Παρασκευή, 06 Δεκέμβριος 2024

Η λανθασμένη πολιτική της βιασύνης

Το βασικό επιχείρημα του άρθρου είναι πως, κυρίως στη σημερινή συγκυρία, κυβέρνηση και αντιπολίτευση χειρίζονται τον χρόνο λανθασμένα ή και με παράλογο τρόπο. Με αποτέλεσμα να υποσκάπτουν και τις δικές τους προοπτικές και το γενικό συμφέρον της χώρας.

Βραχυχρόνιες στρατηγικές

Ο Κώστας Καλίτσης σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο («Καθημερινή», 8/1/17) τονίζει πως μένουν μόνο 4-5 μήνες για να μπορέσει η κυβέρνηση να κλείσει το θέμα της αξιολόγησης και στη συνέχεια να εντάξει τη χώρα στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό το βρίσκω πειστικό. Αρα στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα θα αποφασιστεί σε έναν μεγάλο βαθμό το οικονομικό μέλλον της χώρας. Αν η αξιολόγηση τραβήξει πολλούς μήνες και αν χάσουμε τη βοήθεια που ο Ντράγκι θέλει και μπορεί να μας δώσει, οι πιθανότητες να μπούμε σύντομα στις αγορές και να ξεπεράσουμε την κρίση μειώνονται σημαντικά. Παρ' όλα αυτά, και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση δεν φαίνεται να βιάζονται. Το μικροκομματικά συμφέροντα είναι τόσο ισχυρά που ο κεντρικός στόχος μπαίνει στο περιθώριο.

Το επίδομα: Η κυβέρνηση, αντί να περιμένει δίνοντάς το μετά την αξιολόγηση, θεώρησε πιο επείγον να το δώσει στις γιορτές. Αφού, υποθέτω, θα ήταν δύσκολο για τους βουλευτές της να πάνε, χρονιάρες μέρες, στις περιφέρειές τους με «άδεια χέρια». Αυτό είναι κατανοητό. Μπορεί όμως αυτό να έχει μεγαλύτερο βάρος από το να ξεπεράσει η χώρα τάχιστα τη σκόπελο της αξιολόγησης; Πρόκειται σίγουρα για μια στρατηγική που είναι λανθασμένη, αν όχι παράλογη.
Οι εκλογές: Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την αξιωματική αντιπολίτευση. Η εμμονή του αρχηγού της ΝΔ για εκλογές «εδώ και τώρα» τον κάνει να αγνοεί τα αυστηρά χρονικά όρια που η ανάγκη της ταχείας διαχείρισης της αξιολόγησης απαιτεί. Δεν λαμβάνει υπόψη του πως οι διαδικασίες που απαιτούνται για την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών και τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης ικανής να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα παίρνουν σημαντικό χρόνο. Σίγουρα πολλαπλό από τους 4-5 μήνες που ο Κώστας Καλίτσης θεωρεί ως το ανώτατο όριο για να πετύχουμε την ποιοτική χαλάρωση. Η μακρόσυρτη περίοδος πριν και μετά τον εκλογικό αγώνα, η συνήθης παράλυση της δημόσιας διοίκησης σε όλη αυτή την περίοδο, ο επιπλέον χρόνος που θα χρειαστεί για τη συγκρότηση μιας νέας κυβέρνησης ικανής (μέσω της πιθανής συνεργασίας με άλλα κόμματα) να αποκτήσει μια πλειοψηφία που θα τις επιτρέψει να χειριστεί αποτελεσματικά τα προβλήματα της αξιολόγησης και της ποσοτικής χαλάρωσης, η σύσταση μιας νέας ομάδας που θα χρειαστεί να αποκτήσει πείρα και την απαραίτητη γνώση των πολύπλοκων μηχανισμών της διαπραγμάτευσης - όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να γίνουν γρήγορα. Μπορεί βέβαια ο αρχηγός της ΝΔ να είναι τελείως εκτός πραγματικότητας. Αλλά το πιο πιθανό είναι, όπως και προηγούμενους πολιτικούς αρχηγούς, να τον ενδιαφέρει τόσο πολύ να γίνει αμέσως πρωθυπουργός που υποτιμάει τις δυσκολίες των επερχόμενων διαπραγματεύσεων.

Μακροπρόθεσμες στρατηγικές

Και στο «μακρο-χρόνο» οι στρατηγικές και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ παραγνώρισαν τον παράγοντα χρόνο, το ότι ο σωστός χρονισμός μιας πολιτικής για την απόκτηση της εξουσίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια επιτυχή διακυβέρνηση.

Είναι σήμερα προφανές πως η απότομη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό κόμμα (αποτελούμενο από έναν μεγάλο αριθμό συνιστωσών με αντιθετικές ιδεολογίες) στην κορυφή της κομματικής πυραμίδας δεν του έδωσε την ευκαιρία να οργανωθεί κατά συνεκτικό τρόπο και να δώσει τον χρόνο στην ηγεσία του να αποκτήσει πείρα, γνώση και διοικητικές ικανότητες. Ούτε του έδωσε τον χρόνο να καταλάβει τις δομές και λειτουργίες της ευρωζώνης με αποτέλεσμα να δώσει λαϊκιστικού τύπου υποσχέσεις στον κόσμο. Οταν τελικά ο Αλέξης Τσίπρας προσγειώθηκε στην πραγματικότητα και αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος να συνεχίσει η χώρα τον ευρωπαϊκό δρόμο ήταν να δεχθεί ένα μνημόνιο που τον ανάγκαζε να επιβάλει εξαιρετικά επαχθή, αντιλαϊκά μέτρα, ήταν ήδη πολύ αργά. Εχασε ένα μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς του. Εδωσε επίσης ένα θαυμάσιο δώρο στη ΝΔ. Αντί να περιμένει, αφήνοντας τη βόμβα του τεράστιου χρέους που η νεοδημοκρατική κυβέρνηση της περιόδου 2004-2009 δημιούργησε, έσπευσε να αναλάβει τα ηνία της εξουσίας τη λάθος στιγμή. Οπως η κοινή γνώμη, ως συνήθως, ξέχασε την ευθύνη που είχε η ΝΔ για τον διπλασιασμό του χρέους (μέσω της μαζικής εισαγωγής στο Δημόσιο της γαλάζιας πελατείας της), η ευθύνη για τη σημερινή κακοδαιμονία αποδόθηκε κυρίως στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι, κατά τη γνώμη μου, προφανές πως ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να περιμένει και να αφήσει τη Νέα Δημοκρατία να χειριστεί μια δημοσιονομική κρίση που όχι μόνο αλλά κυρίως αυτή δημιούργησε.

Περνώντας τώρα στη ΝΔ, και εδώ η μακροπρόθεσμη στρατηγική ως προς την κατάλληλη στιγμή για την κατάκτηση της εξουσίας ήταν από την αρχή λανθασμένη. Ο πρόεδρος της ΝΔ, αντί να αφήσει τον Αλέξη Τσίπρα και τους συνεργάτες του να βγάλουν μέχρι τέλους τα «κάρβουνα από τη φωτιά», δηλαδή να αντιμετωπίσουν τα εξίσου οδυνηρά, αντιλαϊκά μέτρα που θα έρθουν και μετά το τέλος της αξιολόγησης, όπως ανέφερα παραπάνω, βιάζεται να ξεκινήσει τώρα η εκλογική διαδικασία. Με αυτόν τον τρόπο, με βάση τις διάφορες δημοσκοπήσεις, μάλλον θα τις κερδίσει. Τον συμφέρει όμως κάτι τέτοιο; Βέβαια ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι σίγουρος πως αν κερδίσει τις εκλογές, με το επιχείρημα της φερεγγυότητας, της «αλήθειας» και της ικανότητας της ΝΔ να προσελκύσει νέες επενδύσεις, θα πείσει αμέσως τους εταίρους μας να αλλάξουν την πολιτική τους έναντι της Ελλάδας. Δεν υπολογίζει όμως πως οι αλλαγές στο ευρωπαϊκό επίπεδο δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Ούτε υπολογίζει το στρατόπεδο του Σόιμπλε που πάντα ήθελε και εξακολουθεί να θέλει ένα Grexit.

Επιπλέον, οι ξένες επενδύσεις προϋποθέτουν, όπως η ίδια η ΝΔ τονίζει, ριζικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά μεταρρυθμίσεις όπως ο εκσυγχρονισμός του βαθιά αντιαναπτυξιακού κράτους, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η δυσκίνητη δικαιοσύνη κ.τ.λ. δεν αλλάζουν με διαδικασίες εξπρές. Απαιτούν χρόνο, πολύ χρόνο. Τι γίνεται όμως στο ενδιάμεσο, δηλαδή μέχρι να υλοποιηθεί ένα πλαίσιο ευνοϊκό για τους επενδυτές; Σε αυτό το ερώτημα η ΝΔ δεν έχει πειστική απάντηση. Τέλος, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του πως μια συντηρητική κυβέρνηση έχει περισσότερες δυσκολίες να επιβάλει εξαιρετικά επίπονα, αντιλαϊκά μέτρα από μια αριστερή κυβέρνηση - μέτρα που η κυβέρνηση Τσίπρα θα αναγκαστεί να πάρει και στο μέλλον. Με άλλα λόγια, στη σημερινή συγκυρία μια κυβέρνηση ΝΔ με αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως πολλοί ομολογούν, μπορεί να οδηγήσει στο χάος και στην ακυβερνησία. Γιατί λοιπόν βιάζεται τόσο πολύ ο πρόεδρος της ΝΔ;

Συμπέρασμα

Και τα δύο μεγάλα κόμματα δεν πρέπει να παίρνουν αποφάσεις δίνοντας προτεραιότητα στο άμεσο κομματικό όφελος. Πρέπει να λαμβάνουν πιο σοβαρά υπόψη τους τις μέσο και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της στρατηγικής τους για τη διατήρηση ή κατάκτηση της εξουσίας. Η βιασύνη, ο λάθος χρονισμός σε ό,τι αφορά την επιτυχή επίτευξη ενός στόχου, οδηγεί συχνά στο αντίθετο, στην αποτυχία.

Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 15/1/2017.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση