Δευτέρα, 13 Ιανουάριος 2025

Μετανάστευση και δημοκρατία

Αν είναι πρόβλημα, η μετανάστευση είναι το σοβαρότερο που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες. Γιατί;

Ο πρώτος λόγος είναι η παγκόσμια πληθυσμιακή ασυμμετρία. Από τη μία ο υπερπληθυσμός της Γης, ο οποίος είναι συγκεντρωμένος στην Αφρική και στην Ασία, και από την άλλη η γήρανση και η μείωση του πληθυσμού στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Ενα παράδειγμα: Οι στατιστικές προβολές για την Ελλάδα μάς δείχνουν ότι ο μαθητικός πληθυσμός θα συρρικνωθεί κατά το ένα τρίτο τα επόμενα χρόνια.

Η μείωση του νεανικού πληθυσμού και η αύξηση των ενηλίκων και των γερόντων δημιουργεί δομικές ανισορροπίες, όπως αυτή που αντιμετωπίζει το ασφαλιστικό σύστημα. Αν στην Ελλάδα υπάρχουν πρόσθετοι οικονομικοί λόγοι της ασφαλιστικής κρίσης, το σύστημα βρίσκεται σε κρίση πανευρωπαϊκά.

Για να εξασφαλιστεί ισορροπία του συστήματος ή για να διατηρήσουν τα σχολεία όσους μαθητές έχουν τώρα, πρέπει να συμπληρωθούν κατά το ένα τρίτο από παιδιά μεταναστών. Φαίνεται αδιανόητο αυτό, ότι στους τρεις μαθητές ο ένας θα προέρχεται από μετανάστες. Πολλά όμως ήταν αδιανόητα πριν από μερικές δεκαετίες.

Ενώ στην Αμερική και στην Αυστραλία ο πληθυσμός αυξήθηκε λόγω των μεταναστεύσεων, στην Ευρώπη ο συνολικός πληθυσμός μειώθηκε γιατί έφτασαν λιγότεροι μετανάστες. Από όλους τους μετανάστες στον κόσμο, το 74%, δηλαδή τα τρία τέταρτα, ανήκουν σε εργάσιμη ηλικία, και το ένα τρίτο είναι παιδιά, σε αντιπαράθεση με το 64% των εργάσιμων ηλικιών των γηγενών πληθυσμών και του μεγάλου αριθμού των ηλικιωμένων. Στην Ευρώπη το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο, και στην Ελλάδα ακόμη πιο μικρό. Αρα, η μετανάστευση είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα των κοινωνιών.

Ο δεύτερος λόγος των πληθυσμιακών μεταναστεύσεων οφείλεται στην κλιματική αλλαγή και στις αλυσιδωτές συνέπειές της. Αν δει κανείς τον χάρτη των περιοχών από όπου προέρχονται οι μετανάστες, θα διαπιστώσει ότι συμπίπτουν με τις περιοχές που πλήττονται από την κλιματική αλλαγή, στην οποία αναπότρεπτα –και απερίσκεπτα– οδηγείται ο πλανήτης. Η κλιματική αλλαγή δεν πλήττει ταυτόχρονα όλες τις περιοχές.

Υπάρχει μια ζώνη η οποία ερημοποιείται. Το φαινόμενο αυτό έχει διαδοχικές επιπτώσεις. Οι κάτοικοι των πλέον ερημοποιημένων περιοχών, συνήθως νομάδες, μεταναστεύουν στις περιοχές με νερό, συνήθως αγροτικές κοντά σε λίμνες και ποτάμια.

Η μετανάστευση αυτή δημιουργεί συγκρούσεις. Οι συγκρούσεις αυτές εξελίσσονται σε εμφυλίους εξαιτίας των φυλετικών, θρησκευτικών ή εθνικών διαφορών. Και οι εμφύλιοι δημιουργούν πρόσθετες αιτίες μετακινήσεων πληθυσμών.

Δεν είναι μόνο οι πόλεμοι-επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή, αλλά η κατάσταση πολέμου που είναι περίπου ενδημική σε αυτή την εκτεταμένη ζώνη της κλιματικής ερήμωσης. Η παραγωγή, επομένως, αναγκαστικά μετακινούμενων προσώπων αγγίζει τα πολλά εκατομμύρια.

Σήμερα, σύμφωνα με την έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, 258 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν εκτός της χώρας όπου γεννήθηκαν, και από το 2000 ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά 49%. Πού ζει το μεγαλύτερο μέρος αυτών των μεταναστών; Στην Αφρική και την Ασία.

Ενα πολύ μικρό μέρος κατορθώνει να φτάσει στις ακτές της Μεσογείου, είναι αυτό για το οποίο ανησυχούν οι πολιτικές ηγεσίες και θέλουν να το σταματήσουν. Πόσοι ζουν σε χώρες υψηλού εισοδήματος σε Αμερική, Αυστραλία και Ευρώπη; Περίπου το 9,6% το 2000 και το 14% το 2017. Στην Ευρώπη πολύ λιγότεροι. Κατά μέσον όρο περίπου το 10% του πληθυσμού.

Ισχύει η διάκριση προσφύγων που αναζητούν άσυλο και μεταναστών; Οι πρώτοι που αναζητούν και δικαιούνται άσυλο αποτελούν το 10% του συνόλου, δηλαδή είναι 26 εκατ. σε όλο τον κόσμο. Από αυτούς στις αναπτυγμένες χώρες καταφεύγει το 15%. Πού ζει η πλειοψηφία τους, γύρω στο 84%; Σε χώρες όπως η Ιορδανία, ο Λίβανος, η Τουρκία, σε ό,τι αφορά τους Σύρους πρόσφυγες· στο Μπανγκλαντές, οι πρόσφυγες από τη Μιανμάρ· σε χώρες της Αφρικής, Αφρικανοί πρόσφυγες.

Αλλά η διάκριση αυτή στην πράξη σχετικοποιείται αναλόγως των κριτηρίων που θέτουν οι διεθνείς οργανισμοί. Κοινωνιολογικά και ιστορικά είναι πολύ δύσκολο να γίνει αυτή η διάκριση. Αν λογαριάσει κανείς ότι οι μισοί πρόσφυγες είναι γυναίκες και λάβει υπόψη του τις συνθήκες βίας εναντίον των γυναικών, η διάκριση αυτή γίνεται ακόμα πιο χλομή.

Πού βρίσκεται το μεγάλο εμπόδιο; Στην αντίδραση των τοπικών κοινωνιών στις χώρες υποδοχής. Η αίσθηση απειλής από τους μετανάστες της εθνικής ομοιογένειας και της εθνικής ταυτότητας, ο φόβος ότι θα μοιραστούν τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τις δημόσιες συγκοινωνίες με τους μετανάστες, στρέφει, κυρίως τα πιο φτωχά και λαϊκά στρώματα στην ακροδεξιά, η οποία με δημαγωγία επιτείνει αυτές τις φοβίες.

Η διόγκωση της Ακροδεξιάς αναγκάζει την κυβερνώσα Κεντροδεξιά ή Κεντροαριστερά να υιοθετεί την ατζέντα της και όλο το πολιτικό οικοδόμημα να κλίνει προς την ξενοφοβία και την υιοθέτηση πολιτικών (στρατόπεδα συγκέντρωσης, πλατφόρμες στη θάλασσα ή στρατόπεδα εγκλεισμού σε τρίτες χώρες).

Αυτά έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την αντιφασιστική κουλτούρα πάνω στην οποία χτίστηκε η μεταπολεμική Ευρώπη, αλλά απειλούν αυτήν καθεαυτή τη δημοκρατική κουλτούρα της Ευρώπης.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/7/2018. 

Υπερπαραγωγή «πολιτικής» σε... κομματικούς βιότοπους

Μερικά συμπτώματα στοιχειώνουν τον ελληνικό τρόπο και, άρα, τη Γ' Ελληνική Δημοκρατία. Καθηλώνουν την κοινωνία. Αφήνουν έμμονα τραύματα που δεν επουλώνονται για όσο χρόνο δεν θεραπεύονται τα αίτια που τα προκαλούν.

Στο μεγάλο θέμα μας. Λόγου χάριν, τα ιερά των κομμάτων είναι θεσμικά προστατευμένες περιοχές –κάτι σαν βιότοποι.

Απ' τις διακυμάνσεις στην εξέλιξή τους, παράλληλα με την εξέλιξη του ελληνικού κράτους από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα, θεωρητικά, οι επιλογές τους εμπίπτουν στις σφαίρες κοινωνικοπολιτικής βούλησης, θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, εντέλει, στην αποτελεσματική λειτουργία του πολιτεύματος.

Παρόλα αυτά, οι κομματικοί βιότοποι λειτουργούν μάλλον ως οιονεί κρατικοί και λιγότερο ως κοινωνικοί δρώντες∙ σαν νησιά προεμπειρικών βεβαιοτήτων, στα οποία κυριαρχεί η αυθεντία της κλειστής ομάδας συνομιλητών και όπου κατακρημνίζεται το αυτονόητο, ο Λόγος (reasoning), οι επιστήμες και το summum bonum (κοινό καλό).

Οι νεοαφικνούμενοι στα νησιά αυτά καλούνται να μεταμορφωθούν από επίδοξοι πληβείοι (aspiring plebeians) –που θα ήταν για όλη τους τη ζωή αν δεν έκαναν αυτό το ταξίδι– σε επίδοξους πολίτες (citizens).

Τα κόμματα, για τους πιο τυχερούς-κληρονόμους παλιότερων στελεχών ή εθνοπατέρων, λειτουργούν και ως χώροι εντατικής προπόνησης αυριανών στελεχών και ηγετών.

Λειτουργούν και σαν νησιά μέσα στα νησιά, σαν ομάδες μέσα στα κόμματα – μια πρακτική που είναι γνωστή ως ενδοκομματική αντιπολίτευση.

Διατηρούν αρχεία φακέλων για πράξεις και παραλείψεις πολιτικών αντιπάλων και στρατούς εκκαθάρισης. Κι όταν μιλάμε για κόμματα εξουσίας, λειτουργούν ταυτόχρονα ως δεξαμενές αποστατών ή και κυβερνητικών ανασχηματισμών.

Εκτός από τα λίγα παραπάνω, οι κομματικοί βιότοποι λειτουργούν και ως κατασκευαστές και τροφοδότες των ειδήσεων. Κι αν «ό,τι συμβαίνει τώρα» είναι τα τουίτς, το twitter ή το Μέσον καθορίζει την πολιτική ατζέντα.

Πιστεύουν ότι πρόκειται για μια παραγωγή πολιτικής ποιοτικά ανώτερης από τις κουβέντες του καφενείου.

Στη χώρα της λιτότητας και της υπερφορολόγησης, έχουν την αναπτυξιακή πολυτέλεια να σπαταλούν υλικούς πόρους και χρόνο σε φανταστικούς κόσμους στους οποίους τα πράγματα θα έπρεπε να συμβαίνουν ακριβώς όπως συμβαίνουν κι όχι αλλιώς.

Ενα μεγάλο μέρος της πληθωριστικής «πολιτικής» τους είναι προπαγανδιστικό, αυτοαναφορικό αποτύπωμα της εποχής –«μονταζιέρα» λέγεται στην πιάτσα– που ισοδυναμεί με απόλυτη πλαστογραφία της πραγματικότητας.

Τα ουσιαστικά καταστέλλονται, εξαφανίζονται, μεταβάλλονται, αφαιρούνται τα δύσκολα μέρη από το περιεχόμενό τους. Ετσι, αίφνης αλλάζει το νόημα της φτώχειας, της ανισότητας, της ανεργίας, της εκμετάλλευσης, του χρέους, εντέλει, της κοινωνικής και εθνικής ταπείνωσης. Τα γεγονότα τα οποία δεν θα έπρεπε να έχουν συμβεί παραμένουν άγνωστα. Τι γίνεται με όλη αυτή τη χολιγουντιανή υπερπαραγωγή «πολιτικής»;

Στις αρχές του 20ού αιώνα ένας νορβηγικής καταγωγής Αμερικανός οικονομολόγος, καθηγητής στα τριάντα πέντε του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ο Θορστάιν Βέμπλεν, αποτύπωσε στη μνημειώδη μελέτη του με τίτλο «Η θεωρία της αργόσχολης τάξης» την όλη συμπεριφορά και τις τυπικές έξεις και νοοτροπίες των «ληστών-βαρόνων» της ανερχόμενης laissez faire οικονομίας.

Οι εξαιρετικά πλούσιοι, οι κληρονόμοι τους, όλοι μαυραγορίτες, οι πανούργοι, οι εκπαιδευμένοι στον παρασιτισμό, όλοι όσοι δεν συμμετείχαν στην πραγματική παραγωγή αγαθών, είχαν επιδοθεί όχι μόνο στη ληστρική αρπαγή του πλούτου αλλά, εξαιτίας του συστήματος που είχαν επιβάλλει, εμπόδιζαν κάθε προσπάθεια αύξησης της συνολικής ευημερίας. Ο Βέμπλεν ονόμασε αυτή την τάξη «αργόσχολη τάξη», η οποία –παραδόξως πώς– ήταν υπεραπασχολημένη.

Αλλά ήταν υπεραπασχολημένη με όλα τα άλλα, τα επιδεικτικά και παντελώς άσχετα από εκείνα που καθόριζαν την πραγματική οικονομία την οποία, όμως, επηρέαζε με τη συμπεριφορά της.

Με βάση αυτό το υπόδειγμα του παράξενου και αιρετικού Θορστάιν Βέμπλεν, οι Ελληνες βρίσκονται αντιμέτωποι με μια ανάλογη τάξη, μια «πολιτική αργόσχολη τάξη» (απλώς οι εξαιρέσεις βεβαιώνουν τον κανόνα), που είναι υπεραπασχολημένη με την παραγωγή παραπολιτικής.

Τα μέλη-στελέχη, δημοσίως, όχι μόνο δεν διδάσκουν φειδώ, μέτρο, όχι μόνον δεν διορθώνουν τα λάθη τους, αλλά επιδεικνύουν αξιοσημείωτο αυτοθαυμασμό και ικανότητα να μην ακούνε τίποτα και κανέναν.

Ολισθαίνουν σε αφηγήσεις (π.χ., ο πρωθυπουργός στα Ζάππειο με την κατασκευή ενός νέου success story ή ο αρχηγός της Ν.Δ. με το σενάριο μιας βιβλικής καταστροφής), που ελάχιστη σχέση έχουν με τη λογική, την πραγματικότητα, τη καθημερινή ζωή και το κοινό αίσθημα.

Οι βιότοποί τους έχουν μετατραπεί σε εργαστήρια επινόησης συνθημάτων, τακτικών και ταμεία μέτρησης οπαδών και αντιπάλων.

Αναγνωρίζουν τις ευθύνες τους μόνον απέναντι στα κόμματά τους και όχι στην προσπάθεια ικανοποίησης πραγματικών αναγκών και στην προώθηση μιας δίκαιης παραγωγής και ισόρροπης διανομής εισοδήματος.

Προκρίνουν ομάδες συμφερόντων που και αυτές με τη σειρά τους ευεργετούν τα κόμματα, αδιαφορώντας για το σύνολο.

Οι επιλογές θεωρούνται καλές ή κακές, όχι στη βάσει αξιών (αριστερών, σοσιαλιστικών ή φιλελεύθερων), αλλά σύμφωνα με το ποιος τις υλοποιεί.

Κοντολογίς, είναι προφήτες αυτοεκπληρούμενων καλών ή συμφορών που πόρρω απέχουν από την πολιτική.

Για να παραφράσω τον ποιητή, «θεσμικώς κι ανεπαισθήτως κλείνουν την πολιτική έξω απ' τον κόσμο». Και αύριο τι; Οι πίθηκοι;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/6/2018. 

«Η στάση της Ν.Δ. στο Μακεδονικό μειώνει το κύρος της στη διεθνή σκηνή»

● Πώς θα αξιολογούσατε πολιτικά αλλά και προσωπικά τη Συμφωνία;

Η βασικότερη ρύθμιση της Συμφωνίας αφορά το όνομα του κράτους των βόρειων γειτόνων μας. Με τη σύνθετη ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» εγκαταλείπεται το σκέτο «Μακεδονία».

Πρόκειται για μια θετική λύση που ενισχύεται επιπλέον καθώς το νέο όνομα θα χρησιμοποιείται erga omnes, δηλαδή τόσο στις διεθνείς σχέσεις όσο και στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ, πράγμα που συνεπάγεται την τροποποίηση του Συντάγματός της (όπως συμφωνήθηκε ρητά). Η υποχώρηση της γείτονος εδώ είναι σημαντική.

Δεν είναι εύκολο να δεχτεί κάποιος να αλλάξει το Σύνταγμά του κατά τις αξιώσεις των άλλων.

Ταυτόχρονα, αναγνωρίζεται ότι η «Βόρεια Μακεδονία» δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας: και τα δύο μέρη συμφωνούν ότι η αρχαία Μακεδονία είναι μόνο ελληνική, ενώ τη Μακεδονία των νεότερων χρόνων κανένα από τα δύο μέρη δεν μπορεί να τη διεκδικήσει κατ' αποκλειστικότητα. Μακεδονία έχουμε και εμείς, Μακεδονία έχουν και αυτοί.

Τούτο ανταποκρίνεται στη γεωγραφική και ιστορική πραγματικότητα των νεότερων χρόνων. Συμπερασματικά, η λύση για το όνομα του κράτους είναι δίκαιη και άξια επιδοκιμασίας.

● Μόνο εκεί;

Οπωσδήποτε σημαντικότερο είναι το όνομα, ως προς τη συχνότητα χρήσης, ιδίως στις διεθνείς σχέσεις. Επεται σε σημασία το όνομα της ιθαγένειας και ακολουθεί αυτό της γλώσσας.

Για την ιθαγένεια προβλέπεται η ονομασία «Μακεδονική/Πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Το δεύτερο μέρος της ονομασίας, που αναφέρεται στον φορέα της ιθαγένειας («πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας») είναι σωστό και εναρμονισμένο με το όνομα του κράτους.

Το πρώτο μέρος όμως (Mακεδονική ιθαγένεια) εγκαταλείπει τη σύνθετη ονομασία, που έπρεπε να είναι «Bορειομακεδονική» (ιθαγένεια).

Η ρύθμιση αυτή είναι αρνητική. Εδώ είναι προφανής η υποχώρηση της Ελλάδας. Υπό την εκδοχή ότι θα έπρεπε κατά τη Συμφωνία να χρησιμοποιείται πάντοτε το σύνολο της ονομασίας (συνολικά 5 λέξεις χωρίς τα άρθρα), πάλι υπάρχει πρόβλημα. Διότι στην πράξη ανακύπτει η ανάγκη βραχυλογίας και απλότητας και έτσι συνήθως θα επιλέγεται το όνομα «Μακεδονική».

Το σωστό θα ήταν να προβλεφθεί ως σύντομη ονομασία η λέξη «Βορειομακεδόνας» (ή «Βορειομακεδονική ιθαγένεια»), πράγμα που δεν έγινε. Το μειονέκτημα, πάντως, αυτό αμβλύνεται κάπως από το ότι η διάκριση, πως δεν πρόκειται για τη μόνη Μακεδονία, προκύπτει από το όνομα του κράτους.

● 'Οτι η γλώσσα θα λέγεται «μακεδονική»;

Εκεί, η υποχώρηση της Ελλάδας είναι κατά τη γνώμη μου πολύ μικρότερη. Βέβαια, σωστότερη θα ήταν η ονομασία της γλώσσας ως «σλαβομακεδονικής».

Ωστόσο, έτσι λέγονταν και παλαιότερα και άλλωστε οι Ελληνες Μακεδόνες μιλούν την ελληνική γλώσσα (δεν υπάρχει κάποια δική τους ξεχωριστή γλώσσα - είναι Ελληνες).

Οι γείτονες δεν μιλούν ούτε τη βουλγαρική ούτε τη σερβοκροατική ούτε άλλη σλαβική γλώσσα, αλλά τη διακριτή δική τους γλώσσα. Δεν θεωρώ, επομένως, τη λύση του ονόματος της γλώσσας τόσο κακή, όπως τονίζεται έντονα από πολλούς...

Εν τέλει, πιστεύω ότι η Συμφωνία, κρινόμενη στο σύνολό της, πρέπει να θεωρηθεί αποδεκτή. Τα θετικά για τη χώρα μας επικρατούν.

Τα αρνητικά είναι αναπόφευκτα σε μία κατ' ανάγκην συμβιβαστική λύση. Επιπλέον, αν σκεφτεί κανείς ότι σήμερα περίπου 140 κράτη διεθνώς έχουν ήδη αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με το όνομα «Μακεδονία» και ότι επίσης είναι εξαιρετικά διαδεδομένη στη διεθνή πολιτική σκηνή η χρήση του μονολεκτικού όρου «Μακεδονία» (και όχι του δύσχρηστου FYROM), η Ελλάδα έχει συμφέρον να σταματήσει το συντομότερο αυτή η πρακτική (πριν διαιωνιστεί και οριστικοποιηθεί).

Χωρίς κάποια λύση, η συνέπεια θα ήταν ότι σ' αυτήν την περίπτωση θα «χαρίζαμε» το όνομα Μακεδονία στους γείτονες. Το θέλουν αυτό όσοι αντιδρούν;

● Ηταν η πλέον κατάλληλη στιγμή να δοθεί μια λύση;

Οσο συντομότερα λυνόταν το θέμα τόσο το καλύτερο. Δεν βλέπω γιατί έπρεπε να αναβληθεί η λύση. Αλλωστε, οι τωρινές συνθήκες είναι ευνοϊκές (νέα κυβέρνηση στα Σκόπια, ο διεθνής παράγοντας κ.λπ.) και θα ήταν εθνικά επιζήμια η τυχόν παράλειψη της κυβέρνησης να τις αξιοποιήσει.

Δεν ξέρουμε αν και πότε θα εμφανιστεί πάλι τέτοια ευκαιρία.

● Πώς κρίνετε τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, κυρίως της αξιωματικής, η οποία ακόμα δεν έχει διευκρινίσει τι θα έκανε αν ήταν η ίδια κυβέρνηση;

Από την αντιπολίτευση υπάρχουν εκείνοι που κατά βάση συμφωνούν (π.χ. ο Σταύρος Θεοδωράκης). Ωστόσο η Ν.Δ. είναι τελείως αρνητική.

Η στάση της ίσως ελαύνεται από το ότι προέχει γι' αυτήν να πέσει η κυβέρνηση και να έλθει η ίδια στην εξουσία. Τέτοιες πολιτικές σκοπιμότητες έπρεπε να υποχωρούν όταν πρόκειται για εθνικά θέματα.

Το αντίθετο μειώνει και το κύρος της Ν.Δ. στη διεθνή σκηνή. Δικαιολογεί την υπόθεση ότι είτε χαρακτηρίζεται από ατολμία και αναποφασιστικότητα σε ένα σημαντικό ζήτημα που απαιτεί σαφή στάση, είτε τηρεί άλλη τακτική στο εσωτερικό της χώρας (για εσωτερική κατανάλωση) από αυτά που πράγματι πιστεύει.

Χρέος κάθε πολιτικής ηγεσίας ως προς το μακεδονικό ζήτημα είναι να ενημερώνει νηφάλια τους πολίτες που διαμαρτύρονται κατά της Συμφωνίας, λέγοντας τουλάχιστον ότι η σύνθετη ονομασία είναι προς το συμφέρον της χώρας μας. Και όχι να λαϊκίζει, χαϊδεύοντας αυτιά και τελικά εκτρέφοντας, εκούσια ή ακούσια, τα τυφλά πάθη.

Αντίθετα, πιστεύω πως ο νηφάλιος λόγος θα ασκούσε μεγάλη επιρροή στην κοινή γνώμη, «αποφορτίζοντας», έστω εν μέρει, την υπάρχουσα συναισθηματική φόρτιση.

● Πιστεύετε πως θα περάσει η Συμφωνία τελικά από τη Βουλή; Πρέπει να περάσει και γιατί;

Προβλέπω ότι, αν δεν μεσολαβήσει κάτι έκτακτο, μάλλον θα υπερψηφιστεί. Προσωπικά, αυτό εύχομαι. Πιστεύω ότι θα υπάρξουν βουλευτές της αντιπολίτευσης που, παραμερίζοντας πολιτικές σκοπιμότητες, θα προσθέσουν την ψήφο τους για τον σχηματισμό πλειοψηφίας.

Είναι πλέον καιρός, λύνοντας το ανοιχτό από δεκαετίες πρόβλημα, να προωθήσουμε τη δημιουργία σχέσεων καλής γειτονίας μεταξύ των δύο χωρών, με ανάπτυξη της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συνεργασίας τους, όπως, με τρόπο εποικοδομητικό, προβλέπεται στη Συμφωνία.

Από αυτό θα έχουν να ωφεληθούν όχι μόνο οι γείτονες, αλλά και εμείς.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/6/2018. 

Μέτωπο για αυτόνομο και βιώσιμο ΕΔΟΕΑΠ

Με τη δημιουργία μετώπου, πέρα από παρατάξεις και παρέες, που συμβολίζει την ενότητα και την αλληλεγγύη του κλάδου, δέκα υποψήφιοι για το Δ.Σ. του ΕΔΟΕΑΠ διεκδικούν να αναλάβουν τη διοίκηση του Οργανισμού με την ψήφο των συναδέλφων τους. Στόχος τους είναι να παραμείνει ο Οργανισμός βιώσιμος, αλλά παράλληλα να διατηρήσει την αυτονομία και την αυτοτέλειά του, λειτουργώντας με διαφάνεια.

Σε αυτή την κατεύθυνση, η Συσπείρωση Δημοσιογράφων - Δούρειος Τύπος προτείνει τη στήριξη αυτών των υποψηφίων που έδωσαν τη μάχη απέναντι στις πιέσεις των δανειστών, των εργοδοτών, ακόμα και την υποχωρητική στάση της κυβέρνησης, μπαίνοντας μπροστά το προηγούμενο διάστημα, όσο η διοίκηση του ΕΔΟΕΑΠ, ακόμα σήμερα, απέχει από κάθε διαδικασία διαλόγου και επιλέγει να καταφεύγει σε λεονταρισμούς, να καταγγέλλει την κυβέρνηση -όχι όμως και την εργοδοσία- υπονομεύοντας τα συμφέροντα των ασφαλισμένων και τις αποδοχές των συνταξιούχων. Μπροστά στον κίνδυνο διάλυσης του Ταμείου, τα προεδρεία των σωματείων δημοσιογράφων, προσωπικού και τεχνικών, κινητοποιήθηκαν, ενόψει των κρίσιμων εκλογών: η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Μαρία Αντωνιάδου, ο γενικός γραμματέας Σταύρος Καπάκος, ο πρόεδρος της ΕΠΗΕΑ Μάρκος Γκανάς και ο πρόεδρος της ΕΠΗΕΘ Γιώργος Τζάγιας. Σε κοινή αντίληψη, συστρατεύονται ο πρώην γενικός διευθυντής Τεχνικών υπηρεσιών της ΕΡΤ Νίκος Μιχαλίτσης, ο αντιπρόεδρος του ΕΔΟΕΑΠ Παναγιώτης Νεστορίδης, ο ταμίας του ΕΔΟΕΑΠ Ευάγγελος Τάτσης, ο πρώην πρόεδρος της ΠΟΕΣΥ Δημήτρης Κουμπιάς και οι δημοσιογράφοι Κυριάκος Θεοδωρακάκος και Νίκος Στέφος.

Για την Εξελεγκτική Επιτροπή σημειώνονται οι υποψηφιότητες των Γιώργη Μέρμηγκα, Νικολέττας Μπάστα, Δημήτρη Καλαντζή, Φώφης Κορίδη και Πελαγίας Κατσούλη.

Έξω από πολιτικές σκοπιμότητες ή αντιπολιτευτική ρητορεία, που δεν ταιριάζουν στην παράδοση 50 χρόνων λειτουργίας του Οργανισμού, ζητούμενο για τη νέα διοίκηση δεν μπορεί να είναι άλλο από την εκλογή ανθρώπων με γνώση, αποτελεσματικότητα και διοίκηση με διαφάνεια. Και με απώτερο σκοπό την αυτονομία, αλλά και την ενοποίηση του κλάδου των εργαζομένων στα ΜΜΕ με τη δημιουργία Συνδικάτου Τύπου. Η κοινή ασφαλιστική στέγη όλων των ειδικοτήτων εργαζομένων στα ΜΜΕ, σε όλα τα ΜΜΕ, διευκολύνει την επίτευξη αυτού του σκοπού.

Οι πρώτες μελέτες εξάλλου για τα έσοδα του Οργανισμού είναι αρκετά ενθαρρυντικές. Όπως όλα δείχνουν, η οικονομική βάση είναι στέρεη και τα επόμενα χρόνια δεν θα υπάρξει πρόβλημα: οι παλαιές συντάξεις δεν θα υποστούν μείωση, ενώ οι νέες που θα εκδοθούν, για το διάστημα μετά τον Ιούνιο του 2018, θα υποστούν μικρές μειώσεις, λίγων δεκάδων ευρώ. Δεν είναι τυχαίο ότι στο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε την Παρασκευή προβλέπεται μείωση της ασφαλιστικής εισφοράς 3,5% εργοδοτών και εργαζομένων, σταδιακά, σε 3% ως το 2022.

*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 10/6/2018. 

Τεχνοκρατικοί πατερναλισμοί και μεταρρυθμίσεις

Τις περισσότερες φορές τα πράγματα δεν είναι απλά∙ δεν είναι μαύρο - άσπρο. Το σίγουρο, πολλά δεν είναι αυτονόητα στην ευρωπαϊκή εμπειρία. Τουλάχιστον, αυτό φάνηκε στη συνέντευξη του πρωθυπουργού την Τετάρτη το βράδυ στην ΕΡΤ.

Στο Εurogroup του Ιουνίου, με σύμφωνη τη Γερμανία, θα εκφραστεί η άποψη ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί πρόσθετη (προληπτική) πιστωτική γραμμή στήριξης. Πρόκειται για θετική εξέλιξη∙ ανακτάται σημαντικό μέρος της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό δίνει την αίσθηση στο εσωτερικό, ίσως το πολιτικό σήμα, ότι η χώρα θα επιστρέψει μετά τον Αύγουστο στις αγορές, ότι θα είναι κανονικό μέλος της ευρωζώνης και ότι η κυβέρνηση θα έχει την ευχέρεια να εφαρμόσει πολιτικές της επιλογής της; Από τη συνέντευξη, δεν προέκυψε κάτι τέτοιο, ούτε καν τέτοια πρόθεση. Και αυτό δείχνει προσγειωμένο πρωθυπουργό∙ επίσης καλό.

Σίγουρα, η υπόθεση του χρέους είναι η σημαντικότερη παράμετρος της ελληνικής περιπέτειας. Από τούτη τη στήλη, στο παρελθόν, είχε επισημανθεί ότι η υπερχρέωση με κύκλο λιτότητας/ύφεσης εμποδίζει τις επενδύσεις, υπονομεύοντας τη δυνητική μελλοντική ανάπτυξη. Παρά την κοινή παραδοχή ότι «όλοι θα ωφεληθούν από μέτρα ελάφρυνσης του χρέους» (δηλώσεις του επιτρόπου Νομισματικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί), ουδείς στο Eurogroup δεσμεύεται στην Ευρώπη προσώρας. Θα υπάρξουν ρήτρες προϋποθέσεων και δυνατότητα αναστολής των ευεργετικών εφαρμογών της ελάφρυνσης για την οικονομία στην περίπτωση που θα υπάρχει εκτροπή από συμφωνημένους στόχους. Η ομπρέλα του πιο πιθανού εργαλείου θα ονομάζεται «ενισχυμένη εποπτεία».

Ανεξάρτητα από το αν θα συμμετάσχει με οικονομική στήριξη ή μόνο με επίβλεψη, το ΔΝΤ θα κρατήσει ρόλο «τεχνικού συμβούλου» στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας. Κατά τα λεγόμενα της Κριστίν Λαγκάρντ «το ΔΝΤ ασφαλώς μπορεί να εμπλακεί και θα εμπλακεί με διάφορους τρόπους, με διάφορα εργαλεία στην υπόθεση της Ελλάδας...» Θα είναι θετικό, αν η θέση του ΔΝΤ για την ελάφρυνση του χρέους θα βαρύνει υπέρ της Ελλάδας.

Επομένως, η κρίσιμη ύλη έχει να κάνει με το σκέλος «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Οι ελληνικές κυβερνήσεις, θέλοντας να απεμπολήσουν τις ευθύνες της υπερχρέωσης της χώρας, απεικόνισαν τις μεταρρυθμίσεις όχι ως αναγκαίες, αλλά ως εντολή των Βρυξελλών μέσω των γραφειοκρατών και τεχνικών κλιμακίων. Αυτή η πεποίθηση υπάρχει ακόμα στα μυαλά πολλών κυβερνητικών (αλλά και στα μυαλά πολλών Ευρωπαίων ακροδεξιών, αντισυστημικών, λαϊκιστών και εθνικιστών).

Ισως, όχι άδικα, αν κάποιος σκεφτεί τις ιδιοτέλειες της «διάσωσης» και διάφορες άλλες παραδοχές, όπως αυτή του πρώην επικεφαλής οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας Καουσίκ Μπασού (καθηγητή Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο Cornell): «Το "κάντε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις" είναι η ασφαλέστερη συμβουλή. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνει. Αλλά εάν το ΑΕΠ αυξηθεί: "Σας το είπαμε". Εάν συρρικνωθεί: "Δεν κάνατε τις μεταρρυθμίσεις που σας είπαμε"».

Αλλά αυτή τη φορά φαίνεται κάτι διαφορετικό. Είδαμε έναν πρωθυπουργό να σκέφτεται πάνω σε κοινούς κανόνες του σύνθετου ευρωπαϊκού παιχνιδιού. Δεν θέλει σύγκρουση ή παρανόηση με τις Βρυξέλλες ακόμα και για την εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Ως προς τούτο, χαρίζει τις κραυγές και τις προσπάθειες αποσταθεροποίησης της χώρας στην αντιπολίτευση που ακόμα κινείται στη συνταγή ότι αυτή καθαυτήν η συμμετοχή στην ευρωζώνη θα έλυνε μαγικά τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας εφόσον η χώρα θα επωφελούνταν εσαεί από τα χαμηλά επιτόκια.

Ακριβώς το «να κυβερνάς χωρίς να κάνεις τίποτα» ήταν η λογική που επέτρεψε στα ευρωπαϊκά τεχνικά όργανα να παριστάνουν τους ειδικούς –καλύτερα, τους μάγους– στις ελληνικές κυβερνήσεις: να υποδεικνύουν, να απαγορεύουν, να συγχαίρουν και να προστατεύουν, δηλαδή, να επιβάλλουν έναν μονοδιάστατο «τεχνοκρατικό πατερναλισμό» –κατά την έκφραση του οικονομολόγου Ζαν Πισανί-Φερί– τόσο περίπλοκο, πέραν κάθε δημοκρατικής νομιμοποίησης, ώστε μόνον οι νομάδες των τεχνικών κλιμακίων να ξέρουν τι επιτρέπεται, τι είναι ανεκτό ή τι απαγορεύεται, σ' ένα άκαμπτο σύστημα παρακολούθησης εθνικών λογαριασμών και προϋπολογισμών.

Από την άλλη, σήμερα μόνον στην Ευρώπη μπορούν να δρομολογηθούν θετικές εξελίξεις, παρά τις αδυναμίες και τις αγκυλώσεις. Υπό το ειδικό βάρος των προβλημάτων της Ιταλίας, διαφαίνονται τάσεις: λιγότερο μιας ένωσης που θα συνδυάζει συλλογική πειθαρχία, αλληλεγγύη και αμοιβαιοποίηση των χρεών, και περισσότερο αυτή της εθνικής ευθύνης, η λογική της οποίας οδηγεί, σε ακραίες περιπτώσεις, σε ενδεχόμενα κρατικών πτωχεύσεων.

Το αν η Ευρώπη θα επιτρέψει στις κυβερνήσεις να ασκήσουν πολιτικές της επιλογής τους θα είναι ένα στοίχημα υπέρ της Ευρώπης. Θα είναι μια αρχή κοινών στόχων αλλά και αναγνώρισης διαρθρωτικών διαφορών. Το ίδιο ισχύει για τις κυβερνήσεις.

Θα μπορούν να πείσουν τις αγορές και τους δανειστές τους για την ορθότητα των επιλογών τους; Στην Ελλάδα πρέπει να αλλάξουμε πολλά ώστε να πετύχουμε αναδιάταξη της οικονομίας μέσα στην Ευρώπη. Και, μόνο του, είναι ένα καλό στοίχημα για την Αριστερά.

Δυνατότητες υπάρχουν, όπως και πλεονεκτήματα. Υπάρχουν όμως και στρεβλώσεις που θρέφουν τους τεχνοκρατικούς πατερναλισμούς. Η πρόκληση έγκειται στο ξεκλείδωμα εκείνων των μεταρρυθμίσεων, που θα επιτρέψουν να συμβούν τα καλά πράγματα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 15/6/2018.