Άβολες ανατροπές σε στερεότυπα από τα Νόμπελ Οικονομικών 2021

  • Εκτύπωση

Ευρύτερη συμφωνία υπάρχει ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού δημιουργεί κίνδυνο να τραυματισθεί η συνολική απασχόληση. Αρκετοί μάλιστα θεωρούν ότι ένα τέτοιο αρνητικό αποτέλεσμα είναι βέβαιο: βλέπε και την πρόσφατη υπερ-επιφυλακτικότητα, στην Ελλάδα, να υπάρξει αύξηση των κατώτατων, έστω και συμβολική, μετά την καταβύθισή τους επί Μνημονίων.
Ευρύτερα διαδεδομένη είναι και η αντίληψη ότι η εισροή μεταναστών σε μια χώρα ή περιοχή θα συμπιέσει τα μεροκάματα του εγχώριου εργατικού δυναμικού και/ή θα φέρει ανεργία στους ντόπιους: σ' αυτή την αντίληψη στηρίχθηκε (και συνεχίζει να στηρίζεται) το αντιμεταναστευτικό κίνημα άλλα και πολλά σχετικά μέτρα πολιτικής, στην Ευρώπη και σ' εμάς.
Όλο και ευρύτερα ακούγεται, κατά τα άλλα, η αιτίαση/το παράπονο εργοδοτών – ξεκίνησε στις ΗΠΑ, όπου βέβαια η ανεργία βρίσκεται στο 5,4%, πέρασε στην Ευρώπη των «27» ενός 6,9% (Ιταλία 9,3%, Γαλλία 7,9%, Πορτογαλία 6,6%), τώρα τελευταία εισήχθη και στην Ελλάδα του περίπου 13% ποσοστού ανεργίας – ότι «δεν βρίσκουν κατάλληλο/πρόθυμο εργατικό δυναμικό». Αυτό, με την σειρά του κάνει να ανθούν οι προτάσεις για έμφαση στην κατάρτιση/επανακατάρτιση, αντί των πιο ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης ή της αύξησης των μισθών.
«Ευρύτερη συμφωνία» «ευρύτερα διαδεδομένη» κλπ.: έτσι δημιουργούνται στερεότυπα (αν μη θέσφατα), έτσι χαράσσεται – και στηρίζεται επικοινωνιακά, και γίνεται αποδεκτή από την κοινή γνώμη – μια αυστηρή οικονομική πολιτική.
Δείτε όμως: ανατροπή αυτών των στερεοτύπων έφεραν τα φετεινά Νόμπελ Οικονομικών, στους Ντέηβιντ Καρντ (του Berkeley), Τζόσουα Άνγκριστ (του ΜΙΤ) και Γκούϊντο Ιμπενς (του Στάνφορντ). Το Νόμπελ θα είχε μοιρασθεί με τον Καρντ και ο Άλαν Κρούγκερ πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων επί Ομπάμα, του Πρίνστον) αν δεν είχε πεθάνει το 2019 – τα Νόμπελ τιμούν μόνον ζώντες επιστήμονες. Σε κομβικής σημασίας μελέτη των Καρντ-Κρούγκερ, σύγκριση της πολιτικής για αύξηση του κατώτατου ημερομισθίου σε σχετικά ανειδίκευτους εργαζομένους εστιατορίων στο Νιου Τζέρσεϋ σε αντίθεση με μη-αύξηση στην γειτονική/συγκρίσιμη Πενσυλβάνια, «απέδωσε» αύξηση της απασχόλησης στον κλάδο αυτό στην πρώτη Πολιτεία ενώ καταγραφόταν μείωση απασχόλησης στην δεύτερη. Άλλη πάλι μελέτη του Ντ. Καρντ, που έβαλε στο μικροσκόπιο την μετανάστευση Κουβανών προς τις ΗΠΑ (δεκάδες χιλιάδες πέρασαν όταν ο Κάστρο άνοιξε τα σύνορα, αρχές της δεκαετίας του΄80, πριν τα ξανακλείσει), συγκρίνοντας την κατάσταση που διαμορφώθηκε στο Μαϊάμι – όπου κατέληξαν οι περισσότεροι – με εκείνην σε Ατλάντα, Χιούστον, Τάμπα αλλά και Λος Άντζελες, που δέχθηκαν λιγότερους, έδειξε ότι στο Μαϊάμι μπορεί να καταγράφηκε αύξηση του αριθμού εργαζομένων με περιορισμένες δεξιότητες, ωστόσο τα ημερομίσθια δεν δέχθηκαν πίεση προς τα κάτω.
Τα συμπεράσματα των μελετών των Καρντ-Κρούγκερ συνάντησαν αρκετές επιφυλάξεις στην ακαδημαϊκή κοινότητα, αν και άλλοι προβεβλημένοι οικονομολόγοι όπως ο Πωλ Κρούγκμαν ή ο Τζόζεφ Στίγκλιτς τα στήριξαν. Τώρα, μετά το Βραβείο Νόμπελ 2021 – που έρχεται σε μια φορτισμένη περίοδο οικονομικής πολιτικής διεθνώς, βλέπε την αύξηση του κατώτατου μισθού στις ΗΠΑ του Τζο Μπάϊντεν – η συζήτηση αυτή ξανανοίγει με ένταση.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στην σχετικά εκλαϊκευτική μεν, όμως πολιτικά φορτισμένη παρουσίαση των νέων Νόμπελ, από ECONOMIST ή WSJ. βλέπει κανείς μια διστακτικότητα να αναδειχθεί αυτή ακριβώς η πτυχή των εργασιών τους. Μεγαλύτερη σημασία αποδίδεται στην οργάνωση της μεθόδου που έχουν εφαρμόσει – εκείνη των «φυσικών πειραμάτων» (έτυχε η πολιτική κατώτατου μισθού να είναι διαφορετική σε δυο συγκρίσιμες περιοχές, έτυχε ο Κάστρο να ανοίξει τα σύνορα) – καθώς και στις προϋποθέσεις που τίθενται προκειμένου τα συμπεράσματα αυτής της μεθόδου να είναι αξιόπιστα. (Εδώ έπαιξαν ρόλο οι εργασίες των Ανγκριστ-Ίμπενς, νωρίτερα των Άνγκριστ-Κρούγκερ που αφορούσαν το επίσης πολιτικά φορτισμένο ζήτημα του πόσο – και υπό ποιες προϋποθέσεις – η μακρότερη διάρκεια σπουδών δημιουργεί διαφορετικά εισοδήματα σε μεταγενέστερα στάδια της ζωής). Γενικώς, η συζήτηση που διευρύνεται με τα φετεινά Νόμπελ Οικονομικών έρχεται να ενταχθεί στην γενικότερη παρατήρηση ότι η θεωρητική προσέγγιση μπορεί να δημιουργεί σχήματα και θέσφατα, ωστόσο η εκ του σύνεγγυς καταγραφή δεδομένων – όπως των «φυσικών πειραμάτων» - και η μ' αυτή την βάση ανάλυσή τους καμιά φορά διορθώνει τα παραδεδεγμένα και την πολιτική που στηρίζεται σ' αυτά.
Αφήσαμε στην μέση της συζήτησης το παράπονο των εργοδοτών «δεν βρίσκουμε κατάλληλο εργατικό δυναμικό». Την φιλοξενούν, την εικόνα αυτή, τα περισσότερα διεθνή μήντια, όσο στοιχεία ανεβαίνουν στο προσκήνιο για αδύναμη εξέλιξη της απασχόλησης π.χ. στις ΗΠΑ. Σε πρόσφατη αρθρογραφία του, ο Ρόμπερτ Ράϊχ – καθηγητής σε Χάρβαρντ και Μπέρκλεϋ, υπουργός Εργασίας επί Κλίντον – ξιφούλκησε υποστηρίζοντας ότι εκείνο που δημιουργεί φαινόμενα έλλειψης στην αγορά εργασίας είναι «η έλλειψη ικανοποιητικών αμοιβών, η έλλειψη αμοιβών για επικίνδυνη εργασία, η έλλειψη παιδικής μέριμνας, η έλλειψη αδειών ασθένειας, η έλλειψη. υγειονομικής κάλυψης». Μιλούσε βέβαια για την Αμερικανική περίπτωση – και μάλιστα επεξέτεινε την ανάλυσή του στο φαινόμενο συνειδητής αποχώρησης από την αγορά εργασίας πολλών εργαζομένων «που αισθάνονται καμένοι, αδικημένοι, αγανακτισμένοι» οπότε, όταν βρουν τρόπο επιβίωσης, μένουν εκτός αγοράς εργασίας. Μέχρις ενός σημείου, κάτι τέτοιο μπορεί να είναι συνέπεια της περιπέτειας του κορωνοϊού.
Μάλλον όμως αυτό δεν δίνει την πλήρη ερμηνεία. Μήπως και αυτό το καταγραφόμενο φαινόμενο θάξιζε να προσεχθεί. Και σ' εμάς, όπου τα θέσφατα εύκολα επικρατούν.

*Δημοσιεύτηκε στην economia.gr στις 19/10/2021.