Τετάρτη, 15 Ιανουάριος 2025

Ποιος φοβάται την Κοινωνιολογία;

Η συζήτηση για την κοινωνιολογία δεν θα εξαντληθεί βέβαια σε τούτο το αφιέρωμα. Πολλά θέματα, που εκτείνονται από τα σχολικά βιβλία, τη διδασκαλία και τον τρόπο της ή και την εξέταση του μαθήματος, μέχρι τα ζητήματα του κλάδου στην εκπαίδευση, δεν κουβεντιάζονται εδώ. Αφορμή στάθηκε ο τρόπος που επιχειρήθηκε η απόρριψη της κοινωνιολογίας ως «περιττή και επικίνδυνη διαπαιδαγώγιση κομμουνίλας στους νέους μας». Εκτός από πολιτικά ανόητος, ήταν ολωσδιόλου εκτός κοινωνίας, αφού μιλάμε για τη μεγαλύτερη παράδοση σκέψης που σημάδεψε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και γονιμοποίησε το βάθος και το εύρος της επιστήμης από τη στιγμή που ο άνθρωπος και οι κοινωνίες του άρχισαν να γίνονται επίκεντρα του ενδιαφέροντος ‒ πράγμα που ισχυροποιήθηκε καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ανακόπηκε με την επικράτηση του ναζισμού και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να συνεχιστεί, κατόπιν, έως τις μέρες μας.
Πράγματι, ο Γάλλος φιλόσοφος Αύγουστος Κοντ ύστερα από πολυετή συνεργασία με τον θεωρητικό της επιστημονικής οργάνωσης της βιομηχανικής κοινωνίας, τον κόμη Σαιν Σιμόν, και χάρη στην επιρροή της φιλοσοφικοπολιτικής σκέψης του τελευταίου, έθεσε τα θεμέλια του θετικισμού και της κοινωνικής επιστήμης. Ο Ανρύ ντε Σαιν Σιμόν υποστήριζε ότι «δεν φτιάχνουν οι νόμοι την κοινωνία αλλά ότι η κοινωνία φτιάχνει τους νόμους» και, μαζί με τον Κοντ επιχείρησαν να υποτάξουν τους νόμους «κάτω από τα πόδια του λαού και όχι πάνω από το κεφάλι του». Η εποχή τους, ο 19ος αιώνας, ήταν ο αιώνας της επιστήμης και της ενοποιητικής της ορμής. Και παρά το γεγονός ότι, λίγο πριν, ο Βολταίρος μιλούσε για «αβύσσους υπερβολικά βαθιές για την ισχνή μας όραση», ο Σαιν Σιμόν ‒παράλληλα με τις ατυχείς προσπάθειές του να κατακτήσει την καρδιά της Μαντάμ ντε Σταέλ‒ έθετε για πρώτη φορά την ιδέα της οργάνωσης της κοινωνίας ως προϋπόθεσης μιας οιονεί διεθνούς διακυβέρνησης. Ήδη, το 1814 πρότεινε την ένωση «όλων των ευρωπαϊκών λαών σε μια ενιαία πολιτική οργάνωση». Πίστευε, όπως πολλοί σήμερα, ότι η ευρωπαϊκή ομοσπονδία θα ήταν το κλειδί για έναν κόσμο σταθερά προσηλωμένο στην ειρήνη, την αλληλεγγύη και την καλλιέργεια της αδελφικής αγάπης. Η νέα επιστήμη που καθιέρωσε ο Κοντ ως κορωνίδα «Κοινωνιολογία» προοριζόταν να παράσχει την εργαλειοθήκη για την ορθολογική διαχείριση της κοινωνικής αβύσσου. Σίγουρα ο Σαιν Σιμόν και ο Α. Κοντ, όπως και ο Μπένθαμ, ο Στιούρατ Μιλ, ο Μαρξ, ο Βέμπερ και ο Ντυρκέμ και πολλοί άλλοι, σήμερα θα ένοιωθαν άβολα στις Βρυξέλλες ή στα γραφεία του ΟΗΕ και στα λοιπά κέντρα του σύγχρονου διεθνισμού.
Έκτοτε, η κοινωνιολογία απέκτησε τους πιστούς της, τους δικούς της «ιερείς», τις σχολές της, τα δόγματά της, τις πειθαρχήσεις της. Και όλοι, οι θεράποντες της κοινωνικής σκέψης και εταίροι στην Αμερική και την Ευρώπη, όπως και οι θεμελιωτές, κάτι είπαν για την κοινωνία, κάτι κόμισαν και, όλοι τους, στα ίχνη των πρωτοπόρων, λειτούργησαν ως κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Ανοιξαν μυαλά, έδειξαν αυτό που πολλές φορές δεν φαίνεται, παρέθεσαν τις καλύτερες κοινωνικές ιδέες και πρότειναν τις καλύτερες κοινωνικές πρακτικές. Δημιούργησαν μονοπάτια στον ανθρώπινο νου, μίλησαν για την άμβλυνση του κοινωνικού πόνου. Συγκεκριμενοποίησαν αρχές και έννοιες (το κοινωνικό γεγονός, την ανομία, τη συλλογική συνείδηση, το νοήμα της ανθρώπινης δράσης, την αξιολογική ουδετερότητα, τους ιδεότυπους, τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, φώτισαν τους ρόλους και τους κοινωνικούς θεσμούς, την κοινωνικοποίηση και τον έλεγχο, την εκπαίδευση και την ενσυναίσθηση, τις κοινωνικές συγκρούσεις, το εμπόρευμα ως φετίχ, τα μέσα και τους κοινωνικούς σκοπούς κ.ο.κ.), για να βρουν κάτι από το πλήθος των πεδίων και των διαφορετικών περιπτώσεων στο χώρο και τον χρόνο, να προτείνουν, να αρνηθούν, να διακρίνουν, να επιχειρηματολογίσουν, να διαλεχθούν κοινωνικά και πολιτικά∙ για να φθάσουν στο μεδούλι των πολιτισμών, της μικρής ομάδας, αλλά και στη μεγάλη εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας και της μετάβασής της από τη νεοτερικότητα στη μετανεοτερικότητα.
Και στην Ελλάδα; Όντως, έγινε κάτι αντίστοιχο με διακυμάνσεις καθόλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα: μελέτες, βιβλία, μεταφράσεις κ.λπ. Μετακενώθηκε ολόκληρος σχεδόν ο πλούτος της κοινωνικής σκέψης στη γλώσσα μας, στα πανεπιστημιακά τμήματα, τις σχολές, με τον κάματο και τη μέριμνα δεκάδων φωτισμένων δασκάλων. Πρόχειρα θα μνημονεύσω, για τη δική μας γενιά, τις μελέτες του Νίκου Μουζέλη, του Κων/νου Τσουκαλά, του Νίκου Πουλαντζά, του Κώστα Βεργόπουλου, της Άννας Φραγκουδάκη, της Λαμπίρη-Δημάκη, του Κώστα Τσαούση, του Βασίλη Φίλια. Πολλοί νεότεροι, είτε μέσω των τμημάτων τους είτε μέσω αυτοτελών εργασιών τους μίλησαν για πράγματα που αφορούν την Ελλάδα, την αυτογνωσία μας, τον εκσυγχρονισμό μας, τα κουσούρια μας. Ωστόσο, η μεγάλη παραγωγή μελετών, μεταφράσεων, ερευνών, αφιερωμάτων, περιοδικών, μεγάλων εκδοτικών σειρών κ.λπ. δεν κινήθηκε παράλληλα με την αξιοποίηση του πλούτου που δημιουργήθηκε γύρω μας ώριμος, ταξινομητικός και αυτοταξινομούμενος, που φωτίζει την κοινωνική αλλαγή, που την μελετά αλλά και την επινοεί. Πολλές φορές μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους της εκπαίδευσης από την πολιτισμική ουσία της σε απλή πιστοποίηση ενός τίτλου. Το αποτέλεσμα, ήταν μια επιπλέον μήτρα στρεβλώσεων και ένδειας: το παράδοξο, οι κοινωνικοί σχεδιαστές και οι πολιτικοί, να μιλούν για την κοινωνία και να επιλέγουν τις δράσεις τους με πρωτοφανή άγνοια στοιχειωδών πραγμάτων της κοινωνίας τους.
Λοιπόν, ποιος φοβάται την κοινωνιολογία; Η απάντηση: όλοι όσοι σιτίζονται από τις κοινωνικές αγκυλώσεις∙ όλοι όσοι θέλουν τη νέα γενιά στο σκότος∙ όσοι θέλουν τα προνόμιά τους∙ όσοι δεν μπορούν και δεν θέλουν να διαγνώσουν και να αποδεχθούν την κοινωνική αλλαγή∙ όλοι οι οπαδοί της αρχής του Τομάσι ντι Λαμπεντούζα: «να τα αλλάξουμε όλα, αλλά χωρίς να αλλάξει τίποτα». Αυτό θέλουμε;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/10/2018. 

Τέσσερις μύθοι γύρω από τη βιομηχανία

Ο ​​Ηρόδοτος ως πατέρας της Ιστορίας ήταν ο πρώτος συγγραφέας που χρησιμοποίησε τη λέξη «μύθος» με την έννοια της «απίθανης ιστορίας». Οι μύθοι ήταν και παραμένουν δημοφιλείς επειδή έχουν κάποια εκφραστική δύναμη, χωρίς να εμπεριέχουν διαλεκτικό συλλογισμό. Σε κάθε περίπτωση, αποτελούν μη ορθολογικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας.

Είναι κοινός τόπος ότι η αντίληψη σχετικά με τη βιομηχανία στη χώρα μας δεν είναι τέτοια που να υποστηρίζει αυτή τη μορφή του επιχειρείν. Πέραν των προβλημάτων ρυθμιστικού χαρακτήρα, υπάρχουν ριζωμένες αντιλήψεις που δεν ευνοούν την εμπέδωση της βιομηχανίας ως σημαντικού παράγοντα ανάπτυξης για τον τόπο μας. Οι αντιλήψεις αυτές έχουν τον χαρακτήρα του μύθου μιας και βασίζονται σε εμφανώς ανορθολογικές ερμηνείες ή σε απλουστευτικές προσεγγίσεις του ζωτικού αυτού για την οικονομία μας κλάδου. Τέσσερις είναι οι βασικοί μύθοι που περιβάλλουν τη βιομηχανία στη χώρα μας.

Η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα

Πέραν του 8% του ΑΕΠ προέρχεται από τη μεταποίηση, η οποία άρχισε να εξελίσσεται στην Ελλάδα αμέσως μετά το τέλος της δεκαετίας του '40. Το υψηλότερο ποσοστό συμβολής της στο ΑΕΠ κατεγράφη στα τέλη της δεκαετίας του '80, ξεπερνώντας το 12%, όταν παράλληλα διαδοχικές παρεμβάσεις μείωσαν την ισχύ του εθνικού νομίσματος. Στην Ελλάδα παράγονται –μεταξύ άλλων– με αυξημένο ρυθμό ανάπτυξης εκλεκτά βαμβακονήματα, δομικά υλικά, ειδικά κράματα για τη ναυτιλία και την αυτοκινητοβιομηχανία, καλώδια υψηλής τάσεως για υποθαλάσσιες συνδέσεις, ειδικά επεξεργασμένα ορυκτά υψηλής αξίας, ρομποτικά συστήματα για αυτοματισμούς, μετασχηματιστές, εξαρτήματα συνδέσεων υδραυλικών δικτύων, πίνακες ασύρματων δικτύων, προϊόντα αμυντικών εφαρμογών και αντικεραυνικά συστήματα. Τα περισσότερα από τα ανωτέρω προϊόντα όταν δεν βασίζονται στην απλή μεταποίηση πρώτων υλών, που βρίσκονται στην Ελλάδα ή εισάγονται, εμπεριέχουν κατεργασία υψηλής προστιθέμενης αξίας που συνεισφέρει στην εθνική οικονομία, ενώ αξιοποιεί τεχνολογίες αιχμής και απασχολεί το πλέον καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό. Υπάρχουν συγκεκριμένοι κλάδοι όπως ο εξορυκτικός και ο μεταλλουργικός στους οποίους η χώρα μας πρωταγωνιστεί σε διεθνές επίπεδο ενώ υπήρξαν μέχρι πρόσφατα και κλάδοι όπως η κλωστοϋφαντουργία και η υποδηματοποιία που είχαν ιδιαίτερη διεθνή παρουσία. Η μεταποιητική δραστηριότητα συνεχίζει να υφίσταται στην Ελλάδα και μάλιστα κυρίως στηριζόμενη από τους Ελληνες επιχειρηματίες εν μέσω πολλαπλών κανονιστικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών μεταβαλλόμενων συνθηκών που δεν ευνοούν την εν γένει ανάπτυξή της.

Η βιομηχανία εξαντλεί τους φυσικούς πόρους και μολύνει

Η αντίληψη αυτή αγνοεί πλήρως ότι οι φυσικοί πόροι αποτελούν μέρος του πλούτου κάθε κράτους και συνεπώς όχι μόνο ενδείκνυται αλλά και επιβάλλεται να υπάρχει η ορθολογική αξιοποίησή τους υπό βιώσιμες προοπτικές. Οι υδρογονάθρακες, τα ορυκτά, τα μεταλλεύματα, η ξυλεία όπως και το νερό αποτελούν φυσικούς πόρους η αξιοποίηση των οποίων είναι παράγοντας ευμάρειας των λαών. Η θέσπιση και η τήρηση κανονιστικών διατάξεων, που αποσκοπούν στην αποφυγή ανορθολογικής χρήσεως των πόρων και στη διατήρηση της περιβαλλοντικής ισορροπίας ως δημοσίου αγαθού, επαφίονται στη μέριμνα και την αποτελεσματικότητα των διοικητικών αρχών, οι οποίες στην Ελλάδα σε πολλές περιπτώσεις έχουν θέσει όρια μετρήσεων συγκεκριμένων δεικτών αυστηρότερα και από τα ευρωπαϊκά. Οι σύγχρονες επιχειρήσεις λειτουργούν με βάση συγκεκριμένα συστήματα διαχείρισης περιβάλλοντος, κάτι που πιστοποιείται με ISO 14001 και EMAS – που προσδιορίζει καλύτερα το περιβαλλοντικό ρίσκο. Στη χώρα μας, δε, υπάρχει σχετική μνεία στη νομοθεσία όπου η ύπαρξη ISO 14001 είναι κριτήριο ανανέωσης μιαw περιβαλλοντικής άδειας. Παράλληλα, οι δημόσιες αρχές έχουν την ευθύνη να απαιτούν τη λειτουργία όλων των επιχειρήσεων σύμφωνα με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές (best practices), οι οποίες εξασφαλίζουν συνθήκες λειτουργίες συμβατές με τις εγγενείς απαιτήσεις. Η εγχώρια βιομηχανία, συγκεντρωμένη κατά κύριο λόγω σε άτυπες βιομηχανικές περιοχές, ζητεί επιτακτικά την ουσιαστική ανακήρυξή τους σε επίσημες βιομηχανικές ζώνες, κάτι που θα ελαχιστοποιήσει περαιτέρω την πιθανότητα περιβαλλοντικών εκτροπών που μπορούν να παρατηρηθούν εντός ενός άναρχου τοπίου. Πέραν των ρυθμιστικών διατάξεων, όμως, οι ίδιες οι βιομηχανικές επιχειρήσεις επιθυμούν την αρμονική συνύπαρξη με τις τοπικές κοινωνίες εντός του πλαισίου εταιρικής κοινωνικής ευθύνης που διέπει τις περισσότερες εξ αυτών, μιας και κάθε διατάραξη της περιβαλλοντικής ισορροπίας εξαιτίας τους είναι απολύτως ανεπιθύμητη και θα έχει, επιπρόσθετα, καταστροφικά αποτελέσματα για τη φήμη τους. Το φαινόμενο του να γίνονται αντικείμενο αλόγιστης χρήσης αναντικατάστατοι φυσικοί πόροι αφορά κυρίως αγαθά υπό δημόσιο έλεγχο όπως το νερό.

Η βιομηχανία δεν συνάδει με σύγχρονες συνθήκες εργασίας

Το στερεότυπο πίσω από την αντίληψη αυτή βρίσκεται στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης. Η μεταποίηση ως παραγωγική διαδικασία έχει αλλάξει πάρα πολύ έκτοτε και μέρος αυτής της αλλαγής οφείλεται στο νέο τεχνολογικό συσχετισμό που απαιτεί αυτοματοποίηση ιδιαίτερα μετά και την εισαγωγή της πληροφορικής ως τρίτο βιομηχανικό κύμα. Στην Ελλάδα οι περισσότερες βιομηχανικές επιχειρήσεις, και σίγουρα όλες όσες έχουν διεθνή δραστηριότητα, ελέγχονται πέραν των διοικητικών αρχών και από τους ίδιους τους πελάτες τους οι οποίοι θέλουν να διασφαλίσουν μακροχρόνιες συνεργασίες με βιώσιμους προμηθευτές που ακολουθούν συγκεκριμένα πρότυπα λειτουργίας υγιεινής και ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των δεικτών ατυχημάτων και της πρόληψής τους. Αρκετές επιχειρήσεις έχουν πιστοποιηθεί με OHSAS 18001, ενώ η τήρηση σύγχρονων συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας είναι πολλές φορές εσωτερικές απαιτήσεις των επιχειρήσεων και λόγω της φύσεως της δραστηριότητάς τους. Στην πραγματικότητα, η βιομηχανία απασχολεί ένα ευρύ φάσμα ανθρώπινου δυναμικού διαφορετικών εκπαιδευτικών αφετηριών και γνωστικών δεξιοτήτων, ενώ παράλληλα αμείβει κατά μέσον όρο καλύτερα τους εργαζομένους της από κάθε άλλο σημαντικό κλάδο στην Ελλάδα και συνεισφέρει τις μεγαλύτερες ανά τομέα της οικονομίας εργοδοτικές εισφορές, αποτελώντας τον πλέον αξιόπιστο εργοδότη με συνεχή έμφαση στα θέματα ασφαλών συνθηκών εργασίας.

Η βιομηχανία είναι παρωχημένη

Η αντίληψη αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αντικειμενική παρατήρηση ότι οι ισχυρότερες οικονομικά χώρες του κόσμου (ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία και Γερμανία) είναι και αυτές με τη μεγαλύτερη βιομηχανική παραγωγή. Παράλληλα, αντιπαρέρχεται τη στόχευση της Ε.Ε. ώστε η μεταποίηση να ανέλθει από το 15% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ στο 20% έως και το 2020. Επιπλέον, αγνοεί την αντικειμενική πραγματικότητα στη χώρα μας, όπου το 40% της φορολογίας νομικών προσώπων προέρχεται από τη μεταποίηση ενώ συμβάλλει καθοριστικά στην εμπέδωση της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης εντός του πλαισίου της κυκλικής οικονομίας. Οι υπηρεσίες έχουν μεν σημειώσει σημαντική αύξηση ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλο τον κόσμο μετά το τέλος της δεκαετίας του '40, βασίζονται όμως στη χρήση ή διακίνηση βιομηχανικών προϊόντων τα οποία γίνονται όλο και πιο σύνθετα, ενώ αξιοποιούν τις υπηρεσίες στο πλαίσιο ενός ενάρετου κύκλου ανατροφοδοτούμενης ανάπτυξης. Η βιομηχανία σήμερα συνεισφέρει στο 87% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας μας και δεδομένου ότι οι εξαγωγές είναι παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης, η περαιτέρω αύξηση της βιομηχανικής δραστηριότητας με εξωστρεφή χαρακτήρα διευκολύνει την επίτευξη των μακροοικονομικών επιδιώξεων. Η στόχευση για περαιτέρω ανάπτυξη της βιομηχανίας ως τομέα της εγχώριας οικονομίας εμπεριέχει, μεταξύ των άλλων, και εθνικές αναγκαιότητες συνδεόμενες με τη γεωστρατηγική θέση της χώρας, η οποία απαιτεί τη μεγαλύτερη δυνατή αυτονομία ή και αυτάρκεια ακόμη και στο πλαίσιο μιας αναπόφευκτα παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.

Οι μύθοι, ως ιδιόμορφα είδη απλουστευτικών σχημάτων, άρχισαν ιστορικά να υποχωρούν στο πλαίσιο της ανάπτυξη μιας διαλεκτικής ορθού λόγου. Η ιστορία της εγχώριας βιομηχανίας, αλλά πολύ περισσότερο το παρόν της και οι αναγκαιότητες του μέλλοντος απαιτούν να επαναπροσεγγιστεί ρεαλιστικά και ορθολογικά η σκοπιμότητα της ύπαρξης βιομηχανίας στον τόπο μας πέραν των μύθων και των στερεοτυπικών αντιλήψεων που τη συνοδεύουν.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 24/9/2018. 

Τα όρια του κράτους και των πολιτικών

Μπορεί να παρεμβαίνει το κράτος και μέχρι που; Κλασικό ερώτημα από συστάσεως των κρατών-εθνών που πήρε διαστάσεις τις τελευταίες δεκαετίες με την κρίση του κράτους-πρόνοιας, την ανάδυση και την κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού. Οι λόγοι των αρχηγών των κομμάτων στην τελευταία έκθεση της Θεσσαλονίκης είναι μία ευκαιρία να ξαναθέσουμε το ερώτημα.
Τρεις αντιλήψεις- ιδεολογίες, καθόρισαν εν πολλοίς τις στάσεις απέναντι στο κράτος. Η πρώτη, η φιλελεύθερη, στέκεται εχθρικά στον κρατικό παρεμβατισμό, επιδιώκει να περιορίσει την κρατική ισχύ μέσω του ελέγχου από αντίρροπες εξουσίες, όπως η νομοθετική, η δικαστική ή «ανεξάρτητες αρχές». Ακόμη πιο αρνητική στο κράτος και την εξουσία είναι, αρχικά τουλάχιστον, η ριζοσπαστική ιδεολογία και οι μαρξιστές, οι οποίοι θεωρούν το κράτος ως το μηχανισμό επιβολής των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Έτσι, στη αταξική κοινωνία το κράτος νεκρώνεται.
Στον αντίποδα των δύο πρώτων ιδεολογιών είναι η συντηρητική. Στα πρώτα της βήματα πριμοδοτεί θεσμούς όπως η παράδοση και η οικογένεια. Με το χρόνο, όμως, το κράτος θωρείται, ιδιαίτερα στην ακροδεξιά, ως ο βασικός βραχίονας αποκάθαρσης της κοινωνίας από οτιδήποτε βλαβερό, από την ηθική τάξη μέχρι τους «ξένους» που μολύνουν το έθνος και τις παραδόσεις του.
Οι διαμάχες αυτές αμβλύνθηκαν δραστικά μετά την ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατίας, από τη δεκαετία του 1930 ως αυτή του 1970. Το «κράτος-πρόνοιας», με οδηγό το σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο, μπήκε σε όλους τους τομείς, μετατράπηκε στον εργοδότη του ενός τετάρτου των εργαζομένων στις περισσότερες δυτικές χώρες και λειτούργησε ως μηχανισμός αναδιανομής και εξισορρόπησης των κοινωνικών ανισοτήτων. Η συνδυασμένη κριτική κυρίως από δεξιά (σε ζητήματα κυρίως αξιών), η οικονομική κρίση του 1973, και η κριτική για την προνομιακή θέση ορισμένων κρατικοδίαιτων ομάδων (η κριτική περί νεοκορπορατισμού) αποδυνάμωσαν το μοντέλο.
Το υποκατέστησαν δύο νέες ιδεολογίες, που έχουν κοινά αλλά δεν είναι ταυτόσημες: την τεχνοκρατική και τη νεοφιλελεύθερη. Βασική αρχή της πρώτης, οι ρίζες της ανέρχονται στον 19ο αιώνα, είναι ότι η λήψη των αποφάσεων προϋποθέτει τεχνογνωσία. Οι πολιτικοί-αιρετοί που δεν τη διαθέτουν δεν είναι σε θέση να αποφασίζουν για τους άλλους. Τυπική έκφραση της αντίληψης, που έχει μπολιάσει τις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίας, είναι οι λεγόμενες επιτροπές «σοφών» που γνωμοδοτούν, ουσιαστικά αποφασίζουν, για «τεχνικά» ζητήματα. Η αντίληψη αυτή δεν στρέφεται ενάντια στο κράτος, αλλά του αφαιρεί μέρος της ισχύος του καθώς εστιάζει σε δύο κομβικά ζητήματα: ποιος παίρνει τις αποφάσεις; ουσιαστικά ποιος κυβερνά;
Πολύ πιο ρηξικέλευθος σε επίπεδο λόγου είναι ο νεοφιλελευθερισμός. Αρχή του είναι ότι οι κοινωνίες συντίθεται από άτομα, απολύτως ελεύθερα να ελέγχουν το προϊόν της εργασίας τους ή την κληρονομημένη ιδιοκτησία τους, χωρίς το κράτος να έχει «δικαιώματα» ελέγχου-αναδιανομής της. Το κράτος στέκεται εμπόδιο στη δημιουργική τους διαδρομή. Αιτούμενο συνεπώς είναι η ακύρωση με κάθε τρόπο κάθε τι κρατικού (ή δημόσιου που εκλαμβάνεται ως ταυτόσημου).
Μέχρι που, όμως, φτάνει η απόσυρση του κράτους; Οι φιλελεύθεροι έκαναν λόγο για ελάχιστο κράτος. Οι νεοφιλελεύθεροι; Εδώ εντοπίζονται τα όρια της εν λόγω ιδεολογίας. Μία κοινωνία δεν είναι άτομα χωρίς δεσμούς μεταξύ τους και χωρίς συλλογικότητες. Οι νεοφιλελεύθεροι το γνωρίζουν καλά. Η απόσυρση του κράτους επέτρεψε τη γιγάντωση εταιριών που λειτουργούν ως οιονεί κοινωνίες και μικροκράτη. Ενδεικτικά, το ενεργητικό κεφάλαιο εταιρειών, όπως η apple, φτάνει το ΑΕΠ «μεσαίων» χωρών όπως η Ισπανία. Από την άλλη πλευρά, ο νεοφιλελευθερισμός, χωρίς να ταυτίζεται με αυτά, προέρχεται ή συνδέθηκε με συντηρητικά κινήματα «τη νέα δεξιά», που δίνουν έμφαση σε παραδοσιακούς δεσμούς και αξίες του τύπου ασφάλεια, πατρίς, θρησκεία, οικογένεια.
Έτσι, μπορούμε να κατανοήσουμε το διπλό λόγο των νεοφιλελεύθερων. Αντικρατικός στην οικονομία, βαθιά συντηρητικός, νεοσυντηρητικός σύμφωνα με τον J. Habermas, στο κοινωνικό πεδίο. Υπέρ του ατόμου στην οικονομία αλλά υπέρ αρχών όπως η παράδοση και η τάξη στην κοινωνία χωρίς την ανάλογη ευαισθησία για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ενάντια στο κράτος στην οικονομία αλλά υπέρ του κράτους θεματοφύλακα των αξιών όπως ακριβώς οι συντηρητικοί στο παρελθόν. Εδώ έγκειται και μία μεγάλη διαφορά των νεοφιλελεύθερων από τους φιλελεύθερους που είχαν ενιαίο λόγο για όλα τα ζητήματα.
Οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να ξεφύγουν από αγκυλώσεις του παρελθόντος για να κατανοήσουν τα όρια τους κράτους. Θα πρόσθετα, ότι μέσα από νέες συμβολαιακού τύπου αντιλήψεις οφείλουν να επινοήσουν μορφές δράσης που προάγουν τη Δημοκρατία και συντελούν στην ευημερία των πολλών.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 24/9/2018. 

Θέμα Τιμής. Η διαπραγματευτική αξία από θέση ηγεσίας

Παραθέτω αυτούσια τα λόγια του γνωστού δημοτικού τραγουδιού με τον τίτλο «Ένα καράβι από τη Χιό», το οποίο, στη συλλογή «Αρίων» του 1917 υπό Α. Ρεμαντά και Π.Δ.Ζαχαριά επιγράφεται, δηλώνοντας την αλήθεια που περιγράφει το ποιητικό κείμενο, «Η αξία του φιλιού»:

Ένα καράβι από τη Χιό έρχεται το γιαλό γιαλό
και έχει μέσα Χιώτισσες και του φιλιού μαστόρισσες.
Έχει μαστόροι Τηνιακοί, που μαστορεύουν το φιλί,
και λογαριάζουν την τιμή, πόσο πουλιέται το φιλί,
πόσο πουλιέται το φιλί στη δύση, στην ανατολή.
Στο μώλο τις αράξανε και τις εδιαμοιράσανε
κι εξετιμιώσαν το φιλί πασαμιανής με την τιμή.

- Γεια σας, μαστόροι, Τηνιακοί. Πόσο πουλάτε το φιλί;
Πόσο πουλάτε το φιλί στη δύση, στην ανατολή;

- Της παντρεμένης τέσσερα, της χήρας δεκατέσσερα
και το κλεμμένο στα κρυφά, από σαραντατέσσερα.
- Του μπυρισμένου κοριτσιού, χίλια φλουριά βενέτικα,
του κοριτσιού του λεύτερου, ένα φλουρί βενέτικο,
ένα φλουρί βενέτικο κι εκείνο κασαβέτικο.

Το κείμενο περιγράφει, με τρόπο αλληγορικό, μια οικονομική πράξη, στην οποία το υποκείμενο της διαπραγμάτευσης έχει εκτιμηθεί, από τους «Τηνιακούς μαστόρους» που γνωρίζουν πόσο «πουλιέται το φιλί», κατηγοριοποιείται και αναμένει το αποτέλεσμα της πώλησης-μεταβίβασής του, δεδομένου ότι βρίσκεται σε θέση υπήκοη, ήτοι ανάγκης, για διαφόρους λόγους, όπως αναφέρονται, που το έχουν φέρει σε δεινή ή – αν αναγνώσουμε διαφορετικά – στην επιθυμητή για το ίδιο θέση.

Η αλήθεια, παρότι εξαιρετικώς σκληρή, είναι ότι οι ίδιες ανταλλακτικές-συναλλακτικές πράξεις επαναλαμβάνονται σε κάθε εποχή. Μπορούμε να τις αναγνωρίσουμε διαβάζοντας, κάθε φορά, τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: αυτού που αντιπροσωπεύει την τιμή και δίδεται ως αντάλλαγμα, τα χαρακτηριστικά του οποίου, όπως το υλικό κατασκευής, οι απεικονίσεις, το σχήμα, το βάρος αποτελούν την εικόνα του ήθους που επιδιώκεται να διακρίνει τη χρήση του χρήματος.

Η ιστορία των νομισμάτων, των συναλλαγών, της δημιουργίας και λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ήτοι των τραπεζών, αποτελεί πολύτιμο οδηγό για την αξία των διαπραγματεύσεων, που οδηγούν σε ευδόκιμη ανάπτυξη και πραγματική πρόοδο. Εκείνο που υπερισχύει πάντοτε σε κάθε πράξη, σε όλους ανεξαιρέτως τους χώρους της κοινωνίας, και το οποίο υμνεί το τραγούδι, και από τις δύο πλευρές, είναι το ήθος του προσώπου: για το αποτέλεσμα, ήτοι την αξία, δηλαδή την ποιότητα, τον πρώτο λόγο έχει ο μάστορας.

Κηφισιά, 24 Σεπτεμβρίου 2018


* μπυρισμένου: πυριφλεγούς, ευρισκομένου εν "ερωτική πυρά"
** κασαβέτικο: αυτό που δεν έχει αγοραστική αξία
*** Πηγή: "Από τον Πουνέντη" - Τραγούδια του Αιγαίου Πελάγους, συνέκδ. ΚΕΝΤΡΟ ΑΙΓΑΙΑΚΩΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΩΝ & ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Αθήνα 2001

To Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής καταγράφει μία μεγάλη αστοχία με τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα

Η ΕΡΤ όχι μόνο δεν είναι αυτή που θέλουμε αλλά είναι ακόμα χειρότερη και από αυτή που δεν φανταζόμασταν. Και είναι να απορείς: πως το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής και ο ίδιος ο Νίκος Παππάς τα πήγαν τόσο καλά στην ιδιωτική τηλεόραση με τις τηλεοπτικές άδειες (τις πρώτες με τίμημα από γενέσεως ιδιωτικής τηλεοράσεως!) αλλά απέτυχαν στην ΕΡΤ...

Μία ΕΡΤ που διαθέτει στελέχη (όχι τον... Αλαφογιώργο) αλλά δεν διαθέτει υπόσταση. Χωρίς πρόγραμμα, χωρίς ιδιαίτερη αξιοπιστία, μία ΕΡΤ ακυβέρνητη με τους καπεταναίους της να βρίσκονται στα χαρακώματα. Και είναι απορίας άξιο -επαναλαμβάνω- πως ο Νίκος Παππάς δεν έβαλε σε τάξη τη Δημόσια Ραδιοτηλεόραση όταν το κατάφερε στην ιδιωτική τηλεόραση, σε ένα πεδίο μάχης δηλαδή πολύ πιο δύσκολο και σαφώς πιο εχθρικό.

Φαίνεται πως η υπόθεση ΕΡΤ, το καθεστώς ΕΡΤ θα έλεγα καλύτερα, είναι πιο ισχυρό απ΄ όλα τα ιδιωτικά κανάλια μαζί. Κάστρο απόρθητο. Με τις λογικές και πρακτικές Καλφαγιάννη να ζουν και να βασιλεύουν.

Και χάθηκε μία χρυσή ευκαιρία για μία νέα, ανεξάρτητη, δημιουργική ΕΡΤ. Μία ΕΡΤ πέραν από κόμματα και κυβερνήσεις. Και ήταν ευκαιρία γι αυτή την κυβέρνηση που πήρε μία ΕΡΤ κλειστή, έτοιμη για επανεκκίνηση. Μία ΕΡΤ για την οποία κανένας νεοφιλελεύθερος (αυτή η μάστιγα...) δεν θα μπορούσε να ζητήσει λουκέτο.

Καταλαβαίνω, ήταν δύσκολο να φτιάξεις κάτι πάνω στα αποκαΐδια της ΝΕΡΙΤ, πάνω σε αυτό το άρρωστο και ιογενές μόρφωμα των Σαμαρά-Βενιζέλου. Αλλά από τότε έχουν περάσει και τρία χρόνια, αρκετός χρόνος για να γίνουν πράγματα.

Ήταν λανθασμένες και οι επιλογές προσώπων. Στην πρώτη περίοδο τσακώνονταν μεταξύ τους ο πρόεδρος της ΕΡΤ Διονύσης Τσακνής και ο Διευθύνων Σύμβουλος Λάμπης Ταγματάρχης και στη δεύτερη τσακώνονται ο Διευθύνων Σύμβουλος Βασίλης Κωστόπουλος και ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος Γιώργος Θαλασσινός. Τέτοια δίδυμα είναι δύσκολο να τα πετύχεις ακόμα και αν το προσπαθήσεις...

Υπάρχει χρόνος να παρουσιάσει (μέχρι τις εκλογές) το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής μία καινούργια ΕΡΤ όπως αυτή πρέπει να είναι; Υπάρχει, αλλά απαιτούνται ριζικές αποφάσεις. Μπορούν να τις πάρουν; Δεν το πιστεύω...

Έτσι η ΕΡΤ θα γίνει βορά στους εχθρούς της. Και είναι πολλοί. Με υστεροβουλία και προσωπικές επιδιώξεις. Γιατί τους κάνουν τη χάρη;

*Δημοσιεύτηκε στο e-tetradio.gr στις 13/9/2018.