Παρασκευή, 29 Μάρτιος 2024

Γιατί οι δημοσκοπήσεις πέφτουν συχνά έξω;

Οι δημοσκοπήσεις, λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, γέννησαν ελπίδες. Αρκετοί τις εξέλαβαν ως μέσο λαϊκής έκφρασης και εργαλείο για την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Ως έκφραση της «κοινής γνώμης» οι κυβερνώντες θα τις έπαιρναν υπόψη και θα αναδιαμόρφωναν συνακόλουθα αποφάσεις και πρακτικές.

Η θεώρηση αυτή είχε ασφαλώς τα όριά της. Αυτά μπορούν να συμπυκνωθούν σε δύο σημεία: τη μεθοδολογική προσέγγιση και το παραγόμενο αποτέλεσμα.

Σε ό,τι αφορά τη μεθοδολογική προσέγγιση, οι δημοσκοπήσεις εκκινούν, κατά κανόνα, άρρητα από την υιοθέτηση της «ορθολογικής επιλογής». Θεωρούν ότι οι ερωτώμενοι εκφράζουν αυτό που σκέφτονται και αυτό που σκέφτονται είναι παράγωγο της ζυγισμένης επιλογής τους.

Ετσι, τίθενται όλοι οι ερωτώμενοι στην ίδια μοίρα αφήνοντας κατά μέρος κοινωνικές διαφορές και συνθήκες. Αυτό ισχύει ακόμη κι όταν οι ερωτώμενοι διακρίνονται σε υπο-κατηγορίες με βάση χαρακτηριστικά (εισόδημα, μορφωτικό επίπεδο...).

Οσο για το δεύτερο σημείο, οι δημοσκοπήσεις δεν συνιστούν, όπως λέγεται, «φωτογραφίες της στιγμής» αλλά κατασκευές που κατασκευάζουν πολλαπλά.

Οχι «φωτογραφία της στιγμής» που παραπέμπει σε μια αφελή θετικιστική προσέγγιση της πραγματικότητας της οποίας καταφέρνουμε να απομονώσουμε και να «παγώσουμε μία στιγμή». Δεν χρειάζεται να αναφερθώ εδώ στην ανάλυση του Μ. Φουκό «Αυτό δεν είναι μία πίπα».

Ακόμη και ένας ερασιτέχνης φωτογράφος θα διασκέδαζε με τη θεώρηση αυτή.

Οι δημοσκοπήσεις κατασκευάζουν μία «κοινή γνώμη», με ενδιαφέροντα και αγωνίες, που είναι αυτές που ορίζει η ίδια. Ετσι μπορούν να αναδείξουν ένα ζήτημα ή να μην το αναδείξουν, να αναδείξουν ένα πρόσωπο ή να μην το αναδείξουν.

Καλούμενοι να απαντήσουν σε ζητήματα που μπορεί να μη θεωρούν σημαίνοντα είτε δεν σκέφτηκαν ακόμη ποτέ, οι ερωτώμενοι βρίσκονται να «αγωνιούν» γι' αυτά, να συμφωνούν ή να διαφωνούν με άλλους οι οποίοι μπορεί να τα θεωρούν σημαίνοντα.

Κατασκευάζοντας έτσι την «κοινή γνώμη», η δημοσκόπηση λειτουργεί επιτελεστικά, φτιάχνει δηλαδή καταστάσεις και πιθανολογεί την έκβασή τους.

Προφανώς όλα αυτά είναι γνωστά στους κοινωνικούς επιστήμονες και φαντάζομαι, εν μέρει τουλάχιστον, στους δημοσκόπους. Συγκαλύπτονταν σ' ένα βαθμό όσο το πολιτικό πεδίο ήταν σχετικά παγιοποιημένο και οι εκλογικές συμπεριφορές λιγότερο ευμετάβλητες.

Βέβαια, και στη συνθήκη αυτή, οι αναλυτές όφειλαν να είναι προσεκτικοί για να διαβάζουν τις δημοσκοπήσεις όχι σαν «φωτογραφίες» αλλά ως πολυτροπικά κείμενα, επιδεκτικά πολλαπλών αναγνώσεων.

Ενα παράδειγμα. Πρόσφατη δημοσκόπηση σοβαρής, θεωρώ, εταιρείας έδινε στον ΣΥΡΙΖΑ λίγο παραπάνω από 15% και στη Ν.Δ. λίγο παραπάνω από 21%. Μπορούσε να λεχθεί, όπως ειπώθηκε, ότι στην πρόθεση ψήφου το δεύτερο κόμμα περνάει το πρώτο κατά 6 μονάδες και με την αναγωγή πολύ περισσότερο.

Φτάνει, όμως, αυτό; Στο ερώτημα ποιος κέρδισε τις εντυπώσεις από τη συζήτηση στη Βουλή για τη διαφθορά, το 55% των ερωτωμένων απάντησε κανένας, το 23% ο Α. Τσίπρας και το 18% ο Κ. Μητσοτάκης.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο ένας αρχηγός μπορεί να φέρει ψήφους πολύ πέρα από το ποσοστό εκείνων που προτίθενται να ψηφίσουν το κόμμα του, ο άλλος όχι. Ετσι, το 15 και το 21 διαβάζονται αλλιώτικα καθώς, υπό προϋποθέσεις, σε ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να φτάσει αν όχι να ξεπεράσει τη Ν.Δ.

Πέρα από την ικανότητα ανάλυσης, τα πράγματα έγιναν πολυπλοκότερα τα τελευταία χρόνια εντός και εκτός συνόρων εξαιτίας της κρίσης, των κοινωνικών αναταράξεων αλλά και νέων παραμέτρων όπως η μετανάστευση και η προσφυγιά.

Οι εκλογικές συμπεριφορές είναι λιγότερο προβλέψιμες και αποτυπώνουν στοιχεία της συγκυρίας αλλά και της κοινωνικής κατάστασης των ψηφοφόρων.

Η αβεβαιότητα χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ως επιχείρημα για τη συχνότατη αστοχία των δημοσκοπήσεων τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται περισσότερο για άλλοθι. Παρά την αβεβαιότητα ξέρουμε μερικά βασικά πράγματα.

Στις ερωτήσεις απαντούν ευκολότερα όσοι είναι κοντά στα κόμματα και δυσκολότερα όσοι είναι μακριά. Στις δημοσκοπήσεις, συνεπώς, καταγράφονται αναλογικά περισσότερο κόμματα οργανωμένα (π.χ. ΚΚΕ) και λιγότερο μη καλά οργανωμένα (π.χ. ΑΝ.ΕΛΛ., Ενωση Κεντρώων).

Απαντούν ευκολότερα τα «μεσαία» και ευπορότερα στρώματα, γεγονός που ευνοεί τα κόμματα προτίμησής τους (π.χ. Ν.Δ. και Ποτάμι).

Τέλος, απαντούν δυσκολότερα τα λαϊκά στρώματα που είναι μακριά από τα κόμματα, γεγονός που επηρεάζει τις πολιτικές ισορροπίες γενικά και ειδικότερα τα κόμματα που ψηφίζουν, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα τελευταία χρόνια τον ΣΥΡΙΖΑ.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/10/2016.

Τσίπρας: Μοράλες, Πούτιν ή Ερντογάν;

Ενας ενδιαφέρων διάλογος διεξήχθη πριν από λίγες μέρες ανάμεσα σε δύο γνωστούς σοσιαλδημοκράτες διανοούμενους. Πρόκειται για τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτη Ιωακειμίδη και τον ομότιμο καθηγητή του London School of Economics Νίκο Μουζέλη.

Το αντικείμενο ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Η αφορμή πιθανολογώ πως ήταν η απόφαση του κ. Μουζέλη να δεχθεί την πρόταση της κυβέρνησης να συμμετάσχει στην Επιτροπή Διαλόγου για τη συνταγματική μεταρρύθμιση.

Στο άρθρο του στο «Βήμα» στις 10.10.2016 με τίτλο «Πού το πάει ο ΣΥΡΙΖΑ;» ο κ. Ιωακειμίδης αναρωτιέται αν το κόμμα και ο πρωθυπουργός αποδέχονται ότι «το εκλογικό αποτέλεσμα ανά τετραετία ή και συντομότερα προσδιορίζει τη θεσμική θέση του κόμματος στο πολιτικό σύστημα, αν με άλλα λόγια θα είναι στη θέση της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης σε μια θεσμικά οριοθετημένη διαδικασία εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία;».

Ερώτημα δηλητηριώδες γιατί αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο Τσίπρας να φλερτάρει με την ιδέα της εκτροπής. Στη συνέχεια ο αρθρογράφος προσπαθεί να απαντήσει.

Απορρίπτει, όχι πάντως με σιγουριά, «ως μάλλον εσφαλμένες» και την προσέγγιση που υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εγκαθιδρύσει ένα ιδιόμορφο καθεστώς εξωευρωπαϊκού ή λατινοαμερικανικού τύπου (Βολιβίας ή κάτι παρεμφερές) και την προσέγγιση που εκτιμά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οδεύει σταθερά αν και επίπονα σε μετεξέλιξή του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ευρωπαϊκού τύπου χωρίς βασικές αντισυστημικές στοχεύσεις ή στοχεύσεις άμεσης ή έμμεσης στρέβλωσης των διαδικασιών κανονικής εναλλαγής των κομματικών δυνάμεων στην εξουσία.

Ούτε Μοράλες λοιπόν ο Τσίπρας (αυτό γιατί θα ήταν κακό, αλλά ας είναι, περί ορέξεως...) ούτε όμως και SPD ο ΣΥΡΙΖΑ (το σημερινό SPD και γενικώς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης δεν έχουν πολλούς λόγους να υπερηφανεύονται).

Τότε, πού ακριβώς το πάνε ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρας; Κατά τον συγγραφέα, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να εγκαθιδρύσει το «σύστημα του ενός κυριαρχούντος κόμματος».

Επειδή όμως υπάρχουν διάφορες εκδοχές αυτού του μοντέλου -δημοκρατικές, ημιδημοκρατικές, αυταρχικές- ο Π. Ιωακειμίδης ξεκαθαρίζει πως σ' ότι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουμε να κάνουμε με τη δημοκρατική εκδοχή όπου ένα κόμμα παραμένει στην εξουσία για πολλά χρόνια γιατί οι ψηφοφόροι αναγνωρίζουν και επιβραβεύουν την αποτελεσματικότητα του, όπως είναι η περίπτωση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Σουηδίας, αλλά με την αυταρχική εκδοχή του συγκεκριμένου συστήματος.

Εδώ, καθώς η αποτελεσματικότητα απουσιάζει το κόμμα καταφεύγει σε θεσμικές παρεμβάσεις, θεσμικές αλλοιώσεις και στρεβλώσεις, όπως στον έλεγχο των μέσων επικοινωνίας και των μέσων διαμόρφωσης της κουλτούρας, στον περιορισμό της πολυφωνίας, στον έλεγχο της Δικαιοσύνης και άλλων ερεισμάτων εξουσίας που θα του επιτρέψουν να παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Και για να μη χαθούμε στο ψάξιμο ο συντάκτης δίνει δύο παραδείγματα: Ο Τσίπρας το κάνει ή προσπαθεί να το κάνει στην Ελλάδα όπως ο Πούτιν στη Ρωσία και ο Ερντογάν στην Τουρκία. Σοβαρός αναλυτής ο κ. Ιωακειμίδης δεν βάζει στο πλάνο τη Βόρεια Κορέα, όπως άλλοι ομόδοξοί του, η εξαλλοσύνη των οποίων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ έχει χτυπήσει κόκκινο. Και έτσι όμως ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και μάλιστα προ των πυλών, για να μην πούμε εντός των τειχών.

Η κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου απειλείται. Το άρθρο ωστόσο καταλήγει αισιόδοξα: «Και ενώ η ελληνική κοινωνία και φορείς έχουν καταπιεί πολλά τα τελευταία χρόνια, δεν φαίνεται ότι τελικά θα καταπιούν και τούτο, όπως κι αν σερβιριστεί». Ανακούφιση.

Προς Θεού όμως όχι εφησυχασμός, γιατί ο εχθρός είναι και ικανός και ύπουλος και δεν θα διστάσει να μετέλθει όλα τα μέσα προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Συνεπώς (δικό μου το συμπέρασμα) απαιτείται πανστρατιά όλων των δημοκρατικών δυνάμεων. Υπό την καθοδήγηση ποιου; Μα, του μοναδικού κόμματος που μπορεί στην παρούσα φάση να διεκδικήσει την εξουσία, δηλαδή της Ν.Δ. (κι αυτό δικό μου συμπέρασμα).

Η απάντηση ήρθε μία μέρα μετά από τον Νίκο Μουζέλη. Με επιστολή του στα πρώην μέλη της κίνησης των 58 (το βραχύβιο σχήμα που προσπάθησε να ενώσει τα κομμάτια της Κεντροαριστεράς) επισημαίνει ότι «δεν προσχώρησα στον ΣΥΡΙΖΑ» (θα το θεωρούσαν έγκλημα καθοσιώσεως οι σύντροφοί του), «αλλά ούτε είμαι φανατικά αντι-ΣΥΡΙΖΑ» (αυτό κι αν είναι έγκλημα καθοσιώσεως για τους περισσότερους στην ΚεντροΑντιαριστερά).

Ο κ. Μουζέλης αναφέρει ότι «η δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως η ιδέα πως το κόμμα έχει στόχο την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι λάθος».

Αφού καταθέτει την πρόβλεψή του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «ούτε θα καταρρεύσει ούτε θα συρρικνωθεί σε πολύ χαμηλά ποσοστά, όπως πολλοί το ελπίζουν», καλεί όλες τις δημοκρατικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις να ακολουθήσουν μια πιο ισορροπημένη κριτική προς την κυβέρνηση «για να μη δημιουργηθεί η επικίνδυνη εντύπωση πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα εκτός του λεγόμενου συνταγματικού τόξου» (σ.σ.: οι νοσηρές ανοησίες περί χούντας και τανκς δίνουν και παίρνουν, ενώ εσχάτως προστέθηκαν και τα περί ψυχοπάθειας!).

Κατά τον επιστολογράφο, «κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε έναν διχασμό που θα υπέσκαπτε το με θυσίες αποκτημένο μεταπολιτευτικό δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας». Κίνδυνο βλέπει και ο κ. Μουζέλης.

Αλλου τύπου όμως. Ούτε αριστεριστής είναι ούτε εξτρεμιστής ούτε νοσταλγός του σταλινισμού ούτε οπαδός του Μαδούρο. Είναι, κατά δήλωσή του, «εδώ και δεκαετίες σοσιαλδημοκράτης». Αλλου τύπου πάντως.

Οι πληροφορίες, οι οποίες πάντως μέχρι τώρα δεν έχουν επιβεβαιωθεί, λένε ότι αν η Deutsche Bank αντιμετωπίσει σοβαρό κίνδυνο, το γερμανικό κράτος θα επέμβει, ακόμη και με την αγορά ενός ποσοστού της τράπεζας. Εδώ ισχύει το «είναι πολύ μεγάλη για να την αφήσουμε να πεθάνει», ενώ αλλού, για παράδειγμα με τις τράπεζες στην Κύπρο, ίσχυσε το «είναι πολύ μικρές για να νοιαστούμε για τις καταθέσεις».

Λογικό. Η κατάρρευση της D.B. θα προκαλέσει παγκόσμιο πανικό, η κατάρρευση των κυπριακών τραπεζών ζημίωσε τους καταθέτες. Κι αυτό που λέει ο Σόιμπλε ότι δεν πρέπει τα κράτη να σώζουν τις τράπεζες; Ε, καλά τώρα. Ισα και όμοια όλοι;

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/10/2016.

Επιτροπή Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

Τα πρόσωπα που θα ηγηθούν της Επιτροπής Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση υποδέχτηκε σήμερα στο Μέγαρο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Συντονιστής της επιτροπής θα είναι ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ. Εντός της ημέρας αναμένεται να δημοσιευτεί και το κείμενο που θα αποτελέσει τη βάση διαλόγου της επιτροπής.

Στην Επιτροπή συμμετέχουν:

Από τον ακαδημαϊκό χώρο:

Αθανάσιος Δημόπουλος, Πρύτανης ΕΚΠΑ

Ιωάννης Γκόλιας, Πρύτανης ΕΜΠ

Ναπολέων Μαραβέγιας, Καθηγητής ΕΚΠΑ

Πέτρος Παραράς, Ομότιμος Καθηγητής ΔΠΘ, πρώην Αντιπρόεδρος ΣτΕ

Ανδρέας Δημητρόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ

Νίκος Μουζέλης, Ομότιμος Καθηγητής LSE

Από τον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης:

Κώστας Αγοραστός, Πρόεδρος ΕΝΠΕ, Περιφερειάρχης Θεσσαλίας

Ρένα Δούρου, Περιφερειάρχης Αττικής

Από τον επιχειρηματικό χώρο:

Κωνσταντίνος Μίχαλος, Πρόεδρος Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας

Αναστάσιος Τζήκας, Πρόεδρος Συνδέσμου Εταιρειών Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας

Από τον χώρο του πολιτισμού:

Γιώργος Κιμούλης, ηθοποιός


Η διαδικασία

Αποστολή της Επιτροπής είναι η διοργάνωση θεματικών συζητήσεων και εκδηλώσεων διαβούλευσης για τη Συνταγματική Αναθεώρηση σε όλους τους δήμους της χώρας, με τη συμμετοχή επιστημονικών και κοινωνικών φορέων, κινήσεων πολιτών και συλλογικοτήτων, αλλά και μεμονωμένων πολιτών.

Διάλογος θα διεξαχθεί επίσης μέσω ανοιχτής διαδικτυακής πλατφόρμας, όπου κάθε πολίτης θα δύναται να καταθέτει τις προτάσεις του.

Σε δεύτερη φάση, τα συμπεράσματα από τη δημόσια αυτή διαβούλευση θα συγκεντρωθούν με τη διοργάνωση 13 συνελεύσεων σε κάθε Περιφέρεια της Χώρας.

Μετά την ολοκλήρωση της διαβούλευσης, την άνοιξη του 2017, η Συντονιστική Επιτροπή Διαλόγου θα συγκεντρώσει τα αποτελέσματα του διαλόγου και θα παραδώσει την έκθεσή της σε ειδική Επιστημονική Επιτροπή προς τελική επεξεργασία.

Το φθινόπωρο του 2017, και αφού το υλικό της διαβούλευσης έχει παραδοθεί σε όλα τα πολιτικά κόμματα, αναμένεται να εκκινήσει η κοινοβουλευτική διαδικασία, όπως ακριβώς ορίζεται από το άρθρο 110 του Συντάγματος και τον Κανονισμό της Βουλής.

Συντονιστής της επιτροπής θα είναι ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ.

Τσίπρας: Δεν πρέπει να χαθεί αυτή η ευκαιρία

«Παίρνουμε μία πρωτοβουλία που δεν θέλουμε να είναι κυβερνητική, γι' αυτό κι εσείς είστε εδώ. Εκπροσωπείτε όχι μόνο διαφορετικούς επαγγελματικούς ή ακαδημαϊκούς χώρους, αλλά και το ευρύτερο φάσμα των απόψεων που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία», ανέφερε ο Πρωθυπουργός υποδεχόμενος στο Μέγαρο Μαξίμου τα μέλη που συγκροτούν την Οργανωτική Επιτροπή Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση.

Στόχος, όπως τόνισε, ο Αλέξης Τσίπρας, είναι να μη χαθεί μία μεγάλη ευκαιρία, αξιοποιώντας και καταγράφοντας όλες τις απόψεις. «Το Σύνταγμα της χώρας προβλέπει τη διαδικασία, αυτή θα είναι η διαδικασία, η κοινοβουλευτική», υπογράμμισε.

«Θέλουμε, όμως, πριν από την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα, ώστε ο τελευταίος βουλευτής, τα κόμματα, η Βουλή ως συλλογικό υποκείμενο, να έχει καταγεγραμμένες τις απόψεις, τις αντιθέσεις, τις συμπτώσεις και τις πιθανές συνθέσεις, μέσα από μία πλατιά και ουσιαστική διαδικασία διαλόγου», επεσήμανε.

«Γιατί θεωρούμε ότι πρέπει να απασχολήσει ει δυνατόν τον τελευταίο πολίτη, για το τι πρέπει να αλλάξει και τι όχι, ποια είναι η γνώμη και η άποψη σε σχέση με το θεσμικό πλαίσιο για τη συγκρότηση όλων των διαδικασιών, γιατί το Σύνταγμα διέπει ως θεσμικό πλαίσιο όλες τις διαδικασίες του πολιτεύματος, της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής ζωής», πρόσθεσε.

Ο Αλέξης Τσίπρας ευχαρίστησε τα μέλη της Επιτροπής για την ανταπόκρισή τους στην πρόσκληση, σημειώνοντας ότι δεν κατέστη δυνατόν να ανταποκριθούν όλοι όσοι προσκλήθηκαν, για λόγους που είχαν να κάνουν με τις προσωπικές υποχρεώσεις τους.

Δημοσιεύτηκε στο tvxs στις 6/10/2016.

"Οι προοπτικές του Εθνικού Συστήματος Υγείας"

«Καινοτόμο φάρμακο, δεν είναι ότι καινούργιο βγαίνει στην αγορά. Η αλήθεια είναι ότι η φαρμακοβιομηχανία έχει πετύχει να καλύψει τις θεραπευτικές ανάγκες σε πολλούς τομείς. Μάλιστα, σε κάποιους από αυτούς έχει εξαντλήσει και τις δυνατότητές της. Για να θεωρήσουμε ένα φάρμακο καινοτόμο ή επαναστατικό, θα πρέπει να το έχουμε αξιολογήσει και να ξέρουμε ότι δίνει καλύτερα αποτελέσματα, από την καλύτερη εναλλακτική επιλογή που έχουμε. Κατά πόσο όμως οι δημόσιες αρχές στέλνουν συντονισμένα μηνύματα ότι θα αμείβουν περισσότερο την έρευνα για φάρμακα που θα καλύπτουν ακάλυπτες, μέχρι τώρα, θεραπευτικές ανάγκες;»
Αυτό ήταν το ερώτημα που έθεσε ο Έλληνας καθηγητής Πολιτικής της Υγείας και διευθυντής του LSE Health στο London School of Economics and Political Science Ηλίας Μόσιαλος στο περιθώριο του 19ου European Health Forum Gastein (EHFG),του ετήσιου φόρουμ-θεσμού για την πολιτική της υγείας, που διοργανώθηκε στην περιοχή BadhofGastein έξω από το Σάλτσμπουργκ από τις 28 Σεπτεμβρίου μέχρι την 1η Οκτωβρίου, με θέμα: "Demographics & Diversity in Europe"(Δημογραφικά στοιχεία και διαφορετικότητα στην Ευρώπη), με επικέντρωση στις νέες λύσεις για την υγεία.
Ηλίας Μόσιαλος: «Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ικανοτήτων, αλλά οι κλειστές πόρτες και τα κλειστά κυκλώματα»
Ο Έλληνας ειδικός ισχυρίστηκε ότι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι δημόσιες αρχές έχουν αποτύχει να αξιολογούν καινούργια φάρμακα σχετικά με το κατά πόσο πραγματικά δίνουν καλύτερα κλινικά και θεραπευτικά αποτελέσματα, σε σύγκριση με την υπάρχουσα επιλογή. Και αυτό γιατί οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί ελέγχουν τα φάρμακα μόνο όταν παράγονται και δεν στέλνουν σαφές μήνυμα ότι δεν θα πληρώνουν πλέον για φάρμακα που δεν είναι πιο αποτελεσματικά, αλλά μόνο για τη θεραπευτική εκείνη κατηγορία σκευασμάτων όπου δεν υπάρχει επαρκής έρευνα. Οι κυβερνήσεις, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν έχουν το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο και οι βιομηχανίες δεν ανταποκρίνονται. Ο ίδιος επισήμανε το πόσο απαραίτητα είναι τα καινοτόμα φάρμακα για τα δημόσια συστήματα υγείας σε περιόδους κρίσης και μεγάλων οικονομικών δυσκολιών, παροτρύνοντας τα κράτη μέλη της Ε.Ε να υιοθετήσουν μια κοινή στάση: «Μπορούν συνολικά οι Ευρωπαίοι, όχι απαραίτητα μέσω κοινού ευρωπαϊκού οργάνου, να συντονιστούν και να καταλήξουν στο τι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν στη φαρμακοβιομηχανία και τι όχι», καταλήγει.
Αναπτυξιακός τομέας
Ο καθηγητής υποστηρίζει επίσης ότι οι κλινικές δοκιμές είναι ένας μεγάλος αναπτυξιακός τομέας για μια χώρα και θα πρέπει να γίνονται με μεγαλύτερη διαφάνεια. Αναφερόμενος στην Ελλάδα θεωρεί πως τα 30 εκατομμύρια που δίνονται για έρευνα είναι ένα πολύ μικρό ποσό και επισημαίνει την ανάγκη για τη δημιουργία ενός ισχυρού θεσμικού πλαισίου. «Είμαστε ιδανική χώρα για επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη και δεν έχουμε το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο. Σημαντικό είναι για την Ελλάδα να αξιοποιήσει το σημαντικό επιστημονικό δυναμικό που έχει και να δημιουργήσει ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο που δεν θα αλλάζει κάθε ώρα και στιγμή. Να κάνει συμφωνίες με φαρμακοβιομηχανίες ελληνικές και ξένες που θα επενδύσουν στη χώρα μας και θα αυξήσουν την εγχώρια παραγωγή και τις εξαγωγές. Μόνο έτσι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία θα γίνει ανταγωνιστική»
Σχολιάζοντας την κατάσταση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας ο καθηγητής Μόσιαλος εξακολουθεί να επισημαίνει τους διαρκείς ανορθολογισμούς και τα παράδοξα του ελληνικού συστήματος Υγείας. «Το Εθνικό Σύστημα Υγείας βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση και θα επιδεινωθεί με τη συνεχή μείωση δαπανών και με τη μη σωστή κατανομή τους. Η δυσλειτουργία εξακολουθεί να είναι η πολυδιάσπαση των υπηρεσιών υγείας και αυτό είναι αποτέλεσμα του πελατειακού συστήματος στη χώρα. Καμία έμφαση στην ποιότητα και καμία έμφαση στα αποτελέσματα. Δυστυχώς, δεν αλλάζει η νοοτροπία. Δεν έχει γίνει ποτέ μια σοβαρή συζήτηση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, μόνο αποσπασματικές προσεγγίσεις «πυροσβεστικού χαρακτήρα». Ακόμη και μέσα στη κρίση πολλοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως το καράβι βουλιάζει. Θα περίμενε κάποιος, ειδικότερα από μια αριστερή κυβέρνηση, γενναίες αποφάσεις. Πέρα από τις ιδιωτικοποιήσεις να φροντίσει για την ανάπτυξη ενός σοβαρού κράτους πρόνοιας. Τώρα που και η αντιπολίτευση κάνει λόγο για μείωση κοινωνικών ανισοτήτων η εκπαίδευση και το σύστημα υγείας θα έπρεπε να αμβλύνουν τις ανισότητες. Το ζητούμενο είναι ένα αληθινά δημόσιο σύστημα υγείας με εισαγωγή των στοιχείων της διαφάνειας και του ανταγωνισμού, έτσι ώστε να γίνει καλύτερο γι' αυτόν που υποτίθεται ότι πρέπει πάντα να υπηρετεί: τον ασθενή.
Διεθνής εμπειρία
Όσον αφορά την παροχή, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι όταν υπάρχει ισχυρό ρυθμιστικό πλαίσιο τότε η συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μπορεί να λειτουργήσει θετικά για τους ασθενείς. Ο στόχος είναι η εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες, ειδικά για τους ευπαθείς ασθενείς, ανεξάρτητα αν αυτές είναι δημόσιες ή ιδιωτικά παρεχόμενες. Για να γίνει όμως αυτό, το Δημόσιο εκεί παρεμβαίνει στην αγορά των δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας ως ρυθμιστής. Καθορίζει κανόνες επαρκούς λειτουργίας, μετράει την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών, καθορίζει ενιαίο τιμολογιακό πλαίσιο και συνδέει την αμοιβή με την ποιότητα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δυο γιατροί της ίδιας ειδικότητας που δουλεύουν στο Δημόσιο δεν παίρνουν την ίδια αμοιβή αν έχουν τελείως διαφορετικά αποτελέσματα. Παράλληλα, εξασφαλίζεται ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν μεταφέρει «δύσκολες» περιπτώσεις ασθενών στο Δημόσιο ούτε προκαλεί μεγάλη τεχνητή ζήτηση και ότι συνολικά το σύστημα δεν παρέχει υπηρεσίες που δεν είναι αποτελεσματικές.
Αυτά δεν ισχύουν στην Ελλάδα όπου ο κανόνας είναι η ισοπέδωση στον δημόσιο τομέα και η ανεξέλεγκτη λειτουργία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Στην παροχή των υπηρεσιών τα δύο συστήματα λειτουργούν παράλληλα, δεν είναι συνδεμένα. Δεν υπάρχει κανένας προγραμματισμός ούτε συντονισμός δραστηριοτήτων στο πλαίσιο ενιαίου στρατηγικού - ρυθμιστικού πλαισίου για την υγεία.»
Ο ίδιος πιστεύει πως η Ελλάδα είναι μια χώρα που διαθέτει ένα εξαιρετικά εκπαιδευμένο προσωπικό, που αν του δινόταν η ευκαιρία να λειτουργήσει θα μπορούσαν να λυθούν πολλά προβλήματα. Δυστυχώς όμως επικρατεί μια «ανακύκλωση» των ίδιων ατόμων. «Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη ικανοτήτων, αλλά οι κλειστές πόρτες και τα κλειστά κυκλώματα», συμπληρώνει χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Στην ερώτηση αν το κεφάλαιο της Πολιτικής έχει κλείσει για τον ίδιο, απαντά πως έκλεισε ο κύκλος συμμετοχής του στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, όχι όμως και η ενασχόλησή του με την Πολιτική. Εξακολουθεί να δραστηριοποιείται ως σύμβουλος στο διεθνές πεδίο παρέχοντας τεχνική και επιστημονική υποστήριξη σε κυβερνήσεις και φορείς. Μάλιστα, η είδηση που προέκυψε από την παρουσία του στο EHFG είναι πως η κυβέρνηση της Μάλτας ανέθεσε στον Ηλία Μόσιαλο την επιστημονική υποστήριξη, σε θέματα υγείας, για το πρώτο εξάμηνο του 2017, στη διάρκεια που η χώρα θα έχει τη Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κύρια προτεραιότητα της Προεδρίας είναι η δημιουργία ενός προγράμματος Erasmus για την μετεκπαίδευση των ειδικευμένων ιατρών. Είναι η πέμπτη φορά που ο Έλληνας καθηγητής αναλαμβάνει την υποστήριξη προεδρίας. Έχουν προηγηθεί προσκλήσεις από τις κυβερνήσεις του Βελγίου(2001 και 2010), της Σουηδίας(2009) και της Ολλανδίας(2016).

Δημοσιεύτηκε στην "Ημερησία" στις 5/10/2016.

Γιούνκερ, «πακέτο» και υπαρξιακή κρίση

Ολοι λατρεύουν τα παραμύθια∙ περισσότερο όσοι ζουν παραμυθένια. Λ.χ., οι πολιτικές ελίτ των Βρυξελλών τα λατρεύουν.

Μερικοί πιστεύουν ότι βρίσκονται στη σπηλιά του Αλί Μπαμπά – πράγμα που χρειάζεται απλώς φαντασία και διόλου εργασία. Αλλά ακόμη και σ' αυτή την περίπτωση, αφού ο θησαυρός είναι για να μοιραστεί, τότε, το μαγικό που ανοίγει τη σπηλιά γίνεται αντικείμενο λεπτών χειρισμών. Για να γίνω σαφέστερος, ξυπνά το οραματικό πνεύμα της αντι-δημιουργίας.

Μία τέτοια περίπτωση –Αχ! Είμαι-στη-σπηλιά-του-Αλί-Μπαμπά!– είναι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Το 2014 με την ανάδειξή του στην προεδρία της Ε.Ε. έφερε στην ευρωπαϊκή ατζέντα το θέμα των δημόσιων επενδύσεων με ένα τριετές πρόγραμμα δαπανών, ύψους 300 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Εφόσον η ευρωπαϊκή οικονομία παρέμενε ανησυχητικά ασθενής σε κατάσταση αποπληθωρισμού και ανεργίας, οι παραμυθιστές ηγέτες της Ε.Ε. συμφώνησαν –σωστά–στην ιδέα ότι οι επενδύσεις θα συμβάλουν στην τόνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, παρά το ότι, μαζί με τη συναίνεση, υπήρχαν αναπάντητα ερωτήματα (πότε, πόσα, για ποιον, γιατί, προϋποθέσεις, προτεραιότητες, προβλεψιμότητες, στόχοι, αναγκαιότητες κ.λπ.).

Τότε, ο ευρωπαϊστής αναλυτής και οικονομολόγος Ζαν Πιζανί-Φερί –καθηγητής στο Hertie School of Governance του Βερολίνου, υπεύθυνος για τον Σχεδιασμό της Πολιτικής στο Παρίσι και πρώην διευθυντής του ευρωπαϊκού think tank Bruegel στις Βρυξέλλες– εκφράζοντας την ακαδημαϊκή συναίνεση επί του θέματος είχε διατυπώσει επιφυλάξεις ως προς το «πακέτο Γιούνκερ» θυμίζοντας στοιχεία της πρόσφατης ευρωπαϊκής εμπειρίας. «Για όσους δεν γνωρίζουν», έγραφε ο Πιζανί-Φερί, «να υπενθυμίσουμε ότι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη καλείται να μελετήσει μια τέτοια πρωτοβουλία.

»Το 1993, η Επιτροπή του Ζακ Ντελόρ είχε προτείνει ένα πρόγραμμα δαπανών με τη "Λευκή Βίβλο για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση". Το πρόγραμμα είχε ευρεία αποδοχή, αλλά δεν είχε αναληφθεί καμία δράση. Ομοίως, το 2000, ως μέρος της στρατηγικής της Λισαβόνας, η Ε.Ε. επιδίωξε να αυξήσει τις εθνικές δαπάνες για την έρευνα και ανάπτυξη στο 3% του ΑΕΠ.

»Δεν κατάφερε να επιτύχει ούτε αυτόν τον στόχο. Πρόσφατα, τον Ιούνιο του 2012, οι ηγέτες της Ε.Ε. ενέκριναν το "Σύμφωνο για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση", που υποτίθεται ότι θα κινητοποιούσε 120 δισεκατομμύρια ευρώ. Η επιταγή βρίσκεται ακόμη στο ταχυδρομείο».

Σήμερα ο κ. Γιούνκερ με ένα σύνηθες ιντερλούδιο κάνει διαπιστώσεις παρατηρητή: «Η Ευρώπη δεν είναι πολύ κοινωνική∙ χρειάζεται περισσότερη αλληλεγγύη».

Και προτείνει μια «θετική ατζέντα» για τον επόμενο χρόνο, με «ευρηματική ευελιξία» (!) στην εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στην οποία περιλαμβάνεται ο διπλασιασμός τόσο της διάρκειας (έως το 2022) όσο και του πακέτου (620 δισ. ευρώ) του προγράμματος επενδύσεων της Ε.Ε. «Πρέπει να ξεπεράσουμε τις διαιρέσεις και να αποδείξουμε ότι μπορούμε να δράσουμε από κοινού», υποστήριξε ενώπιον των 751 βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Αποδομώντας την όλη λογική του Ζ.-Κ. Γιούνκερ, καθώς άπλωσε το όραμά του για την Ευρώπη, θα διακινδυνεύσω να πω ότι δεν έχει όραμα. Αποτέλεσμα: Αυτό που χάνει η Ευρώπη, εις βάρος των λαών της Ευρώπης, το κερδίζουν η πολιτική ακηδία, η υποκρισία, οι φυγόκεντρες τάσεις, οι εθνικισμοί και η Ακροδεξιά.

Ο πρόεδρος της Ε.Ε. υπέκυψε στον πειρασμό να κρύψει τις μεγάλες διαφορές της Ευρώπης. Ο κ. Γιούνκερ μίλησε γενικά για τα προβλήματα του χρέους και της ανεργίας στην Ευρώπη.

Ούτε κουβέντα για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, για το 25% της ελληνικής ανεργίας, τίποτα για το άνω του 50% ποσοστό ανεργίας των νέων (15-24 ετών).

Υπογράμμισε την παρορμητική λατρεία της Ευρώπης στις εκτιμήσεις και τις ποσοτικοποιήσεις, δηλαδή, της εξαφάνισης του προβλήματος διά της λατρείας του μέσου όρου. Ούτε λέξη για την απουσία μεταναστευτικής πολιτικής, για την αποτυχία διαχείρισης του προσφυγικού, τίποτα για την απροθυμία των μελών της Ε.Ε. να εφαρμόσουν τη συμφωνία με την Τουρκία.

Μόνον προτροπή στη χειμαζόμενη Ελλάδα της κρίσης να προστατεύσει τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα που βρίσκονται στο έδαφός της. Κυρίως, έσπευσε να αποκαθάρει τον εαυτό του από το πολιτικό και ηθικό σκάνδαλο που είχε πλήξει τον πυρήνα της Ευρώπης, ενθυμούμενος όψιμα ότι «κάθε εταιρεία στην Ευρώπη οφείλει να πληρώνει τους φόρους της εκεί όπου έχει τα κέρδη της».

Να θυμηθούμε ότι ο επί εικοσαετία πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και πρώην επικεφαλής του Eurogroup ήταν ο εμπνευστής των ειδικών συμφωνιών του Λουξεμβούργου με εκατοντάδες πολυεθνικές, προκειμένου να αποφύγουν τη φορολόγηση στις χώρες δραστηριοποίησής τους (μιλάμε για το σκάνδαλο που είχε δει το φως της δημοσιότητας το 2014 υπό την κωδική ονομασία «LuxLeaks»).

Βεβαίως, για να μην αδικώ τον κ. Γιούνκερ, αφού κάτι θα στάξει και για μας από τον θησαυρό, το ελληνικό πολιτικό, τεχνοεπαγγελματικό και μιντιακό-διανοητικό κεφάλαιο δίνει υπαρξιακές μάχες για τους Αλαφούζο, Ψυχάρη, Κοντομηνά, Καλογρίτσα, Σαββίδη κ.λπ., γι' αυτούς τους τιτάνες του πολιτισμού και της ενημεροδιασκέδασής μας και για τις αμαρτίες της κυρίας Κεντρικού Τραπεζίτου... Α, και για το πλασάρισμα του Κυριάκου.

Εχουμε ελπίδα; Ναι, στον καιρό της αντι-δημιουργίας, μια ανόητη: Αν θα έχουμε μελλοντική σούπα, να μην υποχρεωθούμε να τη φάμε τόσο καυτή όπως θα βγει από την κατσαρόλα του τυχόντος μαγείρου.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 30/9/2016.

Η ιστορία της είδησης και λοιπές τελετουργίες

Ποιο είναι το έδαφος που ευνοεί τη διάδοση του ψευδογεγονότος και ποιο το λίπασμά του; Κατ' αρχήν –όσο παράξενο κι αν φαίνεται– την ψευδοείδηση και το ψευδογεγονός τα εκτρέφει η ειλικρινής επιθυμία μας να είμαστε συνεχώς on line, να είμαστε ενήμεροι όσο το δυνατόν περισσότερο και όσο πιο σφαιρικά γίνεται και, μάλιστα, να γνωρίζουμε περισσότερα δεδομένα απ' όσα πράγματι υπάρχουν.

Κατά δεύτερον, έχει αλλάξει όλο το περιεχόμενο του μηχανισμού που αποκαλούμε «παραγωγή της ενημέρωσης».

Δηλαδή, αυτό που αποκαλείται με μία μόνον λέξη και μάλιστα στον ενικό «δημοσιογραφία», αντί να παραθέτει στα μάτια του κοινού μια σαφή εικόνα του κόσμου, του δημόσιου βίου, της ιεράρχησης των δημόσιων ζητημάτων και να παράγει αποκαλύψεις, κατά μία έννοια, κάνει ακριβώς το αντίθετο.

Αρκετοί κρίνονται ως προς τη δεινότητά τους στους υπαινιγμούς, ως προς τις έγκυρες (υποτιθέμενες) πηγές τους τις οποίες μονίμως συγκαλύπτουν και τη συσκότιση των γεγονότων ώστε να δικαιολογηθεί το άπλετο φως που θα ρίξουν οι δικές τους –αποκλειστικές κατά το δυνατόν– ανταποκρίσεις και ρεπορτάζ.

Τι έχει αλλάξει από την εποχή της νεωτερικότητας; Εχει αλλάξει η σχέση μας με την αλήθεια και η εννόηση του πρωτείου ως προς τις εξουσίες. Για παράδειγμα, την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης ήταν σαφέστερος ο ρόλος και το εύρος της τέταρτης εξουσίας, του Τύπου.

Οι μεγάλες λαϊκές μάζες ορμούσαν στο προσκήνιο, οι άνθρωποι γίνονταν μέτοχοι μιας κοινωνίας που άλλαζε, και άλλαζε και με τη δική τους δράση∙ βαφτίζονταν σε έναν νέο άγνωστο γι' αυτούς χώρο, τον δημόσιο χώρο∙ εισέρχονταν σε άγνωστα νερά και ο δημοσιογράφος ήταν ο αρωγός τους, ο εξερευνητής τους, ο βοηθός τους, ο διαφωτιστής τού καθ' ημέραν βίου, ο αποκωδικοποιητής των γρίφων και ο κατήγορος των αδικιών.

Στην ύστερη νεωτερικότητα, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η δημοσιογραφία έγινε επαγγελματική. Σήμερα, μιλάμε για αυτοκράτορες και αυτοκρατορίες του Τύπου, για αυλικούς και εθελόδουλους.

Στη μετανεωτερικότητα, ο Τύπος θέλει να γίνει, τουλάχιστον, δίδυμη –αν όχι η πρώτη– εξουσία και αρκετοί θεράποντές του είναι τόσο αυτάρεσκοι και νάρκισσοι που θεωρούν τον κόσμο του δικού τους Νιντέντο πιο πραγματικό από τον έξω κόσμο.

Οι Δημάδης και Σουλτογιάννης θέλησαν να κρατήσουν ανοιχτό το κύκλωμα. Εν συνεχεία, θα φώτιζαν το σκότος με τις αποκαλύψεις τους.

Επιχείρησαν ένα σλάλομ σε κρημνώδεις θεωρητικές άκρες της επικοινωνίας και του κόσμου των ειδήσεων: ανάμεσα στον κόσμο των στερεοτύπων του Αμερικανού δημοσιολόγου Ουόλτερ Λίπμαν, ο οποίος υποστήριξε ότι αποκωδικοποιούμε την πραγματικότητα με βάση αυτά που ξέρουμε γι' αυτήν εκ των προτέρων, και του Γάλλου Ζαν Μποντριγιάρ, που υποστήριξε ότι αληθινό είναι ό,τι παίζει η τηλεόραση.

Ομως, τα άτομα αυτά είναι γεννήματα της δικής μας κοινωνίας και θύματα του δικού τους παιχνιδιού – όπως το κατανόησαν. Είναι επιτομές των προταγμάτων και της φαυλότητάς μας με κάθε τίμημα. Είναι παιδιά της κοινωνίας που δεν τιμώρησε την εξαπάτηση, αλλά την επιβράβευσε.

Είναι τέκνα της εθελοδουλείας, της ελαφρότητας και της φενάκης, του κόσμου εκείνης της δημοσιογραφίας που δεν έχει καμία σχέση με αρετές και ηθική, που έχει αναγάγει σε τέχνη την άρνηση της αλήθειας.

Το τρομακτικό είναι ότι προσπάθησαν να κατασκευάσουν ένα ψευδές γεγονός, στηριζόμενοι (όπως οι περισσότεροι) πάνω σε μια αληθή γενικευτική υπόθεση: τις σπατάλες των δημόσιων λειτουργών.

Από κει και πέρα, σε μια κουλτούρα ενημέρωσης όπου η παρακολούθηση των «ειδήσεων» μοιάζει να είναι περισσότερο τελετουργική και λιγότερο ενημερωτική, η ψευδοείδηση κυλάει και πιάνει.

Την τελετουργία ή καλύτερα την «ψευδοείδηση ως τελετουργία» την καθαγιάζουν το στιλ, η αισθητική της παρουσίασης (συμπληρωματικές λεζάντες, «αποκλειστικό», «σε ζωντανή σύνδεση», «συμβαίνει τώρα» με πομπώδες ύφος, με ιεροφάντες παρουσιαστές, με απίστευτα ρεπορτάζ, σχετικά οπτικά εφέ κ.λπ.).

Από την εμπειρία της κατανάλωσης της ενημέρωσης, απουσιάζει κάθε ορθολογικότητα. Η εμπειρία δεν αφορά πλέον ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά την «κατεργασία» αυτού που πιθανώς να συμβαίνει.

Μπορεί και να είναι –ίσως είναι– δικές μου εμμονές. Αλλά γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι; Γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι; Η απάντηση δεν έχει να κάνει μόνον με τη λιτότητα, τους δείκτες, το ΑΕΠ και τις επενδύσεις και το χρέος. Ούτε καν με το αν οι τηλεοπτικές άδειες είναι τέσσερις, οκτώ ή δέκα.

Ο Μαρινάκης δεν θα γίνει Μπερλουσκόνι, γιατί είναι ο Μαρινάκης και, κυρίως, γιατί δεν είναι ο Μπερλουσκόνι. Η απάντηση βρίσκεται πιο κοντά σε αυτά που δεν συζητήθηκαν. Η Ευρώπη και η Ελλάδα αξιακά, ηθικά και πολιτισμικά είναι μισοπεθαμένες. Η απάντηση έχει να κάνει με τον πολιτισμό και τις αρετές.

Στην Ευρώπη –δεν τολμάω να μιλήσω για εμάς– ο Ρουσό, ο Βολταίρος, ο Σμιθ, ο Χιουμ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο Χέγκελ, ο Μαρξ, ο Γκράμσι, ο Βιτγκενστάιν, η Σχολή της Φρανκφούρτης, ακόμα η Χάνα Αρεντ, ο Μπουρντιέ, ο Φουκό, ο Χάμπερμας φαντάζουν εκκεντρικοί, γραφικοί και αχρείαστοι∙ αυτοί που μπόρεσαν να εκφραστούν θαρραλέα και απροκατάληπτα στον κόσμο τους.

Πόσο άδικο είχε, δηλαδή, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν όταν, το 1938, έγραφε ότι «η ιστορία της είδησης δύσκολα μπορεί να γραφτεί χωριστά από την ιστορία της διαφθοράς του Τύπου».

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 23/9/2016.

Οι ντοπαρισμένοι της εξουσίας

Θεωρητικά αυτό που χωρίζει σήμερα τη Δεξιά από την Αριστερά είναι, μεταξύ άλλων, η εννόηση μεταξύ ατομικού και κοινωνικού. Σχηματικά, η Δεξιά τοποθετείται υπέρ του ατομικιστικού μοντέλου επιτυχίας/αποτυχίας.

Η Αριστερά τάσσεται υπέρ του συλλογικού: στο νεοφιλελεύθερο σχήμα των εσαεί ανταγωνιζόμενων και των μοναχικών καταναλωτών, αντιπροτείνει την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η αλήθεια είναι ότι η ζωή (ο οικονομικός και ο δημόσιος/πολιτικός βίος) επηρεάζεται και από συλλογικές και από ατομικές δυνάμεις.

Τα τελευταία χρόνια τα ευρωπαϊκά κόμματα, και τα παλαιά δικά μας, φάνηκαν ανήμπορα να προλάβουν και, στη συνέχεια, να ερμηνεύσουν την κρίση. Πνιγμένα στην ιδεολογική και ταυτοτική τους ασάφεια, συνεχίζουν να προτείνουν μοντέλα που λίγο-πολύ έχουν αποτύχει ή που ευθύνονται για την κρίση.

Η παλαιά κυβερνώσα ελίτ φαίνεται να μην αναγνωρίζει αποτυχία στο σύστημα διακυβέρνησης όπως το μεταβίβασε ύστερα από περίπου σαράντα χρόνια αυτούσιο και μεταπολιτευτικά απαράλλακτο το 2015 σ' έναν παρείσακτο της εξουσίας, στην κυβέρνηση Τσίπρα.

Επιπλέον, η νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν αναγνωρίζει προβλήματα στην Ευρώπη. Αντίθετα, από το 2010 και μετά, αφού οι κυβερνήσεις Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ παρέδωσαν τη χώρα στους δανειστές (που προσπάθησαν να διασώσουν πρώτα τα των οίκων τους και όχι την Ελλάδα), ενοχοποίησαν τους Ελληνες παρουσιάζοντας την τραγωδία σαν έναν εσμό ατομικών αμαρτιών και συβαριτισμού.

Ούτε αναστοχάστηκαν ούτε αμφισβήτησαν αυτό που ήδη αμφισβητούσε το κοινωνικό σύνολο, ελληνικό και ευρωπαϊκό: δηλαδή, το σύστημα διακυβέρνησης και τη δυνατότητά του να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

Ντοπαρισμένοι με την εξουσία, υπηρέτησαν κανονικά το δυναστικό κομματοκρατικό ελληνικό ancien regime (το παλαιό καθεστώς), εγκλωβίζοντας τη χώρα σε μόνιμη κατάσταση εσωτερικής και εξωτερικής ομηρίας. Επιπλέον, στον βαθμό που οι διανεμητικοί θεσμοί τους (μέσα και τα ρουσφέτια) ήταν αντιαναπτυξιακοί και τρωκτικοί, με καθημερινά μιντιακά ψέματα και υπεκφυγές απέκρυπταν τον κόσμο της διαπλοκής και τον «μηχανισμό» που είχαν δημιουργήσει.

Μέσα από μια διαρκή κατάσταση παραδοσιακής «νομιμοποίησης» της οικογενειακής διαδοχής στην εξουσία, αναπαραγωγής μιας κυβερνώσας ελίτ γαλαζοαίματων και χορτάτων πριγκίπων που θα λέγονται Καραμανλής, Μητσοτάκης ή Παπανδρέου, άντε Σαμαράς, Μπακογιάννης ή Γεννηματάς (μέσω γενεακών δένδρων), σήμερα δημιουργούν προσομοιώσεις καταστροφής, εφόσον δεν τους περιλαμβάνει η εξουσία.

Αναδεικνύουν προβλήματα που έως πρόσφατα δεν έβλεπαν –που προέκυψαν από τις δικές τους επιλογές. Λ.χ., η Ν.Δ. ζητά πρόωρες εκλογές και την ίδια στιγμή κατηγορεί τον Τσίπρα ότι ανέκοψε την πορεία της χώρας ζητώντας το 2014 πρόωρες εκλογές∙ αφού δεν ασκεί την εξουσία, μιλά για ακυβερνησία.

Υποκαθιστούν την «αστική ευγένεια» με ρητορικές και κραυγές όπως «χούντα», «επικίνδυνοι», «ανίκανοι», «συμμορίτες», «Βορειοκορεάτες», «Σοβιετικοί», «γκάου» κ.λπ. Διαχέουν μέσω των μιντιακών ψιττακών ένα φαντασιακό ικανοτήτων του δικού τους εκλεκτού, με μια κουλτούρα που καθηλώνει κάθε άλλη διανοητική εμπειρία στα μοντέλα διακυβέρνησης.

Κάνουν κατάλογο ψεμάτων του Τσίπρα. Εύκολο∙ αλλά ποιον ευνοεί κάτι τέτοιο; Παρακολουθήστε από τον σωρό: Γ. Παπανδρέου: «... δεν υπάρχει περίπτωση να προσφύγουμε στο ΔΝΤ. Δεν το έχουμε ανάγκη» (13.1.2010). Αντ. Σαμαράς: «Προσπάθησαν να πείσουν τους Ελληνες ότι με το Μνημόνιο θα βγει η Ελλάδα από την κρίση...» (17.10.2010).

Ευάγγελος Βενιζέλος: «Δεν είναι οι λογαριασμοί της ΔΕΗ ο μοχλός για να εισπράττεις φόρους...» (23.6.2011). Αλλά και Ευρωπαίοι: Χ. Αλμούνια: «Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση απ' ό,τι ο μέσος όρος της ευρωζώνης...» (18.2.2009) κ.λπ. Ποιον ευνοεί αυτή η πολιτική;

Απλώς, βουλιμικοί με την απόλυτη άσκηση της εξουσίας, ικανοποιώντας την ανάγκη τους για αυτοδικαίωση, προσχωρούν στην έκπτωση του κοινωνικού κράτους αλλά και της πολιτικής. Οι αντίπαλοι πρέπει να συκοφαντηθούν και να κατηγορηθούν ως αιρετικοί και επικίνδυνοι, με ανταμοιβή νέες περιπέτειες, νίκη, εξουσία, λάφυρα και ρουσφέτια. Ο αρχηγός και η επιτυχία του εξαρτάται μόνον από τη λειτουργία της «μηχανής» και όχι από το δικό του όραμα.

Εχω ξαναμιλήσει για την «πολιτική ως επάγγελμα». Ομως, ο Μαξ Βέμπερ μιλώντας για τη δύναμη μιας πολιτικής «προσωπικότητας» προέτασσε το ήθος της πολιτικής ως «υπόθεση εργασίας»∙ το χρέος της ειλικρίνειας∙ το πάθος, το αίσθημα ευθύνης, το μέτρο – και όχι τον μπλαζεδισμό απέναντι στους καθημαγμένους.

«Η πολιτική είναι ένα δυνατό και αργό τρύπημα σε σκληρές σανίδες, με πάθος και συγχρόνως με προοπτική. Είναι απόλυτα σωστό –και όλη η ιστορική πείρα το επικυρώνει– ότι ο άνθρωπος δεν θα πετύχαινε το εφικτό, εάν δεν πάσχιζε να πραγματοποιήσει το ανέφικτο.

»Αλλά για να το κάνει αυτό ένας άνθρωπος, πρέπει να είναι ηγέτης, και όχι μόνον ηγέτης, αλλά ήρωας – με την ακριβή έννοια της λέξης. Και ακόμη, εκείνοι που δεν είναι ούτε ηγέτες ούτε ήρωες πρέπει να οπλιστούν με τέτοια ψυχική στερεότητα που ν' αψηφούν και το θρυμμάτισμα όλων των ελπίδων τους. Χωρίς αυτή την ψυχική στερεότητα δεν θα μπορέσουν να πετύχουν ούτε καν αυτό που σήμερα είναι εφικτό...».

Αυτά δεν τα βλέπουμε πουθενά. Βλέπουμε έπαρση και «μηχανή» που αδικεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και αλήθεια, πώς ο ελληνικός εραλδισμός –η οικογενειοκρατία, τα πολιτικά οικόσημα, το τζάκι– υπερασπίζεται π.χ. την αξιοκρατία και την αριστεία; Τι άλλαξε για να πετύχει το νέο πείραμα; Είναι απλώς το σχέδιο της «αριστερής παρένθεσης», ο εγωισμός «φύγε εσύ, να έρθω εγώ» με αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/9/2016.

Πραγματιστές και οραματιστές στην εξουσία

Στη νότια Ευρώπη για δεκαετίες κυριάρχησαν συντηρητικά κόμματα τα οποία στηρίχτηκαν στα συντηρητικότερα κομμάτια των κοινωνιών τους. Οι βασικές αξίες τους ήταν συναφείς με το τρίπτυχο πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Αυτές πέρασαν στο σχολείο, την εργασία, στους κρατικούς μηχανισμούς.

Αποτέλεσμα; Ο αποκλεισμός των «αντιπάλων», η αναγόρευσή τους σε εχθρούς. Συνέπειες της λογικής αυτής ήταν η αδυναμία εκσυγχρονισμού και η εξώθηση των αντιπάλων στον ριζοσπαστισμό.

Η αδυναμία εκσυγχρονισμού και η προσφυγή σε παραδοσιακές πελατειακές πρακτικές κατέστησε τις κυβερνήσεις αυτές άκρως ανελαστικές και ευάλωτες. Ετσι αντιδράσεις μεγάλης κλίμακας ή εξεγέρσεις, με εξαίρεση τη Γαλλία, οδηγούσαν συχνά στην εγκαθίδρυση καθεστώτων έκτακτης ανάγκης.

Στη συνθήκη αυτή και με έντονα τα σημάδια από την πολιτική και οικονομική κρίση, στη δεκαετία του 1980 ήρθαν στην εξουσία θριαμβευτικά παντού, με μερική εξαίρεση την Ιταλία, τα σοσιαλιστικά κόμματα.

Οραματικά και χωρίς προηγούμενη εμπειρία στην εξουσία, διεκδικούσαν να αλλάξουν ριζικά τις κοινωνίες τους. Σύντομα κύλησαν στον πραγματισμό. Οι διεθνείς πιέσεις και ο οικονομικός ανταγωνισμός τούς οδήγησαν να αφήσουν τα οράματα και να υιοθετήσουν τις κυρίαρχες διεθνώς πολιτικές.

Το παρωχημένο θεσμικό πλαίσιο επέτρεψε στους σοσιαλιστές να το βελτιώσουν, να ενεργήσουν ως μεταρρυθμιστές. Μέτρα προνοιακά για τους αδύναμους, για την ισονομία. Ετσι και το παράδοξο: οι σοσιαλιστές έγιναν η κατεξοχήν δύναμη αστικού εκσυγχρονισμού. Με τον χρόνο τα οράματα ξέφτισαν, ο πραγματισμός έγινε η πυξίδα της πολιτικής τους.

Τα σοσιαλιστικά κόμματα της νότιας Ευρώπης βάδισαν στα χνάρια των σοσιαλδημοκρατών αδελφών τους της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, περιορίστηκαν στη διαχείριση του καθημερινού. Ελλείψει οραμάτων, στη συνθήκη κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, έχασαν την ψυχή τους, απομιμήθηκαν τους νεοφιλελεύθερους ανταγωνιστές τους.

Για τους σοσιαλιστές της νότιας Ευρώπης η μεταστροφή ήταν ακόμη πιο οδυνηρή. Καθώς η απόσταση ανάμεσα σε λόγους και πολιτικές, σε οράματα και πρακτικές ήταν μεγαλύτερη, η μεταστροφή φάνηκε, συντάραξε τους ψηφοφόρους τους. Επιπλέον, σε αντίθεση με τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά που ήταν κόμματα μαζών, αυτά, με εξαιρέσεις, ήταν κόμματα στελεχών.

Ελλείψει αντίβαρου, η απουσία ισχυρών δεσμών με τα λαϊκά στρώματα κατέστησε τη μεταστροφή ευκολότερη. Η απαξίωση, τέλος, των οραμάτων μετέτρεψε τη στροφή στον πραγματισμό σε άσκηση πολιτικής χωρίς πυξίδα.

Ετσι τα μέχρι πρότινος κυρίαρχα κόμματα και οι ασκούμενες πολιτικές στη νότια Ευρώπη απαξιώθηκαν. Γεννήθηκαν νέα πολιτικά μορφώματα, τα περισσότερα αντισυστημικά, ή μεγάλωσαν τα υφιστάμενα. Οσα από αυτά βρέθηκαν στη διακυβέρνηση έχουν μπροστά τους πολλά από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν στο παρελθόν τα σοσιαλιστικά κόμματα.

Αυτό ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ στα καθ' ημάς. Η τάση δεν είναι να γίνει ένα νέο ΠΑΣΟΚ ή να γίνει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι διαχρονικά ίδιο. Αυτό του Ανδ. Παπανδρέου ήταν μαζικό, λαϊκό και λαϊκίστικο, μετασχηματίστηκε στη συνέχεια σε κόμμα στελεχών των αστικών κυρίως στρωμάτων των μεγάλων πόλεων.

Η σημερινή κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα, βρίσκεται σε αρκετά πράγματα σε παρόμοια θέση με το ΠΑΣΟΚ στα πρώτα του βήματα, σε ένα διεθνές περιβάλλον πολύ πιο περίπλοκο και δύσκολο και σε μια συνθήκη όπου βασικές αποφάσεις διαμορφώνονται εκτός συνόρων.

Και τώρα υπάρχει διάσταση ανάμεσα σε λόγο και πρακτικές, και τώρα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού είναι νέοι και τώρα τίθενται προς επίλυση θεμελιώδη θεσμικά ζητήματα. Και κυρίως το κεντρικό διακύβευμα είναι συναφές: η σχέση πραγματιστικού και οραματικού λόγου. Αλλιώς, πώς ο πραγματιστικός λόγος, η καλή διαχείριση της καθημερινότητας, θα πάρει τη θέση που του αρμόζει χωρίς να ακυρώσει τον οραματικό.

Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ η ανάληψη της διακυβέρνησης σήμανε έφοδο στο κράτος. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι είναι κόμμα στελεχών με ευρεία λαϊκή βάση.

Εύκολα μπορεί να αποκοπεί από το λαϊκό του έρεισμα, να μην έχει ερεθίσματα, να χάσει το κοινωνικό του στίγμα, να ξεμείνει από οράματα, αρχές και ιδέες. Το πρόβλημα δεν φαίνεται ακόμη σε όλες του τις διαστάσεις για δύο λόγους. Καταρχήν υπάρχουν πολλά θεσμικά ζητήματα ανοιχτά, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση έχει πολλή δουλειά.

Από την άλλη, το παρελθόν των βασικών του ανταγωνιστών για την εξουσία και η αντιπολιτευτική τους στάση είναι τόσο ατελέσφορα που απαλύνουν δραστικά την κυβερνητική φθορά. Ομως ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο μπορούν να κρατήσουν για πολύ ακόμη.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/9/2016.

Ανακάτεμα της τράπουλας και αναδιανομή εξουσίας

Εδραία στην Ελλάδα είναι η άποψη ότι η πολιτική εξουσία μπορεί να ορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού και να αλλάξει τους συσχετισμούς δύναμης ώστε να λειτουργήσουν σε όφελος των αρχών και των συμφερόντων που πρεσβεύει. Η αντίληψη απορρέει από δύο πηγές: μία ιδεολογική και μία πολιτισμική.

Με μερική εξαίρεση τη φιλελεύθερη, οι άλλες ιδεολογίες θεωρούν ότι μέσω της πολιτικής μπορούν να ορίσουν τα πράγματα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των κυβερνώντων.

Αυτό ισχύει για τη συντηρητική και ακόμη περισσότερο τη ριζοσπαστική ιδεολογία, ιδιαίτερα στις εκδοχές της που θεωρούν ότι όλα είναι πολιτική.

Η πολιτισμική αντίληψη έχει να κάνει με την ιστορία μιας χώρας και τη διάρθρωση των δομών της. Είναι ισχυρή σε χώρες με ιστορικά αδύναμη αστική τάξη, με αποτέλεσμα οι κυβερνώντες να προσφύγουν στο κράτος, να το χρησιμοποιήσουν για την προώθηση των πολιτικών τους.

Στην Ελλάδα, η απουσία ισχυρής αστικής τάξης, η σταδιακή συγκρότηση του εθνικού κράτους και ο τρόπος συγκρότησής του κατέστησαν το κράτος στον κατεξοχήν θεσμό οργάνωσης των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων.

Ετσι συναντήθηκαν η ιδεολογική με την πολιτισμική θεώρηση. Τα κατά καιρούς πραξικοπήματα και κυρίως ο Εμφύλιος ενίσχυσαν την κρατική παρουσία και συγκρότησαν δύο κόσμους: τον κρατικό-δημόσιο, που έλεγχε τα πάντα, και τον ιδιωτικό, στο πλαίσιο του οποίου συνυπήρχαν δύο ομάδες, οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες και οι κυνηγημένοι αντιφρονούντες.

Η Μεταπολίτευση του 1974 άλλαξε τα δεδομένα. Μειώθηκε η ισχύς εξωπολιτικών δυνάμεων και του κράτους ως γραφειοκρατικού μηχανισμού υπέρ των πολιτικών.

Το κράτος που παραδοσιακά βρισκόταν σε σχέση ασταθούς ισορροπίας με τις ποικίλες δυνάμεις ισχύος, λειτουργώντας περισσότερο ως μηχανισμός διεκπεραίωσης συμφερόντων παρά ως απρόσωπος θεσμός δυτικού τύπου, αποικιοποιήθηκε. Στη συνθήκη αυτή ο Α. Παπανδρέου επιχείρησε να συγκροτήσει νέα τζάκια.

Ολα άλλαξαν τέλη της δεκαετίας του 1980 αρχές του 1990. Κόμματα και πολιτικοί αποδυναμώθηκαν, οι κρατικοί μηχανισμοί αυτονομούνται, η οικονομική εξουσία δυνάμωσε, αναδύθηκαν νέοι ανταγωνιστές, κυρίως τα ΜΜΕ.

Σ' έναν δημόσιο χώρο χωρίς κανόνες και με μία δημόσια διοίκηση στραμμένη στην εξυπηρέτηση συμφερόντων και όχι του «κοινού καλού», οι διαρκώς αποδυναμωνόμενες, παρά τα εκλογικά τους ποσοστά, κυβερνήσεις κοίταξαν περισσότερο να τα βολέψουν ενάντια στα πολιτικά σχέδιά τους, τον «εκσυγχρονισμό» και την «επανίδρυση του κράτους».

Ετσι συγκροτήθηκε ένας δημόσιος χώρος από τα παλιά, αλλά σε νέο περιβάλλον, οργανωμένος γύρω από το λεγόμενο τρίγωνο της διαπλοκής ανάμεσα σε τμήματα πολιτικής εξουσίας, ΜΜΕ και οικονομικών παραγόντων.

Θα ήταν ίσως ορθότερο να μιλήσουμε για τετράγωνο, εφόσον με την αυξανόμενη αυτονόμηση των κρατικών μηχανισμών έχουμε ομάδες στο εσωτερικό του που ποικιλότροπα συντελούν στη συντήρηση της κατάστασης.

Αυτονόητα, η συγκεκριμένη κατάσταση δεν μπορεί να είναι ανεκτή σε μία φιλελεύθερη Δημοκρατία εφόσον αντιστρατεύεται το ίδιο της το πνεύμα, επιτρέπει τη χειραγώγηση των πολιτών, δημιουργεί ολιγοπώλια στην οικονομία.

Εύλογα, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, όπως αποτυπώνεται σε μετρήσεις και σε ποικίλες εκδηλώσεις, επιθυμεί να μπει τέλος στην υφιστάμενη κατάσταση, να μπουν αρχές και κανόνες.

Μπορεί να μπει τέλος; Παρά τις ιδιαιτερότητές της, κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα στοχεύει, άμεσα ή έμμεσα, στο κέρδος, οικονομικό και μη. Κάθε δραστηριότητα ακόμη και στους τομείς του πολιτισμού και της πληροφόρησης πολύ δύσκολα ξεφεύγει από τη λογική αυτή.

Μπορεί, συνεπώς, μία εξουσία να φτιάξει δικά της τζάκια αλλά αυτό κρατάει συνήθως όσο το τζάκι κερδίζει, άμεσα ή έμμεσα, από τη συγκεκριμένη εξουσία. Κάποια στιγμή τα τζάκια τα βρίσκουν μεταξύ τους ή με άλλους.

Τι μένει; Τρία πράγματα. Κατά πρώτον, η αγορά, το κοινό, η κοινωνία πολιτών του Διαφωτισμού, που μπορεί να βαρύνει στις επιλογές των κατόχων κάθε λογής δύναμης και εξουσίας. Το δεύτερο και το τρίτο είναι αρχές και πρακτικές που δεν έλυσαν το πρόβλημα και δεν θα το λύσουν, αλλά το απάλυναν και μπορούν να το απαλύνουν.

Πρόκειται για τη φιλελεύθερη αρχή της διάκρισης των εξουσιών που μπορεί να λειτουργήσει ως ασπίδα στη συγκέντρωση εξουσίας. Το τρίτο, απότοκο του δεύτερου, που δοκίμασαν με επιτυχία στο παρελθόν οι σοσιαλδημοκράτες συνίσταται στη συγκρότηση αντίρροπων ομάδων δύναμης οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν αν όχι σε συμβολαιακές μορφές λήψης των αποφάσεων τουλάχιστον σε διαλογικές.

Το τραγικό στην ελληνική περίπτωση είναι ότι στην αλλαγή του υφιστάμενου τοπίου αντιδρούν, μεταξύ άλλων και κυρίως, φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 13/9/2016

Παιδεία - ένας διάλογος που δεν έγινε

Από τα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αι., από τότε που όλοι οι νεωτερικοί είχαν πεισθεί ότι η παιδεία είναι βασικός παράγοντας συνοχής, επιβίωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας, έχουν αλλάξει πολλά.

Απ' όταν, λ.χ., ο θεμελιωτής της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, ο Γάλλος Εμίλ Ντιρκάιμ, διατύπωνε τον περίφημο ορισμό του περιγράφοντας τις λειτουργίες της εκπαίδευσης ως «δράσης που κατευθύνεται από τις γενιές των ενηλίκων στις γενιές εκείνες που δεν είναι ακόμα αρκετά ώριμες για την κοινωνική ζωή» και τους σκοπούς «να ενθαρρύνει και να αναπτύξει στα παιδιά μια σειρά από φυσικές, πνευματικές και ηθικές καταστάσεις, οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες από αυτήν, από την πολιτική κοινωνία στο σύνολό της αλλά και από το ιδιαίτερο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο προορίζονται να ζήσουν τα παιδιά», έχει χυθεί πολύ μελάνι.

Πολλοί γονιμοποίησαν τη σκέψη γύρω από το σχολείο: οι συγκρουσιακές προσεγγίσεις π.χ., εκείνες του Βέμπερ, του Πιερ Μπουρντιέ περί πολιτιστικού κεφαλαίου, ή αυτές περί πολιτιστικής στέρησης, γλωσσικών κωδίκων των πλούσιων και των φτωχών κ.ά., συνοψίζονται με μεγάλη ευκρίνεια στην «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης» της Αννας Φραγκουδάκη - βιβλίο που διαβάστηκε από λίγους (κυρίως από φοιτητές, απλώς για να περάσουν το έτος).

Και να 'μαστε σήμερα σε έναν μετανεωτερικό δημόσιο διάλογο, ο οποίος στρέφεται μάλλον επί προσωπικού, παρά επί της ουσίας.

Δίχως να έχουμε αποφασίσει μεταξύ δημοκρατικής ισότητας, κοινωνικής αποτελεσματικότητας (με όρους αγοράς;) και μιας έωλης κοινωνικής κινητικότητας (πες μου τίνος είσαι, για να σου πω τι θα είσαι) και, κυρίως, δίχως να έχουμε κατανοήσει ότι μεταξύ τους αυτοί οι στόχοι είναι αλληλοσυγκρουόμενοι, ότι πρέπει να επαναπροσδιορίζονται και να αναδιαμορφώνονται.

Κεχηνότες, λοιπόν, ενώπιον της οικονομικής δυσανεξίας που περιορίζει δυνατότητες, θα ακούσουμε το πρώτο κουδούνι. Αλήθεια, ποιος είναι ο σκοπός της υπερδιαπίστευσης; Των πολλών πτυχίων; Για τη χώρα, για άλλες χώρες; Πόσο αξίζει αυτή η ορμή της νιότης, η ιδιόγλωσσα που πολεμά την πάσα μονοτονία; Αλίμονο! Δεν προσμετράται στο ΑΕΠ.

Δεν αξίζει τίποτα. Δεν δίνει ψήφους τώρα. Μια πραγματική συζήτηση δεν ευνοεί τους ξέσαρκους∙ ενοχλεί αυτούς που θέλουν το σχολείο ως κομματική ή συντεχνιακή και όχι ως συλλογική υπόθεση...

Θα ζήσουμε κι εφέτος αυτές τις μικρές διαβατήριες τελετουργίες εισόδου για τα πρωτάκια και τις αποφοιτήσεις: ήγουν, θα δούμε την ελπίδα με πατημασιά που δεν τσιμεντάρεται εύκολα, τη δροσερή τρυφερότητα του άψητου πηλού. Θα δούμε να συγκεντρώνεται στο σχολείο το αμιγές υλικό του μέλλοντός μας, το συστατικό της κοινότητας που τρελαίνεται για τις δικές του πίστες, τις δικές του μουσικές, τις δικές του ουτοπίες.

Θα τα δούμε να χαρίζουν ορμή με τα κουμπώματα και τις αβεβαιότητες της εφηβείας∙ να διαβάζουν τις εργασίες τους, τα projects τους με γελάκια, δισταγμούς και κομπιάσματα, για το στρες, τη διατροφή και τις βιταμίνες, για την προσφυγιά και τη διασπορά – την παλιότερη ελληνική και την τωρινή, αλλά και των ξένων, των άλλων.

Τα παιδάκια μας που έχασαν λίγο από την παιδική ηλικία, που είδαν εμάς, τους γονείς τους, στα όρια της θραύσης, γυρίζουν στο σχολείο λοιπόν... Στον δημόσιο χώρο...

Τα βασικά συμπεράσματα, χιλιοειπωμένα. Ο Τομά Πικετί στα προοιμιακά κεφάλαια του έργου του «Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» (Πόλις, 2014) τα είχε προαναγγείλει. Το πρώτο για τις ανισότητες έχει να κάνει με τη βαθιά πολιτική επιρροή στην κατανομή του πλούτου. Το δεύτερο, αυτό που θα μειώσει τις ανισότητες, «έχει να κάνει με τη διαδικασία διάχυσης της γνώσης και επένδυσης στην εκπαίδευση και κατάρτιση».

Και εμείς τι προτείναμε; Δισεκατομμύρια χρέους, λογιστική των γενεών, αλλά και σκάνδαλα, διαφθορές, διαπλοκές, φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή, αθέμιτους ανταγωνισμούς, ηθική του χρέους... Κοιτάξτε τα πρωτοσέλιδα.

Πού θα βρεθούν πολίτες να αντισταθούν σε όλα αυτά; Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη απάντηση από αυτήν του Νούτσιο Ορντινε στη «Χρησιμότητα των άχρηστων γνώσεων» (Αγρα, 2015):

Επενδύω στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό σημαίνει διαπαιδαγωγώ τους νέους να σέβονται τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, την ανοχή, τη δημοκρατία, να εναντιώνονται στη διαφθορά με προφανή σκοπό τη βελτίωση όχι μόνον της πολιτισμικής ανάπτυξης της χώρας αλλά και της οικονομικής. Η διαφθορά και η φοροδιαφυγή καταπολεμώνται μερικώς μόνο με τους καλούς νόμους. Η διαφθορά και η φοροδιαφυγή καταπολεμώνται πρωταρχικά με το καλό σχολείο και το καλό πανεπιστήμιο

Δεν ξέρω αν συζητούνται αυτά, αλλά ξέρω ότι ποτέ άλλοτε η χώρα δεν βίωσε έναν τόσο άδειο δημόσιο διάλογο για την εκπαίδευση με τόση ένταση που δεν είναι άμοιρη της τρέχουσας μεταιχμιακής φάσης. Αλλά και ποτέ άλλοτε όσοι θα μπορούσαν να καλύψουν αυτόν τον διάλογο δεν ήταν τόσο απόλυτοι και τόσο εχθρικοί μεταξύ τους.

Μπορεί εντός περιχαρακωμένων ή ημιδιαπερατών ιδεών να καλυφθεί το μείζον; Οχι. Και για όσο θα έχουμε στήσει τραπέζι τρώγοντας τις ελπίδες μας, γυρίζοντας την πλάτη στα παιδιά μας, θα ματαιώνουμε τις ειλικρινέστερες προσδοκίες και τις ευχές μας «να 'ναι πάντα καλά, να προκόψουν».

Για ακόμα μία φορά, η πρότασή μας για το μέλλον, θα είναι η "Ασάλευτη Ζωή":

Το σήμερα είτανε νωρίς, τ' αύριο αργά θα είναι
δε θα σου στέρξη τ' όνειρο, δε θάρθ' η αυγή που θέλεις

Κ. Παλαμάς

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 8/9/2016.