Παρασκευή, 19 Απρίλιος 2024

Ευρωπαϊκές εκλογές 2019: συγκλίσεις και αποκλίσεις

Ευρώπη

Οι εκλογές για την ευρωβουλή είναι οι σημαντικότερες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Μπορούν να αλλάξουν καθοριστικά τη δομή της ΕΕ. Τα κόμματα που αύξησαν τον αριθμό των βουλευτών τους είναι οι πράσινοι και η συμμαχία φιλελευθέρων και δημοκρατών - καθώς όμως και τα λαϊκιστικά κόμματα. Από την άλλη μεριά, τα δύο κύρια κόμματα της ευρωβουλής, το σοσιαλιστικό/σοσιαλδημοκρατικό και το λαϊκό, έχασαν έναν σημαντικό αριθμό εδρών. Πιο γενικά, αν κοιτάξουμε την κατανομή των ευρωβουλευτών από τα αριστερά προς τα δεξιά, η αριστερά και η κεντροαριστερά έχει σαφώς περισσότερες έδρες από τη λαϊκιστική δεξιά, τη δεξιά και κεντροδεξιά. Τα παραπάνω σημαίνουν πως ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης του νεοφιλελευθερισμού από τη μια άκρη και του εθνολαϊκισμού από την άλλη είναι μια πλατιά συμμαχία των πολιτικών δυνάμεων που αντιτίθενται και θέλουν να δημιουργήσουν ένα ισχυρό ανάχωμα εναντίον των δύο ακραίων βαρβαροτήτων που η τωρινή παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει. Γιατί η παγκοσμιοποίηση στον ευρωπαϊκό χώρο έχει οδηγήσει στην εκτίναξη των ανισοτήτων και τη συγκέντρωση του παραγόμενου πλούτου στα χέρια μιας μικρής μειονότητας. Μειονότητας που προτιμά να «επενδύει» τα εισοδήματά της στο χρηματιστήριο ή/και στους φορολογικούς παραδείσους εντός και εκτός Ευρώπης.
Είναι ακριβώς αυτού του είδους οι ανισότητες που εξηγούν τη θεαματική άνοδο του εθνολαϊκισμού. Αφού οδηγούν στη φτωχοποίηση και κοινωνική περιθωριοποίηση μιας σημαντικές μερίδας του πληθυσμού στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Με άλλα λόγια, ο νεοφιλελευθερισμός και ο εθνολαϊκισμός είναι αλληλοσυνδεόμενες δυνάμεις. Και οι δύο υποσκάπτουν τη δημοκρατία. Η πρώτη έμμεσα μέσω της κοινωνικής περιθωριοποίησης που οδηγεί στον λαϊκισμό. Η δεύτερη άμεσα αφού συνεχώς υπονομεύει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Είναι για αυτόν τον λόγο που τις παρατηρούμε να συνυπάρχουν σε μια σειρά από συντηρητικά κόμματα στην ΕΕ αλλά και σε όλο τον κόσμο - από το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ελλάδα μέχρι αυτό του Μπολσονάρου στην Βραζιλία και αυτό του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Τέλος, θέλω να τονίσω πως μια προοδευτική δηλαδή αντι-νεοφιλελεύθερη και αντι-λαϊκιστική συμμαχία μπορεί να πιέσει για να γίνει πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όχι ο Βέμππερ, εχθρός της χώρας και φανατικός προστάτης του γερμανοκρατικού status quo, αλλά κάποιος από τους υπόλοιπους τέσσερις υποψηφίους που έχουν παρόμοιους προσανατολισμούς με αυτούς που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν την προοδευτική συμμαχία που ανέφερα πιο πάνω.

Ελλάδα

Εδώ η αισιόδοξη πρόβλεψη του ΣΥΡΙΖΑ πως θα μειωθεί σημαντικά η ψαλίδα μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν επαληθεύτηκε. Ένα από τα πιο βασικά προβλήματα που πρέπει να εξετάσει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι οι λόγοι αυτής της σχετικής αποτυχίας. Ένας από τους πιο προφανείς βέβαια είναι ο εκσυγχρονισμός του κράτους που εκτός από τις ηλεκτρονικές διασυνδέσεις, παραμένει βαθιά παλαιοκομματικό. Δεν θα ασχοληθώ όμως πιο εκτεταμένα με αυτόν τον προβληματισμό. Θέλω απλά να συζητήσω την άμεση αντίδραση την περασμένη Κυριακή το βράδυ να ανακοινώσει ο πρωθυπουργός τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών όσο πιο γρήγορα γίνεται. Για πολλούς αυτό εξηγείται από το ότι ο Αλέξης Τσίπρας θεώρησε πιο δημοκρατικό, με βάση τα αρνητικά για το κόμμα του αποτελέσματα, να μην ακολουθήσει προηγούμενες δηλώσεις του για τη συνέχιση της κυβέρνησης μέχρι το τέλος της τετραετίας. Για άλλους όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος θα έπρεπε να συνεχίσει τη διακυβέρνηση της χώρας μέχρι τον Οκτώβριο. Αυτό θα ήταν εξίσου δημοκρατικό. Γιατί πρέπει και στη χώρα μας να δημιουργήσουμε έναν θεσμό που θα δυσχεραίνει μια κυβέρνηση να κάνει εκλογές χωρίς σοβαρούς λόγους. Υπάρχει όμως και ένας πιο σοβαρός λόγος για να γίνονταν οι εθνικές εκλογές στο τέλος της τετραετίας. Η κυβέρνηση θα είχε τον χρόνο να οργανώσει τους πέντε μήνες που της απομένουν για να εμπεδώσει και να συμπληρώσει το έργο που ξεκίνησε. Γιατί σε περίπτωση που χάσει τις εθνικές εκλογές, που βέβαια δεν είναι καθόλου σίγουρο, το όλο έργο της θα ακυρωθεί από μια διακυβέρνηση που, χωρίς να το λέει ξεκάθαρα, σκοπεύει να υλοποιήσει ένα νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα περικοπών που θα συρρικνώσει το κοινωνικό κράτος και θα υποσκάψει την τωρινή κατάσταση των οικονομικά αδυνάτων. Με τη δικαιολογία πως είναι ο μόνος τρόπος να έρθουν επενδύσεις και να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη. Και αυτή η δικαιολογία την στιγμή που η οικονομική ανάπτυξη έχει ξεκινήσει και σοβαρές επενδύσεις όπως έχει δείξει ο Στέργιος Πιτσιόρλας έχουν ήδη γίνει στη χώρα μας. Ένα άλλο σοβαρό επιχείρημα για εκλογές αργότερα είναι πως ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα εξακολουθήσει να κάνει λάθη όπως αυτό της επταήμερης εργασίας. Γιατί σίγουρα θα συνέχιζε να τονίζει πως οι κυβερνητικές παροχές ήταν απλώς «δωράκια» και πως αυτές θα εμποδίσουν τις επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Συμπερασματικά, ένα βασικό δίλημμα ήταν εκλογές τώρα ή εκλογές τον Οκτώβριο, όταν η κυβέρνηση θα είχε περισσότερο καιρό για να συμπληρώσει το έργο της. Πιστεύω πως η επιλογή να είχαμε εθνικές εκλογές στο τέλος της τετραετίας θα ήταν καλύτερη και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για τη χώρα μας.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 2/6/2019. 

«Ο καπιταλισμός θα είναι μαζί μας πολλά χρόνια ακόμη»

Η μερκελική στρατηγική στοχεύει σε μια κατάσταση όπου οι οικονομικά ισχυρές χώρες και κυρίως η Γερμανία θα συνεχίσουν να συσσωρεύουν τεράστια πλεονάσματα, ενώ η ευρωπαϊκή περιφέρεια ελλείμματα.
Μια υπερεθνική Ευρώπη με σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο οραματίζεται ο ομότιμος Καθηγητής Κοινωνιολογίας του London School of Economics, Νίκος Μουζέλης, στο τελευταίο παρεμβατικό βιβλίο του «Ματιές στο μέλλον. Καπιταλισμός, σοσιαλδημοκρατία, κοινωνικό κράτος» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια). Το κύριο δίλημμα που το διαπερνά -αφού εξετάζει προς τα πού οδηγείται ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος της ύστερης νεωτερικότητας- είναι το ακόλουθο: προς τα πού θα οδηγηθούμε, προς έναν ειρηνικό πολυμορφικό πολιτισμό ή στη βαρβαρότητα;
Ο Νίκος Μουζέλης εκτιμά ότι ο καπιταλισμός θ' αργήσει να καταρρεύσει και αναλύει τα τρία τωρινά υποσυστήματά του: νεοφιλελεύθερος αγγλοσαξονικός, αυταρχικός κινεζικός και ημι-σοσιαλδημοκρατικός ευρωζωνικός. Αναφέρεται στις διαμάχες αναφορικά με τον ηγεμονισμό των ΗΠΑ και της Γερμανίας και εστιάζει στον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας -τα πρώτα τριάντα μεταπολεμικά χρόνια της ακμής της-, αλλά και στις προϋποθέσεις για μελλοντική αναζωογόνησή της.

Κατά την παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου σας υποστηρίξατε ότι, αν και δεν είστε μελλοντολόγος, ο καπιταλισμός θ' αργήσει να καταρρεύσει. Σε ποιους λόγους βασίζετε την πρόβλεψή σας;

Μετά την παγκόσμια κρίση του 2007/8 μερικοί γνωστοί διανοητές στον χώρο της Αριστεράς προέβλεψαν τη συνέχεια σοβαρών κρίσεων και την κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο προσεχές μέλλον. Νομίζω πως ο καπιταλισμός, παρ' όλο που δεν θα επιβιώσει για πάντα, δεν θα καταρρεύσει βραχυ/μεσοπρόθεσμα.
Γιατί μετά το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης κυριαρχούν στο πλαίσιο του παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου συστήματος τρία καπιταλιστικά υποσυστήματα: το νεοφιλελεύθερο, κύριος αντιπρόσωπος του οποίου είναι οι ΗΠΑ, το αυταρχικό καπιταλιστικό της Κίνας και το ημι-σοσιαλδημοκρατικό της Ε.Ε. (Το τελευταίο, παρ' όλη την αυστηρή δημοσιονομική λιτότητα που η Γερμανία επέβαλε, παραμένει σοσιαλδημοκρατικό. Γιατί το κοινωνικό κράτος του είναι το πιο αναπτυγμένο στον κόσμο, ενώ τα πολιτικά και πολιτισμικά δικαιώματα επιβιώνουν). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμα, αφού αυτοί που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής αλλά και τα μέσα κυριαρχίας είναι πολύ πιο ισχυροί από τις δυνάμεις (κοινωνικά κινήματα, συνδικάτα, μαζικές κινητοποιήσεις κτλ.) που θέλουν να το ανατρέψουν.

Σε ό,τι αφορά τον σοσιαλδημοκρατικό καπιταλισμό, έτσι όπως λειτούργησε στις χώρες του σκανδιναβικού Βορρά, παρατηρούμε την εντυπωσιακή άνοδο της Ακροδεξιάς και την κάθοδο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Σε ποιους λόγους βασίζεται η αισιοδοξία σας για την αναζωογόνηση της σοσιαλδημοκρατίας;

Η σοσιαλδημοκρατία, όπως αναπτύχθηκε στη «χρυσή εποχή» της (1945-1975) στη βορειοδυτική Ευρώπη, κατόρθωσε για πρώτη φορά στην ιστορία της νεωτερικότητας να εξανθρωπίσει σε κάποιον βαθμό τον καπιταλισμό. Ο κρατικός μηχανισμός πέτυχε τη μείωση των ανισοτήτων και τη δημιουργία ενός αναπτυγμένου κοινωνικού κράτους.
Παρατηρούμε, με άλλα λόγια, την εξάπλωση αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Στη συνέχεια όμως το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών, κυρίως στη δεκαετία του '80, άμβλυνε την αυτονομία του κράτους-έθνους, αφού το κράτος δεν ήταν πια ικανό να ελέγξει το πολυεθνικό κεφάλαιο εντός των εθνικών συνόρων. Κάθε αυστηρός κρατικός έλεγχος οδηγούσε στη φυγή των κεφαλαίων σε χώρες όπου οι συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές για τους επενδυτές.
Παρατηρούμε, δηλαδή, μια έντονη ανισορροπία δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Σε αυτή την κατάσταση και με το τέλος του φορντικού μοντέλου εκβιομηχάνισης που συρρίκνωσε την κύρια εκλογική βάση της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή το βιομηχανικό προλεταριάτο, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αναγκάστηκαν να γίνουν πολυσυλλεκτικά και να προσεγγίσουν τις αξίες και πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού. Για μερικούς αναλυτές αυτό ήταν αναγκαίο για την επιβίωση της σοσιαλδημοκρατίας. Για άλλους επρόκειτο για προδοσία.
Παρ' όλα αυτά, πιστεύω σε μια πιθανή αναζωογόνηση της σοσιαλδημοκρατίας μέσω μιας συμμαχίας με πολιτικές δυνάμεις που αντιτίθενται και στον νεοφιλελευθερισμό και στον εθνολαϊκισμό -αφού οι ανισότητες που ο πρώτος δημιουργεί τρέφουν άμεσα τον δεύτερο. Δυνάμεις όπως η ριζοσπαστική Αριστερά, τα οικολογικά, πολιτικά φιλελεύθερα και άλλα κόμματα του μεσαίου χώρου μπορούν να αποτελέσουν σοβαρό ανάχωμα στις δύο βαρβαρότητες της σημερινής παγκοσμιοποίησης.

Η χώρα μας έκλεισε μία δεκαετία υπό καθεστώς μνημονιακής επιτροπείας, με κυρίαρχο παίκτη τη Γερμανία. Πόσο ασφυκτική εξακολουθεί να είναι η επικυριαρχία της;

Η επικυριαρχία της Γερμανίας παραμένει όντως ασφυκτική. Γιατί αυτή τη στιγμή οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. δεν είναι έτοιμες για τη συγκρότηση μιας υπερεθνικής ομοσπονδίας. Βέβαια και η Γερμανία και η Γαλλία συμφωνούν σε μια ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά έχουν ένα πολύ διαφορετικό ενοποιητικό όραμα.
Η μερκελική στρατηγική στοχεύει σε μια βήμα προς βήμα ενοποίηση με τη διατήρηση του σημερινού status quo. Δηλαδή σε μια κατάσταση όπου οι οικονομικά ισχυρές χώρες και κυρίως η Γερμανία θα συνεχίσουν να συσσωρεύουν τεράστια πλεονάσματα, ενώ η ευρωπαϊκή περιφέρεια ελλείμματα. Αυτό σημαίνει μια συστηματική μεταφορά πόρων από τις λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες του Νότου σε αυτές του Βορρά.
Παρ' όλη αυτή την αρνητική κατάσταση, δεν υπάρχουν σοβαρές προσπάθειες αναδιανεμητικών μηχανισμών. Η βοήθεια που δίνεται στις φτωχότερες χώρες είναι μηδαμινή σε σύγκριση με τους πόρους που κατευθύνονται προς τις πλουσιότερες.
Από την άλλη μεριά, η μακρονική στρατηγική είναι διαφορετική. Ο Γάλλος πρόεδρος, παρά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζει στο εσωτερικό της χώρας του, έχει στόχο τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας βασισμένης όχι μόνο στον ανταγωνισμό, αλλά και στην αλληλεγγύη.
Τονίζει π.χ. την ανάγκη σοβαρών αναδιανεμητικών μηχανισμών που θα αμβλύνουν το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου. Βέβαια ο Μακρόν, λόγω των οικονομικών δυσκολιών της χώρας του, δεν μπορεί να επιβάλει το δικό του πρόγραμμα. Άρα η Γερμανία μάλλον θα κατορθώσει να επιβάλει το δικό της σχέδιο, που μπορεί να οδηγήσει στη διάλυση της Ε.Ε.
Πράγμα που δεν συμφέρει ούτε τη Γαλλία αλλά ούτε και τη Γερμανία. Ο μόνος τρόπος για να μειωθεί η ανισορροπία δύναμης μεταξύ των δύο κύριων παικτών στην ευρωπαϊκή αρένα είναι μια συμμαχία της Γαλλίας με τις νοτιοευρωπαϊκές χώρες, αφού τα συμφέροντά τους συγκλίνουν. Πάντως για την ώρα κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να προχωρεί.

Το Brexit είναι πλέον γεγονός. Νομίζετε πως υπάρχουν κίνδυνοι διάλυσης της Ε.Ε.;

Νομίζω πως το Brexit δεν δημιουργεί κίνδυνο πιθανής διάλυσης της Ε.Ε. Μάλλον το αντίθετο. Για μια σειρά από λόγους, μπορεί να έχει αποτέλεσμα την περαιτέρω συνοχή της. Η Αγγλία ήθελε πάντα μια μεγάλη αγορά, τίποτα παραπάνω. Δημιουργούσε συνεχώς εμπόδια σε όσους στόχευαν στην πολιτική και κοινωνική ενοποίηση, ενώ απαιτούσε συνεχώς τη συμμετοχή της à la carte. Επιπλέον δεν ήθελε η γραφειοκρατία των Βρυξελλών να ανακατεύεται στα εσωτερικά της θέματα.
Ήδη το Brexit έχει από τώρα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην Αγγλία, όπως η έξοδος εταιρειών προς την Ευρώπη. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα υποβαθμίσει τη χώρα, τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα. Μεσοπρόθεσμα η Αγγλία θα εξελιχθεί σε μια οικονομία δεύτερης/τρίτης κατηγορίας. Όλα τα παραπάνω θα κάνουν τους ευρωσκεπτικιστές να αντιληφθούν τα αρνητικά αποτελέσματα μιας αποχώρησης από την E.E. Τελικά το Brexit δεν συμφέρει την Αγγλία, αλλά σίγουρα ευνοεί τη συνοχή της Ε.Ε.

Είστε θετικός να ηγηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ μιας προοδευτικής συμμαχίας, η οποία θα σταθεί ανάχωμα στην ανερχόμενη Ακροδεξιά και στον νεοφιλελευθερισμό;

Είμαι σίγουρα θετικός. Η ελληνική σοσιαλδημοκρατική Κεντροαριστερά, για να σταματήσει την καθοδική πορεία της, έπρεπε να στραφεί προς τη ριζοσπαστική Αριστερά και όχι προς τη Ν.Δ. Μετά τη στροφή του Αλέξη Τσίπρα προς τον ευρωπαϊκό δρόμο, η στρατηγική του ΚΙΝ.ΑΛΛ. έχει περισσότερα κοινά σημεία με την κυβέρνηση και λιγότερα με την αξιωματική αντιπολίτευση.
Η δημιουργία ενός προοδευτικού πόλου από συλλογικότητες και προσωπικότητες που δεν θα ανήκουν στον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα. Γιατί ένας προοδευτικός πόλος προς αυτή την κατεύθυνση είναι τελικά ο μόνος τρόπος να δημιουργηθεί ένα σοβαρό εμπόδιο στην εκτίναξη του εθνολαϊκισμού και των ανισοτήτων που ο νεοφιλελευθερισμός δημιουργεί.

Η ονομασία Βόρεια Μακεδονία της γείτονος χώρας πραγματοποιήθηκε υπό καθεστώς εκβιαστικών διλημμάτων κάτω από την πίεση της Γερμανίας και των ΗΠΑ; Μήπως η κυβέρνηση προσπάθησε να λύσει ένα χρόνιο πρόβλημα υπακούοντας στη λογική του γεωπολιτικού πραγματισμού και κρατώντας ισορροπίες με τους δυνατούς παίκτες της Ανατολικής Μεσογείου;

Σίγουρα υπήρχαν πιέσεις από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Δεν είναι όμως σίγουρο πως ο πρωθυπουργός «υπέκυψε» στις πιέσεις των ισχυρών. Μπορεί να είχε τη φιλοδοξία να λύσει ένα πρόβλημα που προηγούμενοι πολιτικοί δεν κατόρθωσαν να λύσουν -παρ' όλο που υπήρχαν ευκαιρίες λύσης στο παρελθόν (π.χ. πρόταση Πινέιρο).
Ο Αλέξης Τσίπρας πήρε τη μεγάλη απόφαση αγνοώντας την απώλεια ψήφων. Η απόφασή του να βάλει το εθνικό συμφέρον πάνω από το κομματικό δυνάμωσε το ηγετικό προφίλ του, ενώ αντίθετα ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά ακολουθώντας την αντίθετη πολιτική ήταν κατώτεροι των περιστάσεων. Γιατί σίγουρα ήξεραν πως η τωρινή συμφωνία ήταν η τελευταία ευκαιρία να λυθεί το πρόβλημα.
Η ιδέα της επανάληψης των διαπραγματεύσεων δεν ήταν ρεαλιστική. Όπως σωστά τόνισε ο Νίκος Αλιβιζάτος, με τη συμφωνία κερδίσαμε το 80% από αυτά που ζητήσαμε. Η συμφωνία όχι μόνο ήταν συμφέρουσα για εμάς, αλλά βοήθησε την Ελλάδα να πάψει να είναι το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης. Έτσι κερδίσαμε τη συμπαράσταση της Ευρώπης και των ΗΠΑ στα προβλήματα που η επιθετική πολιτική της Τουρκίας συνεχώς μας δημιουργεί.
Το να υποστηρίζουμε πως υποκύψαμε στις πιέσεις των ισχυρών αγνοώντας τα εθνικά συμφέροντά μας υπονοεί πως τα ελληνικά συμφέροντα ήταν διαφορετικά από αυτά των Ευρωπαίων και των Αμερικανών. Τουλάχιστον στη συγκεκριμένη περίπτωση νομίζω πως υπήρξε σύγκλιση συμφερόντων. Τελικά η Συμφωνία των Πρεσπών όχι μόνο ήταν ευνοϊκή για τη χώρα μας, αλλά και έβαλε τέλος στην παράλογη απαίτησή μας να μονοπωλούμε σήμερα τον όρο Μακεδονία.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 5/5/2019. Η συνέντευξη δόθηκε στον Βασίλη Καλαμαρά.

Η Γέφυρα και ο νεοφιλελευθερισμός

Στην αρχική διακήρυξή της η ΓΕΦΥΡΑ τόνισε πως αυτοί που την υπογράφουν εναντιώνονται στον λαϊκισμό από τη μια μεριά και στον νεοφιλελευθερισμό από την άλλη. Πολλοί που είναι αντίθετοι με αυτή την προσπάθεια είτε επιχειρούν να την γελοιοποιήσουν είτε την παρερμηνεύουν. Οι πρώτοι υποστηρίζουν πως η Γέφυρα είναι ένας εύκολος τρόπος για τον Αλέξη Τσίπρα να διαλύσει το ΚΙΝΑΛ και να «καπελώσει» όσους είναι δυσαρεστημένοι με την στροφή της Φώφης Γεννήματα προς την ΝΔ. Όσο για τη δεύτερη κατηγορία, αυτοί απλώς παρερμηνεύουν τη διακήρυξη. Από αυτή την κατηγορία, επιλέγω το κείμενο του Γιώργου Παγουλάτου: «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του αντι-νεοφιλελευθερισμού» (Καθημερινή, 3/3/19).

Παρερμηνεία

Στο άρθρο του ο συγγραφέας τονίζει πως είναι εναντίον του λαϊκισμού αλλά υπέρ του νεοφιλελευθερισμού. Στη συνέχεια ο ΓΠ υποστηρίζει πως στη διακήρυξη της Γέφυρας ο νεοφιλελευθερισμός χαρακτηρίζει και την Ελλάδα: «Είναι η Ελλάδα ένας παράδεισος του laissez-faire και του παγκόσμιου καπιταλισμού για να φοβάται τον νεοφιλελευθερισμό;». Πουθενά όμως στη διακήρυξη της Γέφυρας δεν υπάρχει απίθανη/παράλογη ιδέα πως η Ελλάδα έχει μια νεοφιλελεύθερη οικονομία. Η χώρα μας είχε μια κρατικιστική, αναποτελεσματική οικονομία και παραμένει σε αυτή την κατάσταση σήμερα. Πρόκειται για μια προφανή παρερμηνεία ενός σημαντικού αναλυτή και φίλου που εξηγείται από το ότι ο ΓΠ είναι εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και κάθε προσπάθειας μιας συνεργασίας μεταξύ κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής αριστεράς. Σίγουρα όλοι αυτοί που υπέγραψαν τη διακήρυξη, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, χαρακτηρίζουν όχι την ελληνική οικονομία αλλά την ΝΔ σαν κόμμα πως είναι κυρίως αλλά όχι μόνο νεοφιλελεύθερο. Αφού έχει και ένα σημαντικό παραδοσιακό «φιλολαϊκό» κομμάτι, καθώς και ένα μικρότερο ημι-ακροδεξιό.

Μονομέρεια

Έχω και μια δεύτερη διαφωνία με το άρθρο του ΓΠ. Είναι η μονομέρεια που δείχνει σε ό,τι αφορά την έννοια του νεοφιλελευθερισμού. Παρόλο που δέχεται τις τεράστιες και εντεινόμενες ανισότητες που χαρακτηρίζουν τη νεοφιλελεύθερη οικονομία, δεν τις συνδέει με τον λαϊκισμό. Είναι όμως οι ανισότητες και η απίστευτη συγκέντρωση πλούτου (στην Ελλάδα, την ΕΕ και παγκοσμίως) που, κυρίως μετά το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στη δεκαετία του 80, οδήγησαν στη φτωχοποίηση και κοινωνική περιθωριοποίηση ενός μεγάλου κομματιού του πληθυσμού, κυρίως στις δυτικές κοινωνίες. Αυτό το φαινόμενο εξηγεί την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία, καθώς και την άνοδο του λαϊκισμού στην ΕΕ. Με δύο λόγια, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μέσω της μη ελεγχόμενης επέκτασης και διείσδυσης των πανίσχυρων πολυεθνικών σε όλες τις χώρες του κόσμου δημιουργεί βέβαια τεράστιο πλούτο. Αλλά παρόλο που βλέπουμε την ανάπτυξη των «αναδυόμενων οικονομιών», υπάρχει μια πρωτοφανή συγκέντρωση του παραγόμενου πλούτου στο 1% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού. Με αποτέλεσμα την αδυναμία της ολικής εξάλειψης της παγκόσμιας φτώχειας (πράγμα που λόγω των νέων τεχνολογιών είναι εφικτή σήμερα) - καθώς και της αδυναμίας αντιμετώπισης των οικολογικών κινδύνων της ανθρωπότητας.
Συμπέρασμα. Ο Γιώργος Παγουλάτος όχι μόνο παρερμηνεύει τη διακήρυξη της Γέφυρας αλλά με το να μην συνδέει τις τεράστιες ανισότητες που ο νεοφιλελευθερισμός δημιουργεί δεν μπορεί να εξηγήσει τη θεαματική εκτίναξη του λαϊκιστικού φαινομένου κυρίως μετά την κρίση του 2007/8 μέχρι σήμερα. Κατά την γνώμη μου ο λαϊκισμός δεν μπορεί να καταπολεμηθεί στην Ευρώπη και αλλού χωρίς συγχρόνως να καταπολεμηθεί και ένας νεοφιλελευθερισμός που είναι εναντίον της ισχυροποίησης μηχανισμών που να ελέγχουν πιο αποτελεσματικά τις παγκόσμιες αγορές και κυρίως την χρηματοπιστωτική αγορά που κυριαρχεί σήμερα στον λεγόμενο «καπιταλισμό-καζίνο». Είναι η έλλειψη σοβαρών ελέγχων της παγκόσμιας οικονομίας που είναι, όχι ο μόνος, αλλά ο βασικός παράγοντας της ανόδου του λαϊκισμού - κυρίως μετά το άνοιγμα των αγορών στη δεκαετία του 80.

*Δημισιεύτηκε στα "Νέα" στις 6/4/2019. 

Η κρίση στη Βενεζουέλα

Και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση αντέδρασαν και εξακολουθούν να αντιδρούν στην τραγική κατάσταση που κυριαρχεί στη Βενεζουέλα κατά λανθασμένο τρόπο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ

Δεν έκανε σοβαρή κριτική στην πολιτική του Μαδούρο, που χαρακτηρίζεται από άκρατο λαϊκισμό, κατάργηση της σχετικής αυτονομίας όλων των θεσμών, δημιουργία ψεύτικων εκλογικών αποτελεσμάτων και μη αποδοχή διεθνών παρατηρητών στην εκλογική διαδικασία κ.τ.λ. Με δυο λόγια, στον πολιτικό χώρο βλέπουμε την κατάργηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την εγκατάσταση ενός αυταρχικού καθεστώτος. Οσο για τη μαδουρική οικονομική πολιτική, και εδώ παρατηρούμε μια κατασπατάληση του τεράστιου πετρελαϊκού πλούτου της χώρας, κατασπατάληση που οδήγησε στην εκτίναξη του πληθωρισμού στα ύψη. Πράγμα που έβλαψε όχι μόνο τη μεσαία τάξη αλλά, ακόμα περισσότερο, και τα λαϊκά στρώματα. Αυτού του είδους την καταστροφή η κυβέρνηση αποσιώπησε.

Η ΝΔ

Από την άλλη μεριά, η αξιωματική αντιπολίτευση και τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ ακολούθησαν πιστά τις ΗΠΑ και τις διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής που αποφάσισαν να επέμβουν άμεσα στις εσωτερικές εξελίξεις της εξαθλιωμένης Βενεζουέλας. Για «ανθρωπιστικούς» υποτίθεται λόγους. Βέβαια, οι ανθρωπιστικοί λόγοι της κυβέρνησης Τραμπ έχουν λιγότερο να κάνουν με τη βοήθεια των εξαθλιωμένων πολιτών και τη διάσωση της δημοκρατίας και περισσότερο με το πετρέλαιο. Στον εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας (κεντρικός αγοραστής του πετρελαίου της χώρας), ο Τραμπ προσπαθεί να ελέγξει όχι μόνο τον τρόπο διάθεσης, αλλά και την παραγωγή του ανεκτίμητου θησαυρού της Βενεζουέλας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως όχι μόνο αναγνωρίζει αλλά και χρηματοδοτεί μέσω διάφορων μηχανισμών την καμπάνια του Χουάν Γουαϊδό. Ετσι, σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο συντηρητικό κανάλι Fox, ο πολεμοχαρής και στενός συνεργάτης του αμερικανού προέδρου Τζον Μπόλτον τόνισε πως η απομάκρυνση του Μαδούρο θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες. Επιπλέον, ο Ντόναλντ Τραμπ, ξεχνώντας την πρόθεσή του να πάψει να είναι ο «χωροφύλακας» της οικουμένης, προειδοποίησε τον Μαδούρο για την πιθανότητα στρατιωτικής επέμβασης!

Με βάση τα παραπάνω, η προφανής ερώτηση είναι γιατί ο πρόεδρος Τραμπ διάλεξε τον Μαδούρο και όχι τους δεκάδες άλλους Μαδούρους στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και αλλού που έχουν επιβάλει καθεστώτα πολύ πιο βάρβαρα από αυτό του προέδρου της Βενεζουέλας. Οσο για τις ευρωπαϊκές χώρες, οι περισσότερες ακολούθησαν την αμερικανική πολιτική. Ευτυχώς στο επίπεδο της ΕΕ η ηγεσία ήταν πιο διστακτική. Κυρίως όταν η Γαλλία αλλά και η Ελλάδα, πολύ σωστά, έβαλαν βέτο στην παρέμβαση της ΕΕ στα εσωτερικά προβλήματα στης Βενεζουέλας. Φυσικά σε ό,τι αφορά το ελληνικό βέτο, σύσσωμη η αντιπολίτευση κατηγόρησε τον πρωθυπουργό που τόλμησε να εμποδίσει την παράνομη επέμβαση της ΕΕ στη Βενεζουέλα.

Δύο είναι για τη στιγμή οι πιο εποικοδομητικές προτάσεις για τη λύση της κρίσης στη Βενεζουέλα. Αυτή του Πάπα Φραγκίσκου που είναι διατεθειμένος να διαμεσολαβήσει αν όχι μόνο η αντιπολίτευση αλλά και η κυβέρνηση δεχθεί την πρότασή του. Η δεύτερη θετική πρόταση είναι η πρωτοβουλία της Ουρουγουάης και του Μεξικού, χώρες που δεν έχουν αναγνωρίσει τον Χουάν Γουαϊδό. Προτείνουν προσωπικότητες διεθνούς αποδοχής να διαμεσολαβήσουν χωρίς να θέσουν το προαπαιτούμενο νέων προεδρικών εκλογών όπως εισηγείται η ΕΕ.

Συμπέρασμα

Κανείς δεν νομιμοποιείται να επέμβει στα εσωτερικά της Βενεζουέλας κατά τον τρόπο που οι ΗΠΑ και πολλές άλλες χώρες προσπαθούν να το κάνουν. Μόνο η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση της Βενεζουέλας μπορούν και πρέπει να συμφωνήσουν σε μια λύση. Οι άλλες χώρες μπορούν μόνο να προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια (ο Μαδούρο κάνει σοβαρό λάθος όταν απαγορεύει αυτού του είδους τη βοήθεια, κυρίως όταν προσφέρεται από οργανισμούς όπως ο Ερυθρός Σταυρός). Μπορούν επίσης να βοηθήσουν τις δύο παρατάξεις να βρουν μια λύση χώρες όπως η Ουρουγουάη και το Μεξικό που δεν έχουν αναγνωρίσει τις παράλογες απαιτήσεις του Γουαϊδό και δεν θέτουν καμία προϋπόθεση για την παροχή βοήθειας που επιθυμούν να προσφέρουν.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 26/2/2019. 

Η μεταπολιτευτική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου

Με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, μερικές σύντομες παρατηρήσεις για τη μεταπολιτευτική πορεία του. Το πιο χαρακτηριστικό και καθοριστικό παράδειγμα της ανδρεϊκής πολιτικής ήταν η δημιουργία του πρώτου μη κομμουνιστικού μαζικού κόμματος στη χώρα. Αυτή η εξέλιξη άλλαξε ριζικά τη δομή του πολιτικού συστήματος. Γιατί αν με την άνοδο του βενιζελισμού παρατηρούμε την αποδυνάμωση του ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού και την ένταξη νέων ανθρώπων στην ενεργό πολιτική αρένα, με το ΠΑΣΟΚ βλέπουμε ένα νέο κύμα ένταξης στο πολιτικό κέντρο. Ας σημειώσουμε εδώ πως στη βενιζελική περίοδο περνάμε από ένα σύστημα όπου τα λεγόμενα τζάκια αποτελούσαν λέσχες προυχόντων σε ένα πιο διευρυμένο και συγκεντρωτικό πελατειακό σύστημα. Ένα σύστημα όπου οι τοπικοί κομματάρχες είχαν σημαντική αυτονομία έναντι της κεντρικής εξουσίας. Είναι ακριβώς αυτή η τοπική αυτονομία που εμπόδισε τον Βενιζέλο να οδηγήσει σταδιακά το κόμμα του προς την κατεύθυνση οργάνωσης κομμάτων «δυτικού» τύπου.
Με το ΠΑΣΟΚ η σχετική αυτονομία της κομματικής βάσης μειώνεται ριζικά. Αντί για τοπικούς παράγοντες που ήλεγχαν σε έναν σημαντικό βαθμό περιορισμένα πελατειακά δίκτυα, παρατηρούμε μια πιο γραφειοκρατική και συγχρόνως αυταρχική οργάνωση όπου τα στελέχη στο κέντρο και την περιφέρεια μετατρέπονται σε υπάκουα όργανα του χαρισματικού ηγέτη. Ως γνωστόν, ο Ανδρέας μπορούσε να καθαιρέσει λίγο πολύ αυτόματα όσους διαφωνούσαν με τις πολιτικές του. Το ίδιο συνέβη με αντιδικτατορικές οργανώσεις όπως η Δημοκρατική Άμυνα που ζήτησε την ενσωμάτωσή της στο ΠΑΣΟΚ διατηρώντας μια μικρή έστω αυτονομία. Έτσι, η σχέση μεταξύ στελεχών και οπαδών ήταν άμεση. Δεν υπήρχαν ενδιάμεσα οργανωτικά σχήματα που χαρακτηρίζουν πιο δημοκρατικά οργανωμένα κόμματα. Είναι με αυτόν τον τρόπο που ο Ανδρέας Παπανδρέου, με τη βοήθεια μιας μαζικής οργάνωσης και με γραφεία σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, απέκτησε μια δύναμη που κανείς προκάτοχός του δεν μπόρεσε να αποκτήσει.
Με το χάρισμα, την ευφυΐα του και την πρωτοφανή οργανωτική δύναμη, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να αλλάξει σημαντικά μερικά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά του συστήματος. Δεν άδραξε όμως αυτή τη μοναδική ευκαιρία. Αντιθέτως, δυνάμωσε πιο πολύ ορισμένα από τα χειρότερα στοιχεία του προδικτατορικού συστήματος. Όχι μόνο η δημόσια διοίκηση έγινε πιο κομματικοποιημένη (ας θυμηθούμε τους «πρασινοφρουρούς»), αλλά επίσης το παραδοσιακό ρουσφέτι αντικαταστάθηκε από μια πιο συγκεντρωτική και λαϊκιστική μορφή πατρωνίας που βασίζονταν σε κομματικά στελέχη τα οποία αντλούσαν τη δύναμή τους από τον αρχηγό. Όσο για τον πολιτικό του λόγο, όπως και η οργάνωση του κόμματός του, είχε έντονα λαϊκιστικά στοιχεία: το κατεστημένο εναντίον του λαού, οι ξένοι που χειραγωγούν τους έλληνες, «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο» κτλ. Και βέβαια έχουμε και επανειλημμένες κωλοτούμπες, από τον τριτοκοσμισμό μέχρι την επακόλουθη απόφασή του να ενταχθεί η χώρα στην ευρωπαϊκή κοινότητα.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια πως ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την πρόθεση να καταργήσει τον δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό και να εγκαθιδρύσει στη χώρα κάποια μορφή βοναπαρτισμού - όπως συχνά ισχυρίζονταν δεξιοί επικριτές του. Νομίζω πως ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ δεν είχε διανοηθεί κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής νομιμοποίησε το ΚΚΕ, ο Ανδρέας Παπανδρέου προχώρησε προς την ίδια κατεύθυνση καταργώντας το σύστημα του φακελώματος των αντιφρονούντων. Επιπλέον, η πασοκική κυβέρνηση άλλαξε ριζικά το οικογενειακό δίκαιο δίνοντας σημαντικά δικαιώματα στις γυναίκες. Και παρόλο που το Εθνικό Σύστημα Υγείας ξεκίνησε με τον Σπύρο Δοξιάδη, υπουργό της Νέας Δημοκρατίας, ήταν το ΠΑΣΟΚ που το ανέπτυξε διαχέοντας έτσι δικαιώματα προς τα λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα.
Συμπερασματικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου άλλαξε σε έναν μεγάλο βαθμό την οργάνωση και κουλτούρα του πολιτικού συστήματος. Επέφερε σημαντικές προοδευτικές αλλαγές. Αλλά παρόλο που είχε τη δύναμη, δεν προσπάθησε να αλλάξει προς το καλύτερο την κομματικοκρατική δομή του πολιτικού συστήματος.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 3/2/2019. 

Βήματα προς τα εμπρός, αλλά και προς τα πίσω

Η Ευρώπη

Στη Γαλλία, λόγω της αρτηριοσκληρωτικής οικονομίας, των πολιτικών διαταραχών και της πτώσης της δημοτικότητας του Μακρόν, η ισορροπία δύναμης μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας θα ενταθεί. Ετσι θα κυριαρχήσει όχι το μακρονικό σχέδιο για μια ταχεία οικονομική, πολιτική και κοινωνική ενοποίηση, αλλά το γερμανικό. Δηλαδή μια πιο αργή, βήμα προς βήμα ενοποίηση βασισμένη στη συνέχιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και της γερμανοκρατίας. Αυτό είναι προφανές αν λάβουμε υπ' όψιν μας πως η Γερμανία έχει σήμερα, μεταξύ άλλων συμμάχων, και τη λεγόμενη «ομάδα των οκτώ» (Δανία, Ολλανδία, Σουηδία, Φινλανδία, Τσεχία καθώς και τις Βαλτικές Χώρες). Και οι «οκτώ» στηρίζουν την πολιτική της λιτότητας, εναντιώνονται στους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς πόρων από τον Βορρά προς τον Νότο. Οπως και οι γερμανοί ψηφοφόροι, αρνούνται να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση των «ανεύθυνων» Νοτιοευρωπαίων. Ετσι η κυρίαρχη βορειο-γερμανική συμμαχία θα οδηγήσει στην παραπέρα εκτίναξη των ανισοτήτων (ένδον και διακρατικών), στην περιθωριοποίηση ενός σημαντικού μέρους των χαμένων από την παγκοσμιοποίηση και στην παραπέρα άνοδο του εθνολαϊκισμού. Οι παραπάνω εξελίξεις σημαίνουν πως στον χρόνο που έρχεται το χάσμα Βορρά – Νότου θα ενταθεί, η αξία της αλληλεγγύης θα ξεχαστεί και τα θεμέλια του ευρωπαϊκού εγχειρήματος θα εξακολουθήσουν να υποσκάπτονται. Ετσι η προοπτική μιας Ενωμένης Ευρώπης ικανής να γίνει, μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα, ο τρίτος βασικός παίκτης στην παγκόσμια οικονομική αρένα εξαφανίζεται.

Περνώ, τέλος, από την ανισορροπία δύναμης μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας στον τρίτο κύριο παίκτη της ευρωζώνης, την Ιταλία. Η λαϊκιστική κυβέρνηση θα κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη διαχείριση των προσφυγικών ροών. Αυτό θα οδηγήσει στην ενδυνάμωση της Ευρώπης-«φρουρίου». Από την άλλη μεριά, σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό αδιέξοδο, η ιταλική κυβέρνηση φαίνεται να υποχωρεί. Μάλλον θα κάνει μια «κωλοτούμπα» ελληνικού τύπου. Δηλαδή θα υποκύψει στις πιέσεις των αγορών και σε αυτές των Βρυξελλών.

Οι δύο υπερδυνάμεις

Οι ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ θα εξακολουθήσουν να συρρικνώνονται. Ενώ από την άλλη μεριά, η Κίνα μέσω της λεγόμενης «ήπιας δύναμης» (soft power) θα συνεχίσει την επεκτατική πολιτική με μαζικές επενδύσεις στις χώρες που βρίσκονται στον Δρόμο του Μεταξιού και όχι μόνο. Βέβαια, η αμερικανική υπερδύναμη θα διατηρήσει την πρωτοπορία της στην έρευνα, στις τεχνολογίες (κυρίως της ρομποτικής και τεχνητής νοημοσύνης) και στις στρατιωτικές επενδύσεις. Σε αυτόν τον τομέα, βέβαια, και οι δύο υπερδυνάμεις ακολουθούν τις νέες τεχνολογίες, κατασκευάζοντας νέου τύπου πυρηνικούς πυραύλους που καμιά από τις δύο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Σε έναν μελλοντικό πυρηνικό πόλεμο θα βλέπαμε παγκόσμιες καταστροφές βιβλικού τύπου. Για τη στιγμή, τέτοιου είδους πόλεμοι δεν φαίνονται στον ορίζοντα. Το πιο πιθανό είναι η συνέχιση του Ψυχρού Πολέμου που θα βασίζεται σε μια ισορροπία τρόμου. Ισορροπία που κάνει αυτούς που ελέγχουν τα μέσα βίας και κυριαρχίας να αποφεύγουν τα πυρηνικά όπλα και να περιορίζουν τις στρατιωτικές επεμβάσεις ή πιέσεις σε συγκεκριμένα πεδία (π.χ. στη Συρία οι ΗΠΑ και στη Σινική Θάλασσα η Κίνα).

Αν στον στρατιωτικό χώρο υπάρχει ένα είδος ισορροπίας (τρόμου), στον οικονομικό η Κίνα, λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης, έχει κάνει τεράστια βήματα προς τα εμπρός. Στον αγροτικό και βιομηχανικό τομέα έχει πλησιάσει, αν όχι ξεπεράσει, τις ΗΠΑ. Βέβαια, στον τομέα των υψηλών τεχνολογιών οι ΗΠΑ υπερτερούν, αλλά η απόσταση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων μικραίνει (βλ. Economist, 20/1/2018). Με βάση τα παραπάνω, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Κίνα ανεβαίνει, ενώ οι ΗΠΑ, με τη μερκαντιλική πολιτική του αμερικανού προέδρου ακολουθούν μια καθοδική πορεία. Αυτό σημαίνει πως σε μερικά χρόνια η κινεζική υπερδύναμη θα είναι σε θέση να αμφισβητήσει την αμερικανική ηγεμονία με απρόβλεπτες τεκτονικές αλλαγές στον κόσμο που έρχεται.

Η παγκοσμιοποίηση

Αντίθετα με πολλούς λαϊκιστές ηγέτες που ονειρεύονται την αποπαγκοσμιοποίηση και την επιστροφή στην αυτονομία του κράτους-έθνους, η στροφή προς τα πίσω είναι αδύνατη. Η παγκοσμιοποίηση θα συνεχίσει με απίστευτους ρυθμούς. Θα έχει και θετικά και αρνητικά αποτελέσματα. Από τη μια μεριά, θα εξακολουθεί να οδηγεί στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της καπιταλιστικής ημιπεριφέρειας, κυρίως στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Για τη στιγμή, π.χ., πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι (δηλαδή ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας) έχει ξεπεράσει το επίπεδο της απόλυτης φτώχειας. Αυτή η πρωτοφανής αλλαγή θα συνεχιστεί στα χρόνια που έρχονται. Από την άλλη μεριά, οι ανισότητες στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στην Κίνα συνεχίζουν να εντείνονται. Σε βαθμό που ένας μικρός αριθμός κροίσων ελέγχει σήμερα ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου παραγόμενου πλούτου. Αν προσθέσουμε την καταστροφή του περιβάλλοντος, την παγκοσμιοποίηση των τρομοκρατικών και εγκληματικών δικτύων και άλλες βαρβαρότητες, το μέλλον φαίνεται εξαιρετικά δυσοίωνο. Αφού δεν υπάρχουν σοβαροί πολιτικοί έλεγχοι της νεοφιλελεύθερης, αγοροκρατικής παγκοσμιοποίησης, παγκοσμιοποίησης που μοιάζει με μια χωρίς φρένα υπερταχεία αμαξοστοιχία.

Η Ελλάδα

Εδώ θα αναφερθώ τηλεγραφικά σε πέντε μελλοντικές εξελίξεις.

• Η συμφωνία των Πρεσπών. Σίγουρα θα ψηφιστεί. Θα λυθεί επιτέλους ένα πρόβλημα που ταλανίζει τη χώρα για 25 χρόνια. Το πρόβλημα θα μπορούσε να είχε λυθεί πριν από καιρό με την πρόταση Πινέιρο. Πρόταση που λανθασμένα απορρίφθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση. Στη χρονιά που έρχεται αν, μάλλον απίθανο, η στρατηγική της ΝΔ πετύχει, η ιδέα πως μπορεί να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις από το μηδέν είναι φαντασίωση. Θα χαθεί η μοναδική ευκαιρία που έχουμε. Αφού για γεωπολιτικούς λόγους (ρωσικός επεκτατισμός στα Βαλκάνια), αργά ή γρήγορα, θα αγνοηθεί το ελληνικό βέτο.

•Ο μερικός διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας. Η συμφωνία Τσίπρα – Ιερωνύμου θα επικυρωθεί, με την κυβέρνηση να ικανοποιεί μερικά από τα αιτήματα των ιερέων. Δεν θα πρόκειται για έναν ριζοσπαστικό διαχωρισμό όπως στη Γαλλία. Θα είναι όμως ένα πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

•Ο ΣΥΡΙΖΑ. Μετά τη στροφή του Αλέξη Τσίπρα προς τον ευρωπαϊκό δρόμο, λόγω της πίεσης από την τρόικα και της προσγείωσης στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετατραπεί σταδιακά σε ένα ριζοσπαστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Μαζί με τα άλλα φιλοευρωπαϊκά σοσιαλιστικά/σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, θα παίξει σημαντικό ρόλο στην Ευρωβουλή.

•Το ΚΙΝΑΛ. Πήρε μια ανάσα με την παράλογη επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ εναντίον του Κώστα Σημίτη. Αλλά σίγουρα, όπως τα άλλα κεντροαριστερά κόμματα που στράφηκαν προς τα δεξιά, θα συνεχίσει την καθοδική πορεία του. Δυστυχώς αυτό θα εντείνει τον διπολισμό του κομματικού συστήματος. Το ΚΙΝΑΛ θα χάσει την ευκαιρία να γίνει ο σημαντικός τρίτος πόλος μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ.

•Η κομματικοκρατία. Σε ό,τι αφορά τον «πολιτικό πολιτισμό», όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθούν την άκρατη παλαιοκομματική, συγκρουσιακή κουλτούρα. Κοκορομαχίες, απαράδεκτες επιθέσεις/βρισιές, κυριαρχία μικροκομματικών συμφερόντων κ.λπ. Η κομματικοκρατία και το 2019 θα συνεχίσει τον διαβρωτικό της ρόλο. Τα κόμματα θα συνεχίσουν να διεισδύουν σε όλους τους θεσμικούς χώρους, από τα πανεπιστήμια μέχρι τον αθλητισμό, υποσκάπτοντας έτσι την ήδη καχεκτική κοινωνία των πολιτών. Ολα τα παραπάνω προφανώς αδυνατίζουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία της χώρας.

Συμπέρασμα

Βλέπουμε βήματα προς τα εμπρός, αλλά και βήματα προς τα πίσω. Πάντως, ο κασσανδρικός λόγος και η καταστροφολογία της αντιπολίτευσης ούτε πείθουν, ούτε κάνουν καλό στη χώρα. Η Ελλάδα έχει πάψει να είναι το μαύρο πρόβατο της ΟΝΕ. Ο Πρωθυπουργός κατάφερε, κυρίως μέσω της συμφωνίας των Πρεσπών, να κερδίσει την εμπιστοσύνη της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Αυτό θα βοηθήσει τη χώρα να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά την εντεινόμενη τουρκική επιθετικότητα.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 30/12/2018. 

Νίκος Μουζέλης: «Ματιές στο μέλλον. Καπιταλισμός,σοσιαλδημοκρατία, κοινωνικό κράτος»

Στις προθήκες των βιβλιοπωλείων θα βρίσκεται σε μερικές ημέρες το νέο βιβλίο του Νίκου Μουζέλη «Ματιές στο μέλλον. Καπιταλισμός, σοσιαλδημοκρατία, κοινωνικό κράτος» από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Στις σελίδες του πραγματεύεται θέματα όπως οι ανισότητες, ο νεοφιλελευθερισμός, η άνοδος του λαϊκισμού στην Ευρώπη και η συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων. Η «Εφ.Συν.» προδημοσιεύει δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα των απόψεων που εκθέτει στο βιβλίο του ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του London School of Economics.

Εθνολαϊκισμός και νεοφιλελευθερισμός

«Οι προοδευτικές δυνάμεις της ευρωζώνης μπορούν και πρέπει να είναι ένας συνασπισμός της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς, της φιλοευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς καθώς και άλλων κεντρώων δυνάμεων που θα έχουν σαν στόχο την καταπολέμηση του λαϊκισμού από τη μια μεριά και του νεοφιλελευθερισμού από την άλλη.

Γιατί οι δύο αυτές τάσεις αλληλοσυνδέονται. Αφού είναι κυρίως οι ανισότητες και η περιθωριοποίηση που ο νεοφιλελευθερισμός ενέτεινε – οδηγώντας, σε συνδυασμό με το προσφυγικό, στην ενδυνάμωση του εθνολαϊκισμού. Σε τελική ανάλυση, είναι ο συνδυασμός των εντεινόμενων ανισοτήτων και της επακόλουθης θεαματικής ανόδου του λαϊκισμού που υποσκάπτουν περισσότερο από κάθε άλλον παράγοντα τα θεμέλια της δημοκρατίας. Σε ό,τι αφορά την Ε.Ε., ο νεοφιλελευθερισμός από τη μια μεριά και ο λαϊκισμός από την άλλη είναι οι δύο κύριες διαλυτικές δυνάμεις, δυνάμεις που μπορούν να οδηγήσουν στην κατάρρευσή της».

Το θέμα της σύγκλισης

«Για μερικούς αναλυτές, η έλλειψη σοβαρών πολιτικών ελέγχων θα οδηγήσει στην κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε πλανητικό επίπεδο. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν και αυτοί που ισχυρίζονται πως όχι μόνο δε θα υπάρξει κατάρρευση αλλά πως, αντίθετα, η λογική και οι παγκόσμιοι θεσμοί του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού θα διεισδύσουν σε όλες τις εθνικές οικονομίες, περιθωριοποιώντας σταδιακά τα μη νεοφιλελεύθερα, κρατικιστικά χαρακτηριστικά τους. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που το οικονομικό υπερισχύει του πολιτικού σε πλανητικό επίπεδο, από τη στιγμή που το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα έχει νεοφιλελεύθερη μορφή, οι παγκόσμιες αγορές διεισδύουν και εντάσσουν στον παγκόσμιο χώρο τους πάντες. Αυτό θα ενισχύσει την τάση για μια "νεοφιλελευθεροποίηση" του κόσμου. Αρα θα οδηγήσει σε μια σταδιακή σύγκλιση.

Η παραπάνω θέση όμως δεν υπολογίζει πως το παγκόσμιο σύστημα είναι μεν νεοφιλελεύθερο αφού οι πολιτικοί έλεγχοι των παγκόσμιων αγορών (ιδίως των χρηματοπιστωτικών) είναι εξαιρετικά καχεκτικοί. Ταυτόχρονα όμως αποτελείται από τρία υποσυστήματα που λειτουργούν και εντάσσονται διαφορετικά στις παγκόσμιες αγορές: το νεοφιλελεύθερο υποσύστημα του οποίου το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι οι ΗΠΑ, ο αυταρχικός καπιταλισμός της Κίνας και ο σοσιαλδημοκρατικός καπιταλισμός της βορειοδυτικής Ευρώπης που, παρά τις τωρινές νεοφιλελεύθερες τάσεις, παραμένει στην ουσία σοσιαλδημοκρατικός.

Αν εξετάσουμε τα δύο πρώτα υποσυστήματα, είναι προφανές πως το νεοφιλελεύθερο αμερικανικό υποσύστημα έχει διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές δομές από αυτές του αυταρχικού κινεζικού. Στο τελευταίο οι ελέγχοντες τα μέσα κυριαρχίας ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα και τα μέσα παραγωγής. Στο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό υποσύστημα, μπορεί να μη συμβαίνει το αντίθετο (όπως υποστηρίζουν πολλοί μαρξιστές), αλλά σίγουρα η εκάστοτε κυβέρνηση δεν έχει τη δύναμη που έχει η κινεζική, όχι μόνο στο εγχώριο αλλά και στο ξένο κεφάλαιο που επενδύεται στη χώρα. Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατόν να αναλύσουμε σε βάθος το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα με μια πολιτική οικονομία που δεν λαμβάνει υπόψη της το αυταρχικό καπιταλιστικό υποσύστημα της Κίνας, ένα σύστημα που έχει πάνω από ένα δισεκατομμύριο πληθυσμό και που η γεωγραφική του έκταση είναι πολύ μεγαλύτερη από το σύνολο της έκτασης Ευρώπης, ΗΠΑ και Ιαπωνίας!

Βέβαια υπάρχει το επιχείρημα πως η ταχεία κινεζική ανάπτυξη δημιουργεί ραγδαία μια μεσαία τάξη που αργά ή γρήγορα θα πιέσει για το άνοιγμα του πολιτικού συστήματος. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Αντίθετα με αυτό που συνέβη στη Νότια Κορέα, η ραγδαία κινεζική ανάπτυξη δεν φαίνεται να οδηγεί σε έναν καχεκτικό έστω εκδημοκρατισμό. Γιατί στη Νότια Κορέα η ταχεία ανάπτυξη ξεκίνησε στο πλαίσιο μιας στρατιωτικής κυβέρνησης που, με τη βοήθεια τεχνοκρατών, οδήγησε την οικονομία προς τις εξαγωγές. Σε αυτή την περίπτωση, η δημιουργία μεσαίων στρωμάτων (μαζί με άλλους ευνοϊκούς παράγοντες) είχε σαν αποτέλεσμα το δημοκρατικό άνοιγμα.

Η διαφορά με την Κίνα είναι πως το κινεζικό κομμουνιστικό κόμμα έχει ρίζες και έλεγχο του πληθυσμού που η κορεατική δικτατορία δεν είχε. Κατά τον Economist (31/3/2018), η ταχεία οικονομική ανάπτυξη και ο κινεζικός επεκτατισμός (ο περίφημος "δρόμος τους μεταξιού") οδηγούν όχι στην πολιτική δύναμη των μεσαίων τάξεων, αλλά στην ενδυνάμωση του κινεζικού αυταρχισμού. Με άλλα λόγια, η ταχεία ανάπτυξη και η μείωση της απόλυτης φτώχειας έχει νομιμοποιήσει σε έναν μεγάλο βαθμό τον κομμουνιστικό έλεγχο του κράτους. Επιπλέον, ο σοβιετικός τύπος οργάνωσης του κόμματος και της κρατικής μηχανής, ο έλεγχος του στρατού από το κόμμα και, πιο γενικά, η κομμουνιστική κουλτούρα, η οποία βασίζεται σε ένα μείγμα κομματικής πειθαρχίας και της κομφουκιανής παράδοσης που δίνει έμφαση στην αρμονία και την τάξη, δίνει στον κινεζικό κοινωνικό σχηματισμό μια μεγάλη σταθερότητα που δεν υπάρχει σε άλλα αυταρχικά συστήματα.

Συμπερασματικά, η θεωρία της σύγκλισης δεν είναι πειστική. Η λογική του αυταρχικού κινεζικού καπιταλισμού θα παραμείνει διαφορετική από αυτή του νεοφιλελεύθερου. Αν αυτό ισχύει, θεωρίες που αναφέρονται γενικά σε μια παγκόσμια υπερεθνική τάξη χωρίς να διαφοροποιούν αυτή που συνδέεται με τις δυτικές πολυεθνικές και αυτή που συνδέεται με το εγχώριο (ξένο και κινεζικό) κεφάλαιο, καθώς και με τις κινεζικές πολυεθνικές που ελέγχονται από το κράτος δεν είναι πειστικές».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 11/12/2018. 

Ο Τσίπρας και το SPD

Στο πρόσφατο συνέδριο του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (SPD) δεν ήταν η αρχηγός του «αδερφού» κόμματος Φώφη Γεννηματά αλλά ο Αλέξης Τσίπρας που έλαβε πρόσκληση. Αυτή η σημαντική κίνηση του SPD στέλνει ένα σαφές μήνυμα στο Κίνημα Αλλαγής. Πως οι σοσιαλδημοκράτες στην Ελλάδα πρέπει να στραφούν προς τα αριστερά και όχι προς τα δεξιά, προς τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι προς την ΝΔ. Αυτή η συμβουλή σίγουρα βασίστηκε στην πρόσφατη εμπειρία των γερμανών σοσιαλδημοκρατών. Ως γνωστόν, η συμμαχία των τελευταίων με τους χριστιανοδημοκράτες οδήγησε το SPD σε μια θεαματική κάθοδο. Βέβαια, η πιθανή απάντηση του ΚΙΝΑΛ στους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες είναι πως οι τελευταίοι δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί τον αντιδημοκρατικό, αντισυστημικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, το SPD και πιο γενικά οι ευρωπαίοι θαυμαστές του Αλέξη Τσίπρα ενδιαφέρονται για τα δικά τους συμφέροντα και όχι για αυτά της Ελλάδας.

Ο εθνοκεντρισμός

Νομίζω πως η παραπάνω επιχειρηματολογία είναι λανθασμένη. Δεν είναι το SPD και οι ευρωπαίοι εταίροι μας που δεν ξέρουν τι γίνεται στη χώρα μας. Είναι μάλλον το ΚΙΝΑΛ που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στον ευρωπαϊκό χώρο. Εξακολουθεί κατά τελείως εθνοκεντρικό τρόπο να μην λαμβάνει υπόψη του πως η Ελλάδα, σε ό,τι αφορά την σχέση σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν αποτελεί «ελληνική ιδιαιτερότητα». Και τα δύο κόμματα έχουν πολλά κοινά σημεία με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ όμως εξακολουθεί να μην συνδέει τις ελληνικές εξελίξεις με αυτές του ευρωπαϊκού χώρου: τη θεαματική άνοδο του αντιδημοκρατικού εθνολαϊκισμού από τη μια μεριά (π.χ. Λεπέν, Όρμπαν) και την ενδυνάμωση του αγοροκρατικού νεοφιλελευθερισμού από την άλλη (π.χ Βέμπερ, ο υπέρμαχος του Σόιμπλε και του Grexit που γίνεται πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Και ο εθνολαϊκισμός και ο νεοφιλελευθερισμός υποσκάπτουν τα θεμέλια τους ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ο πρώτος θέλει σαφώς τη μη πολιτική ενοποίηση της ευρωζώνης και την επιστροφή στην αυτονομία του κράτους έθνους που είναι ο μόνος τρόπος να διασωθεί η «γνήσια» εθνική κουλτούρα. Ο δεύτερος θέλει μεν μια ενοποίηση, αλλά νεοφιλελεύθερου τύπου. Μια ενοποίηση όπου η κυριαρχία των αγορών θα συνεχιστεί. Με αποτέλεσμα τη συνέχιση των πρωτοφανών ανισοτήτων (ένδο και διακρατικών), την παραπέρα άνοδο της ανεργίας και, κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο, την περιθωριοποίηση ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού. Είναι ακριβώς αυτού του είδους τα αποτελέσματα που (σε συνδυασμό με το προσφυγικό) εκτίναξαν στα ύψη τον ευρωφοβικό λαϊκισμό. Με δύο λόγια, ο εντεινόμενος ευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός, στην Γερμανία και αλλού, τρέφει τον εθνολαϊκισμό. Ο μόνος τρόπος αντίστασης στις δύο παραπάνω βαρβαρότητες είναι μια συμμαχία όλων των ευρωπαϊκών κομμάτων που απορρίπτουν και τον εθνολαϊκιστικό προσανατολισμό τύπου Λεπέν και τον νεοφιλελευθερισμό τύπου Βέμπερ. Οι δυνάμεις που μπορούν να αντισταθούν στην εθνολαϊκιστική και στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα είναι η σοσιαλδημοκρατία, η φιλοευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά, οι πράσινοι, τα πολιτικά φιλελεύθερα και άλλα «μεσαία» κόμματα. Κόμματα δηλαδή που αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που ο νεοφιλελευθερισμός και ο εθνολαϊκισμός δημιουργούν για την επιβίωση της ΕΕ.

Το ΚΙΝΑΛ

Αν τα παραπάνω ισχύουν, δεν είναι δυνατόν το ΚΙΝΑΛ να μην τα λαμβάνει σοβαρά υπόψη του. Βέβαια, η Φώφη Γεννηματά πιστεύει πως το κόμμα της, αργά ή γρήγορα, θα περιθωριοποιήσει τον ΣΥΡΖΑ και θα γίνει ο δεύτερος κύριος πόλος του κομματικού συστήματος. Πρόκειται όμως για όνειρο θερινής νυκτός. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την στροφή του Αλέξη Τσίπρα προς τον ευρωπαϊκό δρόμο, είτε κερδίσει είτε χάσει τις επόμενες εκλογές, θα παραμείνει για πολλά χρόνια ακόμα ένας από τους δύο κύριους παίκτες του εγχώριου πολιτικού συστήματος - συνεχίζοντας την σταδιακή μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ριζοσπαστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Κόμμα που δεν στοχεύει στη διάλυση της ΟΝΕ, αλλά στην ταχεία πολιτική και κοινωνική ενοποίησή της. Στοχεύει δηλαδή σε μια ευρωπαϊκή ομοσπονδιακή κοινότητα βασισμένη όχι μόνο στην οικονομική μεγέθυνση, αλλά και στην αλληλεγγύη.

Συμπέρασμα

Το ΚΙΝΑΛ σίγουρα δεν θα γίνει στα χρόνια που έρχονται ο δεύτερος πόλος στον πολιτικό χώρο. Μπορεί όμως να καταστεί μια σημαντική σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερή δύναμη αν αποφύγει το άνοιγμα προς την ΝΔ. Άνοιγμα που θα οδηγήσει, όπως και στα άλλα ευρωπαϊκά κόμματα, στην παραπέρα καθίζησή του.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 18/11/2018. 

Παράδειγμα ακεραιότητας

Θεωρώ τον Κώστα Σημίτη, μαζί με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, από τους πιο σημαντικούς πρωθυπουργούς της μεταπολεμικής Ελλάδας. Κατόρθωσε σε έναν σημαντικό βαθμό να εκσυγχρονίσει με δημοκρατικό τρόπο όχι μόνο την οικονομία, αλλά και πιο γενικά την πολιτική κουλτούρα της χώρας. Το βλέπει κανείς, στο εσωτερικό, στα επιτεύγματα της διακυβέρνησής του σε σχέση με τον εκδημοκρατισμό και τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης (δημιουργία Ανεξάρτητων Αρχών, ΚΕΠ και άλλα), μέχρι τα δημόσια έργα που οδήγησαν στη σημαντική ανάπτυξη του οδικού δικτύου και της μετακίνησης. Στο εξωτερικό, στην ένταξη της Ελλάδας και της Κύπρου στην ΟΝΕ. Με δύο λόγια, προσπάθησε με επιτυχία να φέρει τη χώρα πιο κοντά στις ανεπτυγμένες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Η χώρα απέκτησε σημαντικό κύρος στην Ευρώπη. Κύρος που σιγά σιγά αμβλύνθηκε όταν έληξε η οκτάχρονη πρωθυπουργική θητεία του.
Η προσπάθεια σπίλωσης της προσωπικότητάς του δεν είναι μόνο άδικη και παράλογη, αλλά είχε τα αντίθετα αποτελέσματα στα οποία στόχευαν οι εχθροί του. Αντί να αποδιοργανωθεί περαιτέρω το Κίνημα Αλλαγής το συσπείρωσε. Είναι αλήθεια ότι ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ξένο στοιχείο στο «βαθύ ΠΑΣΟΚ» και δεν μπόρεσε να ελέγξει πλήρως το κόμμα του. Αλλά στη διάρκεια της μακρόχρονης πολιτικής πορείας του κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε την εντιμότητά του. Για όλους τους πολίτες, τους φίλους και αντιπάλους, παραμένει ένα παράδειγμα ακεραιότητας, αντι-μικροκομματικής νοοτροπίας και αντι-λαϊκισμού.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 20/11/2018. 

Γιατί η Κοινωνιολογία

Μια διαφορά (όχι η μόνη) μεταξύ κοινωνιολογίας και των άλλων κοινωνικών πειθαρχιών (όπως για παράδειγμα της οικονομικής επιστήμης) είναι ο ολιστικός προσανατολισμός. Η κοινωνιολογία προσπαθεί να εξετάσει πώς συνδέονται μεταξύ τους οι χώροι της οικονομίας, της πολιτικής, της κοινωνικής οργάνωσης και του πολιτισμού. Πώς δηλαδή οι ξέχωρες καταβολές, δυναμικές και αξίες του κάθε χώρου επιδρούν πάνω στους άλλους σχηματίζοντας ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύνολο ‒ σύνολο που πρέπει να ερευνηθεί και στο επίπεδο των θεσμών και σε αυτό των φορέων δράσης, αφού θεσμοί και φορείς δράσης αλληλοδιαμορφώνονται κατά διαλεκτικό τρόπο.
Κυρίως στις εξαιρετικά διαφοροποιημένες κοινωνίες της νεωτερικότητας, είναι σημαντικό οι μαθητές να μαθαίνουν πώς ο ρόλος που παίζουν στο σχολείο συνδέεται με αυτούς που παίζουν στον χώρο της οικογένειας, των εξοσχολικών συναναστροφών, της οικονομίας (π.χ. οικονομική κατάσταση των γονιών), της πολιτικής (συμμετοχή ή απάθεια προς τα πολιτικά δρώμενα) και του πολιτισμού. Μια συστηματική, σε βάθος ενασχόληση με τα παραπάνω δίνει στην/ον νέα/ο μια καλύτερη γνώση του εαυτού, του ποια/ποιος είναι, πού βρίσκεται σήμερα και πού μπορεί να πάει. Η κοινωνιολογία ασχολείται συστηματικά με τους ρόλους και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Εξετάζει πώς τα δρώντα υποκείμενα αντιμετωπίζουν τις αναπόφευκτες δυσκολίες και διλήμματα που δημιουργούν οι συχνά αντικρουόμενες απαιτήσεις διαφορετικών ρόλων.
Περνώντας τώρα στη μαθησιακή διαδικασία, ο ολιστικός και συγχρόνως συγκριτικός χαρακτήρας της κοινωνιολογικής ανάλυσης συμβάλλει σε έναν εναλλακτικό τρόπο μετάδοσης της γνώσης. Η κοινωνιολογική έμφαση στις διασυνδέσεις και στο ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις αναφορές σε γεγονότα, πρόσωπα και εξελίξεις (πολιτικές, κοινωνικοοικονομικές κ.λπ.) χωρίς να τις εντάξουμε σε ένα ευρύτερο πλάισιο, βοηθάει τον δάσκαλο και τους μαθητές να αποφεύγουν μια βασική αδυναμία του σχολικού προγράμματος: την αποπλαισιοποίηση.
Για να δώσω μερικά παραδείγματα, στον χώρο της λογοτεχνίας δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τον Παπαδιαμάντη έξω από το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του. Όσο για την ιστορία, όταν η έμφαση δίνεται στις χρονολογίες, στα δραματικά γεγονότα και στα σημαίνοντα πρόσωπα χωρίς την ένταξή τους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, οι γνώσεις είναι βαρετές και ξεχνιούνται γρήγορα. Το ίδιο ισχύει για τη διασύνδεση της γεωγραφίας με την κοινωνία και την ιστορία. Για να μπορέσει αυτό που μαθαίνει ο μαθητής να αποκτήσει νόημα θα πρέπει η κοινωνική διάσταση να είναι πάντα παρούσα. Μόνο έτσι θα μπορεί ο διδασκόμενος να εμβαθύνει, να θυμάται και να κατακτά αυτό που διδάσκεται. Αλλιώς η μάθηση επιδιώκεται μέσα από στείρα απομνημόνευση.
Βέβαια σήμερα, σε ό,τι αφορά την ιστορία και άλλα μαθήματα, τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Υπάρχει όμως ακόμα πολύς δρόμος για να ξεπεραστεί ο αποσπασματικός, μονοδιάστατος τρόπος διδασκαλίας. Αυτό φαίνεται καθαρά από τον φορμαλιστικό τρόπο που, στις τελευταίες τάξεις, οι μαθητές του λυκείου προετοιμάζονται πυρετωδώς για τις εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εδώ, συχνά οι απαντήσεις στις ερωτήσεις βασίζονται λιγότερο στην κριτική σκέψη και περισσότερο στην αποστήθιση. Με δυο λόγια, η κυριαρχία της φόρμας πάνω στην ουσία δεν χαρακτηρίζει μόνο τη δημόσια γραφειοκρατία αλλά, σε μικρότερο βαθμό, χαρακτηρίζει και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ‒ δημόσια και ιδιωτική.
Τελειώνω τονίζοντας πως η εισαγωγή της κοινωνιολογίας χαρακτηρίζεται απο στοιχεία που αποθαρρύνουν τον φορμαλισμό και ενθαρρύνουν την κριτική σκέψη. Σωστά λοιπόν ο υπουργός παιδείας αποφάσισε να την εντάξει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/10/2018.