Πάλι για τις δημοσκοπήσεις που πέφτουν έξω

  • Εκτύπωση

Στις 19/10/2016 είχα γράψει στην «Εφημερίδα των Συντακτών» κείμενο με τίτλο «Γιατί οι δημοσκοπήσεις πέφτουν συχνά έξω;». Σήμερα θίγω μία πτυχή που σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα: την αναγωγή των προτιμήσεων των ερωτηθέντων στο σύνολο του δείγματος. Συχνά, συχνότερα θαρρώ το τελευταίο διάστημα, ΜΜΕ, συμβατικά και ηλεκτρονικά, δημοσιοποιούν λιγότερο τα ποσοστά έκφρασης των ερωτωμένων και περισσότερο αυτά που προκύπτουν μετά την παράβλεψη των ποσοστών όσων δεν απαντούν. Με τον τρόπο αυτό το ποσοστό των τελευταίων κατανέμεται αναλογικά στα ποσοστά των κομμάτων.

Δεν γνωρίζω αν αυτό είναι πρακτική εταιρειών δημοσκοπήσεων ή μέσων, αν γίνεται από συνήθεια, πεποίθηση ή εμπρόθετα. Τα αποτελέσματα σε κάθε περίπτωση είναι δύο. Διευρύνεται τεχνητά η απόσταση ανάμεσα στα κόμματα και αυξάνονται οι πιθανότητες η δημοσκόπηση να πέσει έξω. Αφήνω εδώ ασχολίαστο το πρώτο δεδομένο.

Σημειώνω μόνο ότι με τον τρόπο αυτό κατασκευάζεται μια εικόνα που δεν «φωτογραφίζει» την πραγματικότητα, μπορεί όμως, υπό προϋποθέσεις, να τη διαμορφώσει, να την αντικειμενοποιήσει και να δημιουργήσει δυνητικά ρεύμα υπέρ του εμφανιζόμενου ως επικρατέστερου.

Εστιάζω εδώ στο δεύτερο αποτέλεσμα. Παραβλέποντας τις μη προτιμήσεις κάποιου κόμματος, που είναι βέβαια κι αυτό μια προτίμηση, αφήνουμε στην άκρη ορισμένα κρίσιμα δεδομένα για την πολιτική σκηνή. Κατ' αρχήν την εικόνα των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του, τον βαθμό αποδοχής του, εν τέλει τη νομιμοποίησή του.

Η μη προτίμηση, επί το θετικότερο η αποστασιοποίηση από τα κόμματα, υποδηλοί μια στάση η οποία ποικίλλει από την άρνηση ώς την κριτική απόρριψη και η οποία έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία του πολιτικού πεδίου, τη λήψη των αποφάσεων και την υλοποίησή τους. Αν καταλήξει τελικά σε αποχή από τις εκλογές, τότε τα εκλογικά αποτελέσματα είναι σχετικά κοντά με αυτά της αναγωγής.

Η διαπίστωση ωστόσο δεν είναι απόλυτα ακριβής. Στην προαναφερθείσα περίπτωση το κέρδος δεν είναι για όλους το ίδιο. Ωφελούνται κυρίως τα καλύτερα οργανωμένα κόμματα που διαθέτουν συμπαγέστερη εκλογική βάση. Ωφελούνται περισσότερο γιατί ο αριθμός των ψήφων τους είναι σχετικά σταθερός ανεξάρτητα από τη συμμετοχή. Για διαφορετικούς λόγους ωφελημένα βγαίνουν ακόμη και κόμματα των οποίων, για λόγους ιδεολογικούς ή κοινωνικούς, οι υποστηρικτές δεν εκφράζονται εύκολα στον δημόσιο χώρο, με αποτέλεσμα τα ποσοστά τους να εμφανίζονται δημοσκοπικά χαμηλότερα.

Τα πράγματα αλλάζουν αν οι ερωτώμενοι που δεν εκφράζουν προτίμηση τελικά υποστηρίξουν κάποιο κόμμα. Σε συνθήκες ρουτίνας, πολλοί από την ομάδα των «αναποφάσιστων» στρέφονται στον εκτιμώμενο νικητή. Αυτό συνέβαινε και σε μας ώς τις εκλογές του 2012. Στην περίπτωση αυτή -θα έλεγα ουσιαστικά μόνο σ' αυτήν- η αναγωγή έχει νόημα. Γιατί πολλοί συντάσσονται με τον νικητή;

Οι λόγοι ποικίλλουν: από τον κομφορμισμό και την προσδοκία οφέλους ώς την ελπίδα για κάτι καλύτερο. Η συγκεκριμένη στάση εξηγεί μερικώς και την κυβερνητική εναλλαγή των κομμάτων στα κοινοβουλευτικά καθεστώτα.

Η υποστήριξη στο επικρατέστερο κόμμα δεν συνιστά σιδερένιο νόμο. Σε περιόδους κρίσης, έντονης αντιπαράθεσης ή ανατροπών, όπως συμβαίνει σήμερα και σε μας, τα πράγματα περιπλέκονται. Η αποστασιοποίηση από τα κόμματα προτίμησης είναι ευχερέστερη, καθώς η πυκνότητα και η ένταση των συμβάντων οδηγούν στην επαναθεώρηση στάσεων και πρακτικών.

Γι' αυτό η επιστροφή σε προηγούμενες επιλογές είναι δυσκολότερη. Αντίθετα με τη ρητορική των κομμάτων που αποδυναμώθηκαν εκλογικά από την κρίση, οι ψηφοφόροι δεν πιστεύουν εύκολα ότι «εξαπατήθηκαν». Ερευνες δείχνουν ότι ως έλλογα όντα θεωρούν πως έπραξαν ορθά. Δεν βιάζονται να πάρουν αποφάσεις, περιμένουν να δουν τι θα γίνει.

Για τον λόγο αυτό η αναγωγή σε τέτοιες περιπτώσεις οδηγεί σε τελείως σφαλερές εκτιμήσεις. Αυτό ισχύει και για την πολιτική κατάσταση στα καθ' ημάς. Οποιαδήποτε αναγωγή στην παρούσα συνθήκη της προτίμησης των «αναποφάσιστων» είναι λανθασμένη, πόσο μάλλον που αυτοί προσεγγίζουν το 1/3 των ερωτωμένων.

Θα μπορούσαμε ασφαλώς να προχωρήσουμε σε κάποιες εκτιμήσεις της δυνητικής εκλογικής επιλογής τους με βάση την κοινωνική τους σύνθεση και την προηγούμενη κομματική επιλογή τους.

Και αυτό όμως δεν είναι απόλυτα ασφαλές. Ασφαλέστερο είναι να λεχθεί ότι η στάση τους θα εξαρτηθεί από τις εν γένει εξελίξεις στο πολιτικό πεδίο και τους συσχετισμούς στο εσωτερικό του. Μέχρι τότε όλα παραμένουν ανοιχτά, όπως απολύτως ανοικτό παραμένει και το αποτέλεσμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 20/4/2018.