1) Μια πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron Analysis (ΒΗΜΑ, 6/9/20) τίθεται η ερώτηση «Ποια είναι η πιθανότητα συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας;». Ένας μεγάλος αριθμός πολιτών (39%) απάντησε πως οι πιθανότητες θα είναι μεγάλες αν οι συνομιλίες βασιστούν σε θέματα που θα τεθούν και από τις δύο πλευρές. Από την άλλη μεριά, το 43% απάντησε πως οι συνομιλίες πρέπει να αφορούν θέματα που εμείς νομίζουμε πως είναι ανοιχτά. Τέλος, ένα 13% απάντησε πως δεν υπάρχουν πιθανότητες συνομιλιών.
2) Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, μήπως πρέπει η κυβέρνηση να αναθεωρήσει την τωρινή θέση της πως η βασική προϋπόθεση για την έναρξη των συνομιλιών είναι πως το μόνο θέμα προς συζήτηση είναι η διαφορά των δύο χωρών στο πλαίσιο της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ; Σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο, ο τούρκος υπουργός εξωτερικών Τσαβούσογλου επανέλαβε πως η Τουρκία θα δεχθεί τις διαπραγματεύσεις μόνο αν η ελληνική κυβέρνηση πάψει να θέτει προϋποθέσεις όπως αυτή πως η συζήτηση πρέπει να περιοριστεί στο θέμα υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ.
Η κυβερνητική στάση δεν είναι μόνο λανθασμένη αλλά και επικίνδυνη. Είναι λανθασμένη γιατί η νομολογία στην περίπτωση ενός νησιού μιας χώρας κοντά στις ακτές μιας άλλης χώρας έχει περιορισμένη επήρεια. Η αντίληψη πως το δίκαιο της θάλασσας νομιμοποιεί όλα τα επιχειρήματα μας είναι μια παρερμηνεία. Κάθε νομιμοποίηση εξαρτάται και από το πλαίσιο. Είναι για αυτόν τον λόγο που οι μόνες αποδεκτές λύσεις είναι τα υπερεθνικά δικαστήρια, όπως αυτό της Χάγης. Δικαστήρια που ερμηνεύουν, σε κάθε περίπτωση, το δίκαιο της θάλασσας. Όπως σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες, συμπεριλαμβανομένης της νομικής, δεν υπάρχουν «σιδηροί νόμοι» που ισχύουν εκτός τόπου και χρόνου. Για παράδειγμα, ο Μιχάλης Μητσός (ΝΕΑ, 5/9/20, σελ. 50) αναφέρει πως «σχεδόν όλες οι νησιωτικές διαμάχες που είχαν καταλήξει σε διεθνή διαιτησία, από το Σεν Πιερ και Μικελόν (με πρωτοβουλία της Νέας Γης) μέχρι τα νησιά Κερκένα (με πρωτοβουλία Λιβύης) έχουν καταλήξει σε μικρότερες ΑΟΖ».
Βέβαια, στη δική μας περίπτωση το τωρινό status quo υπέρ της χώρας μας αναγράφεται στη Σύμβαση για το Θαλάσσιο Δίκαιο του 1983 (η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη σύμβαση και αυτό δεν την δεσμεύει). Νομικά έχουμε δίκιο να επιμένουμε πως το μόνο αμφισβητούμενο πρόβλημα είναι η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ – αφού με την τωρινή πολιτική της η Τουρκία παραβιάζει την Συνθήκη της Λοζάνης. Το θέμα όμως είναι πως στη σημερινή συγκυρία μπορεί να αναγκαστούμε να επιλέξουμε μεταξύ της νομιμότητας των θέσεών μας και ενός πιθανού πολέμου. Ποια επιλογή συμφέρει τη χώρα μας; Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση απαιτείται να εξετάσουμε την πιθανότητα ενός θερμού επεισοδίου που μπορεί να οδηγήσει σε γενικευμένη στρατιωτική σύρραξη.
3) Η απόρριψη ή αποτυχία των συνομιλιών, όπως σχεδόν όλοι ομολογούν, εντείνει τους κινδύνους ενός θερμού επεισοδίου. Επεισοδίου που μπορεί να οδηγήσει, όπως αναφέρθηκε, σε στρατιωτική σύγκρουση. Δηλαδή σε πόλεμο που όσο σύντομος και αν είναι, σημαίνει τεράστιες υλικές απώλειες που θα μας πάνε πολλά χρόνια πίσω. Κυρίως όμως θα οδηγήσει και σε ανθρώπινες απώλειες. Πώς είναι δυνατόν η κυβέρνηση να εξακολουθεί να επιμένει στη μαξιμαλιστική θέση της; Δεν βλέπει τους μεγάλους κινδύνους που ο μαξιμαλισμός της μπορεί να δημιουργήσει; Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις πολυάριθμες συνομιλίες που είχε η κυβέρνησή του με τους τούρκους, δέχονταν τις συνομιλίες επί όλων των διαφορών. Γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν κάνει το ίδιο στο πλαίσιο των επερχόμενων ελληνοτουρκικών συνομιλιών; Ελπίζω η κυρία Μέρκελ να τον πιέσει να αλλάξει την στενόμυαλη θέση του.
4) Υπάρχει βέβαια το επιχείρημα πως η Τουρκία δεν θα τολμήσει να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο, όπως για παράδειγμα την κατάληψη ελληνικών βραχονησίδων που θεωρεί πως της ανήκουν. Αλλά αυτού του είδους ο εφησυχασμός δεν πείθει. Η ιδέα πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα επιτρέψει κάτι τέτοιο είναι όνειρο θερινής νυκτός. Βέβαια και η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα αντιδράσουν στην τουρκική βιαιότητα, αλλά μόνο στα λόγια. Ακόμα και η Γαλλία, η κύρια σύμμαχός μας, μπορεί να προχωρήσει σε στρατιωτικά μέτρα εναντίον του Ερντογάν για να προστατέψει τα δικά της συμφέροντα στην Λιβύη και αλλού. Σίγουρα δεν θα το κάνει για να αποτρέψει μια τουρκική βίαιη παρέμβαση στη χώρα μας.
Υπάρχει και ένα δεύτερο επιχείρημα που οδηγεί την κυβέρνηση να συνεχίζει την τωρινή αδιέξοδη πολιτική της. Ισχυρίζεται πως αν η ΕΕ επιβάλει κυρώσεις που θα βλάψουν σοβαρά την ήδη καταρρέουσα τουρκική οικονομία ο Ερντογάν δεν θα προχωρήσει σε μια κίνηση που μπορεί να οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η κυβέρνησή όμως πρέπει να λάβει υπόψη της πως οι κυρώσεις που η ΕΕ θα επιβάλει , είτε είναι ουσιαστικές είτε όχι, μπορεί να εξαγριώσουν τον απρόβλεπτο σουλτάνο. Είναι πιθανό οι κυρώσεις να οδηγήσουν στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ευχόμαστε. Γιατί μπορεί ο Ερντογάν, με το να δημιουργήσει ένα θερμό επεισόδιο, να ενισχύσει τη δημοτικότητά του που αυτή την στιγμή, λόγω της οικονομικής κρίσης, έχει πάρει την κατιούσα.
5) Όσο για τις στρατιωτικές μας δυνάμεις, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η αποτελεσματική οργάνωση, οι νέοι εξοπλισμοί και κυρίως η αποφασιστικότητα των ανδρών και γυναικών να προστατεύσουν τα ελληνικά σύνορα, θα αντιδράσουν γενναία σε κάθε τουρκική βιαιότητα. Όμως αυτό δεν σημαίνει, όπως μερικοί πιστεύουν, πως είναι δυνατόν να κερδίσουμε πολεμικά τον αντίπαλο. Έναν αντίπαλο που είναι μεγάλη δύναμη. Αφού παρ' όλη την οικονομική κρίση που περνά έχει τον μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ, έχει στρατιωτικές βάσεις σε πολλές χώρες και επεμβαίνει δυναμικά στην Λιβύη, στην Συρία και αλλού. Ο τουρκικός μεγαλοϊδεατισμός και βίαιος επεκτατισμός σε πολλές χώρες είναι παράλογος για τη γείτονα χώρα. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει λιγότερο το τι γίνεται στην Μεσόγειο γενικά και περισσότερο να σώσουμε τη χώρα από έναν καταστροφικό πόλεμο.
Συμπέρασμα: Ο μόνος τρόπος να τα βρούμε με τη γείτονα χώρα είναι η έναρξη διαπραγματεύσεων στη βάση αποδοχής πως υπάρχουν, πέρα από τη διαφορά μας στο θέμα της υφαλοκρηπίδας, και άλλες διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Αν η κυβέρνηση εξακολουθήσει να επιμένει πως είναι μόνο μία η διαφορά, η Τουρκία θα απορρίψει τις διαπραγματεύσεις ή θα τις σαμποτάρει εκ των έσω. Η αποφυγή ή αποτυχία των διαπραγματεύσεων κλείνει τον δρόμο προς την Χάγη. Τον μόνο δρόμο που, όπως πολλοί σοβαροί αναλυτές από διάφορες παρατάξεις έχουν υποστηρίξει, είναι ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε το τωρινό αδιέξοδο. Βέβαια η λύση δεν θα έρθει άμεσα. Αλλά η επιτυχία των διαπραγματεύσεων μπορεί να είναι το πρώτο βήμα στην πορεία για ένα συνυποσχετικό που θα οδηγήσει στην Χάγη. Είναι καιρός η κυβέρνηση να αλλάξει πολιτική και να πάψει να φοβάται πως κάθε αλλαγή στάσης θα θεωρηθεί από τους υπερπατριώτες οπαδούς της ως προδοσία.
Τέλος, στα θέματα των διαπραγματεύσεων δεν πρέπει μόνο να αλλάξει η στρατηγική της κυβέρνησης αλλά και αυτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έχει στο θέμα των διαπραγματεύσεων σχεδόν παρόμοια στρατηγική με αυτή της ΝΔ. Παρ' όλη τη σοβαρή εσωτερική αντιπολίτευση, ο πρόεδρος του κόμματος στηρίζει την κυβέρνηση στο θέμα των διαπραγματεύσεων. Στη βάση των νέων δεδομένων που ανέφερα πιο πάνω, ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση. Όταν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών κατανοώντας την επικινδυνότητα της κατάστασης πιστεύει πως στις συνομιλίες θα πρέπει να εξεταστούν όχι μόνο μία αλλά και άλλες διαφορές που οι χώρες έχουν μεταξύ τους, ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του τι λέει αυτή η μερίδα πολιτών. Το κύριο θέμα δεν είναι οι σοβαρές κυρώσεις, είναι η επιτυχία των διαπραγματεύσεων που μπορεί να οδηγήσει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Για να το επαναλάβω, μόνο η Χάγη μπορεί να εκδικάσει τι πρέπει να δώσουμε και τι πρέπει να πάρουμε.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 19/9/2020.