Friday, 29 March 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Η Διπλωματία στον ψηφιακό κόσμο: προκλήσεις και ευκαιρίες

Η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας για την επικοινωνία εν μέσω της κρίσης της πανδημίας, συνετέλεσε, σε μεγάλο βαθμό, στην εξοικείωση των πολιτών με τα νέα εργαλεία της ψηφιακής τεχνολογίας. Το τέλος της κρίσης θα φέρει στο προσκήνιο, μεταξύ άλλων, και τις νέες δυνατότητες της τεχνολογίας της επικοινωνίας που έχουν ήδη προκαλέσει ανατροπές σε κατεστημένες ιδέες και αντιλήψεις. Η διπλωματία δεν θα μείνει ανεπηρέαστη. Η δημόσια συζήτηση και μελέτη των τρόπων με τους οποίους η ψηφιακή τεχνολογία επηρεάζει τη διπλωματία, είναι άλλωστε σε εξέλιξη.
Οι δυνατότητες που προσφέρουν στη διπλωματία οι εφαρμογές της διαρκώς εξελισσόμενης τεχνολογίας, είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητες. Οι παρανοήσεις και υπερβολές δεν σπανίζουν. Μια συχνά επαναλαμβανόμενη παρανόηση είναι ότι η ψηφιακή τεχνολογία αντικαθιστά, περιθωριοποιεί ή μεταβάλλει δραστικά όλες τις πτυχές άσκησης της διπλωματίας και σημαίνει «το τέλος της». Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που οι τεχνολογικές εξελίξεις στην επικοινωνία οδηγούν σε συμπεράσματα για το τέλος της διπλωματίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, βρετανοί μεταρρυθμιστές και οικονομολόγοι υποστήριξαν ότι η χρήση του τηλεγράφου είχε καταστήσει περιττή τη συνέχιση δαπανών για τη λειτουργία αριθμού πρεσβειών. Στην πράξη, η ανάπτυξη των επικοινωνιών ενίσχυσε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την εξωτερική πολιτική από τις πρωτεύουσες και τα υπουργεία Εξωτερικών εξελίχθηκαν σε πιο οργανωμένους θεσμούς. Η επανάσταση της επικοινωνίας επιδρά σήμερα στην άσκηση της διπλωματίας ταχύτερα από την επίδραση των τεχνολογικών εξελίξεων σε προηγούμενες εποχές. Η απευθείας επικοινωνία. μεταξύ ηγετών και πολιτικών -με SMS, WhatsApp ή Twitter- είναι πλέον τακτική. Οι διπλωμάτες παραπονούνται συχνά ότι ο ρόλος τους έχει περιοριστεί και ότι τα διπλωματικά κανάλια παρακάμπτονται. Είναι γεγονός ότι στην εποχή της ευκολίας της επικοινωνίας, οι ρυθμοί της παραδοσιακής διπλωματίας έχουν οριστικά χαθεί. Η διπλωματική εργασία διατηρεί ωστόσο τα μόνιμα και αναλλοίωτα στοιχεία της: Οι διπλωμάτες είναι επιφορτισμένοι με την εκπροσώπηση και προώθηση των συμφερόντων της χώρας τους και συνεχίζουν να αναπτύσσουν την παραδοσιακή δραστηριότητα συλλογής πληροφοριών, πραγματοποίησης διαβημάτων, σύνταξης αναφορών, αναλύσεων και εισηγήσεων. Η διπλωματία παραμένει εργαλείο διαπραγμάτευσης για λύσεις σε διεθνή προβλήματα και κρίσεις. Η εμπιστοσύνη στο πλαίσιο αυτό, είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η επικοινωνία και η ενημέρωση μέσω διαδικτύου δεν υποκαθιστά την πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία ούτε την αξία της ανθρώπινης επαφής.
Όταν όμως ο τρόπος με τον οποίον ο κόσμος επικοινωνεί αλλάζει, η διπλωματία οφείλει να συμβαδίσει με τις αλλαγές της εποχής και να αξιοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα και τις νέες ευκαιρίες ώστε να συνεχίσει να διαδραματίζει τον ρόλο της. Το ερώτημα δεν είναι λοιπόν εάν η τεχνολογία καθιστά χρήσιμη ή όχι τη διπλωματία. Τη διπλωματία δεν μπορεί να υποκαταστήσει το Twitter, η Wikipedia ή το Skype. Το ερώτημα είναι πώς θα βρει η διπλωματία τον βηματισμό της ως μέρος της νέας πραγματικότητας και θα την αξιοποιήσει για να ενισχύσει την αποτελεσματικότητά της. Αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που παρέχει η ψηφιακή τεχνολογία, πολλοί διπλωμάτες υιοθετούν τη χρήση των ψηφιακών μέσων δικτύωσης και επιλέγουν να ασκήσουν δημόσια διπλωματία μέσω του Διαδικτύου. Αριθμός δε υπουργείων Εξωτερικών ενθαρρύνει την πρακτική αυτή ως προσφορότερη και οικονομικότερη.
Η ψηφιακή τεχνολογία έχει δυνατότητες να ενισχύσει την πολιτιστική όπως και την οικονομική διπλωματία, αλλά και να βελτιώσει την ποιότητα παροχής προξενικών υπηρεσιών, να συμβάλει στην επικοινωνία με τους ομογενείς, στην ενημέρωση των πολιτών στο εξωτερικό και να αποβεί πολύτιμη στην αντιμετώπιση και διαχείριση κρίσεων. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών έκανε, κατά γενική ομολογία, επιτυχή χρήση του Διαδικτύου για την ενημέρωση των Ελλήνων στο εξωτερικό κατά την κρίση του κορονοιού.
Η χρήση των ψηφιακών μέσων επικοινωνίας και προβολής, δεν αναβαθμίζει ασφαλώς από μόνη της τις επιδόσεις των υπουργείων Εξωτερικών. Μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη και αποτελεσματικότερη χρήση των πραγματικών δυνάμεων που διαθέτουν. Η ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να συμπληρώσει και να ενισχύσει τον ρόλο της διπλωματίας εφόσον αντιμετωπιστεί όχι μόνο ως εργαλείο επικοινωνιακής τακτικής, αλλά εάν αξιοποιηθεί με στρατηγικό σχεδιασμό για την προώθηση των στόχων της εξωτερικής πολιτικής. Κατά πρόσφατη παρουσίαση βιβλίου στο υπουργείο Εξωτερικών (3/2/2020), ο Πρόεδρος της Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων (ΕΔΥ) μας υπενθύμισε ότι τον Φεβρουάριο 1996, οι ελληνικές θέσεις για την κρίση των Ιμίων ήταν το πρώτο κείμενο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του ΥΠΕΞ (στην ελληνική και αγγλική γλώσσα), με εντολή του τότε αρμόδιου Διευθυντή πρέσβη Γ. Σαββαΐδη. Αν η αξιοποίηση αυτή ήταν χρήσιμη τότε, που η χρήση του διαδικτύου ήταν ακόμα στην αρχή, μπορεί να αντιληφθεί κανείς το εύρος των δυνατοτήτων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την υποστήριξη της σύγχρονης ελληνικής διπλωματίας, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει προκλήσεις αυξανόμενες σε αριθμό αλλά και σε πολυπλοκότητα. Η χώρα μας μόλις εξήλθε από δεκαετή οικονομική κρίση, η οποία δεν άφησε αλώβητη τη λειτουργία της ελληνικής διπλωματίας. Οι συνεχιζόμενες όμως γεωπολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η εξωτερική της πολιτική υπογραμμίζουν την ανάγκη εκσυγχρονισμού με αξιοποίηση και των δυνατοτήτων που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία.
Η συζήτηση για τη διπλωματία στην ψηφιακή εποχή αφορά πρωτίστως το τί αναμένουμε ως πολίτες από τη διπλωματία του αύριο και πώς θα της εξασφαλίσουμε το μέλλον που επιθυμούμε. Η Ελλάδα διαθέτει έμπειρους και ικανούς διπλωμάτες, υψηλού επιπέδου επιστήμονες, στελέχη υπηρεσιών και τεχνοκράτες, αλλά και νέους που διαπρέπουν στην καινοτομία. Μπορούν και πρέπει να συμμετέχουν στον προβληματισμό για τη διπλωματία και το μέλλον της στην ψηφιακή εποχή με στόχο την κατάλληλη υποστήριξη και ενίσχυση της ελληνικής διπλωματίας.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 17/5/2020. 

Θα κατορθώσουμε να κάνουμε και το Ταμείο Ανάκαμψης «χαμένη ευκαιρία»;

Όλων η προσοχή βρίσκεται καθηλωμένη στην πανδημία, στο βαθμιαίο πνίξιμο των νοσοκομείων και των ΜΕΘ, ήδη στο νέο lock-down μας (που τελικά δεν θα είναι και τόσο λάιτ). Και ό,τι περισσεύει από δημόσια προσοχή, στρέφεται στο θρίλερ των Αμερικανικών εκλογών – και στο τι σημαίνει για την περιοχή μας το δυσοίωνο «παράθυρο ευκαιρίας» που ανοίγεται τις ερχόμενες εβδομάδες για τις όποιες κινήσεις Ερντογάν (μπροστά σε μια αμήχανη/παγωμένη Ευρώπη).
Και όμως: θα προτείνουμε στον αναγνώστη σήμερα μια προσωρινή διαφυγή. Θα προτείνουμε συγκεκριμένα να ρίξει μια – φευγαλέα, έστω – ματιά στην σερνάμενη υπόθεση της προετοιμασίας για την διαδικασία του Ταμείου Ανάκαμψης – της Μεγάλης Λευκής Ελπίδας για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού και, κυρίως, των οικονομικών της συνεπειών. Που, σιγά-σιγά και χωρίς να το πολυ-παρατηρούμε, πάει να γίνει μια ακόμη «χαμένη ευκαιρία».
Πώς το εννοούμε, αυτό; Πρώτα-πρώτα, μια ματιά στο ημερολόγιο δείχνει ότι η 15η Οκτωβρίου αποτελεί εδώ και καιρό παρελθόν. Αλλά και η 15η Νοεμβρίου βρίσκεται εντελώς δίπλα μας: μάλιστα με το δεύτερο πλήρες lock-down σε δράση, οι χρόνοι αποκτούν άλλη λειτουργία. Όμως υποτίθεται ότι ήδη στις 15/10 θα είχαμε υποβάλει την πρώτη εκδοχή εθνικού σχεδίου/προτάσεων, βασισμένων στην Έκθεση Πισσαρίδη (που από Ενδιάμεση θα είχε γίνει, αισίως, Τελική) προκειμένου να περάσουν την κρησάρα αξιολόγησης της Επιτροπής και την διαδικασία ωρίμανσης με βάση τις απαιτήσεις/λογικές Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, για να προχωρήσουν επί του πεδίου. Και να φέρουν μπροστά τις πολυπόθητες εκταμιεύσεις – σε ωφέλιμο χρόνο! Για να είμαστε δίκαιοι, όλη αυτή η σπουδή της Ελληνικής πλευράς «να το τρέξει γρήγορα» ήταν μάλλον ψυχολογική ανάγκη (ή: για εσωτερική κατανάλωση), αφού και η οριστικοποίηση των Ευρωπαϊκών διαδικασιών πάει πίσω – όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία, πονεμένη, που δεν εξαρτάται από μας. Σ' εμάς, όμως, η ωρίμανση των πραγμάτων πάει αργά για ενδογενείς λόγους.
Τι θα πει, πάλι, αυτό; Όπως εξαρχής είχε σημειωθεί, οι στοχασμοί της Επιτροπής Πισσαρίδη – που βόλευαν πολλαπλά, καθώς διέθεταν σοβαρή θεωρητική («ορθόδοξη») στήριξη ως εκ των συμμετεχόντων της, αλλά και συνέδεαν την προσδοκία διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ΜΑΖΙ με τις επενδυτικές παρεμβάσεις – είχαν περισσότερο θεωρητική υφή. Δεν έχει βγει, μέχρι στιγμής, λευκός καπνός για συγκεκριμενοποίησή τους (ενώ η μετάθεση της αυτο-προθεσμίας από 15/10 σε 15/11 εξαντλείται) δεν βγαίνει. Την ίδια στιγμή, η Συντονιστική Επιτροπή Θοδωρή Σκυλακάκη-Ακη Σπέρτσου-Αλεξ Πατέλη-Μιχάλη Αργυρού μένει, ως φαίνεται, σε ρόλο πρόσκλησης/συγκέντρωσης προτάσεων (Πιερρακάκης και Χατζηδάκης σε , αναμενόμενες, πρώτες ομοβροντίες). Πλην Task Force με επικεφαλής/διοικητή 3ετους θητείας, εδώ υπό την αιγίδα Χρ. Σταϊκούρα/ΥΠΟΙΚ, όπου μετακινήθηκε ο Νίκος Μαντζούφας – από εποχής ΓΑΠ ήταν στην Γενική Γραμματεία ΣΔΙΤ, με ευρύτερη αναγνώριση (μόνον ο Φώτης Κουρμούσης Γ.Γ. Διαχείρισης του Ιδιωτικού Χρέους και ο Γιώργος Καλαντζής Γ.Γ. Θρησκευμάτων είχαν αντίστοιχη αναγνώριση να επιδείξουν) – έρχεται τώρα να λειτουργήσει πιο άμεσα/συγκεκριμένα.
Στην ανέμπνευστη δημόσια συζήτηση, ατυχώς, περισσότερο σχολιάστηκε η αμοιβή του Διοικητή της Task Force (56.000 ευρώ, συν 29.000 πριμ/success fee) ή η δυνατότητα παράτασης της θητείας του (η όλη Task Force λύεται αυτοδικαίως το 2027, οπότε και εκπνέει το ίδιο το Ταμείο Ανάκαμψης) αντί να δοθεί ΟΛΗ η προσοχή στο ότι το Next Generation EU θα λειτουργήσει ΕΝΤΕΛΩΣ διαφορετικά από τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Τι θα πει , συγκεκριμένα, αυτό; Ότι εδώ δεν (ΔΕΝ) θα πιστοποιείς ότι το έργο έγινε, δηλαδή ιδού τα τιμολόγια, ιδού και το φυσικό αντικείμενο, εκταμίευση! Αλλά θα λες ποιον διαρθρωτικό στόχο έχει το κάθε έργο – π.χ. αντιστάθμιση της παύσης της λιγνητικής εκμετάλλευσης, ή πάλι προώθηση του περιβαλλοντικού διαχωρισμού των απορριμμάτων – θα σχεδιάζεις το έργο, θα το εκτελείς (εντάξει, με προκαταβολή...), ύστερα θα μετράς το αν το σκοπούμενο διαρθρωτικό αποτέλεσμα επήλθε (μειώθηκε η ανεργία στην Πτολεμαϊδα; αποκαταστάθηκε το εισόδημα των κατοίκων; μαζεύονται όντως τα σκουπίδια χωριστά, μπουκάλια, ντενεκέδια, πλαστικά; πάνε πάντως σε ανακύκλωση αντί για τον υπερήφανο ΧΥΤΑ;). Και μόνον άμα ανάψει πράσινο φωτάκι αξιολόγησης θα έχεις αποπληρωμή – αφού βέβαια δείξεις τα τιμολόγια και το φυσικό αντικείμενο. Λείπει κάτι; Περικοπή! Σου κόστισε κατιτίς παραπάνω; Μένεις στο εγκεκριμένο! Κυρίως όμως: δεν επιτυγχάνεται η διαρθρωτική σου μεταρρύθμιση; Καλοδεχούμενο το έργο, αλλά... με εθνικούς πόρους!
Αυτό θα ήταν η «μια ακόμη χαμένη ευκαιρία».

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 8/11/2020. 

Η υποχώρηση των αμοιβών εργασίας και το «σοκ απασχόλησης»

Την δημοσιογραφική/δημόσια προσοχή άδραξε το εύρημα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ ότι το β' 3μηνο του 2020 ένα 12% των απασχολουμένων, υπό τις συνθήκες της κρίσης του κορωνοϊού, βρίσκεται με μηνιαίες αμοιβές μέχρι 200 ευρώ - και τούτο ενώ το ίδιο διάστημα πέρυσι μόλις το 1% των απασχολουμένων βρισκόταν σ' αυτήν την δεινή οικονομική κατάσταση.
Εκείνοι που βρίσκονται με εισόδημα 400-600 ευρώ (δηλαδή εκεί περίπου όπου κινείται το επίπεδο στήριξης των 533 ευρώ των ευρισκόμενων σε αναστολή) αποτελούν πλέον το 12,3% έναντι του 16,3% πέρυσι. Το κυριότερο, όμως είναι ότι ο μέσος μηνιαίος μισθός πήγε πίσω κατά ένα 10%, ενώ το 31% των απασχολουμένων εισέπραττε λιγότερο απο τον κατώτατο μισθό (ο οποίος, παρά την αύξησή του (τον Φεβρουάριο του 2019) στα 650 ευρώ/μήνα συνεχίζει να υπολείπεται εκείνου που το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ θεωρεί επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Την ίδια στιγμή, πάντα σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ έχουμε το β' 3μηνο της χρονιάς ένα πραγματικό «σοκ απασχόλησης» λόγω της πανδημίας, καθώς ο δείκτης των συνολικών ωρών απασχόλησης σε βασικές θέσεις εργασίας βρέθηκε σε κατάρρευση: 62 μονάδες το β' 3μηνο του 2020 έναντι 85,1 μονάδων στο τέλος του 2019. Πριν την κρίση του Covid-19, ένα 73% των εργαζόμενων πετύχαινε να καταγράψει υπερωρίες (με ό,τι αυτό συνεπάγεται εισοδηματικά), ενώ στο β' 3μηνο του 2020 το ποσοστό αυτό πήγε πίσω στο 55% (αν το δει κανείς λεπτότερα/κλαδικά, η συγκέντρωση υπερωριών σε κλάδους όπως το λιανεμπόριο/τρόφιμα σημαίνει ότι αλλού στην οικονομία η υποχώρηση είναι αισθητά μεγαλύτερη).
Το προσωρινό πάγωμα του κανόνα της υπερεργασίας δημιουργεί την εικόνα μιας αγοράς εργασίας «όπου έχουν ανατραπεί θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα και έχει επιβληθεί de facto κατάργηση του οκταώρου και ρευστοποίηση του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας» συνεχίζει η τοποθέτηση ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Αυτή η πορεία προς κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων «αποκαλύπτει την πολιτική κενότητα της ρητορικής για μετάβαση της χώρας σε ένα δίκιο υπόδειγμα βιώσιμης μεγέθυνσης».
Μια τέτοια ματιά στον κόσμο των εργασιακών, ερχόμενη να συνδυαστεί με την συνεχιζόμενη ύφεση και την εντεινόμενη συνολική ευθραυστότητα της οικονομίας - και μάλιστα με την ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών η οποία «κούρεψε» σχεδόν 4 δις το β' 3μηνο της χρονιάς είναι αναγκαίο να συνοδεύει κάθε πρόβλεψη για την συνέχεια των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς αυτή έχει πλέον σαφώς επανακάμψει και εγκατασταθεί.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr την 1/11/2020. 

Οι δύο φανατισμοί

Στο πλαίσιο της πρόσφατης τραγωδίας στην Γαλλία, υπάρχουν δύο διαφορετικού τύπου φανατισμοί. Ο φανατισμός του τρομοκράτη που αποκεφάλισε τον Σαμουήλ Πατί και ο εκλεπτυσμένος φανατισμός του διανοητή που πιστεύει στο δικαίωμα της απόλυτης, άνευ ορίων ελευθερίας του λόγου – με αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση των σκίτσων του Μωάμεθ.
Ο αποτρόπαιος αποκεφαλισμός του Σαμουέλ Πατί από έναν τσετσένο τρομοκράτη γέμισε με φρίκη όλους τους γάλλους. Για να καταλάβουμε τον βαθμό της φρίκης πρέπει να συνδέσουμε τα πρόσφατα γεγονότα με τις δολοφονίες στο Σαρλί Εμπντό και στο Μπατακλάν το 2015.
Ο γάλλος πρόεδρος αντέδρασε άμεσα με μια σειρά από μέτρα εναντίον οργανώσεων και ατόμων που θεωρούνται πως έχουν σχέση με ισλαμικού τύπου φανατισμό. Έτσι ετέθη εκτός νόμου η μουσουλμανική οργάνωση «Σεΐχης Γιασίν», έκλεισε για έξι μήνες το Τζαμί Παντέν στο Παρίσι, καταργήθηκε η «Κολεκτίβα κατά της ισλαμοφοβίας» κτλ. Επιπλέον αποφασίστηκε η απομάκρυνση ξένων ιμάμηδων από τη χώρα και η πιθανή απέλαση υπόπτων για θρησκευτικό φανατισμό που βρίσκονται παράνομα στη χώρα. Τέλος ο Μακρόν, ακολουθώντας τον αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ κράτους και εκκλησίας, απαγόρευσε μια σειρά από πρακτικές όπως για παράδειγμα τον διαχωρισμό μεταξύ ανδρών και γυναικών σε χώρους όπως τα κολυμβητήρια.
Τα περισσότερα από τα παραπάνω μέτρα δικαιολογούνται στο πλαίσιο ενός εντεινόμενου τζιχντισμού όχι μόνο στην Γαλλία, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Από την άλλη μεριά όμως, ο φωτισμός δημόσιων κτηρίων με τα σκίτσα του Σαρλί Εμπντό για τον Μωάμεθ ήταν ένα σοβαρό λάθος. Πώς θα αντιδρούσαν για παράδειγμα οι χριστιανοί σε σκίτσα που θα εξευτέλιζαν το πρόσωπο του Χριστού; Βέβαια υπάρχει το επιχείρημα πως, αντίθετα με την Καινή Διαθήκη, το Κοράνι νομιμοποιεί την χρήση της βίας εναντίον απίστων. Σε αυτή την περίπτωση όμως ξεχνάμε τις θηριωδίες των Σταυροφοριών και τους θρησκευτικούς πολέμους του 16ου αιώνα στην Ευρώπη. Νομίζω πως το δικαίωμα στην απόλυτη ελευθερία του λόγου είναι απαράδεκτο.
Πρόκειται για ένα νεωτερικό φανατισμό που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Το ότι το Σαρλί Εμπντό εξακολουθεί να γελοιοποιεί τον Μωάμεθ μέσω σκίτσων είναι απίστευτο. Κυρίως όταν ο σκιτσογράφος σίγουρα γνωρίζει πως αυτού του είδους τα αντιισλαμικά σκίτσα οδηγούν σε αθώα θύματα – όπως έγινε στην περίπτωση του Πατί. Τέτοιου είδους συμπεριφορές οδηγούν ένα μεγάλο μέρος του γαλλικού πληθυσμού στην εχθρότητα απέναντι στους μουσουλμάνους γενικά. Αλλά όπως είναι γνωστό η πλειοψηφία των μουσουλμάνων στην Γαλλία και αλλού καταδικάζει τους ισλαμιστές τρομοκράτες. Επιπλέον, οι μουσουλμάνες γυναίκες έχουν ανακουφιστεί από την κρατική απαγόρευση πρακτικών όπως η απαίτηση του πιστοποιητικού παρθενίας που συχνά τους επιβάλλεται.
Συμπερασματικά, η πίστη στην απόλυτη ελευθερία του λόγου είναι και αυτή ένας φανατισμός που συχνά οδηγεί στη μισαλλοδοξία. Σε πολλές χώρες η λεκτική απαξίωση ομάδων που κάποιος αντιπαθεί είναι παράνομη. Ο μόνος φανατισμός που είναι νόμιμος είναι ο φανατισμός εναντίον κάθε φανατισμού. Μόνο αυτή η θέση μπορεί να οδηγήσει σε έναν ειρηνικό, πολυπολιτισμικό κόσμο.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 29/10/2020. 

Τα κίνητρα του Ερντογάν

«Η ιστορία μας μάς επιβάλλει να παρέμβουμε όπου υπάρχει αδικία στην περιοχή μας» είπε ο Ρ.Τ.Ερντογάν (15/10). Αυτή είναι η κεντρική ιδέα Του Στρατηγικού Βάθους του Α. Νταβούτογλου: Συγκρίνει τη «δυναμική» και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του Αμντουλχαμήτ Β' με τη συντηρητική του Μουσταφά Κεμάλ και βγάζει το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν «τα οθωμανικά κατάλοιπα» για πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς.
Με τον όρο «κατάλοιπα» (bakiye) νοούνται οι μουσουλμανικές μειονότητες στα Βαλκάνια και οι πρώην υπήκοοι του Οθωμανικού Κράτους στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική.
Έκτοτε αυτή η ιδέα των τριών ηπείρων και πολλών θαλασσών άρεσε και εκφράστηκε συχνά στην Τουρκία. Ο ΡΤΕ δεν έχει τα εφόδια για να αναπτύξει και να θεμελιώσει μια τέτοια θεωρία, αλλά θα μπορούσε να την οικειοποιηθεί και να την εφαρμόσει. Και μάλλον αυτό κάνει. Μόνο που αυτήν τη φορά αυτή η πολιτική βιώνεται ως φάρσα.
Η πολιτική των ύστερων χρόνων του οθωμανικού κράτους ήταν όντως πολυδιάστατη αλλά βασιζόταν σε συμμαχίες. Π.χ., οι Ρώσοι βόηθησαν τους Οθωμανούς για να ανακαταλάβουν τα Επτάνησα από τους Γάλλους (1799) και μετά για να απωθήσουν τον αιγυπτιακό στρατό που προχωρούσε προς την Κων/πολη (1833). Η Αγγλία και Γαλλία πολέμησαν στην Κριμαία κατά των Ρώσων ως σύμμαχοι των Οθωμανών (1853-6). Ο ΡΤΕ έχει μόνο εχθρούς.
Ο Απντουλχαμήτ είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη του ισλαμικού κόσμου με την επίκλησή στον Ιερό Πόλεμο, ενώ ο ΡΤΕ έχει γίνει ο βασικός εχθρός του αραβικού κόσμου. Αυτά είναι τα αποτελέσματα όταν οι ευχάριστες αυταπάτες αντικαθιστούν τη γνώση και την κριτική σκέψη.
Μια άλλη ερμηνεία της ακατανόητης συμπεριφοράς του ΡΤΕ είναι ότι - και με την παρότρυνση κάποιων αντιδυτικών κύκλων - παίζει ένα παιχνίδι υπερβολικών απαιτήσεων, που αν στο τέλος δεν επιτύχει θα μπορούσε εναλλακτικά να αλλάξει στρατόπεδο με την απομάκρυνσή του από τη Δύση. Ο ΡΤΕ βλέπει ότι το «μοντέλο» διακυβέρνησης που έχει κατά νου και που θα του εξασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία δεν μπορεί να εφαρμοστεί όντας προσκολλημένος στο Δυτικό Κόσμο.
Οι παράτολμες πρωτοβουλίες του ΡΤΕ δεν συμπίπτουν με τα συμφέρονται της Τουρκίας. Και αυτό είναι κατανοητό. Το καθεστώς είναι προσωποπαγές και η ταύτιση του κράτους με τον ηγέτη απόλυτη. Για να γίνουν κατανοητές οι στρατηγικές της Τουρκίας θα πρέπει πρωτίστως να φανούν τα προσωπικά κίνητρα του ΡΤΕ.
Μια άλλη διάσταση των κινήτρων του ΡΤΕ είναι ότι βρίσκεται δέσμιος των εθνικιστικών συμμάχων του: Των Γκρίζων Λύκων του Μπαχτσελή και των στρατιωτικών με τους οποίους συμμάχησε μετά το πραξικόπημα του 2016. Βέβαια αυτές οι ερμηνείες δεν είναι αλληλοαναιρούμενες. Κάλλιστα θα μπορούσε ο ΡΤΕ να είναι μια σύνθεση αυτών.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 24/10/2020. 

Ελληνοτουρκικά: Ένα διπλό αδιέξοδο

Στη σημερινή συγκυρία και η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση, με διαφορετικό τρόπο, οδηγούν τη χώρα σε ένα αδιέξοδο ως προς τις θέσεις τους για τα ελληνοτουρκικά θέματα. Αδιέξοδο που πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε ένα θερμό επεισόδιο και σε στρατιωτική σύγκρουση.

Η κυβέρνηση

Όπως ανέπτυξα σε προηγούμενο άρθρο μου (ΝΕΑ 19/10/20) η θέση της κυβέρνησης είναι πως υπάρχει μια μόνο διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η διαφορά σε σχέση με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Μπορεί αυτή η θέση να είναι νόμιμη τη βάση της Συνθήκης της Λωζάννης. Σίγουρα όμως κινδυνεύει να οδηγήσει στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων, αν βέβαια αυτές ξεκινήσουν. Αυτό σημαίνει πως ο δρόμος προς τη Χάγη δεν θα είναι δυνατός. Πράγμα αρνητικό αφού μόνο μια διαιτησία του Διεθνούς Δικαστηρίου μπορεί να βοηθήσει στη λύση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Διαφορών που όντως υπάρχουν (για παράδειγμα η αποστρατικοποίηση των νησιών στην οποία καταφύγαμε λόγω της 4ης τουρκικής στρατιάς στη Σμύρνη, διάφορες βραχονησίδες που και οι δύο χώρες θεωρούν δικές τους).
Με βάση τα παραπάνω, όπως πολλοί πιστεύουν, μόνο η Χάγη μπορεί να βοηθήσει Φυσικά σε αυτή την περίπτωση θα πάρουμε αλλά και θα δώσουμε.
Όσο για το επιχείρημα ότι η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να προσφύγει στη Χάγη αυτό είναι πιθανό. Αλλά και η δική μας συμπεριφορά τις προηγούμενες δεκαετίες δείχνει πως και εμείς αποφεύγουμε τη Χάγη. Και αυτό διότι σίγουρα δεν θα πετύχουμε τους μαξιμαλιστικούς μας στόχους.

Η αξιωματική αντιπολίτευση

Η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να επεκτείνει η χώρα τα χωρικά της ύδατα νοτίως της Κρήτης και αργότερα στο Καστελλόριζο είναι επίσης επικίνδυνη. Πολύ απλά ρίχνει λάδι στη φωτιά. Ο Ερντογάν είναι όντως απρόβλεπτος αλλά σε αυτή την περίπτωση για μια επέκταση από τα 6 στα 12 μίλια η αντίδρασή του είναι σίγουρα προβλέψιμη. Με βάση το περίφημο casus belli θα αντιδράσει αμέσως με βίαιο τρόπο. Σε αυτή την περίπτωση η ΕΕ, εντός της οποίας η Γερμανία και άλλα μέλη της, για διάφορους λόγους θέλουν να έχουν καλές σχέσεις με την Τουρκία θα αντιδράσουν στα λόγια αλλά όχι στην πράξη. Το ίδιο θα συμβεί και με τις ΗΠΑ. Όποιος και αν κερδίσει τις επόμενες εκλογές δεν θα μπορέσει να εμποδίσει τη βίαιη αντίδραση του Τούρκου Σουλτάνου.
Όσο για την επιβολή σοβαρών κυρώσεων η ΕΕ δεν έχει δείξει ότι τελικά θα κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Αλλά ακόμη και αν ληφθούν κυρώσεις ο Ερντογάν σίγουρα θα τις αγνοήσει. Γιατί εάν δεν το κάνει θα μειωθεί κατακόρυφα η δημοτικότητά του στο εσωτερικό της χώρας. Με άλλα λόγια ο Τούρκος Πρόεδρος είναι αδύνατον να μην αντιδράσει χρησιμοποιώντας βία.
Σίγουρα δεν μας συμφέρει μια ελληνοτουρκική πολεμική σύγκρουση είτε τελικά κερδίσουμε είτε όχι. Ένας πόλεμος θα μας πάει δεκαετίες πίσω οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Αλλά το πιο βασικό είναι πως θα χαθούν ανθρώπινες ζωές σε μια διαμάχη που θα μπορούσε να αποτραπεί.

Συμπέρασμα

Και η στρατηγική της κυβέρνησης και αυτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενέχει πολύ σοβαρούς κινδύνους. Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης είναι η ΝΔ να μη επιμείνει στη μαξιμαλιστική της θέση. Όσο για το ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία πρέπει να ξεχάσει τη θέση περί επέκτασης των χωρικών υδάτων από τα 6-12 μίλια.
Πιο γενικά είναι καιρός οι κύριες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, η ΝΔ, το ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, και το ΚΙΝΑΛ, να συμφωνήσουν σε μια κοινή στρατηγική έναντι της Τουρκίας. Είτε μας αρέσει είτε όχι δεν είναι δυνατόν να αναβάλουμε επ' άπειρον μια σοβαρή προσπάθειας συμφιλίωσης, αναβολή που οδηγεί σε σπατάλη σε εξοπλισμούς. Πρέπει να τα βρούμε με τη γείτονα χώρα και ο μόνος τρόπος είναι μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου. Άλλη λύση δεν υπάρχει.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 24/10/2020. 

Συζητώντας με τις αγορές

Και με τα δυο συγκριτικά στοιχεία αν φέρει σε αντιπαραβολή κανείς το κόστος του 15ετους ομολόγου που εκδόθηκε την περασμένη βδομάδα από τον ΟΔΔΗΧ – επιτόκιο στην έκδοση του προηγούμενου τέτοιου χαρτιού και απόδοση εκείνου του 15ετούς την παραμονή της νέας έκδοσης – βγάζει θετικό/ευχάριστο συμπέρασμα. Με 1,9% είχε βγει για τέτοια διάρκεια στην αγορά η Ελλάδα στα μέσα Φεβρουαρίου της φετινής χρονιάς, δηλαδή ακριβώς προτού βυθιστούμε στην περιπέτεια του Covid-19, κάτω του 1,2% χρειάστηκε να πληρώσει τώρα για τα δύο δις που άντλησε.
Ενώ στο 1,12% ήταν η απόδοση του 15ετους δυο μέρες πριν την έκδοση (που απετέλεσε εκ νέου άνοιγμα επανέκδοση του τίτλου), που είχε «τσιμπήσει» από ένα εύρος 0,92%-1% των τελευταίων ημερών όσο ακούγονταν οι προοπτικές κίνησης του ΟΔΔΗΧ (και στο 10ετές είχε παρατηρηθεί κινητικότητα, από αποδόσεις κάτω του 0,80% σε 0,91%).
Ασφαλώς όλη αυτή η θετική εικόνα μιας ακόμη προσέλευσης της Ελλάδας στις αγορές κεφαλαίου στην τόσο ευαίσθητη αυτή καμπή της πανδημίας έχει την βασική της εξήγηση στις δυνατότητες που παρέχει ο πελώριος όγκος κεφαλαίων που κινητοποιήθηκε τους τελευταίους μήνες με την αντισυμβατική νομισματική πολιτική και τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις ανά τον κόσμο, πάντως στην Ευρώπη, στην προσπάθεια ανάσχεσης της ύφεσης λόγω Covid. Ειδικά στην Ελληνική περίπτωση, η αποδοχή του (ακόμη) junk-rated Ελληνικού χαρτιού στις παρεμβάσεις της ΕΚΤ – έχει σηκώσει περί τα 12 δις Ελληνικών ομολόγων τους τελευταίους μήνες – παίζει καθοριστικό ρόλο. Όμως η σταθερή στάση της Κυβέρνησης, τελικά οι τεχνικοί χειρισμοί του ΟΔΔΗΧ και των διεθνών συμβούλων του, έχουν οδηγήσει σε μια ενδιαφέρουσα συνομιλία με τις αγορές, που σίγουρα βοηθιέται και με το ότι όσοι «μπήκαν» τα τελευταία δυο χρόνια στο Ελληνικό χαρτί, βρέθηκαν να καταγράφουν ενδιαφέροντα κέρδη κεφαλαίου έχοντας κλειδώσει σχετικά υψηλά επιτόκια. Ακόμη πιο σημαντικό, αν και δεν σχολιάζεται συχνά: την σχετική θέση του Ελληνικού χαρτιού δεν κλόνισε, σε καμιά φάση των τελευταίων μηνών, κάτι σαν αντίληψη πολιτικού κινδύνου των αγορών από την ένταση στην περιοχή μας, ιδίως από την επιδείνωση των Ελληνοτουρκικών.
Με την ευκαιρία αυτή, ας έχουμε σημειώσει ότι την ίδια ώρα που ο Χρήστος Σταϊκούρας καλωσόριζε τα 2 δις ευρώ που άντλησε η Ελλάδα με 8πλάσια εκδήλωση ενδιαφέροντος – διαμορφώνοντας πλέον ένα πουγκί/μαξιλάρι σχεδόν 40 δις ευρώ για τους μήνες αβεβαιότητας μπροστά της: η έκδοση του 15ετούς είναι η πέμπτη για φέτος, καθώς μετά την ανάλογη του Φεβρουαρίου είχαμε 7ετές, συν δυο φορές 10ετές – οι δυο σειρές του από κοινού δανεισμού της ΕΕ με 10ετή και 20ετή διάρκεια (βέβαια με βαθμολογία ΑΑΑ) και στόχο άντλησης 10+7 δις ευρώ για το πρόγραμμα SURE (κάλυψη της απειλής στην αγορά εργασίας) γνώρισαν ενθουσιώδη υπερκάλυψη, στην περιοχή των 230 δις ευρώ, με αρνητικό επιτόκιο ευνοϊκότερο του -0,20%. Η μαζική έξοδος της ΕΕ με αυτά τα «κοινωνικά ομόλογα» (έπονται τους επόμενους μήνες τα «πράσινα ομόλογα» για τον κορμό του Ταμείου Ανάκαμψης) έφερε κάποια προβλήματα, που είδαμε παραπάνω, στις αποδόσεις των ομολόγων του Νότου – και τα δικά μας. Για όσους πάντως θέλουν μιας τάξη μεγέθους της συνολικής κίνησης εκδόσεων ομολόγων στην Ευρωζώνη, φέτος, μέχρι στιγμής έχει ξεπεράσει το 1,5 ΤΡΙΣεκατομμύρια ευρώ.
Επιστρέφοντας στα δικά μας, να σημειώσουμε ότι αυτή η πρακτική της συνεχούς συζήτησης με τις αγορές, με την οποία διαδοχικές εκδόσεις πιέζουν προς τα κάτω το οριακό κόστος του χρέους – ας σημειωθεί και το ότι τα έντοκα γραμμάτια, που από την περιοχή των 10 δις προ Covid αυξήθηκαν κάπου στα 13 δις, με τις διάφορες σειρές να περνούν σταδιακά σε αρνητικά επιτόκια... - και ομαλοποιούν την καμπύλη των αποδόσεων – δείχνει να πετυχαίνει. Την ίδια ώρα που χρηματοδοτεί, με τρέχοντες πόρους, τις απαραίτητες παρεμβάσεις στήριξης λόγω Covid, πολύ προτού αρχίσουν να εισρέουν πόροι από τις Ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες.

*Δημοσιεύτηκε στο economia.gr στις 24/10/2020. 

Θα βελτιωθεί ή θα στραβώσει το Ταμείο Ανάκαμψης;

Στα χέρια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – της παράδοσής του να παρεμβαίνει στα θέματα της Ε.Ε μέσω του Προϋπολογισμού και των Διαρθρωτικών Ταμείων, αλλά και των πολιτικών ισορροπιών του – βρίσκεται από την περασμένη εβδομάδα το Ταμείο Ανάκαμψης/Next Generation EU (η συντομογραφία «NGEU» κρίθηκε ότι δεν είναι επαρκώς εμπνευστική, οπότε στις Βρυξέλλες της εποχής von der Leyen αναζητείται νέα κωδικοποίηση), με το οποίο και με την από κοινού έκδοση/αμοιβαιοποίηση χρέους της ΕΕ που συνεπάγεται θεωρήθηκε ότι μπήκε σε νέα φάση, το φετινό καλοκαίρι, η πορεία της Ένωσης.
Υπό την πίεση της πραγματικότητας της πανδημίας του κορωνοϊού, που επανέρχεται, καθώς και της συνειδητοποίησης της οικονομικής αποδιάρθρωσης που φέρνει η πανδημία – προσοχή!, τόσο σε κατεύθυνση συνολικής υποχώρησης του ΑΕΠ, όσο και σε επίπεδο επιδείνωσης των ανισοτήτων εντός ΕΕ... - το Συμβούλιο και η Επιτροπή επιτάχυναν την οριστικοποίηση του βασικού κορμού των 750 δις ευρώ που αποτελεί με 672,5 δις ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), μέσα στον οποίο πάνω από τα μισά «δεσμεύονται» για ψηφιακό μετασχηματισμό (20%) και κυρίως για πράσινη μετάβαση (37%). Αυτά τα ποσοστά – όπως φθάνει η πρόταση στο ΕυρωΚοινοβούλιο – θα οφείλουν να αντανακλώνται στα Εθνικά Σχέδια που θα υποδέχεται από 15/10, δηλαδή αύριο, η Επιτροπή, πλην όμως θα μπορούν και να οριστικοποιηθούν μέχρι τις αρχές της άνοιξης 2021.
Από τα υπόλοιπα κονδύλια του ΝGEU, ποσοτική σημασία αλλά και καθοδηγητική λειτουργία θα έχουν τα 47,5 δις ευρώ της Πολιτικής Συνοχής (REACT-EU) και τα ψαλιδισμένα 10 δις του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης (αρχικά προβλέπονταν 40 δις), που μας αφορά στοχευμένα λόγω επιτάχυνσης της απολιγνιτοποίησης.
Γιατί όμως αναφερθήκαμε εξαρχής στον τωρινό ρόλο του Ευρωκοινοβουλίου, καθώς η βασική προσδοκία είναι «να κάνει γρήγορα», ώστε να πλησιάσει η ώρα οριστικοποίησης των νομικών πράξεων που συναπαρτίζουν το NGEU και συνεπώς να ξεκινήσει η πορεία προς υλοποίηση; Η απάντηση είναι ότι από το Κοινοβούλιο αναμενόταν αρχικά μια πολιτική και μόνον «ανάγνωση», υπό την έννοια της επιμονής στους όρους τήρησης θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των χωρών που θα ζητήσουν ενισχύσεις NGEU. Αυτό το ζήτημα πάντα απασχολεί το ΕυρωΚοινοβούλιο, και επειδή χώρες όπως (μαντέψτε!) Ουγγαρία και Πολωνία θεωρούν ότι πλήττονται απ' αυτήν την συζήτηση, μόνον καθυστέρηση θα μπορούσε να προκύψει – άλλωστε σε χώρες σαν αυτές «απειλείται» και προκύψει πρόβλημα σε επίπεδο κύρωσης των Ευρωπαϊκών τελικών αποφάσεων από τα εθνικά τους Κοινοβούλια.
Όμως, έτσι όπως οριστικοποιήθηκε το πλαίσιο του NGEU από Επιτροπή και Συμβούλιο (για να συντμηθεί ο χρόνος, οι υπουργοί άφησαν την τελική διαμόρφωση σε επίπεδο Μόνιμων Αντιπροσώπων, που τα πήγαν όντως γρήγορα) υπάρχουν ζητήματα λειτουργικότητας. Ορισμένα μας αφορούν, ως Ελλάδα, πολύ άμεσα. Θα θελήσει να ασχοληθεί διορθωτικά το ΕυρωΚοινοβούλιο;
Πρώτο ζήτημα είναι ο συνδυασμός της υποχρέωσης των Εθνικών Σχεδίων να συμμορφώνονται με τις διαρθρωτικές συστάσεις του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου («χρηματοδοτική στήριξη μαζί με μεταρρυθμίσεις», όπως εξαρχής το μάθαμε με την Έκθεση Πισσαρίδη). Και μπορεί αυτό να ακούγεται γενικό, όμως εδώ έρχεται και το ότι η – σταδιακή – εκταμίευση κονδυλίων θα απαιτεί όχι μόνον την, κατά την λογική των Διαρθρωτικών Ταμείων, απόδειξη της υλοποίησης σε εθνικό επίπεδο των έργων και παρεμβάσεων (πληρωμές και φυσικό αντικείμενο) αλλά και την «απόδειξη» ότι επιτυγχάνονται, στα σχετικά ορόσημα/milestones , οι υπεσχημένοι μεταρρυθμιστικοί στόχοι. Αυτός ο μηχανισμός μπορεί να αποδειχθεί δυσάρεστα απαιτητικός: παίρνεις την προβλεπόμενη προκαταβολή του 10% (και αυτή θα επιδιωχθεί, ακούμε, στο Ευρωκοινοβούλιο να βελτιωθεί, με επιχείρημα ότι ήδη «πάμε για δεύτερο 6μηνο του 2021» ενώ οι ανάγκες πανδημίας είναι άμεσες, εδώ και τώρα) αλλά «κολλάς» λίγο παρακάτω.
Τρίτο ζήτημα, οι πολύ περιορισμένες δυνατότητες για τροποποίηση των Εθνικών Σχεδίων, άπαξ και αυτά εγκριθούν: η έλλειψη ελαστικότητας, ιδίως υπό τις συνθήκες ακραίας πίεσης λόγω συνεχιζόμενης πανδημίας, τέθηκε και σε επίπεδο Συμβουλίου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Θα θελήσει το ΕυρωΚοινοβούλιο να θυμηθεί την τάση που είχε - όταν ξεκινούσαν τα Διαρθρωτικά Ταμεία - να ενδιαφέρεται για την ειλικρινή αποτελεσματικότητα των Ενωσιακών παρεμβάσεων;
Ενώ λοιπόν σ' εμάς η συζήτηση θα συνεχίζεται στο ποιος/πώς θα συμμετάσχει στην πίτα των προσδοκώμενων 32 δις (19,5 grants/12,5 δάνεια) και μάλιστα εμπροσθοβαρώς, το 2021-23 όσο κι αν ο ορίζοντας υλοποίησης φθάνει μέχρι το 2026, δυνητικά σημαντικότερα ζητήματα θα βρεθούν υπό συζήτηση. Αν, βέβαια, το θελήσει το Κοινοβούλιο. Πεδίον δόξης λαμπρόν για τους Έλληνες Ευρωβουλευτές, αν και αυτή την εποχή δεν συγκεντρώνουν τα θέματα συνοχής/περιφερειακής ανάπτυξης/προϋπολογισμού το ενδιαφέρον τους.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 18/10/2020. 

Προϋπολογισμός: μια έννοια με όχι-πάντα-ένδοξο παρελθόν

Είχε επικρατήσει, επί δεκαετίες αυτό, ο Προϋπολογισμός – πάντα ρεαλιστικός, αναπτυξιακός και φιλολαϊκός κατά την (εκάστοτε) Κυβέρνηση, πάντα αντιλαϊκός, αναξιόπιστος και αντιαναπτυξιακός κατά την (αντίστοιχη) Αντιπολίτευση – να αποτελεί κάτι σαν ευχή του πολιτικού συστήματος.
Στην μελέτη των Χαρδούβελη/Σαμπανιώτη/Δαβριδάκη στο κλείσιμο του 2006, είχε καταγραφεί ότι στο διάστημα 1982-2005 κάθε χρόνο το έλλειμμα έπεφτε έξω σε σχέση με το προϋπολογισμένο, κατά έναν σεβαστό μέσο όρο -6,3%. Μάλιστα στην πρώτη περίοδο του 1982-1993 (δυο τετραετίες ΠΑΣΟΚ/Ανδρέα Παπανδρέου ύστερα Οικουμενική και περίοδος Ν.Δ./Μητσοτάκη) το έλλειμμα έπιανε κατά μέσο όρο ένα -8,2% σε αστοχία. Ύστερα, το 1993 μέχρι και το 2005 (οκταετία ΠΑΣΟΚ/Σημίτη, αρχές ΝΔ/Καραμανλή) προσγειώθηκε σε ένα μέσο όρο -3,9%. Βλέπετε, ήταν και η πειθαρχία ενόψει Ευρωζώνης που λειτούργησε, ήταν και το ζεμάτισμα δυο φορές την δεκαετία του΄80, μια στις αρχές του ΄90! Άλλωστε – ήταν και η παράξενη εξαίρεση υπουργίας Αλέκου Παπαδόπουλου, όπου η συνεπής εκτέλεση του Προϋπολογισμού έγινε κεντρική αξία: το επισήμαινε τακτικά/θαυμαστικά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πράγμα που δεν έκανε τον Αλ. Παπαδόπουλο προσφιλέστερο στον δικό του χώρο...
Το τι ακολούθησε στο κλείσιμο της περιόδου 2007-09 δεν χρειάζεται πολλή μελέτη – το εισπράξαμε ως εμπειρία με τον σάλο για τα Greek Statistics, είτε κανείς δεχθεί ως έλλειμμα το -15,4%, είτε προτιμήσει το -12,7% με το οποίο μπήκαμε στον χλοερό λειμώνα των Μνημονίων. Από εκεί και πέρα, η δημοσιονομική ισορροπία και μάλιστα η υπεραπόδοση της δημοσιονομικής διαχείρισης προκειμένου να επιτυγχάνονται τα υπεσχημένα δημοσιονομικά πλεονάσματα μετά το Μνημόνιο-2, πειθάρχησε «διαφορετικά» τους Προϋπολογισμούς. Χτίζοντας μέχρι και αντανακλαστικά υπερπλεονασμάτων. Όταν πλέον, μετά το 2018, βρεθήκαμε εκτός Μνημονίων αλλά σε ενισχυμένη εποπτεία, το πρωτογενές πλεόνασμα πήγαινε να γίνει αυτοματισμός.
Όσο για το καημένο τον Προϋπολογισμό του 2020, το προβλεπόμενο αρχικά πρωτογενές πλεόνασμα βούλιαξε ούτως ή άλλως σε πρωτογενές έλλειμμα -1,9% κατά το Πρόγραμμα Σταθερότητας, με το ΔΝΤ να κάνει λόγο για -5,1% λόγω της πανδημίας του Covid-19 και των οικονομικών του επιπτώσεων με τον στραγγαλισμό της δραστηριότητας των επιχειρήσεων και την υποχώρηση των εισοδημάτων. Οπότε η συζήτηση πήγε σε άλλο επίπεδο : πώς θα διατηρηθεί η τόνωση της οικονομίας, ώστε να μην προκύψει μονιμότερη/ανεπίστροφη βλάβη. Όμως...
...Όμως, οι παλιές συνήθειες δεν προσπερνιούνται εύκολα. Πηγαίνοντας πίσω στην μελέτη Χαρδούβελη κ.α., βλέπουμε την διαπίστωση ότι – «σύμφωνα με ενδελεχή οικονομετρική ανάλυση» - οι Κυβερνήσεις τείνουν πρώτα να προϋπολογίζουν τα έσοδα, ύστερα να οριοθετούν τις δαπάνες τους. Στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού, πρώτα «φεύγουν» τα έσοδα, ύστερα το ιξώδες των δαπανών φέρνει την αστοχία.
Τώρα, τι έχουμε μπροστά μας; Με πρωτογενές έλλειμμα- 1% του ΑΕΠ – και όχι με τον ισοσκελισμένο Προϋπολογισμό που είχε λίγο-πολύ προανακοινωθεί – ξεκινάει το ΥΠΟΙΚ τον πλου προς την δημοσιονομική διαχείριση του 2021. Και τούτο ενώ και οι υπερατλαντικοί παρατηρητές προτείνουν κάτι στην περιοχή του -2% - όλα αυτά, θυμίζουμε, με την αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας λόγω κορωνοϊού και για την επόμενη χρονιά να έχει συμπαρασύρει και την υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα. Όσο κι αν ο Κλάους Ρέγκλινγκ καλούσε σε συντηρητική πορεία, επαινώντας την αυτοσυγκράτηση.
«Βγαίνουν» τα νούμερα; Με την επιμονή πρόβλεψης για φετινή ύφεση γύρω στο 8% (8,2% αντί αρχικής πρόβλεψης 7,9%) - και τούτο παρά ένα β΄3μηνο της χρονιάς όπου η βύθιση ξεπέρασε το 15% παρά και την συνέχιση της διάψευσης για μια ανθεκτική τουριστική χρονιά μετά τα μέσα Αυγούστου, παρά και την δυσάρεστη τροπή που πήρε η υγειονομική διάσταση τις τελευταίες εβδομάδες – επιχειρεί το ΥΠΟΙΚ να δείξει/να προσκαλέσει ψυχραιμία για το 2021. Η βάση αυτή, την οποία επιλέγει, θεωρεί ότι επιτρέπουν πρόβλεψη για ανάπτυξη/επαναφορά του ΑΕΠ σε επίπεδο 5,5% για την ερχόμενη χρονιά – και τούτο ακόμη και χωρίς εισροή πόρων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (αλλιώς, η αισιοδοξία ξεφεύγει τελείως, με πρόσθετες 2 μονάδες ΑΕΠ).
Για τον Προϋπολογισμό 2021, το ΚΙΝΑΛ (δια της Φώφης Γεννηματά) εκτίμησε ότι είναι «απόλυτα εκτός πραγματικότητας και έωλο ως προς τις εκτιμήσεις του», ενώ η πρόβλεψη για ανάπτυξη 7,5% το 2021 χαιρετίζεται με δυο θαυμαστικά (!!) ως υποτιμητική «της νοημοσύνης του Ελληνικού λαού». Για μια φορά, σχετικά πιο συγκρατημένη η τοποθέτηση ΣΥΡΙΖΑ (με δίδυμη ανακοίνωση Έφης Αχτσιόγλου/Ευκλείδη Τσακαλώτου) που μιλούν για «ανεδαφικές και μη-ρεαλιστικές προβλέψεις» οι οποίες θα οδηγήσουν «με μαθηματική ακρίβεια σε επώδυνες αναθεωρήσεις εις βάρος της κοινωνίας», με αναφορά μέχρι και σε «νέα Μνημόνια». Βέβαια οι Χαρδούβελης κ.α. έλεγαν ότι δεν είναι τα λάθη προβλέψεων ρυθμού ανάπτυξης που φέρνουν τον εκτροχιασμό. Θα ισχύσει πάλι;

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 10/10/2020. 

Συνειδητοποιήσεις στα εργασιακά

Από 1ης Οκτωβρίου, λοιπόν, ισχύει η νέα πρωτοβουλία-πρόγραμμα για επιδότηση της απασχόλησης (λόγω συνεχιζόμενης κρίσης του Covid-19) που αφορά 100.000 νέες - προσδοκώμενες - θέσεις εργασίας. Με δικαιολογημένη, καταρχήν, θετική διάθεση αν μη υπερηφάνεια προβλήθηκε η έναρξη του προγράμματος από την Κυβέρνηση με αναφορά στην προϋπολογισμένη δαπάνη (345.000.000 ευρώ) καθώς και στην ανοιχτή λήξη, «μέχρις εξαντλήσεως των επιδοτουμένων θέσεων εργασίας». Η επιδότηση που προκρίθηκε αφορά την πλήρη κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών - εργοδότη και εργαζομένου - επί ένα 6μηνο (μάλιστα με συμπερίληψη της αναλογίας δώρων/επιδόματος αδείας) , ανεξαρτήτως δε του ύψους του συμφωνούμενου μηνιαίου μισθού (άρθρο 2 της σχετικής ΚΥΑ). Πρόσθετη επιδότηση 200 ευρώ/μήνα προνοείται για την πρόσληψη μακροχρόνια ανέργων.
Υπάρχουν όμως δυο προβλήματα, που θα ήταν εξαρχής χρήσιμο να έχουν συνειδητοποιηθεί. Το πρώτο αφορά το αν και κατά πόσον τώρα-τώρα, στην πιο ριψοκίνδυνη φάση της κρίσης/επανεκκίνησης της πανδημίας και μακράν π.χ. τουριστικής περιόδου, θα εμφανισθεί αληθινή ζήτηση από επιχειρήσεις για νέες προσλήψεις: αυτό, θα το δούμε μέσα στις επόμενες εβδομάδες, άντε μήνες. Το δεύτερο είναι πιο ευαίσθητο και ως εκ τούτου πιο σημαντικό: στην ΚΥΑ αναφέρεται ότι οι νεοπροσλαμβανόμενοι δεν θα πρέπει να απασχολούνται ήδη (λογικό/αυτονόητο), καθώς και ότι η επιχείρηση θα πρέπει να διατηρεί «για το χρονικό διάστημα των 6 μηνών που επιδοτείται» τουλάχιστον ίσο αριθμό εργαζομένων με εκείνον που είχε στα μέσα Σεπτεμβρίου, συν τους νεοπροσλαμβανομένους. Με επιμέλεια η ΚΥΑ (άρθρο 5) εξηγεί πώς μπορούν να υπάρξουν παρεκκλίσεις π.χ. με λήξη παλαιών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ή πάλι καταγγελία της σύμβασης λόγω ακαταλληλότητας του νεοπροσλαμβανομένου. Όμως... το νέο σύστημα παραμένει ανοιχτό (διάτρητο θα έλεγε κάποιος) στην προοπτική μέσω αυτού να γίνει - νομιμότατα - αντικατάσταση «παλιού προσωπικού», υψηλότερου κόστους, που μάλιστα διατηρήθηκε τους μήνες της πανδημίας. Αντικατάσταση όταν θα λήγει το 6μηνο της επιδότησης (οπότε και λήγει η υποχρέωση διατήρησης του συνολικού αριθμού απασχολούμενων) με νεοπροσλαμβανομένους υπό τους τωρινούς όρους των συμπιεσμένων αμοιβών σε μια αγορά διαταραγμένη από τα προγράμματα τύπου ΣΥΝ-Εργασία, ή με τις εκ περιτροπής ή δια τηλεργασίας μορφές εργασίας,. Οπότε η προσδοκία επιδότησης της απασχόλησης κινδυνεύει να καταλήξει μετά από λίγο σε υποχώρηση των επιπέδων αμοιβών, συνολικά.
Τουλάχιστον, όμως, το να βλέπει κανείς τις μελλοντικές εξελίξεις των εργασιακών μέσα από τις προοπτικές ενός προγράμματος κινήτρων για στήριξη της απασχόλησης - έστω και με τις αδυναμίες/παγίδες που είδαμε - είναι ένα πράγμα. Αρκετά διαφορετικό, το να προβάλλει στο μέλλον τις συνέπειες αποφάσεων με πολύ πιο εμφανές το στοιχείο της επιβολής, όπως η νομοθέτηση του 40% των εργαζομένων που από 4 Οκτωβρίου οφείλουν να απασχολούνται με τηλεργασία - στην Αττική, όπου πάντως βρίσκεται η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού , του οποίου η απασχόληση επιδέχεται τηλεργασία. Μετά την ενθουσιώδη προβολή της τηλεργασίας τόσο ως ασπίδας κατά της απειλής του Covid-19 όσο και ως συντελεστή επιτάχυνσης της ψηφιακής μετάβασης, τώρα εγκατασταθήκαμε σε υποχρεωτικότητα.
Πέρα από τις εντελώς πρακτικές πλευρές της υπόθεσης (πώς υπολογίζεται το 40%, ιδίως στις μικρότερες και μεσαίες επιχειρήσεις, των 7 ή των 11 ή των 39 εργαζομένων; ποιος/πώς παρέχει τον εξοπλισμό και την αξιόπιστη σύνδεση για την τηλεργασία; πώς συνδυάζεται η άσκηση εργοδοτικού δικαιώματος με αίτημα προτίμησης του εργαζόμενου που επικαλείται ότι ανήκει σε ευάλωτη ομάδα;) έρχεται στο προσκήνιο ένας διαταρακτικός παράγοντας. Ξεκίνησε/ξεκινάει να ισχύει μια υποχρεωτική ρύθμιση, η οποία μάλιστα ευρύτατα θεωρείται ότι θα προδιαγράψει μέλλον, αλλά το σχετικό μείζον θεσμικό νομοσχέδιο - το «εργασιακό Βρούτση» - θα κατατεθεί κάποτε εντός του Οκτωβρίου! Με υπεσχημένη ανοιχτή διαβούλευση - σωστά; Και ενσωμάτωση στο θεσμικό αυτό πλαίσιο επεξεργασιών των κοινωνικών εταίρων, πράγμα απόλυτα καίριο αν είναι μια τόσο σημαντική ρύθμιση να προχωρήσει με όρους συναίνεσης και εργασιακής ειρήνης.
Όταν όμως ήδη προτάσσεται υποχρεωτική εφαρμογή, πόσο πειστική θα είναι η αυριανή τελική διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου; Αν όντως η εργασιακή πραγματικότητα μορφοποιείται σήμερα, και αφήνεται ανοιχτό το να εγκαθιδρυθεί με βάση πιθανή αντιπαράθεση εργοδοτών - εργαζόμενων και με θεσμική απροσδιοριστία, κάτι λάθος υπάρχει στον υπολογισμό.
Στην «Ναυτεμπορική» της 17ης Σεπτεμβρίου, διερωτώμεθα ήδη τι θα λειτουργήσει ως φόντο της μετακίνησης της εργασίας προς την τηλεργασία και την εργασία από το σπίτι. Ήδη, στην Αντιπολίτευση το θέμα επιδιώκεται να εγκατασταθεί στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, όμως κλίμα για ουσιαστική συζήτηση δεν δείχνει να διαμορφώνεται. Επείγει να συνειδητοποιηθεί ότι στα εργασιακά η πατερναλιστική προσέγγιση κινδυνεύει να δυσλειτουργήσει – άσχημα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 3/10/2020.