Παρασκευή, 29 Μάρτιος 2024

Οι μύθοι για το πτυχίο

H σχετική με την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση βιβλιογραφία της τελευταίας τριακονταετίας ανήκει σε τρεις κατηγορίες.

Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει αρκετές εξαιρετικές μελέτες Ιστορίας της εκπαίδευσης, Ιστορίας της εκπαιδευτικής πολιτικής και ελάχιστες μελέτες που προσεγγίζουν κριτικά τα οικονομικά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το νομικό πλαίσιο της θεσμικής της οργάνωσης.

Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από έργα καθαρά θετικιστικής προσέγγισης που εγκλωβίζονται στην παρουσίαση ποσοτικών δεδομένων για το κοινωνιολογικό προφίλ και την απασχόληση των αποφοίτων.

Η τρίτη κατηγορία αφορά ορισμένα έργα πολιτικών προτάσεων περί της αναδιοργάνωσης των πανεπιστημίων και εκ των υστέρων αποτίμησης αυτών των προσπαθειών.

Τα τελευταία συχνά ενίοτε γράφονται με αυτοβιογραφικό τόνο για να δικαιολογήσουν την αποτυχία των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων.

Τα έργα της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας συνήθως στερούνται σοβαρού θεωρητικού υπόβαθρου και βασίζονται σε νεο-φιλελεύθερες κοινοτοπίες.

Στην καλύτερη περίπτωση, αναπαράγουν με στρεβλό τρόπο θεωρητικές προσεγγίσεις που έχουν διατυπωθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο του Παντελή Κυπριανού έρχεται αφενός να καλύψει ένα σημαντικό κενό και αφετέρου να δημιουργήσει προοπτικές για μια ολιστική και συστημική κριτική προσέγγιση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών διαδικασιών που αυτή κινητοποιεί.
Αντικείμενο της μελέτης του Κυπριανού είναι «η ανάλυση της μαγείας του πτυχίου, των αντιλήψεων και των δοξασιών που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτό διαχρονικά και η εκάστοτε εικόνα της κοινωνίας για τους πτυχιούχους».

Αφετηρία της προσέγγισης αποτελεί η πρόσληψη της γνώσης ως διαδικασίας απομάγευσης του κόσμου, ως μιας προσπάθειας του ανθρώπου «να διαχειρίζεται λιγότερο παθητικά, περισσότερο ενεργητικά, τα όσα τελούνται μέσα και γύρω του».

Στην πραγματικότητα, όπως ο Κυπριανός επισημαίνει, στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους των τελευταίων δύο αιώνων, η μάθηση, και μαζί της οι θεσμοί καλλιέργειας και διάχυσής της, μετατράπηκαν από μέσο απομάγευσης του κόσμου σε μέσο επίτευξης ενός οποιοδήποτε σκοπού.

Κατά συνέπεια, η γνώση «ταυτίστηκε με το συμβολικό της αποκρυστάλλωμα, το πτυχίο» και απέκτησε τη δική της μαγεία που λειτούργησε «ως μέσο χειραγώγησης και κοινωνικού ελέγχου».

Η πορεία αυτή έχει ιστορικό βάθος: βασίζεται στην αξιοδότηση της γνώσης στο πλαίσιο του ελληνικού Διαφωτισμού, συνδέεται με την ώθηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων να επενδύσουν στο πανεπιστήμιο ως μηχανισμό ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και συνέβαλε στον μύθο «της αγάπης των Ελλήνων για τα γράμματα».

Οπως όμως ο Κυπριανός επισημαίνει, ο μύθος αυτός ενέχει κάποιο βαθμό αλήθειας για την μέχρι το 1880 περίοδο, όταν αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών της ημεδαπής και αλλοδαπής.

Από το 1880 μέχρι το 1960 ο αριθμός μένει στάσιμος ή αυξάνεται ελάχιστα.

Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας, «από τον Μεσοπόλεμο μέχρι το 1981 ο αριθμός των φοιτητών κυμαίνεται στον μέσο όρο, αν όχι χαμηλότερα, των άλλων δυτικών χωρών».

Η πλέον σημαντική αύξηση στον 20ό αιώνα σημειώνεται στη δεκαετία του 1990. Η μελέτη του Κυπριανού αποδομεί και δύο άλλους μύθους: τον μύθο ότι «τα παιδιά των φτωχών σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο» και τον μύθο περί ύπαρξης υπερβολικού αριθμού «αιώνιων φοιτητών».

Αναλύοντας πληθώρα ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, ο συγγραφέας διαψεύδει εμφατικά την αντίληψη ότι σημαντικό τμήμα των φοιτητών του 19ου και του 20ού αιώνα προέρχεται από λαϊκά στρώματα.

Η μαζικοποίηση του πανεπιστημίου ευνόησε –πέραν των διαχρονικά ευνοημένων κληρονόμων της ανώτερης τάξης- τα μεσαία στρώματα.

Τα παιδιά της αγροτικής και της εργατικής τάξης ωφελήθηκαν ελάχιστα.

Επιπλέον, βάσει συγκεκριμένων πρωτογενών στοιχείων που αφορούν τους δείκτες αποφοίτησης στο 19ο και στον 20ό αιώνα, ο Κυπριανός αποδεικνύει ότι «αντίθετα με τη συντηρητική δοξασία, που εξιδανικεύει το παρελθόν, σήμερα αποφοιτούν περισσότεροι απ' ό,τι στο παρελθόν».

Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, «μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μόλις ένας στους δύο φοιτητές έπαιρνε πτυχίο, ενώ στη δεκαετία του 1960 αποφοιτούσαν δύο στους τρεις εγγεγραμμένους», ποσοστό παρόμοιο με αυτό που ισχύει και σήμερα.

Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτού του βιβλίου είναι ότι εξετάζει όλες τις πτυχές του κοινωνικού κόσμου των πανεπιστημίων και των αποφοίτων: εκκινώντας από την πορεία ανάπτυξης του πανεπιστημιακού θεσμού στην Ευρώπη αναλύει τη συγκρότηση του πανεπιστημιακού τοπίου στην Ελλάδα και του ελληνικού φοιτητικού πληθυσμού στην ημεδαπή και το εξωτερικό.

Προσεγγίζει διεξοδικά τις κοινωνικές πορείες των Ελλήνων αποφοίτων των πανεπιστημίων του εξωτερικού εστιάζοντας στην κοινωνική ανταλλακτική αξία των πτυχίων και τη σχέση του με τις κοινωνικές ανισότητες.

Τέλος, επιχειρεί μια συνθετική ματιά στις τροχιές των αποφοίτων στον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο εξηγώντας τις διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στην Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η προσήλωση του συγγραφέα στη συγκριτική ανάλυση της κατάστασης στην Ελλάδα παράλληλα με αυτήν που υφίσταται σε άλλες βιομηχανικές κοινωνίες (κυρίως τη Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ), του επιτρέπει να υπερβεί τις κοινοτοπίες περί «ελληνικής ιδιαιτερότητας».

Ο Κυπριανός αναμετριέται θεωρητικά και με εντυπωσιακή άνεση με μια πληθώρα θεμάτων που ξεπερνούν τη θεματολογία της ιστορίας των εκπαιδευτικών θεσμών.

Η διεισδυτική και κριτική του ματιά, η οικονομία της ανάλυσης και η έμφαση στη μακρά διάρκεια προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα κατανόησης των πολλαπλών σχέσεων ανάμεσα στο πολιτικό συγκείμενο, τις κοινωνικές ανακατατάξεις, την εξέλιξη του πανεπιστημιακού θεσμού και τις πορείες των πτυχιούχων.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Σνυτακτών" στις 14/1/2017.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση