Η βαθιά κρίση του κομματικού συστήματος ξεκίνησε με την περίφημη «επανίδρυση του κράτους» που σήμαινε τη μετατροπή του χρώματος του κρατικού μηχανισμού από το πασοκικό πράσινο στο νεοδημοκρατικό γαλάζιο. Αυτή η μεταμόρφωση κόστισε πολύ ακριβά. Εκτίναξε το δημόσιο χρέος σε πρωτοφανή ύψη και έκανε τη χώρα το μαύρο πρόβατο της ΕΕ. Η βόμβα δεν έσκασε στα χέρια των υπευθύνων. Έσκασε στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου. Έτσι, η ΝΔ απέφυγε την κατάρρευση, ενώ το ΠΑΣΟΚ «πλήρωσε τα σπασμένα». Συρρικνώθηκε και το κενό που δημιουργήθηκε κατελήφθη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ριζοσπαστική αριστερά κατόρθωσε, στη βάση μιας τακτικίστικου τύπου συνεργασίας με το ακροδεξιό κόμμα των ΑΝΕΛ, να γίνει η «πρώτη αριστερή κυβέρνηση.
Η δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ
Αυτή η ριζική αλλαγή του συστήματος οδήγησε την ΝΔ, αλλά και την κεντροαριστερά, σε μια πρωτοφανή δαιμονοποίηση της νέας κυβέρνησης. Με δυο λόγια, η αντίδραση ήταν: ποιοι είναι αυτοί οι άσχετοι νεαροί που τολμούν να καταλάβουν έναν χώρο που δικαιωματικά μας ανήκει; Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη της κομματικής ηγεσίας χαρακτηρίστηκαν ως επαγγελματίες ακτιβιστές, αμόρφωτοι, ανεπανόρθωτα δογματικοί και εντελώς ανίκανοι να κυβερνήσουν. Βέβαια, ο Αλέξης Τσίπρας στην προεκλογική περίοδο, αλλά όχι μόνο, έδωσε υποσχέσεις που είτε το ήξερε είτε όχι, ήταν αδύνατον να υλοποιηθούν. Επιπλέον, έχοντας άγνοια του πώς λειτουργεί η ΟΝΕ και ποια ήταν η ισορροπία δύναμης μεταξύ της κυβέρνησης και των εταίρων μας, έκανε μια σειρά από λάθη (διαχειριστικού, οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα), λάθη που οδήγησαν στη σοβαρή πιθανότητα ενός grexit. Όμως όταν ο πρωθυπουργός αντελήφθη τα καταστροφικά αποτελέσματα μιας επιστροφής στην δραχμή, με αμφιθυμία αλλά και θάρρος αποφάσισε να δεχτεί ένα εξαιρετικά τιμωρητικό νέο μνημόνιο υφεσιακού χαρακτήρα.
Η στροφή προς τον ευρωπαϊκό δρόμο
Στην αρχή τα βήματα της υλοποίησης ήταν διστακτικά. Οι αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις έμπαιναν συχνά κάτω από το χαλί, ενώ πολλές άλλες προχωρούσαν με ρυθμούς χελώνας. Όμως σήμερα πολλές από τις αλλαγές που η τρόικα απαιτούσε έχουν υλοποιηθεί. Αυτή την στιγμή η κυβέρνηση φαίνεται να τα καταφέρνει. Παρατηρούμε την σταδιακή έξοδο από την ύφεση και πλησιάζουμε στο τέλος της αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου. Βέβαια, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν έπαυσε να ζητά εκλογές «εδώ και τώρα» με το επιχείρημα πως μόνο μια κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη θα μπορέσει να σώσει τη χώρα από τον επερχόμενο γκρεμό. Αυτό το επιχείρημα δεν έχει βάση. Μια κυβέρνηση νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού θα οδηγούσε σε λαϊκές εξεγέρσεις που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διαχειριστεί ο νεοφιλελεύθερος πρόεδρος της ΝΔ.
Παρόλο που σήμερα, όπως διατυπώνεται από έγκυρες πηγές του εξωτερικού, έχουν υλοποιηθεί πολλές αλλαγές και το τρίτο μνημόνιο θα λήξει σίγουρα το 2018, η δαιμονοποίηση της κυβέρνησης συνεχίζεται ακάθεκτη. Στην τωρινή φάση της εστιάζει λιγότερο στα ψέματα και στις «κωλοτούμπες» και περισσότερο στον επερχόμενο αυταρχικό καθεστώς που σίγουρα θα έρθει. Οι διαφόρου τύπου Κασσάνδρες προβλέπουν την εμπέδωση ενός τσαβικού/μανδουρικού συστήματος στη χώρα. Δεν λείπουν βέβαια και οι κριτικές από τον αριστερό χώρο. Ο Τσίπρας και αυτοί που τον στηρίζουν έχουν πάψει να είναι «πραγματικοί αριστεροί». Είναι οπορτουνιστές που ενδιαφέρονται μόνο για τη διατήρηση της εξουσίας. Βέβαια αυτού του είδους η κριτική δεν μας δείχνει με ποιον τρόπο ένας «γνήσιος αριστερός» θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το δίλημμα grexit ή δραχμή. Δυστυχώς υπάρχουν περιπτώσεις που η διατήρηση της «πραγματικής» αριστεροσύνης οδηγεί στην καταστροφή μιας χώρας.
Η σχέση κεντροαριστεράς-ΣΥΡΙΖΑ
Πιο συγκεκριμένα τώρα, η ηγεσία (με μερικές εξαιρέσεις) και η πλειοψηφία των οπαδών του νέου κεντροαριστερού σχηματισμού εξακολουθούν να κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για λάθη που τον είχαν οδηγήσει εκτός του «δημοκρατικού τόξου». Κατηγορούν όμως ένα κόμμα που σήμερα δεν υπάρχει πια. Μετά την έξοδο της αριστερής πλατφόρμας και την απόρριψη των απίθανων προτάσεων του Γιάνη Βαρουφάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ (όπως όλα τα φιλοευρωπαϊκά ριζοσπαστικά κόμματα) ακολουθεί στρατηγικές σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Όπως και ο αρχηγός του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Μάρτιν Σουλτς που στοχεύει να προχωρήσει σε μια ομοσπονδιακή κοινότητα βασισμένη όχι μόνο στην ανάπτυξη αλλά και στην αλληλεγγύη. Μια ευρωπαϊκή κοινότητα με μικρότερες ανισότητες και πιο αναπτυγμένο κοινωνικό κράτος. Μια Ευρώπη ικανή να αντιδράσει αποτελεσματικά στο νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο πλαίσιο. Σε τι περισσότερο στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ; Στην πραγματικότητα και ο ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Αλλαγής έχουν σήμερα παρόμοιους στόχους.
Το μέλλον
Όποτε και αν έρθουν οι εκλογές και ανεξάρτητα ποιο θα είναι το πρώτο κόμμα, η Φώφη Γεννηματά θα πρέπει να επιλέξει αν θα στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ ή την ΝΔ. Επειδή η πλειοψηφία των πολιτών σίγουρα δεν θα θέλει ξανά εκλογές, η συνεχιζόμενη δαιμονοποίηση της ριζοσπαστικής αριστεράς θα οδηγήσει το νέο κόμμα σε μια συνεργασία με την ΝΔ. Άρα το Κίνημα Αλλαγής θα αναγκαστεί να στηρίξει μια νεοφιλελεύθερη αλλαγή. Το ίδιο δεν είναι σίγουρο πως θα συμβεί αν ο Σουλτς συμμαχήσει ανά με την Μέρκελ. Γιατί ο αρχηγός των Σοσιαλδημοκρατών μπορεί να απαιτήσει και να πετύχει σε κάποιο βαθμό την άμβλυνση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των Χριστιανοδημοκρατών. Δυστυχώς η πρόεδρος του νέου σχηματισμού στη χώρα μας δεν έχει τη δύναμη που ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος, παρ' όλη την εκλογική κατολίσθηση του κόμματος του, εξακολουθεί να έχει. Ο τελευταίος μπορεί να βοηθήσει στο πέρασμα από μια νεοφιλελεύθερη σε μια σοσιαλδημοκρατική Γερμανία. Η πρόεδρος της ελληνικής Κεντροαριστεράς δεν μπορεί να καταφέρει κάτι παρόμοιο. Θα αναγκαστεί να γίνει όντως το δεκανίκι της ΝΔ. Αυτό βέβαια θα οδηγήσει σίγουρα στην κάθοδο του νέου κόμματος.
Από την άλλη μεριά, αν η κεντροαριστερά σταματούσε τη δαιμονοποίηση, αν συμμαχούσε με τον ΣΥΡΙΖΑ, και οι δυο παρατάξεις θα είχαν σημαντικά οφέλη. Ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να απαλλαγεί από τους ΑΝΕΛ και η Φώφη Γεννηματά θα απέφευγε τον θανάσιμο εναγκαλισμό με την ΝΔ. Τα δύο κόμματα μαζί θα αποτελούσαν ένα σοβαρό αντίβαρο στη νεοφιλελεύθερη ΝΔ. Επιπλέον, το Κίνημα Αλλαγής θα μπορούσε όχι να αντικαταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά να γίνει ο τρίτος σοβαρός παίκτης του κομματικού συστήματος. Έτσι, αντί για το παρόν διπολικό σύστημα (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ), θα μπορούσε η χώρα να περάσει μεσοπρόθεσμα σε ένα τριπολικό σύστημα. Ένα σύστημα που θα οδηγούσε στον παραπέρα εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος.
Αυτού του είδους το σενάριο δεν φαίνεται να είναι σήμερα δυνατό. Το πιο πιθανό είναι πως στο 2018 θα εξακολουθούμε να έχουμε δύο μόνο σοβαρούς πόλους – την ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ – με ένα αποδυναμωμένο κέντρο. Αυτό το γκρίζο σενάριο θα αποτελέσει μια σοβαρή ήττα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Μακάρι η παραπάνω πρόβλεψη να διαψευσθεί από τις μελλοντικές εξελίξεις».
*Δημοσιεύτηκε στην "Νέα Σελίδα" στις 30/12/2017.