Πέμπτη, 28 Μάρτιος 2024

Η αδήριτη επιτακτικότητα του τώρα

Στις εκλογές της Κυριακής, ο ιστορικός χρόνος της Ελλάδας συναντάται με τον ευρωπαϊκό, τα εθνικά διακυβεύματα τέμνονται με τις προκλήσεις της ευρωπαϊκής συγκυρίας.

Σύγκρουση με τον εθνικολαϊκισμό. Η Ευρώπη περνάει ήδη στην εποχή του μετα-λαϊκισμού. Οχι επειδή νίκησε τον εθνικολαϊκισμό (η μάχη συνεχίζεται), αλλά διότι σωρεύονται ήδη τα θλιβερά πεπραγμένα των λαϊκιστών. Οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν ο πρώτος λαϊκιστικός συνασπισμός που ανήλθε στην εξουσία, προ Σαλβίνι, προ Brexit, προ Τραμπ. Η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα ανέδειξε τα αδιέξοδα του αριστερού λαϊκισμού – οι Ισπανοί τον ευγνωμονούν που τους έσωσε από το Ποδέμος.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν από τους πρώτους στο κόμμα του που αντιτάχθηκαν στον εθνικολαϊκισμό – όταν η Ν.Δ. φλέρταρε ακόμα με τον αντιμνημονιακό λαϊκισμό. Ως υποψήφιος πρωθυπουργός πολιτεύθηκε κατά κανόνα με αυτοσυγκράτηση και μετριοπάθεια. Με την εμπειρία του υπαρκτού λαϊκισμού, οι ψηφοφόροι επανεκτιμούν τώρα την αξία της ικανότητας, της κατάρτισης κι ενός πολιτικού λόγου που ερείδεται σε πραγματικά δεδομένα κι όχι φρέσκο αέρα ιδεοληψιών.
Ιδεολογική αποσαφήνιση. Η ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά ταλανίζεται στη σχέση της με την ατζέντα της Ακροδεξιάς. Πολιτικοί όπως ο Αυστριακός καγκελάριος συνεργάστηκαν μαζί της. Αλλοι, όπως ο Μητσοτάκης, απαίτησαν την εκδίωξη του Ορμπαν από το ΕΛΚ. Παρά την ένταση του μεταναστευτικού στην Ελλάδα, ο Μητσοτάκης δεν υπέκυψε στον πειρασμό μιας ξενοφοβικής ατζέντας. Στις εκλογές αυτές συγκρούεται με δύο κόμματα της Ακροδεξιάς και δεν προσπάθησε να τα ενσωματώσει, όπως άλλοι κεντροδεξιοί ομόλογοί του στην Ευρώπη.

Μέρος της αποσαφήνισης αφορά την πραγματική προστασία της ελεύθερης έκφρασης στα πανεπιστήμια. Η ενσωμάτωση των ΑΕΙ στο κράτος δικαίου της φιλελεύθερης δημοκρατίας προϋποθέτει κατάργηση του απαρχαιωμένου θεσμού του ασύλου. Η προστασία του δημόσιου χώρου και των ιδιωτικών περιουσιών από τους μπαχαλάκηδες της αυθαιρεσίας και της ανομίας είναι στοιχειώδης υποχρέωση μιας δημοκρατικής πολιτείας στους πολίτες της.

Ευρύτερες συναινέσεις. Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες κατακερματίζονται από κοινωνικοοικονομικές εντάσεις, πόλωση και διαιρέσεις, τις οποίες παροξύνουν τα social media. Ο Μητσοτάκης επεδίωξε τη δημιουργία ενός ευρύτερου μετώπου αντιπολίτευσης προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η εκλογή του ως αρχηγού της Ν.Δ. εξέφρασε ένα διάχυτο αίτημα ανανέωσης, κινητοποιώντας πολίτες στα αριστερά της Ν.Δ. Ο Μητσοτάκης αντιμετώπισε το ΠΑΣΟΚ ως δυνητικό κυβερνητικό εταίρο, επέμεινε να συνομιλεί με το προοδευτικό Κέντρο και τη μεταρρυθμιστική Κεντροαριστερά, ενσωματώνοντας τον φιλελεύθερο χώρο σε μια στρατηγική διεύρυνσης κι εξωστρέφειας.

Μετάβαση από τη λιτότητα σε μεταρρυθμίσεις που προωθούν την ανάπτυξη. Γίνεται πλέον πλειοψηφική στην Ευρώπη η κριτική στη λιτότητα και η έμφαση σε επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις. Ο Μητσοτάκης, όπως και ο Τσίπρας, αντιλαμβάνεται ότι το δημοσιονομικό πλαίσιο των υπερβολικών πλεονασμάτων είναι αντιαναπτυξιακό. Όμως, αντίθετα με τον Τσίπρα, ο Μητσοτάκης έχει κατανοήσει ότι η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου με τη συμφωνία των εταίρων προϋποθέτει όχι ηρωικές επικλήσεις αλλά κυβερνητικά πεπραγμένα μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν την παραγωγικότητα και την ελκυστικότητα της οικονομίας σε ιδιωτικές επενδύσεις. Αντίθετα με τον Τσίπρα, ο Μητσοτάκης μπορεί να το πραγματοποιήσει – λόγω πεποιθήσεως, εμπειρίας, και ικανότητας.

Ανταπόκριση στην παγκόσμια πρόκληση του ανταγωνισμού. Για να διατηρήσει η Ευρώπη τον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής», πρέπει να παραμείνει ανταγωνιστική. Για να επιβιώσει η Ελλάδα στο παγκόσμιο περιβάλλον, χρειάζονται δραστικές βελτιώσεις διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, άμεση αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης και του brain drain, προσαρμογή στις προκλήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της κλιματικής αλλαγής. Δεν γίνεται η Κίνα να εισάγει την τεχνητή νοημοσύνη στα σχολεία κι εμείς να συζητάμε ακόμα αν θα υπάρχουν πρότυπα σχολεία ή μη κρατικά πανεπιστήμια. Δεν γίνεται ο κόσμος να τρέχει κι εμείς να λύνουμε ακόμα τους λογαριασμούς του Εμφυλίου, κραυγάζοντας ρυθμικά «η χούντα δεν τελείωσε το '73».

Η επείγουσα πρόκληση του ιστορικού χρόνου απαιτεί μια Ελλάδα πλήρως συγχρονισμένη με την ευρωπαϊκή απάντηση στις παγκόσμιες προκλήσεις. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαρωτική η σύγκριση με έναν ΣΥΡΙΖΑ που όψιμα αποφοίτησε από το ευρωπαϊκό αριστερό περιθώριο, που ταλανίζεται από ιδεολογικές αναστολές στη σχέση του με τη σοσιαλδημοκρατία, που βλέπει στον Μαδούρο τον ομογάλακτο ιδεολογικό του αδελφό. Ήταν αυτή η παράταξη που, το πρώτο εξάμηνο του 2015, μετατράπηκε από την εμπρηστικότερη αντιπολίτευση στην καταστροφικότερη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης. Ποτέ στο παρελθόν η οίηση και άγνοια τόσων λίγων ανθρώπων δεν προκάλεσε τόση μεγάλη ζημιά, σε τόσο σύντομο χρόνο, σε τόσους πολλούς. Για τις χαμένες ευκαιρίες της χώρας μετά το 2015, για την επείγουσα ευκαιρία τώρα της Ελλάδας να συγχρονιστεί ξανά ισότιμα με την Ευρώπη, να κυβερνηθεί αυτοδύναμα, η ψήφος της Κυριακής δεν πρέπει να αφήσει κανένα περιθώριο αμφιβολίας.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 6/7/2019. 

Η μεσαία τάξη στην Ευρώπη συμπιέζεται αλλά αντέχει!

H μεσαία τάξη στην Ευρώπη ήταν πάντα περισσότερο από μια στατιστική κατηγορία. Η δημοκρατία στη μεταπολεμική Ευρώπη εμπεδώθηκε σε κοινωνίες διευρυνόμενης, ευημερούσας μεσαίας τάξης. Η συσχέτιση μεσαίας τάξης και δημοκρατίας φθάνει μέχρι τον Μαρξ και τον Αριστοτέλη. Κατά τη διάσημη φράση του Barrington Moore, «χωρίς αστική τάξη δεν υπάρχει δημοκρατία» (no bourgeois, no democracy).

Η διεύρυνση της μεσαίας τάξης κατά τον Ψυχρό Πόλεμο οχύρωσε τη φιλελεύθερη δημοκρατία απέναντι στους εσωτερικούς αντιπάλους της. Επίτευγμα διόλου αμελητέο για το μόνο πολίτευμα που διασφαλίζει πλήρεις ελευθερίες και δικαιώματα στους εχθρούς του. Η αυτοπεποίθηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας θεμελιώθηκε στην ευφυή συνύπαρξη καπιταλισμού και κοινωνικού κράτους. Πριν ο κομμουνισμός ηττηθεί στρατηγικά το 1989, είχε ήδη ηττηθεί πολιτικά. Οι αντίπαλοι της φιλελεύθερης δημοκρατίας παρέμεναν πάντα μικρή μειοψηφία όσο το σύστημα λειτουργούσε για την ευημερία της κοινωνικής πλειονότητας. Γι' αυτό ακριβώς η απειλούμενη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης σήμερα εγκυμονεί κινδύνους: ανοίγει έδαφος στους σύγχρονους αντιπάλους της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ακροδεξιούς και εθνικολαϊκιστές.

Η μεσαία τάξη απειλείται από την εισοδηματική στασιμότητα και τη διεύρυνση των ανισοτήτων. Η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου ενοχοποιείται από λαϊκιστές όπως ο Τραμπ, μεγαλύτερο ρόλο όμως έχουν οι ροές κεφαλαίων και τεχνολογίας. Ο επιβλαβής φορολογικός ανταγωνισμός, που επιτρέπει σε πολυεθνικές επιχειρήσεις όπως η Facebook να καταβάλλουν ελάχιστους φόρους, υπονομεύει τη φορολογική πολιτική.

Ενας ορισμός εντοπίζει τη μεσαία τάξη στην εισοδηματική κατανομή μεταξύ 2/3 και διπλάσιου του διάμεσου εισοδήματος (ο 50ός στους 100), μετά τους φόρους. Ανω του 70% των ενηλίκων ζει σε νοικοκυριά μεσαίου εισοδήματος στη Δυτική Ευρώπη, έναντι μόλις 60% στις ΗΠΑ. Βέβαια, οι ΗΠΑ αρδεύονται από ροές μεταναστών και αποδέχονται υψηλότερη ανισότητα.

Ευρεία μεσαία τάξη σημαίνει δύο πράγματα: περιορισμένο ποσοστό φτωχών – μηχανισμούς κοινωνικής αναδιανομής που ενσωματώνουν τους αδύναμους. Και προοδευτική φορολόγηση των πλουσίων, αποτρέποντας τη συγκέντρωση υπέρμετρου πλούτου (προνομίων, εξουσίας) στα χέρια ολίγων.

Περισσότερα από ένα μέσο εισόδημα, η μεσαία τάξη είναι φιλοδοξία βελτίωσης βιοτικών συνθηκών και ανοδική κινητικότητα. Είναι αντίληψη ότι μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα με εκπαίδευση, προσπάθεια και δουλειά. Είναι προσήλωση στις αξίες της οικογένειας, της ευμάρειας και της ιδιοκτησίας (στόχοι αιώνιας χλεύης από την εξεγερμένη νεότητα και την επαναστατική Αριστερά). Είναι αντίληψη συλλογικού ανήκειν: είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα, και για να μη βουλιάξουμε χρειαζόμαστε κανόνες του παιχνιδιού. Κοινωνίες ευρείας μεσαίας τάξης δεν αυτοκτονούν προθύμως. Το βροντερό «Οχι» του καθ' ημάς δημοψηφίσματος, τέτοιες μέρες το 2015, ήταν και εκδήλωση απόγνωσης μιας βυθιζόμενης μεσαίας τάξης.

Κατά την περίοδο 1980-2017, το μέσο πραγματικό εισόδημα του χαμηλότερου 50% του πληθυσμού στην Ευρώπη αυξήθηκε κατά 37% έναντι μόλις 3% στις ΗΠΑ (World Inequality Lab). Η ανάπτυξη διαχύθηκε ευρύτερα, παρότι τα πλουσιότερα στρώματα πήραν τη μερίδα του λέοντος. Η μεσαία τάξη στην Ευρώπη αντέχει.

Η πιο χρήσιμη παρατήρηση όμως είναι η εξής: σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, η Ευρώπη διατηρεί το μεγαλύτερο κοινωνικό κράτος και την ευρύτερη μεσαία τάξη. Η Γαλλία των «Κίτρινων Γιλέκων» έχει τις υψηλότερες κοινωνικές δαπάνες στον ΟΟΣΑ, η Γερμανία ήταν η πρώτη που τις εισήγαγε, στη Βρετανία το Εθνικό Σύστημα Υγείας είναι θεσμός που ούτε η Θάτσερ διανοήθηκε να πειράξει. Το πιο ανεπτυγμένο κοινωνικό κράτος και η ευρύτερη μεσαία τάξη συναντώνται στις σκανδιναβικές χώρες του πιο προηγμένου και εξωστρεφούς καπιταλισμού.

Επομένως, η ισχυρή κοινωνική προστασία στην Ευρώπη: (α) συμβαδίζει με μια ευρεία μεσαία τάξη και (β) προϋποθέτει μια διεθνώς ανταγωνιστική, ανεπτυγμένη, εξωστρεφή οικονομία. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η ανάπτυξη του καπιταλισμού δημιούργησε μια ευημερούσα μεσαία τάξη που εμπέδωσε τη δημοκρατία και οικοδόμησε το κοινωνικό κράτος, που διεύρυνε περαιτέρω τη μεσαία τάξη, ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή.

Οι λαϊκιστές απαντούν στην αγωνία των μεσαίων και αδύναμων στρωμάτων προτάσσοντας την αναδιανομή εις βάρος της παραγωγής εισοδήματος και πλούτου. Αυτό οδηγεί σε συνολική καθίζηση εισοδήματος και ευημερίας, από την οποία ζημιώνεται κατ' εξοχήν η μεσαία τάξη. Δεν πλήττεται το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού, του οποίου διεθνοποιημένα εισοδήματα και πλούτος συχνά εκφεύγουν της εθνικής φορολογίας. Βελτίωση ανταγωνιστικότητας και προσέλκυση διεθνών επενδύσεων είναι η διορατικότερη στρατηγική μακροπρόθεσμης προστασίας της μεσαίας τάξης για μια χώρα όπως η Ελλάδα!

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 23/6/2019. 

Γιώργος Παγουλάτος: Περιμένω η ψαλίδα να ανοίξει ακόμα περισσότερο υπέρ της ΝΔ

Πως κρίνετε τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών για τα κράτη μέλη; Είναι ενθαρρυντικά για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης;

Οι Ευρωεκλογές παρήγαγαν μεικτά αποτελέσματα, όπου τα θετικά υπερτερούν των αρνητικών. Στα θετικά συγκαταλέγεται η εκλογική συμμετοχή ρεκόρ (50,5%), που αυξάνει τη δημοκρατική νομιμοποίηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, παρότι η συμμετοχή σε αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης παραμένει πολύ χαμηλή.
Tα χειρότερα σενάρια για την επίδοση των εθνικιστικών και ακραία ευρωφοβικών δυνάμεων δεν επιβεβαιώθηκαν. Νίκησε στη Γαλλία η Λεπέν, στην Ιταλία ο Σαλβίνι, στην Πολωνία και στην Ουγγαρία το PIS και ο Ορμπάν. Αλλά σε άλλες χώρες (όπως η Ολλανδία, Ισπανία, Ιρλανδία, Δανία, Πορτογαλία, Σουηδία, Γερμανία) τα αντιευρωπαϊκά κόμματα είδαν τα ποσοστά τους να μειώνονται σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογικές τους επιδόσεις. Και το μεγάλο «πλεονέκτημα» των ακροδεξιών εθνικιστών είναι ότι δύσκολα συνεργάζονται, άρα οι πολιτικές τους ομάδες στο ΕΚ δύσκολα θα συνενωθούν.
Οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις διατήρησαν τη μεγάλη πλειοψηφία των εδρών στο ΕΚ, ακόμα κι αν ΕΛΚ και Σοσιαλιστές και Δημοκράτες δεν σχηματίζουν απόλυτη πλειοψηφία. Πολύ θετική η άνοδος των Φιλελευθέρων (λόγω κυρίως των ευρωβουλευτών που εξέλεξε ο Μακρόν) και των Πρασίνων. Ενας από τους δυο ή και οι δυο θα χρειαστούν για τον μεγάλο συνασπισμό πλειοψηφίας στο ΕΚ. Και οι δύο θα παίξουν σημαντικό ρόλο στο επόμενο ΕΚ. Οι Πράσινοι ειδικότερα συνέβαλαν στο να αναχθεί η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής σε κορυφαίο ζήτημα της Ευρωπαϊκής ατζέντας, με διακομματική συναίνεση.
Σε επίπεδο συσχετισμών μεταξύ κρατών-μελών μετά τις Ευρωεκλογές η γερμανική κυβέρνηση βγήκε αποδυναμωμένη (καθώς τα δυο κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού υπέστησαν σοβαρές απώλειες), ενισχυμένος ο Μακρόν (τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη Γαλλία συρρικνώθηκαν σε μονοψήφια ποσοστά), και ακόμα πιο ενισχυμένος ο Σάντσεθ. Αυτό είναι καλό για τις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, αν και θα αργήσουμε να δούμε απτά αποτελέσματα, ιδίως στο Eurogroup, όπου η τελευταία συμφωνία υπήρξε μάλλον απογοητευτική.

Σας ανησυχεί η συνεχής άνοδος της ακροδεξιάς τόσο σε Ευρώπη όσο και παγκοσμίως (Βραζιλία, Αμερική);

Η άνοδος των ακροδεξιών εθνικιστών δημαγωγών είναι ένα εξαιρετικά ανησυχητικό σύμπτωμα, οι αιτίες προϋπάρχουν. Δεν είμαι έτοιμος να αποδώσω την άνοδό τους μόνο στις αυξανόμενες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, και την αποδυνάμωση της ευημερίας, την εισοδηματική στασιμότητα, τη διευρυνόμενη ανασφάλεια των μεσαίων και αδύναμων στρωμάτων. Είναι προφανές ότι όλα αυτά συνιστούν ένα σημαντικό παράγοντα, αλλά όχι τον μόνο. Οι πολλαπλές ανασφάλειες (κοινωνικές, εργασιακές, γνωσιακές, ανασφάλειες που τροφοδοτούνται και από κύματα μετανάστευσης) κινητοποιούν την αναζήτηση «σωτήρων» και ψευδοπροφητών. Και η σφαίρα επικοινωνίας, που κυριαρχείται από τα social media των echo chambers, στα οποία ακούει κανείς πολλαπλάσια ενισχυμένη τη φωνή του, τις ανησυχίες του, την αγανάκτησή του, λειτουργούν πολλαπλασιαστικά στα μηνύματα των ακροδεξιών λαϊκιστών. Οι απλοϊκές λύσεις που τοκίζουν στην οργή και στο θυμικό τείνουν συχνά να έχουν ένα πλεονέκτημα απέναντι στον ψύχραιμο και ισορροπημένο λόγο, ιδίως όταν οι άνθρωποι αισθάνονται πραγματική ανησυχία και φόβο και θεωρούν ότι «το σύστημα» τους έχει ξεχάσει.
Το βολικό σχήμα «λαός εναντίον των ελίτ» έχει μεγάλη δύναμη στα χέρια επιδέξιων δημαγωγών. Υπάρχει μια εξασθένιση της ιστορικής μνήμης, μια αποενοχοποίηση του ακροδεξιού και μισαλλόδοξου λόγου, όταν βλέπει κανείς να αναβιώνει εθνικιστική και μισαλλόδοξη ρητορική που παραπέμπει στη δεκαετία του '30. Όλα αυτά είναι εξαιρετικά ανησυχητικά.

Στα εγχώρια, πού οφείλεται η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και η επάνοδος της Νέα Δημοκρατίας (με βάση τις ευρωεκλογές); Μπαίνουμε σε μια νέα πορεία δικομματισμού στην Ελλάδα;

Ο ΣΥΡΙΖΑ τιμωρείται με καθυστέρηση, στην πρώτη εκλογική ευκαιρία μετά το 2015, για τα ψέματα που είπε και τις υπερφίαλες υποσχέσεις που μοίρασε το 2015, αλλά και για την υπερφορολόγηση που επέβαλε μετά την ψήφιση του 3ου Μνημονίου. Τιμωρείται επίσης για τα δυο, εντελώς περιττά, χρόνια ύφεσης 2015-16, αποτέλεσμα των καταστροφικών χειρισμών της κυβέρνησης Τσίπρα το πρώτο εξάμηνο 2015, αλλά και για την αδύναμη ανάκαμψη μετά το 2017, που είναι απογοητευτική μετά από τόσο μακρά και βαθιά ύφεση. Τιμωρείται επίσης για το πλήθος κυβερνητικών αποτυχιών, με κορυφαία την περσινή τραγωδία στο Μάτι. Υφίσταται επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ, για να είμαστε ειλικρινείς, το πολιτικό κόστος της γενικά επωφελούς για τη χώρα Συμφωνίας των Πρεσπών.
Πράγματι η ισχυρή επάνοδος της ΝΔ αλλά και η αντοχή του ΣΥΡΙΖΑ συνιστούν ένδειξη ενδυνάμωσης του μέχρι πρότινος «μικρού δικομματισμού». Συνιστούν επίσης μια επιστροφή στην πολιτική κανονικότητα, μέρος της οποίας είναι και η άμβλυνση του πάλαι ποτέ οξύτατα λαϊκιστικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ. Το μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη (ενός πολιτικού που προέρχεται από τη φιλελεύθερη και μεταρρυθμιστική πτέρυγα της ΝΔ) και η προοπτική της πρωθυπουργίας του έχουν θετική απήχηση στην κοινή γνώμη, και αυτό δείχνει ότι μετά από μια δεκαετία περιπέτειας η χώρα θα αναζητήσει την ασφάλεια και σταθερότητα στην πλήρη επανασύνδεση με την ευρωπαϊκή πολιτική κανονικότητα.

Θα αλλάξει θεωρείτε το οικονομικό περιβάλλον και ο σχεδιασμός στη χάραξη πολιτικής στη χώρα με μια νέα κυβέρνηση;

Οι αγορές δείχνουν να εμπιστεύονται σε βαθμό ενθουσιασμού τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οι θετικές προσδοκίες αντανακλώνται στην πτώση των ομολόγων, που θα επιτρέψουν φθηνότερο κόστος δανεισμού για την ελληνική οικονομία. Είναι σαφές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει τις αγορές και τους επενδυτές, ξέρει πώς να τους εμπνεύσει εμπιστοσύνη. Το γεγονός ότι ο ίδιος (σε αντίθεση με τον Αλέξη Τσίπρα) έχει άμεση γνώση κι εμπειρία της οικονομίας και του διεθνούς περιβάλλοντος, αλλά και η προεργασία οικονομικής διακυβέρνησης που έχει κάνει όλο το προηγούμενο διάστημα, σημαίνει ότι θα ξεκινήσει με υψηλές ταχύτητες. Άλλωστε, ξέρει ότι πρέπει να «εκπλήξει θετικά» και άμεσα. Η στρατηγική Μητσοτάκη είναι η ταχεία οικοδόμηση αξιοπιστίας με επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, μεταρρυθμίσεις και αύξηση της εισροής ξένων επενδύσεων, προκειμένου σε δεύτερη φάση να διαπραγματευθεί ένα χαλαρότερο δημοσιονομικό πλαίσιο. Η στρατηγική αυτή μου φαίνεται πειστική και είναι σε θέση να αυξήσει το ρυθμό ανάπτυξης και την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας.

Πιστεύετε πώς θα επαναληφθεί το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών και στις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου (Νίκη ΝΔ με τέτοια διαφορά);

Πιστεύω ότι καθώς προχωράμε προς τις εθνικές εκλογές η συσπείρωση θα αυξάνεται και μαζί και η υποστήριξη στην ανάγκη την επόμενη μέρα να υπάρξει μια ισχυρή (δηλαδή άνετα αυτοδύναμη κοινοβουλευτικά) κυβέρνηση της ΝΔ. Μαζί θα αυξάνεται και η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Επομένως περιμένω η ψαλίδα να ανοίξει ακόμα περισσότερο υπέρ της ΝΔ.

Υπάρχει ενδεχόμενο να σας δούμε με κάποιο σχηματισμό στις εκλογές;

Όχι, αλλά ευχαριστώ που ρωτάτε.

*Δημοσιεύτηκε στο insider.gr στις 20/6/2019. 

Μήνυμα σταθερότητας και ωριμότητας

Ο ΣΥΡΙΖΑ τιμωρήθηκε με μια μεγάλη ήττα, η Ν.Δ. έχει υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης που της επιτρέπουν μια ασφαλή προοπτική διακυβέρνησης για την επόμενη μέρα, η Ακροδεξιά συρρικνώνεται, το ΚΙΝΑΛ διασώζεται. Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες της Ε.Ε. που το βράδυ των ευρωεκλογών μπορεί να εκπέμπει ένα μήνυμα πολιτικής σταθερότητας – θα έλεγα και ωριμότητας.

Για μια χώρα που βρέθηκε με σφοδρότητα στο επίκεντρο των δύο μεγαλύτερων κρίσεων της Ε.Ε. (κρίση της Ευρωζώνης και κρίση του προσφυγικού-μεταναστευτικού) και διατηρεί ακόμα ποσοστά ανεργίας στην περιοχή του 18%, ο μη κατακερματισμός, η αντοχή του κομματικού συστήματος είναι ένα εξαιρετικά ευπρόσδεκτο αποτέλεσμα για την αντοχή της δημοκρατίας. Η ισχυρή πλειονότητα των 21 Ελλήνων αντιπροσώπων που θα στελεχώσουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα ανήκουν σε κόμματα του φιλοευρωπαϊκού τόξου – συμπεριλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ, που ωστόσο δεν έχει δηλώσει την προτίμησή του για επόμενο πρόεδρο της Κομισιόν. Ακόμα και το γεγονός ότι από όλα τα μικρά αριστερά κόμματα που προέκυψαν από τον ΣΥΡΙΖΑ προτιμήθηκε το κόμμα Βαρουφάκη είναι θετικό. Παρά την καταστροφική συμβολή του ίδιου στην ελληνική οικονομία, το κόμμα του έχει προτάσεις για την Ε.Ε. που αξίζει να συζητηθούν.

Δικαιώθηκε η επένδυση του Κυριάκου Μητσοτάκη στον μεσαίο χώρο (παρά τους υψηλούς τόνους για τις Πρέσπες) και το κεντρώο και μετριοπαθές πολιτικό του στίγμα. Κατά το διάστημα μέχρι τις εκλογές θα μπορεί να διευρύνει ακόμα περισσότερο την απήχησή της η Ν.Δ. και να συγκρατήσει τις όποιες εκδηλώσεις ρεβανσισμού ορισμένων οπαδών της. Η μεγάλη απειλή αφορά την επιδείνωση της οικονομίας στον δρόμο για τις επόμενες εκλογές. Χωρίς ένα ελάχιστο κυβερνητικής αυτοσυγκράτησης σε περαιτέρω προεκλογικές παροχές και χαλάρωση, η οικονομία κινδυνεύει να κατρακυλήσει και η χώρα να ξαναζήσει το μαρτύριο του Σισύφου. Η σημασία της ελληνικής πολιτικής σταθερότητας αυξάνεται εάν τη δει κανείς σε σύγκριση με τα αποτελέσματα σε πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε.

Η ήττα Μακρόν από τη Λεπέν στη Γαλλία ήταν ίσως το βαρύτερα αρνητικό αποτέλεσμα, κυρίως σε επίπεδο συμβολισμού. Αλλά στην πολιτική ο συμβολισμός είναι ουσία, και το πολιτικό κεφάλαιο που θα έχει στη διάθεσή του ο Μακρόν για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, στη Γαλλία και στην Ευρώπη, θα είναι αποδυναμωμένο.

Το απογοητευτικό αποτέλεσμα των Χριστιανοδημοκρατών στη Γερμανία καθιστά τη διάδοχο της Μέρκελ στην ηγεσία του κόμματος πιο αδύναμη από ό,τι ήταν. Αυτό είναι κακό για την Ευρώπη, που χρειάζεται μια Γερμανία που θα είναι σε θέση να λάβει τολμηρές πρωτοβουλίες. Ενα εθνικά εσωστρεφές δίδυμο Γερμανίας-Γαλλίας θα ήταν πολύ κακή εξέλιξη για την Ε.Ε. Η άνοδος των ευρωσκεπτικιστών ενισχύει το μπλοκ της αντίδρασης σε πρωτοβουλίες στενότερης ενοποίησης στην Ευρωζώνη. Ο Σαλβίνι αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων στον χώρο των εθνικολαϊκιστικών και ευρωφοβικών δυνάμεων. Η παρουσία του κάνει τις βόρειες χώρες να κουμπώνονται ακόμα περισσότερο απέναντι στην προοπτική στενότερης αλληλεγγύης με τον Νότο.

Η αφύπνιση των νέων Ευρωπαίων πολιτών για την προστασία του περιβάλλοντος είναι ελπιδοφόρο γεγονός. Η επόμενη Επιτροπή θα έχει πολλή δουλειά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 27/5/2019. 

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του αντι-νεοφιλελευθερισμού

Ανθρωποι της Κεντροαριστεράς, ορισμένους εκ των οποίων εκτιμώ, συναντήθηκαν για να ανοίξουν «Γέφυρες» στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα σχολιάσω εδώ το πολιτικό εγχείρημα με το οποίο ευθέως διαφωνώ. Θέλω να σταθώ στον διμέτωπο αγώνα που κήρυξαν, όχι μόνο εναντίον του εθνικισμού (εδώ συμφωνούμε), αλλά κι εναντίον του «νεοφιλελευθερισμού».

Τί είναι ακριβώς ο νεοφιλελευθερισμός και πώς συνιστά απειλή στην Ελλάδα σήμερα; Και τι δικαιολογεί, από αυτή τη γωνιά της Ευρώπης, το προσκλητήριο καταπολέμησής του;

Θα ήταν κατανοητή η εκστρατεία εάν βρισκόμασταν στις ΗΠΑ. Εκεί τις τελευταίες δεκαετίες ο πλούτος του πλουσιότερου 1% αυξήθηκε αλματωδώς, ενώ τα εισοδήματα μεσαίων και εργατικών στρωμάτων παραμένουν στάσιμα ή συρρικνώνονται. Η οργή των στρωμάτων αυτών συνέβαλε στην τερατογένεση του λαϊκισμού που εκπροσωπεί ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου. Εκεί η Γουόλ Στριτ που προκάλεσε το κραχ του 2008 απορρυθμίζεται ξανά, οι πλουσιότεροι λαμβάνουν νέες μειώσεις φόρων, την ώρα που εκατομμύρια Αμερικανοί παραμένουν ανασφάλιστοι, και οι κανονισμοί περιβαλλοντικής προστασίας καταργούνται για να αυξηθούν τα περιθώρια κέρδους. Εκεί θα είχε νόημα μια εκστρατεία εναντίον του ακραίου κανιβαλικού ατομικισμού.

Σε μια διεθνή συγκυρία επιστροφής του προστατευτισμού, όταν ο εθνικιστής Τραμπ κατεδαφίζει τους φιλελεύθερους θεσμούς του παγκόσμιου εμπορίου και του πολυμερισμού, όταν οι σχέσεις με εμπορικούς εταίρους αντιμετωπίζονται με όρους στρατηγικής απειλής κι όταν το σύνθημα «για μια Ευρώπη που προστατεύει» ενώνει τους φιλελεύθερους ανά την Ευρώπη, τόσο ώστε να θέτει σε αμφισβήτηση τους κανόνες ανταγωνισμού της ενιαίας αγοράς, σε μια τέτοια συγκυρία είναι μάλλον ανεπίκαιρο ο πρώτος αντίπαλος να είναι ο «νεοφιλελευθερισμός». Το αίτημα της φορολογικής δικαιοσύνης, ο έλεγχος του αθέμιτου διασυνοριακού φορολογικού ανταγωνισμού, όλα αυτά είναι σημαντικά. Αποτελούν ήδη επίσημη πολιτική της Κομισιόν και κυβερνήσεων όπως του Μακρόν.

Είναι η Ελλάδα ένας παράδεισος του laissez faire και του παγκόσμιου καπιταλισμού για να φοβάται τον «νεοφιλελευθερισμό»; Ο διεθνής καπιταλισμός μάς αποφεύγει συστηματικά, όπως δείχνουν τα γλίσχρα ποσοστά άμεσων ξένων επενδύσεων. Εχουμε τον έκτο υψηλότερο φορολογικό συντελεστή επιχειρήσεων στην Ε.Ε. και μέσο φορολογικό βάρος στην εργασία 41% έναντι 36% της Ε.Ε. Οι εταιρείες ξοδεύουν πάνω από τον διπλάσιο χρόνο για φορολογική συμμόρφωση σε σχέση με την Ε.Ε. Είμαστε μήπως η χώρα των ανεξέλεγκτων χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου τα σπίτια των ανθρώπων εκπλειστηριάζονται κατά χιλιάδες; Καλά καλά δεν έχουμε τράπεζες, και χιλιάδες στρατηγικοί κακοπληρωτές βρήκαν χρόνια θαλπωρή στις προστατευτικές διατάξεις των οποίων η τροποποίηση ακόμα καρκινοβατεί.

Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας δεν είναι οι ασύδοτες αγορές αλλά οι κλειστές αγορές και η ασφυκτική γραφειοκρατία. Παραμένουμε η χώρα χωρίς κεφαλαιοποιητικό και ανταποδοτικό πυλώνα συνταξιοδοτικού, όπου μια τεράστια χοάνη καταπίνει υπέρμετρες εισφορές παραγωγικών ανθρώπων με την προοπτική απόδοσης συντάξεων πείνας. Γιατί ένα σύστημα κρατικά προστατευόμενων πελατειακών ομάδων, που συνταξιοδοτούνταν στα 55 με παχυλά εφάπαξ και συντάξεις μεγαλύτερες του τελευταίου μισθού, χρεοκόπησε το ασφαλιστικό και τη χώρα.

Πράγματι, οι ανισότητες στην Ελλάδα είναι υψηλές και η κρίση αύξησε δραματικά τη φτώχεια. Ομως η επιδείνωση συνδέεται με τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας, που έπληξε κατ' εξοχήν νοικοκυριά με ένα εργαζόμενο μέλος. Γιατί η Ελλάδα προ κρίσης, λόγω στρεβλώσεων στις αγορές εργασίας (σίγουρα όχι λόγω υπερβολικού νεοφιλελευθερισμού), είχε και τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας νέων και γυναικών, παρά την ταχεία ανάπτυξη. Η εργασιακή ευελιξία σήμερα βοηθάει την ταχεία μείωση της ανεργίας. Οι νέες δουλειές δεν είναι καλές – αλλά γι' αυτό χρειάζονται καλύτερης ποιότητας επενδύσεις. Και το «νεοφιλελεύθερο» ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα παρέχει ένα δίχτυ ασφαλείας.

Δεν είμαστε οικονομία ανεξέλεγκτης συσσώρευσης πλούτου προς επίλυση του ζητήματος αναδιανομής. Είμαστε μια οικονομία που κατέρρευσε από την πελατειακή αναδιανομή και αγωνιά να επιστρέψει σε διατηρήσιμη εξωστρεφή ανάπτυξη. Ηταν λάθος η ταχεία πιστωτική επέκταση στην πρώτη δεκαετία του ευρώ – όμως η χώρα χρεοκόπησε από τη διόγκωση του δημόσιου χρέους, όχι του ιδιωτικού. Πλέον η εξυπηρέτηση αυτού του δημόσιου χρέους στραγγαλίζει την οικονομία. Η μόνη βιώσιμη στρατηγική ελάφρυνσης των υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων περνάει από την πραγματοποίηση εμβληματικών αποκρατικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων φιλελεύθερου προσανατολισμού, και όχι το αντίθετο.

Η Ελλάδα ήταν πάντα κοντύτερα σε μια κρατικιστικού τύπου «μεσογειακή» οικονομία παρά σε αγγλοσαξονικού τύπου «νεοφιλελευθερισμό». Χρειαζόμαστε περισσότερη αγορά, απελευθέρωση των επιχειρηματικών δυνάμεων, των animal spirits, χωρίς να θυσιάσουμε την κοινωνική αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή. Είναι μια λεπτή ισορροπία, που υπηρετείται με ευφυείς και ικανούς δημόσιους θεσμούς, όχι με ιδεολογικές σκιαμαχίες.

H πρόκληση των καιρών, για την Ευρώπη και για την Ελλάδα, είναι μια οικονομική ανάπτυξη που ενσωματώνει το σύνολο της κοινωνίας (Inclusive Growth). Αυτό συμβαίνει να είναι και το κεντρικό θέμα του φετινού 4ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, από όπου γράφεται αυτό το άρθρο.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 3/3/2019. 

Μετά τις Πρέσπες, ας δούμε τις ευκαιρίες

Η αντιπαράθεση γύρω από τη συμφωνία των Πρεσπών υπήρξε πολιτικά τραυματική και κοινωνικά διχαστική. Μετά την κύρωση της συμφωνίας, η χώρα έχει ανάγκη να γυρίσει σελίδα και να καταστήσει τη νέα πραγματικότητα εθνικά επωφελή.
Μια αναπόφευκτη συνέπεια της κύρωσης είναι ότι αλλάζει το σημείο εστίασης. Πολλές περίπλοκες νομικές πτυχές απομένουν βέβαια να διευθετηθούν, με τον διάβολο να κρύβεται στις λεπτομέρειες. Όμως, η επέλευση των κύριων έννομων συνεπειών της συμφωνίας δεν μπορεί πλέον να αποτραπεί. Άρα αυτό που μένει ως σημείο εθνικής σύγκλισης είναι να αξιοποιήσουμε τις όποιες θετικές δυνατότητες, ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους.
Η μεγάλη εικόνα και η συνολική δυναμική μπορεί να υπερισχύσει των επιμέρους επώδυνων για μας παραχωρήσεων, όπως η αναγνώριση «μακεδονικής» ιθαγένειας και γλώσσας. Αλλά όχι από μόνη της, και όχι εάν δεν εργαστούμε γι' αυτό.
Τα θετικά της συμφωνίας προσφέρονται. Ο κόσμος θα σταματήσει να αναφέρεται επισήμως στη χώρα αυτή ως «Μακεδονία», η διμερής διένεξη μπορεί να λήξει, η γειτονική χώρα να αποκτήσει ευρωπαϊκή πορεία, που εγγυάται μεγαλύτερη σταθερότητα. Η «Βόρεια Μακεδονία» θα είναι μια μικρή χώρα εξαρτημένη από την Ελλάδα και στραμμένη προς τη Θεσσαλονίκη.
Όμως η όποια θετική δυναμική είναι ενδογενής και όχι δεδομένη. Τα αποτελέσματά της θα καθοριστούν κυρίως από τις πράξεις ή παραλείψεις του ισχυρότερου μέρους, που είμαστε εμείς. Έχουμε απέναντί μας μια χώρα της οποίας δεν είμαστε ο φτωχός συγγενής αλλά ο πλούσιος γείτονας.
Θα τους αντιμετωπίσουμε με γενναιοδωρία, θα τους αγκαλιάσουμε με την αυτοπεποίθηση που γεννά η υπεροχή; Ή θα κρατήσουμε μια φοβική και μίζερη στάση αδικημένου κακομοίρη που περιμένει την κατάλληλη στιγμή να πάρει το αίμα του πίσω; Θα λύσουμε λογαριασμούς του εικοστού αιώνα, ή θα αντλήσουμε τις ωφέλειες του εικοστού πρώτου;
Περιττεύει να πούμε ποια στάση ωφελεί περισσότερο τα εθνικά μας συμφέροντα. Και αυτό ισχύει εξίσου για όσους υποστήριξαν τη συμφωνία όσο και για κείνους που την απέρριψαν ως εθνικά ζημιογόνα.
Χρήσιμο είναι επίσης να ανακτήσουμε μια αίσθηση ιστορικού μέτρου. Αν ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1930 μπορούσε να υπογράψει σύμφωνο φιλίας με τον Κεμάλ Ατατούρκ, αν η Γαλλία του '50 μπορούσε να δημιουργήσει ευρωπαϊκή κοινότητα μαζί με τη Γερμανία, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς του Πολέμου νωπούς ακόμα στο έδαφός της, τότε σίγουρα μπορεί και η Ελλάδα, από θέση ισχύος, να εγκαινιάσει μια περίοδο στενής συνεργασίας με τον βόρειο γείτονά της.

Η ένταξη της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ απομακρύνει (χωρίς να εξαλείφει) την αποσταθεροποιητική ρωσική επιρροή. Η Τουρκία θα εξακολουθήσει να επιδιώκει την εμπέδωση των ερεισμάτων της, όμως εμείς κρατάμε τα κλειδιά της ευρωπαϊκής τους προοπτικής. Πολύ σωστά υπενθύμισε ο Κ. Μητσοτάκης ότι η ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία του βόρειου γείτονα θα εξαρτάται από τη δική μας έγκριση.
Δεν είναι πρωτόγνωρο στην Ευρώπη οι ευεργετικές συνέπειες μιας διακρατικής σύμβασης να εξαρτώνται πλήρως από το πώς τα μέρη θα αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που δημιουργεί. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, που πυροδότησε την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, θα είχε ελάχιστη σημασία εάν οι επιχειρήσεις δεν είχαν ανοίξει τον δρόμο της ενοποίησης με διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές, εάν οι Ευρωπαίοι καταναλωτές δεν είχαν σπεύσει να ωφεληθούν, εάν οι Ευρωπαίοι πολίτες, φοιτητές και εργαζόμενοι δεν είχαν κινηθεί να αξιοποιήσουν τις ελευθερίες μετακίνησης και εγκατάστασης.
Έτσι κι εδώ. Αγαπά ή μισεί κανείς τη συμφωνία των Πρεσπών, θα μπορέσει να λειτουργήσει επωφελώς για την Ελλάδα εάν δουλέψουμε για να επεκτείνουμε την επιρροή μας στη χώρα αυτή. Εάν καλλιεργήσουμε τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας, της αρχαίας Μακεδονίας, του ελληνικού πολιτισμού στη γειτονική χώρα, προσελκύσουμε σπουδαστές τους στα ελληνικά πανεπιστήμια. Εάν εμπεδώσουμε εμπορικές συνεργασίες, που καθιστούν μονόδρομο τη θετική αλληλεξάρτηση και σύγκλιση συμφερόντων. Εάν προσεταιριστούμε αυτή τη χώρα ως σταθερό φίλο και σύμμαχο στο ΝΑΤΟ και (μελλοντικά) στην Ε.Ε. Εάν ξεπεράσουμε πικρίες του παρελθόντος χάριν των ευκαιριών του μέλλοντος. Και αυτά δεν είναι αφελείς Καντιανές φαντασιώσεις «αιώνιας ειρήνης», αλλά τα ιστορικά διδάγματα έξι δεκαετιών ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Και βέβαια τα Σκόπια δείχνουν αποφασιστικότητα στην προσέλκυση επενδύσεων και στη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις. Ο φορολογικός τους συντελεστής, όπως και στη Βουλγαρία, είναι 10%, ενώ στην Ελλάδα 29%. Η ελληνική κυβέρνηση απαντά στην πρόκληση της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης με προεκλογικές αυξήσεις του ελάχιστου μισθού πέρα από τις αντοχές της οικονομίας – ενώ θα μπορούσε να συνδυάσει χαμηλότερη αύξηση με μείωση ασφαλιστικών εισφορών.
Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι μια αριστερή κυβέρνηση (με τρόπο ενίοτε αδίστακτο και κυνικό) πέρασε αυτή τη συμφωνία. Αλλά μια κυβέρνηση οικονομικά φιλελεύθερη θα είναι πολύ πιο κατάλληλη για να αξιοποιήσει και να διευρύνει τις εθνικές ευκαιρίες που δημιουργεί.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 3/2/2019. 

Μαζευτείτε

Την περασμένη βδομάδα το Κοινοβούλιο, η χώρα, έζησαν στιγμές αθλιότητας. Για την ακρίβεια, ξανάζησαν την περίοδο των πρώτων δύο μνημονίων. Μόνο με τους ρόλους αντεστραμμένους.

Η μία όψη της παρακμής ήταν στο Κοινοβούλιο των παλαιοκομματικών μεταγραφών. Βουλευτές της εθνικολαϊκιστικής Δεξιάς, που έχτισαν καριέρες στην πατριδοκαπηλία και στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, αίφνης ανακάλυψαν τη γοητεία των Πρεσπών και της Αριστεράς, ως μετωνυμία για τη γοητεία της εξουσίας. Πηδώντας σαν μελισσούλες από κόμμα σε κόμμα.

Η δεύτερη όψη ήταν ορισμένα ΜΜΕ. Με υστερικούς συλλήβδην χαρακτηρισμούς για «αλήτες», «πουλημένους» και «προδότες», ακόμα και τάχα ευπρεπή ΜΜΕ του σύγχρονου αυριανισμού παραβίασαν τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την οξεία κριτική από τη χυδαία ανθρωποφαγία.

Στο κλίμα της εξαλλοσύνης προσαρμόστηκε ενθουσιωδώς το πεζοδρόμιο. Φωτογραφίες βουλευτών κρεμάστηκαν στις κολόνες της ΔΕΗ με τη λεζάντα «προδότες». Αλλοι προπηλακίζονται τακτικά από θυμωμένους πολίτες στις πλατείες και στις ρούγες της βόρειας Ελλάδας.

Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που σήμερα υφίστανται τις επιπτώσεις της πολιτικής εχθροπάθειας, ήταν προφανώς οι πρώτοι διδάξαντες. Το 2010-11 ανακοίνωναν τις μετακινήσεις βουλευτών του ΠΑΣΟΚ σε περιφερόμενους τραμπούκους «για να τους την πέσουν». Κρεμούσαν στα μανταλάκια πολιτικούς των μνημονίων, τους φώναζαν «ναζί» και «Τσολάκογλου».

Δικαιολογούσαν τις επιθέσεις ως «δίκαιη οργή του λαού» ή σχετικοποιούσαν την πολιτική βία με το εξίσου άθλιο «και το μνημόνιο βία είναι». Με το δημοψήφισμα του 2015 έφεραν την κοινωνία σε προεμφυλιακή ρήξη προκειμένου να δραπετεύσουν από τα βαθιά κομματικά και προγραμματικά τους αδιέξοδα.

Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ διέπρεψαν στον πολιτικό κυνισμό και αμοραλισμό. Η θητεία τους εξακολουθεί επιμόνως να διακινεί ένα θηριώδες ψέμα. Οτι τάχα η χώρα καταστράφηκε από τις πολιτικές των δύο μνημονίων και σώθηκε από τον Τσίπρα. Οι Ροβεσπιέροι της αριστερής ηθικής κυβέρνησαν αρμονικά, αδελφικά, επί τέσσερα χρόνια με τους ψεκασμένους της Ακροδεξιάς. Το ύφος του πολιτικού κουτσαβακισμού το ανέχθηκαν, το αγκάλιασαν και το αξιοποίησαν εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων. Τώρα (ω της ειρωνείας) το εισπράττουν στον σβέρκο τους.

Επομένως, «τα 'θελαν και τα 'παθαν», θα μπορούσε κάποιος να πει, και χαμογελώντας να προσπεράσει. Ελκυστική η λογική των συμψηφισμών. Αλλά και επικίνδυνη. Το τζίνι του πολιτικού φανατισμού δεν μαζεύεται εύκολα, όπως οι ίδιοι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανακάλυψαν. Η ιστορία των εθνικών διχασμών και των εμφύλιων συγκρούσεων δείχνει ότι ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία είναι ένα τοξικό εκκρεμές, όπου οι ρόλοι εναλλάσσονται. Το σημερινό θύμα είναι ο χθεσινός θύτης, πιθανόν κι ο αυριανός. Οταν η πολιτική αντιπαράθεση μετατρέπεται σε λασπομαχία δεν κερδίζουν τα πειστικότερα επιχειρήματα αλλά τα δυνατότερα κροσέ. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν η ακραία πόλωση εξυπηρετεί την αντιπολίτευση ή, αντιθέτως, θα καταλήξει να συσπειρώσει τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ και να ενισχύσει τα άκρα. Οι άνεμοι της εχθροπάθειας επιστρέφουν ως θύελλες.

Στο κλίμα του πολωμένου φανατισμού υπάρχουν και ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις πολιτικού θάρρους και ευθυκρισίας. Οι βουλευτές του Ποταμιού που καταψήφισαν την κυβέρνηση και θα ψηφίσουν τις Πρέσπες συνιστούν ένα τέτοιο παράδειγμα. Ακόμη κι αν διαφωνήσει κανείς με την επιλογή τους, η στάση τους είναι πεντακάθαρη και τολμάει να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Θα είναι ένας τιμητικός επίλογος, πριν από τη διάλυση.

Είναι ξεκάθαροι οι λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση Τσίπρα πρέπει να ηττηθεί πολιτικά. Για το μέγεθος της εξαπάτησης, για την έκταση της ζημιάς. Διότι η παραμονή τους στην εξουσία παρατείνει την παραλυτική εκκρεμότητα και αδράνεια στην οικονομία, επισωρεύοντας νέους κινδύνους. Αλλά η ήττα τους δεν πρέπει να συντελεστεί στα ερείπια ενός νέου διχασμού, με το πλήθος να κραυγάζει εν χορώ: «Προδότες».

Στην Πολωνία, ένας μετριοπαθής δήμαρχος έπεσε θύμα του πολιτικού μίσους. Η Βρετανία ζει τον δικό της εθνικό διχασμό, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα του εθνικισμού και του φανατισμού. Βουλευτές υποστηρικτές του Remain απειλούνται και προπηλακίζονται σε κάθε ευκαιρία. Στη Γαλλία, κάθε Σάββατο εκατοντάδες αγανακτισμένοι με κίτρινα γιλέκα σπάνε, δέρνουν και καταστρέφουν. Στη Θεσσαλονίκη, πέρυσι, είδαμε όλοι στις οθόνες τον ξυλοδαρμό του δημάρχου Μπουτάρη από έναν φασίζοντα μαινόμενο όχλο. Η δυστοπική βία δεν είναι τόσο μακριά μας.

Οι αντίπαλοι των Πρεσπών, η πλειοψηφία, πρέπει να κάνουν ένα βήμα πίσω. Να δεχθούν ότι υπάρχουν Έλληνες που υπερασπίζονται τη συμφωνία χωρίς να είναι ούτε προδότες, ούτε εθνομηδενιστές, ούτε εξωνημένοι, με την ίδια λαχτάρα να δουν την πατρίδα τους να προκόβει, αλλά με μια διαφορετική στάθμιση του τι συνιστά εθνικό συμφέρον. Εάν δεν μπορούν να συνδιαλλαγούν μαζί τους, τουλάχιστον ας τους σεβαστούν ως αντιπάλους.

Το ύφος στην πολιτική είναι ήθος και μήνυμα. Οι λέξεις χτυπάνε, πονάνε, δέρνουν, διαιρούν, φανατίζουν. Ας κάνουμε όλοι ένα βήμα πίσω, πριν η κατάσταση ξεφύγει.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 20/1/2019. 

Δύο δημοφιλείς πλάνες για τους ηγέτες και τις ελίτ

Δ​​ύο δημοφιλείς πλάνες ανθούν στην Ευρώπη του παρδαλού λαϊκισμού και των μειωμένων προσδοκιών.

Η μία διατείνεται ότι το πρόβλημα της Ευρώπης είναι πρόβλημα ηγεσιών. Απουσιάζουν, λέει, προσωπικότητες μεγέθους ενός Κολ, Μιτεράν, Ντελόρ. Η ιστορική απόσταση τείνει να «ψηλώνει» και να εξιδανικεύει τους ηγέτες του παρελθόντος. Στην εποχή τους, οι επικριτές στηλίτευαν τον επαρχιωτισμό του Κολ, τον οικονομικό αναλφαβητισμό του Μιτεράν, την ατολμία του Ντελόρ.

Η πλάνη παραβλέπει τις ουσιώδεις αιτίες. Η βαθύτερα ενοποιημένη Ευρώπη των «28» είναι και βαθύτερα διαιρεμένη. Τις «σιωπηρές συναινέσεις» του παρελθόντος έχουν διαδεχθεί οι «θορυβώδεις διαφωνίες» της νεότερης περιόδου. Η διακυβέρνηση σήμερα είναι διαρκής διαχείριση κρίσεων με ευρείς, οδυνηρούς συμβιβασμούς. Ο Κολ δεν θα τα κατάφερνε καλύτερα από τη Μέρκελ. Η μετάθεση της ευθύνης στα πρόσωπα εμποδίζει τη συζήτηση να εστιαστεί εκεί που πρέπει: στη διάσταση εθνικών συμφερόντων, στις διευρυνόμενες ανισότητες και αποκλίσεις. Που απαιτούν πολιτικές ενσωμάτωσης, γενναίων συναινέσεων, μεγάλων συμβιβασμών και υπερεθνικών λύσεων.

Η δεύτερη πλάνη είναι ακόμα πιο διαδεδομένη. Οπως έγραφε ο Στάθης Καλύβας την περασμένη Κυριακή, «δυστυχώς, το αφήγημα των αποκομμένων και αλαζονικών ελίτ κυριαρχεί στη σημερινή Ευρώπη, συχνά μάλιστα μέσα στις ίδιες τις ελίτ, κυρίως λόγω πνευματικής οκνηρίας που οδηγεί στην υιοθεσία των κάθε είδους κλισέ».

Το κλισέ των αποκομμένων ελίτ εκτός από λαϊκίστικο είναι και ανιστόρητο. Ποτέ στο παρελθόν οι δημοκρατικά εκλεγμένες ηγεσίες δεν παρακολουθούσαν τόσο στενά τις αντιλήψεις και διαθέσεις της κοινής γνώμης. Ποτέ οι ελίτ στη φιλελεύθερη Δύση δεν βρίσκονταν τόσο ανοιχτά εκτεθειμένες στην αμφισβήτηση και την αποδομητική κριτική, όχι απλώς από μια δράκα επικριτικών ΜΜΕ αλλά από εκατομμύρια «ελεύθερους σκοπευτές» του Διαδικτύου και των social media.

Ποτέ στο παρελθόν οι ηγεσίες δεν υποχρεώνονταν σε επιδείξεις ταπεινοφροσύνης όπως σήμερα – κι αυτό είναι σπουδαίο. Ο πρόεδρος Μακρόν έσπευσε να υπαναχωρήσει αναφωνώντας mea culpa για την εξέγερση των «Κίτρινων Γιλέκων» – δεν θυμάται κανείς τον Ντε Γκωλ, τον Ζισκάρ ή τον Μιτεράν να αυτομαστιγώνονται με τέτοια προθυμία.

Απομόνωση των ελίτ; Παραδοσιακά οι ηγέτες διαμόρφωναν υψηλή πολιτική σε κλειστό κύκλο. Ο Λίντον Τζόνσον έστειλε εκατομμύρια νεαρούς Αμερικανούς σε έναν μισητό πόλεμο στις ζούγκλες του Βιετνάμ – εκατοντάδες χιλιάδες επέστρεψαν νεκροί και σακατεμένοι. Σήμερα ο Τραμπ ασκεί εξωτερική πολιτική ασφάλειας εκτοξεύοντας tweets, μαζεύοντας likes και δυναμιτίζοντας συμμαχίες δεκαετιών, ενάντια στη γνώμη όλων των ειδικών, με οδηγό το πολιτικό του ένστικτο και την ανάγκη διατήρησης της εκλογικής του βάσης. Η raison d' état, πολιτική εθνικού συμφέροντος, έχει δώσει τη θέση της στη vox populi, όπως καταδεικνύει το αργό ναυάγιο του δημοψηφισματικού Brexit. Aκόμη και σε σοβαρές κυβερνήσεις, όπου ο υπουργός Αμυνας δεν ντύνεται καταδρομέας προς άγραν «πατριωτικών» ψήφων.

Δεν υπάρχουν σήμερα πολιτικοί που να μη συμβουλεύονται δημοσκόπους και focus groups για κάθε σημαντική κίνηση. Η περίφημη «παράσταση νίκης» ενεργοποιεί αυτοεκπληρούμενες προφητείες, όπου ο αναποφάσιστος ψηφοφόρος ακολουθεί το ρεύμα. Το δημοσκοπικό ρεύμα δεν οδηγεί πάντα σε εθνικά επωφελείς λύσεις, αλλά οι πολιτικοί σήμερα έχουν λιγότερη δύναμη να του αντισταθούν.

Κάποιες φορές πρέπει οι ελίτ να είναι αποκομμένες. Η καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν θα γινόταν αίτημα του «λαού» εάν οι πολίτες έπρεπε να εγκαταλείψουν βολικές συνήθειες και να πληρώνουν όταν ρυπαίνουν. Κάποιες ελίτ επιστημόνων χτύπησαν το καμπανάκι, κάποιες ελίτ δημοσιογράφων το ανέβασαν, κάποιες ελίτ πολιτικών συνεργάστηκαν, διαπραγματεύθηκαν, κάποιες προοδευτικές ελίτ οικολογικών κινημάτων τούς στήριξαν, για να φτάσουν στη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Αντίθετα, τα «Κίτρινα Γιλέκα» εξεγέρθηκαν ενάντια στον φόρο στη βενζίνη, υπό τα χειροκροτήματα των Τραμπ, Πούτιν και Λεπέν. Και οι οδηγοί των SUV στις ΗΠΑ καταδημαγωγούνται ευχαρίστως από τον Τραμπ και τις πετρελαϊκές για να αρνούνται τα αδιάσειστα ευρήματα της επιστήμης.

Αλλες φιλελεύθερες ελίτ προστάτεψαν πρόσφυγες από την τυφλή οργή των «απειλούμενων πλειοψηφιών» (που γράφει ο Ιβάν Κράστεφ). Εφτιαξαν συντάγματα προστασίας των δικαιωμάτων από την τυραννία της πλειοψηφίας και την αυθαιρεσία της ανεξέλεγκτης εξουσίας. Οι μειοψηφίες, οι αδύναμοι, ο πλανήτης οφείλουν πολλά σε κάποιες προοδευτικές ελίτ και στους φιλελεύθερους θεσμούς, που δεν περίμεναν λαϊκή στήριξη για να δράσουν.

Ασφαλώς και υπάρχουν ελίτ αλαζονικές, υπεροπτικές, αποκομμένες από την πλειοψηφία. Αλλά η οικοδόμηση πολιτικής σε αυτό το ιδεολόγημα παράγει πολιτικές τυφλής οργής, όπου κάνουν πάρτι οι ακραίοι και δημαγωγοί. Μειώνει την πολιτική σε μια πρωτόγονη, αυταρχικών τάσεων σύγκρουση μέχρις εσχάτων, «να φύγουν αυτοί να έρθουμε εμείς».

Το θέμα δεν είναι οι ελίτ. Το θέμα είναι να είναι αξιοκρατικές, να έχουν κοινωνική συνείδηση, να υπηρετούν πολιτικές δημόσιου συμφέροντος και να ελέγχονται δημοκρατικά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 23/12/2018. 

Μάχες οπισθοφυλακής, και οι τρεις προκλήσεις του μέλλοντος

Βυθισμένη στην αυτοαναφορικότητα της κομματικής αντιπαράθεσης, η χώρα βλέπει τα τρένα να περνούν. Στη δημόσια συζήτηση λύνουμε λογαριασμούς του Ψυχρού Πολέμου (Εμφύλιος, κομμουνισμός, Πινοσέτ), όταν δεν ανασύρουμε το έπος του Μακεδονικού. Ο ορίζοντας φτάνει, βία, μέχρι τις επόμενες εκλογές. Οποτε το μέλλον εισέρχεται στη συζήτηση είναι εσχατολογικά ή προσχηματικά. Σπάνια απαντάται το ερώτημα: πώς προετοιμαζόμαστε;
Πάρτε την κλιματική αλλαγή. Μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα οι ημέρες με καύσωνα θα αυξηθούν κατά 10-15 ετησίως, και τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι συχνότερα. Το κόστος ενέργειας θα αυξηθεί σημαντικά, οι δασικές πυρκαγιές θα γίνουν συχνότερες, παράκτιες περιοχές θα καλυφθούν από θάλασσα, όπως δείχνει πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις. Πώς προετοιμάζονται οι φορείς του κράτους; Πώς δρομολογούν την απεξάρτηση από τη χρήση ορυκτών καυσίμων στις επόμενες δεκαετίες; Πώς επεξεργάζονται σχέδια αντιμετώπισης επιπτώσεων σε κλάδους όπως η αγροτική παραγωγή και ο τουρισμός; Πώς θα διευκολύνουν την προσαρμογή της κτιριακής υποδομής; Πώς θα προσελκύσουν μελλοντικές επενδύσεις σε τομείς, όπως η επέκταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η ανάπτυξη ψυχρών δομικών υλικών, η αναβάθμιση λιμανιών;
Δείτε μετά την πρόκληση της δημογραφικής γήρανσης. Εως το 2050 η μείωση του πληθυσμού υπολογίζεται να κυμανθεί μεταξύ 800.000 και 2,5 εκατομμυρίων ανθρώπων, με αντίστοιχη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού. Η τάση είναι τρομακτική για τη δυνατότητα της οικονομίας να διαφυλάξει ένα ελάχιστο ευημερίας, για την επιβίωση του κράτους πρόνοιας, για την εθνική ακεραιότητα. Θα αναμέναμε έναν εθνικό διάλογο πέραν των επικλήσεων στα αναπαραγωγικά ένστικτα του ελληνισμού.
Εκτός από το ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων στο δημογραφικό υπάρχει και το ισοζύγιο της μετανάστευσης. Ποιες πολιτικές θα ανακόψουν τη φυγή παραγωγικού δυναμικού ή θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό του; Και επειδή αυτές δεν θα έχουν θεαματικά αποτελέσματα, πρέπει η συζήτηση να στραφεί σε μια συστηματική, οργανωμένη σε πολλαπλά επίπεδα και σε βάθος χρόνου πολιτική μαζικής προσέλκυσης και ενσωμάτωσης ξένων μεταναστών που θα αποτελέσουν, αυτοί και τα παιδιά τους, Ελληνες πρώτης γενιάς. Η Αμερική το κάνει αιώνες τώρα – ο δυναμισμός της εθνικής ταυτότητας της επιτρέπει να είναι το απόλυτο χωνευτήρι. Η Γερμανία της Μέρκελ επιδίωξε το ίδιο με την ενσωμάτωση προσφύγων από τη Συρία – οι κοινωνικές της δομές τής επιτρέπουν να βάζει τον πήχυ της δυσκολίας ψηλά. Η Ελλάδα θα μπορούσε να προσελκύσει πληθυσμούς όμορους πολιτισμικά, γεωγραφικά, θρησκευτικά, που η ενσωμάτωσή τους θα είναι ευχερέστερη σε μια χώρα ανεπαρκών κοινωνικών θεσμών.
Τρίτη κορυφαία πρόκληση, η μακροπρόθεσμη αύξηση της παραγωγικότητας. Ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας από το ’90 μέχρι την κρίση ήταν πολύ ικανοποιητικός. Ομως μετά την κρίση η οικονομία πέρασε σε ραγδαία αποεπένδυση και μείωση της απασχόλησης, που επηρεάζουν αρνητικά την παραγωγική δυνατότητα. Δεν είναι μόνο η αύξηση της απασχόλησης και η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων που πρέπει να προταχθούν. Είναι και οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τη συνολική παραγωγικότητα, όπως οι δεκάδες δείκτες του World Economic Forum και της World Bank. Είναι η βελτίωση της ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού. Οι απόφοιτοί μας είναι φορτωμένοι τυπικές γνώσεις και πτυχία, αλλά έχουν χαμηλές δεξιότητες (επικοινωνία, γλωσσομάθεια, προσαρμοστικότητα). Οι δεξιότητες του μέλλοντος απαιτούν αναπροσανατολισμό εκπαιδευτικών προγραμμάτων και επέκταση της διά βίου εκπαίδευσης. Πρέπει να ξεπεράσουμε την κατάργηση των Λατινικών και να συζητάμε για γλώσσες υπολογιστών.
Η Ελλάδα παραμένει ουραγός στην Ε.Ε. στην ψηφιοποίηση: συνδεσιμότητα, ανθρώπινο κεφάλαιο, χρήση Διαδικτύου, ενσωμάτωση ψηφιακής τεχνολογίας και ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες. Υστερούμε και στα πέντε, και η όποια πρόοδος είναι πολύ αργή, διευρύνοντας την ψηφιακή μας απόκλιση. Η ψηφιακή οικονομία επηρεάζει την αυριανή παραγωγή και απασχόληση. Ο συνδυασμός ψηφιοποίησης, μηχανημάτων που λειτουργούν με αλγόριθμους και τεχνητής νοημοσύνης σημαίνει ότι δυνητικά όλα τα είδη εργασίας μπορούν να αυτοματοποιηθούν. Διαδίκτυο των πραγμάτων, τρισδιάστατη εκτύπωση και εικονική πραγματικότητα αλλάζουν τη φύση επαγγελμάτων από την ιατρική μέχρι την αρχιτεκτονική. Ο συντονισμός ανάμεσα σε πλατφόρμες (από Amazon μέχρι Beat), η χρήση ψηφιακών δικτύων για τον συντονισμό οικονομικών συναλλαγών με αλγοριθμικό τρόπο αλλάζει τα δεδομένα.
Χωρίς τα αναγκαία άλματα, η Ελλάδα, η οποία 60 χρόνια πριν ήταν μια «αναπτυσσόμενη» οικονομία, 60 χρόνια αργότερα μπορεί να έχει καταλήξει μια νεόπτωχη χώρα. Οι καθοδικές πορείες δεν είναι ασυνήθεις. Η Αργεντινή που δεκαετίες τώρα παραδέρνει από τη μία κρίση στην άλλη με μια φτωχοποιημένη μεσαία τάξη, στις αρχές του 20ού είχε εισόδημα υψηλότερο από της Γαλλίας και της Γερμανίας. Αντίστροφα, ο μισθός στην Εσθονία, πρωτοπόρο του e-government, είναι σήμερα 1.320 ευρώ, έναντι 7,5 το 1991. Η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα εθνών που κέρδισαν το στοίχημα με το μέλλον και άλλων που έμειναν πίσω να σκιαμαχούν με το παρελθόν.
 
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 30/9/2018.

Οι εχθροί της Ευρώπης δεν κατοικούν εδώ

K​​ορυφαία στιγμή της εβδομάδας που πέρασε ήταν η ισχυρή πλειοψηφία 448 μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ενεργοποίηση του άρθρου 7 εναντίον της αυταρχικής και διεφθαρμένης κυβέρνησης Ορμπαν. Μια ισχυρή συμμαχία Αριστεράς, Οικολόγων, Σοσιαλιστών, Φιλελευθέρων, και πολλών Κεντροδεξιών (μεταξύ των οποίων η ηγεσία του ΕΛΚ και η Ν.Δ.) είπαν «ώς εδώ» στις φαλκιδεύσεις δικαστικής ανεξαρτησίας, στις παραβιάσεις ελευθερίας του Τύπου και ακαδημαϊκής ελευθερίας, στην καταπίεση μειονοτήτων και μεταναστών και σε άλλες πρακτικές του καθεστώτος Ορμπαν.

Ο Ορμπαν δεν είναι Ασιάτης τύραννος σε παράκρουση όπως ο Ερντογάν. Δεν κλείνει διά της βίας τα ΜΜΕ της αντιπολίτευσης, βάζει τον συνέταιρό του να τα αγοράσει. Δεν φυλακίζει ακαδημαϊκούς και πρυτάνεις πανεπιστημίων, εκδίδει νομοθεσία που απαγορεύει τη λειτουργία τους.

Είναι υπόγειος και παίζει στα δάχτυλα το εγχειρίδιο του σύγχρονου αυταρχισμού. Βέβαια η παραπομπή της Ουγγαρίας δεν θα ευδοκιμήσει (ομοφωνία δεν υπάρχει) και βέβαια ο κατάλογος της ντροπής δεν τελειώνει με την Ουγγαρία και την Πολωνία – στη Σλοβακία και στη Μάλτα δολοφονήθηκαν δημοσιογράφοι που διερευνούσαν κυβερνητική διαφθορά. Ομως η Ε.Ε. επιβεβαίωσε τις δημοκρατικές της αξίες. Ακόμα και το ΕΛΚ, η ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά, της οποίας ο Ορμπαν είναι μέλος, ψήφισε εναντίον του, και η Ν.Δ. (που υπό τον Κ. Μητσοτάκη έχει συχνά αντιπαρατεθεί με τον Ορμπαν) βρήκε μία ακόμα ευκαιρία υπενθύμισης του φιλελεύθερου ευρωπαϊσμού της. Θλιβερή εξαίρεση οι Γάλλοι Ρεπουμπλικανοί, που υπό τη νέα δεξιά ηγεσία τους αποδεικνύουν πόσο αναγκαίος είναι ο Μακρόν για τη χώρα του και την Ευρώπη.

Η σημασία των παραπάνω συνοψίστηκε στο άλλο βαρύνον γεγονός της βδομάδας, την ομιλία του προέδρου Γιούνκερ για την «κατάσταση της Ενωσης». Η ομιλία Γιούνκερ ήταν ένας ύμνος στην ανάγκη της ευρωπαϊκής ενότητας, απαραίτητη λόγω των εσωτερικών της διαιρέσεων. Οση ενότητα μπορεί να σφυρηλατήσει σήμερα η Ε.Ε., είναι κυρίως χάρη στους διακηρυγμένους εχθρούς της. Τον επιθετικό εθνικισμό «που απορρίπτει και απεχθάνεται τους άλλους, που αναζητεί ενόχους αντί να αναζητεί λύσεις οι οποίες θα μας επιτρέψουν να συμβιώσουμε καλύτερα». Τα κόμματα της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς (που προστατεύει και η Ρωσία του Πούτιν και ο Μπάνον του Τραμπ) και το οπλοστάσιο των fake news.

Ο πρόεδρος Γιούνκερ αναφέρθηκε στις προκλήσεις αυτές, σημειώνοντας ακόμα πόσο σημαντική θα ήταν η απεξάρτηση των διεθνών συναλλαγών (ακόμα και μεταξύ ευρωπαϊκών οικονομιών!) από το δολάριο. Η Κομισιόν, άλλωστε, ηρωικά κωπηλατεί για την εμβάθυνση του ευρώ – όμως τα μέλη έχουν διαφορετικές προτιμήσεις. Ο Γιούνκερ είναι σημαντικός πρόεδρος, όχι γιατί κατόρθωσε τα μεγάλα (όπως ένας Χόλσταϊν ή ένας Ντελόρ), αλλά διότι στη χειρότερη περιδίνηση της Ευρώπης, όταν «η Ιστορία εισέβαλε στη ζωή της», απέτρεψε τα χειρότερα. Ο λόγος του εκπέμπει πάθος – με την αυξημένη πειθώ που προσδίδουν οι ανθρώπινες ατέλειές του. Η εικόνα του Γιούνκερ, όπως βαδίζει με μικρά, αγκυλωμένα, ασταθή βήματα, συνοψίζει τη σημερινή Ευρώπη: ένα κουρασμένο γεροντικό σώμα, που όμως οι ιδέες του εξακολουθούν να ακτινοβολούν ορθολογική ευφυΐα, ιστορική ενσυναίσθηση και αξιακή υπεροχή.

Θα πρότεινα κοιτώντας την Ευρώπη να αισιοδοξούμε για την κατάσταση της Ελλάδας. Ναι μεν τα οικονομικά δεδομένα εμπνέουν μεσοπρόθεσμη κατάθλιψη και μακροπρόθεσμο τρόμο – συνδυαζόμενα με το τέρας της δημογραφικής γήρανσης. Εντούτοις, στο πολιτικό επίπεδο είμαστε σε γραμμή βελτίωσης και όχι επιδείνωσης: ο ακραίος λαϊκισμός που το 2010-15 καταβρόχθιζε τη χώρα, βρίσκεται σε αποδρομή (κουρασμένος από την τετραετή άσκηση της εξουσίας). Γνωρίζω ότι η επίδειξη απαισιοδοξίας είναι η καλλισθενική γυμναστική του κάθε σχολιαστή, όμως θα τολμήσω να πω ότι η Ελλάδα δεν είναι πια μέρος του ευρωπαϊκού προβλήματος, και η κρίση της δυτικής δημοκρατίας αφορά πρωτίστως άλλους και όχι εμάς.

Τι να πει μια ένδοξη κοινοβουλευτική δημοκρατία σαν το Ηνωμένο Βασίλειο, που δύο χρόνια τώρα χορεύει στον ρυθμό του Φάρατζ και του Μπόρις; Τι να πει η μπλοκαρισμένη Ιταλία, που από ιδρυτικό μέλος έχει μεταβληθεί στην πιο ευρωφοβική οικονομία της Ευρώπης; Τι να πουν οι φιλελεύθεροι πολίτες στην Πολωνία και στην Ουγγαρία, ανίσχυροι απέναντι στις κυβερνητικές τους πλειοψηφίες; Τι να πουν και οι συνταγματικοί πατριώτες και liberals της Αμερικής, ζώντας την καθημερινή δυστοπία ενός κακού ριάλιτι στον Λευκό Οίκο;

Η αυτομαστίγωση μιας Ελλάδας τάχα παγκόσμιας εξαίρεσης είναι δημοφιλές άθλημα. Όμως, σε πολλά σημαντικά ζητήματα, όπως στη μεγάλη για την Ευρώπη απειλή του επιθετικού εθνικισμού, στην ανάδυση του αυταρχισμού και στην ιδεολογικοποίησή του στο όνομα ενός δήθεν εναλλακτικού «μοντέλου» ανελεύθερης «δημοκρατίας», η Ελλάδα, ως πολιτικό σύστημα, βρίσκεται, κατά βάση, στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Η χώρα αυτή πέρασε πολλά, έκανε μοιραία λάθη, εξέθρεψε ακραίους λαϊκισμούς, τους πληρώνει ακόμα ακριβά. Όμως, στην παρούσα συγκυρία, επιβαίνουμε στο βαγόνι της ευρωπαϊκής ενότητας. Οι εχθροί της Ευρώπης, προσώρας, δεν κατοικούν εδώ.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 16/9/2018.