβιζάτου να έχει σβήσει ως αστρική σκόνη στην πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να φαίνονται ξεπερασμένα. Και όμως; τέσσερα παράλληλα στοιχεία ξεπήδησαν στην πρωθυπουργική τοποθέτηση στην Βουλή: οι κάμερες, στα κράνη γενικώς των αστυνομικών δυνάμεων και όχι μόνον εκείνων αιχμής (τις είχε προαναγγείλει και ο υπουργός ΠροΠο, αλλά μέχρι τώρα εικόνα υπάρχει μόνον από τα κινητά πολιτών...) . τα ψυχογραφικά τεστ για τον χαρακτήρα των αστυνομικών (με αναφορά μάλιστα στην πείρα ξένων Αστυνομιών). την αναβάθμιση της εκπαίδευσης των αστυνομικών (εδώ, ιδιαίτερος σκόπελος η περίπτωση των Ειδικών Φρουρών, και μάλιστα ενόψει... Πανεπιστημιακής Αστυνομίας ΟΠΠΙ, με υπόσχεση/απειλή άμεσης λειτουργίας της, από τον Απρίλιο). την δημιουργία ειδικού τμήματος στον Συνήγορο του Πολίτη για τα θέματα αστυνομικής βίας (με αποκλειστική αρμοδιότητα).
Ασφαλώς, ασφαλέστατα όλα αυτά θα κριθούν στην πράξη: η κατάσταση κοινωνικής έντασης και το υπόβαθρο «εύκολου» διχαστικού κλίματος δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Ωστόσο, το γεγονός και μόνον ότι το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη πήρε την πρωτοβουλία να δημοσιοποιήσει – επίσημα, όχι ως non-paper – κείμενο στην λογική FAQs /συχνών ερωτημάτων, με τίτλο «42 αλήθειες για την Αστυνομική αυθαιρεσία και υπέρμετρη βία», δείχνει ότι αρχίζει να κατασταλάζει και εκεί η αντίληψη πως η συζήτηση για την τήρηση της τάξης χρειάζεται/πρέπει/είναι απαραίτητο να ανοίξει κάπως αλλιώς, όχι ως ευκαιριακός καυγάς αλλά με αναζήτηση ουσίας. Βέβαια, η «υποδοχή» που επεφύλαξε η (Αξιωματική τουλάχιστον) Αντιπολίτευση στα 44 σημεία ήταν γενικώς απορριπτική. Πάντως στις FAQs του υπουργείου ΠροΠο υπάρχουν στιγμές επώδυνης ειλικρίνειας – π.χ. σημειώνεται ότι η (επίμαχη) Ομάδα ΔΡΑΣΗ τυγχάνει προγράμματος ψυχολογικής αποφόρτισης και υποστήριξης (σημείο 34), ή ότι πρέπει «επιτέλους η εκπαίδευση να προσαρμοσθεί στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα (!)» (σημείο 41). Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα η παραδοχή ότι το 2015 υπήρξαν 69 καταγγελίες περιστατικών διερευνώμενης, στον Συνήγορο του Πολίτη, αστυνομικής βίας, το 2016 ήταν 55, το 2017 ήταν 58, το 2019 ήταν 63. Το 2020, ήταν 111 «εκ των οποίων 53 σημαντικές»... (σημείο 10). είναι μια συζήτηση που χρειάζεται να γίνει. Αλλά με ειλικρίνεια και σωστό τρόπο, προτού η κατάσταση ξεφύγει – τελείως. Για πολύ πιο ρηχή αντιπαράθεση στους δρόμους του Λονδίνου, παραιτήθηκε ο επικεφαλής του σώματος.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 20/3/2021. 

Η διαχείριση της τωρινής κρίσης

Η κατάσταση σήμερα γίνεται συνεχώς όλο και πιο έκρυθμη. Από τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον της απόφασης εγκατάστασης αστυνομικών φρουρών στο πανεπιστήμιο μέχρι τις κινητοποιήσεις εναντίον της αστυνομικής βίας και υπέρ του Κουφοντίνα, οι εξελίξεις δημιουργούν ένα βαθύ ρήγμα στο πολιτικό σύστημα. Ρήγμα που υποσκάπτει τους δημοκρατικούς θεσμούς.

1. Ποιος φταίει για αυτή την κατάσταση; Για πολλούς φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αφού είναι κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση που είναι πίσω από τις κινητοποιήσεις. Πρόκειται για μια θέση που, έτσι και αλλιώς, αποδίδει δυσανάλογη δύναμη στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης το οποίο συνήθως σύρεται από τις εξελίξεις. Για άλλους, η ιδέα πως την κύρια ευθύνη φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να κάνει με τα ΜΜΕ που, συστηματικά, υποστηρίζουν την κυβέρνηση και κατασκευάζουν μια παραπλανητική εικόνα του τι συμβαίνει σήμερα. Βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άμοιρος ευθυνών – κυρίως με δηλώσεις τύπου Δρίτσα ή με τις γνωστές πολακικές συμπεριφορές. Την κύρια όμως ευθύνη την έχει η κυβέρνηση. Αφού εν μέσω πανδημίας ο πρωθυπουργός προχωρεί σε μια πολιτική που εντείνει την πόλωση. Μια πολιτική που, μεταξύ άλλων, οδηγεί στην επιδείνωση της υγειονομικής κρίσης και στην άνοδο του αριθμού των κρουσμάτων.

2. Αυτή η πολιτική είναι ακόμα πιο απαράδεκτη αφού υπάρχουν άλλοι, λιγότερο πολεμοχαρείς τρόποι διαχείρισης των δυσλειτουργιών του πανεπιστημίου. Καθώς και άλλοι τρόποι διαχείρισης της υπόθεσης Κουφοντίνα. Στην πρώτη περίπτωση, όπως έχουν υποστηρίξει και προσωπικότητες που στηρίζουν την ΝΔ, αντί για την εγκατάσταση αστυνομικής φρουράς εντός του πανεπιστημίου θα έπρεπε να υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός μη αστυνομικών φρουρών υπό την εποπτεία όχι του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, αλλά των πρυτανικών αρχών. Πρυτανικών αρχών που θα υποχρεώνονται να καλούν την αστυνομία όταν συντρέχουν λόγοι. Γιατί ως γνωστόν, πολλές φορές για ενδοπανεπιστημιακούς/πελατειακούς λόγους η αστυνομία δεν καλείται.
Τέλος, ακόμα και αν ο πρωθυπουργός θέλει να υλοποιήσει την εσωτερική αστυνόμευση των πανεπιστημίων, τίθεται το εξής ερώτημα: γιατί δεν αναβάλλει το σχέδιό του μέχρι το τέλος της πανδημίας, αποφεύγοντας έτσι την κοινωνική ένταση και την παρεπόμενη αύξηση των κρουσμάτων που οι κινητοποιήσεις δημιουργούν; Σε αυτό το ερώτημα ο πρωθυπουργός δεν πρόκειται ποτέ να απαντήσει. Γιατί η μόνη απάντηση θα ήταν πως το κάνει για μικροκομματικούς λόγους. Προτιμά τις πολιτικές που ευνοούν το κόμμα του. Προτιμά τα περισσότερα κρούσματα και την προσπάθεια για μετάθεση των ευθυνών στην αξιωματική αντιπολίτευση από το τέλος των κινητοποιήσεων και την κοινωνική ειρήνη.

3. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση Κουφοντίνα. Με βάση μια νομοθετική ρύθμιση που η ίδια η κυβέρνηση θέσπισε, ο ισοβίτης τρομοκράτης έχει το δικαίωμα να επιστρέψει στον Κορυδαλλό. Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε πως ο Κουφοντίνας δεν έχει αυτό το δικαίωμα, δεν είναι προτιμότερο να του επιτραπεί η μετάβαση στον Κορυδαλλό για να αποφευχθεί μια κατάσταση που συνεχώς τον ηρωοποιεί και ισχυροποιεί τους αναρχικούς υποστηρικτές του; Με δύο λόγια, αν ο πρωθυπουργός ήθελε να αποφύγει τις κινητοποιήσεις υπέρ του Κουφοντίνα, θα έπρεπε να αφήσει τον τελευταίο να επιστρέψει στον Κορυδαλλό. Γιατί δεν το κάνει; Για προφανείς λόγους. Ο κύριος είναι πως με τις ταραχές και στην υπόθεση του πανεπιστημίου και σε αυτή του Κουφοντίνα η προσοχή του κόσμου στρέφεται περισσότερο προς τους «ταραχοποιούς» και λιγότερο προς τα λάθη της κυβέρνησης.
Υπάρχουν επίσης και ψηφοθηρικοί λόγοι. Το κόμμα της ΝΔ επένδυσε, υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, στην πόλωση και στον διχασμό (βλ. Συμφωνία των Πρεσπών). Διαμόρφωσε ένα πολιτικό ακροατήριο με όρους σφοδρής αντιπαλότητας, σε αντίθεση μάλιστα με όσα πρεσβεύει μια μεγάλη μερίδα μετριοπαθών κεντροδεξιών. Το επιχείρημα λοιπόν πως για τις κινητοποιήσεις φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ, συγκρατεί αυτό το ακροατήριο – δίνοντας ψήφους που χρειάζεται στις επόμενες εκλογές. Εκλογές που μπορεί να έρθουν σύντομα. Είναι για τέτοιου είδους λόγους που ο πρωθυπουργός δεν ενδιαφέρεται για τις αρνητικές επιπτώσεις των κινητοποιήσεων. Δεν τον απασχολεί το γεγονός πως οι διαδηλώσεις και οι πορείες, τις οποίες ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε το ΚΚΕ δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν, θέτουν σε κίνδυνο την εξέλιξη της πανδημίας. Αυτό που μετράει πάνω από όλα είναι η συνέχιση της επιμεριστικής και αυταρχικής κυβερνητικής πολιτικής.

Συμπέρασμα. Είναι λιγότερο ο ΣΥΡΙΖΑ και περισσότερο η ΝΔ που ευθύνεται για τις τωρινές ταραχές. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολουθεί μια έξαλλη, αυταρχική πολιτική που δεν λύνει τα σοβαρά προβλήματα που η χώρα αντιμετωπίζει. Ο πρωθυπουργός, όπως στις ταινίες του Φαρ Ουέστ, λειτουργεί ως «ήρωας που σώζει τα θύματα και τιμωρεί τους ληστές».

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 20/3/2021. 

Η καμπύλη Λάφφερ της μη-συμμόρφωσης

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα με την βίαιη αντιπαράθεση στις πλατείες και τους δρόμους – προχθές με μια ομάδα αστυνομικών (δηλαδή ανθρώπων που φέρουν στολή, με το εθνόσημο...) να λιανίζουν στο ξύλο μοναχικό πολίτη (του οποίου δόθηκαν, εν συνεχεία, επισήμως τα στοιχεία δημοσίως, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών του πεποιθήσεων), χθες το βράδυ στα πλαίσια μαζικής διαδήλωσης μια ομάδα ακόμη αταυτοποίητων ατόμων να λιανίζουν στα όρια της θανατηφόρου βλάβης αστυνομικό που ξηλώθηκε από την μηχανή του, όλα αυτά στην όχι-ακριβώς-μαχητική Νέα Σμύρνη – ,ο,τιδήποτε άλλο ως αντικείμενο ανάλυσης κινδυνεύει να μην έχει νόημα. Όμως τα όρια αυτής της στήλης, αλλά και η ανάφλεξη του δημοσίου λόγου αυτές τις ημέρες δεν επιτρέπουν να φθάσουμε το επιχείρημα εκεί που (φοβόμαστε) οδηγείται: το μονοπώλιο της βίας – που υποτίθεται ότι διακρατά το Κράτος – κινδυνεύει να ξεφύγει. Υπό περισσότερες της μιας έννοιες.
Αντ' αυτού, ο αναγνώστης θα μας επιτρέψει να μιλήσουμε για κάτι που – εκ πρώτης όψεως – θα φανεί πολύ απομακρυσμένο από την πίεση και την ένταση και την επικινδυνότητα των ημερών. Αν μείνει για λίγο μαζί μας, ίσως διαπιστώσει ότι κατά βάθος δεν είναι και τόσο άσχετο. Λοιπόν: θα μιλήσουμε για λίγο για την καμπύλη Λάφφερ. και για το φαινόμενο της μη-συμμόρφωσης, όταν οι κανόνες που τίθενται και επιχειρείται να εφαρμοσθούν ξεπερνούν ένα όριο λογικής απαίτησης.
Να θυμίσουμε ότι η Laffer curve, δημιούργημα ενός όχι-και-τόσο σημαντικού οικονομολόγου των Οικονομικών της Προσφοράς, του Αρθρουρ Λάφφερ της δεκαετίας του 70, αφορούσε το βάρος της φορολόγησης. Είχε υποστηρίξει ο Λάφφερ ότι, όσο η φορολόγηση βαραίνει, όσο οι φορολογικοί συντελεστές αυξάνονται (ή και συνολικά η φορολογική πίεση εντείνεται: βάση επιβολής, μέθοδοι ελέγχου κοκ), για ένα διάστημα τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται. Από ένα σημείο και πέρα, όμως, τα έσοδα παρουσιάζουν κόπωση. διστάζουν. επιπεδοποιούνται. Όταν η πίεση αυξηθεί κι άλλο (αργότερα υπολογίσθηκε το σημείο καμπής κάπου στο 70%)... τότε, τα έσοδα κάμπτονται. Είτε δραστηριότητες εγκαταλείπονται. είτε οι άνθρωποι περνούν στην μαύρη οικονομία. Όταν αυξηθεί κι άλλο η πίεση, τότε τα έσοδα καταρρέουν. Η εκφώνηση της καμπύλης Λάφφερ έφερε την φορολογική μεταρρύθμιση της εποχής Ρέηγκαν στις ΗΠΑ. ύστερα εισήχθη και στην Ευρώπη. Πολλοί στην αρχή την καταφρόνησαν: ο Λάφφερ δεν είχε υψηλές ακαδημαϊκές περγαμηνές. Όμως η λογική του ότι υπάρχει όριο στην υπερφορολόγηση «ακούστηκε» έκτοτε (Ορθώς κάποιος θα μας παρατηρήσει ότι η Τρόικα, την εποχή των δικών μας Μνημονίων, «πέτυχε» με την προκαταβολή φόρου επόμενης χρήσης και την μετατροπή των ασφαλιστικών εισφορών σε επίφορο και με τις εισφορές αλληλεγγύης, να φτάσει σε φορολόγηση ανώτερη του 100% του εισοδήματος – χωρίς η οικονομική δραστηριότητα να λειώσει ολωσδιόλου. Όμως... η δυνατότητα λειτουργίας στην γκρίζα, την μαύρη, ή την κατάμαυρη οικονομία δίνει ΄ίσως μια απάντηση στο «πώς βγαίνει πέρα, αυτό;» υπό Ελληνικές συνθήκες).
Εκείνο, όμως που ζούμε τώρα είναι μια καμπύλη Λάφφερ της μη-συμμόρφωσης στα υπερηφάνως διακηρυσσόμενα και συνεχώς επιβαρυνόμενα μέτρα τιθάσσευσης του κορωνοϊού. Τα lock-down που συμπληρώνονται από curfews (ξενικά, οι λέξεις καταστολής της δραστηριότητας εντυπωσιάζουν περισσότερο...), η συνεχής αναφορά σε χαλάρωση που έρχεται στην επόμενη στροφή (και σε «έξυπνα μέτρα» που απλώς αποδεικνύονται πρόσθετες απαγορεύσεις), τα πρόστιμα, το πρότυπο βλοσυρό ύφος Νίκου Χαρδαλιά, επ' εσχάρων και λίγο ξυλοκόπημα στις πλατείες - όλα αυτά που μέχρις ενός σημείου συγκρατούσαν τον κόσμο, τώρα πλέον δημιουργούν αρνητικές αποδόσεις. Η συμμόρφωση υποχωρεί υποχωρεί κι άλλο. Κραυγές για τους νέους στις πλατείες, ακόμη περισσότεροι προσέρχονται. Κατάρες για τα κορωνοπάρτι, πύκνωση των κορωνοπάρτι, μέχρι και στο κτίριο της ΓΑΔΑ, ή πάλιν εκείνο της Πολιτικής Προστασίας ή του ΕΟΠΥ, ή των ΚΟΜΥ (ας τα βρουν μεταξύ τους). Οι πορείες διαδέχονται τις πορείες, οι απαγορεύσεις όταν έχει πολύν κόσμο αίρονται από μόνες τους αν δεν οδηγούν σε αναφλέξεις. Και, «φυσικά», ο κορωνοϊός διαδίδεται: η κάμψη της απόδοσης των μέτρων μετριέται στις εντατικές – και τους θανάτους.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 13/3/2021. 

Μάρτιος, ο μήνας αδιαφανών προετοιμασιών για τα ΕυρωΤουρκικά

Ο Μάρτιος που μόλις ξεκίνησε θα είναι για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, αλλά και γενικότερα για την τοποθέτηση της ΕΕ στην Ανατολική Μεσόγειο «με στρατηγική προσέγγιση», ένας μήνας εντατικής προετοιμασίας.
Τεχνικά, αυτό παραπέμπει στην προετοιμασία της συζήτησης των «27» στη Κορυφή της 25ης/26ης Μαρτίου – από την οποία στην Ελλάδα η έμφαση βρίσκεται στραμμένη στην υπόσχεση/προσδοκία διαμόρφωσης μιας στάσης συγκράτησης της Τουρκίας ως προς την συμπεριφορά της στα υπό σταθερή επιβάρυνση Ελληνοτουρκικά, στην Κύπρο στην συνέχιση της συζήτησης για τα μέτρα/κυρώσεις κατά της Άγκυρας για την συνεχιζόμενη πρακτική προσβολής κυριαρχικών δικαιωμάτων στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πλην όμως, ήδη εδώ και εβδομάδες η διαμόρφωση «θετικής ατζέντας» απέναντι στην Τουρκία είναι φανερό ότι αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα των εν λόγω προετοιμασιών.
Ενώ η σχετική εντολή της Κορυφής του Δεκεμβρίου προς τον Ύπατο Εκπρόσωπο της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική Χοσέπ Μπορέλ είχε περιλάβει την κατάρτιση καταλόγου κυρώσεων/ «μέτρων» κατά φυσικών προσώπων και νομικών οντοτήτων εμπλεκομένων στις τουρκικές δραστηριότητες για έρευνες υδρογονανθράκων και ενώ είχε διακηρυχθεί τον Δεκέμβριο 2020 ότι η κατάσταση των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας «δεν είναι θετική» για την Άγκυρα, ώστε να υπάρχει «η ανάγκη να εκτιμηθεί συνολικά η κατάσταση με την Τουρκία» αλλά είχε επιπροσθέτως ανακινηθεί και το ζήτημα εμπάργκο (ή, πάντως, αποεπιτάχυνσης παραδόσεων...) όπλων προς την Άγκυρα, τώρα η ισορροπία στην συζήτηση για τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας έχει ανατραπεί. Η έμφαση – και από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ – στην ιδιότητα της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ και στον «στρατηγικό χαρακτήρα» της συζήτησης για την Ανατ. Μεσόγειο τονίζουν την διάσταση της «θετικής ατζέντας». Ενώ, ταυτόχρονα, ο Βερολίνο ανακινώντας την προτεραιότητα της επικαιροποίησης της (5χρονης, ήδη) Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας του Μαρτίου 2016 για το Μεταναστευτικό ανεβάζει την λογική ενός ευρύτερου χρηματοδοτικού πλαισίου για την Τουρκία. Ενός πλαισίου που από την πρώτη γραμμή θα παραμερίζει την αντιστάθμιση του κόστους της συγκράτησης του προσφυγικού ρεύματος, προωθώντας περισσότερο επενδυτικές προτεραιότητες. Με τον τρόπο αυτό, θα βρεθούν εμπλεκόμενα στην «θετική ατζέντα» και ιδιωτικά/επιχειρηματικά συμφέροντα, που (θεωρείται ότι) θα εκτονώνουν την πολιτική ένταση όπως αυτή έχει αναπτυχθεί στα ΕυρωΤουρκικά.
Για την Ελλάδα και την Κύπρο, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε δυσάρεστη ανατροπή. Δυσάρεστη και δυσοίωνη για την συνέχεια. Για χώρες όπως η Αυστρία (νωρίτερα θα προσθέταμε εδώ: «και η Γαλλία», όμως ήδη η Γαλλική στάση απέναντι στην Άγκυρα έχει αλλάξει ηχόχρωμα), παρομοίως αν και με την έμφαση στο προσφυγικό/μεταναστευτικό. Ιταλία και Ισπανία είναι από καιρό φανερό ότι συμπαρατάσσονται με την Γερμανική λογική. Το πρόσθετο ερώτημα που έχει εγερθεί, τώρα, είναι πώς συνέβη και η αποκρυστάλλωση της «θετικής ατζέντας» για την Τουρκία – και η αντιστάθμιση του κλίματος κυρώσεων, ή έστω συζήτησης περί κυρώσεων που πάντως αυτοϋπονομεύθηκε με τις διερευνητικές Ελλάδας-Τουρκίας και την άτυπη συνάντηση «5+1» για το Κυπριακό στην Γενεύη τον Απρίλιο (δηλαδή... μετά την Κορυφή ΕΕ «27» του Μαρτίου...) – αφέθηκε για τις 2-3 εβδομάδες του Μαρτίου. Η καθυστέρηση στην τελική προετοιμασία του εδάφους ευνοεί χειρισμούς κορυφής στην Κορυφή. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ έδειξε αμήχανος όταν εγέρθηκε το ζήτημα.
Πάντως, αναζητούνται φόρμουλες συγκερασμού – τυπικά «Ευρωπαϊκού» - των αντιδιαμετρικών προσεγγίσεων, προκειμένου να μην προκύψει εκείνο που αποτελεί διπλωματικό ανάθεμα: loss of face.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 6/3/2021. 

«Νομοθετήστε» και τελειώσαμε!

Ασφαλώς τίποτε δεν υπάρχει το κοινό μεταξύ της επόμενης μέρας μιας μεγάλης, καταστροφικής κακοκαιρίας όπως έζησε εκείνη που η Αττική με την «Μήδεια» και της υπόθεσης αηδίας-που-καταλήγει-σε-φρίκη με τις περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης που αναδύθηκαν και ήδη καταλήγουν σε δίωξη για παιδεραστία.
«Τίποτε το κοινό δεν υπάρχει»: δεν είναι βέβαια ακριβώς έτσι! Διότι, πρώτα-πρώτα, και στις δυο αυτές απόλυτα ανόμοιες περιπτώσεις παρατηρείται μια ακραία κλιμάκωση, ένας υπερθετικός. Έτσι, το πέρασμα της «Μήδειας» δεν ήταν απλώς μια αποδιάρθρωση της λειτουργίας βασικών υποδομών στα 15 χιλιόμετρα από την Πλατεία Συντάγματος, ήταν φαινόμενο απόλυτης παράλυσης με δεκάδες χιλιάδες οικογένειες χωρίς ηλεκτρικό, νερό, επικοινωνία επί 3 ή και 4 ημέρες. και με «αυτονόητη» διακοπή κυκλοφορίας στο βασικό οδικό δίκτυο της χώρα Εθνική Οδό.
Αντίστοιχα, η καθυστερημένη εκδοχή αφύπνισης της Ελλάδας στο #metoo, ξεκίνησε μεν από περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης σε «κλειστούς» χώρους όπως ο αθλητισμός, το θέατρο, η τέχνη (άλλοι, αντίστοιχα περιχαρακωμένοι όπως το Πανεπιστήμιο, γενικότερα η εκπαίδευση αλλά και η δημοσιογραφία ή η πολιτική αναμένουν την σειρά τους) για να προχωρήσει όμως σε φαινόμενα κακοποίησης και βιασμών και να προσγειωθεί, ήδη, σε διώξεις για παιδεραστία.
Δεύτερον, η διαχείριση από την Πολιτεία – και την συνολική δημόσια σκηνή, με την μεσολάβηση του μαγικού κόσμου των Μέσων Ενημέρωσης – έδωσε σταθερά προέχοντα ρόλο στην επικοινωνιακή διαχείριση. Από την μια πλευρά με λογική συγκράτησης της ζημιάς, που δύσκολα αποφεύγει την μομφή της συγκάλυψης. από την άλλη με λογική καταγγελίας και ξηλώματος. Από δίπλα, σ' αυτά, η πλήρης – η απόλυτη – η ασύστολη πολιτικοποίηση. Έμπειροι πολιτικοί, όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, προκειμένου να εξηγήσουν/δικαιολογήσουν αποφάσεις σαν το κλείσιμο της Εθνικής Οδού (αποφάσεις, σημειωτέον, που είχαν πρακτικά βάση όσο κι αν υποδηλώνουν πικρή παραίτηση!) οχυρώθηκαν πίσω από την κατηγορία-άγος «ο ΣΥΡΙΖΑ έκαψε 100 ανθρώπους στο Μάτι». Κεντρικοί συντελεστές όπως η Λίνα Μενδώνη πέρασαν από την αυτάρεσκη δήλωση άγνοιας στην περίπτωση Λιγνάδη στο «είναι ένας επικίνδυνος άνθρωπος». Ενώ ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, και στα δυο μέτωπα, επεδίωξε να βάλει τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο κέντρο της συζήτησης/των άμεσων (όχι απλώς πολιτικών...) ευθυνών. Όλη αυτή η διαδικασία επανεγκαθιστά στο κέντρο της (δήθεν) πολιτικής στην Ελλάδα του 2021 το γνώριμοι αντανακλαστικό: αναζήτηση της ευθύνης – απόσειση της ευθύνης.
Η άλλη, όμως, ομοιότητα είναι εκείνη που αληθινά τραυματίζει. Σε μια πολιτική μεταφορά του διαφημιστικού σλόγκαν «Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε!», και στις δυο ανόμοιες περιπτώσεις που είδαμε – αλλά και σε τόσες και τόσες άλλες – η προσέγγιση της επίσημης Πολιτείας είναι μια: «θα νομοθετηθούν νέες διατάξεις». Έπεσαν τα δένδρα; Έχει γίνει αδύνατη η συντήρηση των υποδομών; «Θα νομοθετηθούν σωστά οι αρμοδιότητες Τοπικής Αυτοδιοίκησης». Ανίκανος για παρέμβαση ο ΔΕΔΔΗΕ; Κλείνουν οι Εθνικοί Οδοί; «Θα νομοθετηθεί ο συντονισμός των δράσεων». Προσβάλλει την κοινωνία η αποκάλυψη φαινομένων (ή δικτύων;) παιδεραστίας στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς; «Θα αυστηροποιηθούν οι ποινές, θα δυσχερανθεί νομοθετικά η παραγραφή!». Γενικεύεται η εικόνα σεξουαλικής παρενόχλησης, αν όχι βίας; «Θα νομοθετηθεί δίχτυ προστασίας ή/και μηχανισμοί αποτροπής».
Αυτή η νοοτροπία, της εξαγγελίας νομοθέτησής «και καθαρίσαμε» είναι η πιο αποτελεσματική παραίτηση από την ευθύνη. Πάγια. Διακομματική. Βολική.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 27/2/2021. 

Ο δεξιός λαϊκισμός

Ξεκινώ με τον λαϊκιστικό προσανατολισμό της κυβέρνησης στο θέμα του πανεπιστημίου. Στην ψήφιση δηλαδή ενός νομοσχεδίου που μετατρέπει τα ελληνικά πανεπιστήμια σε αστυνομοκρατούμενους οργανισμούς με την εγκατάσταση αστυνομικών μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Φρουρών που θα είναι υπόλογοι στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.

1. Ποια θα ήταν η προφανής εναλλακτική, δημοκρατική λύση που ο πρωθυπουργός αγνόησε; Θα ήταν ένα μη αστυνομικό προσωπικό φύλαξης που δεν θα χρηματοδοτούνταν από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη αλλά από τον πανεπιστημιακό προϋπολογισμό. Προϋπολογισμό που θα είναι υπό τον έλεγχο των πρυτανικών αρχών. Αυτή η λύση θα προϋπόθετε τη μη ολιγωρία του εκάστοτε πρύτανη, δηλαδή την υποχρέωση να ενημερώνει αμέσως την αστυνομία όταν παρατηρούνται έκνομες ενέργειες στον πανεπιστημιακό χώρο. Αυτό συχνά δεν γίνεται γιατί μερικοί από τους πρυτάνεις, για ενδοπανεπιστημιακούς, πελατειακούς ή άλλους λόγους, δεν ειδοποιούν τις αστυνομικές αρχές. Από την άλλη μεριά, μερικές φορές συμβαίνει και το αντίθετο. Η αστυνομία δεν εμφανίζεται ως οφείλει όταν ο πρυτανικές αρχές την ειδοποιούν. Και στις δύο απαράδεκτες αυτές περιπτώσεις θα πρέπει να υπάρχουν αυστηρές κυρώσεις.
Σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο, όπως σε πολλά ξένα πανεπιστήμια, θα πρέπει να υπάρχει κάρτα εισόδου. Με αυτή θα επιτρέπεται η είσοδος φοιτητών, καθηγητών και υπαλλήλων σε μια σχολή. Θα πρέπει επίσης να υπάρχουν θυρωροί που θα ελέγχουν ποιος μπορεί να εισέρχεται χωρίς κάρτα εισόδου. Για παράδειγμα, όταν κάποιος προσκαλείται να δώσει μια διάλεξη.

2. Με βάση τα παραπάνω τίθεται το εξής ερώτημα. Γιατί ο πρωθυπουργός επέλεξε να λύσει τα, πράγματι, απαράδεκτα φαινόμενα με έναν βίαιο και αντιδημοκρατικό τρόπο; Την στιγμή μάλιστα που σημαντικά στελέχη της ΝΔ, όπως για παράδειγμα ο καθηγητής Θ. Φορτσάκης ή ο τέως υπουργός Γ. Σουφλιάς, εναντιώθηκαν στο μέτρο της αστυνόμευσης.
Καταλαβαίνω βέβαια γιατί η υπουργός Παιδείας κ. Κεραμέως, η οποία δεν γνωρίζει καλά την ελληνική πανεπιστημιακή πραγματικότητα, εισηγείται μια αντιδημοκρατική λύση. Αλλά γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης που έχει σίγουρα την ικανότητα να βλέπει ρεαλιστικά τα πολιτικά δρώμενα, δεν αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν πιο πρακτικές και δημοκρατικές λύσεις για την πάταξη των παρανομιών που ενίοτε παρατηρούνται στο πανεπιστήμιο;

3. Κατά την γνώμη μου, ο πρωθυπουργός έκανε αυτή την επιλογή για καθαρά ψηφοθηρικούς, μικροκομματικούς λόγους. Ως γνωστόν, πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδειξαν πως η πλειοψηφία των πολιτών, ακόμα και ένα μέρος των ψηφοφόρων της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στηρίζουν το νομοσχέδιο. Το ότι η υπερβολικά δαιμονοποιημένη εικόνα των πανεπιστημίων κατασκευάστηκε από τα φίλα προσκείμενα στην κυβέρνηση ΜΜΕ δεν αλλάζει την κατάσταση. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη το βασικό είναι η ΝΔ να κερδίσει τις εκλογές που πιθανώς θα έρθουν σύντομα. Σε κάθε περίπτωση, ο πρωθυπουργός έπρεπε να είχε προβλέψει πως θα υπήρχαν κινητοποιήσεις εναντίον της ψήφισης ενός νομοσχεδίου που ανακαλεί μνήμες της χουντικής περιόδου. Έπρεπε επίσης να είχε προβλέψει πως ακόμα και αν η αξιωματική αντιπολίτευση, λόγω της πανδημίας, αποφάσιζε να μην στηρίξει τις μαζικές διαδηλώσεις φοιτητών και καθηγητών, δεν θα μπορούσε να τις αποτρέψει. Σίγουρα τα ήξερε όλα αυτά ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Αλλά κατά την γνώμη του αυτό που προέχει είναι πώς θα ικανοποιήσει τον στενό πυρήνα του κομματικού ακροατηρίου του και θα κερδίσει το κόμμα του τις επόμενες εκλογές.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η κύρια ευθύνη για την περαιτέρω εξάπλωση της πανδημίας λόγω των κινητοποιήσεων δεν την έχουν οι πολίτες και τα υπόλοιπα κόμματα αλλά η κυβέρνηση. Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν είχε καν την ευαισθησία να αναβάλλει λόγω της υγειονομικής κρίσης την ψήφιση ενός τόσο επίμαχου νομοσχεδίου. Πρόκειται καθαρά για μια περίπτωση όπου η ιδεολογική τύφλωση της κ. Κεραμέως και ο χρησιμοθηρικός λαϊκισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη υπερίσχυσαν.

4. Βέβαια, η εν λόγω κυβερνητική απόφαση δεν είναι το μόνο γεγονός που δείχνει τους λαϊκιστικούς προσανατολισμούς του πρωθυπουργού. Για παράδειγμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σίγουρα ήξερε πως η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ο μόνος τρόπος να λυθεί ένα πρόβλημα που ταλάνιζε τη χώρα για δεκαετίες – και που συγχρόνως έδειχνε μια κακή εικόνα εθνικιστικού μαξιμαλισμού και φανατισμού στους ευρωπαίους εταίρους μας. Αν ο σημερινός πρωθυπουργός συμφωνούσε με τη λύση που η προηγούμενη κυβέρνηση πέτυχε, θα είχε να αντιμετωπίσει την οργή της σωβινιστικής μερίδας του κόμματός του. Καθώς και τον παράλογο υπερπατριωτισμό όλων αυτών που λανθασμένα νομίζουν πως στον βαλκανικό χώρο υπάρχει μία Μακεδονία και είναι όλη δική μας.
Η ίδια λαϊκιστική τάση του πρωθυπουργού έχει παρατηρηθεί και στο προσφυγικό. Την στιγμή μάλιστα που η ηγεσία της ΕΕ, μετά τα τραγικά επεισόδια στην Μόρια, επεσήμανε την ανάγκη να μεταφερθεί ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων στην ενδοχώρα. Η κυβέρνηση όμως το έκανε με το σταγονόμετρο γιατί δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τους νεοδημοκράτες δημάρχους και τους ντόπιους ψηφοφόρους που δεν ήθελαν πρόσφυγες στο «σπίτι τους».
Τέλος, σε ό,τι αφορά τις τωρινές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, και εδώ παρατηρούμε έναν λαϊκιστικό τρόπο διαχείρισης της κατάστασης. Αναφέρομαι στην παράλογη και μαξιμαλιστική θέση πως υπάρχει μόνο μια διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αυτή της οριοθέτησης των θαλάσσιων χώρων. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και άλλες διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Όπως για παράδειγμα το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νήσων. Βέβαια η παρούσα κατάσταση μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μεριά της χώρας μας. Το συγκεκριμένο όμως ζήτημα παραμένει μια διαφορά που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Αυτή η μονοδιάστατη κυβερνητική στάση, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Και είναι σίγουρο πως το «blame game» θα το κερδίσει η Τουρκία. Μας συμφέρει αυτό; Δεν μας συμφέρει. Αν όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά γιατί η αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα βάλει τέλος στην πιθανότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – που είναι ο μόνος οργανισμός ικανός να αποφασίσει ποιες είναι οι υπαρκτές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Η κυβέρνηση όμως δεν θέλει την προσφυγή στην Χάγη. Γιατί σε αυτή την περίπτωση ξέρει πολύ καλά πως θα κερδίσουμε σε κάποια σημεία, αλλά θα χάσουμε σε κάποια άλλα. Η σημερινή κυβέρνηση αδυνατεί να αναλάβει αυτή την ευθύνη. Αφού συνεχώς ισχυρίζεται πως έχουμε σε όλα δίκιο. Έτσι, έχει διαμορφώσει ένα κλίμα όπου κάθε αλλαγή πλεύσης θα χαρακτηρίζονταν ως «προδοσία».
Συμπέρασμα: είτε κοιτάξουμε τον τρόπο που η ΝΔ χειρίζεται τις χρονίζουσες δυσλειτουργίες του πανεπιστημίου είτε την στάση της στην Συμφωνία των Πρεσπών, στο μεταναστευτικό καθώς και στις τωρινές ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις – σε όλα αυτά τα πεδία ακολουθεί μια πολική που υπηρετεί περισσότερο τα κομματικά και λιγότερο τα εθνικά συμφέροντα. Αν η παραπλάνηση των πολιτών για τη διατήρηση της εξουσίας είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό μιας λαϊκιστικής ηγεσίας, τότε ο δεξιός λαϊκισμός καλά κρατεί στη χώρα μας.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 27/2/2021.