Πέμπτη, 18 Απρίλιος 2024

Το υπόδειγμα καταπίνει την οικονομία

Αμνησία για το παρελθόν, δυστοκία για το παρόν, δυστοπία για το μέλλον. Το υπόδειγμα της «ενάρετης οικονομίας», με τις ενδογενείς αντιφάσεις του και με αντιστροφές της αιτιότητας (τι έφταιξε, τι φταίει, πώς φτάσαμε ώς εδώ;), καταλήγει πάντοτε μοιραία στην αυτοϋπονόμευσή του∙ στον κοινωνικό κατακερματισμό.

Και, φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται παρόμοιος κάματος υποβάθμισης της πραγματικότητας στο όνομα κάποιας άλλης που δεν υπάρχει παρά μόνο στη φαντασία των εμπνευστών της. Αυτά για το ΔΝΤ, για τον Σόιμπλε, αυτά για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, αυτά για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τα επιτελεία.

Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Βεργόπουλου «Η νέα παγκόσμια αναταραχή» (Gutenberg, 2017), καταλαβαίνει κάποιος πως ό,τι μας συμβαίνει έχει μια ιστορία που -αν ιδωθεί στις πολλές διαστάσεις της (εθνικές, ευρωπαϊκές, παγκόσμιες)- υπάρχει μια πιθανότητα να ερμηνευτεί η εξάντληση της εποχής.

Αλλά κι αν η μετάβαση στη νέα εποχή δεν έχει πάρει συγκεκριμένη μορφή, «αν η σύγχυση των από πάνω τροφοδοτεί τη σύγχυση των από κάτω... γιατί είναι υποχρεωτικό να συνοδεύεται από όλεθρο και εκατόμβες για τους "αμάχους", τους πιο αδύναμους της αλυσίδας;» Κι όμως, γίνεται ακριβώς αυτό: η εποχή γεννάει τέρατα.

Ο Βεργόπουλος μιλά για τις εμμονές της Ευρώπης, για την κρατούσα γερμανική αντίληψη που αποδίδει τις απειλές και τους κινδύνους όχι στις «μεταρρυθμίσεις» που περιθωριοποιούν εκατομμύρια πληθυσμών, αλλά αντιθέτως στην καθυστέρηση της εφαρμογής τους.

Μιλά για τον αντι-ελιτισμό και τον λαϊκισμό, για την Αργεντινή, τη Βραζιλία, για τα κινήματα της Αριστεράς, αλλά και για τη χρηματιστικοποίηση των τροφίμων και την πλανητική κρίση διατροφής.

Ομως, εδώ, η ελληνική κρίση γίνεται ένα αναλυτικό παράδειγμα που δείχνει πώς συνδέονται οι οικονομικές, οι ιδεολογικές και οι πολιτισμικές αλλαγές με τα πολιτικά γεγονότα και πώς ένα κατ' εξοχήν εθνικό ζήτημα εμπλέκεται με τις ετερογονίες των διεθνών εξελίξεων.

Και τα ενδιαφέροντα: Κατά την επίμαχη τελευταία επταετία, σύμφωνα με τα στοιχεία του Βεργόπουλου, η Ελλάδα κατέγραψε σωρευτική απώλεια εθνικού εισοδήματος 31%, ενώ αντιθέτως η Ιρλανδία αύξησε το εθνικό της εισόδημα κατά 31%, η Ισπανία κατά 3,8%, η Πορτογαλία κατά 3,4% και η Κύπρος έχει ήδη σταθεροποιήσει το δικό της.

Κι ακόμη, κατά την τελευταία τριετία, 2014-2016, ενώ η Ελλάδα καταγράφει συρρίκνωση του εθνικού της εισοδήματος κατά 2,4%, η Ισπανία σημειώνει συνολική αύξηση κατά 8,3%, η Πορτογαλία κατά 10,6%, η Ιρλανδία κατά 25,6%, η Κύπρος έχει ήδη εισέλθει σε θετικούς ρυθμούς, ενώ η Ιταλία κινείται στο όριο της στασιμότητας.

Γιατί άραγε η χώρα μας παραμένει σε κατάσταση σοκ, ενώ οι άλλες ομόλογες χώρες φαίνεται να το έχουν ξεπεράσει; Γιατί στην Ελλάδα, κατά την επίμαχη επταετία, οι μισθοί και συντάξεις περικόπηκαν κατά 50%, ενώ αυτό δεν συνέβη σε καμιά από τις ομοιοπαθείς χώρες;

Οι βίαιες περικοπές εισοδημάτων και η υπερφορολόγηση στάθηκαν οι κύριες αιτίες για την κατάρρευση όχι μόνον της εσωτερικής αγοράς, αλλά και των τραπεζικών καταθέσεων, εφόσον οι φορολογούμενοι αναπληρώνουν τις απώλειες εισοδήματος αντλώντας αποταμιεύσεις.

Για τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία η ευθύνη προσάπτεται στους αρχιτέκτονες της ελληνικής συνταγής και, όχι λιγότερο, στις ελληνικές κυβερνήσεις της επταετίας, που όχι μόνο δεν ανέδειξαν επαρκώς τις καταστροφικές συνέπειές της, αλλά και σπεύδουν μέχρι σήμερα να διαβεβαιώνουν ότι με την υποδειγματική και σχολαστική τήρησή της, με ακόμη περισσότερο πλεόνασμα, ανοίγει ο δρόμος προς τις αγορές, τις επενδύσεις, την ανάπτυξη. Μακάρι.

Ομως, στις μέρες μας θυσιάζεται το μείζον. Κάποτε η ατομική αποτυχία θεωρούνταν απώλεια για το σύνολο. Σήμερα θεωρείται κέρδος, αφού έτσι υποτίθεται ότι το σύνολο απαλλάσσεται από τα παράσιτά του για να βαδίσει, οψέποτε, προς υψηλότερες επιδόσεις. Το παράδοξο είναι ότι οι «χαμένοι» και «ξοφλημένοι» επανέρχονται σήμερα στο προσκήνιο διεκδικώντας με οργή το δικαίωμα στην ύπαρξη.

Οι πρώτες δεκαετίες του 21ου θυμίζουν τις τελευταίες του 19ου αιώνα, όπως αποτυπώθηκαν στους νεκροζώντανους «Βρυκόλακες» και στον «Εχθρό του Λαού» από τον Ιψεν, στους «Δανειστές» και στη «Σονάτα των φαντασμάτων» από τον Στρίντμπεργκ, στο «Χρήμα» από τον Εμίλ Ζολά ή στο «Μπελ-Αμί» (Φιλαράκος) του Γκι ντε Μοπασάν. Τότε, η υπερχρέωση και η αρπακτικότητα των πιστωτών προοικονομούσαν την ποιότητα των κοινωνιών και ό,τι ακολούθησε το 1914-1918 και μετά.

Τελικά, υπάρχει «ενάρετη οικονομία» χωρίς κυβερνητικές αρετές και δίχως δίκαιη κατανομή εισοδημάτων; Αυτά ρωτάει, αυτά υπερασπίζεται ο Κώστας Βεργόπουλος για το σήμερα και το αύριο.

Και επειδή ο λόγος για τον Βεργόπουλο, εκτός από τις όποιες επισημάνσεις σχετικά με το θέμα του, οφείλω και μία τελευταία: δεν είναι το θέμα που δίνει αξία στη σκέψη και στο επιχείρημα, αλλά η ειλικρίνεια, η καθαρότητα και η αλήθεια που κομίζει στα δημόσια.

«Σε όλες τις ιστορικές περιπτώσεις, η εμμονή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έναντι οποιουδήποτε τιμήματος κατέληξε στην αποσάθρωση των ελάχιστων αναγκαίων προϋποθέσεων για την εσωτερική οικονομική και κοινωνική σταθερότητα».

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 27/4/2017.

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση