Τρίτη, 10 Δεκέμβριος 2024

ΕΣΡ: Πέντε παρατηρήσεις

1. Μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να θεωρήσει αντισυνταγματικό το νόμο Παππά, τα πράγματα πρέπει να μείνουν ως έχουν μέχρι τη συγκρότηση του ΕΣΡ.

2. Κάθε ενδιάμεση λύση-γέφυρα μέχρι να αρχίσει τη λειτουργία του θα δημιουργήσει σύγχυση και αντί να μειώσει θα πολλαπλασιάσει τα προβλήματα. Επιπλέον θα διαιωνίσει μια άγονη αντιπαλότητα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.

3. Σε ό,τι αφορά τον τρόπο σύστασης του ΕΣΡ, στη χώρα μας μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες αρχές που είναι πραγματικά ανεξάρτητη είναι ο Συνήγορος του Πολίτη. Ως πρώτος συνήγορος, ο Νικηφόρος Διαμαντούρος κατόρθωσε να αντισταθεί σε όλες τις πιέσεις από κυβέρνηση και κόμματα και να δημιουργήσει μια αυτόνομη αρχή, κατάσταση που συνεχίστηκε και μετά τη λήξη της θητείας του. Η αυτονομία μιας ανεξάρτητης αρχής είναι το πιο πολύτιμο κεφάλαιό της.

4. Δυστυχώς για την στιγμή και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση σκέπτονται κομματικά και όχι εθνικά. Υποσκάπτουν έτσι και το δικό τους κύρος και τη σωστή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

5. Αντίθετα με την γνώμη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να παίξει το ρόλο του διαιτητή σε ένα τέτοιου είδους κομματικό φουτμπόλ. Η αντιπολίτευση πρέπει να δεχτεί άμεσα, χωρίς καμιά προϋπόθεση, τη σύσταση του ΕΣΡ και η κυβέρνηση να ξεχάσει την ιδέα της «γέφυρας». Πρέπει επιτέλους οι δύο πλευρές να αποφύγουν τη συνήθη συγκρουσιακή τακτική τους και να πετύχουν γρήγορα ένα συμβιβασμό. Σίγουρα αυτό θέλει η πλειοψηφία των πολιτών.

Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 31/10/2016.

Σοσιαλδημοκρατία και ριζοσπαστική Αριστερά

Ποιες είναι οι βασικές ιδεολογικές και προγραμματικές διαφορές μεταξύ σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και αυτών της ριζοσπαστικής Aριστεράς - πολιτικών σχηματισμών όπως των Ποντέμος, του ΣΥΡΙΖΑ, του πορτογαλικού αριστερού μπλοκ και της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke). Πρόκειται για αγεφύρωτες διαφορές ή υπάρχουν «εκλεκτικές συγγένειες» μεταξύ των πρώτων και των δεύτερων;

Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα

Ξεκινώ από τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας, όπως αυτά αναπτύχθηκαν από τον κύριο θεωρητικό της Εντουαρντ Μπέρνσταϊν.

Ο αναθεωρητισμός του μαρξισμού: Η κύρια αδυναμία του μαρξισμού-λενινισμού είναι ο οικονομικός αναγωγισμός, η ιδέα πως οι αντινομίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οδηγούν αργά ή γρήγορα στην επαναστατική ανατροπή του και κατόπιν στη δικτατορία του προλεταριάτου, στον σοσιαλισμό και, σε μια τελική φάση, στον κομμουνισμό. Κατά τον Μπέρνσταϊν, η πίστη σε νόμους που αναπόφευκτα οδηγούν στο τέλος της αλλοτρίωσης οδηγεί σε μια λάθος στρατηγική σε ό,τι αφορά την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Η επανάσταση στον εικοστό αιώνα, όπως φάνηκε ξεκάθαρα στη ρωσική περίπτωση, οδήγησε στον σταλινικό ολοκληρωτισμό.

Δημοκρατικός ρεφορμισμός: Με βάση τα παραπάνω δεν είναι η επαναστατική/βίαιη στρατηγική λενινιστικού τύπου, αλλά μια σταδιακή/εξελικτική στρατηγική που θα οδηγήσει στην επέκταση αστικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα. Αυτό μπορεί να συμβεί με την απόκτηση του δικαιώματος της ψήφου και τη σταδιακή ένταξη του προλεταριάτου στην ενεργό πολιτική αρένα. Με βάση την παραπάνω στρατηγική, τα μαζικά οργανωμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη λεγόμενη «χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1975) κατόρθωσαν να πάρουν με δημοκρατικό τρόπο την εξουσία και να εξανθρωπίσουν σε έναν μεγάλο βαθμό τον βάρβαρο καπιταλισμό του 19ου αιώνα. Κατόρθωσαν να αναπτύξουν το κοινωνικό κράτος, να ενδυναμώσουν το κράτος δικαίου και να στηρίξουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Δημοκρατικός σοσιαλισμός: Αντίθετα με αυτούς που πιστεύουν στη διαιώνιση του καπιταλισμού, οι οπαδοί του εξελικτισμού/ρεφορμισμού έχουν ως στόχο τη δημιουργία αντικειμενικών συνθηκών που μπορεί να οδηγήσουν μέσω του κοινοβουλευτισμού σε μια μετακαπιταλιστική κατάσταση όπου η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής θα περάσει από το ιδιωτικό στο συλλογικό (κυρίως, αλλά όχι μόνιμο) μέσω συνεταιριστικού τύπου οργανώσεων.

Τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς

Παρ' όλο που συχνά οι ηγεσίες τους έχουν λενινιστικές ή/και σταλινικές καταβολές, σήμερα διαφοροποιούνται σαφώς από τα σύγχρονα κομμουνιστικά κόμματα. Για παράδειγμα, οι κομμουνιστές απορρίπτουν την «αστική» δημοκρατία ενώ οι ριζοσπάστες αριστεροί θέλουν να την εμβαθύνουν - κυρίως με το πέρασμα από την αντιπροσωπευτική στην άμεση δημοκρατία. Πιο γενικά, δέχονται τα, κατά τον Μπέρνσταϊν, τρία βασικά χαρακτηριστικά της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας. Ξεκινώντας από τον αναθεωρητισμό του μαρξισμού, οι οπαδοί της ριζοσπαστικής Αριστεράς είτε απορρίπτουν τελείως τον μαρξισμό (E. Laclau), είτε τον δέχονται επιλεκτικά/ευέλικτα. Απορρίπτουν επίσης τη λενινιστική στρατηγική της βίαιης ανατροπής. Οπως και για τους σοσιαλδημοκράτες, ο δρόμος προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό πρέπει να είναι σταδιακός καθώς και μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατικής νομιμότητας. Ετσι σχεδόν όλα τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που είναι ενταγμένα στην ευρωζώνη είναι ανοιχτά σε συνεργασίες με άλλα κόμματα. Επιπλέον, έχουν ως βραχυπρόθεσμο στόχο τον ριζικό μετασχηματισμό της σημερινής ΕΕ. Απορρίπτουν τη λιτότητα και πιέζουν για τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των ανταγωνιστικών οικονομιών του Βορρά και των λιγότερο ανταγωνιστικών του Νότου, την αναδιανομή του πλούτου, τη μείωση του δημοκρατικού ελλείμματος της ευρωζώνης καθώς και την οικονομικοπολιτική και κοινωνική ενοποίησή της. Πιστεύουν, με άλλα λόγια, όπως και οι σοσιαλδημοκράτες, στο πέρασμα από τον «καπιταλισμό καζίνο» σε έναν πολιτικά ελεγχόμενο σοσιαλδημοκρατικού τύπου καπιταλισμό.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τον απώτερο στόχο του δημοκρατικού σοσιαλισμού, και για τη σοσιαλδημοκρατία και για τη ριζοσπαστική Αριστερά, αυτό που οι κομμουνιστές αποκαλούν «αστική» δημοκρατία δεν απορρίπτεται. Απλά ο τωρινός δημοκρατικός κοινοβουλευτισμός πρέπει να αποκτήσει πιο γερές ρίζες. Κυρίως μέσω του εκδημοκρατισμού και άλλων θεσμικών χώρων όπως του οικονομικού (π.χ. ανάπτυξη ανεξάρτητων συνεταιρισμών, συμμετοχή των εργαζομένων στα ΔΣ των επιχειρήσεων), της οικογένειας (ισότητα μεταξύ φύλων) κ.τ.λ. Οπως και κατά τον Μπέρνσταϊν, είναι αυτού του είδους οι αλλαγές που στο μέλλον μπορεί να οδηγήσουν σε έναν δημοκρατικό σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής.

Οι παραπάνω τρεις ιδεολογικοί προσανατολισμοί φέρνουν κοντά σοσιαλδημοκράτες και αριστερούς ριζοσπάστες. Υπάρχουν όμως και σοβαρές διαφορές. Οι τελευταίοι κατηγορούν τους πρώτους ότι έχουν απομακρυνθεί από τις αξίες της «χρυσής εποχής» της σοσιαλδημοκρατίας, προσεγγίζοντας αυτές του νεοφιλελευθερισμού. Οι σοσιαλδημοκράτες, από την άλλη μεριά, αντιτίθενται στον έντονο κρατικιστικό προσανατολισμό της ριζοσπαστικής Αριστεράς (τουλάχιστον όπως αυτός χαρακτηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, στη θεωρία βέβαια). Αναπτύσσουν το επιχείρημα πως οι ριζοσπάστες αριστεροί δεν δίνουν τη δέουσα προσοχή στα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης εντός του κράτους έθνους στη σύγχρονη εποχή. Κατ' αυτούς, όσο εντείνεται η διείσδυση των παγκόσμιων πολιτικών και οικονομικών μηχανισμών στο εσωτερικό του κράτους έθνους, τόσο ο έλεγχος της οικονομίας μέσω κρατικοποιήσεων είναι αναποτελεσματικός. Αυτό που πέτυχε η κλασική σοσιαλδημοκρατία στη «χρυσή εποχή» της (εποχή κατά την οποία το κράτος ήλεγχε σε έναν σημαντικό βαθμό, εντός των εθνικών συνόρων, τις κινήσεις των κεφαλαίων) δεν μπορεί να επαναληφθεί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο οικονομικός φιλελευθερισμός και ο καπιταλισμός-καζίνο αποτελούν μονόδρομο. Ενας αποτελεσματικός πολιτικός έλεγχος των αγορών μπορεί σήμερα να επιτευχθεί μόνο σε μεταεθνικό επίπεδο. Οχι η Ελλάδα ή η Πορτογαλία αλλά μια Ενωμένη Ευρώπη θα είχε τη δυνατότητα, ως σοβαρός παίκτης στην παγκόσμια πολιτικοοικονομική αρένα, να ελέγξει σε έναν βαθμό τη σημερινή αναρχία των αγορών.
Βέβαια η έμφαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στον κρατισμό κινείται σε ένα θεωρητικό, κανονιστικό επίπεδο. Στην πράξη, όπως φάνηκε καθαρά στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, οι ιδιωτικοποιήσεις επιβάλλονται από τους ισχυρούς εταίρους της ευρωζώνης. Από μια σοσιαλδημοκρατική σκοπιά, ένας σχετικός έλεγχος της εθνικής αγοράς μπορεί να προέλθει από την κοινωνία των πολιτών, κυρίως από τις ΜΚΟ ή από ανεξάρτητες από την κυβέρνηση αρχές που, όταν λειτουργούν σωστά, μπορούν να αμβλύνουν και τον κρατικό δεσποτισμό και την ασυδοσία των αγορών. Η ριζοσπαστική Αριστερά γενικά και ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικά βλέπει με καχυποψία και τις ΜΚΟ και τις ανεξάρτητες αρχές. Κατά τους ριζοσπάστες αριστερούς, οι πρώτες ή ελέγχονται πλήρως από το κράτος ή παρέχουν υπηρεσίες που το κράτος θα έπρεπε να παρέχει. Αρα κάνουν πιο εύκολη τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Οσο για τις ανεξάρτητες αρχές, αυτές δεν χαίρουν δημοκρατικής νομιμοποίησης - αφού αυτοί/αυτές που τις διευθύνουν δεν ελέγχονται από τους πολίτες.

Συμπέρασμα

Στον βαθμό που μπορεί κανείς να γενικεύσει, με βάση την παραπάνω ανάλυση υπάρχουν σημαντικές συγκλίσεις μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής Αριστεράς στα θέματα του αναθεωρητισμού, του ρεφορμισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Η βασική απόκλιση έχει να κάνει με τον κρατικισμό. Οι ριζοσπάστες αριστεροί δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τη μείωση της αυτονομίας του έθνους κράτους που η παγκοσμιοποίηση έχει επιφέρει. Εξακολουθούν να πιστεύουν πως οι κρατικοποιήσεις που είχαν σχετική επιτυχία στη χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας είναι ακόμη ένας τρόπος ελέγχου του εγχώριου και πολυεθνικού κεφαλαίου. Αυτό βέβαια στο επίπεδο της ιδεολογίας. Σε ένα πιο πρακτικό επίπεδο, όταν η ριζοσπαστική Αριστερά γίνει κυβέρνηση όπως στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, οι ιδιωτικοποιήσεις επιβάλλονται εκ των άνω και υλοποιούνται μεν αλλά με αμφίθυμο τρόπο. Νομίζω πως το ίδιο θα συμβεί με τους Ποντέμος, αν ποτέ κατορθώσουν να κυβερνήσουν.

Αυτό που θα έφερνε πιο κοντά σοσιαλδημοκράτες και ριζοσπάστες αριστερούς είναι αν οι πρώτοι κατορθώσουν να πάρουν μεγαλύτερες αποστάσεις από τον νεοφιλελευθερισμό. Και αν οι δεύτεροι αντιληφθούν πως ο πολιτικός έλεγχος του κεφαλαίου και ειδικά του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού δεν είναι εφικτός σε μία μόνο χώρα (ιδίως μικρού ή μεσαίου μεγέθους). Αν αυτό συμβεί, οι συγκρίσεις μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής Αριστεράς θα είναι πιο σημαντικές από τις αποκλίσεις. Αφού και οι μεν και οι δε στοχεύουν στο πέρασμα από τον νεοφιλελεύθερο σε έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό με στόχο την επίτευξη μελλοντικά ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού.

Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 9/10/2016.

*Ο Νίκος Μουζέλης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο LSE και Πρόδρος της Ένωσης Πολιτών για την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

"Απάντηση στους 58"

Επειδή μερικοί από τα μέλη της Κίνησης των 58 αναρωτήθηκαν πώς εγώ, ως μέλος της πρώην κίνησης, δέχτηκα να συμμετέχω στην πρόσφατη δημιουργία από την κυβέρνηση μιας επιτροπής σχετικής με το Σύνταγμα (επιτροπή που αποτελείται από μη νομικούς/συνταγματολόγους) σκέφθηκα πως σας οφείλω μια εξήγηση.
Α) Δεν προσχώρησα στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως πολλοί υποστηρίζουν, αλλά ούτε είμαι φανατικά αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Παραμένω εδώ και δεκαετίες σοσιαλδημοκράτης και πιστεύω, αν η Ε.Ε. συνεχίσει την ενοποίηση της (πολιτική και κοινωνική) σε μεταεθνικό/ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει ελπίδες αναζωογόνησης (βλ. άρθρο μου στο Βήμα, 9/10/16).
Β) Πιστεύω πως ο ΣΥΡΙΖΑ, παρ' όλα τα λάθη που έχει κάνει, είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί σε αυτή τη συγκυρία να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο που άρχισε από την στιγμή που ο πρωθυπουργός αποφάσισε να ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο. Από αυτή την σκοπιά, η εμμονή του αρχηγού της αντιπολίτευσης για εκλογές εδώ και τώρα δεν συμφέρει ούτε τη χώρα, άλλα ούτε και τον ίδιο. Μέχρι να πετύχει η σημερινή κυβέρνηση την είσοδο μας στις αγορές, πιστεύω πως πρέπει να στηριχθεί από όλους που δεν επιθυμούν το grexit.
Γ) Πιστεύω επίσης πως η δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως η εσφαλμένη ιδέα πως το κόμμα έχει σαν στόχο την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι λάθος. Για παράδειγμα, η ιδέα πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει σαν στόχο να καταστεί μόνιμα το κυρίαρχο κόμμα δημιουργώντας ένα αυταρχικό καθεστώς τύπου Πούτιν ή Ερντογάν (βλ. άρθρο του καθ. Γιώργου Ιωακειμίδη, Βήμα, 9/10/16) είναι λανθασμένη. Πρόκειται για μια ακραία «κασσανδρική» φαντασίωση. Ο Τσίπρας ούτε το θέλει, ούτε μπορεί να μείνει στην ευρωζωνη αν το επιχειρήσει. Δ) Όπως έχω υποστηρίξει σε ένα πρόσφατο άρθρο μου (Τα Νέα, 28/5/16), κατά την γνώμη μου ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε θα καταρρεύσει, ούτε θα συρρικνωθεί σε πολύ χαμηλά ποσοστά όπως πολλοί το ελπίζουν. Απεναντίας θα καταστεί μια από τις δυο κυρίαρχες δυνάμεις σε ένα μελλοντικό διπολικό σύστημα (Νέα Δημοκρατία-ΣΥΡΙΖΑ) - σύστημα που θα μοιάζει με το προηγούμενο δίπολο (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ).
Ε) Τέλος, δύο λόγια για την Επιτροπή Συνταγματικής Αναθεώρησης. Ο,τι και αν έχει στο μυαλό του ο πρωθυπουργός δημιουργώντας αυτή την επιτροπή, πρόκειται για μια κίνηση εκδημοκρατισμού του πολιτεύματος. Πρόκειται για μια επιτροπή που σχεδιάζεται να δώσει τα συμπεράσματά της σε μια δεύτερη επιτροπή αποτελούμενη από νομικούς/συνταγματολόγους. Αυτή η επιτροπή θα κωδικοποιήσει τα συμπεράσματα της πρώτης και θα τα καταθέσει για συζήτηση στη βουλή. Η ιδέα πως μόνο οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να χειριστούν το θέμα της αναθεώρησης σε μια χώρα όπου η κομματικοκρατία βασιλεύει είναι λάθος. Η ιδέα πως οι εκτός Βουλής, δηλ. οι απλοί πολίτες, δεν έχουν το δικαίωμα μέσω των δήμων και άλλων συλλογικών φορέων να εκφράσουν την γνώμη τους είναι βαθιά αντιδημοκρατική. Όταν στην προηγούμενη αναθεώρηση του συντάγματος όπου συμμετείχαν πολλοί που εξακολουθούν να είναι βουλευτές σήμερα υποστήριξαν την μη κατάργηση της υπουργικής ασυλίας, ήταν αυτό δημοκρατικό; Και κυρίως όταν η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών απαιτούσε την άμεση κατάργησή της. Σαν πρόεδρος μιας ΜΚΟ (Ένωση Πολιτών για την Παρέμβαση) που εδώ και δύο δεκαετίες ασχολείται με θέματα που σχετίζονται με την ελληνική κομματικοκρατία, δηλ. με την ανισορροπία δύναμης μεταξύ κράτους και κοινωνίας, θεωρώ καθήκον μου να δεχτώ την πρόταση για συμμετοχή στην επιτροπή.

Συμπέρασμα: Όλες οι δημοκρατικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις πρέπει να ακολουθήσουν μια πιο ισορροπημένη κριτική προς στην κυβέρνηση για να μην δημιουργηθεί η επικίνδυνη εντύπωση πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται για ένα κόμμα εκτός του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου». Γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγούσε σε ένα διχασμό που θα υπέσκαπτε το με θυσίες αποκτημένο μεταπολιτευτικό δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας.
Είναι κρίμα που οι 58 αποφάσισαν να αυτοδιαλυθούν. Σήμερα θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση του σημερινού χάσματος μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Θα μπορούσαν να συμβάλλουν στον παραπέρα εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος.

Νίκος Μουζέλης
Ομ. Καθηγητής Κοινωνιολογίας LSE
Πρόεδρος Ένωσης Πολιτών για την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Brexit: πέντε σύντομες παρατηρήσεις

Κάμερον. 

Το μέλλον του κομματικού συστήματος

Με το ξεπέρασμα του κάβου της αξιολόγησης, η κυβέρνηση παίρνει μια ανάσα - τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Σε αυτή τη συγκυρία είναι χρήσιμο, αν και παρακινδυνευμένο, να εξετάσουμε ποιο θα είναι το μέλλον του κομματικού συστήματος στη χώρα μας. Ποια θα είναι η μελλοντική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ; Πιο γενικά, ποια θα είναι η γενική δομή της κομματικής αρένας;

Οι ευθύνες

Ξεκινώ με τη γενική παρατήρηση πως η συλλογική μνήμη ξεχνά γρήγορα [είναι εξαιρετικά ασθενής]. Ξεχνάμε γρήγορα τα κακά των προηγούμενων κυβερνήσεων και επικεντρωνόμαστε σε αυτά της τωρινής διακυβέρνησης. Πιο συγκεκριμένα, ποιος αναφέρεται σήμερα στις ευθύνες των προηγούμενων κυβερνήσεων σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό σύστημα. Σίγουρα ούτε η αντιπολίτευση αλλά ούτε και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, μερικές από τις οποίες έχουν ένα μέρος ευθύνης για τις αδικίες και τη γενική κατάντια του συστήματος. Ξεχνάμε πως όλες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης αρνήθηκαν να ασχοληθούν σοβαρά με τις σαθρές βάσεις του. Πέταγαν συστηματικά το μπαλάκι στην επόμενη κυβέρνηση μέχρι που η βόμβα έσκασε στα χέρια του Τσίπρα. Όσο για το πρόβλημα του χρέους, ποιος αναφέρει πως ο Καραμανλής ο νεότερος, με την περίφημη στρατηγική της «επανίδρυσης του κράτους» έκανε τη δημόσια διοίκηση τόσο «γαλάζια» που διπλασίασε το δημόσιο χρέος; Και πω, μετά από μια παρατεταμένη σιωπή, θεωρείται σήμερα από πολλούς σοσιαλδημοκράτες «εθνικό» κεφάλαιο!
Με τα παραπάνω δεν επιχειρώ να δικαιολογήσω τα πάμπολλα σφάλματα της σημερινής κυβέρνησης: τις αλλεπάλληλες κωλοτούμπες, την αρχική άγνοια του πώς λειτουργεί η ευρωζώνη, την αφελή υπερτίμηση της δύναμης της κυβέρνηση έναντι των εταίρων, τις λανθασμένες κινήσεις στις διαπραγματεύσεις που επιδείνωσαν το χρέος, την γκάφα των wikileaks κτλ. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως την ευθύνη για τη σημερινή κατάντια της χώρας την έχουν περισσότερο οι προηγούμενες κυβερνήσεις και λιγότερο η σημερινή.

Το μέλλον

Όσο για το τί θα συμβεί από εδώ και πέρα, είναι σίγουρο πως αντίθετα με τις πολυάριθμες Κασσάνδρες, κατά την γνώμη μου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να καταρρεύσει και να ξαναγίνει ένα κομματίδιο του 4%. Ούτε πρόκειται να επιβάλλει ένα αυταρχικό καθεστώς τσαβικού τύπου. Από την στιγμή που ο πρωθυπουργός απέρριψε τη λαφαζανική στρατηγική της δραχμής, από την στιγμή που επέλεξε τον ευρυζωνικό δρόμο που η πλειοψηφία του ελληνικού λαού επιθυμεί, ούτε ο τσαβισμός ούτε άλλου είδους βίαιη «ανατροπή» είναι δυνατή - και αυτό παρ' όλη την κρατικίστικη ιδεολογία του. Λόγω των πιέσεων που υφίσταται από τους ισχυρούς παίκτες της ευρωζώνης, θα αναγκαστεί να συνεχίσει τις αποκρατικοποίησεις και τη μερκελική στρατηγική της λιτότητας. Με άλλα λόγια, η προσγείωση του πρωθυπουργού στην σκληρή πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να συνεχίσει. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα αγωνιστεί, μαζί με άλλες προοδευτικές δυνάμεις, να αλλάξει την πολιτική της λιτότητας που οι γερμανικές ελίτ έχουν επιβάλλει. Δεν σημαίνει πως δεν στοχεύει στο πέρασμα από το νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό-καζίνο σε ένα δεύτερο εξανθρωπισμό του καπιταλισμού (ο πρώτος επιτεύχθηκε στην «χρυσή εποχή» της βορειοδυτικής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο). Βέβαια σήμερα, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, απαιτούνται νέες στρατηγικές σε μεταεθνικό επίπεδο.
Αν η παραπάνω πρόβλεψη είναι σωστή, μεσοπρόθεσμα, στον πολιτικοκομματικό χώρο θα έχουμε ένα διπολικό σύστημα με τον ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί τον αριστερό πόλο και την ΝΔ το δεξιό. Και στο μέσον, διάφορους κομματικούς σχηματισμούς που για διάφορους λόγους αρνούνται και την ενοποίηση και την ουσιαστική συνεργασία. Εκτός από αυτό τον διπολικό δημοκρατικό χώρο θα εξακολουθούν να λειτουργούν με σχετική επιτυχία τα δύο κόμματα που έχουν σαν στόχο την κατάργηση της «αστικής» αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή. Το μεν πρώτο δεν φαίνεται να θέλει να ξεπεράσει την απομόνωσή του και το όνειρο ενός νέο-σοβιετικού παραδείσου. Το δεύτερο πιστεύω, πως λόγω του νεοναζιστικού προσανατολισμού του, δεν θα καταρρεύσει να αυξήσει σημαντικά τα ήδη υψηλά ποσοστά του.
Τέλος, δυο λόγια για την ΝΔ. Από τη μια μεριά ο νέος αρχηγός κατόρθωσε να προσελκύσει νέους ψηφοφόρους έχοντας σαν στόχο τον εκσυγχρονισμό της οργανωτικής δομής και την άμβλυνση της δύναμης του παλαιοκομματικού κατεστημένου. Από την άλλη μεριά όμως η βιασύνη του να πάρει την εξουσία εδώ και τώρα δείχνει πολιτική ανωριμότητα. Την στιγμή που η αξιολόγηση έκλεισε, την στιγμή που ούτε οι εταίροι μας, ούτε η πλειοψηφία του ελληνικού λαού θέλει ακόμα μια φορά εκλογές, σημαίνει πως η εμμονή του Κυριάκου Μητσοτάκη να καθίσει αμέσως στην πρωθυπουργική «ηλεκτρική» καρέκλα σημαίνει πως είτε δεν μπορεί να αντισταθεί στις πιέσεις είτε δεν έχει εμπιστοσύνη στις μελλοντικές εξελίξεις.

Συμπέρασμα

Το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ είναι πολύ πιθανό να αντικαταστήσει αυτό του ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Θα υπάρξουν βέβαια πιθανές συνεργασίες μεταξύ των δύο ισχυρών και των αδύνατων κομμάτων του κέντρου. Νομίζω όμως πως ο πιθανός νέος διπολισμός δεν θα καταρρεύσει σύντομα.

Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 28/5/2016.

ΔΝΤ: Οι παρωπίδες της κυρίας Λαγκάρντ

Δεν θα ασχοληθώ σε αυτό το άρθρο ούτε με τη συνομωσιολογία «ποιος βρίσκεται πίσω από την πρόσφατη υποκλοπή μεταξύ του Τόμσεν και της Βελκουλέσκου», ούτε με τη μελλοντολογία (δηλαδή αν ο τρόπος που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση τις σχετικές πληροφορίες θα δημιουργήσουν επιπλέον εμπόδια σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση). Απλά θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί σε μερικές χώρες η «βοήθεια» που παρέχει το ΔΝΤ πετυχαίνει ενώ σε άλλες, όπως στη χώρα μας αποτυγχάνει. Με δυο λόγια, το βασικό επιχείρημα μου είναι πως ο παγκόσμιος αυτός οργανισμός δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του το κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό συγκείμενο στο πλαίσιο του οποίου επιβάλλει μια τυποποιημένη νεοφιλελεύθερη φόρμουλα.
Στην κοινωνιολογία των οργανώσεων, εδώ και πολλά χρόνια, χρησιμοποιείται ο όρος goal displacement (μετατόπιση στόχου) σε περιπτώσεις μεγάλων οργανώσεων όπου η έμφαση σε γραφειοκρατικούς κανόνες και μηχανισμούς είναι τόσο μεγάλη που υπάλληλοι αλλά και διευθυντές ξεχνούν τους βασικούς στόχους της οργάνωσης - μετατρέποντας έτσι τα μέσα σε στόχους (P. Blau 1955). Η στρατηγική του ΔΝΤ σε ό,τι αφορά την οικονομική κρίση στην Ελλάδα είναι ένα καλό παράδειγμα.
Στην τωρινή φάση των διαπραγματεύσεων το κουαρτέτο προτείνει συνεχώς και νέα μέτρα, μέτρα που πάνε πολύ πιο πέρα από αυτά που συμφωνήθηκαν στο τρίτο μνημόνιο. Το επιχείρημα των τεχνοκρατών είναι πως «οι αριθμοί δεν βγαίνουν». Οι μόνες δυνατές λύσεις είναι ή το κούρεμα του χρέους ή ακόμα πιο υψηλούς φόρους. Σημαίνει επίσης την επ' αόριστον επιμήκυνση της περιόδου αξιολόγησης, πράγμα καταστρεπτικό για τη χώρα. Η Λαγκάρντ ξέρει πολύ καλά πως η λύση του κουρέματος δεν είναι εφικτή. Οι δανειστές (κυρίως οι Τράπεζες), καθώς και η γερμανική κυβέρνηση την αποκλείουν. Ξέρει επίσης πως η δεύτερη λύση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε περισσότερα λουκέτα επιχειρήσεων, μεγαλύτερη ανεργία και εντεινόμενη ύφεση.
Επιπλέον, αγνοώντας ακόμη περισσότερο το πλαίσιο, η Κριστίν Λαγκάρντ υποστηρίζει πως δεν πρέπει να συνδεθεί το προσφυγικό πρόβλημα με το δημοσιονομικό. Πώς είναι δυνατόν όμως να βοηθηθεί η χώρα όταν το ΔΝΤ αρνείται να λάβει υπόψη τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που το προσφυγικό δημιουργεί; Πώς είναι δυνατόν τέτοιου είδους προβλήματα να αγνοούνται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων; Πώς είναι δυνατόν, τέλος, να προτείνεις ή μάλλον να θέλεις να επιβάλλεις στη χώρα μια λιτότητα που σήμερα εκ των πραγμάτων είναι αν όχι ανέφικτη, σίγουρα καταστροφική; Τελικά η κυρία Λαγκάρντ έχει λιγότερο σαν στόχο την ουσιαστική βοήθεια της χώρας και περισσότερο την εφαρμογή μιας προβληματικής συνταγής. Τουλάχιστον η κα Μέρκελ, που σίγουρα έχει μια λιγότερο γραφειοκρατική προσέγγιση, βλέποντας την εξέλιξη του εντεινόμενου προσφυγικού βάρους της Ελλάδος, άλλαξε στάση σε ό,τι αφορά την αποσύνδεση της προσφυγικής από τη δημοσιονομική κρίση. Αν όχι στα λόγια, η καγκελάριος σίγουρα στην πράξη συνδέει τα δύο προβλήματα και θέλει η αξιολόγηση να τελειώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Είναι κρίμα που αυτή την στιγμή τα ηνία του ΔΝΤ έχει η Κριστίν Λαγκάρντ και όχι ο προκάτοχός της Στρος Καν που δεν είχε παρωπίδες και γραφειοκρατικές εμμονές. Αξίζει να προσθέσουμε εδώ πως μερικοί αναλυτές που θέλουν να δικαιώσουν την στρατηγική του ΔΝΤ θέτουν το εξής ερώτημα: Γιατί το ΔΝΤ πέτυχε να βοηθήσει την Πορτογαλία και την Ιρλανδία ενώ απέτυχε στην περίπτωση της Ελλάδας; Η απάντηση είναι προφανής. Οι δύο χώρες είχαν μια ιστορική διαδρομή (πολιτικοοικονομική και πολιτισμική) τελείως διαφορετικής απ' αυτήν της Ελλάδας.
Συμπέρασμα: Στις κοινωνικές επιστήμες, και στο θεωρητικό και στο επίπεδο της εφαρμογής, δεν υπάρχει καθολικότητα. Δεν υπάρχει ένα και μόνο κλειδί που να ανοίγει όλες τις πόρτες. Οι καθολικές γενικεύσεις είναι πάντα λανθασμένες γιατί δεν προσδιορίζουν κατά συστηματικό τρόπο κάτω από ποιες συνθήκες μια θεωρία είναι έγκυρη και κάτω από ποιες δεν είναι. Με μια λέξη, δεν υπάρχουν «σιδηροί νόμοι» ούτε καθολικά πετυχημένες συνταγές σαν αυτή που εφαρμόζει το ΔΝΤ. Είναι ακριβώς για αυτόν το λόγο που η μονοδιάστατη στρατηγική που ακολουθεί το ΔΝΤ έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα (τουλάχιστον στο επίπεδο της υπέρβασης μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης) σε μερικές χώρες και καταστρεπτικά σε άλλες. Δεν είναι δυνατόν να χειρίζεται κανείς τα προβλήματα υπερχρέωσης της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Αργεντινής, της Κένυας και της Αϊτής με τον ίδιο προκρούστειο τρόπο. Είναι καιρός η ΕΕ να αποδεσμευθεί τελείως από το ΔΝΤ και να δημιουργήσει ένα δικό της οργανισμό που θα παρέχει τεχνικές γνώσεις και οικονομική βοήθεια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν προβλήματα υπερχρέωσης.

Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 9/4/2016.

Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός

Μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα σε Παρίσι και Βρυξέλλες ο προβληματισμός γύρω από τη ραγδαία ανάπτυξη του ισλαμικού φονταμενταλισμού έχει έρθει πάλι στο προσκήνιο. Η εξήγηση του φαινομένου είναι πολύπλοκη γιατί αυτό πρέπει να εξηγηθεί σε πολλά επίπεδα, κυρίως στο γεωπολιτικό, στο πολιτισμικό και στο κοινωνικοψυχολογικό.

Η γεωπολιτική διάσταση
Ως γνωστόν, η εισβολή δυτικών δυνάμεων στο Ιράκ με σκοπό τον εκδημοκρατισμό της χώρας κατάργησε μεν τη δικτατορία του Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά δημιούργησε μια χαώδη κατάσταση, κατάσταση που συνδέεται με τη δημιουργία του Ισλαμικού Χαλιφάτου που κατόρθωσε μετά τον συριακό εμφύλιο να ελέγξει σημαντικές περιοχές και στις δύο χώρες. Στη συνέχεια, η αποτυχία της λεγόμενης Αραβικής Ανοιξης, με λίγες εξαιρέσεις, οδήγησε σε νέες δικτατορίες ή ψευδοδημοκρατικά καθεστώτα, με κύριο αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της Ισλαμικής Αδελφότητας, που κατέστη η πιο σοβαρή αντιπολίτευση (νόμιμη ή παράνομη) στις περισσότερες χώρες της ευρύτερης περιοχής. Οι παραπάνω εξελίξεις, σε συνδυασμό με τις συνεχώς εντεινόμενες ανισότητες και σε παγκόσμιο αλλά και σε εθνικό επίπεδο, θεωρήθηκαν από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς (και όχι μόνο) ένα νέο είδος αποικιοκρατίας που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση επέφερε. Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με το άλυτο παλαιστινιακό πρόβλημα, ενέτεινε βέβαια έναν κοσμικό ή/και θρησκευτικό εθνικισμό στις χώρες όπου οι μωαμεθανοί αποτελούν σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού.

Η πολιτισμική διάσταση
Στο επίπεδο των αξιών που διαμορφώνουν τις εθνικές, πολιτικές και θρησκευτικές ταυτότητες των ατόμων παρατηρούμε κυρίως στα οικονομικά αδύνατα αλλά και στα μεσαία στρώματα μια ριζική αντίδραση στον μεταμοντέρνο, δυτικό τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από φαινόμενα όπως η ευρεία εξάπλωση της αθεΐας, η σεξουαλική ελευθεριότητα, ο ηθικός σχετικισμός, ο φεμινισμός, η νομιμοποίηση της ομοφυλοφιλίας, η αποδυνάμωση των συγγενικών δεσμών κ.τ.λ. Ετσι, στο επίπεδο της κουλτούρας, μπορούμε να δούμε την άνοδο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού ως μια αντίδραση στους βασικούς προσανατολισμούς και ηθικούς κώδικες της ύστερης, παγκοσμιοποιημένης νεωτερικότητας. Μιας νεωτερικότητας ο πολιτισμός της οποίας μέσω των παγκόσμιων ΜΜΕ διαχέεται σε πλανητικό επίπεδο. Με αυτόν τον τρόπο βέβαια οι παραδοσιακές αξίες και πολιτισμικοί κώδικες υποσκάπτονται από τον δυτικό «πολιτισμικό ιμπεριαλισμό» που συνδέεται άμεσα με τον οικονομικό ιμπεριαλισμό των πανίσχυρων πολυεθνικών εταιρειών.

Η αντίδραση ενός αριθμού μουσουλμάνων είναι ένας αγώνας για επιστροφή στα fundamentals (δηλαδή, «στα βασικά»). Ο οδηγός σε αυτή τη στροφή προς τα πίσω είναι τα ισλαμικά ιερά κείμενα, κυρίως το Κοράνι, που οι φονταμενταλιστές ερμηνεύουν «κατά γράμμα». Ετσι, για παράδειγμα, ενώ η μεταφορική ερμηνεία του όρου τζιχάντ σήμερα σημαίνει εσωτερικός πόλεμος του πιστού κατά της αμαρτίας, η φονταμενταλιστική ερμηνεία παροτρύνει τους πιστούς σε έναν πόλεμο εναντίον των απίστων. Οι τελευταίοι πρέπει να εξισλαμισθούν διά της πειθούς ή της βίας. Επιπλέον, σε πολλές ιερατικές σχολές που εξαπλώνονται ραγδαία, ο σκοπός της επέκτασης του Ισλάμ σε όλον τον κόσμο θυμίζει σε έναν βαθμό τις σταυροφορίες, καθώς και τους άγριους θρησκευτικούς πολέμους στην Ευρώπη πριν από την ανάπτυξη του δυτικού διαφωτισμού. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν είναι περίεργο που ο τζιχαντιστής είναι διατεθειμένος να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή του αφού γίνεται «μάρτυρας» σε αυτόν τον κόσμο και εκλεκτός του Αλλάχ στον άλλον.

Η κοινωνικοψυχολογική διάσταση
Σε αυτό το επίπεδο εγείρεται το εξής ερώτημα: Γιατί, παρ' όλες τις ευνοϊκές γεωπολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες, είναι μόνο μια μικρή μειοψηφία των πιστών που παίρνει τον δρόμο της τζιχάντ; Για να απαντήσουμε το παραπάνω ερώτημα πρέπει να δώσουμε έμφαση σε μια κοινωνικοψυχολογική προσέγγιση του προβλήματος. Κατά τον Anthony Giddens, στην προνεωτερική εποχή κυριαρχούσαν ηθικοί κώδικες που δημιουργούσαν ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο. Αυτό μείωνε τις επιλογές και λειτουργούσε ως οδηγός στο πώς πρέπει να πορευτεί ένα άτομο στον βίο του. Αυτού του είδους το σταθερό πλαίσιο σταδιακά εξαφανίζεται στην ύστερη νεωτερικότητα - περίοδο κατά την οποία οι επιλογές πολλαπλασιάζονται. Το υποκείμενο πρέπει να δημιουργήσει ένα δικό του πλαίσιο, πρέπει να κατασκευάσει τη «δική του βιογραφία». Αυτή η κατάσταση δημιουργεί άγχος που οδηγεί είτε στη δημιουργικότητα και σχετική απελευθέρωση από τα παραδοσιακά δεσμά είτε στη φυγή από τη δύσκολη πραγματικότητα. Μια φυγή που μερικές φορές οδηγεί στη φανατική προσκόλληση σε παραδοσιακούς, «ξεπερασμένους» από το κοινωνικό γίγνεσθαι κανόνες. Κανόνες που μειώνουν τις επιλογές, αμβλύνουν το άγχος αλλά εντείνουν συγχρόνως τις δυσκολίες προσαρμογής σε μια εξαιρετικά ρευστή μεταμοντέρνα πραγματικότητα.

Τέλος, σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αναφερθούμε σε καθαρά ψυχαναλυτικές εξηγήσεις του (θρησκευτικού και κοσμικού) φονταμενταλισμού που κυρίως βασίζονται στο έργο του Φρόιντ, της Μ. Κλάιν και του Λακάν. Για παράδειγμα, οπαδοί του τελευταίου εστιάζουν την προσοχή τους στη λακανική έννοια της απόλαυσης (jouissance). Πολύ συνοπτικά και απλουστευτικά, το βρέφος περνάει μια περίοδο πλήρης απόλαυσης στην αγκαλιά και φροντίδα της μητέρας. Στο στάδιο όμως της επιβολής του «νόμου του πατέρα» και της εισαγωγής του υποκειμένου στη γλώσσα, παρατηρούμε το πέρασμα από την ολική στη μερική απόλαυση. Σε αυτή τη φάση το υποκείμενο προσπαθεί να ξαναβρεί τον παράδεισο της μητρικής αγκαλιάς. Κάτι παρόμοιο μπορεί να δει κανείς στην προσπάθεια του φονταμενταλιστή να αναβιώσει την παραδοσιακή ισλαμική κοινότητα όπου υποτίθεται πως κυριαρχούσαν η αλληλεγγύη, η αδελφοσύνη και η συμπόνια προς τον άλλον. Βέβαια, ο τρόπος με τον οποίο το γεωπολιτικό, το πολιτισμικό και το ψυχολογικό/ψυχαναλυτικό συνδέονται μεταξύ τους εγείρει μεθοδολογικά προβλήματα που δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν στο παρόν άρθρο.

Κλείνοντας δεν χρειάζεται να τονίσω πως παρατηρούμε φονταμενταλιστικές τάσεις σε όλες τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις - από τον χριστιανισμό ως τον ιουδαϊσμό και τον ινδουισμό. Στην τωρινή όμως συγκυρία, για λόγους που εν μέρει εξήγησα, είναι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός που πρωτοστατεί.

Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής στις 3/4/2016.

Πώς μπορεί να αναζωογονηθεί η Σοσιαλδημοκρατία

Θέματα ορολογίας
Πολλά ευρωπαϊκά κόμματα είναι στην ουσία σοσιαλδημοκρατικά χωρίς να χρησιμοποιούν τον όρο «σοσιαλδημοκρατία», άρα χωρίς να συμπεριλαμβάνονται πάντα στις σχετικές εκλογικές αναμετρήσεις. Για παράδειγμα, αν συμπεριλάβουμε στις σχετικές μετρήσεις κόμματα που είναι εναντίον του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, υπέρ της μείωσης των ανισοτήτων, της ενδυνάμωσης του κράτους πρόνοιας κ.τ.λ., μπορεί οι προοπτικές της σοσιαλδημοκρατίας να είναι πιο αισιόδοξες.

Το γενικό πλαίσιο
Νομίζω ότι στο μέλλον τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (με τον διευρυμένο ορισμό του όρου) θα λειτουργούν σε ένα πλαίσιο που θα τα ευνοεί. Πιο συγκεκριμένα, αντίθετα με το κομμάτι της Αριστεράς που προβλέπει, λόγω των αλλεπάλληλων οικονομικών κρίσεων, την ταχεία κατάρρευση του καπιταλισμού (βλ. W. Streek, 2014), νομίζω πως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμη. Ο βασικός λόγος για αυτή την πρόβλεψη είναι ότι μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης δύο είναι οι βασικοί παίκτες στην παγκόσμια πολιτικοοικονομική αρένα: οι ΗΠΑ, που αντιπροσωπεύουν τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, και η Κίνα, που είναι ο κύριος εκπρόσωπος του αυταρχικού καπιταλισμού. Και οι δύο υπερδυνάμεις έχουν κοινό συμφέρον να χειριστούν πιο αποτελεσματικά τις αναπόφευκτες μελλοντικές κρίσεις του συστήματος.

Οσο για την Ευρωπαϊκή Ενωση, αν ξεπεράσει τις σημερινές δυσκολίες και προχωρήσει σε μια πολιτική και κοινωνική ενοποίηση, θα καταστεί ο τρίτος παγκόσμιος παίκτης που μαζί με τους άλλους δύο θα διαμορφώνει το μελλοντικό παγκόσμιο γίγνεσθαι. Σε αυτή την περίπτωση ο ευρωπαϊκός παράγοντας, λόγω των κοινωνικών κατακτήσεων του παρελθόντος και παρά την τωρινή του προσέγγιση σε νεοφιλελεύθερες πρακτικές, θα εξακολουθήσει να αντιπροσωπεύει έναν σοσιαλδημοκρατικού τύπου καπιταλισμό. Ετσι το πιο πιθανό είναι να έχουμε μια διμερή ή τριμερή καπιταλιστική ηγεμονία. Από την άλλη μεριά, τα αντικαπιταλιστικά κινήματα, συνδικάτα, κόμματα, καθώς και οι εφήμερες κινητοποιήσεις, σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν αποτελούν σοβαρή απειλή στο παγκόσμιο status quo.

Αν τα παραπάνω ευσταθούν, τα κόμματα που δεν έχουν ως στόχο την υπέρβαση του καπιταλισμού αλλά το πέρασμα από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό-καζίνο σε έναν καπιταλισμό με πιο ανθρώπινο πρόσωπο θα λειτουργούν σε ένα πλαίσιο όπου οι αντικειμενικές συνθήκες θα τα ευνοούν. Γιατί μέσα στα όρια που θέτει σήμερα η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση η δύναμη αυτών που θέλουν να προστατεύσουν το σημερινό σύστημα είναι συντριπτικά μεγαλύτερη από αυτήν των δυνάμεων που στοχεύουν στην άμεση ανατροπή του. Με άλλα λόγια, η στρατηγική της Ακρας Αριστεράς δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Η κατάσταση της «ήπιας» Αριστεράς είναι διαφορετική. Στη χώρα μας και αλλού στην Ευρώπη αυτή μιλάει για «ανατροπή», χωρίς όμως να διευκρινίζει αν πρόκειται για ολική αντικαπιταλιστική ανατροπή ή για μια ριζοσπαστική αλλαγή μέσα στον καπιταλισμό. Αν περάσουμε από τα λόγια στην πράξη, φαίνεται ξεκάθαρα πως αυτού του είδους η Αριστερά έχει ως στόχο σήμερα μια πολιτικά και κοινωνικά ενωμένη ευρωπαϊκή ομοσπονδία βασισμένη λιγότερο στον ανταγωνισμό και περισσότερο στην αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της. Ενας τέτοιος στόχος δεν είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που πρέπει να έχει μια ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία.

Συμπεράσματα
(α) Η ευρωπαϊκή βορειοδυτική σοσιαλδημοκρατία στη χρυσή εποχή της (1945-75), περισσότερο από κάθε άλλη πολιτική δύναμη, κατόρθωσε να επεκτείνει αστικά δικαιώματα (κράτος δικαίου), πολιτικά (δικαίωμα ψήφου) και κοινωνικά (κράτος πρόνοιας) στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Στη συνέχεια, για μια σειρά λόγους (συρρίκνωση της εργατικής βάσης της, νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, αδυναμία εφαρμογής της κεϊνσιανής πολιτικής σε ένα νέο πλαίσιο όπου το κράτος χάνει την αυτονομία του κ.τ.λ.), αναγκάστηκε για να επιβιώσει στην εκλογική αρένα να πλησιάσει χωρίς να ταυτιστεί με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.

(β) Ο σημερινός παγκόσμιος καπιταλισμός ούτε, όπως πιστεύει ένα κομμάτι της Αριστεράς, είναι ετοιμοθάνατος ούτε πρόκειται να καταρρεύσει στις δεκαετίες που έρχονται. Μέσα στα στενά όρια που θέτει η μόνη ρεαλιστική προοδευτική στρατηγική είναι ένας δεύτερος εξανθρωπισμός του καπιταλισμού σε μεταεθνικό επίπεδο αυτή τη φορά.

(γ) Αντίθετα με αυτό που πιστεύει η Αριστερά σήμερα, η σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει να ταυτίζεται αποκλειστικά με τη «χρυσή τριακονταετία». Επιβίωσε με πιο συντηρητική μορφή ως σήμερα και έχει τη δυνατότητα αναζωογόνησης αν προσπαθήσει να δημιουργήσει νέες στρατηγικές - στρατηγικές που στοχεύουν στην παραπέρα εξάπλωση δικαιωμάτων προς τα κάτω, δικαιωμάτων που η κυριαρχία του χρηματιστηριακού καπιταλισμού έχει σημαντικά συρρικώνσει.

(δ) Αν η σοσιαλδημοκρατία έχει σοβαρές πιθανότητες αναζωογόνησης, η σημερινή δαιμονοποίησή της από την Αριστερά είναι λανθασμένη. Για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, γιατί, αντίθετα με την Ακρα Αριστερά, η Αριστερά, αν όχι στα λόγια, στην πράξη αποδέχεται πως η άμεση υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν είναι δυνατή βραχυπρόθεσμα. Αρα οι διαφορές της με μια νέα σοσιαλδημοκρατία είναι μικρές. Δεύτερον, η Αριστερά με το να θεωρεί τον όρο σοσιαλδημοκρατία «βρώμικη» λέξη αποκόπτεται από μια πολιτική παράδοση που κατόρθωσε περισσότερο από κάθε άλλο κόμμα/κίνηση στη νεωτερική εποχή να δώσει ουσιαστικά δικαιώματα στα λαϊκά στρώματα. Πρόκειται για ένα επίτευγμα μοναδικό στην ιστορία της νεωτερικότητας - πρώιμης και ύστερης.

(ε) Αν πρέπει στη χώρα μας να αποφεύγεται η δαιμονοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας από την Αριστερά, ισχύει και το αντίθετο. Οι σοσιαλδημοκρατικά προσανατολισμένες δυνάμεις (π.χ., το ΠαΣοΚ) δεν πρέπει να δαιμονοποιούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Η δαιμονοποίηση του αντιπάλου και αγιοποίηση των ημετέρων βλάπτουν σοβαρά τη δημοκρατία.

Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής στις 20/3/2016

Και τώρα τι κάνουμε;

Βρισκόμαστε ξανά στο χείλος του γκρεμού. Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ένα πλήρες αδιέξοδο. Υποχρεώνεται σήμερα να λύσει άμεσα τέσσερα αλληλοσυνδεόμενα προβλήματα: το ασφαλιστικό, το φορολογικό, το προσφυγικό, καθώς και να αντιμετωπίσει μια Ευρώπη «φρούριο» που αποδίδει άδικα τις περισσότερες ευθύνες για τις προσφυγικές εισροές στη χώρα μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έκανε τεράστια σφάλματα: αλλεπάλληλες «κωλοτούμπες», παλαιοκομματικές πρακτικές, έναν αρχηγό με χάρισμα αλλά άπειρο - αφού πέρασε απότομα από τον ακτιβισμό στην πρωθυπουργία. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία πως οι περισσότεροι συνεργάτες του είναι ανεπαρκείς ή/και ιδεολογικά προσκολλημένοι σε ξεπερασμένα δόγματα.

Η αντιπολίτευση

Από την άλλη μεριά, η αντιπολίτευση (κυρίως η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ) δεν πάει πίσω. Οδύρεται και κραυγάζει εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ αλλά βάζει κάτω από το χαλί τις ευθύνες και τα λάθη του παλαιού καθεστώτος, ευθύνες και λάθη που συνδέονται άμεσα με το τωρινό αδιέξοδο. Για παράδειγμα, υπάρχει απόλυτη σιωπή για το ότι στο ασφαλιστικό οι προηγούμενες κυβερνήσεις πετούσαν το μπαλάκι στην επόμενη κυβέρνηση, μέχρι που η βόμβα έσκασε στα χέρια του Τσίπρα. Ούτε βέβαια αναφέρεται σε ό,τι αφορά τις κινητοποιήσεις των αγροτών, πως η θλιβερή κατάσταση του γεωργικού τομέα ξεκίνησε από το ΠΑΣΟΚ και συνεχίστηκε από όλες τις επόμενες κυβερνήσεις. Είναι γνωστό πως ο Ανδρέας με το γνωστό λαϊκίστικο του στυλ χρησιμοποίησε ευρωπαϊκούς πόρους προοριζόμενους για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας για γενναιόδωρες αγροτικές παροχές που μετατράπηκαν σε «διαμερίσματα/προίκες», ακριβά αυτοκίνητα και πολλά άλλα που δυστυχώς ξεχνάμε σήμερα.
Όσο για τη σημερινή τραγική κατάσταση, η αντιπολίτευση επαναλαμβάνει τις γνωστές κριτικές εναντίον της κυβέρνησης, αλλά δεν μας λέει τίποτα σημαντικό για το τί πρέπει να γίνει εδώ και τώρα. Έτσι ο νέος αρχηγός της, πέρα από τις χιλιοειπωμένες κριτικές εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αναφέρεται στο τί θα κάνει ή στο τί πρέπει να γίνει άμεσα. Για κατανοητούς λόγους, δεν θέλει να βρεθεί στη θέση του πρωθυπουργού. Από την άλλη μεριά όμως τονίζει πως, εκτός από το προσφυγικό, δεν πρόκειται σε τίποτε άλλο να στηρίξει την κυβέρνηση. Τί θα κάνει όμως αν η κυβέρνηση χάσει την ισχνή πλειοψηφία της; Δεν θα την στηρίξει; Ούτε βέβαια έχει να προτείνει κάτι εποικοδομητικό για το ασφαλιστικό.

Τι μπορεί να γίνει

Τί είναι δυνατόν να γίνει σήμερα; Για μια φορά επιτέλους, όλοι οι σημαντικοί πολιτικοί παίκτες ας ξεχάσουν, έστω και για λίγο, τα μικροκομματικά τους συμφέροντα και τα παιχνίδια με τις λέξεις. Ας σκεφτούν το συμφέρον της χώρας, που για την στιγμή το προασπίζονται μόνο στα λόγια. Η ουσιαστική προσφορά στη χώρα προϋποθέτει αυτή την στιγμή την στήριξη της κυβέρνησης - τουλάχιστον μέχρι αυτή να ξεπεράσει τον κάβο της αξιολόγησης, μέχρι να πάρει τη βοήθεια που περιμένει και να αρχίσει να διαπραγματεύεται την υπόθεση του χρέους. Βέβαια, υπάρχει το λογικό επιχείρημα πως η αντιπολίτευση δεν μπορεί συνεχώς να προσφέρει στήριξη χωρίς κανένα αντάλλαγμα, χωρίς ένα είδος ουσιαστικής συνεργασίας. Αυτή τη συνεργασία, λανθασμένα κατά την γνώμη μου, η κυβέρνηση δεν την δέχεται. Σε αυτή την περίπτωση όμως, η αντιπολίτευση πρέπει να διαλέξει μεταξύ δεύτερης στήριξης χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα ή εκλογών, εκλογών που θα χειροτερεύσουν την παρούσα κατάσταση.
Αν η αντιπολίτευση αποφασίσει μια μη κομματική, εθνική στρατηγική, τότε θα πρέπει ξανά να στηρίξει τον Τσίπρα. Καλώς ή κακώς, οι πολίτες ψήφισαν για τρεις συνεχόμενες φορές τον ΣΥΡΙΖΑ. Άρα, στη συγκεκριμένη συγκυρία, παρ' όλες τις σοβαρές αδυναμίες της κυβέρνησης, με αυτή πρέπει να πορευτούμε. Κάθε άλλη λύση, όπως πάλι εκλογές, οικουμενική κυβέρνηση, συνεργασίες κομμάτων κτλ., θα οδηγήσει σε περισσότερο χάος. Απλά δεν υπάρχει καιρός για νέα πειράματα. Κάθε αργοπορία κοστίζει πολύ ακριβά και δυσχεραίνει τη θέση της χώρας. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε πως από την στιγμή που ο πρωθυπουργός αποφάσισε να δεχτεί το τελευταίο μνημόνιο, προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. Προσπαθεί, ειλικρινά κατά την γνώμη μου, να υλοποιήσει ένα μνημόνιο που βάζει πολύ στενά όρια, όρια που δεν επιτρέπουν ένα «Plan B».
Αντί λοιπόν η αντιπολίτευση να αναλώνεται σε κοκορομαχίες, πρέπει να κινητοποιηθεί και να συμβάλλει στο να πεισθούν οι οικονομικές και πολιτικές ευρωπαϊκές ελίτ να αλλάξουν την στάση τους απέναντι στην Ελλάδα. Αν όχι για άλλο λόγο, γιατί το grexit δεν βοηθάει ούτε τους δανειστές, ούτε τη συνοχή της ευρωζώνης. Η υπερβολική πίεση των εταίρων μας, όταν ξέρουν πολύ καλά τις τωρινές δυσκολίες της χώρας, είναι αδικαιολόγητη. Όταν, για παράδειγμα, ο «φίλος» μας Μοσκοβισί επαναλαμβάνει καθημερινά πως η χώρα πρέπει αμέσως να εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της και όταν ο Ντάισελμπλουμ τονίζει με σαδιστικό ύφος πως η αξιολόγηση θα πάρει όχι μέρες αλλά μήνες για να τελειώσει, δεν βοηθούν. Απλά υποσκάπτουν το κυβερνητικό έργο. Οι φιλικές προς τη χώρα μας κυβερνήσεις μπορεί να μην θέλουν το grexit, αλλά αυτή την στιγμή με τα λόγια και τις πράξεις τους την οδηγούν στην έξοδο.

Συμπέρασμα

Όλα τα φιλοευρωπαϊκά ελληνικά κόμματα πρέπει να στηρίξουν την κυβέρνηση. Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία δεν υπάρχει καιρός για άλλες λύσεις. Ας αφήσουν, έστω βραχυπρόθεσμα, την στείρα αντιπολίτευση. Ας ενημερώσουν τα ευρωπαϊκά κόμματα για τις τωρινές, τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα - και ας προτείνουν εποικοδομητικές, άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις στην κυβέρνηση.

Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 13/2/2016

Το μέλλον της ανεργίας

Η αχίλλειος πτέρνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η ανεργία, με το πρόβλημα να εντείνεται ραγδαία σήμερα. Γιατί με την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης οικονομίας παρατηρούμε έναν τύπο ανάπτυξης που δεν δημιουργεί σε σημαντικό βαθμό νέες θέσεις εργασίας. Με την άνοδο του θατσερισμού και το απότομο άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών τη δεκαετία του '70 η ισορροπία κεφαλαίου και εργασίας εξαφανίζεται αφού το κεφάλαιο αποκτά μια κινητικότητα που το κράτος-έθνος δεν μπορεί πια να ελέγξει. Κάθε φορά που προσπαθεί να επιβάλει αυστηρούς ελέγχους εντός των εθνικών συνόρων, οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα φυγής σε χώρες όπου η εργασία είναι φτηνή και η εργατική νομοθεσία καχεκτική ή ανύπαρκτη.

Στην ευρωπαϊκή κοινότητα βέβαια οι περισσότερες κυβερνήσεις εξακολουθούν να πιστεύουν πως η σημερινή ζοφερή κατάσταση της υψηλής ανεργίας γρήγορα θα βελτιωθεί αφού το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης, η επιτάχυνση της ανάπτυξης, η πιο εντατική κατάρτιση και οι νέες τεχνολογίες θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Αυτό όμως που παρατηρούμε όλο και περισσότερο είναι το φαινόμενο της jobless growth, δηλαδή μιας ανάπτυξης που δεν μειώνει σημαντικά την ανεργία. Ιδίως σε ό,τι αφορά τις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου (και κυρίως της Ελλάδας) δεν είναι καθόλου σίγουρο πως η ανάπτυξη θα μειώσει σημαντικά τον αριθμό των ανέργων - κυρίως των νέων.

Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική: Ευελιξία χωρίς ασφάλεια

Με βάση τη νεοφιλελεύθερη λογική υποστηρίζεται ότι το αδιέξοδο της ανάπτυξης που δεν μειώνει σημαντικά την ανεργία μπορεί να ξεπεραστεί με τη θεσμοποίηση της «ευέλικτης εργασίας». Δηλαδή, με την κατάργηση των διαφόρων νομοθετικών ρυθμίσεων που δυσχεραίνουν την απόλυση των εργαζομένων. Κατά τη νεοφιλελεύθερη άποψη, η ευελιξία όχι μόνο αυξάνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων αλλά και κάνει δυνατή την πρόσληψη μερικών από αυτούς που είναι άνεργοι και είναι διατεθειμένοι να εργαστούν με χαμηλότερους μισθούς, με συμβάσεις μερικής απασχόλησης κ.τ.λ. Ετσι, με τη στρατηγική της ευελιξίας, στην ακραία μορφή της, οδηγούμαστε σε μια κατάσταση που θυμίζει τον άγριο καπιταλισμό της πρώιμης εκβιομηχάνισης, όταν η απουσία ισχυρών συνδικάτων και ο μη παρεμβατικός χαρακτήρας του «κράτους νυχτοφύλακα» οδήγησαν στην εξαθλίωση μιας μεγάλης μερίδας της εργατικής τάξης.

Η σκανδιναβική στρατηγική: Ευελιξία με ασφάλεια (flexicurity)

Μια άλλη στρατηγική για τη μείωση της ανεργίας, η οποία εφαρμόζεται σε διάφορες παραλλαγές στον σκανδιναβικό χώρο, προτείνει «ευελιξία με ασφάλεια». Αυτό οδηγεί στη συναίνεση εργαζομένων και εργοδοτών σε ένα κοινό πρόγραμμα που βασίζεται στην αποδοχή της ευελιξίας σε ό,τι αφορά τις απολύσεις των πρώτων, με αντάλλαγμα την κοινωνική προστασία όσων χάνουν τη δουλειά τους. Ετσι οι απολυόμενοι λαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος του μισθού τους, καθώς και όλα τα ασφαλιστικά δικαιώματα που είχαν προτού απολυθούν. Οι τελευταίοι, αντί της παθητικής παροχής επιδομάτων ανεργίας, είναι υποχρεωμένοι να ενταχθούν σε εντατικά προγράμματα κατάρτισης που οδηγούν, με τη βοήθεια ειδικών κρατικών οργανισμών, στην επανένταξη στην αγορά εργασίας. Η στρατηγική της «ευελιξίας με ασφάλεια» συνήθως συνδέεται με μια πιο συνολική κρατική πολιτική που αφορά δημιουργία νέων υποδομών, στοχευμένες επενδύσεις, κίνητρα προσέγγισης ιδιωτικών κεφαλαίων σε κλάδους ή σε περιοχές με υψηλή ανεργία κ.τ.λ.

Ολα τα παραπάνω βοηθούν. Αλλά πολύ γρήγορα οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες, αντίθετα με αυτό που συνέβη στην πρώιμη εκβιομηχάνιση, καταργούν περισσότερες θέσεις εργασίας από αυτές που δημιουργούν (βλ. «Economist», 18.1.2014). Αυτή η ανισορροπία θα ενταθεί θεαματικά στα χρόνια που έρχονται. Αυτό σημαίνει πως ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού θα είναι «άχρηστο» αφού ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα μπορεί να αναπαραχθεί χωρίς τους αποκλεισμένους από την αγορά εργασίας.

Από τη λογική της flexicurity στο workfare

Ενας διαφορετικός τρόπος ενεργοποίησης των ανέργων είναι το λεγόμενο workfare. Σε αυτή την περίπτωση οι άνεργοι είναι υποχρεωμένοι, αν θέλουν να διατηρήσουν το επίδομα ανεργίας, να εργαστούν αμισθί σε επιχειρήσεις που είναι διατεθειμένες να τους δεχθούν. Στη Μεγάλη Βρετανία τα συνδικάτα και άλλες οργανώσεις αντιμετωπίζουν αρνητικά αυτό το σύστημα. Πολλοί το θεωρούν «εργατική σκλαβιά» (slave labour) αφού οι επιχειρήσεις βρίσκουν εργαζομένους που είναι υποχρεωμένοι να προσφέρουν εργασία χωρίς αμοιβή. Επιπλέον, με αυτό το σύστημα οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας που συχνά είναι αναγκαίες.

Η κινητοποίηση των ανέργων στην κοινότητα
Το workfare θα ήταν πιο αποδεκτό αν:
Οι υπηρεσίες των ανέργων προσφέρονταν όχι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις αλλά στην κοινότητα - κοινότητα που σήμερα έχει γεωμετρικά αυξανόμενες ανάγκες στον χώρο της μέριμνας ηλικιωμένων, της οικολογίας, της υγείας κ.τ.λ. Ανάγκες που το κράτος πρόνοιας δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.
Οι εργαζόμενοι στην κοινότητα αμείβονταν με ένα ποσό που θα αντιστοιχούσε στο επίδομα ανεργίας συν ένα μικρό ποσοστό του επιδόματος. Το τελευταίο θα λειτουργούσε ως κίνητρο για να ενταχθεί ο άνεργος σε κοινοτικά προγράμματα.
Οπως στο σύστημα της flexicurity, ο εργαζόμενος στην κοινότητα θα έχει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απολάμβανε προτού απολυθεί.
Επειδή τα συμφέροντα των εργαζομένων στην κοινότητα είναι διαφορετικά ή και συχνά αντικρουόμενα με τα συμφέροντα αυτών που βρίσκονται εντός της αγοράς εργασίας, οι προσφέροντες υπηρεσίες στην κοινότητα πρέπει να αντιπροσωπεύονται από οργανώσεις διαφορετικές από τις συμβατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αρα, αν στην περίπτωση του μοντέλου της flexicurity οι συμφωνίες παίρνονται στη βάση μιας διαβούλευσης μεταξύ κράτους, επιχειρήσεων και συνδικάτων, στην περίπτωση του μοντέλου που προτείνεται εδώ η διαβούλευση δεν θα είναι τριμερής αλλά τετραμερής: μεταξύ κράτους, επιχειρήσεων, συνδικάτων και οργανώσεων που αντιπροσωπεύουν αυτούς που προσφέρουν αμειβόμενη εργασία στην κοινότητα. Είναι στο πλαίσιο των παραπάνω διαβουλεύσεων που η «ευελιξία», δηλαδή ο βαθμός ευκολίας που ένας επιχειρηματίας θα έχει σε ό,τι αφορά τις απολύσεις, θα εξαρτάται όχι μόνο από το κράτος, τις επιχειρήσεις και τα συνδικάτα αλλά και από τις οργανώσεις των πρώην ανέργων που εργάζονται στον κοινοτικό χώρο. Με αυτόν τον τρόπο οδηγούμαστε σε ένα σύστημα όπου, εκτός από τη λεγόμενη δομική ανεργία που συνδέεται με τις μετακινήσεις εργατών μεταξύ των διαφόρων κλάδων, όλοι και όλες που είναι ικανοί/ικανές να εργαστούν κινούνται μεταξύ τριών πόλων: αυτό της αγοράς εργασίας, της μετεκπαίδευσης/κατάρτισης και της εργασίας αυτών που προσφέρουν διάφορες υπηρεσίες στην κοινότητα.

Οσο για την οργάνωση των εργατών στην κοινότητα, αυτή δεν πρέπει να γίνει με την επέκταση της δημόσιας διοίκησης - ιδίως σε χώρες με πελατειακούς και αντιαναπτυξιακούς προσανατολισμούς όπως η χώρα μας. Πρέπει να αυτοοργανώνεται και να ελέγχεται από μια πραγματικά ανεξάρτητη από το κομματικοκρατικό σύστημα αρχή. Μια τέτοια κατάσταση όχι μόνο θα μπορούσε να βρει πόρους από το ΕΣΠΑ αλλά και θα βοηθούσε τα ασφαλιστικά ταμεία, θα μείωνε τη μαύρη εργασία και θα αύξανε τα φορολογικά έσοδα.

Βέβαια το παραπάνω σχέδιο δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί - κυρίως σε περίοδο ύφεσης ή στις λιγότερο πλούσιες χώρες της ευρωζωνικής περιφέρειας όπως η Ελλάδα. Αλλά για τις τελευταίες είναι ένας στόχος που μπορεί να πλησιαστεί σταδιακά στο πλαίσιο ενός σοσιαλδημοκρατικού καπιταλισμού. Αυτού του είδους οι στόχοι πρέπει να απασχολούν μια αναζωογονημένη σοσιαλδημοκρατία που έχει τη βούληση να διαφοροποιηθεί και από τον μπλερισμό ή τον τρίτο δρόμο του Giddens και από τις μετακαπιταλιστικές φαντασιώσεις των ακροαριστερών πολιτικών και διανοουμένων. Με άλλα λόγια, ως στόχος που μπορεί να επιτευχθεί σταδιακά, η κατάργηση της ανεργίας δεν είναι αδύνατη μέσα στο πλαίσιο ενός νεοσοσιαλδημοκρατικού καπιταλισμού.

Δημοσιεύτηκε στο Βήμα στις 25/12/2015