Παρασκευή, 19 Απρίλιος 2024

Η διάπλαση των παίδων

Ανάμεσα στο ετερόκλητο πλήθος των πεδίων του επιστητού που πραγματεύεται ο Μονταίνιος στα τρία βιβλία των Δοκιμίων του (εκδόσεις Εστία), όπως η αρετή, το ρωμαϊκό μεγαλείο, η νήσος Κέα, η αστάθεια των πράξεών μας, οι αντίχειρες κ.ο.κ., βρίσκει κανείς το δοκίμιο «Περί της στοργής των πατέρων προς τα παιδιά», όπου γράφει:

«Δεν μπορώ να δεχτώ αυτό το πάθος με το οποίο σφιχταγκαλιάζουμε τα νεογέννητα. Μια αληθινή και ρυθμισμένη στοργή θα έπρεπε να γεννιέται και στη συνέχεια να μεγαλώνει και κατόπιν να αγαπάμε τα παιδιά με πραγματική πατρική αγάπη, εφόσον έτσι η φυσική μας τάση αναπτύσσεται παραλλήλως προς τη λογική. Στην πραγματικότητα, το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει συνήθως: μας συγκινούν περισσότερο τα καμώματα, τα παιχνίδια, τα παιδιαρίσματα των παιδιών μας απ' ό,τι οι δραστηριότητές τους αργότερα, όταν πια η ανάπτυξή τους έχει ολοκληρωθεί, λες και τα είχαμε αγαπήσει για να περάσει η ώρα μας, λες και ήταν πιθηκάκια και όχι άνθρωποι».

Στον αναγνώστη του 21ου αιώνα ίσως φανεί εκ πρώτης όψεως ανοίκεια σκληρή αυτή η παιδαγωγική, που έχει τη ρίζα της στον αναγεννησιακό ουμανιστικό ορθολογισμό του 16ου αιώνα. Κι όμως, θα μπορούσε να αποτελεί οδηγό για να σκεφτούμε προβλήματα πολύ σημερινά, όπως οι υλικές και θεσμικές προϋποθέσεις του απογαλακτισμού των τέκνων.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα μαζί με την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία βρίσκονται στην κορυφή των χωρών της Ε.Ε. ως προς το ποσοστό νέων 25-34 ετών (τα «παιδιά», όπως χαϊδευτικά συνεχίζουμε να τους αποκαλούμε) που ζουν με τους γονείς τους.

Ο σχετικός δείκτης ανέρχεται στο 51,6% για τη χώρα μας, πολύ παραπάνω από τις άλλες μεσογειακές (Ιταλία 46,6%, Πορτογαλία 44,5%, Ισπανία 37,2%) αλλά και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία 43,2%, χώρες της Βαλτικής 30%). Και, βέβαια, καμία σύγκριση δεν χωρά με κράτη του ευρωπαϊκού πυρήνα, όπως η Γερμανία (17,3%), η Γαλλία (11,5%), η Ολλανδία (10,6%) –για να μη μιλήσουμε για τα σκανδιναβικά, όπου το ποσοστό μετά βίας ξεπερνά το 4%.

Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν με ακρίβεια τον χάρτη με τα «καθεστώτα ευημερίας», κοινωνικού κράτους και αγοράς εργασίας, που έχει περιγράψει ο Gosta Esping-Andersen στην κλασική μελέτη του «Οι τρεις κόσμοι του καπιταλισμού της ευημερίας» (Τόπος, 2014): φιλελεύθερο-αγγλοσαξονικό, κορπορατιστικό-κεντροευρωπαϊκό, σοσιαλδημοκρατικό-σκανδιναβικό, συν το «υπολειμματικό» μοντέλο των μεσογειακών χωρών.

Τόσο πειστικότερο είναι ένα καθεστώς ευημερίας όσο πιο καθολικό είναι, όσο καλύτερα προστατεύει από τις επισφάλειες του βίου, όσο παρεμβαίνει διορθωτικά στις δομές ανισότητας αλλά και στην απασχόληση.

Τι συνέβη στη χώρα μας; Από το στρεβλό μοντέλο που επιβάρυνε τις δημόσιες δαπάνες εξασφαλίζοντας παροχές στη γενιά των καθ' ημάς «baby boomers» των ένδοξων χρόνων της ανάπτυξης, σε βάρος των επερχόμενων γενεών, περάσαμε βιαίως σε ένα μοντέλο που και τα προνόμια αυτά εκρίζωσε, ένεκα δημοσιονομικής χρεοκοπίας, αλλά και τις νεότερες γενιές εισάγει σε ολοένα δυσμενέστερες συνθήκες πρόνοιας και απασχόλησης.

Εκεί, λόγου χάριν, που το σύστημα εξασφάλιζε συνταξιοδότηση σε μια μητέρα ηλικίας 45 ετών εφόσον είχε ανήλικο τέκνο (ακόμη και 17 ετών, αρκετά μεγάλο δηλαδή για να χρειάζεται μηχανισμούς διευκόλυνσης της μητρότητας), τώρα δεν παρέχει ούτε το προνόμιο της πρόωρης σύνταξης στη μητέρα αλλά ούτε και θεσμούς που θα τη συνδράμουν κατά την απαιτητική ανατροφή του παιδιού.

Αναλόγως, προϋπόθεση αυτονομίας των τέκνων είναι η υλική απεξάρτηση από την οικογένεια, που περνά μέσα από την αξιοπρεπή εργασία. Και εδώ, η πλήρης ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων στα χρόνια της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν ήταν η βασιλική οδός για τον εξορθολογισμό μιας μη παραγωγικής οικονομίας, αλλά ο δύσβατος δρόμος που οδηγεί σε μια γενικευμένη συνθήκη επισφάλειας και κατασπατάλησης ανθρώπινων πόρων –ούτε λόγος, έτσι, για δυνατότητα ενός νέου να ζήσει αυτοδύναμα.

Σε αυτές τις συνθήκες αναπαράγεται η ασφυκτικά προστατευτική και εσωστρεφής εξάρτηση των τέκνων από την οικογένεια. Ενας διηνεκής παιδισμός, που ορισμένοι σχολιαστές αρέσκονται να υποδεικνύουν ως συλλογικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας, ξεχνώντας όμως ταυτόχρονα ότι η διάπλαση των παίδων δεν μπορεί να είναι κάτι φτηνό ούτε να γίνεται με όρους εξατομικευμένης διαχείρισης των ρίσκων. Απαιτεί σημαντικούς δημόσιους πόρους (βλ. σκανδιναβικές χώρες) και συναφείς θεσμούς παρέμβασης, καθώς είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να επαφίεται μόνο στην οικογένεια ή στην αγορά.

Ιδού ένα κομβικό πρόβλημα με το οποίο οφείλει να αναμετρηθεί μια πραγματικά προοδευτική πολιτική για τη μεταμνημονιακή εποχή, σε ένα πεδίο όπου η πολιτική λειτουργεί, κατά πώς θα έλεγε ο Γκράμσι, παιδαγωγικά με όλο το νόημα της λέξης –όχι μόνο «λέγοντας» πράγματα αλλά και «φτιάχνοντας» μηχανισμούς για τη διαμόρφωση αυτόνομων υποκειμένων. Αλλωστε, όπως λέει πάλι ο Μονταίνιος, αν μας διακατέχει ο φόβος ότι τα παιδιά «δεν μπορούν να υπάρξουν ούτε να ζήσουν παρά σε βάρος της δικής μας ύπαρξης, θα έπρεπε να είχαμε αποφύγει να είμαστε γονείς».

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 31/8/2017.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση