Saturday, 14 December 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις ύψους 12 δισ. ετησίως

«Η αύξηση των επενδύσεων από το (πτωτικό) 13% του ΑΕΠ στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 20% συνιστά παράγοντα - κλειδί για την έξοδο από την κρίση και για πραγματική ανάπτυξη», εκτιμά ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος, από το βήμα διαλόγου του naftemporiki.gr για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Γάτσιος υπογραμμίζει ότι αυτή η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων ισοδυναμεί με επενδύσεις ύψους 12 δισ. ευρώ ετησίως, που κατά τη γνώμη του μπορούν να ωθήσουν την οικονομία προς τα πάνω. Προσθέτει δε πως η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων είναι εφικτή, ιδιαίτερα αν συνεπικουρείται από τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ. Σύμφωνα με τον πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι τομείς οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, μπορούν και είναι αναγκαίο να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια, εγχώρια και ξένα, καθώς και δημόσιες επενδύσεις είναι τρεις: οι υποδομές, ο τουρισμός και η ενέργεια.
Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι επιλογές σήμερα με στόχο ένα βιώσιμο ελληνικό δημόσιο χρέος;
Γίνεται πολλή συζήτηση για το κατά πόσο ένα γενναίο κούρεμα, όπως προτείνει το ΔΝΤ, ή μια επιμήκυνση του χρέους με ταυτόχρονη μείωση των επιτοκίων δανεισμού, όπως προτείνεται από την Γερμανία, είναι η καταλληλότερη μέθοδος για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Από ένα σημείο και μετά, η συζήτηση αυτή έχει μόνο «ακαδημαϊκό» ενδιαφέρον. Ας πούμε ότι προσωπικά πιστεύω ότι η πρώτη μέθοδος είναι προτιμητέα. Και λοιπόν; Τελικά, εκείνο που έχει σημασία είναι αν οι δανειστές μας θα είναι διατεθειμένοι να την ακολουθήσουν. Και απ' ό,τι φαίνεται δεν είναι.
Το δεύτερο Μνημόνιο αφιερώνει μόνο τρεις γραμμές στην ανάγκη για μείωση τιμών, μέσω μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Καταστροφική η λογική ότι τα έσοδα πρέπει να προσαρμόζονται στα δεδομένα έξοδα και όχι το αντίστροφο.
Χωρίς τη δημοσιονομική προσαρμογή η κατάρρευση της οικονομίας θα ήταν ακαριαία.
Η διαπραγματευτική μας δύναμη θα δυναμώνει μόνο αν θα δυναμώνει η παραγωγική μας ικανότητα.
Η έγνοια, ένθεν κακείθεν, του πολιτικού τόξου που φιλοδοξεί να κυβερνά μετά τη νέα συμφωνία είναι η σύμβαση να μην ονομαστεί «Μνημόνιο» όταν θα είναι αυτοί «στα πράγματα».
Πολύ φοβάμαι ότι οι συζητήσεις με την τρόικα θα ολοκληρωθούν στο Eurogroup του Απριλίου, στην καλύτερη περίπτωση.
Η οδική Εγνατία χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωσή της απ' ό,τι χρειάστηκε ο Υπερσιβηρικός.
Για να αποκτήσουμε μια επαφή με την πραγματικότητα, ας παρατηρήσουμε ότι βρισκόμαστε αυτόν τον καιρό σε μια ατέρμονη διαδικασία συζητήσεων με την τρόικα για την εκταμίευση χρηματοδοτήσεων που θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί από τον περασμένο Δεκέμβρη. Και πολύ φοβάμαι ότι η διαδικασία αυτή δεν θα ολοκληρωθεί, όπως διαφαίνεται, στο Eurogroup του Μαρτίου, αλλά σε αυτό του Απριλίου, στην καλύτερη περίπτωση. Η επίκληση από ελληνικής πλευράς της ύπαρξης πρωτογενούς πλεονάσματος, σε συνδυασμό με την επίκληση της σχετικής απόφασης του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012 αναφορικά με δανειακές διευκολύνσεις προς την Ελλάδα, δεν φαίνεται να βοήθησε στην επιτάχυνση της διαδικασίας. Αλλά, όπως προανέφερα, εκείνη η απόφαση δεν έθετε ως προϋπόθεση μόνο την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά και «...την πλήρη εφαρμογή όλων των όρων που περιέχονται στο Μνημόνιο...». Παρατηρήστε, επίσης, ότι, κατ' ουσία, αυτήν την περίοδο βρισκόμαστε σε συζητήσεις για την σύναψη νέας δανειακής σύμβασης, μετά τον Μάιο, ώστε να μπορέσουμε να συντάξουμε τον Προϋπολογισμό τού 2015. Και η έγνοια, ένθεν κακείθεν του πολιτικού τόξου που φιλοδοξούν τότε να κυβερνούν ή να κυβερνήσουν, είναι η νέα σύμβαση να μην ονομαστεί «Μνημόνιο», όταν είναι αυτοί «στα πράγματα», αλλά κάπως αλλιώς. Ας πούμε, «Σύμφωνο για την Ανάπτυξη», ή κάτι τέτοιο. Ακούγεται «φτηνό», και είναι. Δυστυχώς, όμως, είναι η πραγματικότητα.
Όλα αυτά καταδεικνύουν το πραγματικό, όχι φαντασιακό, μέγεθος της διαπραγματευτικής μας δύναμης. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή θα δυναμώνει, μόνο στο βαθμό και στο μέτρο που δυναμώνει η παραγωγική μας ικανότητα, ιδιαίτερα στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων». Παραγωγική ανασυγκρότηση και εξαγωγές είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε μπροστά μας και ο μόνος τρόπος για μια υγιή ανάπτυξη. Αν τον ακολουθήσουμε με συνέπεια και αποφασιστικότητα, θα μπορούμε ταυτόχρονα να θέτουμε με πειστικότητα αιτήματα για τρόπους ελάφρυνσης του χρέους. Εκεί πρέπει να είναι η εστίαση των προσπαθειών μας, αντί στην κατασκευή σχετικών «σεναρίων».
Είναι η βιωσιμότητα των υφιστάμενων γραμμών παραγωγής και η δημιουργία νέων δίπλα από τις υπάρχουσες που μπορούν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Όχι το αντίστροφο. Πρέπει να ασχοληθούμε με ουσιαστικό τρόπο και με τον παρονομαστή τού κλάσματος του χρέους.
Όπως γνωρίσαμε έως σήμερα το ελληνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, τι αφήνει πίσω του;
Όταν ξεκινούσε το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, τα Μνημόνια, η Ελλάδα ήταν στο χείλος τού γκρεμού, εάν δεν αιωρείτο ήδη στο κενό. Κανένας δεν μπορεί να έχει στα σοβαρά αντίρρηση για την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Όμως, το σταθεροποιητικό πρόγραμμα ήταν και είναι απλά μια απόπειρα διάσωσης από μια, καταστροφική για τη χώρα και κοινωνία μας, άτακτη χρεοκοπία. Το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι εγγυημένο, ιδιαίτερα στις συνθήκες που χαρακτήριζαν την οικονομία μας, και σε κάθε περίπτωση εξαρτιόταν και εξαρτάται κυρίως από την συμπεριφορά του σωζόμενου. Βέβαια, όσο επιτυχώς και αν εφαρμοζόταν, δεν θα μπορούσε να είναι ανώδυνο, αφού αποσκοπούσε στο να «προσγειώσει» την οικονομία σε ένα χαμηλότερο επίπεδο μακροχρόνιας, ευσταθούς ισορροπία, από εκείνο που την είχε οδηγήσει η τρελή κούρσα υπερκατανάλωσης και η «φούσκα» που αυτή είχε δημιουργήσει. Εάν η ελληνική οικονομία, παρότι ασθμαίνουσα και συρρικνούμενη, καταφέρνει να επιβιώνει και να ελπίζει σε μια έξοδο από την κρίση, τούτο οφείλεται στη δημοσιονομική προσαρμογή. Γιατί εάν, αντίθετα με ό,τι συνέβη τα προηγούμενα χρόνια, κυριαρχούσε η άποψη ότι ο δρόμος για την καταπολέμηση της επερχόμενης πτώχευσης περνούσε μέσα από τη δημιουργία ακόμη περισσοτέρων ελλειμμάτων, η κατάρρευση της οικονομίας θα ήταν ακαριαία.
Τώρα, εάν το ερώτημα είναι το κατά πόσο το σταθεροποιητικό πρόγραμμα, τόσο στη διάσταση της δημοσιονομικής προσαρμογής όσο και σε εκείνη της ανταγωνιστικής προσαρμογής, υλοποιήθηκε με τον αποτελεσματικότερο, παραγωγικότερο και δικαιότερο τρόπο, τότε θα σας απαντούσα αρνητικά. Συγκεκριμένα, νομίζω πως τρία είναι τα σημεία μιας ουσιαστικής κριτικής. Και τα τρία βαρύνουν, κατά κύριο λόγο, την ελληνική πλευρά, ως αρμοδίας για τα του οίκου μας. Το πρώτο είναι ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην αναγνώριση του μείζονος προβλήματος της ανταγωνιστικότητας, μόλις το 2012 με το δεύτερο Μνημόνιο. Η συζήτηση που οδήγησε στο πρώτο Μνημόνιο αφορούσε μόνο το δημοσιονομικό πρόβλημα, όταν επιτέλους η ύπαρξή του αναγνωρίστηκε στα τέλη τού 2009.
Δεύτερο, η υλοποίηση της δημοσιονομικής προσαρμογής ακολούθησε τη γνωστή καταστροφική λογική ότι είναι τα έσοδα που πρέπει να προσαρμόζονται στα δεδομένα έξοδα και όχι το αντίστροφο, τα έξοδα στα δεδομένα έσοδα. Σημειώνω, ότι το ECOFIN, πριν τις εκλογές τού 2009, συνιστούσε στην Ελλάδα να προχωρήσει σε μια δημοσιονομική προσαρμογή κυρίως προς την κατεύθυνση μείωσης των δαπανών και με τη λήψη μέτρων «διαρκούς απόδοσης» και όχι «μιας χρήσης». Όμως η Ελλάδα, και πριν και μετά τις εκλογές, κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, υιοθετώντας μέτρα «μιας χρήσης» από τη μεριά των εσόδων, με την επιβολή αλλεπάλληλων μέτρων έκτακτης φορολογίας, άμεσης και έμμεσης, πάνω στα συνήθη φορολογικά υποζύγια καθώς και με οριζόντιες και εύκολες περικοπές δαπανών, όπως στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Η ανομολόγητη επιδίωξη κατά την εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου το 2010, ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή να πραγματοποιηθεί χωρίς να θιγούν τα «ιερά και όσια» της κομματοκρατίας, να προστατευθούν οι κομματικοί στρατοί στις ΔΕΚΟ και το ευρύτερο Δημόσιο με τους δεκάδες άχρηστους οργανισμούς, η διοίκηση των οποίων εξακολουθεί να προσφέρεται από το κόμμα-κάτοχο του κράτους στους αποτυχημένους πολιτευτές του.
Όσο δε αφορά το μείζον πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, όταν το δεύτερο Μνημόνιο επιτέλους το ανακάλυψε το 2012, η επίλυσή του μέσω της αναγκαίας και αναπόφευκτης «εσωτερικής υποτίμησης» υπήρξε ημιτελής και προκλητικά μονομερής. Η «εσωτερική υποτίμηση» για να είναι επιτυχής οφείλει να περιλαμβάνει όλους τους συντελεστές κόστους (εργατικό κόστος, κόστος λοιπών συντελεστών παραγωγής) και τους συντελεστές τιμών. Όμως, εν προκειμένω, υποτιμήθηκε και υποτιμάται μόνο η μισθωτή εργασία, ενώ το ίδιο δεν ισχύει για τους υπόλοιπους συντελεστές παραγωγής, ούτε για τις τιμές παραγωγού και καταναλωτή. Αξίζει να αναφερθεί, ότι το δεύτερο Μνημόνιο αφιερώνει μόνο τρεις γραμμές στην ανάγκη για μείωση τιμών, μέσω μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Μία από τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας είναι ότι δεν αξιοποίησε αποτελεσματικά και με προοπτική τα αναπτυξιακά κονδύλια της ΕΕ. Τι χρειάζεται από εδώ και στο εξής για να επιτύχει η Ελλάδα τη μέγιστη δυνατή προστιθέμενη αξία των ευρωπαϊκών επενδύσεων;
Ο όρος «παθογένειες» που χρησιμοποιείτε, παραπέμπει ξανά στο προαναφερθέν άρθρο μου με τον Δημήτρη Ιωάννου. Δυστυχώς, η χρήση των κονδυλίων αυτών στην πρώτη περίοδο συμμετοχής μας στην ΕΕ ήταν αντίστοιχη με αυτήν του καθεστώτος χαμηλών επιτοκίων δανεισμού της περιόδου συμμετοχής μας στην ευρωζώνη. Χρησιμοποιήθηκαν πρωτίστως για να χρηματοδοτήσουν μια πλαστή ευημερία στα πλαίσια μιας παρασιτικής οικονομίας. Το πέρασμα από μια μετεμφυλιακή οικονομία, όπου μια κοινωνική πλειοψηφία δημιουργούσε το πλεόνασμα το οποίο, υπό μορφή προσόδου, διοχετευόταν σε μια ελεγχόμενου μεγέθους ομάδα κυρίαρχων στρωμάτων, σε μια μεταπολιτευτική οικονομία, όπου το δικαίωμα στην πρόσοδο κατέστη σχεδόν πάνδημο, ασχέτως παραγωγικής συνεισφοράς, οδήγησε σε μια τερατογένεση. Καθώς η ισχνή παραγωγική του βάση δεν αρκούσε για να το συντηρήσει, το παράδοξο ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό μόρφωμα έπρεπε να αναζητήσει από αλλού την τροφοδοσία του με το απαραίτητο καταναλωτικό πλεόνασμα. Προς την κατεύθυνση αυτή χρησιμοποιήθηκαν και οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, συμβάλλοντας σε μια επίπλαστη ευημερία και ενισχύοντας το ιδεολόγημα ότι η συμμετοχή μας στην Ευρώπη αρκούσε από μόνη της για τη λύση των όποιων προβλημάτων μας. Μια καταστροφική ελαφρότητα.
Έτσι, η οδική Εγνατία χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωσή της απ' ό,τι χρειάστηκε ο Υπερσιβηρικός, ενώ η ηλεκτροσιδηροδρομική Εγνατία έμεινε στα αζήτητα, το κομμάτι Πάτρα-Αθήνα της ΠΑΘΕ ακόμη κατασκευάζεται, ο δυτικός άξονας εκφυλίστηκε σε παρακάμψεις Άρτας και Αγρινίου, τα μεγάλα λιμάνια της χώρας έμειναν ως είχαν. Για να περιορισθώ μόνο σε μερικά από τα έργα υποδομής που έχει ανάγκη η χώρα.
Σήμερα, η αύξηση των επενδύσεων από το 13% του ΑΕΠ στο οποίο βρίσκονται και, μάλιστα, με τάση πτωτική, στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 20% συνιστά παράγοντα-κλειδί για την έξοδο από την κρίση και για πραγματική ανάπτυξη. Η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων ισοδυναμεί με επενδύσεις ύψους 12 δισ. ευρώ ετησίως, που μπορούν να ωθήσουν την οικονομία προς τα πάνω. Η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων είναι εφικτή, ιδιαίτερα αν συνεπικουρείται από τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και των Διαρθρωτικών Ταμείων τής ΕΕ. Οι τομείς οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, μπορούν και είναι αναγκαίο να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια, εγχώρια και ξένα, καθώς και δημόσιες επενδύσεις είναι τρεις: οι υποδομές, ο τουρισμός και η ενέργεια.
Η αναβάθμιση και ο εκμοντερισμός τού σιδηροδρομικού δικτύου και των δικτύων λιμένων τής χώρας είναι εκ των ων ουκ άνευ, εάν πρόκειται η Ελλάδας να χρησιμοποιήσει πράγματι το πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης και να υποστηρίξει μια εξωστρεφή, ανταγωνιστική οικονομία. Ο τουρισμός, με αναβαθμισμένες υποδομές και υπηρεσίες, μπορεί να πρωταγωνιστήσει στη δημιουργία μιας νέας εικόνας για την Ελλάδα που, με τα αρχαιολογικά της μνημεία, τη φύση και τους ανθρώπους της, είναι ένα μέρος που όλοι θέλουν να επισκεφτούν. Η αναπτυξιακή γραμμή τουρισμού-πολιτισμού-κρουαζιέρας-αγροδιατροφής μπορεί να γίνει μοναδική και να «πουλάει» δώδεκα μήνες το χρόνο. Ο τομέας της ενέργειας, τέλος, μπορεί να λειτουργήσει ως στρατηγική εισροή σε μια νέα ανταγωνιστική ελληνική οικονομία, συνδέοντάς την με ένα νέο κύμα ανάπτυξης παγκόσμια. Η Ελλάδα μπορεί, επιπλέον, να συνεισφέρει ως μέρος μιας αλυσίδας ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας. Αν και το φυσικό αέριο και οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας είναι οι νέοι πρωταγωνιστές, επ' ουδενί δεν πρέπει να αγνοούμε τα πολύ πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη που διαθέτει η χώρα και τον υδάτινο πλούτο της. Ωστόσο, είναι πολύ λανθασμένη, κατά τη γνώμη μου, η άποψη ότι η οικονομία μας μπορεί ή πρέπει να γίνει μια οικονομία βασισμένη στο πετρέλαιο. Θα πρέπει να καβαλήσουμε το επόμενο κύμα ανάπτυξης που ογκούται, όχι αυτό που φθίνει. Το Αιγαίο αρχιπέλαγος και το Ιόνιο έχουν πολύ περισσότερο πλούτο να δώσουν απ' αυτό του πετρελαίου.
Κάποιες επενδύσεις μπορούν να προέλθουν και από το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Όχι μέσα από αποκρατικοποιήσεις που θα μπορούσαμε να τις αποκαλέσουμε «της πυρκαγιάς» ("fire sales"), αλλά μέσα από ένα συνεκτικό πρόγραμμα που δουλεύει για την οικονομία και όχι για τους συμβούλους αποκρατικοποιήσεων. Είναι καθοριστικό ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να αναπτύσσεται παράλληλα με τη διαδικασία δημιουργίας συνθηκών ανοίγματος του ανταγωνισμού, συνθηκών που απουσιάζουν και που είναι υπεύθυνες, σε μεγάλο βαθμό, για το γεγονός ότι η «εσωτερική υποτίμηση» την οποία βιώνουμε αφορά κυρίως τους μισθούς και όχι τις τιμές.

Βασικές προϋποθέσεις για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων είναι, πρώτο, ένα σταθερό και απλό σύστημα φορολογικών κανόνων και, δεύτερο, απλοποίηση και ταχύτητα στις διαδικασίες αδειοδότησης. Όμως, με ένα φορολογικό σύστημα «κουρελού» από τις εκατοντάδες ρυθμίσεις που εισάγονται ανά μήνα και με μια απίστευτη γραφειοκρατία που γεννά και ενισχύει τη διαφθορά, είναι δύσκολο να δούμε να έρχονται επενδύσεις. Θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά το ότι στην Έκθεση του World Economic Forum για το 2013 η Ελλάδα καταλαμβάνει, ως προς το επενδυτικό περιβάλλον, την 142η θέση μεταξύ 148 χωρών. Όπως, επίσης, το ότι από τα περίπου 1 τρισ. δολάρια ξένων άμεσων επενδύσεων που διατέθηκαν ανά τον κόσμο το 2013, το μερίδιο της χώρας μας ήταν μηδενικό, όταν η Ιρλανδία εξασφάλισε για τον εαυτό της 46 δισ. δολάρια και η Ισπανία 37 δισ. δολάρια.

Δημοσιεύτηκε στην naftemporiki.gr στις 14/3

Αλλαγές στο πολιτικό σύστημα τώρα

Τα θλιβερά χθεσινά γεγονότα με πρωταγωνιστή τον κ. Μπαλτάκο δεν επιτρέπεται να τελειώσουν με μια παραίτηση. Ο αποπεμφθείς ήταν γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου και στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού.
Απαιτείται ένα εντελώς καινούργιο πλαίσιο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, ώστε στο μέλλον ν΄ αποτραπούν φαινόμενα υπέρβασης εξουσίας, παρασκηνιακών επεμβάσεων και πολιτικής διαφθοράς- στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό.
Κατά τη γνώμη μου επιβάλλεται η κυβέρνηση να καταθέσει σχέδιο αλλαγής του Συντάγματος, ήδη πριν τις ευρωεκλογές. Η κοινοβουλευτική Κεντροαριστερά, εντός και εκτός της κυβέρνησης, πρέπει να πάρει άμεσες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή. Ο κύριος στόχος της αναθεώρησης πρέπει να είναι η πλήρης ανεξαρτησία της δικαιοσύνης από την πολιτική εξουσία- αλλά όχι μόνο αυτό.
Μεταξύ άλλων, στις προτάσεις της αναθεώρησης πρέπει να συμπεριληφθούν τα εξής:
-Η εκλογή των ανώτατων δικαστικών να γίνεται από σώμα που να υπερβαίνει την κυβέρνηση, αντί για το σημερινό διορισμό τους από τον υπουργό Δικαιοσύνης και το υπουργικό συμβούλιο
-Ο πλήρης και πραγματικός διαχωρισμός νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας
- Η θέσπιση του ασυμβίβαστου μεταξύ των ιδιοτήτων του βουλευτή και του υπουργού
- Η ενίσχυση του ρόλου και η πλήρης ανεξαρτησία των Ανεξάρτητων Ρυθμιστικών Αρχών
- Η κατοχύρωση της αποπολιτικοποίησης και η επιβολή της αξιοκρατίας στη Δημόσια Διοίκηση
- Η θέσπιση χρονικών ορίων για τη θητεία του πρωθυπουργού, του υπουργού και του περιφερειάρχη
- Θεσμοί που θα εξασφαλίζουν τον εκδημοκρατισμό των πολιτικών κομμάτων
- Σταθερό εκλογικό σύστημα, που θα περάσει στο Σύνταγμα και δεν θα μπορεί ν΄ αλλάξει παρά μόνο με πλειοψηφία 4/5 της Βουλής
- Η ενίσχυση του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας
- Αναθεώρηση των διατάξεων της αποσβεστικής προθεσμίας περί ποινικής ευθύνης υπουργών, που σήμερα είναι υπερβολικά «φιλικές» προς όσους ασκούν δημόσια εξουσία
- Μέτρα ενίσχυσης του ρόλου της Βουλής ως προς κυβέρνηση
- Η δυνατότητα φορολόγησης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από το κεντρικό κράτος
- Η πλήρης ανεξαρτησία των δημόσιων ΜΜΕ από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Χρόνος για χάσιμο δεν υπάρχει. Αυτά πρέπει να συζητηθούν τώρα, όχι αύριο, γιατί όσα συμβαίνουν μόνο καλός οιωνός δεν μπορεί να είναι για το μέλλον της δημοκρατίας μας.

Σκάκι σε τρισδιάστατη σκακιέρα

Το πολιτικό παιχνίδι στην Ελλάδα όλοι παριστάνουν πως είναι σκάκι - με μεγάλους παίκτες, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου ή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης να λειτουργούν με βάση την διαίσθηση. με σημαντικότερους ως προς το αποτέλεσμα, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ή ο Κώστας Σημίτης να κινούνται με βάση κανόνες - όμως τα τελευταία (πολλά) χρόνια παίζεται πολύ περισσότερο σαν τάβλι. Με πολύ-πολύ λιγότερη στρατηγική, με πολύ-πολύ περισσότερο θόρυβο.
Τώρα, όμως, το παιχνίδι πάει να απογειωθεί. Να γίνει σκάκι σε τρισδιάστατη σκακιέρα, να μην πω και με συνεχή εναλλαγή στα πιόνια. Εξηγούμαστε:
Μετά το - λησμονημένο - success story που είχε χτιστεί το περασμένο φθινόπωρο, το οποίο μαράθηκε με την τραβηγμένη πάνω από 6μηνο διαπραγμάτευση με την Τρόικα και με τα διαδοχικά σκωτσέζικα ντους, μια παγωμένο/μια ζεματιστό, από τους "εταίρους" της Ελλάδας, τώρα η Κυβέρνηση Σαμαρά/Στουρνάρα σημείωσε μια πολιτική, ή μάλλον μια διπλωματική επιτυχία. Το βασικό στοιχείο της δεν ήταν το διαβόητο Πρωτογενές Πλεόνασμα των 2,9 δισ ευρώ/τετραπλάσιο του προϋπολογισμένου, το οποίο μπορεί μεν να μην έχει πιστοποιηθεί από την Eurostat, όμως (αφού το δέχθηκε ως βάση υπολογισμού η Τρόικα...) ήδη "λειτουργεί". Ούτε καν ως βασικό στοιχείο προσέρχεται το "κοινωνικό μέρισμα" των κατά μέσο όρο 500 ευρώ κατά κεφαλήν σε χαμηλοσυνταξιούχους, ενστόλους και αστέγους - περίεργη ομαδοποίηση: 900.000 οι πρώτοι, κάπου το ένα δέκατο οι δεύτεροι, δυσπροσδιόριστοι οι τρίτοι: πελατεία ΝΔ οι δεύτεροι, ελπιζόμενοι πελατεία ΠΑΣΟΚ οι τρίτοι, "πλήθος μέγα" οι πρώτοι.... - το οποίο έγινε δεκτό ότι θα ζεστάνει τις τσέπες των ανθρώπων, προεκλογικά. Αν μάλιστα δεν σταθεί κανείς στην ρηχή προεκλογική προσπάθεια εξαγοράς ψήφου - κάπου 1.000.000 οικογενειών, βέβαια επαναλαμβάνουμε... - αλλά το δει γενικότερα, η αίσθηση ότι "βγάλαμε λεφτά απο δικά μας/απο δική μας προσπάθεια και αυτά μοιράζουμε", έχει μια αίσθηση ξεπεράσματος του τέλματος.
Όχι. Το βασικό στοιχείο της διπλωματικής επιτυχίας ήταν ότι η Τρόικα, στο τελευταίο της πέρασμα "του έως τώρα Μνημονίου" από την Ελλάδα, συμφώνησε/αποδέχθηκε να φύγει προς τα πίσω - δηλαδή... μετεκλογικά - ο χρόνος για τα δυσάρεστα: με 3μηνη αναβολή θα έχουν εφαρμογή κάποια μέτρα του toolkit/εργαλειοθήκης ΟΟΣΑ όπως στον χώρο των φαρμάκων. με 6μηνη δοκιμαστική περίοδο θα ελεγχθεί η πειστικότητα της μεθόδου "στρουθοκάμηλος με το κεφάλι στην άμμο" των ομαδικών απολύσεων. ενώ για το τέλος του χρόνου πάει, τελικώς, η υπόθεση της οριστικής (;) διευθέτησης της τραπεζικής αβεβαιότητας.

Η Πρωταπριλιά βρίσκεται ήδη
εντελώς δίπλα μας
Μια τετοια αποδοχή της συνολικής αναβολής, ήρθε να χρωματίσει ζωηρά όχι πλέον ένα success story αλλά την αντίληψη ότι "τα πράγματα βρίσκονται υπό έλεγχο" για την Ελλάδα. Στο εξωτερικό σκέλος, έρχεται να κουμπώσει με την αίσθηση ότι η επανεξέταση του Ελληνικού χρέους πλησιάζει (εδώ, το Πρωταπριλάτικο άτυπο Eurogroup βρίσκεται κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής, μετά και το EuroSummit της 20/21 Μαρτίου όπου "εκφράσθηκε ικανοποίηση για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με την Τρόικα"). Αυτό βοήθησε τον Αντ. Σαμαρά να θεωρήσει ότι "οι Έλληνες γυρνούν σελίδα" , αλλά και να θεωρήσει "άδικο και στενάχωρο" να υπάρχουν παραφωνίες (όπως με τις αναταράξεις για το γάλα....).
"Έπεσε θετικά" και η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων - στο EcoFin υπό Προεδρία Γιάννη Στουρνάρα... - για τον Ενιαίο Μηχανισμό Εκκαθάρισης /SRM της υποτιθέμενης Τραπεζικής Ένωσης, που ναι μεν αποτελεί ακραία υποκρισία (θα συγκεντρώσει... 55 δις σε 10ετή ορίζοντα, όταν τα stress tests του τέλους 2014 απειλούν τις Ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες με τρύπα 1 τρις ευρώ, όταν η ανακεφαλαιοποίηση των Ελληνικών και μόνο τραπεζών, δέσμευσε 50 δις!) όμως χαιρετίσθηκε ως επιτυχία, άρα... είναι Ευρωεπιτυχία. Άμα τελικά έχουμε και ήχους θετικούς από Γκ. Σώϋμπλε και Άνγκελα Μέρκελ (ιδίως όσο μένει "ζεστή" η προοπτική παρουσίας της στην Αθήνα προεκλογικά), όλα αυτά γαληνεύουν την ψυχή των κυβερνητικών.
Στο εσωτερικό, τώρα, σκέλος επιχειρείται η βαθύτερη παλαιοκομματική προσέγγιση της διανομής του "κοινωνικού μερίσματος" να συνδυαστεί με την αντίληψη ότι κάτι θα λειώσει από τους πάγους της αγοράς (το 1 δις πρόσθετων εξοφλήσεων προς ιδιώτες που απέσπασε η Τρόικα από το Πρωτογενές "μας" δεν καταγράφηκε όσο θετικά θάξιζε...), αλλά και ότι η διαβόητη πορεία προς έξοδο της Ελλάδας στις αγορές υποστασιοποιήθηκε ήδη με την πετυχημένη έκδοση ομολόγων με κουπόνι 5% απο την Πειραιώς και τις θετικές προοπτικές για τις ΑΜΚ Alpha και Πειραιώς (Αρκεί αυτό για να φύγει η σκιά απο την συνολική διστακτικότητα στις τράπεζες; Ιδίως στην υπόθεση Eurobank; Δεν αρκεί - αλλά... πάλι κάτι είναι).
Ήρθε και η ρυθμιστική/προτρεπτική κίνηση της Τράπεζας της Ελλάδος , ο Κώδικας Δεοντολογίας για την προσέγγιση των "κόκκινων δανείων", που υπόσχεται σταδιακό ξεπάγωμα της αγοράς. Αν - μεγάλο ΑΝ - οι τράπεζες κινηθούν, άμεσα και θετικά, ίσως αυτή είναι η πιο σημαντική εξέλιξη των ημερών.
Όμως, μια τέτοια συνολική προσέγγιση που επικίνδυνα συμβολοποιείται με την πορεία προς την Πρωταπριλιά - 8 βδομάδες πριν απο τις διπλές κάλπες του τέλους Μαΐου - δεν κινείται μόνο σ' ένα φόντο παικτών του Ελληνικού πολιτικού σκηνικού που αλλάζουν, βλέπει και τις διεθνείς/Ευρωπαϊκές συνθήκες να μετακινούνται.
Στα δικά μας πρώτα: η κατάρρευση πολιτικών χώρων όπως του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ ή των ΑνΕλλήνων οριστικοποιεί μιαν εικόνα πολυδιάσπασης. Το εγχείρημα των "58" που επιχειρήθηκε να φέρει νέα πνοή ούτως ή άλλως αποτελεί παρελθόν, με τίποτε πάντως δεν δημιούργησε κάτι σαν Κεντροαριστερά! Η σύμπηξη της "Ελιάς" ενδεχομένως κάτι να προσέθεσε δημοσκοπικά στο συνεχώς υποβαθμιζόμενο ΠΑΣΟΚ - όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έφερε ο,τιδήποτε νέο. Προστέθηκε η επιτάχυνση του ρου τού "Ποταμιού" του Σταύρου Θεοδωράκη, που με λίγο αριστερόστροφο στίγμα, όμως σαφώς κάνει Ευρωπαϊκή επιλογή - και κατόρθωσε να μετρηθεί διψήφιο. Στα δεξιά του φάσματος, η Χρυσή Αυγή μπορεί να μετρήθηκε σε ανακοπή της ανοδικής της πορείας, πάντως δεν έχει πάψει να διεκδικεί ρόλο.
Μπροστά σ' αυτήν λοιπόν την ρευστότητα, ο Αντώνης Σαμαράς τακτικά πλέον αναφέρεται στην "Νέα Ελλάδα" που από καιρό συζητείται ως σχήμα υπέρβασης της ΝΔ και προσέλκυσης ευρύτερων στρωμάτων με "φιλοΕυρωπαϊκή" λογική. (Σύμφωνα μ' αυτήν την ανάλυση, ο ΣΥΡΙΖΑ εφόσον δεν του βγει το στοίχημα νίκης - σαφούς, ξεκάθαρης - στην 18ης/25ης Μαΐου θα βρεθεί αυτοπεριχαρακωμένος σε "περισσότερο αντιΜνημόνιο", οπότε θα ξεφύγει αντι-Ευρωπαϊκά).
Είτε με την διακινδύνευση πορείας προς εθνικές κάλπες αμέσως μετά τον Μάϊο, είτε με ευρύ ανασχηματισμό και πορεία προς Σεπτέμβριο, επιδιώκεται μια επανεκκίνηση πολιτική πάνω στην θεωρούμενη εν εξελίξει επανεκκίνηση της οικονομίας...

Η Ευρωπαϊκή αμηχανία και η συζήτηση για secular stagnation
Αν αυτή η εγχώρια πολιτική αρχιτεκτονική είναι ούτως ή άλλως εύθραυστη, η αμηχανία με την οποία η "Ευρώπη" πορεύεται προς τις κάλπες του Μαϊου είναι κι αυτή έκδηλη.
«Κάποιοι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πιστεύουν ότι δουλειά της δεν είναι να σταθεροποιεί την ευρωζώνη αλλά μόνον την Γερμανική οικονομία. Αυτό δεν είναι Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση. Είναι κάτι διαφορετικό» είναι η αποτίμηση του Martin Wolf των F.T. (στις 12 Μαρτίου) . Η "συνταγή " του είναι άμεση μετάβαση της ΕΚΤ σε ποσοτική χαλάρωση/quantitative easing, αγορά ομολόγων των κρατών-μελών σε αναλογία με την συμμετοχή τους στην Κεντρική Τράπεζα, μακροπρόθεσμος δανεισμός στις τράπεζες με δέσμευσή τους για αύξηση των πιστώσεων προς τις μικρομεσαίες ιδίως επιχειρήσεις. Ανηφορικά πράγματα...
Την ίδια όμως στιγμή πυκνώνει - και - στην Ευρώπη η συζήτηση για το ενδεχόμενο η τωρινή κριση χρέους της Ευρωζώνης να είναι ένα "επιφαινόμενο ατύχημα", απόρροια μιας βαθύτερης εξέλιξης - μακροπρόθεσμης στασιμότητας/secular stagnation - που προσκαλείται από α) έλλειψη επαρκούς ενεργού ζήτησης που οξύνεται από τη ραγδαία αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων και β) εξάντληση των αποθεμάτων τεχνολογικής και οργανωτικής παραγωγικότητας μετά απο δεκαετίες ταχύρρυθμης εξέλιξης στα ίδια πεδία.
Την συζήτηση επανέφερε στην κεντρική σκηνή ο Larry Summers τον Νοέμβριο του 2013 . Ήδη όμως ξεφεύγει απο τους οικονομολόγους. Όπως παρατηρεί ο (αντιπρόεδρος της Ένωσης Πολιτών για την Παρέμβαση) Περ. Βασιλόπουλος "Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα κράτη, τις τάξεις και τα άτομα ποτέ δεν γίνονται «γυμνά» και εν κενώ. Η άποψη αυτή περί «secular stagnation» καταστρέφει συθέμελα τη προσέγγιση του «Παιδαγωγικού Ηγεμονισμού» της Άνγκελας Μέρκελ και του σημερινού γερμανικού κατεστημένου για τα αίτια της κρίσης της Ευρωζώνης και την τιμωρητική λογική απέναντι στα απείθαρχα και τεμπέλικα κράτη του Νότου και ιδίως την Ελλάδα". Πόσος χρόνος, όμως, θα χρειαστεί για τέτοια αναδιάταξη της σκακιέρας;

Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 26/3

«Δεν μπορούμε να μιλάμε για έξοδο από την κρίση με 28% ανεργία»

«Το παραγωγικό πρόβλημα της χώρας όχι μόνο δεν έχει επιλυθεί αλλά δεν ξεκίνησε καν να επιλύεται», δηλώνει χαρακτηριστικά ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος, από το βήμα διαλόγου του naftemporiki.gr για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Γάτσιος θεωρεί ότι τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα οφείλονται κυρίως στην αδυναμία απορρόφησης τεχνολογικών, καινοτόμων παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία. Σε αυτό το πλαίσιο, επικαλείται διεθνείς πίνακες οι οποίοι εστιάζουν σε ποιοτικά χαρακτηριστικά των «διεθνώς εμπορευσίμων» των χωρών του ΟΟΣΑ. Παρατηρεί δε ότι από την αξιοσημείωτη βελτίωση ύψους 19,2 δισ. ευρώ στο εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών, τα 19 δισ. ευρώ οφείλονται σε μείωση των εξόδων για εισαγωγές και μόλις τα 0,2 δισ. ευρώ σε αύξηση των εσόδων από εξαγωγές. Ο ίδιος κάνει λόγο για «πλήρη απουσία στοιχειωδών έστω συμβολών για τον ρόλο των περιφερειών και των δήμων σε ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση».
Μια σειρά πολιτικών παραγόντων, αλλά και οικονομικών αναλυτών, εκτιμά ότι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2013 προοιωνίζεται ότι ήδη εισερχόμαστε στη «μεταμνημονιακή» περίοδο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αίσθηση σταθερότητας και ευρύτερης προοπτικής της ελληνικής οικονομίας. Ποια είναι η γνώμη σας; Πού βρισκόμαστε και προς ποια κατεύθυνση βαδίζουμε;
Κατ' αρχάς ένα σχόλιο. Η έξοδος από την πρωτοφανούς έκτασης, βάθους και εύρους κρίση την οποία διανύουμε απαιτεί να υπάρχει στους πολίτες και, επομένως, στο δημόσιο διάλογο, μια ορθή και ακριβής αντίληψη της κατάστασης χωρίς ωραιοποιήσεις, δημαγωγίες και στρουθοκαμηλισμούς. Χρειάζεται να κατανοούμε πού βρισκόμαστε, να ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε, και να είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε αυτό που είναι απαραίτητο για να φτάσουμε εκεί. Για να μπορέσουμε να πορευτούμε, το ένα πόδι το προσφέρει η αλήθεια, η ειλικρίνεια, ενώ το άλλο η αίσθηση δικαίου μεταξύ των πολιτών για τις επιλογές που γίνονται.

Δυστυχώς, όμως, ο δημόσιος διάλογος είναι «φτωχός», αναντίστοιχος με τις ανάγκες της χώρας. Καθώς τα καίρια και σημαντικά ερωτήματα δεν τίθενται, οι κατάλληλες απαντήσεις δεν δίδονται, με αποτέλεσμα οι παραλογισμοί και οι παραισθήσεις να βρίσκουν γόνιμο έδαφος. Είναι και αυτό στοιχείο της υπανάπτυξης της χώρας και της χρεοκοπίας της. Γιατί, συνήθως, της οικονομικής προηγείται η πνευματική χρεοκοπία, η χρεοκοπία ιδεών. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ διανύουμε μια προεκλογική περίοδο δημοτικών και περιφερειακών εκλογών καθώς και ευρωεκλογών, είναι πλήρης η απουσία στοιχειωδών έστω συμβολών για τον ρόλο των περιφερειών και των δήμων σε ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Όπως είναι πλήρης και η απουσία επεξεργασιών για το μέλλον της Ευρώπης και τη θέση της χώρας σε αυτό.
Η συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα, η οποία ασφαλώς και δεν είναι ανεξάρτητη από το γεγονός ότι διανύουμε προεκλογική περίοδο, ακολουθεί το πλαίσιο που περιέγραψα παραπάνω. Το κρίσιμο ερώτημα, κατά πόσο δηλαδή το πλεόνασμα που προκύπτει, στον βαθμό που προκύπτει, έχει προσωρινό και συγκυριακό χαρακτήρα εξαιτίας, για παράδειγμα, των έκτακτων μέτρων φορολόγησης και, μάλιστα, με αναδρομικό χαρακτήρα, καθώς και τη μη πληρωμή υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τρίτους, ή κατά πόσο έχει μονιμότερο χαρακτήρα εξαιτίας, για παράδειγμα, μεταβολών στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, παραμένει στο περιθώριο. Αντίθετα, η συζήτηση εγκλωβίζεται και αποπροσανατολίζεται στο ύψος και τον τρόπο διανομής του.
Επιπλέον, οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί δημιουργούν τη ψευδαίσθηση ότι «το πρόβλημα, λίγο-πολύ, λύθηκε ή λύνεται» και ότι «όπου να 'ναι βγαίνουμε από την κρίση», καλλιεργώντας προσδοκίες για διανομή προσόδων. Όμως, το κύριο και θεμελιώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η κατάρρευση του παραγωγικού της ιστού. Το δημοσιονομικό πρόβλημα, που ασφαλώς υφίσταται, είναι σε μεγάλο βαθμό, απόρροια αυτού του προβλήματος. Όπως, βέβαια, και η πρωτοφανής ανεργία. Δεν μπορούμε να μιλάμε για έξοδο από την κρίση όταν έχουμε ποσοστά ανεργίας περί το 28%. Το παραγωγικό πρόβλημα της χώρας, όμως, απουσιάζει από το δημόσιο διάλογο, το θέμα αποσιωπάται, ή, στην καλύτερη περίπτωση, συζητείται περιφερειακά, αντί να είναι το κεντρικό θέμα γύρω από το οποίο οργανώνεται η οικονομική μας πολιτική. Έτσι, δυστυχώς, όχι μόνο δεν έχει επιλυθεί αλλά δεν ξεκίνησε καν να επιλύεται, οι προσδοκώμενοι πρόσοδοι προς διανομή υπάρχουν μόνον υπό την μορφή παραισθήσεων και η «έξοδος από την κρίση» συνιστά ονειροφαντασία.
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος, Πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (2011- ), είναι Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης τού Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έλαβε το Πτυχίο του στα Οικονομικά από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1981), ενώ το M.Phil. (1984) και το Ph.D. (1988) από το University of Cambridge. Δίδαξε στο University of Cambridge και διετέλεσε Fellow και Director of Studies in Economics στο Fitzwilliam College (1987-1992). Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη Μικροοικονομική Θεωρία και, ειδικότερα, στη Θεωρία και Πολιτική του Διεθνούς Εμπορίου, τη Βιομηχανική Οργάνωση, τα Μαθηματικά Οικονομικά και τη Θεωρία Παιγνίων. Έχει δημοσιεύσει σε πολλά διεθνή επιστημονικά περιοδικά, όπως Review of Economic Studies, Journal of International Economics, Journal of Industrial Economics, Economic Journal, European Economic Review, Journal of Development Economics και άλλα.
Η δημοσιονομική προσαρμογή, που πράγματι υπήρξε, χωρίς την εκ παραλλήλου παραγωγική αναγέννηση της χώρας παραπέμπει στον Σίσυφο. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, να μας απασχολεί πολύ περισσότερο από το πλεόνασμα η κατάρρευση, μεταξύ των άλλων, της χαλυβουργίας, καθώς και το γεγονός ότι δεν ασχοληθήκαμε με αυτήν παρά μόνο όταν έβαλε λουκέτο. Προσωρινό, ελπίζω, καθώς, αν η πορεία αυτή δεν αναστραφεί, το κόστος που θα προκαλέσει θα είναι πραγματικό, όχι λογιστικό, πολλαπλάσιο του όποιου πρωτογενούς πλεονάσματος και με βάθος χρόνου, όχι εφήμερο.
Συμπερασματικά, η όλη συζήτηση περί πρωτογενούς πλεονάσματος, όπως εξελίσσεται, βρίσκεται σε απόλυτη δυσαρμονία με αυτό που έλεγα προηγουμένως. Ότι, δηλαδή, θα πρέπει να κατανοούμε πού βρισκόμαστε και να γνωρίζουμε πού και πώς θέλουμε να πάμε. Ούτε βοηθά, όπως ορισμένοι πιστεύουν ή θέλουν να πιστεύουν, στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας με σκοπό την απομείωση του χρέους. Όποιος διαβάσει την απόφαση του Eurogroup της 27 Νοεμβρίου 2012 το καταλαβαίνει αυτό.
Η χώρα, η οικονομία, η κοινωνία χρειάζονται έναν ευρύτερο ορίζοντα από αυτόν των επόμενων εκλογών και, θα έλεγα, των όποιων εκλογών.
Υπάρχει πάντως και το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Για πρώτη φορά από το 1948, το ισοζύγιο παρουσίασε το 2013 πλεόνασμα 1,2 δισ. ευρώ. Πώς αξιολογείτε αυτήν την παράμετρο;
Αν κανείς μελετήσει την εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από το 2008, όταν ξεκινούσε η παρούσα κρίση, παρατηρεί μια βελτίωση ύψους 36 δισ. ευρώ, από έλλειμμα 36,8 δισ. ευρώ το 2008 σε πλεόνασμα 1,2 δισ. ευρώ το 2013. Πρόκειται, πράγματι, για μια εντυπωσιακή βελτίωση. Αξίζει να την αναλύσουμε λίγο περισσότερο, επικεντρωνόμενοι στην εξέλιξη της σημαντικότερης συνιστώσας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αυτή του εμπορικού ισοζυγίου. Θα μας βοηθήσει αυτό να δούμε εναργέστερα το παραγωγικό μας πρόβλημα. Από τα προαναφερθέντα 36 δισ. ευρώ, τα 26,7 δισ. ευρώ οφείλονται σε βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο παραμένει μεν ελλειμματικό αλλά σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα, από -44 δισ. ευρώ το 2008 στα -17,3 δισ. ευρώ το 2013.
Ας κάνουμε ένα επιπλέον βήμα μελετώντας την εξέλιξη του λεγόμενου εμπορικού ισοζυγίου χωρίς καύσιμα και πλοία, χωρίς δηλαδή το ισοζύγιο εσόδων-εξόδων που προέρχεται από το εμπόριο καυσίμων, τον εφοδιασμό πλοίων κ.λπ. Αυτό, το λεγόμενο και εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών, θα μας επιτρέψει να εστιαστούμε στη σχέση εισαγωγών-εξαγωγών που σχετίζεται με την παραγωγή και εμπορία προϊόντων του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η συνεισφορά του εμπορικού ισοζυγίου λοιπών αγαθών στην προαναφερθείσα συνολική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου των 26,7 δισ. ευρώ ανέρχεται στα 19,2 δισ. ευρώ, από -27,2 δισ. ευρώ το 2008 στα -8 δισ. ευρώ το 2013.
Το κρίσιμο ερώτημα, εν προκειμένω, είναι σε ποιο βαθμό η παραπάνω αξιοσημείωτη βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών οφείλεται σε μείωση των εισαγωγών και σε ποιο βαθμό σε αύξηση των εξαγωγών. Δυστυχώς, παρατηρούμε ότι οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις εισαγωγές. Από τη βελτίωση ύψους 19,2 δισ. ευρώ στο εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών, τα 19 δισ. ευρώ οφείλονται σε μείωση των εξόδων για εισαγωγές και μόλις τα 0,2 δισ. ευρώ σε αύξηση των εσόδων από εξαγωγές.
Συγκεκριμένα, τα έξοδα για εισαγωγές λοιπών αγαθών μειώθηκαν από 41,2 δισ. ευρώ το 2008 στα 22,2 δισ. ευρώ το 2013. Αξιοσημείωτο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της βελτίωσης των 19 δισ. ευρώ έλαβε χώρα πριν το πρώτο μνημόνιο. Μεταξύ 2008 και 2010 οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 14,2 δισ. ευρώ. Η προσαρμογή, δηλαδή, ήταν εμπροσθοβαρής.
Διαφορετική είναι η εικόνα που παρουσιάζουν οι εξαγωγές. Δεν είναι μόνο ότι η αύξηση που παρουσίασαν ήταν ισχνή, από 14 δισ. ευρώ το 2008 στα 14,2 δισ. ευρώ το 2013. Είναι, επίσης, ότι αρχικά παρουσίασαν πτώση στα 11,3 δισ. ευρώ το 2010, για να αρχίσουν να ανακάμπτουν μόνο μετά το πρώτο Μνημόνιο ενώ, επιπλέον, η ανάκαμψη αυτή χαρακτηρίζεται από πτωτικούς ρυθμούς: 13,3 δισ. ευρώ το 2011, 13,9 δισ. ευρώ το 2012 και 14,2 δισ. ευρώ το 2013. Η μάλλον αδύναμη αντίδραση τού εγχώριου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» και τα σημάδια κόπωσης που ήδη παρουσιάζει, αντανακλούν την έλλειψη δυναμικότητάς του, ενώ η περιορισμένη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του λόγω μείωσης του εργατικού κόστους αντανακλά τα δομικά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του. Σημειώνω, εν προκειμένω, ότι παρά το γεγονός ότι η χώρα δεν μπορεί σήμερα να χαρακτηρισθεί ως χώρα υψηλού εργατικού κόστους, στην Έκθεση του World Economic Forum το Σεπτέμβριο του 2013 η Ελλάδα καταλαμβάνει μεταξύ 148 χωρών την 96η θέση στην ανταγωνιστικότητα –τελευταία στην Ευρώπη και μόλις 10 θέσεις πάνω από την Βολιβία.
Το παραγωγικό πρόβλημα, επομένως, της χώρας δεν είναι απλά οξύ. Είναι, επιπλέον, και σύνθετο στην επίλυσή του, καθώς τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα οφείλονται όχι τόσο στο ύψος των μισθών, όσο κυρίως στην αδυναμία απορρόφησης τεχνολογικών, καινοτόμων παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό φαίνεται καθαρά σε σχετικούς διεθνείς πίνακες οι οποίοι εστιάζουν σε ποιοτικά χαρακτηριστικά των «διεθνώς εμπορευσίμων» των χωρών του ΟΟΣΑ, όπως το είδος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας και την προστιθέμενη αξία τους. Σύμφωνα με τους πίνακες αυτούς, η Ελλάδα της λεγόμενης «ανάπτυξης» και «σύγκλισης» βρισκόταν την περίοδο 2001-2007 και συνεχίζει να βρίσκεται σήμερα στην ίδια ομάδα χωρών, να ανταγωνίζεται στο ίδιο «καλάθι» προϊόντων με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Παρά με τους εταίρους της στην ΕΕ. Η εύκολη λύση της μείωσης του εργατικού κόστους, επομένως, προφανώς δεν επαρκεί. Χρειάζεται πλέγμα πολιτικών που θα θεραπεύει το πρόβλημα. Η ενίσχυση της εφαρμοσμένης έρευνας και καινοτομίας τόσο στο εσωτερικό των επιχειρήσεων όσο και εκτός αυτών, καθώς και η συνεργασία των επιχειρήσεων με φορείς τέτοιας έρευνας, όπως τα πανεπιστήμια, αποκτά σπουδαιότητα στρατηγικής σημασίας.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς το ότι ο τομέας των «διεθνώς εμπορευσίμων» ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν ακόμη και πριν την κρίση ο μικρότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και με πτωτικές τάσεις, 25% το 2000 και 20,5% το 2009, και ότι τα ποσοστά αυτά γίνονται ακόμη μικρότερα, 16% το 2000 και 11,5% το 2009, όταν αναφερόμαστε σε κλάδους που οφείλουν να «κυνηγούν» τις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως είναι οι κλάδοι μεταποίησης και πληροφορικής, τότε αρχίζει κάποιος να καταλαβαίνει πού ακριβώς βρισκόμαστε.
Εστιάζω στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» γιατί είναι εκεί που συμπυκνώνονται οι παραγωγικές δυνατότητες μιας οικονομίας και, επομένως, είναι αυτός που μπορεί να τροφοδοτήσει μια διαδικασία «ενδογενούς» ανάπτυξης. Η σημερινή συρρίκνωσή του είναι αυτή που, κατά κύριο λόγο, καθορίζει πόσες θέσεις απασχόλησης μπορεί μια οικονομία να υποστηρίξει, τι μισθούς μπορεί να πληρώσει, τι πλεόνασμα μπορεί να δημιουργεί και να αναδιανέμει.
Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να κάνουν αντιληπτό πόσο εκτός πραγματικότητας βρίσκονται πανηγυρισμοί περί πλεονασμάτων ισοζυγίων και ισχυρισμοί περί σύντομης εξόδου από την κρίση. Ο δρόμος που πρέπει να διανύσουμε είναι μακρύς και δύσκολος.

Η παγκοσμιοποίηση της ανεργίας και τα αίτια της

Σε μία από τις σπάνιες συζητήσεις της με δημοσιογράφους, το 1984, η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε παραδεχθεί ότι η ανεργία των νέων ήταν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, με απρόβλεπτες κοινωνικές προεκτάσεις. «Οι νέοι δεν πρέπει να μένουν αργόσχολοι. Είναι πολύ κακό γι αυτούς», τόνιζε η τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρεταννίας και, λίγες ημέρες αργότερα, το περιοδικό The Economist έγραφε ότι «λίγα πράγματα είναι τόσο κακά για την κοινωνία όσο να αφήνει τους νέους της μετέωρους». Λίγα χρόνια αργότερα, το ίδιο περιοδικό τόνιζε σε ειδικό αφιέρωμά του: «Όσοι ξεκινούν την διαδρομή τους με επίδομα ανεργίας, είναι πιθανότερο να μεγαλώσουν με μικρότερο εισόδημα και με συχνότερες περιόδους ανεργίας, καθώς στα χρόνια που ο άνθρωπος διαμορφώνεται έχουν λιγότερες ευκαιρίες να αποκτήσουν δεξιότητες και να αναπτύξουν την αυτοπεποίθησή τους».
Σήμερα, η παρατήρηση αυτή είναι επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε για τον απλό λόγο ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι νέοι χωρίς δουλειά είναι περισσότεροι παρά ποτέ. Τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) δείχνουν ότι 26,5 εκατομμύρια νέοι άνθρωποι στις ηλικίες 15-24 ετών, κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες, βρίσκονται σήμερα χωρίς εργασία, χωρίς συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα και χωρίς να ακολουθούν κάποια προγράμματα κατάρτισης. Επίσης, πάντα κατά τον ΟΟΣΑ, ο αριθμός των ανέργων νέων, από το 2007 που ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση στις ΗΠΑ έως και το τέλος του 2012, σημείωσε αύξηση 30%, με τον ανοδικό ρυθμό να συνεχίζεται. Από την πλευρά της, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) αναφέρει ότι, ανά τον κόσμο, 75 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας. Οι μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, πάλι, αναφέρουν ότι στις αναδυόμενες χώρες 262 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται οικονομικά ανενεργοί. Ανάλογα δε με το πώς μετράει κανείς τα πράγματα, ο αριθμός των νέων που είναι χωρίς δουλειά είναι περίπου όσος ο πληθυσμός των ΗΠΑ (311 εκατομμύρια).
Στην βάση των παραπάνω ποσοτικών δεδομένων –τα οποία, ωστόσο, δεν έχουν κανέναν ποιοτικό χαρακτήρα– επισημαίνεται ότι δύο ζητήματα παίζουν μεγάλο ρόλο. Πρώτον, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητος έχει μειώσει την ζήτηση εργασίας, ενώ είναι ευκολότερο να αναβάλει κανείς την πρόσληψη νέων απ' ό,τι να απολύσει εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας. Δεύτερον, στις αναπτυσσόμενες οικονομίες η αύξηση του πληθυσμού είναι ταχύτερη σε εκείνες τις χώρες που έχουν δυσλειτουργική αγορά εργασίας, όπως είναι η Ινδία ή η Αίγυπτος.
Αποτέλεσμα: Ένα «τόξο ανεργίας» έχει δημιουργηθεί από την νότια Ευρώπη και την βόρειο Αμερική μέχρι την Μέση Ανατολή και την νότια Ασία. Στο τόξο αυτό, η ύφεση των πλουσίων χωρών έρχεται και συναντάται με τον σεισμό των νεότερων γενεών που παρατηρείται στον φτωχό κόσμο. Στην βάση της λογικής αυτής δίδονται και σχετικές ερμηνείες για τα γεγονότα στον αραβικό κόσμο, όπως και για την άνοδο της εγκληματικότητος στον ευρωπαϊκό νότο.
Ωστόσο, πέρα από τις ερμηνείες, στο ερώτημα με ποιους τρόπους μπορεί να ανατραπεί αυτή η οδυνηρή κατάσταση, οι απαντήσεις δεν ξεφεύγουν από τα ιδεολογικά και οικονομοτεχνικά καλούπια των ετών του περασμένου αιώνα. Δεν είναι λίγοι έτσι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο πλέον πρόσφορος τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος είναι η επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Αυτό είναι ευκολότερο να το λέει κανείς, παρά να το κάνει –και ούτως ή άλλως μια τέτοια απάντηση είναι μερική και μόνον. Χώρες που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα (όπως η Ισπανία ή η Αίγυπτος) έπασχαν από ανεργία ακόμη και όταν οι οικονομίες τους αναπτύσσονταν.
Παράλληλα, στα τελευταία χρόνια της ύφεσης και της ανόδου της ανεργίας οι περισσότερες σοβαρές εταιρείες δεν έχουν πάψει να παραπονούνται ότι δεν βρίσκουν νέους εργαζόμενους που να διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες. Αυτά υπογραμμίζουν την μεγάλη σημασία δύο άλλων παραγόντων: της μεταρρύθμισης των αγορών εργασίας και της βελτίωσης της εκπαίδευσης. Πρόκειται για γνώριμες συνταγές, οι οποίες όμως θα έπρεπε να εφαρμόζονται και με καινούργιο δυναμισμό, αλλά και με καινούργιες προσεγγίσεις.
Και στο σημείο αυτό υπάρχει τρομερό πρόβλημα, που είναι βεβαίως ιδιαίτερα επίκαιρο και στην Ελλάδα. Όμως μάς τόνιζε πριν δύο μήνες περίπου σε μία ειδική εκδήλωση στις Βρυξέλλες ο κ. Ντόμινικ Μπάρτον, διευθύνων σύμβουλος της γνωστής εταιρείας συμβούλων McKinsey, «το πολύ σοβαρό πρόβλημα της ανεργίας προσλαμβάνει σχεδόν μόνιμο χαρακτήρα εκ του γεγονότος ότι πολλοί νέοι στερούνται δεξιοτήτων που απαιτεί η αγορά εργασίας, σε έναν κόσμο που διαθέτει πολύ λίγους εξειδικευμένους εργάτες».
Πρόκειται ξεκάθαρα για ένα σημαντικό ζήτημα που αφορά τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της McKinsey σε περισσότερους από 4.500 νέους, 2.700 εργοδότες και 900 εκπαιδευτικά ιδρύματα σε οκτώ χώρες, περίπου το 40% των εργοδοτών δήλωσε ότι δυσκολεύεται να καλύψει κενές θέσεις εργασίας σε κατώτερα κλιμάκια επειδή οι υποψήφιοι στερούνται επαρκών προσόντων. Περίπου το 45% των νέων δήλωσε ότι η θέση εργασίας όπου απασχολείται δεν έχει σχέση με αυτό που σπούδασε. Από αυτό δε το ποσοστό, περισσότεροι από τους μισούς βλέπουν την δουλειά τους σαν προσωρινή και σκοπεύουν να αποχωρήσουν. «Αν δεν βρεθεί λύση στο φαινόμενο αυτό, προβλέπουμε ότι η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας μέχρι το 2020 θα προκαλέσει έλλειμμα 85 εκατομμυρίων εργαζομένων σε μέσες και υψηλές δεξιότητες», τονίζει ο κ. Ντόμινικ Μπάρτον.
Σχολιάζοντάς μας τις απόψεις αυτές, ο Βρεταννός καθηγητής και σύμβουλος επιχειρήσεων κ. Ίαν Σίνιορ μάς είπε ότι η ανεργία των νέων βρίσκεται συχνά στο χειρότερό της επίπεδο στις χώρες που διαθέτουν άκαμπτη αγορά εργασίας. Τα καρτέλ που υπάρχουν σε ορισμένους κλάδους, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση επί των προσλήψεων, οι άκαμπτοι κανόνες σε επίπεδο απολύσεων, οι υψηλοί κατώτατοι μισθοί –όλα αυτά καταδικάζουν τους νέους να μένουν χωρίς απασχόληση. Η Νότιος Αφρική εμφανίζει από τα χειρότερα δεδομένα ανεργίας στα νότια της Σαχάρας, εν μέρει λόγω των ισχυρών συνδικάτων και των άκαμπτων νόμων της σε θέματα πρόσληψης και απόλυσης. Πολλές από τις χώρες του τόξου νεανικής ανεργίας θεσπίζουν υψηλούς κατώτατους μισθούς και υψηλούς φόρους στην απασχόληση. Η Ινδία διαθέτει κάπου 200 νόμους για την απασχόληση και την αμοιβή εργασίας.
Προκειμένου να υπάρξει αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, κρίσιμη σημασία έχει η αποικοδόμηση των ρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα αρκέσει από μόνο του. Η Μεγάλη Βρεταννία διαθέτει ελαστική αγορά εργασίας, αλλά εμφανίζει και υψηλή ανεργία των νέων. Σε χώρες που έχουν καλύτερες επιδόσεις σε αυτό το μέτωπο, οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν ενεργότερο ρόλο στην ανεύρεση εργασίας σε όσους παλεύουν να τα βγάλουν πέρα. Η Γερμανία, όπου παρατηρείται το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας των νέων του πλούσιου κόσμου, πληρώνει από δημόσιους πόρους ένα ποσοστό της αμοιβής των μακροχρόνια ανέργων επί δύο χρόνια μετά την πρόσληψή τους. Στις βόρειες χώρες οι νέοι έχουν στην διάθεσή τους «εξατομικευμένα σχέδια» προκειμένου να βρίσκουν θέση εργασίας ή ευκαιρία κατάρτισης.
Αυτές οι παρατηρήσεις, όμως, φαίνεται δεν έχουν μοναδικό χαρακτήρα. κατά την McKinsey, η έρευνά της αποδεικνύει ότι το 70% των εργοδοτών απέδωσε την έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στην ανεπαρκή κατάρτιση. Από την άλλη πλευρά, το 70% των εκπαιδευτικών φορέων θεωρεί ότι προετοιμάζει επαρκώς τους σπουδαστές για να βγουν στην αγορά εργασίας. Επιπροσθέτως, οι εργοδότες διαμαρτύρονται ότι λιγότεροι από το 50% των νέων που έχουν προσλάβει διαθέτουν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, όμως τα δύο τρίτα των νέων πιστεύουν ότι διαθέτουν τις συγκεκριμένες δεξιότητες. Οι συνθήκες είναι τέτοιες που περίπου το 60% των νέων δηλώνει ότι θα πλήρωνε περισσότερα για την εκπαίδευσή του προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητες να εξασφαλίσει μία ελκυστική θέση εργασίας. Από την πλευρά του, το 70% των εργοδοτών υποστηρίζει ότι θα πλήρωνε περισσότερα για να προσελκύσει τα κατάλληλα ταλέντα, αν μπορούσε να τα βρει.
Είναι όμως αυτό το πρόβλημα; Και ναι, και όχι. Οι ειδικοί του ΟΟΣΑ ανεπισήμως τονίζουν ότι, με βάση τις εμπειρίες τους, εκείνο που μετράει στην εκπαίδευση δεν είναι τόσο ο αριθμός των ετών σπουδών που συμπληρώνει κάποιος, όσο το περιεχόμενό τους. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να επεκταθούν οι σπουδές θετικών επιστημών και τεχνολογίας, αλλά και να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο της εκπαίδευσης και τον κόσμο της εργασίας –για παράδειγμα, με την αναβάθμιση της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης και με την δημιουργία στενότερων δεσμών μεταξύ σχολείων και επιχειρήσεων. Αυτό ακριβώς έχει πετύχει το, μακράς παράδοσης, γερμανικό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και μαθητείας. Και άλλες χώρες, ωστόσο, ακολουθούν αυτό το πρότυπο: η Νότιος Κορέα εγκαθίδρυσε σχολές «μαστόρων», η Σιγκαπούρη έδωσε ώθηση στις τεχνολογικές σχολές, ενώ και η Μεγάλη Βρεταννία επεκτείνει τα προγράμματα μαθητείας και προσπαθεί να βελτιώσει την τεχνική εκπαίδευση.
Η γεφύρωση του χάσματος, πάντως, θα χρειαστεί και αλλαγή στάσης από μέρους των επιχειρήσεων. Ορισμένες εταιρείες (από την Rolls Royce και την IBM μέχρι την McDonald's και την Premier Inn) αναθεωρούν τα προγράμματα κατάρτισής τους –όμως, ο φόβος ότι τους καταρτισμένους υπαλλήλους θα τους αρπάξουν οι ανταγωνιστές αποθαρρύνει συχνά τις εταιρείες να επενδύσουν στους νέους. Υπάρχουν, βέβαια, τρόποι για να ξεπεραστεί το πρόβλημα: λόγου χάρη, μπορεί να υπάρξει συνεργασία ομάδων επιχειρήσεων με πανεπιστήμια για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων κατάρτισης.
Ας σημειωθεί ότι το κόστος της κατάρτισης τα τελευταία χρόνια έχει περιοριστεί χάρη στην τεχνολογία, με αποτέλεσμα προγράμματα βασισμένα σε παιχνίδια με κομπιούτερ να παρέχουν εικονική εμπειρία στους νέους, ενώ διαδικτυακά μαθήματα μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητευόμενους να συνδυάζουν την κατάρτιση στον χώρο δουλειάς με την ακαδημαϊκή γνώση.
Τέτοιες θεραπείες, παρά την παγκοσμιοποίηση της ανεργίας, εμπνέουν μια κάποια αισιοδοξία. Σε πολλές αναπτυγμένες και αναδυόμενες χώρες, υπάρχουν κυβερνήσεις που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την ασυμβατότητα που παρατηρείται μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν να αναλαμβάνουν περισσότερες ευθύνες όσον αφορά στην επένδυση στους νέους. Παράλληλα, η τεχνολογία βοηθά στον εκδημοκρατισμό τόσο της εκπαίδευσης όσο και της κατάρτισης. Ο κόσμος έχει τώρα την ευκαιρία να ανοίξει τον δρόμο σε μία επανάσταση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, που να ανταποκρίνεται στο μέγεθος του προβλήματος.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν σε οικουμενικό επίπεδο, στην χώρα μας –που είναι ουραγός σε έρευνα και ανάπτυξη– η παιδεία ακόμη διώκεται και επιπλέον τής απαγορεύεται να πάρει μέρος και στα αναπτυξιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ!!!

"Αυτή είναι η καλύτερη λύση για το ελληνικό χρέος”

Συνέντευξη του Barry Eichengreen

Η απόφαση των Ευρωπαίων να μεταθέσουν τις τελικές αποφάσεις για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους για μετά το καλοκαίρι, θέλοντας να αποφύγουν τις "τριβές" με τους ψηφοφόρους ενόψει των ευρωεκλογών, είναι λυπηρή, καθώς το μόνο που καταφέρνει είναι να αναβάλλει το αναπόφευκτο και να αναγκάζει την Τρόικα να καλύψει με κάποιο... μαγικό τρόπο το χρηματοδοτικό κενό της ελληνικής κυβέρνησης.
Αυτό αναφέρουν σε άρθρο τους στην ιστοσελίδα VOX, οι οικονομολόγοι Barry Eichengreen, Peter Allen και Gary Evan. Το Capital.gr επικοινώνησε με τον καθηγητή του Berkeley και διάσημο οικονομολόγο Barry Eichengreen, ο οποίος έδωσε απαντήσεις σε σημαντικά ζητήματα.
Σύμφωνα με τους τρεις οικονομολόγους, η πρόταση που βρίσκεται στο τραπέζι και προβλέπει την επιμήκυνση των δανείων και τη μείωση των επιτοκίων δεν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο δημόσιο χρέος. Γιατί μία τέτοια λύση δεν επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν δίνει κίνητρα για άμεσες ξένες επενδύσεις αλλά ούτε δίνει ώθηση στην ανάπτυξη.
Το πρόβλημα είναι ότι οι Έλληνες πολιτικοί πρέπει να βασιστούν στον αποπληθωρισμό και όχι στην υποτίμηση του νομίσματος για την αναπροσαρμογή μισθών και τιμών, η οποία δεν αποτελεί επιλογή για τη χώρα. Όμως ο πληθωρισμός αποτελεί "ανάθεμα" για την εμπιστοσύνη των μακροπρόθεσμων επενδυτών...
Η πρόταση των Barry Eichengreen, Peter Allen και Gary Evan αφορά στην υιοθέτηση μίας λύσης που θα περιλαμβάνει την ανταλλαγή ελληνικού χρέους με μερίδια σε αποκρατικοποιήσεις (debt-for-equity swaps). Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) και η Ε.Ε. θα πρέπει να διαθέσουν ένα μέρος των δανείων και των ελληνικών κρατικών ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους σε ένα μηχανισμό ανταλλαγής.
Στη συνέχεια, οι ιδιώτες επενδυτές που ενδιαφέρονται να αγοράσουν τους κρατικούς τίτλους της Ελλάδας θα έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από την ονομαστική τους αξία., π.χ. στο 50%. Από την πλευρά του, το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε να δεχθεί τους εν λόγω τίτλους ως μέσο πληρωμής, κατά την πώληση ενός περιουσιακού του στοιχείου. Η αξία στην οποία θα δεχθεί τους τίλους θα είναι μικρότερη από την ονομαστική αλλά μεγαλύτερη από αυτήν που πουλήθηκαν στους ιδιώτες, π.χ. στο 75%.
Οι εμπνευστές της πρότασης εκτιμούν ότι σε ένα τέτοιο σενάριο, το ελληνικό δημόσιο ωφελείται γιατί σβήνει στην ουσία χρέος με discount το οποίο εξαρτάται από την τιμή στην οποία δέχτηκε τους τίτλους κατά την αγοραπωλησία. Οι ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να είναι και αυτοί ευχαριστημένοι γιατί στην ουσία πληρώνουν λιγότερα για τα ελληνικά assets που αγοράζουν. Όμως και η ΕΚΤ θα είναι ικανοποιημένη αφού έχει αγοράσει τα ελληνικά ομόλογα με πολύ μεγάλο discount και κατά συνέπεια περιορίζει σημαντικά τις απώλειες από μία τέτοια συναλλαγή, ενώ μπορεί πλέον να πραγματοποιήσει πρόωρη έξοδο από το ελληνικό χρέος.
Ο παγκοσμίου φήμης καθηγητής Barry Eichengreen εξηγεί γιατί η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να αμβλύνει τις υφιστάμενες αντιδράσεις και να γίνει αποδεκτή από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
"Μία λύση που θα περιλαμβάνει τη χρήση debt-for-equity swaps είναι καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη. Προσφέρει στους επενδυτές της Βόρειας Ευρώπης μία ελκυστική ευκαιρία καταγραφής κέρδους", σημειώνει ο Αμερικανός οικονομολόγος. Παράλληλα, προσθέτει ο ίδιος, δίνει κίνητρα στην Ελλάδα να προχωρήσει σε αποκρατικοποιήσεις, φέρνει τις απαραίτητες για τη χώρα ξένες επενδύσεις, οδηγεί σε μείωση του χρέους και προσφέρει μία "αναίμακτη" στρατηγική εξόδου για τον επίσημο τομέα.
Ο κ. Eichengreen εκτιμά ότι το μεγάλο βάρος του ελληνικού χρέους, το οποίο κατέχει κατά κύριο λόγο ο επίσημος τομέας, συνεχίζει να αποτελεί "τροχοπέδη" για τις επενδύσεις και κατά συνέπεια την ανάπτυξη. "Η ανάγκη για επενδύσεις και ανάπτυξη είναι επιτακτική. Το ίδιο επιτακτική είναι η ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους", υπογραμμίζει.
Τέλος, ο ίδιος σχολιάζει τις προθέσεις των Ευρωπαίων να προχωρήσουν σε μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση των δανείων. "Με αυτή την κίνηση δείχνουν ότι δεν αποκλείεται εντελώς η συμμετοχή του επίσημου τομέα στη μείωση του χρέους. Όμως ο επίσημος τομέας θα πρέπει να σκεφτεί κάτι πιο δημιουργικό".
Η πρακτική "debt-for-equity-swaps" έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν στις περιπτώσεις της Χιλής, των Φιλιππίνων και του Εκουαδόρ. Το 1987 η Χιλή χρηματοδότησε επενδύσεις στη δασοκομία μέσω των συγκεκριμένων εργαλείων. Το 1988 η WWF αγόρασε χρέος των Φιλιππίνων αξίας 400 χιλ. δολαρίων στα 51 σεντς στο δολάριο με αντάλλαγμα την πραγματοποίηση έργων αποκατάστασης της βιοποικιλότητας, αντίστοιχης αξίας, από την κυβέρνηση. Το 1992 η κυβέρνηση του Εκουαδόρ αντάλλαξε μέρος του χρέους της προς τον τραπεζικό τομέα με το Χάρβαρντ για χρήση σε μελέτες χρηματοδότησης στη χώρα από φοιτητές του πανεπιστημίου.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Barry Eichengreen στο Capital.gr:
Κύριε Eichengreen, γιατί πιστεύετε ότι η πρόταση της υιοθέτησης του μοντέλου "debt-for-equity" θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης; (υπενθυμίζεται ότι το Νοέμβριο του 2012 είχαν συμφωνήσει να επιστρέψουν στην Ελλάδα μέρος των κερδών τους από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα όμως σήμερα αρνούνται να το συζητήσουν).
Μία λύση με βάση την εφαρμογή συμφωνιών ανταλλαγής χρέους με μερίδια σε ιδιωτικοποιήσεις είναι καλύτερη για όλους, όπως εξηγούμε αναλυτικά στο άρθρο μας στην ιστοσελίδα VOX. Προσφέρει στους επενδυτές της Βόρειας Ευρώπης μία ελκυστική ευκαιρία κέρδους. Προσφέρει επίσης στην Ελλάδα περαιτέρω κίνητρα για αποκρατικοποιήσεις, ενώ παράλληλα φέρνει και τις εισροές ξένων επενδύσεων που χρειάζεται η χώρα, καθώς και τη μείωση του χρέους της. Τέλος, προσφέρει στον "επίσημο τομέα" τη δυνατότητα μίας ομαλής εξόδου από την Ελλάδα.
Πόσο πιθανό είναι να έχουμε πρόοδο αναφορικά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους σε μία περίοδο έντονης αντιπαράθεσης στην Ευρωζώνη ενόψει της τραπεζικής ενοποίησης και των ευρωεκλογών;
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι δεν επιθυμούν να "ερεθίσουν" τους ψηφοφόρους της Βόρειας Ευρώπης λίγο καιρό πριν τις ευρωεκλογές και γι΄ αυτό το λόγο το θέμα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους θα πρέπει να μετατεθεί για μετά τη διεξαγωγή των εκλογών.
Πόσο επείγει, κατά τη γνώμη σας, η ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους; Πιστεύετε ότι η συμμετοχή του επίσημου τομέα έχει αποκλειστεί;
Το μεγάλο βάρος του χρέους, το οποίο βρίσκεται κυρίως στον επίσημο τομέα, συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Η ανάγκη για επενδύσεις και ανάπτυξη είναι επιτακτική, συνεπώς και η ανάγκη για αναδιάρθρωση του χρέους είναι επιτακτική. Όμως αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, αφού η ανάγκη είναι επιτακτική εδώ και αρκετό καιρό. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι θα γίνουν περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων και επιμήκυνση του χρέους. Αυτό δεν μου φαίνεται σαν να έχει αποκλειστεί εντελώς η συμμετοχή του επίσημου τομέα στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Όμως ο επίσημος τομέας πρέπει να σκεφτεί πιο δημιουργικές λύσεις για το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Πως μπορεί η ελληνική οικονομία να ξεφύγει από την παρατεταμένη λιτότητα που την κρατάει παγιδευμένη στο θανάσιμο σπιράλ της ύφεσης; Πιστεύετε ότι οι Ευρωπαίοι είναι έτοιμοι να δώσουν ξεκάθαρη λύση;
Συνεχίζω να ελπίζω – και εγώ και οι άλλοι συγγραφείς του άρθρου – ότι η Ελλάδα χρειάζεται μία στρατηγική με πολλαπλά στοιχεία. Για να ενισχυθεί η ζήτηση και να γίνει αναδιάρθρωση χρέους που θα επιτρέψει στις δημόσιες δαπάνες να κατευθυνθούν προς ελληνικά προϊόντα. Για να ενισχυθεί η προσφορά, σε συνέχεια της ατζέντας που περιλαμβάνει διαρθρωτικές αλλαγές και ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές δεν είναι εναλλακτικές αλλά συμπληρωματικές πολιτικές.
Το Νοέμβριο του 2012, σε συνέντευξή σας στο Κεφάλαιο είχατε επισημάνει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αυξήσει προσωρινά το στόχο του πληθωρισμού και να προχωρήσει με έναν συνδυασμό "forward guidance" και ποσοτικής χαλάρωσης.
Οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος του αποπληθωρισμού έχουν καθυστερήσει. Η μείωση των επιτοκίων αναφοράς και οι αγορές τιτλοποιημένων "πακέτων" τραπεζικών δανείων είναι τα προφανή βήματα που πρέπει να γίνουν σε πρώτη φάση.

Πώς τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά θα κερδίσουν από τα δικαστήρια με τον διαμεσολαβητή

1. Τι είναι η διαμεσολάβηση;
Πρόκειται για μία ελαστική διαδικασία στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή.
Πρέπει εδώ να τονίσω ότι με τον όρο ελαστική, εννοούμε μία διαδικασία που δεν υποβάλλεται σε τύπο, όπως οι δικαστικές αποφάσεις. Ο νόμος προσδιορίζει τα γενικά πλαίσιά της, χωρίς όμως να εξειδικεύει και τις λεπτομέρειες. Η ελαστικότητα συνεπώς την κάνει προσιτή για τον καθένα. Επιπλέον πρέπει να υπογραμμισθεί εντόνως ότι χαρακτηριστικό της διαδικασίας αυτής είναι η ουδετερότητα και η αμεροληψία του διαμεσολαβητή. Έτσι αποκλείονται από τον ρόλο αυτό πρόσωπα που έχουν ασχοληθεί, για παράδειγμα, ως δικηγόροι με τη συγκεκριμένη διαφορά.
2. Ποια είναι τα προτερήματά της σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία;
Η διαμεσολάβηση είναι μία μη χρονοβόρα διαδικασία. Έτσι σε αντίθεση με τη διαδικασία, για παράδειγμα, ενώπιον του Ειρηνοδικείου που διέπει σήμερα τις υποθέσεις των λεγόμενων υπερχρεωμένων νοικοκυριών, όταν τα μέρη της διαφοράς συμφωνήσουν να αποταθούν σε διαπιστευμένο διαμεσολαβητή, ο νόμος προσδιορίζει ότι πρέπει να οδηγηθούν στην εξεύρεση λύσης κατά ανώτατο όριο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Εξάλλου σε αντίθεση πάλι με τη δικαιοδοτική διαδικασία, η διαμεσολάβηση σχεδόν εκμηδενίζει το κόστος.
Τόσο η προσφυγή στο δικαστήριο, όσο και η διαιτησία έχουν αυξημένο κόστος. Αν πάρουμε πάλι το παράδειγμα του δανειολήπτη, ο μέσος άνθρωπος που υπάγεται στο λεγόμενο νόμο Κατσέλη πρέπει να υπολογίσει, εκτός από την αμοιβή του δικηγόρου για την ανάληψη της υπόθεσης, τα δικαστικά έξοδα, δηλαδή έξοδα γραμματίου προείσπραξης και παράστασης του δικηγόρου και την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για τα έξοδα επίδοσης στο ή στα εναγόμενα πιστωτικά ιδρύματα.
Αντίθετα στη διαμεσολάβηση πρέπει να υπολογίσει μόνο την αμοιβή του δικηγόρου του (χωρίς «δικαστικά έξοδα») και θα επιβαρυνθεί κατά ανώτατο όριο με τη μισή αμοιβή του διαμεσολαβητή. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προσδιορίζει ως κατώτατη αμοιβή του διαμεσολαβητή το ποσό των εκατό (100) ευρώ την ώρα.
3. Ποια είναι η θέση των μερών στη διαμεσολάβηση;
Τα μέρη στη διαμεσολάβηση προσέρχονται εκουσίως και δεν είναι απλοί παρατηρητές. Εκδήλωση της ελαστικότητας που υπογραμμίσαμε παραπάνω είναι το γεγονός ότι τα ειδικότερα πλαίσια της διαδικασίας καθορίζονται από τα μέρη σε συνεργασία με το διαμεσολαβητή και ανάλογα με την εκτίμηση των ιδιαίτερων στοιχείων κάθε περίπτωσης, αφού τηρηθούν οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της ισότητας των μερών, της ανεξαρτησίας, της ουδετερότητας και αμεροληψίας του διαμεσολαβητή και της καλής πίστης.
Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέρη έχουν τα ηνία της διαδικασίας. Έτσι, είναι ο δανειολήπτης και η τράπεζα (τα μέρη) για παράδειγμα που επιλέγουν τον διαμεσολαβητή από τον σχετικό κατάλογο των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών, που τηρεί η Γενική Διεύθυνση Διοίκησης Δικαιοσύνης του υπουργείου Δικαιοσύνης και μπορούν να τερματίσουν τη διαδικασία, ακόμα και χωρίς την επίτευξη συμφωνίας. Θα ήθελα εδώ να σημειώσω ότι με τη διαμεσολάβηση τόσο ο δανειολήπτης/υπερχρεωμένος, όσο και το πιστωτικό ίδρυμα/τράπεζα βρίσκονται επί ίσοις όροις, υπό την έννοια ότι ο διαμεσολαβητής δεν θα επηρεαστεί από τις αγορεύσεις των δικηγόρων ή από την εξωτερική ισχύ και τη φήμη των «διαδίκων».
4. Ποια είναι η διαδικασία διαμεσολάβησης και συγκεκριμένα στις υποθέσεις των λεγόμενων υπερχρεωμένων νοικοκυριών; Πώς θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων καθυστέρησης της απονομής Δικαιοσύνης και απροθυμίας των τραπεζών να συμμορφωθούν πλήρως με τον νόμο Κατσέλη;
Όπως ορίζεται σήμερα νομοθετικά, και συγκεκριμένα σε σχέση με την εφαρμογή του στον νόμο Κατσέλη, η προσφυγή στη διαμεσολάβηση μπορεί να γίνει είτε με πρωτοβουλία των μερών, όταν η διαφορά δεν έχει εισαχθεί στο δικαστήριο, είτε με πρόταση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση σε κάθε στάση της δίκης, η οποία αν γίνει αποδεκτή από τα μέρη, οδηγεί σε υποχρεωτική αναβολή της συζήτησης και σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου. Και στις δύο περιπτώσεις η συμφωνία για την υπαγωγή στη διαμεσολάβηση πρέπει να γίνει εγγράφως, έτσι ώστε να αποφευχθεί και αυτό ακόμα το ενδεχόμενο της κακοπιστίας ενός από τα δύο μέρη. Οι συζητήσεις και οι επίσημες προτάσεις των αρμόδιων υπουργείων μιλούν σήμερα για την αντικατάσταση του νόμου Κατσέλη με την υποχρεωτική διαμεσολάβηση και μόνο στην περίπτωση αποτυχίας της, να εισαχθεί η διαφορά στο δικαστήριο.
Χρειάζεται εδώ να διευκρινιστεί ότι αυτό που ουσιαστικά θα αντικατασταθεί με τη διαμεσολάβηση είναι το λεγόμενο πρώτο στάδιο (άρθρο 2§1 του νόμου) το οποίο τιτλοφορείται εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς. Όπως εφαρμόζεται σήμερα ο νόμος, στην πραγματικότητα αυτό το στάδιο εξαντλείται σε μία απλή αίτηση του δανειολήπτη, με την οποία ενημερώνει την τράπεζα ότι επιθυμεί να υπαχθεί στις ευεργετικές αυτές διατάξεις και δεν υπάρχει καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης ανάμεσά τους. Το στάδιο αυτό λήγει με μία βεβαίωση από τον δικηγόρο του αιτούντος ότι απέβη άκαρπη η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού. Έτσι καταλήγουμε στα ειρηνοδικεία και στην οικονομική επιβάρυνση του ήδη ευρισκόμενου σε ένδεια δανειολήπτη και στον προσδιορισμό δικασίμου μετά πέντε και πλέον έτη από την ημέρα της αίτησης.
5. Ποιες είναι οι φάσεις της διαμεσολάβησης;
Με την κήρυξη της διαμεσολάβησης ως υποχρεωτικής, το στάδιο αυτό ουσιαστικά καταργείται. Έτσι ο δανειολήπτης σε συνεννόηση με τον δικηγόρο του προτείνει στην τράπεζα την προσφυγή στη διαμεσολάβηση. Στη συνέχεια εξευρίσκεται κοινή συναινέσει ο διαμεσολαβητής από τον κατάλογο διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του υπουργείου Δικαιοσύνης. Η διαμεσολάβηση ξεκινά από τη λεγόμενη προπαρασκευαστική φάση (intake) στην οποία ο επιλεγμένος διαμεσολαβητής έρχεται σε πρώτη επαφή με τα μέρη και κυρίως με τους δικηγόρους τους, προκειμένου να συμφωνηθούν τα τυπικά. Στη συνέχεια προσδιορίζεται η ημέρα στην οποία θα λάβει χώρα η διαμεσολάβηση, στην οποία συμμετέχουν αυτοπροσώπως τα μέρη με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους. Κατά τη διάρκειά της προωθείται ο διάλογος ανάμεσα στους συμμετέχοντες, έτσι ώστε να καταφέρουν να ξεπεράσουν τις αμετακίνητες διεκδικήσεις/θέσεις τους και να οδηγηθούν στην εξεύρεση των πραγματικών συμφερόντων τους.
Ο διαμεσολαβητής μπορεί να διενεργήσει και κατ' ιδίαν συναντήσεις (caucus) με καθένα από τους εμπλεκομένους, οι οποίες διέπονται αυστηρά από το απόρρητο και την εμπιστευτικότητα και μεταφέρεται στην άλλη πλευρά, μόνο ό,τι ρητά έχει συναινέσει το μέρος. Ο διαμεσολαβητής είναι στην πραγματικότητα εγγυητής της διαδικασίας, δεν είναι δικαστής, ούτε διαιτητής. Στις περιπτώσεις για παράδειγμα των υπερχρεωμένων, είναι σαφώς πιο συμφέρον τόσο για την τράπεζα να ικανοποιηθεί άμεσα και σίγουρα κατά το ύψος των δυνατοτήτων του οφειλέτη της, όσο και για τον δανειολήπτη, να ρυθμίσει τις οφειλές του σύμφωνα με τις δυνάμεις του. Το σημαντικό εδώ είναι ότι τη ρύθμιση αυτή θα τη βρουν και θα τη συμφωνήσουν τα μέρη μεταξύ τους.
Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης ο διαμεσολαβητής συντάσσει το πρακτικό διαμεσολάβησης, στο οποίο περιλαμβάνεται το αποτέλεσμα της επιτυχούς συμφωνίας ή της αποτυχίας της διαδικασίας, την αιτία της διαφοράς καθώς και τα στοιχεία που εκ του νόμου αποτελούν ελάχιστο περιεχόμενο αυτού. Το πρακτικό υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες, σε περίπτωση όμως αποτυχίας δύναται να υπογραφεί μόνο από το διαμεσολαβητή. Το πρακτικό της διαμεσολάβησης, που περιέχει τη συμφωνία των μερών, δύναται, κατόπιν αιτήματος ενός τουλάχιστον των μερών, να κατατεθεί στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας διεξαγωγής της διαμεσολάβησης κι εφόσον υπάρχει αξίωση που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο (αρθ. 904 παρ. 2 περ. γ ΚΠολΔ).

Δημοσιεύτηκε στην Ημερησία στις 8-3-2014

 

Η κοινωνία πολιτών και οι επικριτές της: Συμπεράσματα

(i) Τρεις είναι οι βασικοί ορισμοί της ΚΠ:
- Η ΚΠ ως ο χώρος που εμπεριέχει ό,τι δεν είναι κρατικό - κυρίως τους φορείς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και άρα ελέγχουν το κράτος.
- Η ΚΠ ως «ενδιάμεσα στρώματα» μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων.
- Η ΚΠ ως ένας τρίτος χώρος μεταξύ κράτους και αγοράς που δεν λειτουργεί ούτε με βάση τη λογική της κρατικής εξουσίας, ούτε με αυτήν του κέρδους.
Στο χώρο των κοινωνικών επιστημών είναι ο τρίτος ορισμός που χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα.
(ii) Μια σχετικά πρόσφατη κριτική της βιβλιογραφίας πάνω στην ΚΠ στη χώρα μας είναι πως η «παραδεγμένη σοφία» θεωρεί την ΚΠ στην Ελλάδα αδύνατη και το κράτος ισχυρό. Κατ' αυτή την κριτική συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η ΚΠ είναι ισχυρή αφού εμπεριέχει επιχειρηματικά, συνδικαλιστικά και επαγγελματικά συμφέροντα που περιορίζουν την κρατική εξουσία. Η παραπάνω κριτική δεν είναι πειστική γιατί αυτοί που θεωρούν την ΚΠ στην Ελλάδα αδύνατη την ορίζουν κατά ριζικά διαφορετικό τρόπο: σαν έναν τρίτο χώρο μεταξύ αγοράς και κράτους, χώρο που δεν εμπεριέχει τα παραπάνω συμφέροντα. Άρα οι δυο διαφορετικές προσεγγίσεις οδηγούν σε ένα διάλογο κωφών.
(iii) Μια δεύτερη κριτική θεωρεί την ΚΠ ως ένα χώρο που οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις ευνοούν αφού πολλές από τις ΜΚΟ προσφέρουν υπηρεσίες που το συνεχώς συρρικνούμενο κοινωνικό κράτος αδυνατεί να προσφέρει. Η απάντηση σε αυτή την κριτική είναι πως οι οικολογικά, ανθρωπιστικά και δημοκρατικά προσανατολισμένες ΜΚΟ δεν θέλουν τη συρρίκνωση αλλά την επέκταση του κοινωνικού κράτους. Από την άλλη μεριά θέλουν την άμβλυνση των συντεχνιακών χαρακτηριστικών του κομματικοκρατικού συστήματος. Θέλουν οι έλεγχοι των παθολογιών του να γίνονται από οργανισμούς/αρχές που βρίσκονται όχι εντός αλλά εκτός του συστήματος.
(iv) Μια τρίτη αντίρρηση στην έννοια της ΚΠ είναι πως οι θιασώτες της την βλέπουν ουτοπικά, σαν ένα χώρο που εμπεριέχει μόνο οργανώσεις με «καλούς», καθολικούς, ανθρωπιστικούς προσανατολισμούς. Η απάντηση σε αυτή την κριτική είναι πως στη σχετική βιβλιογραφία γίνεται η διάκριση μεταξύ της κανονιστικής προσέγγισης που θεωρεί την ΚΠ ως ένα στόχο/όραμα που πρέπει να πλησιάσουμε και της μη κανονιστικής προσέγγισης που εξετάζει την ΚΠ σαν έναν υπαρκτό χώρο που έχει και τη σκοτεινή πλευρά του - δηλαδή χώρο που εμπεριέχει και ΜΚΟ επιμεριστικού χαρακτήρα.
(v) Μια τελευταία κριτική τονίζει πως οι ανεξάρτητες από τα κόμματα αρχές (που κατά τη γνώμη μου εντάσσονται στο χώρο της ΚΠ ως τρίτου χώρου) ελέγχουν παράνομα τις δυσλειτουργίες του κράτους και της αγοράς αφού αυτοί που τις διευθύνουν δεν ψηφίζονται από το λαό. Οι ανεξάρτητες αρχές όμως όχι μόνο λογοδοτούν στη βουλή, αλλά όταν είναι πραγματικά ανεξάρτητες (πράγμα σπάνιο στη χώρα μας) λειτουργούν ως ανάχωμα στην εντεινόμενη κομματικοκρατία και την αγοροκρατία.
(vi) Η ΚΠ σαν ένας τρίτος πόλος μεταξύ κράτους και αγοράς δεν αποτελεί μαγική φόρμουλα, ικανή να λύσει όλα τα προβλήματα των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Αποτελεί όμως ένα χώρο ικανό να αμβλύνει τον αυταρχισμό και τη διαφθορά του κομματικοκρατικού συστήματος από τη μια μεριά και την ασυδοσία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού από την άλλη. Επιπλέον, σαν αναλυτική κατηγορία, ήδη από το 19ο αιώνα η έννοια της ΚΠ αποτελούσε - και εξακολουθεί να αποτελεί - ένα χρήσιμο εργαλείο στη μελέτη της συγκρότησης, αναπαραγωγής και μετασχηματισμού των δημοκρατικών θεσμών.

Δημοσιέυτηκε στο "The book's journal" (Mάρτιος 2014)

Ο δομημένος αντίλογος για τις ΜΚΟ

Άργησε λιγάκι - ακριβέστερα: άργησε πολύ έως αρκετά - αλλά ο δομημένος αντίλογος σχετικά με τις ΜΚΟ, που με μπρίο κατασυκοφαντούνται στα Μέσα Ενημέρωσης με αφορμή την υπόθεση του "Διεθνούς Κέντρου Αποναρκοθέτησης" επί ΓΑΠ/Ρόντου, της "Εργον Πολιτών" επι Ν.Δ., της "λίστας Κουτρουμάνη" κοκ., ήρθε στο προσκήνιο. Πάλι να διορθώσουμε: ήδη από την αρχή, είδαμε την Greenpeace ή την Action Aid να σηκώνουν το γάντι και να εξηγούν το αυτονόητο: "δεν είναι όλοι το ίδιο!". Όμως, με την ανακοίνωση της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοιχτή Κοινωνία, προς την οποία συμπαρατάχθηκε η Διεθνής Διαφάνεια - Ελλάς και άλλες οργανώσεις, έγινε μια πολύ πιο "κεντρική" παρέμβαση στο θέμα.
Ναι μεν καταγράφηκε η "αδικία για τον ρόλο και το έργο που επιτελούν οι ΜΚΟ" στο μέτρο που (α) υπάρχει 5ψήφιος αριθμός ΜΚΟ στην Ελλάδα που είναι αδιανόητο να δυσφημίζονται συλλήβδην, (β) πολλές απ' αυτές - και μικρές και μεγάλες - έχουν να δείξουν έργο, που μάλιστα έχει αναγνωρισθεί πολλαπλά, κυρίως όμως (γ) οι καταγγελίες του τελευταίου καιρού "αφορούν αποκλειστικά ΜΚΟ που έχουν λάβει ανεξέλεγκτη οικονομική ενίσχυση από το Κράτος".
Τι θα πει αυτό; Απλό: οι δημόσιες αρχές, προτού εκταμιεύουν κονδύλια απο την τσέπη των Ελλήνων φορολογούμενων ή πάλι από κοινοτικούς πόρους, θάπρεπε να βλέπουν αν οι ΜΚΟ τις οποίες χρηματοδοτούν τηρούν τις προδιαγραφές διαφάνειας και ελέγχου της "Διεθνούς Χάρτας Λογοδοσίας των ΜΚΟ" (ή, επειδή η εν λόγω Χάρτα συνεπάγεται βαρύ κόστος, άλλων παρεμφερών) Ήδη, πολλές ΜΚΟ εφαρμόζουν απο μόνες τους αυτού του είδους αυτοδέσμευση. Αμα λοιπόν το Κράτος θέλει να βάλει τάξη, ,έχει έτοιμο τον τρόπο! Αμα δεν βάλει ταξη, θα πει ότι δεν το θέλει, αυτό. Και ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματα του ως προς το "γιατί"...
¨Όμως, πέρα απ' αυτήν την ξεκάθαρη τοποθέτηση - απο μια πλευρά που, σημειωτέον, ακολουθεί την προσπάθεια οικοδόμησης μιας Κοινωνίας Πολιτών αντάξιας του όρου εδώ και πάνω απο 2 δεκαετίες... - είχαμε τον τελευταίο καιρό και μια ιδιαίτερα πυκνή δημόσια συζήτηση σχετικά με την όλη υπόθεση της κοινωνίας πολιτών. Υπερασπιστής της έννοιας και των λειτουργιών της προσήλθε - ιδίως απο στηλών του "ΒΗΜΑΤΟΣ" - ο Νίκος Μουζέλης, ο οποίος αναζητά στην έννοια αυτή τρόπους "εμπέδωσης της αυτονομίας του πολίτη σε μια σύγχρονη διαφοροποιημένη κοινωνία" βρίσκοντας εκεί προστασία "όχι μόνον από τον κρατικό, αλλά και από τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό αυταρχισμό". Λειτουργώντας η κοινωνία των πολιτών ως χώρος μεταξύ Κράτους και πολιτών, μεταξύ κυβερνώντων - και κυβερνωμένων, έρχεται να ενισχύσει την ποιότητα της δημοκρατίας, να βοηθήσει στην διάχυση πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων.
Αυτόν τον ρόλο, ρόλο συμπληρωματικό της δημόσιας δράσης αλλά και ελευθερωτικό της πρωτοβουλίας των πολιτών έρχονται να "σηκώσουν" οι ΜΚΟ στην πράξη. Το πρόβλημα - στο οποίο ο Νίκος Μουζέλης φιλικά συνηθίζει να απαντά ότι δεν πρέπει να μας κρύβει την βαθύτερη λειτουργία του φαινομένου - είναι ότι όταν βασική πηγή χρηματοδότησης των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών είναι το δημόσιο ταμείο, τότε όλες αυτές οι αναλύσεις οπισθοχωρούν. Μέχρι και χάνονται , σβήνουν. στην πρακτική της κομματικής, αν μη παρεοκρατικής επιβολής ή/και του αντίστοιχου βολέματος.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά - αυτός, στην "Εφημερίδα των Συντακτών" - να θεωρεί ότι "στις εμπορευματικές κοινωνίες, όπου όλα αγοράζονται και όλα πωλούνται, όπου υπάρχει "ζήτηση" θα εμφανισθεί και κάποια "προσφορά". Αυτό, κατά την αντίληψή του, εξηγεί την εμφάνιση παράδοξων, προσχηματικών (ή και ακόμη χειρότερων) υπηρεσιών απο πλευράς ΜΚΟ. Για τον Τσουκαλά, "αν κάποιες ανάγκες ήταν απαραίτητες, θα μπορούσαν να υπηρετούνται ευθέως απο δημόσιους μηχανισμούς [ενώ] ανατίθεται σε αυτόκλητους "ειδικούς" ιδιώτες. Έτσι, μετατοπίζεται καίρια η εσωτερικευμένη ιδεολογική διάκριση ανάμεσα σε δημόσια και ιδιωτική σφαίρα". Γι αυτόν, δηλαδή, μέσα από την άνθηση της κοινωνίας πολιτών "αίρεται το μονοπώλιο της κρατικής εξουσίας να κρίνει αυτόνομα και υπεύθυνα παρά του δέοντος γενέσθαι και να παρεμβαίνει ενεργά όπου χρειάζεται".
Έτσι, η συνεχής διεύρυνση των ορίων λειτουργίας των ΜΚΟ προκύπτει "το αναγκαίο στοιχείο της πολιτικοϊδεολογικής συγκυρίας της εποχής μας".
Και οι παρεκτροπές - όπως του τελευταίου καιρού - παύουν να είναι παρεκτροπές: είναι νομοτελειακή απόληξη.
Ετσι, παρουσιάζεται ο δομημένος αντίλογος για τις ΜΚΟ. Διαλέξτε!

Δημοσιεύτηκε στο Protagon.gr στις 11-3-2014

Πολεμώντας τον προηγούμενο πόλεμο

Δύο μέτωπα συγκέντρωναν όλες αυτές τις μέρες την προσοχή - και θα συνεχίσουν να την συγκεντρώνουν: οι κραδασμοί στο τραπεζικό σύστημα (με προκάλυμμα τα ανακοινωμένα αποτελέσματα των stress tests Προβόπουλου , τις κινήσεις των ίδιων των τραπεζών και την διαφωνία της Τρόικας/του ΔΝΤ) και η επιταχυνόμενη ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού (με την εσωτερική κατάρρευση/implosion ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, την προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του το μόρφωμα της "Ελιάς" μετά την προσάραξη των "58" και με τα πρώτα βήματα του "Ποταμιού"). Σαν φόντο και των δυο λειτουργεί, βέβαια, η συνεχιζόμενη/καλλιεργούμενη αβεβαιότητα σχετικά με τις κινήσεις της Τρόικας και τις εφεξής προθέσεις των "εταίρων" μας (=της Γερμανίας) έναντι όσων έχουν απομείνει στον δοκιμαστικό σωλήνα απο το πειραματόζωο "Ελλάδα".
Όμως θα μας επιτρέψει ο αναγνώστης να ξεκινήσουμε απο κάπου αλλού. Από την διαπίστωση ότι - γενικότερα - εμπεδώνεται η αίσθηση πως εκείνο που συμβαίνει είναι ότι πολεμούμε, ότι πολεμούν όλοι στην συγκυρία που διαμορφώνεται σήμερα τον ... προηγούμενο πόλεμο. Πολεμούν με αναλύσεις του προηγούμενου πολέμου, με όπλα του περασμένου πολέμου, με στόχους του προηγούμενου πολέμου. Σε επίρρωση αυτού του ισχυρισμού, αξίζει να δει κανείς ένα ιδιότυπο βιβλίο-σύνθεση της δημοσιογράφου Μαριάννας Τόλια: "Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα" .
Στο βιβλίο αυτό, τι έχει επιχειρηθεί; Μεταφέρονται - με εκλαϊκευτικό τρόπο - τα επιχειρήματα αναλυτών από απολύτως "ορθόδοξες" κατευθύνσεις, από την Banque de France, από την Asian Development Bank, από την Nordea Bank, από το ίδιο το Τμήμα Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΙMF: ό,τι το πιο κατεστημένο! Kαι δείχνεται πώς αμφισβητείται, εκ των έσω, το θεμελιώδες εκείνο στοιχείο στο οποίο στηρίχθηκε το Πρόγραμμα Προσαρμογής για την Ελλάδα, η άποψη δηλαδή ότι το κόστος παραγωγής/η χαμένη ανταγωνιστικότητα λόγω του μοναδιαίου κόστους εργασίας, ήταν και παραμένει - απλώς - λάθος. Μπορεί ο αναγνώστης να δει, βήμα-βήμα, πώς η ίδια η αρχιτεκτονική του ευρώ, της Ευρωζώνης οδηγούσε τις χώρες με παραγωγή που βρίσκεται σε χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο (Ελλάδα και Πορτογαλία δεν είναι παράλληλες με Ιταλία ή Ισπανία) σε νομοτελειακή προσάραξη, μπροστά π.χ. στις κινεζικές εξαγωγές, καθώς είχαν μπει στο ευρώ με υπερτιμημένη ισοτιμία που βαθμιαία "ξήλωσε" το δικό τους παραγωγικό μοντέλο. Και έχοντας ζήσει μιαν νομισματική πολιτική πεισματικά υπερτιμημένου νομίσματος στα χέρια της "γερμανικής" ΕΚΤ.
Η ιδεολογική μα και πρακτική mantra της εσωτερικής υποτίμησης που εκφωνείται από την Τρόικα αλλά και (πιο αιχμηρά/πολιτικά) από την 'Ανγεκλα Μέρκελ και τα διαγράμματά της, αλλά και η τρομακτική εμπειρία που έζησε η Κύπρος στα χέρια των "εταίρων" ως δοκιμαστικό του bail-in, έρχονται να αποκτήσουν την σωστή τους διάσταση.
Πρόσθετη ιδιορρυθμία, όμως, αυτού του βιβλίου είναι ό τι η συγγραφέας επιστράτευσε διαφοροποιημένες προσωπικότητες της δημόσιας σκηνής - από τον Στέφανο Μάνο μέχρι τον Γιάννη Τόλιο, απο τον Αλέκο Παπαδόπουλο μέχρι τον Πέτρο Λινάρδο-Ρυλμόν και τον Γιώργο Παπανικολάου - που ακριβώς φέρνουν τις διαφορετικές (έως και αντιδιαμετρικές) αναγνώσεις ους στο τι συμβαίνει και τι αυτό σημαίνει...

Προσχηματικότητες και δημιουργία
ναρκοπέδιου με τις τράπεζες
Τι εννοούμε; Ότι η εμμονή της "αγωγής" που προτείνει/επιβάλει το Πρόγραμμα Προσαρμογής, στο δίπολο της εσωτερικής υποτίμησης και της δημοσιονομικής διόρθωσης μέχρι τα όρια της αντοχής του συμπαθούς πειραματόζωου και λίγο παραπέρα, με την Κυπριακή προοπτική να βρίσκεται μάλιστα σε ορατό ορίζοντα (ή, πάντως, να μην αποκλείεται συνειδητά...), σημαίνει αγκύρωση στο χθες. Σε χθεσινές αναλύσεις και χθεσινές συνταγές. Και τούτο όταν το σήμερα είναι όλο και σαφέστερα "αλλού".
Πάμε όμως στις τράπεζες, και μάλιστα σε κάτι που θα φανεί εκ πρώτης όψεως επιδερμικό: τις συνθήκες λίγο - πολύ τεχνητής έντασης μέσα από τους χειρισμούς δημοσιότητας (και των δυο πλευρών: και Προβόπουλου/Στουρνάρα-Κυβέρνησης, αλλά και Τρόικας/ΔΝΤ, με όπλο τις διαρροές και τα μουρμουρητά...) υπό τις οποίες δόθηκαν στην δημοσιότητα τα αποτελέσματα των "τεστ αντοχής" δεύτερης εποχής για τις Ελληνικές τράπεζες.
Μια στιγμή, να ξαναδούμε πώς εμφανίστηκαν τα πράγματα επισήμως/κατά BlackRock Προβόπουλο. Σχεδόν στα 3 δις προέκυψαν οι ανάγκες για την Eurobank: εκείόμως η ουσία είναι η αμηχανία της συζήτησης για την πρόσθετη ανακεφαλαιοποίηση με αύξηση κεφαλαίου και ταυτόχρονη παραχώρηση του ελέγχου από το ΤΧΣ σε ιδιώτες, καθώς όλοι διστάζουν να δώσουν την νομοθετική κάλυψη για πώληση που θα αφήσει λογιστική ζημία στο ΤΧΣ. Στην Εθνική τελικά οι ανάγκες λίγο πάνω από τα 2 δις - με το πρόβλημα να προέρχεται κατά κύριο λόγο απο την Finans: εδώ νέα αντιστροφή! Δίνονται διαβεβαιώσεις ότι οι ανάγκες μπορούν να καλυφθούν, όμως το ζήτημα είναι πως θα υλοποιηθούν οι ενέργειες που να ρυθμίσουν εσωτερικά τις κεφαλαιακές αυτές ανάγκες, ιδίως μετά το "γλίστρημα" ακριβώς της Finans.
Στην με πολύ μικρότερες ανάγκες - στα 420 εκατομμύρια - Πειραιώς, ήδη το πράγμα δείχνει να αντιμετωπίζεται με την παραδοσιακή ορμητικότητα Σάλλα: προωθείται γενικότερη ρύθμιση της κεφαλαιακής της δομής, με ΑΜΚ έως 1,75 δις (με μερική παραίτηση των παλαιών μετόχων) και με έκδοση ομολογιακού 500 εκατ. που μάλιστα ανακοινώθηκε την ίδια στιγμή που "έκλεισε" η δημοσιοποόιηση των ευρημάτων Προβόπουλου/BlackRock. Για την Alpha, τα μεγέθη όχι σημαντικά - λίγο πάνω από τα 250 εκατομμύρια - αλλά και ταυτόχρονα ανακοίνωση σημαντικήw ΑΜΚ, στο 1,2 δις ευρώ. (Το προϊόν της ΑΜΚ εν πολλοίς θα πάει για εξαγορά των - ακριβών - προνομιούχων μετοχών της εποχής Αλογοσκούφη: 920 εκατ. για Alpha, 750 για Πειραιώς).
Πέρα, δε, απο τις συστημικές τράπεζες, "έπεσε το ταβάνι" κατά 400 εκατομμύρια και στην Τράπεζα Αττικής, των μηχανικών.
Το κλίμα έντασης που δημιουργήθηκε γύρω από τα stress tests (δηλαδή: γύρω από τις κεφαλαιακές ανάγκες. δηλαδή: γύρω από εχέγγυα σταθερότητας και εμπιστοσύνης του τραπεζικού συστήματος), με την Τρόικα/το ΔΝΤ να "ήρξατο χειρών αδίκων" δια των διαρροών για αμφισβήτηση της μεθοδολογίας Προβόπουλου, αλλά και με τους δικούς μας να σηκώνουν πρόθυμα το κλίμα αντιπαράθεσης με όμορφες διαρροές προσχηματικής "αντίστασης κατά της Τρόικας", βρήκε κάποια εκτόνωση. Πώς; Περισσότερο επειδή οι ίδιοι οι τραπεζίτες ξεκίνησαν τις δικές τους κινήσεις προς την αγορά - πηγαίνοντας έτσι να παρακάμψουν την στήριξη ΤΧΣ. Αλλά και οι Τροϊκανοί δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι το να στηθεί στην Ελλάδα/πειραματόζωο της δημοσιονομικής διόρθωσης και της εσωτερικής υποτίμησης ένα πρόσθετο σκηνικό που να θυμίζει Κύπρο, θα λειτουργούσε ως αυτοναρκοθέτηση της πορείας.
Όμως... τι μένει; Μένει εκείνη η υπόμνηση ότι "εντάξει αυτά τα stress tests Προβόπουλου/BlackRock , όμως η τελική εικόνα θα δοθεί προς τα τέλη του έτους, με την μεγάλη δοκιμασία που θα τρέξει διΕυρωπαϊκά η ΕΚΤ". Και, εδώ, οι Ελληνικές τράπεζες να πορεύονται με τα επισήμως μη-εξυπηρετούμενα δάνεια στο 31,5% (9μηνο του 2013), να κοιτάζουν όμως προς ένα αριθμό που γράφει "4" μπροστά. Ζαλιστικά πράγματα. Και ξέρετε το πιο σοβαρό; Ότι με τα διαδοχικά γυμνάσια των τεστ αντοχής, της "αποκάλυψης" της ποιότητας του χαρτοφυλακίου, της διαρκούς συζήτησης με τους ουλαμούς ελεγκτών Βρυξελλών, οι Ελληνικές τράπεζες.... κοντεύουν να ξεχάσουν πια την δουλειά τους. Που είναι να εκτιμούν πιστωτικούς κινδύνους, να δίνουν δάνεια, θυμάστε; Αυτό λειτουργεί ως το αληθινό ναρκοπέδιο.

Τι βρίσκεται (όχι "κρύβεται")
πίσω απο τις Γερμανικές κινήσεις
Μια επιτροχάδην ματιά, τώρα, στις Γερμανικές κινήσεις που συσσωρεύτηκαν την περασμένη βδομάδα. Ήταν κυρίως η επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου Joachim Gauck, με όλες τις συμβολικές κινήσεις αναγνώρισης της Γερμανικής ενοχής (από το Μουσείο της Ακρόπολης μέχρι τους Λυγκιάδες της Ηπείρου ή την Συναγωγή των Ιωαννίνων). Ήταν όμως, ακόμη περισσότερο, η αίσθηση ότι κάτω και πίσω απο την επίσημη/νομική άρνηση όποιας συζήτησης για το τρίπτυχο: Γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις - αποζημιώσεις έναντι ιδιωτών - Κατοχικό αναγκαστικό δάνειο, έχει τεθεί σε λειτουργία μια βαθμιαία επανατοποθέτηση.
Δεν ξέρουμε πότε και πώς, με ποια συγκυρία και με ποιες εξισορροπήσεις (ηθικό στοιχείο αναγνώρισης της Γερμανικής ενοχής απέναντι το υλικό της απαίτησης επανόρθωσης αφενός. "άνοιγμα" της Γερμανίας απο το παρελθόν απέναντι στην ανάγκη στήριξης της Ελλάδας του σήμερα), όμως "κάτι βράζει". Και η πεισματική επαναφορά της συζήτησης απο τον Μανώλη Γλέζο είναι φανερό, έχει αποκτήσει λειτουργικά περιεχόμενο. Κάτι βρίσκεται - όχι "κρύβεται" - πίσω απο τις τελευταίες Γερμανικές κινήσεις. Και, παραλειπόμενο: την ίδια ακριβώς στιγμή που ο πρόεδρος Gauck μιλούσε στο Μουσείο της Ακρόπολης, στο Ινστιτούτο Γκαίτε παρουσιαζόταν μελέτη με στήριξη του Ιδρύματος Rosa Luxemburg (!) σχετικά με τα προβλήματα της μετανάστευσης στην Ελλάδα...

Δημοσιεύτηκε στην Ναυτεμπορική στις 11-3-2014