Παρασκευή, 19 Απρίλιος 2024

Made in Greece

Η «Μετά – Κρίση» εποχή θα έχει πατέντα made in Greece. Αυτό το όραμα μοιράζεται ο Σύνδεσμος «Ελληνική Παραγωγή». Να γίνει πράξη: «Η μεταβίβαση από την Ελλάδα που δανείζεται, καταναλώνει και εισάγει, στην Ελλάδα που δημιουργεί, καινοτομεί, παράγει και εξάγει».
Στόχος του Συνδέσμου είναι: «Η συνειδητοποίηση όλων (Πολιτεία, Κοινωνικών Εταίρων), της σημασίας της μεταποιητικής βιομηχανίας για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, την ενίσχυση της απασχόλησης και τη βιώσιμη και διατηρήσιμη έξοδο από την κρίση. Ζωντανές μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις στο χώρο της παραγωγής, της μεταποίησης, δίνουν μαθήματα γραφής με τα ανταγωνιστικά τους προϊόντα και τις υπηρεσίες. Ελπιδοφόρα τα μηνύματα με πράξεις και όχι με λόγια. Πρέπει γι' αυτό να γίνει συνείδηση ότι μονάχα η Ελληνική Παραγωγή μπορεί να κάνει ανταγωνιστική την οικονομία μας και ισχυρή τη Δημοκρατία μας.
Στην ίδια κατεύθυνση, μία ομάδα καθηγητών της οικονομίας σε συνεργασία με επιχειρηματίες, ίδρυσαν την «Ακαδημία της Ελληνικής Παραγωγής». Έναν φορέα που δημιουργεί γέφυρες και δεσμούς των ιδρυμάτων επιστημονικής γνώσης, των φορέων νέων τεχνολογιών και καινοτομίας, με το χώρο της πραγματικής οικονομίας και την ελληνική παραγωγή. Ένας φορέας που αναδεικνύει και επιβραβεύει την ελληνική παραγωγικότητα.


Οι πρωτοβουλίες αυτές σηματοδοτούν τη «Μετά – Κρίση» εποχή που θα κερδηθεί με την ελληνική παραγωγή. Το πάντρεμα της γνώσης με την πραγματική οικονομία θα αναδείξει τα πλεονεκτήματα της οικονομίας μας σε όλους τους κλάδους της παραγωγής, αφού θα συνδυάζει τις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία με την πραγματική παραγωγή. Αυτές οι πρωτοβουλίες μας προσγειώνουν και από τις αυταπάτες που φαίνεται δεν έχουν τελειωμό. Ακούς από τους κυβερνώντες το αφήγημα του κ. Τσίπρα για «καθαρή» έξοδο το 2018 από τα Μνημόνια και αναρωτιέσαι γιατί ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κόσμου. Δεν γνωρίζουν ότι τα μέτρα του 3ου Μνημονίου θα συνεχίζουν να δυναστεύουν την οικονομία και την κοινωνία μας. Δεν γνωρίζουν ότι η επιτροπεία θα παρακολουθεί την εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων. Αλήθεια ποιον κοροϊδεύουν;
Ακούς από τους κυβερνώντες ότι «η επιστροφή» της Ανάπτυξης φθάνει και αναρωτιέσαι για ποια χώρα γίνεται λόγος; Ακούς ότι χιονοστιβάδα επενδύσεων κατακλύζει την Ελλάδα. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική και τους διαψεύδει. Καρκινοβατούν ακόμη και οι λεγόμενες «μνημονιακές επενδύσεις» των ιδιωτικοποιήσεων κρατικών επιχειρήσεων και περιουσίας.
Είναι καιρός να σταματήσουν οι αυταπάτες για λαϊκή κατανάλωση και εκλογική πελατεία. Η ανάπτυξη και η έξοδος από την κρίση θα γίνει με εμπροσθοφυλακή την ελληνική παραγωγή. Διαφορετικά οι μνημονιακές ρυθμίσεις θα δυναστεύουν την οικονομία και την κοινωνία μας για πολλές δεκαετίες. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους: Η «Μετά – Κρίση» εποχή προϋποθέτει ένα δύσκολο αγώνα των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου με μακρόχρονο στρατηγικό σχεδιασμό, με όραμα, όπως αυτό του Συνδέσμου «Ελληνική Παραγωγή». Η πραγματική έξοδος θα γίνει όταν το made in Greece θα αποτυπώνεται στα προϊόντα μας. Οι επικοινωνιακές περιφερειακές συσκέψεις για πολιτική κατανάλωση δεν προσφέρουν σημαντικά πράγματα στην προσπάθεια για έξοδο από την κρίση. Ούτε βέβαια και τα «εγκεφαλικά» κομματικά προγράμματα συνεισφέρουν ουσιαστικά στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Χρειάζονται τολμηρά βήματα και σχεδιασμό στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων για σοβαρά επιχειρηματικά σχέδια, προϋποθέτουν σταθερό φορολογικό και επενδυτικό περιβάλλον. Η εγχώρια οικονομία μας, αγωνίζεται σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, αβέβαιο και απρόβλεπτο με λίγο και ακριβό χρήμα από τα πιστωτικά ιδρύματα και βαριά υπερφορολόγηση. Ένα μεγάλο τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου (γύρω στις 400 χιλιάδες) είναι βραχυκυκλωμένο στο βάλτο των κόκκινων δανείων. Η διαχείριση αυτών των δανείων από τις τράπεζες, μπορεί να συμβάλει στην εξυγίανση της πραγματικής οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα θα υπάρξει μια μεγάλη ανακατανομή πλούτου σε όφελος των funds. Είναι μια διαδικασία που θα απαξιώσει επιχειρηματικές επενδύσεις πολλών χρόνων με βασική αιτία την κρίση και τη διαχείρισή της από τις πολιτικές ηγεσίες. Πρέπει να μάθουμε να λέμε τις αλήθειες για την πραγματική κατάσταση της ελληνικής παραγωγής. Η αγροτική μας οικονομία με σοβαρό προγραμματισμό έχει τεράστιες δυνατότητες στον εξαγωγικό και ανταγωνιστικό τομέα. Οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ μπαίνουν σε δύσκολα μονοπάτια. Με τη μεταποίηση βασικών προϊόντων μπορεί να κερδίσουμε μεγάλο μέρος στις αγορές. Χρειάζονται πολιτικές και προγράμματα δεκαετίας για την αγροτική ανασυγκρότηση και το ζωντάνεμα της υπαίθρου. Βράζουμε όμως στις μικρο-πολιτικές μέχρι τις επόμενες εκλογές. Ο τουρισμός μπορεί να αποτελέσει την ατμομηχανή για την ανάκαμψη της οικονομίας. Σημαντικοί κλάδοι στο χώρο των ΜΜΕ, αξιοποιώντας την επιστημονική γνώση, την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες, μπορούν να δημιουργήσουν ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, δημιουργώντας νέες θέσεις απασχόλησης στο επιστημονικό και εργατικό δυναμικό της χώρας που αναζητάει απασχόληση. Για την έναρξη αυτής της διαδικασίας, το κράτος οφείλει να δημιουργήσει θετικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Να απενεχοποιήσει το επιχειρείν και κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα από την καχυποψία της «λαμογιάς» και τις «αμαρτίες» του κέρδους.
Παρακολουθώ επαγγελματικά τον επιχειρηματικό κόσμο και ειδικότερα τις ΜΜΕ. Το κράτος με την υπερφορολόγηση και τις εισφορές, καθώς και με το περιορισμένο χρήμα επενδύσεων, βαραίνει και κάνει δύσκολη την επιχειρηματικότητα. Τους λίγους επιχειρηματίες που τα καταφέρνουν αυτή την περίοδο, τους αποκαλούν «ήρωες», ιδιαίτερα στο χώρο της πραγματικής οικονομίας. Υπάρχει και ένα τεράστιο έλλειμμα υποδομών, όπως οι επαγγελματικές «θερμοκοιτίδες» που δίνουν την ευκαιρία στη νέα γενιά να αξιοποιήσει τις επιστημονικές γνώσεις στο πεδίο της καινοτομίας και των τεχνολογιών για εφαρμογή στην παραγωγή. Το made in Greece – ελληνική παραγωγή μπορεί να μας οδηγήσει σε πραγματική έξοδο από τα Μνημόνια.
Το made in Greece μπορεί να μας οδηγήσει σε μια βιώσιμη και διατηρήσιμη έξοδο από την κρίση.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 14/12/2017. 

Η τριπλή κρίση της ενημέρωσης

Τα μέσα ενημέρωσης, και ειδικότερα ο Τύπος, περνούν τριπλή κρίση, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η κοινωνική λειτουργία της ενημέρωσης, η οποία επιτελεί λειτουργία της δημοκρατικής διαδικασίας:

* Κρίση μετασχηματισμού, λόγω της αλλαγής του ειδικού βάρους κάθε μέσου, εξαιτίας των ανατροπών που φέρνουν το Διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα.

* Κρίση οικονομική, που, σε συνδυασμό με τη δραματική μείωση των πωλήσεων, οδηγεί αρκετές φορές σε ποιοτική αλλαγή στην ιδιοκτησία τους.

* Κρίση αξιοπιστίας, καθώς στη χώρα μας έχουμε τα πιο αναξιόπιστα μέσα στη Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που σημαίνει ότι αμφισβητούνται και το εύρος της επιρροής τους, αλλά και η λειτουργία τους ως πυλώνα της δημοκρατικής διαδικασίας.

Κρίση μετασχηματισμού

Κρίση μετασχηματισμού σημαίνει αλλαγή του ρόλου, της απήχησης και της δυνατότητας επιρροής τους. Η μείωση των πωλήσεων των εφημερίδων και των περιοδικών και η ανάπτυξη ιντερνετικών μέσων ενημέρωσης, των συνδρομητικών και των υβριδικών μορφών, καθώς και των social media, είναι ενδεικτικές της υποβάθμισης του ρόλου παραδοσιακών μέσων και της ανάδυσης νέων.

Η δυνατότητα επιρροής των μέσων μεταβάλλεται και διαχέεται πολύ πέραν της έντυπης μορφής ενημέρωσης. Ταυτοχρόνως η άμεση και μαζική μετάδοση πληροφοριών, χωρίς επαρκή διασταύρωση, ενισχύει την κρίση αξιοπιστίας, αφού ο δέκτης πλημμυρίζεται από πληροφορίες, συχνά παραπλανητικές ή και ψευδείς, που δεν μπορεί να αποδελτιώσει και να κατανοήσει, ενώ περιθωριοποιεί παραδοσιακά έντυπα, τα οποία αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις.

Κρίση και αλλαγή ιδιοκτησίας

Κρίση οικονομική με αλλαγή ιδιοκτησίας. Το κλείσιμο της στρόφιγγας των δανείων, ορισμένες φορές θαλασσοδανείων, και της μείωσης των εσόδων από πωλήσεις και διαφημίσεις φέρνει στο προσκήνιο νέους εκδότες, που δεν προέρχονται από τον χώρο της ενημέρωσης, αλλά από άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, και έχουν σχεδόν στόχο την άσκηση πολιτικής επιρροής. Τα νέα τζάκια φέρνουν νέα ήθη. Μειώσεις μισθών, μαζικές απολύσεις, ελαστικές σχέσεις εργασίας, μείωση της ανεξαρτησίας και του πλουραλισμού, συνεπώς και μείωση της αξιοπιστίας των μέσων ενημέρωσης.

Είναι ενδεικτικό ότι οι πωλήσεις των κυριακάτικων εκδόσεων των εφημερίδων φτάνουν σήμερα στα 250.000 φύλλα, ενώ μόλις πριν από λίγα χρόνια άγγιζαν το 1.000.000 φύλλα.

Οι πωλήσεις των ημερήσιων εφημερίδων φτάνουν σήμερα μόλις τα 90.000 φύλλα έναντι 350.000 φύλλων το 2008, 1.070.000 φύλλων το 1999, 1.100.000 φύλλων το 1989 και 750.000 φύλλων το 1980. Οι αριθμοί είναι χαρακτηριστικοί της κατάρρευσης των πωλήσεων των εφημερίδων. Η μεγάλη μείωση είχε αρχίσει πριν από την οικονομική κρίση, καθώς η ενημέρωση αλλάζει μορφή με την έλευση και ταχεία επέκταση του Διαδικτύου και των νέων μέσων.

Κρίση αξιοπιστίας

Κρίση αξιοπιστίας των Μέσων Ενημέρωσης. Σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο του 2016, έχουμε τα πιο αναξιόπιστα μέσα στην Ε.Ε. Περίπου εννιά στους δέκα πολίτες (87%) στην Ελλάδα πιστεύουν ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι ελεύθερα από οικονομικές και πολιτικές πιέσεις έναντι 57% στην Ε.Ε.

Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, που παίρνει δραματικές διαστάσεις με το ξέσπασμα της οικονομικής χρεοκοπίας, επεκτείνεται και στα μέσα ενημέρωσης. Αν το φαινόμενο δεν ήταν σύνθετο, θα ίσχυε η ρήση ότι συνήθως ένα καθεστώς πέφτει παρασύροντας και τα σύμβολά του. Ειδικότερα για την τηλεόραση η αξιοπιστία και ο πλουραλισμός σχεδόν εξαϋλώνονται φτάνοντας μόλις το 16% έναντι 55% στην Ε.Ε.

Η αξιοπιστία των εφημερίδων στην Ελλάδα φτάνει στο 33% έναντι 55% στην Ε.Ε. Του ραδιοφώνου στο 40% στη χώρα μας έναντι 60% στην Ε.Ε. και μόνο στο Διαδίκτυο η αξιοπιστία, αν και χαμηλή, στο 38%, είναι υψηλότερη των ευρωπαϊκών διαδικτυακών μέσων, η αξιοπιστία των οποίων φτάνει το 32%. Αυτό σημαίνει ότι η κρίση αξιοπιστίας στο Διαδίκτυο έρχεται με καθυστέρηση, ίσως επειδή συμπίπτει με τη γενικευμένη κρίση των κυρίαρχων μέσων και κατά βάση της τηλεόρασης. Το πιο πρόσφατο ευρωβαρόμετρο (Φεβρουάριος 2018) για τα λεγόμενα fake news δείχνει ότι σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες (55%) έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με μια ψευδή ή παραπλανητική είδηση, ενώ τρεις στους τέσσερις (74%) κάθε εβδομάδα.

Κριτική σχέση ή εξάρτηση;

Παρά την κρίση και τη δραματική μείωση των πωλήσεων, εφημερίδες θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Εκείνο στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε είναι αν θέλουμε εφημερίδες που να έχουν μια κριτική σχέση με τους αναγνώστες τους και τους χώρους τους οποίους εκφράζουν ή αν θα είναι εξαρτημένες, ιμάντες μεταβίβασης κομματικής ή επιχειρηματικής γραμμής.

Αν θέλουμε εφημερίδες -και γενικότερα μέσα ενημέρωσης- με κριτική σχέση, θα πρέπει να τις υπηρετήσουμε. Και θα πρέπει να μην μπερδεύουμε την κριτική σχέση, κατ' επέκταση και την κριτική σκέψη, με την ταύτιση και την εξάρτηση, που ευτελίζουν την ενημέρωση. Πολύ δε περισσότερο δεν πρέπει να συγχέονται η κριτική και ο έλεγχος της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας με τη στρατηγική της έντασης. Δυστυχώς τα μέσα ενημέρωσης ακολουθούν την πεπατημένη του κομματικού ανταγωνισμού, ίσως στη χειρότερη εκδοχή του.

Έχουμε φτάσει στο σημείο ορισμένοι παράγοντες των μίντια -δημοσιογράφοι, ιδιοκτήτες- και πολιτικοί να μην μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στον Καρλ Σμιτ και τον Χάμπερμας. Μια ματιά στα πρωτοσέλιδα παραπέμπει πολλές φορές στον θεωρητικό του πολιτικού ολοκληρωτισμού και της αυταρχικής μετάλλαξης του κράτους και της πολιτικής. Άλλο πράγμα όμως η σχέση εξάρτησης, η πολεμική, η ροπή προς τη στρατηγική της έντασης και τον αυταρχισμό και άλλο πράγμα η κριτική σχέση, ο πολιτικός ανταγωνισμός, η «ορθολογική σύγκλιση των απόψεων».

Και δεν είναι μόνον αυτό. Στην Ελλάδα έχουμε μπερδέψει τις φήμες με τις πληροφορίες και τις ειδήσεις. Δεν είναι το ίδιο, έχουν τεράστια διαφορά. Πολλές φορές ορισμένοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί τις μπερδεύουν ρέποντας προς ένα λάθος που επιτείνει την κρίση αξιοπιστίας.

Φαίνεται ότι στην Ελλάδα έχουμε φτάσει σε αυτό που έλεγε ο Χάξλεϊ. Δεχόμαστε δηλαδή ως τηλεθεατές ή αναγνώστες, ως κοινή γνώμη συνολικά, μια πλημμυρίδα πληροφοριών από την οποία δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη, να διακρίνουμε ποιο είναι το σημαντικό και ποιο δευτερεύον. Να καταλάβουμε την ουσία και να μην χανόμαστε στην πλημμυρίδα πληροφοριών που μας κατακλύζει. Ταυτοχρόνως, όμως, λόγω της εξάρτησης των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, φαίνεται ότι ισχύει και το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η διαπίστωση του Όργουελ για τον έλεγχο των πληροφοριών και της ενημέρωσης από την εξουσία: πολιτική, μιντιακή, οικονομική.

Ωστόσο, σύμφωνα με την γκραμσιανή προβληματική, τη οποία εξέφρασε με οξυδέρκεια ο Στιούαρτ Χολ, οι πολίτες δεν έχουν απολέσει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσουν τη δική τους λογική στα «κείμενα» των μέσων. Άλλωστε το γενικευμένο πρόβλημα αξιοπιστίας των μέσων αποτελεί μάλλον ένδειξη αμφισβήτησης της ηγεμονικής τους λειτουργίας.

Για παράδειγμα η σχεδόν εχθρική στάση των μίντια δεν στάθηκε εμπόδιο στην εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα η πολεμική των μέσων ενημέρωσης τον πλήττει περισσότερο εξαιτίας της κυβερνητικής του θητείας και της συνακόλουθης απομυθοποίησής του, της αδυναμίας του, ορισμένες φορές, να δώσει πειστικές απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα, καθώς και των αστοχιών της πολιτικής του για τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης.

Τα τρία κοινά της τηλεόρασης

Έχει σημασία να αναδειχθεί η βασική θέση της προβληματικής που εκφράζει ο Στιούαρτ Χολ για τις τρεις κατηγορίες που συγκροτούν το κοινό ενός τηλεοπτικού σταθμού: η κυρίαρχη, που αποδέχεται ό,τι βλέπει, η αντίθετη, που διαφωνεί, και η ενδιάμεση, που αμφισβητεί και διαπραγματεύεται ό,τι βλέπει.

Leader γίνεται όχι όποιος έχει απήχηση μόνο στο πρώτο κοινό, αυτό δηλαδή που κατά βάση συμφωνεί με αυτά που βλέπει, αλλά όποιος έχει ισχυρό το δεύτερο, αυτούς που διαφωνούν με αυτά που βλέπουν, και το τρίτο κοινό, αυτούς που είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευθούν γι' αυτό που βλέπουν. Η αδυναμία του πολιτικού προσωπικού και αρκετών ανθρώπων των μίντια να κατανοήσουν αυτή τη θεμελιώδη προσέγγιση τους οδηγεί συχνά σε λανθασμένη αξιολόγηση της απήχησης και της επιρροής των μέσων ενημέρωσης. Η αδυναμία της ιστορικής Αριστεράς στον τομέα αυτόν είναι παροιμιώδης.

Τι θα κάνουμε με την GAFA;

Περίπου πριν από ένα μήνα, μια παρέμβαση του μεγαλοεπενδυτή Σόρος έθεσε ένα κρίσιμο ζήτημα της εποχής μας. Το ζήτημα του ελέγχου της κοινής γνώμης και της κοινωνικής συνείδησης από το Facebook και την Google. Ανεξαρτήτως προθέσεων, είναι καίρια η παρέμβασή του και οι ενδοαστικές αντιθέσεις ίσως αποδειχθούν και στην περίπτωση αυτή σημαντικές.

Αυστηρή κριτική στην τηλεόραση έγινε από τον Καρλ Πόπερ, ίσως τον πιο διακεκριμένο φιλελεύθερο διανοούμενο του 20ού αιώνα. Ο Πόπερ υποστήριζε ότι, όπως πηγαίνει, η τηλεόραση μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Κάτι ανάλογο λέει και ο Σόρος σήμερα για το Facebook και την Google διαβλέποντας τον κίνδυνο ελέγχου της πληροφορίας. Αν και δεν συγκρίνεται ο Πόπερ με τον Σόρος, έχει την σημασία του το ότι αυτοί που επηρεάζουν τις εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο θέτουν θέμα ελέγχου της πληροφορίας και συζητούν το πρόβλημα για τον ρόλο της περιβόητης GAFA (Google, Amazon, Facebook, Apple).

Και είναι ευχής έργο το ότι η γαλλική κυβέρνηση ξεκίνησε και συνεχίζει τον «πόλεμο» με την Google και το Facebook κατηγορώντας τους δύο κολοσσούς για αθέμιτο ανταγωνισμό, ενώ την ίδια ώρα η Γαλλία διαθέτει το πιο προωθημένο σύστημα ενίσχυσης και στήριξης του Τύπου στην Ευρώπη.

Αυτό το μέτωπο είναι σημαντικό και θα το βρίσκουμε διαρκώς μπροστά μας τα επόμενα χρόνια είτε επειδή οι λεγόμενοι GAFA θα διαδραματίζουν δεσπόζοντα ρόλο στον έλεγχο της πληροφορίας είτε διότι θα απομυζούν ένα μεγάλο τμήμα της διαφημιστικής πίτας -πάνω από το 30% ήδη στην Ελλάδα- στερώντας πολύτιμους για την βιωσιμότητά του πόρους από το συνολικό σύστημα ενημέρωσης.

*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 19/3/2018. 

Για την Ευρώπη του Νότου

Σε αυτή την εισαγωγική παρέμβαση, θα διατυπώσω μερικές προανακρουστικές παρατηρήσεις που θα μας επιτρέψουν να εμβαθύνουμε στα συγκεκριμένα προβλήματα των παραγωγικών δομών και της δυναμικής της απασχόλησης στην Ευρώπη του Νότου.
Αρχίζω με τη γενική διαπίστωση ότι οι σύγχρονες ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν εισέλθει εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες σε μια νέα φάση που χαρακτηρίζεται από μια σειρά αντιφατικά φαινόμενα που αλληλοσυμπληρώνονται. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών και τη διεθνοποίηση των ανταλλαγών, την άμβλυνση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, τις πολιτικές απορρύθμισης και ιδιωτικοποιήσεων, την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος που τείνει να αναδιατάξει το συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου, τους μετασχηματισμούς που σχετίζονται με την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας καθώς και τον αυξανόμενο ρόλο της γνώσης και τη πληροφορίας ως παραγόντων παραγωγής – σίγουρα η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική.
Αυτές οι πολλαπλές μεταλλαγές, που επιταχύνθηκαν και ενισχύθηκαν από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008 έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε τρία επίπεδα :
► Στις μορφές διακυβέρνησης στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικονομικής και θεσμικής αλληλεξάρτησης. Εδώ παρατηρούμε πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές, κομματικές ανακατατάξεις, καταρρεύσεις και αναοριοθετήσεις, εμφάνιση νέων πολιτικών φορέων που δεν αυτο-αναγνωρίζονται στη διαχωριστική γραμμή αριστεράς δεξιάς. Παράλληλα, υπάρχει μια αυξανόμενη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στις πολιτικές ελίτ. Το δημοκρατικό έλλειμμα των στρατηγικών της κοινωνικής απορρύθμισης βαθαίνει τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
► Στους μετασχηματισμούς στην αγορά εργασίας. Είναι ανάγκη να τονιστεί ότι αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν έχουν ένα αποκλειστικά οικονομικό χαρακτήρα αλλά ενέχουν διαστάσεις κοινωνικές, δημογραφικές, γεωγραφικές, γενεαλογικές. Δημιουργούν ρήξεις και ρήγματα στις παραδοσιακές κοινωνικές διαστρωματώσεις όπως το βλέπουμε ιδιαίτερα στις χώρες που χτυπήθηκαν έντονα από την κρίση : αποσταθεροποίηση των μεσαίων τάξεων, εξαθλίωση των εργαζόμενων στρωμάτων, όχι μόνο των μισθωτών αλλά και των ελεύθερων επαγγελματιών ή και του αγροτικού πληθυσμού, προσωρινή απασχόληση της νέας γενιάς, της γυναικείας απασχόλησης και της μη ειδικευμένης εργασίας, επιτάχυνση της εσωτερικής μετανάστευσης στην Ευρώπη από τις χώρες με υψηλά ποσοστά ανεργίας σε χώρες με χαμηλό βαθμό ανεργίας, γεωγραφικές ανισότητες όχι μόνο ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο αλλά ακόμα και στο εσωτερικό της ίδιας χώρας (αστικά κέντρα, μεγαλουπόλεις, κλπ).
► Το τρίτο επίπεδο επιπτώσεων αφορά τα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Οι μεταβολές στην αγορά εργασίας φέρνουν επίσης νέους κοινωνικούς κινδύνους που καλύπτονται ανεπαρκώς από τα υπάρχοντα συστήματα κοινωνικής προστασίας των οποίων οι φορολογικές βάσεις διαβρώνονται από την ύφεση της μεσαίας τάξης. Οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές καθιστούν ακόμα πιο επισφαλείς και ευάλωτους του απασχολούμενους που εκτίθενται στον οικονομικό ανταγωνισμό. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ψηφιακής οικονομίας που ενώ αντιπροσωπεύει νέες ευκαιρίες στην απασχόληση, εγείρει κεντρικά ερωτήματα για τη ρύθμιση και τη δομή της αγοράς εργασίας, αλλά και το δίκτυο κοινωνικής πρόνοιας που πρέπει να δημιουργηθεί στις νέες συνθήκες.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, τι μπορούμε να συνάγουμε για την ευρωπαϊκή πορεία και προοπτική της εργασίας και της απασχόλησης; Παρά το γεγονός ότι οι χώρες του Νότου έχουν πολλές διαφορές, παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία που συνοψίζουν τη δυνατότητα άσκησης συλλογικών στρατηγικών εξόδου από την κρίση. Χαρακτηρίζονται, ανάμεσα στα άλλα, από μεγάλο δημόσιο χρέος και δημοσιονομικά ελλείμματα, έλλειψη ανταγωνιστικότητας καθώς και χρόνιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, υιοθέτηση σχεδίων προσαρμογής, μέτρων λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που οδηγούν στην ύφεση, και επίσης, από ένα τεράστιο μελλοντικό κόστος που συνδέεται με την ταχεία γήρανση του πληθυσμού, που θα απαιτήσει αύξηση των δημόσιων δαπανών.
Παρά τη συγκυριακή οικονομική ανάκαμψη, το ευρωπαϊκό σχέδιο είναι σε κρίση στη ενοποιητική και αναπτυξιακή του διάσταση. Η Ευρώπη οικοδομείται σε ένα βάθρο οικονομικών ανισοτήτων που ενισχύονται από τις πολιτικές μισθολογικού και φορολογικού ανταγωνισμού οι οποίες τροφοδοτούν έναν οικονομικό πόλεμο μεταξύ των κρατών μελών και των οποίων οι εργαζόμενοι είναι τα κυριότερα θύματα. Η παρατεταμένη ύφεση που διήρκεσε από το 2008 έως το 2013 οδήγησε σε απότομη αύξηση της ανεργίας. Οι χώρες της νότιας Ευρώπης όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία υπέφεραν ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση. Επιπλέον, η κρίση του δημόσιου χρέους και τα μέτρα λιτότητας στις χώρες αυτές έχουν επιδεινώσει την κατάσταση. Μολονότι η καθεμία ξεχωριστά έχει τις δικές τις δικές της ιδιαιτερότητες, συντελείται αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια τεράστια διαδικασία προσωρινοποίησης της εργασίας και της απασχόλησης που έχει επιπτώσεις σε ολόκληρες τις συνθήκες διαβίωσης των πληθυσμών. Υπό αυτή την έννοια, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν αληθινά «εργαστήρια κρίσεων» στα οποία πειραματίζονται νέα πρότυπα και νέες πραγματικότητες εργασίας αλλά και όπου τείνουν να δημιουργηθούν νέα συστήματα αλληλεγγύης που έχουν όμως ένα αμιγώς αμυντικό χαρακτήρα.

Το θέμα είναι τώρα τι λες… με ποίηση

Πολλά μέιλ είναι σαν δώρα. Και το μέιλ ήταν από το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης (την Τετάρτη 21 Μαρτίου). Η Βουλή, στον εκθεσιακό χώρο του ιδρύματος, συμμετέχει στην Ημέρα Ποίησης με την έκθεση «Το θέμα είναι τώρα τι λες» για τη ζωή και το έργο του ποιητή της μεταπολεμικής περιόδου, Μανόλη Αναγνωστάκη.

Για όσους ξέρουν, αυτή η πτυχή της δράσης της Βουλής, μέσω του Ιδρύματος για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, δεν είναι καινούργια. Με διαρκείς εκθέσεις, εκδόσεις και εκδηλώσεις, η Βουλή ανιχνεύει την Ιστορία, τη δημοκρατία, την ταυτότητα και την αυτογνωσία μας.

Αυτό που είναι άξιο σχολιασμού, είναι η άλλη όψη στον ίδιο χώρο. Ο ποιητικός λόγος, ο λόγος των ιδεών, του νοητικού σκαψίματος, της ευαισθησίας, της φαντασίας και –πολλές φορές– της αλήθειας, απέναντι στον πολιτικό λόγο της έπαρσης, της καταγγελίας, του υπολογισμού ή της ψηφοθηρίας και –πολλές φορές– της πολιτικής ψευδολογίας.

Ηδη από μόνο του, το μότο της συλλογής «Ο στόχος» (1970) του Αναγνωστάκη (που δίνει και τον τίτλο εδώ), «Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ώς εδώ / Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας / Το θέμα είναι τώρα τι λες», λέει πολλά. Αλλά όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το ερώτημα είναι συντριπτικό. Βλέπετε, είναι αυτό που μπαίνει από την ποίηση, αλλά δεν βγαίνει ποτέ από την πολιτική.

Ομως, είναι και το άλλο. Οσο αναγκαία είναι η ποίηση για τη γραφή, τα αναγνωστικά και το εργαστήρι, άλλο τόσο απαραίτητη είναι η ανάγνωσή της ως πολιτική πράξη, εφόσον το ενεργούμενό της είναι ο τελευταίος τελείως ελεύθερος χώρος για τη γλώσσα, τις ιδέες και τον πολιτισμό.

Οσο είναι αυτονόητη η ενασχόλησή μας με τις παράγκες του ποδοσφαίρου και το όπλο του Ιβάν Σαββίδη, με το εάν ο Κουβέλης είναι υποτακτικός του Καμμένου ή του Τσίπρα, με τα οικονομικοπολιτικά σκάνδαλα, με τη Μέρκελ και τα ευρωπαϊκά, με το χρέος ή με τον νεοσουλτάνο Ερντογάν και τους εθνικισμούς στα Βαλκάνια, άλλο τόσο θα έπρεπε να είναι αυτονόητη η ενασχόλησή μας με αυτόν τον ελεύθερο χώρο ως κεντρικό κοινωνικό πράττειν – από τους θεσμούς και τις ιδέες μέχρι τη διαχείριση της καθημερινότητας, των συμπεριφορών και των σχέσεων. Αυτό δεν γίνεται.

Αντίθετα, τελείως επιδερμικά προχωράμε στην ανάγνωση του Σολωμού ή του Κάλβου, του Παλαμά, του Καβάφη, του Σεφέρη ή του Ελιοτ, εις βάρος της εποικοδομητικής αμφίδρομης σχέσης που ανέκαθεν έχτιζαν ο Λόγος και ο άνθρωπος∙ εις βάρος της δυνατότητάς μας να δούμε άλλους, καλύτερους κόσμους.

«Ισως κάποτε αυτοί οι κόσμοι να επιβληθούν», θα έλεγε ο Μαρξ, με την επιφύλαξη που είχε διατυπώσει ο Ελύτης γύρω από το θέμα της άρρητης σχέσης ποίησης και πολιτικής: «Η ποίηση δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Γιατί ο κόσμος αλλάζει με την πράξη. Μπορεί όμως να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, επηρεάζοντας έμμεσα την αλλαγή του κόσμου».

Αλλά ακόμα κι έτσι, ακόμα κι αν μιλάμε για περιπλάνηση, τη χρειαζόμαστε την ποίηση γιατί δεν υπάρχουν πλέον σταθερές και βεβαιότητες σε περιόδους δημόσιου τραύματος ή κρίσης όπως η σημερινή.

Τη θέλουμε την ποίηση, όχι απλώς ως πολυτέλεια ή κουλτουριάρικο προνόμιο των ειδικών και των ανθολόγων, αλλά εμπρόθετα για τη φυσιογνωμία της χώρας και του Ελληνισμού που, από την εποχή του Σεφέρη... «θα αποχτήσει φυσιογνωμία όταν αποχτήσει πρώτα μια πνευματική φυσιογνωμία η σημερινή Ελλάδα. Και θα έχει ακριβώς για χαρακτηριστικά τη σύνθεση των χαρακτηριστικών των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από τους Ελληνες». Τη θέλουμε για θεσμούς καρφωμένους σαν πρόκες – για να παραφράσω λίγο τον Αναγνωστάκη.

Τη θέλουμε και σαν κάστρο της γλώσσας αλλά και σαν θεσμικό πεδίο καλλιέργειας και διατήρησης της φαντασίας μας, της οξύνοιάς μας και την αντίστασής μας στην «πίεση του πραγματικού», στο συνεχές σφυροκόπημα των πληροφοριών, των ειδήσεων, των τρομερών γεγονότων και της γκρίζας πραγματικότητας. Και όσο δεν το κάνουμε, χάνουμε το ουσιαστικό: ευαισθησίες, χαρές των μικρών, τη μαγεία της έκπληξης, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία μας – με μια λέξη, χάνουμε την ανθρωπιά μας.

Τέλος, τη θέλουμε για την παραμυθία μας, με τα λόγια της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ: «... Και τότε ξαφνικά γεννιούνται ποιήματα... που κάνουν να πλησιάζουμε τα αρνητικά, τα δύσκολα στοιχεία της ζωής μας: τη θλίψη, τη σιωπή, την επιβίωση, τον χωρισμό από την έννοια του μέλλοντος, και βέβαια τον θάνατο... Αλλά υπάρχει και ένα φως που αναδύεται από το σκοτάδι. Είναι η ανάσα μου, που βγαίνει σταθερή και μου χαρίζει ακόμη τη ζωή. Με την ανάσα μου νικώ τον χρόνο, έστω και για μια στιγμή».

"Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/3/2018. 

«Πολιτικά» τοτέμ και ταμπού, αλουστράριστα

Ας θυμηθούμε λίγο το κοινωνικοπολιτικό αίτημα για την Ευρώπη από το 2008-2009: «Από την κυριαρχία των αγορών στην αναγέννηση της κοινωνίας». Δεν έγινε. Τι έγινε; Βάλτε στη θέση της λέξης «Θεός» τη λέξη «Πολιτική» και ξαναδιαβάστε τον Ουμπέρτο Εκο: «Οταν οι άνθρωποι σταματούν να πιστεύουν στην Πολιτική, δεν είναι ότι δεν πιστεύουν σε τίποτα. Πιστεύουν στα πάντα». Ο χρόνος, αν δεν καίγεται, παγώνει. Πρακτικά θα χρειαστεί χρόνος, ίσως και άλλες εκλογές, πριν σχηματιστεί κυβέρνηση στην Ιταλία.

Ομως είναι έτοιμη η Ε.Ε. για πιθανό πρωθυπουργό τον Ματέο Σαλβίνι, που θεωρούσε το ευρώ «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» και έχει δεσμευτεί για μαζική απέλαση μισού εκατομμυρίου ανθρώπων όταν θα βρεθεί στην εξουσία; Η απάντηση είναι ναι∙ αλλά θα είναι επιστροφή σε σκοτεινούς χρόνους και διόλου αναγέννηση. Κοντολογίς στο «πιστεύουν στα πάντα» περιλαμβάνεται και η επιστροφή του φοροφυγά Bunga Bunga και τα παλιά μελανοχίτωνα τοτέμ και ταμπού, αλουστράριστα.

Ας θυμηθούμε επίσης ότι όταν η κουβέντα γινόταν για την Ελλάδα, είχε συστρατευτεί στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. ο γερμανοβαρής συνασπισμός των πειραματιστών-σωτήρων και στο εσωτερικό της χώρας ολόκληρη η πολιτική ανωριμότητα απέναντι στα ογκούμενα προβλήματα. Βλέπετε η σημερινή δυσανεξία έχει και ιδρυτές και δράστες. Αλλά τη διαδρομή της Ελλάδας την παρακολουθούσαν όλοι∙ βρισκόταν στην κοινή θέα των Ιταλών, των Ισπανών, των Πορτογάλων, των Αγγλων των Γάλλων κ.λπ., που ρωτούσαν: «Θέλετε να καταντήσουμε Ελλάδα;»

Στην Ελλάδα η μείωση των δημόσιων δαπανών κατά 1 ευρώ προκάλεσε μείωση του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 2 ευρώ. Η πρόβλεψη για ανεργία στο 14% το 2012-2013 έγινε πραγματοποίηση ανεργίας που έφτασε το 27-28% το 2014, απότομης φτωχοποίησης και εξαφάνισης της μεσαίας τάξης.

Και το σημαντικότερο, δεν έγιναν αισθητές οι θετικές επιδράσεις στο ποσοστό του χρέους επί του ΑΕΠ. Και αυτό ερμηνεύεται από τις αρνητικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις της απότομης μείωσης των δημόσιων δαπανών και την αύξηση της φορολογίας –που συνεχίζονται με τα μπράβο του ευρω-ιερατείου. Η ευρωπαϊκή ακηδία μετά την ύφεση έβλαψε ενεργά την Ευρώπη. Επέφερε αλλοιώσεις αντιστρόφως δυσανάλογες σε σχέση με τα προβλεπόμενα οφέλη.

Σίγουρα πλέον το πρόβλημα της Ευρώπης δεν ήταν αποκλειστικά η Ελλάδα. Ηταν από καιρό και η Ιταλία∙ ροζ ελέφαντας με βαρύ φορτίο χρέους. Και αίφνης (;) το πολιτικό πεπρωμένο της Ιταλίας -της μήτρας της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, της χώρας που για την παράδοση της Αριστεράς είχε δώσει κάποιον ρυθμό στην Ευρώπη- βρίσκεται τώρα στα χέρια του Κινήματος Πέντε Αστέρων, της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά και του Σίλβιο.

Τα ερωτήματα -αν τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών είναι καταστροφή για την Ευρώπη ή αν η Ιταλία θα διεξαγάγει νέες εκλογές ή αν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση- μέλλει να τα δούμε. Ομως αυτό που θα έπρεπε να γνωρίζουμε είναι ότι η κρίση δεν ήταν μόνο μια «βλάβη» του καπιταλισμού, αλλά ότι ιστορικά, όπου και όπως ξέσπασε, αποδυνάμωσε πρώτα την κοινωνία και μετά αποκρυστάλλωσε τα γκρίζα έως φαιόχρωμα της πολιτικής ως μετακοινωνική κατάσταση.

Δηλαδή, να δούμε όχι απλά την κατάντια της κοινωνίας που διέπεται από το χάσμα το οποίο χωρίζει την παγκοσμιοποιημένη χρηματιστική ελίτ από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά κυρίως το χάσμα που χωρίζει τον κόσμο από την πολιτική και τις μνήμες της.

Θα έπρεπε επίσης να γνωρίζουμε ότι στη μεταπολεμική Ιταλία των δεκαετιών του 1940 και του 1950 -όταν το '57 στηνόταν στη Ρώμη πανηγυρικά η Ενωμένη Ευρώπη- οι περισσότεροι Ιταλοί ενήλικοι θεωρούσαν πως ο φασισμός, εκτός από τη Μαφία και τον Παπισμό, ήταν μια κανονική πολιτική κατάσταση, διαχωρίζοντας τον εαυτό τους από τον Χίτλερ.

Αυτό μας λέει επίσης ότι η κουβέντα θα πρέπει να στραφεί, ξανά και ξανά, στην απουσία των mainstream προτάσεων αντιμετώπισης της κρίσης και -στον βαθμό που μας ενδιαφέρει- στην απουσία της Αριστεράς, και όχι μόνο στην Ιταλία.

Πλέον το πόρισμα μιλάει για πλήρη διαχωρισμό των κοινωνικών παραγόντων από το κοινωνικό σύστημα, σαν να έχουν διαρραγεί όλοι οι δεσμοί που ένωναν την οικονομική με την κοινωνική ιστορία, την πραγματική παραγωγή με την κοινωνία και τις κοινωνικές ομάδες με την παραγωγή πολιτισμού.

Το θέμα είναι επιτακτικό στον βαθμό που πικρές αλήθειες εισάγονται με βίαιο τρόπο στις πραγματικές πολιτικές -εξίσου εκρηκτικές για το πολιτικό όσο και το κοινωνικό πεδίο.

Αλλά για μια ειλικρινή αποτίμηση του πολιτικού τοπίου όπως διαμοφώθηκε στην Ιταλία πεντάστερο, τοτεμικό, μεταπολιτικό, ενάντια στην ιδέα της Πολιτικής, θα κλείσω όπως άρχισα, με τον αφορισμό του Εκο -τιμής ένεκεν στον Γκράμσι, τον Τολιάτι, τον Μπερλινγκουέρ, τον Ντάριο Φο, τον Παζολίνι, τον Μπερτολούτσι ή τον Φελίνι: «Φοβού τους προφήτες κι αυτούς που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, επειδή κατά κανόνα κάνουν και άλλους να πεθάνουν μαζί τους, μερικές φορές πριν από αυτούς και συνήθως αντί για αυτούς».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 9/3/2018.