Είναι πασιφανές ότι οι διακρατικές σχέσεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο βρίσκονται σε ένταση και αναβρασμό. Πέραν των νέων διεθνών παραμέτρων, χρήζουν ανάλυσης και τα έντονα εθνικά και διμερή ζητήματα. Η τελευταία δεκαετία προσέθεσε κι άλλα προβλήματα στην περιοχή, οι διακρατικές σχέσεις έχουν χειροτερεύσει λόγω ισχυρών ανταγωνισμών. Χωρίς να ξεχνούμε την βαθιά επιθυμία στην περιοχή για δημοκρατία και ευημερία, δεν πρέπει να υποτιμούμε την ενδημική εσωτερική αστάθεια. Μικρά και μεγάλα κράτη, αδύνατες και ισχυρές χώρες, πρώην αυτοκρατορίες και πρώην αποικίες, κοινό αλλά φορτισμένο παρελθόν, όλα συνυπάρχουν σε αυτή την ιστορική κοιτίδα θρησκειών και πολιτισμών.
Οι διακρατικές σχέσεις δεν έχουν βρει μια πάγια και ειρηνική διευθέτηση. Αιγιαλίτιδα ζώνη, καθορισμός των ΑΟΖ, διέλευση αγωγών ενέργειας, έλεγχος του νερού, έρευνες για φυσικό αέριο, προστασία του περιβάλλοντος. Το κυπριακό και το παλαιστινιακό πρόβλημα είναι πάντοτε πηγές έντασης και απειλών, ενώ η κατάσταση της Συρίας είναι απερίγραπτη. Η κατάσταση όπως έχει σήμερα είναι απρόβλεπτη, συγκρουσιακή κι εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Χρειάζεται σαφώς αλλαγή προσέγγισης, αλλαγή μεθόδου. Πολυσχιδείς συνεργασίες διμερούς ή και πολυμερούς υφής, είναι θέματα που πρέπει να λυθούν με γνώμονα το διεθνές δίκαιο και με στόχο την περιφερειακή συνεργασία για την διασφάλιση της ειρήνης. Η κρίση στην Λιβύη και η εμπλοκή πολλών χωρών, είναι ένα άλλο επείγον ζήτημα που αναδεικνύει την ανάγκη της περιφερειακής προσέγγισης. Η πρόσφατη συνάντηση των τεσσάρων Υπουργών Εξωτερικών στο Κάϊρο ήταν σαφής και στο τελικό ανακοινωθέν αναφέρεται ότι "το μνημόνιο συμφωνίας Τουρκίας-Λιβύης που υπονοεί την οριοθέτηση των θαλάσσιων δικαιοδοσιών στη Μεσόγειο Θάλασσα παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συμμορφώνεται με το δίκαιο της θάλασσας και δεν μπορεί να παράγει έννομες συνέπειες. Επιπλέον, οι Υπουργοί επανέλαβαν την ανάγκη πλήρους σεβασμού της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων όλων των κρατών στις θαλάσσιες ζώνες τους στη Μεσόγειο."
Η μεσογειακή διάσταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι δεδομένη. Κύπρος, Ελλάδα, Μάλτα, Κροατία, Σλοβενία, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, ενώ τα συμφέροντα πολλών κρατών που δεν έχουν άμεση πρόσβαση στη Μεσόγειο δεν είναι αμελητέα. Τόσο η οριοθέτηση των εξωτερικών θαλασσίων συνόρων των κρατών-μελών και συνεπώς και της ΕΕ, όσο και η αποτελεσματική προστασία τους (ασφάλεια, έλεγχος, επιτήρηση, αλλά και ευθύνη παροχής βοήθειας) προϋποθέτουν πρωτοβουλίες στις οποίες θα συμμετέχουν τα σημερινά μεσογειακά κράτη-μέλη καθώς και οι υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ χώρες. Χώρες όπως η Αλβανία, το Μαυροβούνιο, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η Τουρκία, έχουν κάθε συμφέρον να συμμετέχουν σε μια τέτοια πρωτοβουλία, αφού δεσμεύονται από τις συμφωνίες με την ΕΕ για σεβασμό του διεθνούς δικαίου και τις σχέσεις καλής γειτονίας. Η λειτουργία της Τελωνειακής Ενωσης ΕΕ-Τουρκίας στηρίζεται σαφώς σε αυτές τις αρχές και αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο επίλυσης των ζητημάτων. Οι πρόσφατες τουρκικές πρωτοβουλίες και η συμφωνία της Τουρκίας με την κυβέρνηση της Λιβύης για τον καθορισμό των ΑΟΖ, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα πολλών χωρών της περιοχής και καθιστούν αναγκαία μια συνολική, ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων.
Για την εκδήλωση ωστόσο μιας περιφερειακής πρωτοβουλίας επίλυσης των διαφορών, απαιτείται η συμμετοχή και η συνεργασία όλων ανεξαιρέτως των κρατών. Η πρωτοβουλία αυτή χρειάζεται κατάλληλη προετοιμασία, αλλά είναι προφανές ότι η αδράνεια και η αυξανόμενη ένταση δεν λειτουργεί υπέρ της σταθερότητας και της ειρήνης. Αυτό είναι μια σημαντική πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ενωση στο νέο της ξεκίνημα. Είναι εφικτό ένα ευρω-μεσογειακό σύμφωνο ειρήνης με αποδεκτούς κανόνες και αρχές, με βάση το διεθνές δίκαιο για μια ειρηνική διευθέτηση των ζητημάτων. Το κοινό ευρω-μεσογειακό μέλλον περνά μέσα από την πραγμάτωση αυτού του ονείρου και ανοίγει προοπτικές συνεργασίας σε πολλούς τομείς, παρά τις απογοητεύσεις του παρελθόντος. Το κλειδί είναι ισότιμη συμμετοχή όλων στην κοινή προσπάθεια και η ασφαλής βάση είναι ο απόλυτος σεβασμός του διεθνούς δικαίου. Απαιτούνται οπωσδήποτε συνέργειες μεταξύ των υφισταμένων ευρωπαϊκών πολιτικών και οργανισμών, επανακαθορισμός προτεραιοτήτων και συσχέτιση μεταξύ στρατηγικών στόχων και διαθέσιμων οικονομικών μέσων.
Η διεθνής εμπειρία και νομολογία, το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και ειδικά το δίκαιο της θάλασσας, ο ΟΗΕ και η ανάγκη διατήρησης της ειρήνης είναι τα κύρια στοιχεία για την ανάληψη μιας τέτοιας υψηλής πρωτοβουλίας. Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης θα είναι λυτρωτικές και οι εντάσεις θα μειωθούν. Το προηγούμενο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ, OSCE) μπορεί να είναι πολύ χρήσιμο, παρά την αλλαγή των δεδομένων. Ενας Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Μεσόγειο (ΟΑΣΜ, OSCM) θα είναι χρήσιμο διεθνές πλαίσιο για όλες τις χώρες της περιοχής, αλλά και τις άλλες δυνάμεις ή οργανισμούς που εμπλέκονται λόγω ειδικών συμφερόντων και θεμάτων (π.χ. ελεύθερη ναυσιπλοϊα, κλιματική αλλαγή, μεταναστευτικό, αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, ναρκωτικά, διακίνηση όπλων, κοκ).
Μια αντίστοιχη Διάσκεψη και μια Τελική Πράξη για την Ειρήνη στη Μεσόγειο, όπως έγινε παρά τις μεγάλες δυσκολίες το 1975 στο Ελσίνκι, είναι εφικτή. Αντίστοιχοι μηχανισμοί επίλυσης των διαφορών μπορούν να λειτουργήσουν ή και να βελτιωθούν με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία, η οποία αφορά και την Μεσόγειο (πχ Διάσκεψη του ΟΑΣΕ για τη Μεσόγειο του 2018 με ενδιαφέρουσα θεματολογία, βλ. ετήσια έκθεση για το 2018 https://www.osce.org/annual-report/2018). Από το Μαρόκο μέχρι τη Συρία κι από το Ισραήλ μέχρι την Πορτογαλία, όλοι έχουν συμφέροντα, όλοι μπορούν να ελπίζουν. Χρειάζεται θέληση, εργασία, εμπιστοσύνη, ειλικρίνεια, επιμονή. Η Μεσόγειος. λίκνο των μεγάλων πολιτισμών, μπορεί και πρέπει να γίνει μια θάλασσα που ενώνει, πρωτίστως με συνεργασία για πρόληψη των συγκρούσεων και παράλληλα με στέρεες βάσεις για μια βιώσιμη ευημερία.
Ιδού η πρόκληση για την ΕΕ και για όλα τα κράτη της περιοχής, ιδιαίτερα σήμερα, μετά την εμπειρία της Διάσκεψης του Βερολίνου για τη Λιβύη. Σε ένα τέτοιο διεθνές φόρουμ όλα συσχετίζονται και συζητούνται, όλα δοκιμάζονται και όλα κρίνονται. Διπλωματικές σχέσεις, επίσημες και άτυπες συνεργασίες, χρήση βέλτιστων πρακτικών για αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων, όλα είναι θετικά. Μετρά πρωτίστως η δύναμη των επιχειρημάτων, οι συνεργασίες, οι λογικές προτάσεις. Ολοι έχουν να κερδίσουν, εφόσον στόχος είναι η εδραίωση της ειρήνης. Κι αφού έγινε κάτι σημαντικό τότε, μεσούντος του ψυχρού πολέμου, γιατί να μην γίνει κάτι ανάλογο τώρα; Εξάλλου οι μεσογειακές χώρες θα έχουν έτσι έναν σταθερό μηχανισμό επίλυσης των διαφορών με τη δική τους εθνική συμμετοχή, χωρίς έξωθεν επεμβάσεις και χωρίς μεθοδεύσεις παλιών εποχών.
Η διασφάλιση της ειρήνης απαιτεί προσπάθειες, επιμονή, όραμα. Οπως έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του στο PROJECT SYNDICATE (βλ. ΤΑ ΝΕΑ 4-5 Ιαν. 2020) ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κορέας Moon Jae-in "η ειρήνη δεν είναι κατάσταση ηρεμίας. Η ειρήνη μπορεί να έλθει μέσα από τον διάλογο και πολλές συναντήσεις, με την ανάληψη τολμηρής δράσης που κάνει το αδύνατο δυνατό και με τη διαρκή αναζήτηση των λόγων που την καθιστούν προτιμότερη".
Ο καθηγητής κ. Γιάννης Βούλγαρης ειδικότερα γράφει στα ΝΕΑ (25-26 Ιαν. 2020) στο άρθρο του "Σε ποιά Δύση θα ανήκουμε;": "Και για μια άλλη φορά το κεντρικό διακύβευμα είναι η γεωπολιτική ισχυροποίηση της Ευρώπης, ζήτημα υπαρξιακό πλέον. Σε αυτό η Ελλάδα πρέπει να συνεισφέρει όχι σαν επαίτης προστασίας, αλλά σαν συνδιαμορφωτής μιας νέας πολιτικής παρουσίας της Ευρώπης στην Μεσόγειο".
Η Ευρώπη μπορεί να αναλάβει τώρα μια τέτοια πρωτοβουλία. Θέληση και στόχευση χρειάζονται.
*Δημοσιεύτηκε στο metarithmisi.gr στις 27/1/2020.
Καταλαβαίνουμε καλύτερα κάτι όταν δούμε τη μεγάλη εικόνα στην οποία εντάσσεται. Στην κοινωνική ζωή, τουλάχιστον, μια συμπεριφορά αποκτά νόημα αν ιδωθεί ως κίνηση σε ένα ευρύτερο «παιχνίδι». Ο καβγάς σε ένα ζευγάρι λ.χ. γίνεται περισσότερο κατανοητός αν τεθεί στο διαχρονικό πλαίσιο επικοινωνίας του ζευγαριού (π.χ. συστηματικοί καβγάδες), όπως ένα περιστατικό πανεπιστημιακής κατάληψης κατανοείται καλύτερα αν το αντιληφθούμε στο αντίστοιχο πλαίσιό του (π.χ. συστηματικές καταλήψεις). Η θέαση της μεγάλης εικόνας αποφέρει γνώση που δεν είναι προσιτή στο επίπεδο της μεμονωμένης συμπεριφοράς.
Αν, λοιπόν, δούμε τους πρόσφατους διορισμούς νέων διοικήσεων στα νοσοκομεία από τον υπουργό Υγείας κ. Κικίλια, τι παρατηρούμε; Σε πρώτο επίπεδο, μια προσχηματική διαδικασία αξιολόγησης, η οποία απέφερε αναξιοκρατικούς διορισμούς. Ο υπουργός Γεωργίας κ. Βορίδης ήταν ωμός: «Και ποιους να βάζαμε; Τους ξένους;». Σε ένα δεύτερο επίπεδο, διαπιστώνουμε τη διαιώνιση ενός διαχρονικού μοτίβου – του κομματισμού. Είναι θλιβερά διαφωτιστικό να συγκρίνει κανείς την κριτική που ασκήθηκε σε παρόμοιες επιλογές στο παρελθόν με αυτή που ασκείται σήμερα. Η φρασεολογία είναι πανομοιότυπη.
Οπως και σήμερα, ειδήμονες επέκριναν την κυβέρνηση Παπανδρέου, το 2010, για τον διορισμό «κτηνίατρων, ηθοποιών, γεωλόγων, εκπαιδευτικών κ.λπ.», μέσω της διαδικασίας (δήθεν) open gov, στη διοίκηση νοσοκομείων. Οπως και σήμερα, μετά την ανάληψη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αρθρογράφοι είχαν προτρέψει, το 2012, τη νέα τότε κυβέρνηση Σαμαρά να αποφύγει τους «κομματικούς στρατούς» στη διοίκηση νοσοκομείων. Αγνοήθηκαν. Η απεξάρτηση από το όπιο του κομματισμού είναι δύσκολη.
«Ακρασία»
Το διαχρονικό μοτίβο δεν αποπνέει μόνο παλαιοκομματική δυσοσμία. Ο προσεκτικός παρατηρητής βλέπει και κάτι άλλο: τη χρόνια αμφιθυμία του πολιτικού συστήματος έναντι της επαγγελματικής διοίκησης νοσοκομείων. Δεν είναι ότι οι περισσότεροι πολιτικοί μας πιστεύουν ότι η διοίκηση νοσοκομείων είναι αμιγώς πολιτική υπόθεση. Οχι, ως «μοντέρνοι» που λένε ότι είναι, διακηρύσσουν συνήθως την ανάγκη της επαγγελματικής διοίκησης, αλλά δρουν με γνώμονα τις κομματοκρατικές αξίες που έχουν εμπεδώσει. Υποφέρουν από «ακρασία»: γνωρίζουν το σωστό αλλά αδυνατούν να το υλοποιήσουν.
Δείτε τη μεγάλη εικόνα από το 1983, έτος ιδρύσεως του ΕΣΥ, όπως την περιγράφει εμπεριστατωμένα η μελέτη της κ. Γεωργίας Οικονομοπούλου «Η διακυβέρνηση των ελληνικών νοσοκομείων» (Ελληνική Εταιρία Management Υπηρεσιών Υγείας - ΕΕΜΥΥ, Αθήνα, 2016).
Αν και στον αστερισμό του «εκδημοκρατισμού» της εποχής, ο νομοθέτης το 1983 αντιλαμβανόταν ότι η διοίκηση νοσοκομείων απαιτούσε τεχνοκρατική επάρκεια. Εδωσε, λοιπόν, τη δυνατότητα σύστασης θέσης συντονιστή, ο οποίος θα ήταν διοικητικός προϊστάμενος όλων των υπηρεσιών του νοσοκομείου. Το συναφές Προεδρικό Διάταγμα, φευ, δεν συμπεριέλαβε τη θέση αυτή. Αν και συστάθηκαν 57 θέσεις συντονιστή, προκηρύχθηκαν οι 8, αλλά οι θέσεις έμειναν κενές. Το 1992, η θέση του συντονιστή μεταλλάχθηκε σε θέση γενικού διευθυντή. Ορίσθηκαν οι αρμοδιότητες και προκηρύχθηκαν 29 θέσεις. Ο διορισμός τους δεν έγινε ποτέ. Το 1997, διευρύνονται οι αρμοδιότητες των γενικών διευθυντών, προβλέπεται εμπλοκή του ΑΣΕΠ στη διαδικασία επιλογής, προκηρύσσονται 30 θέσεις, γίνεται η επιλογή, ουδείς διορίζεται. Το 1999, τον γενικό διευθυντή διαδέχεται ο πρόεδρος, τον οποίο θα επέλεγε ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο. Προκηρύχθηκαν 13 θέσεις. Ουδεμία πληρώθηκε.
Το 2001 έγινε η πρώτη σοβαρή προσπάθεια διοικητικού εκσυγχρονισμού των νοσοκομείων επί υπουργίας Α. Παπαδόπουλου. Διορίστηκαν διοικητές, έπειτα από επιλογή ειδικής επιτροπής αξιολόγησης. «Αν και το κομματικό κριτήριο δεν εξέλιπε, πάντως ούτε κυριάρχησε πλήρως», σημειώνει η κ. Οικονομοπούλου. Για πρώτη φορά εμφανίστηκαν τα «συμβόλαια αποδοτικότητας», «επιχειρησιακά σχέδια», και το συναφές διοικητικό λεξιλόγιο. Από μόνη της, όμως, η αλλαγή ήταν ανεπαρκής – έλειπαν τα κατάλληλα διοικητικά εργαλεία (λογιστικά συστήματα, κίνητρα, κ.λπ.). Ακόμα και η λειψή αυτή μεταρρύθμιση υπονομεύθηκε. Δεδομένου ότι επετράπη η απόσπαση των διοικητών οπουδήποτε στην επικράτεια, αν και τα στελέχη αυτά είχαν θέσει υποψηφιότητα σε συγκεκριμένη υγειονομική περιφέρεια, αρκετοί ωθήθηκαν σε παραίτηση.
Το 2004, η κυβέρνηση Καραμανλή τερμάτισε τη θητεία των υπηρετούντων διοικητών και νομοθέτησε τον απ' ευθείας διορισμό νέων με υπουργική απόφαση. Επί υπουργίας Ν. Κακλαμάνη, η θητεία τους έγινε διετής και μπορούσε να λήξει οποτεδήποτε (χωρίς αποζημίωση) με σατραπική απόφαση του υπουργού, τα συμβόλαια αποδοτικότητας αγνοήθηκαν και, γενικότερα, «υπήρξε πλήρης επαναφορά της απροσχημάτιστης κομματικής διακυβέρνησης των νοσοκομείων», όπως παρατηρεί η κ. Οικονομοπούλου.
Το 2012, επί κυβερνήσεως Σαμαρά, επανήλθε σε ισχύ η διαδικασία επιλογής διοικητών από ειδική επιτροπή. Ο υπουργός Υγείας κ. Λυκουρέντζος, αντί να υλοποιήσει εμπρόθεσμα τις ισχύουσες διατάξεις, συνέχισε την πρακτική διορισμών κατά την κρίση του. Κατέθεσε, μάλιστα, τροπολογία προκειμένου να μπορεί να διορίζει ο ίδιος διοικητές ακόμα και άτομα χωρίς πανεπιστημιακό τίτλο! Ο διορισμός διοικητών, αργότερα, κατόπιν δήθεν αξιοκρατικής διαδικασίας, επικρίθηκε ευρύτατα. Ο πρόεδρος της ΕΕΜΥΥ κ. Στάθης στηλίτευσε τότε τον εμπαιγμό ειδικών που διαθέτουν προσόντα, ενώ «παραδίδονται οι νοσοκομειακοί προϋπολογισμοί σε κομματικούς παράγοντες με πτυχία θεολογίας, δασοπονίας και σωματικής αγωγής [...]».
Ιδεολογικά κριτήρια
Το 2015, επί ΣΥΡΙΖΑ, επαναλήφθηκε το ίδιο σενάριο: οι πλείστοι υπηρετούντες διοικητές απολύθηκαν, η διαδικασία επιλογής καινούργιων επικρίθηκε ως προσχηματική, ενώ ο τότε υπουργός Υγείας κ. Ξανθός ιδεολογικοποίησε τις επιλογές, δηλώνοντας ότι «είναι δικαίωμα και υποχρέωση της κυβέρνησης να επιλέξει ανθρώπους που μπορούν να στηρίξουν το πολιτικό της σχέδιο στην υγεία».
Εδώ είμαστε σήμερα, στο ίδιο έργο θεατές. Η χώρα χρεοκόπησε, προσπαθεί να ορθοποδήσει, αλλά η βαθιά δομή λειτουργίας του ελληνικού κράτους παραμένει ανέπαφη. Η κυβερνητική αμφιθυμία έναντι της επαγγελματικής διοίκησης των νοσοκομείων διατηρείται. Η μετατροπή των νοσοκομείων σε μη κερδοσκοπικά ΝΠΙΔ, όπως έχει προταθεί από όλους τους ειδικούς, εγχώριους και ξένους, δεν προωθείται. Σύγχρονα επιχειρησιακά εργαλεία (π.χ. λογιστικά, πληροφοριακά) δεν χρησιμοποιούνται, ισολογισμοί δημοσιεύονται κατά το δοκούν, η σπατάλη συνεχίζεται (τα νοσοκομεία απορροφούν το 42% των δαπανών υγείας, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 30%), ασθενείς και επαγγελματίες υγείας είναι δυσαρεστημένοι. Υπουργός Υγείας είναι, όπως τόσες φορές στο παρελθόν, μια πολιτικάντικη φιγούρα. Διπροσωπία, στασιμότητα, απελπισία.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 19/1/2020.
Η δημιουργία κοινής κυβέρνησης Σοσιαλιστών-Ποδέμος στην Ισπανία επιβεβαιώνει μια διαφοροποίηση τριών χωρών της Νότιας Ευρώπης που τείνει να γίνει ιστορική. Ενώ δηλαδή η κρίση και οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις που επέφερε η παγκοσμιοποίηση τείνουν να προκαλέσουν μια στροφή προς τα δεξιά, στην Ελλάδα (2015-2019), την Πορτογαλία και την Ισπανία (έως σήμερα) η κρίση προκάλεσε μια στροφή προς την Αριστερά.
Αυτή η αξιοσημείωτη στροφή δεν σημαίνει ότι και η Δεξιά δεν εισπράττει δυσαρέσκεια. Αλλά σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, και κυρίως με τη Γαλλία που πάντοτε ήταν ο πολιτικός οδηγός της Νότιας Ευρώπης, δείχνει μια διαφοροποίηση, που θα μπορούσε κανείς να την αποδώσει και στο γεγονός ότι στις τρεις αυτές χώρες η απέχθεια στις δικτατορίες κρατάει ακόμη γερά, καθώς και τα αντισώματα των δημοκρατικών μεταπολιτεύσεων της δεκαετίας του 1970. Αυτή η δημοκρατική παράδοση (με ονόματα όπως «ηγεμονία της Αριστεράς» ή «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης») βρέθηκε στο στόχαστρο της ευρύτερης Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου εδώ και δύο δεκαετίες. Αυτή όμως η παράδοση είναι και το μεγάλο πολιτισμικό κεφάλαιο της Αριστεράς, το οποίο οφείλει να διαφυλάξει.
Η δημοκρατική παράδοση αφενός δεν είναι παγιωμένος κώδικας, αφετέρου δεν μένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Δεν είναι απρόσβλητη από τη μετατροπή της σε κυβερνητική ιδεολογία, αλλά ούτε παραμένει αδιαφοροποίητη. Προφανώς υπάρχουν τάσεις και φάσεις περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές ή επιλεκτικά ριζοσπαστικές. Εχει όμως ορισμένα στοιχεία τα οποία την κάνουν διακριτή. Στοιχεία τα οποία προκύπτουν από τη σύγκρισή της με το αντίπαλον δέος.
Η δημοκρατία είναι σπάνιο λουλούδι. Οι χιλιετίες της ανθρώπινης Ιστορίας χαρακτηρίζονται από ιεραρχικές δομές που αποτυπώνονται στους νευρώνες των ανθρώπων, όθεν και στις νοοτροπίες, αφενός με την επιβολή και την τρομοκράτηση, αφετέρου με την υποταγή και τον φόβο. Είναι σπάνιες οι στιγμές που οι από κάτω αντιμιλούν στους από πάνω και τους αναγκάζουν σε αλληλο-αναγνώριση και συν-κυριαρχία. Μοιάζουν με αστραπές σε έναν απέραντο μουντό ορίζοντα. Και στον 20ό αιώνα είχαμε παρόμοιες εκλάμψεις. Αυτές τις δημοκρατικές εκλάμψεις προσπαθούμε και πρέπει να κρατήσουμε στον 21ο αιώνα.
Βαδίζουμε στην τρίτη δεκαετία αυτού του αιώνα που στέκει άγνωστος μπροστά μας. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι, ως αιώνας της παγκοσμιοποίησης, η κυριαρχία θα ασκείται από δυνάμεις εν πολλοίς ανεξέλεγκτες από τη λαϊκή κυριαρχία και τον έλεγχο των δημοκρατικών διαδικασιών. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν είναι απλώς οικονομικοί, έχουν ενίοτε προϋπολογισμούς μεγαλύτερους από κρατικούς, διαθέτουν μέσα καλλιέργειας συναίνεσης και ακόμη μια επεξεργασμένη εννοιολογική εργαλειοθήκη διακυβέρνησης που κάνει την εναλλακτική και αντιρρητική σκέψη σχεδόν αδύνατη.
Αυτός είναι ο ορίζοντας μπροστά μας. Για τον λόγο αυτόν η ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης στην Ελλάδα έχει τόσο μεγάλη σημασία. Αυτό είναι το εύρος και το βάρος του εγχειρήματος. Εθνικό και ευρωπαϊκό. Η συναίσθηση αυτή χρειάζεται να εμπεδωθεί σε όλους και η συναίσθηση αυτή μπορεί, και πρέπει, να δημιουργήσει την ανάλογη σοβαρότητα. Η συζήτηση που επικεντρώνεται σε πρόσωπα και συμμετοχές είναι αβυσσαλέα ασύμμετρη με την κλίμακα των αλλαγών με την οποία χρειάζεται να αναμετρηθούμε. Δυστυχώς όμως στη μικροκλίμακα λειτουργεί αποτρεπτικά. Εκείνο που με έμφαση πρέπει να τονιστεί είναι ότι η ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης δεν μπορεί να γίνει με άξονα τα πρόσωπα, αλλά τις μεγάλες γραμμές της πολιτικής. Χρειάζεται μεγάλες πολιτικές χειρονομίες που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες εκατομμυρίων, όχι μικρών ομάδων.
Οι πολιτικές δυνάμεις έχουν ζωή και προοπτική, στον βαθμό που ανανεώνονται. Και μπορούν να ανανεώνονται όταν λαμβάνουν υπόψη τους τα προβλήματα κάθε καινούργιας εποχής. Οχι όταν επαναλαμβάνουν με ευλάβεια μαγικές φράσεις άνευ νοήματος και περιεχομένου. Ο ριζοσπαστισμός είναι σημαντικό στοιχείο όταν πιάνει αυτές τις νέες ανάγκες πριν καλά καλά τις αντιληφθούν οι πολλοί, όταν προτείνει λύσεις και προοπτικές σπάζοντας καταναγκαστικές νοοτροπίες, αλλάζοντας τις συμβάσεις μέσω των οποίων καταλαβαίνουμε τα πράγματα. Αλλά ο ριζοσπαστισμός δεν είναι επάγγελμα. Οταν παγιώνεται σε ιδεολογία, αυτοαναιρείται. Διαρκής ριζοσπαστισμός είναι σχήμα οξύμωρο.
Τα όρια του ριζοσπαστισμού είναι μεταβαλλόμενα. Αυτό που σε μια εποχή ήταν ριζοσπαστικό, σε μια μεταγενέστερη γίνεται κοινοτοπία. Κάποτε ο λόγος των φεμινιστριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φαινόταν ξένος στους συνδικαλιστές και στο εργατικό κίνημα που επέμεναν στην ομοιογένεια του λαϊκού υποκειμένου. Ωστόσο πάνω σε αυτόν σχηματίστηκαν μερικά από τα πλέον ριζοσπαστικά μέτωπα τις τελευταίες δεκαετίες. Ο λόγος της κοινωνικής δικαιοσύνης φαινόταν ξένος και παλιομοδίτικος σε όσους επέμεναν στην καλλιέργεια της διαφορετικότητας.
Σήμερα όμως το αίτημα του περιορισμού των ανισοτήτων είναι κλειδί για τον αγώνα εναντίον των διακρίσεων. Επίσης ανοίγονται καινούργια μέτωπα και μια δημοκρατική πολιτική παράταξη πρέπει να είναι σε θέση να τα δεξιωθεί, να τους δώσει χώρο ανάπτυξης, να τα ενσωματώσει στο πρόγραμμά της. Επομένως το δίλημμα ριζοσπαστική Αριστερά ή Κεντροαριστερά είναι ψευδοπρόβλημα. Ενα κόμμα μπορεί να είναι ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα μαζικό. Αρκεί να συλλαμβάνει τα μηνύματα των καιρών και να μπορεί να τα μετατρέπει σε ανάγκες των μαζών.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 7/1/2020.
Η νέα ενέργεια της Τουρκίας να υπογράψει μνημόνιο με τη Λιβύη έρχεται να προστεθεί στις συνεχείς και επαναλαμβανόμενες προκλήσεις της του τελευταίου καιρού, που ως αποτέλεσμα έχουν φέρει την Ελλάδα στη δύσκολη θέση να προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει για τα αυτονόητα. Σε αυτή την πρόσφατη κίνηση έρχεται να προστεθεί και ο χάρτης που παρουσίασε ο πρέσβης κ. Τσαγατάι Ερτζίγες, φυσικά με την πλήρη συναίνεση της πολιτικής ηγεσίας, και ο οποίος επεκτείνει τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στο ήμισυ της Ανατολικής Μεσογείου, που σημαίνει ότι ούτε η Ελλάδα ούτε η Κύπρος δικαιούνται αντίστοιχο μερίδιο αυτής της θαλάσσιας ζώνης. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η μεν Ελλάδα έχει νησιά στην περιοχή, η δε Κύπρος, ως νησιωτικό κράτος, έχει αυξημένη επιρροή στο θέμα της υφαλοκρηπίδας.
Oλα αυτά παραβιάζουν κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, στο άρθρο 121, όλα τα νησιά, με εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας βράχων, δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), και υφαλοκρηπίδας. Ως γνωστόν, η Σύμβαση δεσμεύει τους πάντες, μέρη και μη μέρη. Και τα μεν μέρη τα δεσμεύει λόγω της συναίνεσής τους να την επικυρώσουν και προσχωρήσουν σε αυτήν, τα δε τρίτα κράτη, όσα δεν την έχουν επικυρώσει, διά μέσου του αντίστοιχου εθιμικού δικαίου, που είτε προϋπήρχε, είτε η ευρεία συμμετοχή κρατών σε αυτήν κινητοποίησε τη μεταβολή τους από συμβατική δέσμευση σε εθιμική δέσμευση.
Το ζήτημα δεν είναι συνεπώς κατά πόσον η Τουρκία δεσμεύεται από το άρθρο 121 (παρά το γεγονός ότι αρνείται κατηγορηματικά να επικυρώσει τη Σύμβαση), αλλά κατά πόσον τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ. Και στο σημείο αυτό η διεθνής νομολογία έχει εξειδικεύσει το άρθρο 121, με το να κάνει μερικές προσαρμογές στον γενικό κανόνα του. Πράγματι, με γνώμονα ορισμένα κριτήρια (μέγεθος του νησιού, τοποθεσία στην οποία βρίσκεται στον χώρο της οριοθέτησης), η νομολογία αποδίδει στα νησιά μια απόλυτη ή σχετική επήρεια, η οποία και προσδιορίζει το ποσοστό που το νησί δικαιούται ή δεν δικαιούται υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού μπορεί να ταυτιστεί με αυτήν του ηπειρωτικού εδάφους. Δηλαδή να απολαμβάνει πλήρους επήρειας, όπως συμβαίνει με τις ηπειρωτικές ακτές.
Το Διεθνές Δικαστήριο προσφέρει μια ποικιλία από λύσεις, που εξαρτώνται από τα κριτήρια που προαναφέραμε. Στην υπόθεση, λ.χ., Τυνησίας κατά Λιβύης, αφομοίωσε τα τηνυσιακά νησιά Κερκενά με το ηπειρωτικό έδαφος, χωρίς να τους δώσει ξεχωριστή επήρεια, επειδή αυτά βρίσκονταν πολύ κοντά στο έδαφος της Τυνησίας. Στην περίπτωση της Λιβύης κατά Μάλτας το Δικαστήριο έσυρε μια οριοθετική γραμμή βορειότερα της μέσης γραμμής, δίνοντας μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας στη Λιβύη, επειδή έκρινε ότι οι λιβυκές ακτές ήταν πολύ πιο εκτεταμένες από αυτές της Μάλτας, και κατά συνέπεια, η Λιβύη έπρεπε να απολαύσει μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας.
Για την περίπτωση των ελληνικών νησιών που έχουν τις ανατολικές ακτές μέτωπο στην Ανατολική Μεσόγειο, τι θα έλεγε το Δικαστήριο; Νομίζω ότι οι ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης δικαιολογούν, λόγω της έκτασής τους, μια προβολή στην Ανατολική Μεσόγειο που να αποδίδει στην Ελλάδα υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Δεν πρόκειται εδώ για πολύ μικρά νησιά, με περιορισμένες ακτές, κοντά στο ηπειρωτικό έδαφος της μιας ή της άλλης χώρας, που θα δικαιολογούσαν αγνόησή τους, κατά την οριοθέτηση, και συνεπώς απολαμβάνουν όλων των δικαιωμάτων που αποδίδονται από το άρθρο 121 της Σύμβασης. Επιφυλάσσομαι στο να διατυπώσω την άποψη μιας πλήρους επήρειας, γιατί αυτό είναι και συνάρτηση των αντίστοιχων παρακείμενων ακτών της γείτονος. Αλλά αυτό έχει μικρή σημασία, αν λάβουμε υπόψη ότι η Τουρκία με το πρόσφατο μνημόνιο και τον δημοσιοποιημένο χάρτη δεν αφήνει κανένα περιθώριο στην Ελλάδα για διεκδίκηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ περιορίζοντάς την στη στενή ζώνη της αιγιαλίτιδας των 6 ν. μιλίων.
Απέναντι σε αυτήν την ακραία συμπεριφορά τι όπλα έχει η Ελλάδα για να την αντιμετωπίσει; Οπως έχει τονιστεί επανειλημμένως, το μόνο οριστικό και αδιαμφισβήτητο όπλο είναι η προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη. Χρήσιμο είναι, προτού προσφύγουμε σε αυτήν, να επιχειρήσουμε επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών, ούτως ώστε να πετύχουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, ορισμένα θετικά αποτελέσματα από αυτές, και να διασκεδάσουμε τους φόβους της Τουρκίας ως προς την αναγκαιότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Ακολούθως, θα πρέπει να ξεκινήσουμε διμερείς διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνυποσχετικού, και κατάθεση, από κοινού, της προσφυγής.
Πάντως, αυτό το οποίο δεν μπορεί να συνεχιστεί είναι η τρέχουσα κατάσταση του ψυχρού πολέμου, γιατί εγκυμονεί κινδύνους απρόβλεπτης ανάφλεξης, ενός θερμού επεισοδίου τις φλόγες του οποίου δεν πρόκειται να κατασβέσουν, όπως έκαναν στο παρελθόν, οι φίλιες δυνάμεις.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 9/12/2019.
Πολύς λόγος γίνεται για την επιστροφή στην κανονικότητα. Κάθε εποχή έχει βέβαια την δική της αυθύπαρκτη πραγματικότητα, αλλά το κύριο είναι κατά την γνώμη μου η προετοιμασία του μέλλοντος. Το παρόν έχει σχετικό ενδιαφέρον, στην πολιτική έχει σημασία η πρόβλεψη και η προετοιμασία.
Επί της ουσίας τώρα. Η κυβέρνηση δεν έχει αντίπαλο στη Βουλή, δεν έχει συνεπώς εκλογικό άγχος, αλλά θα πρέπει λογικά να γνωρίζει μετά την ευφορία των πρώτων μηνών, ότι το πράγμα δεν βγαίνει από μόνο του. Τα συσσωρευμένα προβλήματα, εσωτερικά και εξωτερικά, είναι τεράστια, εκρηκτικά, το έργο της σισύφειο. Για να μην γίνει πάλι μία από τα ίδια, αφού η φθορά και η απογοήτευση στην πολιτική επέρχονται γρήγορα, καλό είναι να σκέφτονται στο Μέγαρο Μαξίμου κυρίως και τα εναλλακτικά σενάρια. Δεν εννοώ τα της συγκυρίας στη Βουλή, τα της τακτικής και της επικοινωνίας, αλλά τα συστημικά θέματα, αυτά που ανοίγουν νέους δρόμους για τη χώρα και την κοινωνία.
Θεωρώ ότι στις παρούσες συνθήκες και ενόψει των μεγάλων κινδύνων που εμφανίζονται λόγω της εξαφάνισης όλων των σταθερών παραμέτρων που είχε η προηγούμενη ιστορική περίοδος, η μόνη λύση, η μόνη διέξοδος είναι μια κυβέρνηση εθνικήςσυνεργασίας. Δεν θέλω να υποβαθμίσω τις όποιες προσπάθειες και τα σχέδια της κυβερνητικής πλειοψηφίας και του Πρωθυπουργού, αλλά νομίζω ότι η χώρα χρειάζεται μια νέα πνοή, μια νέα μέθοδο διακυβέρνησης και κυρίως χρειάζεται εθνική συνεννόηση στα μεγάλα θέματα, με πρώτο το μεταναστευτικό και κατά συνέπεια τις σχέσεις με την Τουρκία. Δεν είναι υποχρεωτικό να συμμετέχουν όλα τα κόμματα της Βουλής στην προσπάθεια αυτή, το κύριο είναι να γίνει η πρόταση από τον Πρωθυπουργό και να ακολουθήσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα εθνικών προτεραιοτήτων και στρατηγικής.
Ας αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους. Αν συνεχίσουμε όμως έτσι για άλλα τέσσερα χρόνια, με διχασμούς, μιζέρια, όλοι εναντίον όλων, ενώ γύρω τα πάντα αλλάζουν δραματικά, δεν θα είναι καλό για κανένα και δεν θα είναι χρήσιμο για τη χώρα. Το αντίθετο ακριβώς θα συμβεί, θα βρεθούμε σε πολύ χειρότερη θέση και μέσα και έξω.
Τώρα που δεν έχει ουσιαστικά αντίπαλο ο Πρωθυπουργός πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες ολκής και να εστιάσει στα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Να εστιάσει στο μέλλον, στη νέα γενιά, στις δυνατότητες της χώρας, στην πραγματική οικονομία. Δεν έχει τόσο ενδιαφέρον αν θα πετύχει το εγχείρημα αυτό, ενδιαφέρον έχει να πεισθεί ο ίδιος ότι η πεπατημένη δεν βγάζει πουθενά, αφού η χώρα βρίσκεται παγιδευμένη λόγω υψηλού χρέους, διοικητικής ανεπάρκειας, χαμηλής παραγωγικότητας και κυρίως λόγω των εξωτερικών κινδύνων που έχουν απρόβλεπτες διαστάσεις. Κυβερνώ σημαίνει προβλέπω, λένε οι Γάλλοι. Τα άλλα είναι τρέχουσα διαχείριση, δεν περιμένεις και πολλά, η εμπειρία της χώρας είναι γνωστή.
Κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας τώρα, χωρίς χρονοτριβές. Η πολιτική πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό της. Η λύση αυτή δεν είναι πανάκεια, αλλά είναι προϋπόθεση για να βρούμε την κανονικότητα, να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα και να καταλάβουμε την αναγκαιότητα.
*Δημοσιεύτηκε στο metarithmisi.liberal.gr στις 5/12/2019.