Σάββατο, 12 Οκτώβριος 2024

Ο πορνογραφικός πολιτικός λόγος. Σκέψεις για μια χρηστική εννοιολόγηση

Η εκλογή του αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η συνεχιζόμενη πολιτική της λιτότητας που η Γερμανία έχει επιβάλει στην ευρωζώνη, το Brexit, οι διαμάχες του γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν με διάφορες κοινωνικές ομάδες και εσχάτως με τα «κίτρινα γιλέκα», η αμιγώς λαϊκιστική κυβέρνηση της Ιταλίας και η διαβόητη άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη έχουν αναδείξει, μεταξύ άλλων, και διάφορες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο δημόσιος πολιτικός λόγος στον δυτικό κόσμο. Πλέον ενδεικτική περίπτωση είναι αυτή του Ευρωπαίου Επιτρόπου Προϋπολογισμού, Γκούντερ Έττινγκερ που, σχολιάζοντας τον Μάιο του 2018 την απόφαση του ιταλού Προέδρου Σέρτζο Ματταρέλλα να απορρίψει ως υπουργό Οικονομικών στην κυβέρνηση του Τζουζέππε Κόντε τον ευρωσκεπτικιστή Πάολο Σαβόνα, τόνιζε με πρόδηλο κυνισμό ότι οι αγορές θα τιμωρήσουν τους ιταλούς ψηφοφόρους και θα συνετίσουν τους λαϊκιστές ηγέτες του ιταλικού κυβερνητικού συνασπισμού Λουίτζι ντι Μάιο και Ματτέο Σαλβίνι. Η εν λόγω τοποθέτηση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, τόσο στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας όσο και στην Ευρώπη γενικότερα – θύελλα η οποία οδήγησε τον γερμανό πολιτικό να ανακαλέσει και να ζητήσει συγνώμη μέσω Twitter. Με αφορμή την παραπάνω δήλωση και τη συζήτηση που προκάλεσε, θα μπορούσε να διερευνηθεί αν και κατά πόσον αυτού του τύπου ο δημόσιος πολιτικός λόγος αποτελεί μια διακριτή κατηγορία με σαφή χαρακτηριστικά. Πιο συγκεκριμένα, να διερευνηθεί αν μπορεί να εννοιολογηθεί ο «πορνογραφικός πολιτικός λόγος» ως ένας συγκεκριμένος και αναγνωρίσιμος τρόπος τοποθετήσεων στον δημόσιο διάλογο γύρω από κοινωνικοπολιτικά θέματα.

Η πορνογραφία ως συμπεριληπτικός όρος

Είναι αλήθεια ότι το ολοένα και αυξανόμενο επιστημονικό και δημόσιο ενδιαφέρον για την πορνογραφία έχει δημιουργήσει μια «μετα-πορνογραφία», ένα λόγο δηλαδή «για όλες τις εποχές» που αφορά σειρά από κοινωνιοπολιτισμικές διαστάσεις και όψεις αυτού του είδους οπτικής αναπαράστασης (Wicke 2004: 176-9). Ενώ δηλαδή η συζήτηση και μελέτη της έννοιας της πορνογραφίας έχει κυρίως διεξαχθεί με βάση την παράθεση μια σειράς «αντιθετικών» ζητημάτων, όπως παραγωγή και κατανάλωση, ελευθερία έκφρασης και λογοκρισία, αναπαράσταση και πραγματικότητα, ακίνδυνη διασκέδαση και επιβλαβής επίδραση στην ανθρώπινη συμπεριφορά, στο φαινομενικά απλό ερώτημα «τι σκεφτόμαστε για την πορνογραφία» συμπυκνώνονται μια σειρά από ανοιχτά ζητήματα γύρω από το σεξ, τη σεξουαλικότητα, τη βία, την επιθυμία, αλλά και την εξουσία γενικότερα. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που η πορνογραφία είναι ένα πλέγμα θεμάτων που εκτείνεται πέρα από τα παραπάνω ζητήματα, υπάρχουν ενδεχομένως περιθώρια να προσεγγιστεί η πορνογραφία, ακόμα και η ίδια η πορνογραφική απεικόνιση και αναπαράσταση, ως μια έννοια που υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει δόκιμη αναλυτική προκείμενη σε υπό μελέτη ευρύτερα φαινόμενα. Είναι σε αυτή τη βάση που τίθεται το ερώτημα, μπορεί πράγματι η πορνογραφία να αποτελέσει ένα επεξεργασμένο εννοιολογικό εργαλείο το οποίο μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία προϋποθέσεων για την περαιτέρω περιγραφική αποτύπωση του κοινωνικού κόσμου; Μπορεί η πορνογραφία, και κυρίως ο επιθετικός προσδιορισμός «πορνογραφικό», να χρησιμοποιηθεί τόσο ως έννοια όσο και ως όρος αυτός καθαυτός στην περιγραφή επιμέρους κοινωνικών φαινομένων και στην ανάδειξη όψεων που όχι μόνο δεν αναγνωρίζονται εύκολα, αλλά και ενδεχομένως παραμένουν στην αφάνεια; Πρόκειται για ερώτημα που περιλαμβάνει επίσης την ακόμα επίμαχη συζήτηση για την οροθέτηση και εννοιολόγηση του ίδιου του όρου «πορνογραφία», και επεκτείνει τον προβληματισμό γύρω από τις διαστάσεις του. Στην επιστημονική συζήτηση πάντως επικρατεί ακόμα σε μεγάλο βαθμό η ευρέως χρησιμοποιούμενη έννοια του «σεξουαλικά ρητού υλικού» (sexually explicit material), η οποία αποτελεί έναν μη συγκεκριμένο ορισμό που αναφέρεται στο καταφανώς σεξουαλικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται ως ευφημισμός για τη συμπυκνωμένη απόδοση της πορνογραφίας. Εδώ η έννοια του ρητού συνιστά ουσιαστικά μια καταδηλωτικού επιπέδου «εύκολη» αναγνώριση βάσει των κυρίαρχων αξιών και κωδίκων μιας δεδομένης κοινωνίας. Πρόκειται για έναν ορισμό, περιγραφικής κατά βάση κατεύθυνσης, ο οποίος συναντάται συχνά στη διεθνή βιβλιογραφία, δεν αντιλαμβάνεται την πορνογραφία εκ των προτέρων με μανιχαϊστικούς όρους και δεν είναι προσανατολισμένος σε μια αξιολογική αποτίμηση. Είναι όμως γνωστό ότι η χρήση του όρου δεν περιορίστηκε στα εν λόγω όρια, αλλά χρησιμοποιήθηκε στην περιγραφή ετερόκλητων φαινομένων, συχνά με διαφορετικό τρόπο και στόχο.
Όταν, για παράδειγμα, αποκαλύφθηκαν τον Απρίλιο του 2004 οι διαβόητες φωτογραφίες κακοποίησης από τις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ, πολλοί χρησιμοποίησαν τον όρο «πολεμοπορνό» (warporn) που πρόκρινε αρχικά ο Ζαν Μπωντριγιάρ (Baudrillard, 2005: 205-9) για να υποδηλώσουν τις σεξουαλικά σκοπούμενες αναπαραστάσεις στρατιωτικών βασανιστηρίων και να αναφερθούν στην ιδιόμορφη μίξη πολεμικών μαρτυρίων και μύθων ως πορνογραφικές φαντασιώσεις. Στην προσέγγιση του Μποντριγιάρ ασκήθηκε κριτική από τις Φιόνα Άτγουντ και Κλαρίσα Σμιθ (Attwood, Smith, 2010: 182) στη βάση τού ότι η περιγραφή με τον όρο «πολεμοπορνό» μιας σειράς από γεγονότα ως πορνογραφικές εικόνες πραγματικής βίας συνιστά «κρίση νοήματος» της έννοιας της πορνογραφίας. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχει μια μετατόπιση από την έμφαση στην ενδεχόμενη σεξουαλική ευχαρίστηση, σε μια «κατοπτρική θέαση του σώματος». Σε κάθε περίπτωση, ορθά η Σμιθ (Smith, 2010: 107) τονίζει ότι η απόδοση των σκηνών του πορνό του βασανισμού και του πολεμοπορνό ως πορνογραφία, συσκοτίζει την πραγματική ζημιά των θυμάτων από στρατιώτες που δρουν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μιλιταριστικών πολιτικών επιλογών, ως μια ενέργεια ιδωμένη υπό το πρίσμα της δημιουργίας σεξουαλικά ρητών αναπαραστάσεων. Η κριτική δηλαδή της Σμιθ έχει βάση στο βαθμό που λείπει μια γενικότερη, δόκιμη και αποδεκτή, προσέγγιση που θα απέδιδε ταυτόχρονα και μια σειρά από πολιτικές πράξεις, συμπεριφορές και λόγους ως «πορνογραφικές». Εδώ, η έννοια της πορνογραφίας θα περιστρεφόταν κυρίως γύρω από την έννοια της αποκάλυψης μιας «κρυμμένης/κρυφής» πραγματικότητας κατά τη λογική της αποκάλυψης του γυναικείου οργασμού στην αμιγώς σεξουαλικά προσανατολισμένη πορνογραφία (Williams 1989). Έτσι, σε ένα δεύτερο συνδηλωτικό επίπεδο, θα μπορούσε ενδεχομένως και να εννοιολογηθεί η «πολιτική του πορνό» (porn politics) ως ένας όρος για να περιγραφούν οι περιπτώσεις αποκάλυψης των κρυφών διαστάσεων της πραγματικότητας κατά την εκφορά ενός πολιτικού λόγου. Είναι όμως αυτό αρκετό ή, από μια άλλη πλευρά, έχουν γίνει στο παρελθόν αντίστοιχες προσπάθειες εννοιολόγησης προς αυτή την κατεύθυνση; Ο Φερνάντο Μουνιόζ (Munoz, 2009), για παράδειγμα, χαρακτηρίζει «πολιτική πορνογραφία» την τεχνολογία των επιχειρημάτων που χρησιμοποιείται για να ερμηνευθούν οι ομοιότητες και οι αντιθέσεις μεταξύ πολιτικής θεωρίας, συνταγματικής θεωρίας και αισθητικής της πορνογραφίας. Υπόνοια εφαρμογής της έννοιας της πορνογραφίας με την πολιτική έχουμε και με την χρήση του όρου «πορνογραφική δημόσια σφαίρα» από τον Τεντ Γκουρνέλος (Gournelos, 2009: 278) κατά την περιγραφή της πολιτικής διάστασης στη δημοφιλή σατιρική σειρά κινουμένων σχεδίων South Park. Από την άλλη μεριά, η Μαρία Τζον (John, 2004: 39-40) θεωρεί ότι δεν πρέπει να λογίζονται ως άτυπες μορφές πολιτικής πορνογραφίας λόγοι πρόδηλα σεξουαλικοί, όπως η περίφημη αναφορά του αμερικανού δικαστή Κεν Σταρ για την υπόθεση του πρώην Προέδρου Μπιλ Κλίντον. Σύμφωνα πάντως με τον Μπράιαν ΜακΝέαρ (McNair, 1996: viii), ο όρος «πορνογραφία» είναι γενικότερα και ένας πολιτικός όρος, με την έννοια της σηματοδότησης διαφορετικών πραγμάτων για διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται να υπάρχει μια γενικότερη τάση να αποδοθεί το πορνό στη βάση των εννοιών της αποκάλυψης, της σκληρότητας και της υπερβολής, ειδικά στο βαθμό που η πορνογραφία προκρίνεται ως ένας «παν-περιεκτικός» (catchall) όρος. Πλέον ενδεικτικό παράδειγμα του συμπεριληπτικού σκεπτικού, αλλά και αποτύπωσης ενός γενικότερου ηθικού σχετικισμού και αισθητικής ρευστότητας, αποτελεί και η έννοια του «πορνό φαγητού» (food porn), ως ένα πολιτισμικό φαινόμενο στο οποίο η κατανάλωση τεράστιων ποσοτήτων φαγητού και θερμίδων θεωρείται κάτι πολύ «ανδρικό», επαναστατικό, που αξίζει εύφημο μνεία. Βέβαια, η έννοια του food porn έχει εσχάτως παρεισφρήσει στη δημόσια σφαίρα, κυρίως μέσω των νέων μέσων/ κοινωνικών δικτύων και με μια διαφορετική ερμηνεία. Πρόκειται για μια θετική συνδήλωση αισθησιασμού και απόλαυσης που απορρέει από την οπτική απεικόνιση της πρόδηλης αίγλης ενός φαγητού. Έτσι, ως ευφημισμός, ο όρος «πορνογραφία» δίνει τη δυνατότητα να περιγραφούν και να αναδειχθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ετερόκλητων φαινόμενων και διαδικασιών, αλλά και να εκτοπιστούν ταυτόχρονα οι ανησυχίες γύρω από ένα σύνολο πολιτιστικών ταμπού, χωρίς όμως τη σαφή άρθρωση του τι πραγματικά διακυβεύεται σε αυτό το νέο πλαίσιο.

Συγκεκριμενοποιώντας το πορνογραφικό

Στη βάση των παραπάνω, πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο ο όρος πορνογραφία μπορεί να αποτελέσει μια έννοια αναφοράς και περιγραφής όχι μόνο επιμέρους λόγων και έλλογων πρακτικών, αλλά και ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών και καταστάσεων. Μια τέτοια προσέγγιση θα συνεπάγεται, παρά θα προϋποθέτει, την εννοιολόγηση κάθε φορά ενός λόγου που χαρακτηρίζεται από διακριτά στοιχεία τα οποία θα τον καθιστούν «πορνογραφικό». Με άλλα λόγια, να προσφερθεί μια όσο πιο δόκιμη εννοιολόγηση του «πορνογραφικού» που δεν θα αποτελεί απλώς μια μετωνυμία των εννοιών της αποκάλυψης, της σκληρότητας και της υπερβολής, αλλά μια συνδήλωση του τι μπορεί να σημαίνει κάτι να αποτελεί μια «πορνογραφία». Είναι στη βάση αυτή που η συζήτηση περί της τελευταίας μπορεί να ξεφύγει από τον εδώ και πάνω από μισό αιώνα περίφημο αφορισμό του αμερικανού δικαστή Πόττερ Στιούαρτ, ότι μπορεί να μην είναι ικανός να προσδιορίσει επακριβώς τι είναι πορνογραφία, «αλλά το ξέρει όποτε τη δει» (I know it when I see it) – αφορισμός που αντικατοπτρίζει τόσο την αδυναμία συγκρότησης ενός κοινά αποδεκτού όρου/ορισμού, όσο και τη σχετικότητα/αμφιθυμία του γενικότερου φαινομένου (Hagle 1991: 1039). Ουσιαστικά, θα πρόκειται για μια προσπάθεια που θα επεκτείνει τον επίμαχο χαρακτήρα της κοινωνικής κατασκευής της πορνογραφίας ως κάτι «ανάρμοστο». Πιο συγκεκριμένα, η πορνογραφία με τη μορφή και το νόημα που την κατανοούμε σήμερα δεν υπήρχε ως έννοια σε προνεωτερικές περιόδους, αλλά αναδύθηκε από τον 16ο αιώνα και μετά (Hunt 1993: 30). Κατά την περίοδο μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα, η πορνογραφία ήταν συνώνυμη με την πολιτική ανυπακοή και τον αγώνα για εκδημοκρατισμό, με διάφορους συγγραφείς και επαναστάτες να αναζητούν τρόπους αμφισβήτησης της εξουσίας της Καθολικής Εκκλησίας (1993: 10-2). Κατά την περίοδο αυτή, δηλαδή, τα σεξουαλικά φυλλάδια ήταν το όχημα για επιθέσεις εναντίον πολιτικών και θρησκευτικών αρχών, γι' αυτό και η πορνογραφία αρχικά συνδέθηκε με την ελεύθερη σκέψη, αλλά και τέθηκε ως πεδίο προς ρύθμιση λόγω της απειλής που αντιπροσώπευε για την τότε καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Παράλληλα, μεταβατικό σημείο από έναν «κοινόχρηστο», δημόσιο τρόπο ζωής σε μια ιδιωτικά περιορισμένη και εσωστρεφή «βίωση» θεωρείται ο 17ος αιώνας. Η αυξανόμενη διαθεσιμότητα και η ανάπτυξη μιας αγοράς για την πορνογραφία η οποία συμβαδίζει με την επέκταση μιας «κουλτούρας της εκτύπωσης» θεωρείται μέρος αυτής της αλλαγής, με κατ' εξοχήν παράδειγμα την ιδιωτική κατανάλωση του έντυπου υλικού για προσωπική ψυχαγωγία. Έτσι, τον 18ο αιώνα παρατηρείται μια γενικότερη τάση (επαν)ανακάλυψης της ευχαρίστησης ως πολύτιμο συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης εμπειρίας (Cook 2009: 453), και στα τέλη του μια έκρηξη λόγων, εικόνων και κειμένων γύρω από τη σεξουαλικότητα και το σεξ (Smith-Rosenberg 1982: 325). Είναι όμως στον 19ο αιώνα που η πορνογραφία αποκτά τη σημασία που έχει σήμερα και συνδέεται με τη ρύθμιση του «άσεμνου» (Hunt 1993: 12). Σε αυτή την περίοδο ξεκινά η «κλινικοποίηση» της κατανάλωσης πορνογραφίας και των επιπτώσεών της με την ισχυροποίηση του ιατρικού κατεστημένου και της γνώσης ως «απόλυτη αρχή». Πρόκειται ουσιαστικά για μια ιατρικοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας που μετουσιώνει εδώ τις κυρίαρχες τον προηγούμενο αιώνα αντιλήψεις ότι μέσω εκπαίδευσης τα παιδιά μπορούν να χαλιναγωγήσουν τις «άγριες εσωτερικές διαθέσεις» τους, διότι ο αυνανισμός θεωρείτο τότε κάτι επιζήμιο για το μυαλό, το σώμα και την κοινωνία (Darby 2003). Έτσι, η «ηθικολογική επίθεση» στην πορνογραφία κλιμακώνεται ως συντηρητικός λόγος, αλλά και με τις ρυθμίσεις που ακόμα χαρακτήριζαν τη διακίνηση σεξουαλικών κειμένων (Hunt 1993: 19). Πιο αναλυτικά, ήδη με την εξάπλωση της τυπογραφίας τον 19ο αιώνα, οι άνδρες των ανώτερων τάξεων αντιμετώπιζαν το «πρόβλημα» οι γυναίκες να αποκτήσουν πρόσβαση σε πορνογραφικά κείμενα ο σεξουαλικός χαρακτήρας των οποίων γινόταν όλο και πιο ρητός, εγκαταλείποντας την αρχική πολιτική χροιά (1993: 42). Αυτός ο κίνδυνος τους οδήγησε, σύμφωνα και με την περίφημη ορολογία του Γουώλτερ Κέντρικ (Kendrick, 1987), να περικλείσουν τα εν λόγω κείμενα σε «κλειστά μουσεία», να περιορίσουν δηλαδή την πρόσβασή τους στο κοινό των ανώτερων τάξεων το οποίο είχε ήδη «εκπαιδευθεί» στη χρήση τους. Έτσι, ενώ η πορνογραφία «άκμασε» τον 19ο αιώνα, αποτελούσε παράλληλα και ένα ταμπού, μια «βρώμικη» μορφή λόγου που είχε την ανάγκη ενός πατερναλιστικού κανονισμού από άτομα με «επαρκή ηθική και πνευματική ακεραιότητα» για να παραμείνουν ανεπηρέαστα από αυτή. Συνεπώς, η πορνογραφία με τον τρόπο που σχηματοποιήθηκε από τον πιο προηγούμενο αιώνα και μετά δεν σκόπευε να κατασκευάσει και να αναδείξει την ισότητα και τα «σημεία ισορροπίας», αλλά να αναδείξει και να ταυτιστεί με την ανισότητα. Είναι πάνω σε αυτή τη βάση που η Λυν Χαντ (Hunt) στην εξαιρετικά σημαντική ανάλυσή της επιχειρηματολογεί ότι η πορνογραφία αποτελεί, πάνω απ' όλα, ζήτημα ρύθμισης της πρόσβασης σε «ανάρμοστο» περιεχόμενο και, κατ' επέκταση, ρύθμιση της ίδιας της σεξουαλικότητας. Αν λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε, το «πορνογραφικό» εννοιολογηθεί με τρόπο που δεν θα αποτελεί απλή μετωνυμία των εννοιών της αποκάλυψης, της σκληρότητας και της υπερβολής, αλλά συνδήλωση με συγκεκριμένες διαστάσεις και προεκτάσεις αναφορικά και με τον ανάρμοστο χαρακτήρα του, τότε χρειάζεται όχι τόσο μια κατά το δυνατόν ακριβής οροθέτηση της πορνογραφίας, αλλά ένας σαφής εντοπισμός του τι συνιστά εν τέλει μια «πορνογραφική λογική». Έτσι, θα μπορούσε να προκύψει μια κατά βάση διαφοροποιημένη, με συμπεριληπτικό προσανατολισμό, εννοιολόγηση του πορνογραφικού ως η «ρητή επίδειξη της σκληρής πραγματικότητας». Ο βασικός πυλώνας της εν λόγω προσέγγισης εδράζεται στο σκεπτικό ότι η πορνογραφική λογική συνίσταται, σε τελευταία ανάλυση, στην αποκάλυψη μιας υφιστάμενης τάξης πραγμάτων η οποία κατά μυωπικό τρόπο αποσιωπάται από τον δημόσιο λόγο. Άρα, ως πορνογραφικός πολιτικός λόγος θα μπορούσε να νοηθεί ο πολιτικός λόγος που είναι ουσιωδώς πορνογραφικός, με την έννοια της αποκάλυψης μιας ανάρμοστης και σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας που υφίσταται μεν, αλλά δεν προκρίνεται στο δημόσιο προσκήνιο – όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει με την πορνογραφική καταγραφή σεξουαλικών πράξεων και πρακτικών. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν κατά βάση οι καταφανώς διαφοροποιημένες από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο αναφορές με άξονα την σκληρή αποκάλυψη του ανάρμοστου, όπως για παράδειγμα έγινε και με την περίπτωση των δηλώσεων Έττινγκερ. Σημαίνει αυτό ότι κάθε πολιτική τοποθέτηση που αναδεικνύει αρνητικές πτυχές μιας δεδομένης κοινωνικής πραγματικότητας συνιστά και μια πορνογραφικού προσανατολισμού περιγραφή; Προφανώς όχι, αν και σε φιλοσοφικό επίπεδο μια τέτοια συζήτηση ίσως και να είναι ανοιχτή – συζήτηση όμως που ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας προσέγγισης. Για να νοείται λοιπόν κάποιος πολιτικός λόγος ως πορνογραφικός πρέπει απαραίτητα να συνυπολογίζεται το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα κάθε φορά. Για παράδειγμα, σε μια κοινωνική πραγματικότητα όπου η αναπαραγωγή παρωχημένων στερεοτύπων έχει περιοριστεί και η σεξουαλικότητα γίνεται αντιληπτή και βιώνεται με όρους αυτονομίας σε όλα τα επίπεδα, η πορνογραφία θα είχε ενδεχομένως τον χαρακτήρα ενός χειραφετητικά προσανατολισμένου εκδημοκρατισμού της επιθυμίας και της απόλαυσης. Έτσι και στο επίπεδο του πολιτικού λόγου. Σε μια κοινωνική πραγματικότητα όπου οι εθνοφυλετικοί, κοινωνικοταξικοί και έμφυλοι διαχωρισμοί έχουν αμβλυνθεί σημαντικά, το αίσθημα γενικής ασφάλειας είναι διάχυτο και το επίπεδο διαβίωσης του συνόλου της κοινωνίας είναι αρκούντως ικανοποιητικό, κάθε οριακή δήλωση θα αποτελούσε ίσως πεδίο κριτικής επεξεργασίας και σχολιασμού. Όμως σε αυτή την καμπή της ύστερης νεωτερικότητας όπου οι προκλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πολλαπλές και οι ανισότητες που βιώνονται όλο και εντείνονται, ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται μπορεί πράγματι να ενέχει έναν πορνογραφικό προσανατολισμό στον βαθμό που, λανθασμένα ή ορθά, αναδεικνύει μια «πορνογραφία της κοινωνικής ζωής». Στον βαθμό δηλαδή που προκρίνει μια, παραφράζοντας και τη διάσημη προσέγγιση της Λίντα Γουίλλιαμς (Williams, 1989) για το σκληρό πορνό, φρενίτιδα της εξουσίας.

*Δημοσιεύτηκε στo "The Books' Journal" (Τεύχος 96). 

Θέλουμε περισσότερη Ευρώπη;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει γίνει τα τελευταία χρόνια αντικείμενο σφοδρής αντιπαράθεσης, μεταξύ άλλων και στη χώρα μας. Ακολουθούν οι τοποθετήσεις του Γιώργου Παγουλάτου, Καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Αντιπροέδρου του ΕΛΙΑΜΕΠ και του δικηγόρου – δημοσιογράφου Αντώνη Παπαγιαννίδη.

Γιώργος Παγουλάτος: Στην ενότητα η ισχύς

Για καλύτερη Ευρώπη, περισσότερη Ευρώπη. Γιατί; Η ευρωπαϊκή ενοποίηση αυξάνει τις συλλογικές ωφέλειες για όλα τα κράτη-μέλη. Στην ενότητα η ισχύς. Όταν η Ε.Ε. έχει εξουσίες, οι πολιτικές ασκούνται αποτελεσματικά και η Ευρώπη μπορεί να ηγηθεί. Σκεφτείτε Συμφωνία του Παρισιού για το παγκόσμιο κλίμα ή την προστασία προσωπικών δεδομένων. Όπου αποτυγχάνει η Ε.Ε. είναι κυρίως επειδή τα κράτη-μέλη δεν της έχουν παραχωρήσει εξουσίες. Χρειάζεται μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου και μετανάστευσης (με Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή), για να μην πεθαίνουν χιλιάδες μετανάστες στη Μεσόγειο και να επιμεριστεί σε όλους το βάρος αντιμετώπισης των μεταναστευτικών ροών. Χρειάζεται ενιαία ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Η παγκόσμια ισχύς της Ευρώπης περιστέλλεται από την απροθυμία των κρατών-μελών για μια πραγματικά κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Χρειάζεται στενότερος φορολογικός συντονισμός για την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων και του επιβλαβούς ανταγωνισμού. Οι παγκόσμιοι μονοπωλιακοί γίγαντες τεχνολογίας (GAFA) πρέπει να φορολογηθούν και γι' αυτό χρειάζεται ισχυρότερη Ε.Ε. με ενιαία φωνή.
Απαιτείται στενότερη ενοποίηση στο ευρώ, με δημιουργία κοινών θεσμών και πολιτικών για τον επιμερισμό των κινδύνων· δημοσιονομική ενοποίηση, με δημιουργία ευρωομολόγου (safe asset), που θα έχει ευεργετικές συνέπειες στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης και την ενδυνάμωση του παγκόσμιου ρόλου του ευρώ· «δημοσιονομική δυνατότητα», προϋπολογισμός Ευρωζώνης με ρόλο μακροοικονομικής σταθεροποίησης, κατά τις προτάσεις Μακρόν – και όχι τη νερωμένη εκδοχή που συμφωνήθηκε στο Eurogroup. Στην τραπεζική ενοποίηση, είναι αναγκαίο ένα κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Και στενότερος συντονισμός οικονομικών πολιτικών, προς αποφυγήν όχι μόνο των εξωτερικών ελλειμμάτων, αλλά και των υπέρμετρων πλεονασμάτων.
Πρέπει η Ευρωζώνη να αναθεωρήσει την εμμονή στην υπέρμετρη δημοσιονομική πειθαρχία, όσο τα πολύ χαμηλά επιτόκια μακροπρόθεσμου δανεισμού επιτρέπουν (επιβάλλουν!) τη χρηματοδότηση πολλαπλάσιων επενδύσεων – στις ΑΠΕ, την «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση», τη βελτίωση απασχόλησης και δεξιοτήτων.
Περισσότερη Ευρώπη, τέλος, σε έναν κόσμο ανταγωνισμού υπερδυνάμεων, είναι προϋπόθεση ώστε η Ε.Ε. να προστατεύσει τις αξίες και τα συμφέροντά της.

Αντώνης Παπαγιαννίδης:«Οχι» σε τρία επίπεδα

Υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις στο «Θέλουμε περισσότερη Ευρώπη;». Και στις τρεις, η απάντησή μου είναι αρνητική. Δεν θέλουμε περισσότερη Ευρώπη, πάντως δεν θέλουμε περισσότερη Ευρώπη έτσι απλά και μονοδιάστατα. Αν είναι ο βηματισμός της Ιστορίας να δώσει «περισσότερη Ευρώπη», τότε τη θέλουμε (δηλαδή τη χρειαζόμαστε) πολύ πολύ διαφορετική.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η πρώτη προσέγγιση στο «περισσότερη Ευρώπη», η οποία είναι και η συνηθέστερη άλλωστε, είναι εκείνη που θεωρεί ότι με την επίκληση δίκην ψαλμωδίας «Ευρώωωπη! Ευρώωωπη!» φεύγει το κακό. Προκύπτουν λύσεις. Αποκτάται προκοπή – τέτοια πράγματα. Αυτού του είδους η περισσότερη Ευρώπη είναι σαν τη χιλιαστική/σοσιαλιστική ελπίδα του υπαρκτού, παλιότερα. Ή σαν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις που τόσο συχνά θεωρήσαμε –εδώ– ότι θα προκύψουν κατ' εντολήν ή βάσει επίκλησης. Η Ευρώπη ως οφθαλμαπάτη δεν είναι καλό πράγμα. Ως προσευχή, ακόμη λιγότερο.
Η δεύτερη προσέγγιση στην «περισσότερη Ευρώπη» παραπέμπει σε κάτι πολύ σοβαρό, αρθρωμένο, δομημένο. Έχει να κάνει με την εμβάθυνση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, με την προώθηση ισχυρότερης οικονομικής ενσωμάτωσης – εδώ στόχευαν οι πρώτες προτάσεις Μακρόν σε Πνύκα και Σορβόννη, για ουσιαστικότερη Οικονομική Ένωση ως συνέχεια της Ευρωζώνης. Τίποτε απ' αυτά δεν προχώρησε, περισσότερο έμεινε ως window dressing. Προϋπολογισμός Ευρωζώνης για αντιστάθμιση ανισοτήτων και πρόληψη των σοκ; Αδιανόητο για το Βερολίνο. Ξεχάστε το! Έχει όμως να κάνει αυτή η εκδοχή «περισσότερης Ευρώπης» και με ομοσπονδιοποίηση, με διαμόρφωση κοινής –όχι συντονισμένης– εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας, για παράδειγμα. Σοβαρά τώρα: Μια χώρα με την οικονομική δομή της μεταμνημονιακής Ελλάδας ή μια χώρα που δεν τολμά να αντικρίσει τη συμφωνία των Πρεσπών χωρίς νευρική κρίση, θέλει/αντέχει «περισσότερη Ευρώπη»;
Μένει η τρίτη προσέγγιση. Μια Ευρώπη επιβολής - επικράτησης του ισχυροτέρου. Τέτοια είναι η υπό διαμόρφωση Ευρώπη μετά-την-κρίση, η Ευρώπη που, για να είναι λειτουργική, προκύπτει περισσότερο διακρατική. Δηλαδή, να εννοούμαστε, γερμανική-κεντροευρωπαϊκή. Ας είμαστε ειλικρινείς: το διαβόητο «Forget it, Yannis!», ο φίλος της Ελλάδας Σόιμπλε στον Γιάννη Στουρνάρα το είπε, όχι στον Γιάνη Βαρουφάκη ή στον Ευκλείδη!
Όχι περισσότερη Ευρώπη. Διαφορετική, ίσως. Αλλά πώς;

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 5/5/2019. 

Η οικοδόμηση της Ε.Ε. και οι ευρωεκλογές

Η οικοδόμηση της ένωσης κρατών ήταν μια φιλόδοξη προσπάθεια. Σίγουρα, τα μέλη πέτυχαν κάποιο βαθμό οικονομικοπολιτικής ενοποίησης και κοινούς δημοσιονομικούς και νομισματικούς θεσμούς. Από την άλλη, η κρίση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής αποκάλυψε αδυναμίες. Ταυτόχρονα, ανέδειξε τη διεθνή επιρροή των πιστωτριών χωρών, όπως π.χ. της Γερμανίας, και τις αδυναμίες των χωρών-οφειλετών, όπως π.χ. της Ελλάδας.

Παράλληλα, μετά τη συνεχιζόμενη περιπέτεια των Βρετανών, ενισχύθηκε η κοινή δέσμευση των λοιπών μελών για την ακεραιότητά της Ενωσης, της Ευρωζώνης και του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Τέλος, εκφράστηκαν οι βαθύτατες διαφωνίες ως προς την κατεύθυνση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι. Συνεπώς, ενώ βρίσκεται στην ατζέντα των επόμενων χρόνων, το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση συναντά δυσκολίες γιατί υπάρχουν διαφωνίες τόσο ως προς τις μεταρρυθμίσεις καθαυτές και την ιεράχισή τους, όσο και προς την ποιότητα και την κατεύθυνσή τους.

Έτσι, στις 26 Μαΐου η Ελλάδα θα διεκδικήσει τη μοίρα της στο «κέντρο» των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Οι υποψήφιοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, προέρχονται από τη συνήθη δεξαμενή: έμπειρα κομματικά στελέχη, τηλεπερσόνες, πρωταθλητές, δημοσιογράφοι, καθηγητές πανεπιστήμιων, ηθοποιοί κ.λπ. Οπως το 2014, θα εκλεγούν ‒σύμφωνα με την κατανομή των κρατών‒ 21 Ευρωβουλευτές σ' ένα Σώμα 751 βουλευτών.

Με αναλογικό σύστημα και σε ενιαία εκλογική περιφέρεια, οι Ελληνες θα εκφράσουν την προτίμησή τους βάζοντας έως τέσσερις σταυρούς στο αγαπημένο τους ψηφοδέλτιο. Ως προς τη μορφολογία της, η απερχόμενη ομάδα Ευρωβουλευτών αριθμούσε 5 γυναίκες και 16 άντρες. Ως προς τη συμμετοχή τους σε πολιτικές ομάδες, οι έξι από τους Ευρωβουλευτές μετείχαν στην Ομάδα της Ενωμένης Αριστεράς, οι πέντε στην Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, οι τέσσερις στην Ομάδα των Σοσιαλδημοκρατών, ένας μετείχε στην Ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, ενώ πέντε βουλευτές δεν προσχώρησαν σε καμία πολιτική ομάδα και, στην περίπτωση αυτή, ανήκαν στους μη εγγεγραμμένους.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι στις Ευρωεκλογές του 2014 από το σύνολο των εγγεγραμμένων (10.013.834), ψήφισε το 59,33%, με την αποχή στο υψηλό 40,67%. Από τα παραπάνω ελάχιστα πολιτικά μπορούν να εξαχθούν ως προς τα προβλήματα της Ευρώπης αλλά και ως προς την ιεράρχηση των εθνικών θεμάτων. Έχουν περάσει ήδη 40 χρόνια από την προσχώρηση της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, το 1979. Όμως η ιστορία, ενώ είναι ένας καλός οδηγός, δεν λύνει τη θεωρητική διαμάχη μεταξύ κράτους, αγοράς και διεθνών οργανισμών, όπως η Ε.Ε.

Ούτε απαντά στα πιεστικά προβλήματα του βάθους και της ποιότητας της δημοκρατίας, δηλαδή της επερχόμενης πολιτικής που, ipso facto, θα επηρεάσει και τα συναφή ζητήματα της οικονομίας και της συνολικής ευημερίας τόσο στα εθνικά όσο και στα ευρωπαϊκά συμφραζόμενα. Στην Ευρώπη, πολύ πριν από τις Ευρωεκλογές, έχουν ήδη αρχίσει οι συζητήσεις για ένα ευρύ δημοκρατικό-προοδευτικό μέτωπο ενάντια στην άνοδο της Ακροδεξιάς, του εθνικισμού και του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, οι οποίες δεν αρκούν. Στην Ελλάδα, δεν έγινε κάτι ανάλογο από τις δυνάμεις που όφειλαν να το κάνουν. Ούτε συμφωνήθηκε κάποια πολιτική οικονομικής ανάταξης και σταθεροποίησης.

Απεναντίας, ιστορικά αποδείχθηκε το αποτύπωμα των αποσταθεροποιητικών πολιτικών. Και χωρίς καμία εξήγηση από την πλευρά των υπευθύνων Ν.Δ. και ΚΙΝ.ΑΛΛ., η συζήτηση γύρω από τη μακροοικονομική πολιτική, μετατράπηκε σε εθνικιστική διαμάχη και σε ακροδεξιό πολιτικό ξεπεσμό περί «επικινδυνότητας της Αριστεράς», με το απλουστευτικό και υβριστικό «Γιατί εμείς μπορούμε καλύτερα». Δεν απαντήθηκαν ούτε εθνικά θέματα, ούτε οι θεσμικές παρεμβάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παραδείγματος χάριν, το δημοψηφισματικό «Η μάχη είναι τελικά για τη φανέλα, για τη ΝΔ» δεν δείχνει ούτε την αναγκαία ταπεινότητα και σοβαρότητα για τα εθνικά θέματα, ούτε απαντά στα συνολικότερα προβλήματα της Ενωσης, τα οποία δημιουργήθηκαν με τη σύμπραξη τραπεζιτών και της ευρωπαϊκής Δεξιάς, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος του ανθέλληνα υποψηφίου για την προεδρία Μ. Βέμπερ.

Λόγου χάρη, η ΕΚΤ ενδιαφέρεται περισσότερο για τον πληθωρισμό και λιγότερο για την ανεργία και την ανάπτυξη. Τι θα κάνουν; Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θεσπίστηκε στη τρίτη φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) για να διασφαλίσει υγιή δημοσιονομική συμπεριφορά των χωρών της Ε.Ε., έχει προβλήματα τα οποία αναγνωρίστηκαν από όλους μετά την Μεγάλη Ύφεση του 2008, και ειδικότερα μετά την κρίση του ευρώ και την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη.

Ο Γάλλος οικονομολόγος Ζαν Πισανί-Φερί, σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «When Facts Change, Change the Pact» (Όταν αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζεις το Σύμφωνο» επικρίνει το Σύμφωνο Σταθερότητας του 1997. «Είναι –γράφει- σαν τα νέα ρούχα του αυτοκράτορα. Ο καθένας βλέπει ότι δεν υπάρχουν, αλλά λίγοι το παραδέχονται ανοιχτά. Αυτή η ανόητη σιωπή, είναι και κακή οικονομία και κακή πολιτική». Τι θα κάνουν με αυτά τα ζητήματα; Θα ζητήσει η Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. να αλλάξουν, επωφελώς, για την Ευρώπη και, οπωσδήποτε, επωφελώς για τα εθνικά συμφέροντα;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 3/5/2019. 

Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα μίας χρήσης;

Ο πρόεδρος της Ν.Δ. χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ «κόμμα της κρίσης» και άρα «κόμμα μίας χρήσης». Ενδιαφέρον, ποιος το λέει αυτό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ένας αυτοδημιούργητος πολιτικός, αλλά γόνος μιας πανίσχυρης πολιτικής δυναστείας, της ισχυρότερης στην Ελλάδα. Ισχυρότερης και από τους Παπανδρέου και από τους Καραμανλήδες.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης - παππούς, στην Κρήτη, στα 1889-90, είναι αυτός που πατρονάρισε ώστε να εκλεγεί βουλευτής ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μια δυναστεία λοιπόν που παραπέμπει στο ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα του προπερασμένου αιώνα εναντίον ενός κόμματος «μίας χρήσης». Ανανέωση ή αναπαλαίωση της Ελλάδας; Δεν είναι ήδη ρετρό οι δύο από τους τρεις πολιτικούς αρχηγούς (Μητσοτάκης, Γεννηματά) να είναι γόνοι, άνθρωποι χωρίς καμιά ιδιότητα που θα τους αναδείκνυε σε αρχηγούς, πέραν του κληρονομημένου ονόματος;

Δεν θα φαίνεται σαν επιστροφή στο μακρινό παρελθόν το ενδεχόμενο μια χώρα όπου η κυβέρνηση και πρώτος δήμος της περιέρχονται στην πιο παλιά πολιτική οικογένεια; Μπορεί να καυχηθεί κανείς ότι η οικογενειοκρατία σημαίνει εκσυγχρονισμός, πρόοδος της δημοκρατίας και της ισονομίας των πολιτών; Ο Μητσοτάκης, άθελά του, συνοψίζει το πολιτικό πρόβλημα ακριβώς σ' αυτό το ερώτημα.

Αλλά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ «κόμμα μίας χρήσης»; Με βάση την πεποίθηση ότι αποτελεί συναισθηματική και αδικαιολόγητη αντίδραση στην κρίση, χωρίς μέλλον, κάτι σαν παροδική καταιγίδα, πορεύτηκε η Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. και τα φιλικά τους ΜΜΕ, όχι μόνο από το 2015, θεωρώντας τον παρένθεση και ζητώντας κάθε τρίμηνο εκλογές, αλλά από το 2012, όταν ο δίδυμος σεισμός εκείνου του χρόνου κλόνισε το προηγούμενο κομματικό σύστημα.

Μπορεί να διαψεύστηκαν από την ανθεκτικότητά της κυβέρνησης, από τη βελτίωση των οικονομικών δεικτών, από τη σύσσωμη ευρωπαϊκή αποδοχή της λύσης του Μακεδονικού. Ωστόσο η ιδέα της παροδικότητας υπαγορεύει τις θεωρίες για «στρατηγική ήττα», αλλά και τις αυταπάτες για επιστροφή στο προ της κρίσης κομματικό σύστημα. Ας την εξετάσουμε λοιπόν.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το συλλογικό έργο «ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα εν κινήσει. Από τη διαμαρτυρία στη διακυβέρνηση» σε επιμέλεια Γιάννη Μπαλαμπανίδη, (εκδ. Θεμέλιο). Πρόκειται για ένα συλλογικό πορτρέτο του κόμματος «που αναδύθηκε αιφνιδίως, προκάλεσε έντονα πάθη, εκτοξεύτηκε μέσα από τις αντιφάσεις του και (μοιάζει να) εγκαθιδρύθηκε ως βασικός παίκτης εξουσίας, αφήνοντας βαθύ αποτύπωμα στην εποχή του, για το καλό ή το κακό».

Στην έκδοση αυτή συγκεντρώνονται μελέτες από 19 από τους καλύτερους νέους πολιτικούς επιστήμονες και ιστορικούς, συνομήλικους λίγο πολύ, του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ. Και επειδή οι συγγραφείς συγκρίνουν τη δουλειά τους με τις μελέτες των δασκάλων τους για το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή εκείνες που γράφηκαν στη δεκαετία του 1980 και 1990, θα έλεγα ότι είναι καλύτερη.

Γιατί σε εκείνες τις μελέτες, η ανάλυση υποχωρούσε στη δεοντολογία. Οι συγγραφείς δηλαδή τότε είχαν έναν κανόνα στο μυαλό τους και μετρούσαν με τη μεζούρα τις αποκλίσεις. Στον τόμο αυτό δεν υπάρχει η αντίληψη ότι η Ελλάδα είναι εξαίρεση ή απόκλιση από την Ευρώπη. Αντίθετα, ξεδιπλώνεται η αντίληψη ότι μέσα από την κρίση που έπληξε την Ελλάδα προκύπτει ένας πειραματισμός ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, στον οποίο δοκιμάζονται πολλά υλικά, ευρωπαϊκά και ελληνικά.

Το βιβλίο, χωρίς να υποκαθιστά μια ιστορία της κρίσης, διαβάζεται και ως ιστορία της κρίσης. Νομίζω ότι η έκδοση αυτή δίνει μια τεκμηριωμένη απάντηση, με στοιχεία από αλλεπάλληλες εκλογικές μετακινήσεις κατά τη διάρκεια χρόνων, στη θεωρία για την προσωρινότητα του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία τάχα θα εκλείψει με την επιστροφή στην κανονικότητα.

Δεν διαπιστώνουμε μόνο μια συνολική μετατόπιση τριών εκατομμυρίων ψήφων του ΠΑΣΟΚ σε τέσσερις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε την ίδια αλματώδη πορεία εκείνου του κόμματος, στα 1974-1981, που δημιούργησε ένα από τα μακροβιότερα ελληνικά πολιτικά συστήματα στην ελληνική ιστορία. Δίνει τεκμηριωμένη απάντηση και στις μεταμορφώσεις και μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ που δεν ήταν μικρότερου βεληνεκούς από εκείνες του ΠΑΣΟΚ.

Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ θεωρείται συνήθως αρνητική λόγω της κατάληξης αυτού το κόμματος. Ωστόσο εξέφρασε μια ιστορική ανάγκη: την άρνηση, τον τερματισμό και την υπέρβαση της μετεμφυλιακής περιόδου. Διεύρυνε τη Μεταπολίτευση και διαχειρίστηκε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, στην οποία προηγουμένως είχε αντιταχθεί. Εκείνα τα κόμματα από τα οποία το ΠΑΣΟΚ άντλησε μαζικά ψήφους ήταν η προδικτατορική Αριστερά (ΕΔΑ) και Κεντροαριστερά (μέρος της Ε.Κ.), σχηματισμοί που εξέφρασαν ανάλογες ανάγκες στην εποχή τους, και αυτά κόμματα χωρίς συνέχεια.

Παρατηρούμε επομένως ότι η δημοκρατική παράταξη στην Ελλάδα δεν εκφράζεται από ένα κόμμα παγιωμένης καθεστωτικής διαχρονίας, όπως η Δεξιά, αλλά από κομματικούς σχηματισμούς, οι οποίοι ανεξαρτήτως ιστορικής προέλευσης ανταποκρίνονται στις ιστορικές προκλήσεις της εποχής τους. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ακόμη μέλλον αλλαγών και μετασχηματισμών. Αν δεν αλλάξει, ένας νέος σχηματισμός θα τον αντικαταστήσει, αργά ή γρήγορα.

Συμπέρασμα: Εχει δίκαιο ο πολιτικός γόνος. Το δίλημμα είναι αναπαλαίωση με δοκιμασμένα τζάκια ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού, πατροναρισμένα από λατινοαμερικάνικου τύπου νονούς, ή διάλογος και πειραματισμός με τη ρέουσα ιστορία;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/5/2019. 

Κώστας Καραντινινής: Ολιγοπωλιακές συνθήκες φρενάρουν την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας

Επικρατεί συχνά η αντίληψη, όσον αφορά τον αγροτικό τομέα της χώρας, ότι το μοντέλο της μικρής κλίμακας αποτελεί ανάχωμα και πρέπει να δώσει τη θέση του σε αγροτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους για να έλθει η ανάπτυξη. Σε αυτό συντελεί και η κεντρική θεωρία των οικονομικών για τις οικονομίες κλίμακας που γίνονται εφικτές όταν οι επιχειρηματικές μονάδες αποκτήσουν ένα κρίσιμο μέγεθος και μπορούν να μειώσουν το κόστος παραγωγής, αυξάνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων. Ισχύει, όμως, τελικά ότι η πρόοδος στην ελληνική γεωργία περνά απαραίτητα μέσα από τη μεγέθυνση; Ο Κώστας Καραντινινής, καθηγητής Οικονομικών σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Σουηδίας και παλιότερα στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, με μεγάλη και διεθνή επιρροή σε θέματα αγροτικής οικονομίας, είναι σαφής: «Το μοντέλο της μικρής κλίμακας όχι μόνο δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά με τη σωστή αξιοποίηση μπορεί να είναι στρατηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής».

Ευκαιρίες και προοπτικές

Οι απόψεις του κ. Καραντινινή δεν έχουν επιρροή μόνο στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά επεκτείνονται ευρύτερα στη δημόσια σφαίρα. Έχοντας βαθιά γνώση της ελληνικής αγροτικής οικονομίας βαλμένης στο διεθνές της πλαίσιο, του ανατέθηκε από την Task Force η συγγραφή συνολικής μελέτης για τις ευκαιρίες και τις προοπτικές της ελληνικής γεωργίας μέσα στην κρίση. Όπως υποστηρίζει στη μελέτη που συντάχθηκε το 2014, «τα στοιχεία που έχουμε δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς ότι οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη και στη μεγέθυνση. Αντιθέτως δείχνουν ότι αυτό που μειώνει τα κόστη είναι οι οικονομίες κλίμακας που βρίσκονται πριν και μετά το στάδιο της παραγωγής. Επιπλέον, όχι μόνο είναι λάθος ότι αποτελεί μειονέκτημα η δομή των μικρών αγροτικών μονάδων, αλλά με τη σωστή εκμετάλλευση το μοντέλο των εκμεταλλεύσεων μικρής κλίμακας θα ήταν ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Όταν η προέλευση ενός ελαιολάδου είναι μια πλαγιά στη Μάνη ή ένα οροπέδιο στην Κρήτη, αυτό αποτελεί ένα δυνητικό πλεονέκτημα και θα μπορούσε να δώσει την "ετικέτα" που διαφοροποιεί και δίνει υπεραξία στο προϊόν, ειδικά για τον σημερινό καταναλωτή που ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τη μοναδικότητα, την προέλευση και την τοπικότητα των τροφίμων». Ανάμεσα στα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, σύμφωνα με τον καθηγητή, για να βρουν τα ελληνικά τρόφιμα τη θέση που τους αξίζει στις διεθνείς αγορές είναι οι στρεβλώσεις αγορών που δεν σχετίζονται με τον ίδιο τον πρωτογενή τομέα και ανεβά ζουν πολύ το κόστος των προϊόντων. Αυτό που εξηγεί, κατά τον ίδιο, τη διαφορά της τιμής που χαρακτηρίζει συχνά τα ελληνικά σε σχέση με τα προϊόντα άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι «το μήκος της αλυσίδας παραγωγής και αυτό όχι από την άποψη της γεωγραφικής απόστασης, αλλά με την έννοια του μεγάλου αριθμού των ενδιαμέσων. Ανάμεσα στην τιμή του παραγωγού μέχρι τον τελικό καταναλωτή παρεμβάλλονται πολλοί μεσάζοντες. Παράλληλα υπάρχουν σήμερα ολιγοπωλιακές ως μονοπωλιακές καταστάσεις σε τοπικό επίπεδο που οδηγούν σε αυξήσεις της τιμής πάνω από την αμοιβή του παραγωγού, χωρίς απαραίτητα να ανταποκρίνονται στις υπηρεσίες που προσφέρονται. Πέρα από τις στρεβλώσεις στις αγορές των προϊόντων, όμως, έχουμε ενδείξεις ότι επικρατούν συνθήκες χαμηλού ανταγωνισμού και στις αγορές των εισροών, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο το τελικό κόστος. Η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, επομένως, δεν εξαρτάται από το μικρό μέγεθος του κλήρου, αλλά από τη διαμόρφωση υγιούς επιχειρηματικού κλίματος και την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που δεν σχετίζονται με άλλες αγορές και όχι τις αγορές γεωργικών προϊόντων».

Στρατηγικό πλεονέκτημα

Ειδικά για τον κλάδο του ελαιολάδου, ο Κώστας Καραντινινής θεωρεί ότι κεντρικό στρατηγικό πλεονέκτημα αποτελούν η διαφοροποίηση και η τοπικότητα, που κάνουν ένα ελαιόλαδο να ξεχωρίζει από ένα άλλο. Αναφερόμενος στην πολυσυζητημένη μελέτη της McKinsey που υποστηρίζει τη λειτουργία λίγων μεγάλων μονάδων τυποποίησης σε όλη την επικράτεια, ο κ. Καραντινινής εκφράζει την αντίθεσή του: «Οι τοπικές, συχνά παραδοσιακές, τεχνικές μπορούν να δώσουν προϊόντα με μοναδικά τοπικά χαρακτηριστικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να αναβαθμιστούν σε υψηλότερα τεχνολογικά πρότυπα, αλλά με τρόπους που θα διατηρούν την υψηλή ποιότητα και τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε ποικιλίας, εδάφους, ιστορίας και κληρονομιάς, με στρατηγικούς τρόπους που θα αυξάνουν την προστιθέμενη αξία και θα παρέχουν υψηλές αποδόσεις. Μία (ή δύο) μεγάλες μονάδες μεταποίησης για όλη την επικράτεια που θα επεξεργάζονται το σύνολο της εθνικής παραγωγής ελαιολάδου, όπως προτείνεται από διάφορους κύκλους, δεν θα το επιτύχουν αυτό. Αντί να προωθήσει μονάδες μεταποίησης μεγάλης κλίμακας, η ελληνική στρατηγική για τη βιομηχανία του ελαιολάδου θα πρέπει να ενθαρρύνει τη διαφοροποίηση των προϊόντων με βάση τα οργανοληπτικά και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε προϊόντος ξεχωριστά. Ιδιαίτερη σημασία έχει η σύνδεση της παραγωγής, της μεταποίησης και της προώθησης του ελληνικού ελαιολάδου με την προαγωγή της μεσογειακής διατροφής και τον τουριστικό κλάδο, όπου αυτό είναι εφικτό. Για να επιτευχθεί αυτό, δεν απαιτείται οικονομία μεγάλης κλίμακας στον πρωτογενή τομέα».

Φέτα και παρμιτζιάνο

Για τις προοπτικές της φέτας, που αποτελεί ένα από τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της χώρας μας, ο κ. Καραντινινής επισημαίνει ότι το δυναμικό του διάσημου τυριού παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τον ίδιο, «ο ανταγωνισμός μεταξύ εξαγωγών απειλεί να καταστήσει τη φέτα αδιαφοροποίητο βασικό προϊόν. Οι μικρές παραγωγές που ενισχύουν την ιδιαιτερότητα και συνδέουν το προϊόν με τον ειδικότερο τόπο προέλευσης μπορούν να προσδώσουν μεγαλύτερη υπεραξία και να χτίσουν μια ισχυρότερη ταυτότητα του προϊόντος. Παράλληλα πρέπει να γίνει συλλογική διαχείριση του προϊόντος με στόχο τη διαφύλαξη της ποιότητας διότι κατά τη γνώμη μου ο λόγος που η τιμή της φέτας δεν είναι ανάλογη του δυναμικού της είναι επειδή η γνησιότητα του προϊόντος δεν διαφυλάσσεται. Υπάρχουν στην Ευρώπη επιτυχημένα παραδείγματα συλλογικής διαχείρισης άλλων τυριών ΠΟΠ που μπορούν να φανούν χρήσιμα και για τη φέτα, όπως είναι το "μοντέλο γκούντα" στην Ολλανδία, το "μοντέλο παρμιτζιάνο" στην Ιταλία. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι επίσης οι ευκαιρίες που προσφέρει ο τουρισμός, που δεν αξιοποιούνται για την προώθηση της φέτας αλλά και των υπόλοιπων γεωργικών προϊόντων. Η Ελλάδα έχει κάθε χρόνο 30 εκατ. επισκέπτες, το οποίο, αν το αναγάγεις σε όρους κατανάλωσης, αντιστοιχεί στην ετήσια ζήτηση μιας πόλης όπως η Πάτρα. Αν σκεφτείς επιπλέον ότι όλοι οι τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα είναι και δυνητικά καταναλωτές ελληνικών προϊόντων, θα έπρεπε να αξιοποιήσουμε το γεγονός αυτό για να κάνουμε προώθηση των ελληνικών προϊόντων».

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής'" στις 31/3/2019.