Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.
Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .
Ομιλία στην Συνδιάσκεψη της Ελιάς (8 & 9 Μαρτίου)
Φίλες και φίλοι, επιτρέψτε μου μια διευκρίνιση πριν ξεκινήσω. Εδώ βρίσκομαι σαν ένας πολίτης. Σαν ένας πολίτης της κεντροαριστεράς. Η κεντροαριστερά δεν έχει πλέον ιδιοκτήτες. Ιδιοκτήτες είμαστε όλοι εμείς εδώ, είναι οι χιλιάδες πολίτες που είναι έξω από αυτή την αίθουσα που μας ακούνε καθημερινά και θα μας κρίνουν από εδώ και μπρος. Ιδιοκτήτης είναι ο ίδιος ο λαός και σε τελική ανάλυση αυτοί θα μας πούνε τι θα κάνουμε, οι πολίτες θα μας πούνε πώς θα πορευτούμε και πώς θα κινηθούμε.
Αυτό όμως που έχει σημασία σήμερα είναι να δούμε ως χώρα πέντε χρόνια μέσα στην κρίση και πλησιάζοντας προς την έξοδο από αυτή την κρίση, αν ρωτάμε τα σωστά ερωτήματα. Και πρώτο και κύριο, μια χώρα η οποία έχει απολέσει περίπου το ¼ του εθνικού της πλούτου, που έχει περίπου 1,5 εκατομμύριο ανέργους, που έχει περίπου 400.000 περίπου Έλληνες που έχουν φύγει στο εξωτερικό τα τελευταία έξι επτά χρόνια αναζητώντας διεξόδους έξω από αυτή τη χώρα την οποία τη μάστιζε και εν μέρει τη μαστίζει ακόμη ένα πελατειακό σύστημα το οποίο δεν διαπερνά μόνο το κράτος, διαπερνά και ένα στρεβλό ιδιωτικό τομέα, ο οποίος εναγκαλισμένος με το κράτος ανέπνεε –σε εισαγωγικά- λόγω της διαπλοκής και του εναγκαλισμού των κρατικών επιδοτήσεων.
Οι πολίτες επομένως και η ίδια η χώρα θα έπρεπε να αναρωτιέται τι χώρα θέλουμε να φτιάξουμε από εδώ και μπρος. Ποιο κράτος θέλουμε. Ποιο κοινωνικό κράτος θέλουμε. Τι θεσμούς πρέπει να έχουμε. Ποιο πολιτικό σύστημα μας αρμόζει. Ποια οικονομία και ποιος είναι ο ρόλος ο δικός μας, των πολιτών, της κοινωνίας των πολιτών.
Αυτά τα ερωτήματα δεν τίθενται στον καθημερινό πολιτικό διάλογο που τον διατρέχουν οι εντυπώσεις και οι εντυπωσιασμοί. Τον διατρέχει η ονοματολογία. Τον διατρέχουν συμπεριφορές οι οποίες δεν αρμόζουν στο δημόσιο συμφέρον.
Επομένως ας σκεφτούμε λίγο τι χώρα θα θέλαμε και εάν σε αυτή την αίθουσα δεν είχαμε μαζευτεί εμείς οι σοσιαλδημοκράτες, είχαν μαζευτεί οι φιλελεύθεροι και οι δεξιοί, αυτοί τι θα συζητούσαν άραγε σήμερα πέντε χρόνια μετά την κρίση; Προφανώς δεν θα συζητούσαν τα Ζάππεια, γιατί αυτά τα έχει φάει το χρονοντούλαπο της ιστορίας πλέον. Αλλά τι θα θέλανε να φτιάξουν; Ποια χώρα θα θέλανε να φτιάξουν;
Αν το δούμε ιδεολογικά και ας ξεκινήσουμε έτσι, θα θέλανε μια χώρα όπου θα κυριαρχούσαν οι δυνάμεις της αγοράς. Θα μας λέγανε ότι μόνο οι δυνάμεις της αγοράς μπορούν να παράξουν πλούτο και ότι όλα τα άλλα ο ρόλος του κράτους, το κοινωνικό κράτος, είναι πολύ δευτερεύοντα, δεν τα χρειαζόμαστε. Ας αφήσουμε επομένως την αγορά να αναπνεύσει. Κάποιοι λιγότερο νεοφιλελεύθεροι, λίγο πιο συντηρητικοί θα λέγανε, θέλουμε και λίγο κράτος να βοηθάει λίγο τους φτωχούς και κάπου να ρυθμίζει σε ένα βαθμό την αγορά, αλλά όχι πάρα πολύ.
Σε αυτό το χώρο το δεξιό φιλελεύθερο, υπάρχει και ο ακροδεξιός χώρος. Ο φοβικός. Αυτός που δεν ανέχεται τη διαφορετικότητα, δεν ανέχεται κάτι το οποίο το θεωρεί ξένο ως προς τις ελληνικές παραδόσεις. Ξεχνώντας βέβαια ότι οι ελληνικές πολιτικές κυρίως παραδόσεις, ήταν πάντα δημοκρατικές, ήταν πάντα αντιφασιστικές, ήταν πάντα αντιναζιστικές και δεν ήταν αυτό το οποίο εκφράζεται από ένα μόρφωμα το οποίο υποτίθεται υπερασπίζεται πατριωτικά συμφέροντα, ενώ στην ουσία είναι καθαρά αντιπατριωτικό, εάν δούμε την ειρηνική πολιτική ιστορία.
Κάπου εκεί έρχεται και η αριστερά, η οποία αποστρέφεται και δικαίως ως ένα βαθμό την οικονομία της αγοράς. Αλλά τι λύση δίνει στις αποτυχίες της οικονομίας της αγοράς; Την επιτυχία του κράτους. Εκεί το κράτος γίνεται παραγωγός, το κράτος απολαμβάνει όλες τις ευκαιρίες που υπάρχουν σε αυτή την κοινωνία. Αναπαράγεται το ίδιο μαζικά, γίνεται μεγάλο. Δημιουργεί τα πάντα και έτσι υποτίθεται ότι έτσι δημιουργεί συνθήκες ισότητας.
Νομίζουμε όμως φίλες και φίλοι, ότι και οι αγορές αποτυχαίνουν, παρότι δημιουργούν πλούτο. Δημιουργούν πλούτο ο οποίος είναι ανισομερώς κατανεμημένος. Στις περισσότερες κοινωνίες το 1%, 2%, 3%, 5% το πολύ των πολιτών έχει πάνω από το 50% ή 60% του πλούτου. Δημιουργεί επομένως η αγορά που ταυτόχρονα δημιουργεί πλούτο και καλά κάνει και τον δημιουργεί, τεράστιες ανισότητες. Αλλά οι ανισότητες δεν είναι μόνο οικονομικές, δεν είναι μόνο κοινωνικές, είναι και αναπτυξιακές και οικολογικές και ανισότητες στο περιβάλλον. Στο πώς σχεδιάζουμε την πόλη μας. Στο πώς ζούμε.
Είναι ευρύτερες ανισότητες τις οποίες ο καπιταλισμός και ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν. Το ίδιο το κράτος επίσης το μεγάλο δημιουργεί και αυτό αποτυχίες. Αποτυγχάνει και αυτό. Αφαιρεί πόρους από την πραγματική οικονομία. Ισοπεδώνει, γιατί η λογική του είναι ότι πρέπει μέσα στην κρατική λογική να είμαστε όλοι ίσιοι, να έχουμε όλοι τα ίδια αποτελέσματα.
Είναι όμως αυτή η λογική την οποία θα έπρεπε να ακολουθήσει μια χώρα, η οποία βγαίνει από την κρίση και αναζητά το δρόμο της; Μάλλον όχι. Ούτε η ισοπέδωση των αγορών, επομένως, ούτε η ισοπέδωση του κρατισμού.
Κάπου εκεί τώρα εμφανίζονται και κάποια νέα κόμματα. Εγώ θα τα έλεγα ποτ πουρί κόμματα. Τα οποία λένε μας αρέσει και το κράτος, μας αρέσει και ο φιλελευθερισμός της αγοράς, μας αρέσουν όλα. Γιατί μας αρέσει δεν μας λένε βέβαια και αν βέβαια σου αρέσουν όλα, αν δεν ξέρεις που πας, αν δεν ξέρεις τι θέλεις, όλοι οι δρόμοι θα σε οδηγήσουν κάπου και είσαι πάντα ασφαλής μέσα στο να μην ξέρεις τι θέλεις.
Εκεί κάπου έρχεται η σοσιαλδημοκρατία και εκεί έρχονται οι δικές μας ευθύνες. Έρχεται η σοσιαλδημοκρατία η οποία αναγνωρίζει την οικονομία της αγοράς, αναγνωρίζει ότι ο πλούτος δεν θα δημιουργηθεί από ένα μεγάλο κράτος, αναγνωρίζει όμως ότι οι ανισότητες που δημιουργεί η αγορά και οι οικονομικές και οι κοινωνικές και οι περιβαλλοντικές και οι ανισότητες ζωής, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από ένα κράτος το οποίο δεν θα δημιουργεί και αυτό ανισότητες, αλλά θα μειώνει αυτές τις ανισότητες μέσω, πρώτον, του ρυθμιστικού του ρόλου, δηλαδή λειτουργεί η αγορά με ένα τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε όλοι να είναι ισότιμοι. Όχι κάποιοι να βάζουν τρικλοποδιές στους άλλους, γιατί έχουν καλύτερες σχέσεις με το κράτος, γιατί έχουν μεγαλύτερες υπερεθνικές εξουσίες, γιατί τώρα το κεφάλαιο είναι διεθνές, αλλά παράλληλα το κράτος παρεμβαίνει ιδίως μέσω του κοινωνικού του ρόλου, μέσω των θεσμών της εκπαίδευσης, της παιδείας, της κοινωνικής προστασίας και της υγείας, για να δημιουργεί ίσες ευκαιρίες, όχι ίσα αποτελέσματα.
Δημιουργούμε ίσες ευκαιρίες, δίνουμε τη δυνατότητα στο παιδί του άνεργου από τη Νάουσα να ανταγωνιστεί το παιδί του βιομήχανου από την Κηφισιά. Αυτός είναι ο ρόλος ο δικός μας. Να δημιουργήσουμε καλά σχολεία, καλά νοσοκομεία, καλές υπηρεσίες γι' αυτούς οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση στα νοσοκομεία τα ιδιωτικά, ή στα σχολεία τα ιδιωτικά, αλλά καλά σχολεία, όχι απλώς μαζικά και προοδευτικά σχολεία. Ποιοτικά νοσοκομεία, όχι απλώς νοσοκομεία.
Και εκεί ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης γίνεται ακόμη πιο δύσκολος, γιατί είμαστε αντιμέτωποι με υπερεθνικούς θεσμούς που στη βάση τους αυτή τη στιγμή είναι νεοφιλελεύθεροι. Και ενώ η χώρα μας πέτυχε μια πολύ σημαντική νίκη, να είναι μέλος τώρα της ευρωπαϊκής οικογένειας, με κεντροαριστερή κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη και είμαστε μέλος μιας μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας η οποία προστατεύει τα εθνικά μας συμφέροντα, παράλληλα όμως αυτό το ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα δεν προχώρησε. Έμεινε στη νομισματική της μορφή και δημιούργησε νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις. Γιατί δημιούργησε νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις; Γιατί όταν απελευθερώνεις τις αγορές, απελευθερώνεις τη διακίνηση ανθρώπων, κεφαλαίων και υπηρεσιών, αυτό το οποίο θέλει ο καπιταλισμός στην ουσία για να λειτουργήσει υποτίθεται απρόσκοπτα, τότε δημιουργείς ανισότητες.
Υπάρχει μια συνταγματική ασυμμετρία μεταξύ του ευρωπαϊκού οικοδομήματος του νεοφιλελευθερισμού και το τι συμβαίνει στα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη έχουν κοινωνικό κράτος και ισχυρό ρυθμιστικό ρόλο, έτσι ώστε όπου μπορούν να διορθώνουν τις ανισορροπίες της αγοράς.
Στην Ευρώπη όμως έχουμε μόνο απελευθέρωση και κάποια μικρή ρύθμιση. Δεν υπάρχει κοινωνικό κράτος, δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή, δεν υπάρχει ευρωπαϊκός κοινοτικός προϋπολογισμός που να ισοσκελίζει και να αντισταθμίζει τις ανισότητες.
Και εδώ βρίσκεται ο δικός μας ρόλος, ο σύγχρονος ρόλος της κεντροαριστεράς να φτιάξουμε αυτό το ευρωπαϊκό εποικοδόμημα, αλλά και το παγκόσμιο ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο θα φέρει την κεντροαριστερά στο προσκήνιο, ρυθμίζοντας τις καθοριστικές λειτουργίες έτσι ώστε να είναι προς όφελος του πολίτη.
Τα έχει πει πάρα πολύ καλά και αναλυτικά πρόσφατα ο Νίκος Μουζέλης με τη συνεχή του αρθρογραφία στα θέματα αυτά, ότι μπορούμε να φτιάξουμε ένα νέο πλαίσιο που δεν θα είναι απαραίτητα νεοφιλελεύθερο. Ένας καπιταλισμός που θα είναι πιο υπεύθυνος και ένα κοινωνικό κράτος το οποίο θα προστατεύει όλους τους πολίτες και ιδίως αυτούς που το έχουν πραγματικά ανάγκη.
Φίλες και φίλοι, ποια θα πρέπει να είναι επομένως η μεταμνημονιακή Ελλάδα, η μεταμνημονιακή οικονομία, το μεταμνημονιακό κράτος; Εγώ επιτρέψτε μου πολύ σύντομα να γίνω λίγο συγκεκριμένος. Ας σκεφτούμε επομένως το τι σημαίνει αποτελεσματικό κράτος. Αποτελεσματικό κράτος σημαίνει ότι δεν το βρίσκεις μπροστά σου όταν θέλεις να επιχειρείς, δηλαδή όταν θέλεις να ανοίξεις μια επιχείρηση να σου βάζει δέκα τρικλοποδιές, και όταν το θέλεις πραγματικά, δηλαδή θέλεις ουσιαστικές υπηρεσίες παιδείας και υγείας, δεν το βρίσκεις μπροστά σου. Γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα.
Αποτελεσματικό κράτος ως ρυθμιστής σημαίνει ότι η αγορά ρυθμίζεται πραγματικά. Σημαίνει ότι έχεις μια Επιτροπή Ανταγωνισμού η οποία είναι ουσιαστική, που δεν επιτρέπει στα μονοπώλια και ολιγοπώλια τα οποία εμείς έχουμε δημιουργήσει ως κοινωνία, γιατί έτσι θεωρήσαμε ότι πρέπει να υπάρχουν να έχουν υπερκέρδη. Δεν επιτρέπεις σε συνθήκες κρίσης κλειστές ολιγοπωλιακές καταστάσεις από την ενέργεια, από τις τηλεπικοινωνίες, από ολόκληρους οικονομικούς τομείς δραστηριότητας, όπως οι μεταφορές, να υπάρχουν όχι κλειστά επαγγέλματα, γιατί η Ελλάδα δεν υποφέρει από το μικρό αριθμό επαγγελμάτων, έχουμε πολύ περισσότερους γιατρούς, δικηγόρους, φαρμακοποιούς, αρχιτέκτονες, ταξιτζήδες από ότι έχει οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο ανά 1.000 κατοίκους.
Αυτό από το οποίο υποφέρει η Ελλάδα είναι η κλειστή οικονομία και δεν έχει ρυθμιστικές αρχές οι οποίες να ρυθμίζουν αυτή την κλειστή οικονομία την οποία έχει έτσι ώστε είτε να την ανοίγουν όπου χρειάζεται να την ανοίγουν, είτε να ρυθμίζουν τα υπερκέρδη τα οποία συσσωρεύουν επιχειρήσεις, γιατί ακριβώς το κράτος τις προστατεύει.
Χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο φορολογικό σύστημα το οποίο όμως επιτρέψτε μου δεν θα πρέπει να το φτιάξει ο μηχανισμός του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος έχει αποδείξει χρόνια τώρα ότι δεν μπορεί να φτιάχνει φορολογικά συστήματα. Φτιάχνει δαιδαλώδεις φορολογικές νομοθεσίες, τις οποίες κανείς δεν τις κατανοεί και οι οποίες κυριαρχούνται από χιλιάδες εξαιρέσεις για χιλιάδες συμφέροντα.
Τέσσερις φορολογικές βάσεις με μια κατεύθυνση. Όποιος δημιουργεί έρευνα και ανάπτυξη στη χώρα, όποιος δημιουργεί θέσεις εργασίας πληρώνει λιγότερους φόρους ως επιχείρηση απ' όσους δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας, απ' όσους δεν δημιουργούν θέσεις ανάπτυξης. Δεν χρειάζεται δυσκολία εδώ πέρα.
Και παράλληλα ένας φορολογικός νόμος απόλυτα διαφανής. Εγώ θέλω να ξέρω τι κατά κεφαλήν εισόδημα πληρώνει στη Φιλοθέη, τι κατά κεφαλήν φόρο πληρώνουν στην Καστοριά, τι κατά κεφαλήν φόρο πληρώνουν στο Πέραμα και τι κατά κεφαλήν φόρο πληρώνουν στην Κηφισιά. Αλλά η διαφάνεια θα βοηθήσει αυτή την κοινωνία να έρθει στα ίσια της. Θα βοηθήσει κάποιους οι οποίοι διαμαρτύρονται για υψηλούς ή χαμηλούς φόρους να δούνε πού πραγματικά βρίσκονται οι ίδιοι και οι περιοχές στις οποίες ζούνε. Και το ίδιο να ισχύει και για κάθε επάγγελμα, για κάθε κοινωνικοοικονομική κατηγορία. Να δούμε δηλαδή τους φόρους που πληρώνουν οι γιατροί του ΕΣΥ σε σχέση με τους φόρους που πληρώνουν οι ελευθεροεπαγγελματίες γιατροί και δεν θα εκπλαγείτε εάν δείτε ότι οι γιατροί του ΕΣΥ πληρώνουν μεγαλύτερους φόρους απ' ό,τι πληρώνουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες γιατροί.
Επομένως ας βάλουμε μια φορολογική διαφάνεια παντού και το ίδιο να ισχύει και για τις επιχειρήσεις. Ένας ιστότοπος όπου όλες οι φορολογικές δηλώσεις των επιχειρήσεων είναι εκεί με το τζίρο τους, τα κέρδη τους και τις ζημιές τους. Και αν δεις επιχειρήσεις οι οποίες είναι στις ζημιές επί 20 χρόνια, αλλά συνεχίζουν να υπάρχουν αυτό σημαίνει ότι κάνουν δημιουργική λογιστική και ότι κρύβουν τα κέρδη τους. Και παράλληλα, εφόσον μιλάμε και για κοινωνία των πολιτών και εταιρική κοινωνική ευθύνη, στην ίδια ιστοσελίδα να μας λέει η κάθε εταιρεία τι κάνει και για μας όλους, για τους πολίτες. Τι βοηθά; Βοηθά να ανοίξουν νέα γηροκομεία; Βοηθά σχολεία; Βοηθά νοσοκομεία αυτή η εταιρεία; Βοηθά την κοινωνία των πολτών να αναπνεύσει;
Γιατί όταν προστατεύεις την οικονομική δραστηριότητα, θέλεις να πάρεις και πίσω κάτι σαν κοινωνία, όχι σαν κράτος, σαν κοινωνία. Και μιλώντας και για φορολογικό, αυτό σημαίνει ότι και οι ασφαλιστικές μας εισφορές δεν θα πρέπει να επιδοτούνται για να δημιουργούμε ανισότητες μέσω των ελαφρύνσεων που δίνει το ασφαλιστικό σύστημα σε συγκεκριμένες κοινωνικοικονομικές κατηγορίες. Συνδεδεμένο με αυτό είναι η δομή του κράτους σε σχέση με τις περιφέρειες. Εδώ θα πρέπει να δούμε το μικρότερο κράτος ως αποκεντρωμένο κράτος. Έχουμε 13 περιφέρειες. Εγώ δεν κατάλαβα γιατί έχουμε επτά αποκεντρωμένες διοικήσεις, έχουμε επτά περιφερειακά συστήματα υγείας και η υγεία είναι περίπου το 1/3 του προϋπολογισμού του κράτους μαζί με τα άλλα κοινωνικά επιδόματα και έχουμε 13 περιφέρειες με πάνω από 700 εκλεγμένους περιφερειακούς συμβούλους, σπάμε την Πελοπόννησο στα δύο, δεν το έχω καταλάβει, και για τη Στερεά Ελλάδα που εκεί έγινε και δεν οδηγούμαστε σε ένα περιφερειακό σύστημα πιο ισότιμο.
Δεν μπορεί να σταθεί μια χώρα αποκεντρωμένη όταν η Αθήνα και η Κεντρική Μακεδονία είναι τα 2/3 του πληθυσμού της χώρας. Χρειαζόμαστε μεγαλύτερα μεγέθη με μικρότερα περιφερειακά κοινοβούλια, με περισσότερες αρμοδιότητες για τους περιφερειακούς συμβούλους, με περισσότερη αποκέντρωση πόρων και μέσω της φορολογίας, το οποίο βέβαια προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση. Εάν θέλουμε όμως πραγματικά αλλαγή του πολιτικού συστήματος, η ευθύνη θα πρέπει να μετατοπιστεί από το κράτος της Αθήνας στις περιφέρειες κοντά στον πολίτη και να αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους και τοπικά. Δεν μπορούν να κατευθύνονται από την Αθήνα, αλλά αυτό δεν λύνεται με την πολυδιάσπαση, έχοντας 13 περιφέρειες χωρίς αρμοδιότητες και προσποιούμενοι ότι έτσι αλλάζουμε τη χώρα.
Πετύχαμε τη μαζικοποίηση στη δημόσια εκπαίδευση. Έχουμε μια προοδευτική δημόσια εκπαίδευση αλλά μπορεί να πει κανείς ότι έχουμε μια ποιοτική δημόσια εκπαίδευση και ποιοτικά πανεπιστήμια, όταν κάθε χρονιά 50.000 Έλληνες και Ελληνίδες πηγαίνουν στο εξωτερικό για να κάνουν μεταπτυχιακά. Όταν εμείς δεν προσελκύουμε ξένους φοιτητές και φοιτήτριες. Όταν είμαστε σε ένα από τα καλύτερα σημεία του κόσμου. Έχουμε τόσο μεγάλη επάρκεια σε ανθρώπινο δυναμικό, γιατί ένας στους τρεις Έλληνες έχει σπουδάσει σε καλά πανεπιστήμια και ενώ θα έπρεπε να έχουμε 150.000 ξένους φοιτητές στη χώρα μας και να είναι η Ελλάδα ένας χώρος προσέλκυσης και της διανόησης και της παραγωγής γνώσης, εμείς εξάγουμε ανθρώπινο δυναμικό προς το εξωτερικό και προσποιούμαστε ότι μας ενδιαφέρει η μαζικότητα και η προοδευτικότητα.
Τι να την κάνουμε τη μαζικότητα και την προοδευτικότητα όταν δεν έχουμε αποτέλεσμα.
Επομένως ναι στη μαζικότητα, ναι στην προοδευτικότητα, αλλά ναι και στο αποτέλεσμα. Και το ίδιο ισχύει για το σύστημα υγείας όπου δεν μπορούν να διατηρούνται πλέον 2.000 μαγαζάκια - κλινικές στο σύστημα υγείας και επειδή πρέπει να υπάρχουν 2.000 διευθυντές στο σύστημα υγείας. Επιτέλους ας αποκατασταθεί η ιεραρχία γιατί αυτό που πρέπει να κάνει το σύστημα υγείας είναι να έρθει κοντά στον πολίτη. Να έρθει κοντά σε εμάς. Όχι να εξυπηρετεί χιλιάδες μαγαζάκια εκεί μέσα.
Το ίδιο ισχύει και στο δημόσιο τομέα, όπου η αποκατάσταση της ιεραρχίας πρέπει να γίνεται με κριτήρια σοβαρά, πρέπει να γίνεται με κριτήρια ανταποδοτικά, πρέπει να γίνεται με κίνητρα και σίγουρα η ανάληψη των μεγάλων δημόσιων αξιωμάτων θα πρέπει να γίνεται από ένα σώμα που θα υπερβαίνει την κυβέρνηση με απόλυτη αξιοκρατία, το οποίο σημαίνει ότι δημόσιοι λειτουργοί οι οποίοι στείλανε ψεύτικα στοιχεία σε διεθνείς οργανισμούς, δεν μπορεί να ανταμείβονται με υψηλές θέσεις στον δημόσιο τομέα.
Η επιλογή από ανεξάρτητα σώματα θα πρέπει να ισχύει και για τη δικαιοσύνη συνολικά όπου η επιλογή από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και το Υπουργικό Συμβούλιο είναι αναχρονιστική και εδώ θα πρέπει να δούμε μια ανεξάρτητα δικαιοσύνη όπου οι επιλογές των ανώτατων δικαστικών θα προέρχονται από ένα ευρύτερο σώμα που θα υπερβαίνει την κυβέρνηση.
Και τελειώνω φίλες και φίλοι. Όλα αυτά για να γίνουν χρειάζεται ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα προφανώς. Χρειάζεται ένα Κοινοβούλιο που να λειτουργεί, χρειάζονται βουλευτές οι οποίοι δεν θα σηκώνουν απλά το χέρι τους, θα έχουν ουσιαστικό ελεγκτικό ρόλο, αλλά για να το κάνουν αυτό χρειάζεται ένας διαχωρισμός της εκτελεστικής από την νομοθετική εξουσία ουσιαστικός.
Και εδώ θα πρέπει να σκεφτούμε λίγο εάν πραγματικά αυτές οι δυο εξουσίες και το ασυμβίβαστο του υπουργού από την ιδιότητα του βουλευτή, θα είναι μια δική μας πρόταση που θα θέτει και συγκεκριμένα όρια θητείας, έτσι ώστε να μην αναπαράγονται τα γνωστά φαινόμενα του να λειτουργούν σε αλλεπάλληλους ρόλους οι ίδιοι άνθρωποι.
Θέλεις να γίνεις υπουργός παραιτήσου από βουλευτής. Δόξα τω Θεώ αυτή η χώρα έχει πάρα μα πάρα πολλούς ικανούς ανθρώπους και ας τους αξιοποιήσει επιτέλους. Αυτό το πολιτικό σύστημα πρέπει να εκδημοκρατιστεί και σίγουρα χρειάζεται ένα διαφορετικό εκλογικό νόμο που δεν θα δημιουργεί μεγάλες ανισότητες, όπως δημιουργεί ο παρόν εκλογικός νόμος.
Χρειάζεται διαφορετικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και χρειάζεται πρώτα και κύρια μια ισχυρή δημόσια τηλεόραση. Μια ισχυρή δημόσια τηλεόραση εξορθολογισμένη, όχι αφανισμένη με το να βάλουμε το μαύρο στις οθόνες, όχι με τέτοιου είδους αποφάσεις. Αλλά μια ισχυρή δημόσια τηλεόραση η οποία θα είναι πλουραλιστική, θα έχει όλες τις απόψεις και θα εκφέρει τον ορθό λόγο.
Φίλοι και φίλες οι πολίτες περιμένουν από εμάς να είμαστε ενωμένοι, να μη γκρινιάζουμε, να μη θέτουμε θέματα διαδικασίας συνέχεια, γιατί αυτό το οποίο έχει ταλαιπωρήσει το χώρο τα τελευταία χρόνια είναι να μιλάμε όλοι για την διαδικασία. Ο ένας μας φταίει, ο άλλος δεν μας αρέσει, ο άλλος είναι έτσι, ο τρίτος είναι αλλιώς.
Ας τα αφήσουμε αυτά και ας ανοίξουμε μια μεγάλη πολιτική συζήτηση. Οι πολίτες περιμένουν από εμάς να μη ρωτάμε πάντα το τι μπορεί να κάνει η παράταξη για μας, πού μπορεί να μας τοποθετήσει η παράταξη και πού μπορεί να μας πάει. Πρέπει να ρωτάμε συνέχεια και καθημερινά τι μπορεί να κάνει ο καθένας από εμάς για την παράταξη την ίδια.
Και με βάση αυτό, κάποιοι από εμάς και μέσα σε αυτούς βάζω πρώτα και κύρια τον εαυτό μου και νομίζω ότι το έχω δείξει με τη στάση μου το τελευταίο διάστημα, κάποιοι από εμάς πάμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω για να κάνουν κάποιοι άλλοι δύο βήματα μπροστά.
Οι πολίτες επομένως μας ζητάνε να προχωρήσουμε δυναμικά, μας ζητάνε να προχωρήσουμε ενωτικά, μας ζητάνε να ξαναφτιάξουμε το σπίτι μας και θα το φτιάξουμε.
Δημοσιεύτηκε στην Athensvoice.gr στις 9-3-2014
Λοιπόν, είναι παρατηρημένο: όταν κανείς φεύγει/βρίσκεται σε φάση αποχώρησης/αποδρομής, τότε είναι που διατυπώνει με μεγαλύτερη ενάργεια τις ουσιαστικότερες σκέψεις του.
Όχι, δεν είναι η λογική του "δεν έχω πια να χάσω κάτι" που εξηγεί - μόνη αυτή - το φαινόμενο. Ούτε, βέβαια, το σεμνοπρεπές εκείνο περί συσσωρευμένης πείρας... Αλλά, να, η ολοκλήρωση μιας πορείας προφανώς σου φέρνει ένα είδος συναίσθησης ευθύνης "να τα έχεις πει". Που κάνει να παραμερίζονται τα ταμπού και οι αναστολές που - παραδοσιακά - συνοδεύουν όσους κατέχουν σημαντικές θέσεις (ή: παίζουν προβεβλημένους ρόλους) και, συνεπώς, η ολοκλήρωση αυτής της πορείας τους απομακρύνει από την καταξιωμένη πρακτική της συγκάλυψης, των γενικοτήτων, της πολιτικής ορθότητας....
Ο λόγος για τις παρατηρήσεις που συνόδευσαν την παρουσίαση της Έκθεσης του Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (μια σύσταση: κρατήστε την ολόκληρη, την Έκθεση για το 2013 - κάτι μας λέει ότι θάναι πολύτιμη σε λίγα χρόνια γιατί κάπου εδώ κοντά βρίσκεται το timeline, η τομή στον χρόνο για την Ελληνική οικονομία!) από τον - κατά την τυπική πορεία των πραγμάτων ευρισκόμενο στο τέλος της θητείας του - Γ. Προβόπουλο. Βέβαια, είναι τόσο έντονο το στοιχείο αβεβαιότητας στην Ελληνική δημόσια σκηνή , ώστε κανείς δεν μπορεί να έχει την βεβαιότητα ότι τον Προβόπουλο δεν θα καταλήξει να διαδεχθεί ο Προβόπουλος. Ο οποίος ούτως ή άλλως ολοκληρώνει την πιο πολυκύμαντη θητεία Διοικητή μετά απ' εκείνες του Ξ. Ζολώτα (όχι δε όσες θυμόμαστε οι τωρινοί, αλλά τις αμέσως μεταπολεμικές, της Συνδιοίκησης με Βαρβαρέσο κοκ).
Πάντως και πιο προβλεπτής πλεύσεως θητείες έχουν επαληθεύσει την αρχή ότι προς το τέλος λέγονται τα σημαντικά: αν πάει κανείς στην έξοδο Ν. Γκαργκάνα, το 2007-8, αυτό βλέπει. ακόμη περισσότερο, οι δυο τελευταίες Εκθέσεις Λ. Παπαδήμου - με την Ελλάδα πλέον δρομολογημένη στην Ευρωζώνη και προτού ο ίδιος κάνει την αποχώρησή του προς Φρανκφούρτη - είχαν "ανεβάσει" με τραγικά προφητικό τρόπο ζητήματα όπως της απόλυτης ανάγκης εξασφάλισης όρων ανταγωνιστικότητας της οικονομίας (και μάλιστα πηγαίνοντας σε βάθος, όπως π.χ. στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ή ακόμη και της Παιδείας...), ή πάλι της μη-χαλάρωσης στο δημοσιονομικό μέτωπο (με προβλεπτή ήδη την παγίδα του ανέμελου δανεισμού, λόγω προσέγγισης σε "επιτόκια Ευρωζώνης"...).
Όταν τα τραπεζικά προβλήματα
συναντούν την ανεργία...
Πάμε τώρα όμως στην ουσία της παρέμβασης Προβόπουλου - ή, μάλλον, εκεί όπου οδηγεί η κατάθεσή του με βάση την ουσία. Πρώτα, κοντά στην πραγματική αρμοδιότητα/τεχνογνωσία της Κεντρικής Τράπεζας, του κεντρικού τραπεζίτη που μόλις είχε "αρπαχτεί" με την Τρόικα για τα stress tests των συστημικών τραπεζών, για το μέλλον των NPLs και της μετάφρασής τους σε αυριανή ισορροπία, της χρήσης πόρων ΤΧΣ για "συμπλήρωμα ανακεφαλαιοποίησης". Τίποτε το αληθινά άγνωστο στο ότι - με οριστικά στοιχεία 9μήνου της ΤεΕ - τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είχαν φθάσει το 31,2% ( στα καταναλωτικά, 45,8% το αντίστοιχο νούμερο!). Όμως, να, η κωδικοποίηση του ότι μέσα σε μια 5ετία και μόνο (δηλαδή: από την αρχή της κρίσης έως τώρα...) έχουμε 6πλασιασμό των NPLs, με το 5% του τότε να θεωρείται... πρόβλημα στην εποχή του, όσο και νάναι σοκάρει. Αν δεν σοκάρει, θα πει ότι είμαστε εγκατεστημένοι σε μιθριδατισμό.
Όμως το αληθινά ενδιαφέρον με την κατάθεση Προβόπουλου ήταν άλλο: ότι η Τράπεζα της Ελλάδος επισήμως θεωρεί πως στην ρίζα του ραγδαίου "κοκκινίσματος" των δανείων (όχι δε μόνον των επιχειρηματικών) δεν βρίσκεται μόνον η ύφεση (και η ανεργία, και η διάλυση της απασχόλησης, ευρύτερα, σε ότι αφορά τα νοικοκυριά), αλλά και η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης. Επίσης ενδιαφέρον - proactive, εδώ - το ότι η ΤτΕ έσπευσε όπως απεδείχθη να προκαταλάβει... την Τρόικα, πώς; Ζητώντας συστηματικότερη προσπάθεια διευθέτησης και ρύθμισης των δανείων που αγκομαχούν από πλευράς των Τραπεζών.
Σε λιγότερο κλασικό ρόλο, τώρα, ο Διοικητής της ΤτΕ έδωσε έμφαση στην κατάσταση της απασχόλησης/της ανεργίας. Εδώ, το γεγονός ότι από την πλευρά αυτή τονίστηκε με έμφαση ότι μέσα σε μια 4ετία και μόνο οι απώλειες θέσεων εργασίας ξεπέρασαν στην μικρή Ελλάδα τα 900.000 άτομα - αλλά και ότι αντίστοιχα το ποσοστό απασχόλησης του ενεργού εργατικού δυναμικού είχε πέσει στο 53,3% χάνοντας πάνω από 10 μονάδες (με στόχο, υπενθυμίζεται 70%, έναντι δε 75% για την Ευρώπη...) επίσης θάπρεπε να εντυπωσιάζει. Ακόμη πιο επιμελημένα, ο Διοικητής καταπιάστηκε και με την απογείωση των άτυπων μορφών απασχόλησης, δηλαδή την θρυμματοποίηση της αγοράς εργασίας, καθώς π.χ. η μερική απασχόληση από 7,7% πέρασε σε 12,9% , κάτω από την πίεση για αλλαγή μορφών απασχόλησης (αλλά και την "μετανάστευση" εργαζόμενων σε τομείς όπως το λιανικό εμπόριο, όπου παρόμοιες μορφές απασχόλησης ανθούν). Μάλιστα, πήρε τον κόπο η ΤτΕ να μας εξηγήσει ότι η άλλη μορφή απασχόλησης - των συμβάσεων ορισμένου χρόνου - δεν προχώρησε, γιατί; Διότι... η νομοθετική προστασία σε επίπεδο αποζημιώσεων την έχει πνίξει.
Και στους δυο αυτούς τομείς - κατάσταση της αγοράς πιστώσεων και κατάσταση της αγοράς εργασίας - η αποτίμηση των προοπτικών μέλλοντος από πλευράς Προβόπουλου ήταν εκείνο που λέμε "εξαιρετικά συγκρατημένη". Οι δυνατότητες πιστωτικής επέκτασης τού φαίνονται για το 2014 εξαιρετικά συγκρατημένες, καθώς οι καταθέσεις συνεχίζουν να φθίνουν, αλλά και οι τσουρουφλισμένες από τα καθυστερούμενα δάνεια τράπεζες παραμένουν διστακτικές (πλην όμως και η ίδια η καθοδήγηση της ΤτΕ είναι να υπάρχει αυστηρή κρίση των τραπεζών σχετικά με την βιωσιμότητα των προς χρηματοδότηση επιχειρήσεων). Και τούτο, πέρα από το ότι η εξάρτηση από την ΕΚΤ για άντληση ρευστότητας παραμένει άβολα υψηλή. Στο δε μέτωπο της ανεργίας, μόνον "ελαφρά άνοδο" της απασχόλησης - μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων - προσδοκά για το 2014 η ΤτΕ.
... αλλά τα πολιτικά συμπεράσματα
παραμένουν ακριβώς αυτό: πολιτικά
Βέβαια, και με τα δυο αυτά μέτωπα διαπιστώσεων κατατεθειμένα, ο Γ. Προβόπουλος φρόντισε να μην αποστεί από την επίσημη γραμμή περί ανάκαμψης το 2014 ("ισχυροποιούνται οι πιθανότητες το 2013 να είναι ο τελευταίος χρόνος της ύφεσης").
Προδήλως, προσέρχεται η Τράπεζα της Ελλάδος στην νέα ορθοδοξία περί jobless/creditless growth, που αρχίζει να ριζώνει διεθνώς "αδειάζοντας" την ίδια την έννοια ανάπτυξη (προς μια τζούφια μεγέθυνση: άλλη συζήτηση αυτή). Όμως και πάλι - αν και ευρισκόμενος στο τέλος της θητείας κλπ. - μερίμνησε ώστε την πρόγνωση του αυτή να την συνδυάσει με δύο προαπαιτούμενα. Το ένα απόλυτα αναμενόμενο: συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής προκειμένου να αποδειχθεί διατηρήσιμο κλπ. το διαβόητο πρωτογενές πλεόνασμα. Το άλλο πιο "πολιτικό": απαιτείται "αποσόβηση ή ίσως ελαχιστοποίηση των κινδύνων από επιδείνωση του κοινωνικοπολιτικού κλίματος", όπως αυτό βρίσκεται μπροστά μας λόγω της αντιπαραθετικής ατμόσφαιρας και της πόλωσης ενόψει εκλογών.
Με το διπλό αυτό προαπαιτούμενο, ο Διοικητής βγαίνει από την επικίνδυνη αυτοπαγίδευση στην οποία θα μπορούσε να έχει περιπέσει, πώς; Μα, ακριβώς κηρύσσοντας την αισιοδοξία και στο μέτωπο των πιστωτικών εξελίξεων και σε εκείνο της απασχόλησης, την στιγμή που βλέπει (και μας δείχνει...) τον ρυθμό με τον οποίο ογκώνονται τα προβλήματα. Η ΤτΕ, είναι αλήθεια, δεν τα πήγε καλά τα τελευταία χρόνια στο να προβλέψει την απογείωση της ανεργίας - και την καταβαράθρωση της παραγωγής, άλλωστε. Όμως , και απέναντι στο "κοκκίνισμα" των τραπεζικών χαρτοφυλακίων (που αυτή είναι η δουλειά της, διάβολε!) θάταν άγαρμπο να μην έχει "χτίσει" μιαν προκαταβολική εξήγηση άμα μέσα στο 2014 δούμε τα NPLs να τραβούν προς το 40%...
Ασφαλώς και είναι πολιτικές οι τοποθετήσεις κάθε κεντρικού τραπεζίτη. Ιδίως κάθε κεντρικού τραπεζίτη σε οικονομικό χώρο (και χώρα...) που περιήλθε σε ακραία κρίση. Ο Γ. Προβόπουλος ήταν άλλωστε ο πρώτος μετά Ζολώτα/Βαρβαρέσο που έζησε στην Ελλάδα χρεοκοπία, και μάλιστα σ' ένα περιβάλλον όπου και ο υπαινιγμός της λέξης αποτελεί ταμπού.
Άλλωστε, η διαδρομή του - από το Πρόγραμμα της ΝΔ πρώιμα υπό Τίμο Χριστοδούλου και αργότερα υπό Γιώργο Σουφλιά, πέρα δηλαδή από την προεδρία του ΣΟΕ - δεν γίνεται να μην του υπήρξε διδακτική πολιτικά. Οπότε, όταν βρέθηκε με ηλεκτροφόρο καλώδιο στα χέρια του τότε που έβλεπε και ενημέρωνε (όσο και όπως, το 2009) πού πορευόταν το έλλειμμα, ή πάλι όταν χειρίσθηκε τα επεισόδια χάους στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μετά το "κούρεμα" των ομολόγων, έτσι κινήθηκε: πολιτικά. Παρόμοια και τώρα, στην ώρα των απολογισμών και προοπτικών.
Δημοσιεύτηκε στην Ναυτεμπορική στις 5/3/2014
Ο κ. Καρυπίδης με τις πάγιες εθνικιστικές, αντισημιτικές και συνωμοσιολογικές απόψεις επιλέχθηκε από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ επειδή είχε ασυναγώνιστες αντιμνημονιακές περγαμηνές. Ο Οδυσσέας Βουδούρης, με αξιόλογη διαδρομή στους Γιατρούς χωρίς Σύνορα, απορρίπτεται από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ γιατί η αντιμνημονιακότητά του, την οποία ο ίδιος σε κάθε ευκαιρία διακηρύσσει, δεν θεωρείται αρκετά έξαλλη. Βαρύνεται βέβαια με το αμάρτημα ότι, ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, είχε κάνει το καθήκον του να ψηφίσει το Μνημόνιο για να μη χρεοκοπήσει άτακτα η χώρα. Η συνεπής προσήλωση στην ανοησία προφανώς θεωρείται μεγαλύτερο προσόν από την έστω ασυνεχή εκδήλωση ευθυκρισίας. Ορθώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απαλλάχθηκε από τον κ. Καρυπίδη και επιμένει στον κ. Βουδούρη. Ομως το τέρας της αντιμνημονιακής υστερίας ο ΣΥΡΙΖΑ το εξέθρεψε. Κάποια στιγμή το τέρας μεγαλώνει τόσο που καταπίνει τον αφέντη του.
Ο αρχηγός των ΑΝΕΛ, επίσης προϊόν του αντιμνημονιακού λαϊκισμού, έχει τα υψηλότερα ποσοστά αποδοχής μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Το κοινό μίσος προς το Μνημόνιο είναι τέτοιο που έχει καταστήσει τους ΑΝΕΛ το συγγενέστερο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο κόμματα μοιράζονται και κάτι ακόμα: με εξαίρεση τη Χ.Α. και το ΚΚΕ, διαθέτουν το μεγαλύτερο ποσοστό δυνητικών υποστηρικτών της επιστροφής στη δραχμή – οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι 50-50. Ομως στην πολιτική πολλές φορές οι ιδεολογικές συγγένειες προσδιορίζουν και εγκλωβίζουν. Τι περιθώρια προσαρμογής στην πραγματικότητα και τήρησης των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων θα είχε ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν αναλάμβανε ποτέ την εξουσία, με τέτοιους ψηφοφόρους και με τέτοιους φίλους;
Στην αντίπερα όχθη, οι πολιτικοί της λαϊκής δεξιάς συντηρούν καριέρες ποτίζοντάς τες κι εκείνοι με αντιμνημονιακή ρητορεία. Ο κ. Νικήτας Κακλαμάνης διεκδικεί ξανά τη δημαρχία με κύριες παρακαταθήκες ένα γενναίο έλλειμμα στον Δήμο Αθηναίων και μια θηριώδη εκτίναξη φαρμακευτικών δαπανών στην Υγεία, που η κοινωνία πληρώνει με βαριές θυσίες. Βασικό του προσόν, ο ανταρτοπόλεμος στη Βουλή και οι επιθέσεις του προς τον Γιάννη Στουρνάρα, έναν από τους λίγους υπουργούς που κάνουν με αφοσίωση τη δουλειά τους.
Το Μνημόνιο δεν δημιούργησε μόνο μια νέα γενιά δωρεάν αντιστασιακών, αλλά έκαψε και όσους το άγγιξαν. Ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου συγκεντρώνει το μίσος πολλών επειδή «μας έβαλε στο Μνημόνιο», λες και υπήρχε εναλλακτική επιλογή. Οι απαιτήσεις μιας τέτοιας κρίσης ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητές του, όπως πιθανόν και κάθε άλλου ηγέτη. Ομως η αντιμετώπισή του έχει προσλάβει χαρακτηριστικά δημόσιου λιντσαρίσματος. Δεν δημιούργησε εκείνος τα 24 δισ. πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, που οδήγησαν στην πιο εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή που έγινε ποτέ στον Δυτικό κόσμο – εφόσον κανείς πιστωτής δεν δεχόταν να χρηματοδοτεί τη δική μας φοροδιαφυγή και σπατάλη. Ούτε παρήγαγε εκείνος το 15% άνοιγμα εξωτερικού ισοζυγίου, που συρρικνώθηκε με την πιο επώδυνη ύφεση της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Αργά, βασανιστικά, η Ελλάδα βγαίνει από την κόλαση των τελευταίων ετών. Γύρω μας απλώνονται οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Μια γενιά ανθρώπων έχει καεί στη μακροχρόνια ανεργία, εκατοντάδες χιλιάδες ζουν σε συνθήκες νέας φτώχειας ή βλέπουν τη μετανάστευση ως μόνη ελπίδα. Το πολιτικό σύστημα αντί να αναρριπίζει τα πάθη, να καλλιεργεί κλίμα εμφυλίου και να κατασκευάζει ενόχους, οφείλει να αναδείξει με αυτογνωσία το πρόβλημα και να εργαστεί με αυταπάρνηση για την εθνική ανασυγκρότηση. Και, κατά μεγάλο μέρος, να πάει σπίτι του.
Η τελευταία έκθεση του Bruegel υπενθυμίζει τις αιτίες αποτυχιών του Μνημονίου στην Ελλάδα. Ηταν η τεράστια απόσταση πολλαπλής προσαρμογής που έπρεπε να διανυθεί, σε περιορισμένο χρόνο, επιτείνοντας το υφεσιακό σοκ. Ηταν η θεμελιώδης αντινομία του προγράμματος: η αποκατάσταση εξωτερικής ανταγωνιστικότητας απαιτούσε εσωτερική υποτίμηση, που όμως επιδείνωνε το χρέος. Ηταν το δυσμενές περιβάλλον στην Ευρώπη και οι συνεχείς κραυγές για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Ηταν η αναβλητικότητα και οι καθυστερήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων και των Ευρωπαίων εταίρων. Ηταν τα διαρκή προβλήματα υλοποίησης, η χαοτική δυσλειτουργία του κράτους. Ηταν οι συνεχείς αντιστάσεις πολιτικών παραγόντων και συμφερόντων, και η λαϊκιστική αντιπολίτευση.
Το Μνημόνιο ήταν η mission impossible εκείνων που τους έλαχε ο κλήρος να αποτρέψουν την καταστροφική χρεοκοπία της χώρας. Εάν αποτύγχαναν, θα έφευγαν με ελικόπτερο. Εάν κατόρθωναν να την αποτρέψουν, κανείς δεν θα τους συγχωρούσε ότι έσπειραν πίσω τους λιτότητα, ανεργία και δυστυχία.
Η κρίση και το Μνημόνιο δημιούργησαν επίσης ένα νέο είδος πολιτικού άνδρα: τον εξαφανισμένο πολιτικό. Αν τα πράγματα είναι δύσκολα, μην προσπαθήσεις καν να εμπλακείς, βγες από το κάδρο. Αλλιώς ο κόσμος θα σε συνδέει μονίμως με τα δυσάρεστα – ακόμη και αν ήσουν εκείνος που πάλευε να γυρίσει το κολλημένο τιμόνι στο χωρίς φρένα λεωφορείο που κυλούσε με διακόσια προς τον γκρεμό. Αν πάλι τα πράγματα πάνε καλά, στριμώξου να χωθείς στη φωτογραφία. Αν ήσουν από κείνους που μοίραζαν λεφτά το 2006 ή κραύγαζαν οργισμένα εναντίον των μεταρρυθμίσεων το 2001 ή το 2010, τότε ακόμα καλύτερα: οι ψηφοφόροι θα σε βλέπουν με τρυφερότητα για τις καλές εποχές που τους θυμίζεις. Ίσως ακόμα και να σε ψηφίσουν.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 23/2/2014
Η κοινωνία πολιτών είναι μια έννοια που παίζει κεντρικό ρόλο σήμερα και στο επίπεδο του θεωρητικού λόγου και σε αυτό της πολιτικής πρακτικής. Και στα δύο επίπεδα υπάρχουν και υποστηρικτές και επικριτές. Αυτό που συνήθως κάνει τη διαμάχη πάνω σε αυτή την έννοια μη παραγωγική είναι πως δεν λαμβάνεται υπόψη πως ο όρος κοινωνία πολιτών (ΚΠ), όπως όλοι οι βασικοί όροι στις κοινωνικές επιστήμες, είναι πολυσημικός. Δηλαδή έχει διαφορετικό νόημα ανάλογα με το πλαίσιο προβληματισμών και των διαμαχών με τις οποίες συνδέεται. Αν το πλαίσιο και οι διάφορες εννοιολογήσεις που απορρέουν απ' αυτό αγνοηθούν τότε η ΚΠ μετατρέπεται σε «ουσία» που παραμένει αμετάβλητη ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, ανεξαρτήτως του πώς χρησιμοιείται για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων. Σ' αυτή την περίπτωση έχουμε «διάλογο κωφών», ένα διάλογο όπου ο ένας δεν καταλαβαίνει ή καταλαβαίνει λάθος τί λέει ο άλλος.
Α) ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΟΛΙΤΩΝ
1) Κοινωνία πολιτών ως ο χώρος που προσδιορίζει την κρατική εξουσία
Αυτή την εννοιολόγηση του όρου την συναντούμε στον Μαρξ. Κατ' αυτόν σε ένα καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό υπάρχει μια βασική διαχωριστική γραμμή μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών (Civil Society). Ο κρατικός μηχανισμός καθορίζεται από την οικονομική βάση. Άρα στο χώρο της ΚΠ εντάσσονται τα «συμφέροντα», κυρίως αυτά της άρχουσας τάξης, της τάξης που ελέγχει τα μέσα παραγωγής. Βασικά το κράτος είναι εργαλείο της. Από αυτή την άποψη είναι εξ ορισμού το κράτος που είναι πάντα καχεκτικό, ενώ η ΚΠ είναι παντοδύναμη. Αυτή όμως η διχοτομική εννοιολόγηση της ΚΠ δεν μας βοηθάει να εξετάσουμε εμπειρικά τη σχέση κράτους-ΚΠ. Δεν μας βοηθάει για παράδειγμα να ερευνήσουμε πώς εξελίσσεται η σχέση μεταξύ αυτών που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και αυτών που ελέγχουν τα μέσα κυριαρχίας. Αφού σε κάθε καπιταλιστικό σχηματισμό το κράτος είναι πάντα «επιφαινόμενο» . Η γκραμσιανή παραλλαγή της μαρξιστικής θέσης αμβλύνει κάπως το ντετερμινισμό μεταξύ «οικονομικής βάσης» και κράτους. Δίνει μεγαλύτερη αυτονομία στο πολιτικό και ιδεολογικό χώρο. Από την άλλη μεριά όμως διατηρεί τη διάκριση κράτος-κοινωνία. Με αυτό τον τρόπο όμως η ΚΠ μετατρέπεται σε μια έννοια τόσο ευρεία που καλύπτει όλο το χώρο μεταξύ κράτους και οικογένειας. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια έννοια «σεντόνι», αφού αναφέρεται σε ένα χώρο που εμπεριέχει από ΜΚΟ μέχρι οργανωμένα συμφέροντα βιομηχάνων, γιατρών, δικηγόρων, φαρμακοποιών κτλ. (βλ. μέρος Β, τμήμα 2).
2) Κοινωνία πολιτών ως ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων
Ένας δεύτερος ορισμός που περιορίζει κάπως την ασάφεια του πρώτου είναι να δούμε την κοινωνία των πολιτών στο πολιτικό κυρίως επίπεδο ως ένα χώρο μεταξύ κράτους και πολιτών, μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Ο χώρος αυτός αποτελείται από «ενδιάμεσα στρώματα» ή οργανώσεις που και προστατεύουν τους πολίτες από τον κρατικό αυταρχισμό και, από την άλλη μεριά, προστατεύουν τις πολιτικές ηγεσίες από τις εκ των κάτω προερχόμενες λαϊκιστικές πιέσεις. Για τον Kornhauser , ο οποίος συνεχίζει την παράδοση του Montesquieu και του De Tocqueville, σε μια απόλυτα μαζικοποιημένη πολιτεία (δηλαδή, σε μια πολιτεία που δεν έχει ισχυρά ενδιάμεσα στρώματα) οι μεν πολίτες δεν μπορούν να προστατευθούν από την κρατική χειραγώγηση - από την άλλη μεριά, οι κυβερνώντες δεν έχουν τα μέσα να αντισταθούν σε καταστροφικές για τη χώρα λαϊκιστικές πιέσεις. Για να κάνω το τελευταίο πιο συγκεκριμένο, ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου μας υπέκυψαν σε λαϊκιστικές πιέσεις σε ό,τι αφορά το σκοπιανό πρόβλημα δείχνει μια αδύνατη ΚΠ. Δείχνει την έλλειψη αυτόνομων ενδιάμεσων στρωμάτων ικανών να επιβάλουν την κοινή λογική στο δημόσιο χώρο, ικανών δηλαδή να υποχρεώσουν τους κυβερνώντες να βάλουν το γενικό συμφέρον της χώρας πάνω από τα στενά ψηφοθηρικά συμφέροντά τους.
Άρα εδώ το κράτος είναι και ισχυρό και αδύνατο. Είναι ισχυρό όταν δεν βρίσκει αντίσταση από τα ενδιάμεσα στρώματα (δηλαδή την ΚΠ). Τότε, μέσω της δημόσιας διοίκησης και των κομματικών μηχανισμών διεισδύει και κομματικοποιεί όλους τους θεσμικούς χώρους. Καταργεί δηλαδή την αυτονομία τους, τις ιδιαίτερες λογικές και αξίες τους. Από τις επαγγελματικές οργανώσεις μέχρι το πανεπιστήμιο και την παιδεία πιο γενικά η κομματικοκρατία διαμορφώνει νοοτροπίες και πρακτικές. Από την άλλη μεριά όμως το κράτος είναι και αδύνατο όταν οι πολιτικές ελίτ που το ελέγχουν, λόγω της έλλειψης ισχυρών ενδιάμεσων στρωμάτων, δεν είναι ικανές να αντισταθούν σε λαϊκιστικές πιέσεις από τη βάση. Άρα σε τελική ανάλυση μια ισχυρή κοινωνία πολιτών είναι και ανάχωμα στον κρατικό αυταρχισμό και συγχρόνως δίνει τη δυνατότητα στις πολιτικές ελίτ να αντιστέκονται αποτελεσματικά σε λαϊκιστικά αιτήματα που συχνά οδηγούν σε αρνητικά για τους κυβερνώμενους αποτελέσματα. Από αυτή τη σκοπιά και από την πλευρά του αναχώματος στον αυταρχισμό και από αυτή της προστασίας των κυβερνώντων από λαϊκιστικές πιέσεις, η ΚΠ ενδυναμώνει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
3) Κοινωνία πολιτών ως ενδιάμεσος χώρος μεταξύ κράτους και αγοράς
Κατ' αυτή την άποψη δεν μπορούμε να εξετάσουμε την ισχύ της ΚΠ περιορίζοντας την ανάλυση στον πολιτικό χώρο - δηλαδή στη σχέση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Πρέπει επίσης να δούμε πώς η ΚΠ συνδέεται όχι μόνο με το κομματικοκρατικό σύστημα αλλά και με την αγορά . Και για να γίνει αυτό πρέπει να εννοιολογήσουμε την ΚΠ σαν έναν τρίτο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς. Σαν ένα σχετικά αυτόνομο χώρο αποτελούμενο από θεσμούς, οργανώσεις και κινήματα που εναντιώνονται και στον κρατικισμό και στην αγοροκρατία. Εναντιώνεται δηλαδή και στα μη ελεγχόμενα συμφέροντα των κυβερνώντων και στα οικονομικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Για να το πούμε διαφορετικά, η ΚΠ όταν είναι ισχυρή αμβλύνει την υπερβολική συγκέντρωση δύναμης αυτών που ελέγχουν τα μέσα κυριαρχίας. Αλλά και αυτών που ελέγχουν (κυρίως μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά) τα μέσα παραγωγής .
Β) ΟΙ ΕΠΙΚΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΚΠ
Σε αυτό το μέρος θα επικεντρωθώ σε κριτικές που απευθύνονται στις μελέτες που ασχολούνται με την ελληνική περίπτωση - αλλά που αφορούν και την πιο γενική, τεράστια βιβλιογραφία περί ΚΠ σε άλλες χώρες.
1) Κράτος και συμφέροντα
Εδώ τη βασική κριτική θέση έχει αναπτύξει ο Γιάννης Βούλγαρης και ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου . Ακολουθώντας τη γκραμσιανή ορολογία, το βασικό επιχείρημά τους είναι πως σε ό,τι αφορά την ΚΠ στην Ελλάδα στη σχετική βιβλιογραφία, κυριαρχεί η ιδέα πως το ελληνικό κράτος είναι δυνατό και πληθωρικό ενώ η ΚΠ είναι εξαιρετικά αδύναμη/καχεκτική. Επειδή έχω ήδη ασχοληθεί με τα σχετικά επιχειρήματα του πρώτου , θα ασχοληθώ με την κριτική του Χρυσάφη Ιορδάνογλου (ΧΙ) στο πρόσφατο βιβλίο του Κράτος και ομάδες συμφερόντων: Μια κριτική της παραδεδεγμένης σοφίας. Κατά τον ΧΙ το δίπολο υπερτροφικό/ισχυρό κράτος και καχεκτική/αδύναμη κοινωνία πολιτών είναι μια βαθιά ριζωμένη ιδέα στις κοινωνικές επιστήμες στην Ελλάδα. Δεν είναι όμως πειστική αφού ο χώρος της ΚΠ εμπεριέχει μια σειρά από συμφέροντα (επιχειρηματικά, συνδικαλιστικά, επαγγελματικά) που σε ένα μεγάλο βαθμό πιέζουν και υποχρεώνουν το κράτος να τους παραχωρεί δικαιώματα που κάθε άλλο παρά προωθούν την ανάπτυξη της χώρας. Άρα στην ελληνική περίπτωση το κράτος είναι αδύνατο ενώ η ΚΠ ισχυρή.
Μακροϊστορική, συγκριτική προσέγγιση
Για να δούμε όμως πόσο ισχυρή είναι η ΚΠ και πόσο ανίσχυρο το κράτος στην Ελλάδα θα πρέπει να ξεκινήσουμε από μια μακροϊστορική και συγκριτική σκοπιά. Στα κράτη της δυτικής Ευρώπης, για διάφορους λόγους (π.χ. της αυτονομίας από τη μοναρχική εξουσία των εμπορικά προσανατολισμένων πόλεων), στην προνεωτερική εποχή υπήρχε μια ισορροπία μεταξύ θρόνου και της ανερχόμενης αστικής τάξης. Αυτή η ισορροπία δεν υπήρχε για παράδειγμα την ίδια εποχή στην οθωμανική αυτοκρατορία. Τότε επικρατούσε μια εξουσία που ο Weber αποκαλεί σουλτανισμό . Οι εμπορικές τάξεις των ελλήνων, εβραίων και αρμένιων δεν μπόρεσαν ποτέ να αντισταθούν στο σουλτανικό δεσποτισμό και τον αυθαίρετο τρόπο διοίκησης. Είχαν μεν πλούτο αλλά ποτέ το είδος της αυτονομίας των εμπόρων της δυτικής πόλης. Η οθωμανική πόλη ήταν μια διοικητική επέκταση της Πόρτας. Η εμπορική τάξη ζούσε πάντα κάτω από ένα καθεστώς ανασφάλειας, σε ένα πλαίσιο όπου το κράτος δικαίου ήταν αδύνατο ή και ανύπαρκτο.
Αργότερα με την εκβιομηχάνιση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών, όχι μόνο η αστική τάξη αλλά και το βιομηχανικό προλεταριάτο, μέσω της δημιουργίας μαζικών συνδικάτων και φιλεργατικών κομμάτων, άλλαξαν ριζικά τον τρόπο οργάνωσης της κρατικής μηχανής. Για παράδειγμα, αν στην περίοδο του ancien regime η πατρωνία είχε οδηγήσει στην ακραία κατάσταση όπου αριστοκράτες και αστοί μπορούσαν να αγοράζουν σημαντικές διοικητικές θέσεις, τέτοιου είδους πρακτικές περιθωριοποιήθηκαν και η δημόσια διοίκηση απέκτησε πιο ορθολογικούς-γραφειοκρατικούς τρόπους οργάνωσης. Έτσι δημιουργούνται «ενδιάμεσα στρώματα» μεταξύ κυβενρώντων και κυβερνώμενων που λειτούργησαν ως ανάχωμα στον κρατικό δεσποτισμό. Έτσι με τον τοκβιλλιανό ορισμό της έννοιας, η ΚΠ στην Δύση ήταν και παραμένει εξαιρετικά ισχυρή σε σχέση με τις ημιπεριφερειακές χώρες της ύστερης ανάπτυξης όπως η μεταοθωμανική Ελλάδα. Στην ελληνική περίπτωση, το πέρασμα του πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πόλη πριν από την εκβιομηχάνιση οδήγησε στην υπερτροφία του κράτους - αφού η έλλειψη βιομηχανικών μονάδων έκαναν την πρόσληψη στη δημόσια διοίκηση το μόνο τρόπο απορρόφησης του προερχόμενου από την ύπαιθρο εργατικού δυναμικού. Όταν τελικά ήρθε καθυστερημένα η εκβιομηχάνιση, η βιομηχανική τάξη δημιουργήθηκε κυρίως εκ των άνω, μέσω της παροχής οικονομικής βοήθειας και της δημιουργίας προστατευτικών μέτρων από την κρατική εξουσία. Έτσι ενώ στη δυτική Ευρώπη το σχετικά πιο αυτόνομο κεφάλαιο περιόρισε τον κρατικό αυταρχισμό, στην Ελλάδα έγινε το αντίθετο. Η βιομηχανική τάξη, ιδίως στο μεσοπόλεμο, ήταν προϊόν των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Αν λάβουμε υπόψη μας τα παραπάνω, η ΚΠ στη χώρα μας όπως και σε άλλες ημι-περιφεριεακές χώρες στην Λατινική Αμερική και άλλου είναι πολύ πιο αδύνατη από αυτή της Δύσης . Αν ακολουθήσει κανείς τον ορισμό του ΧΙ τότε θα είχαμε την αντίθετη κατάσταση: ισχυρή ΚΠ στην ημι-περιφέρεια και καχεκτική στο κέντρο. Δεν νομίζω πως υπάρχουν σοβαρές μελέτες ιστορικές, πολιτικές και μακροκοινωνιολογικές που να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο.
Κοινωνία πολιτών και συμφέροντα
Κατά τον ΧΙ, όπως ήδη ανέφερα, τα διάφορα συμφέροντα εντάσσονται θεωρητικά στο χώρο της ΚΠ. Αυτά είναι πανίσχυρα στην Ελλάδα, άρα η ΚΠ κάθε άλλο παρά καχεκτική και αδύνατη είναι. Όμως στη μη μαρξιστική, ξενόφωνη και συνεχώς διογκούμενη πρόσφατη βιβλιογραφία, από τη σκοπιά της ΚΠ ως «τρίτου χώρου», τα «συμφέροντα» εντάσσονται κυρίως στο χώρο της οικονομίας και του κράτους. Τα οικονομικά συμφέροντα στις καπιταλιστικές κοινωνίες, επειδή είναι άμεσα συνδεδεμένα με το κομματικοκρατικό σύστημα πρέπει να τα δούμε σε σχέση με τα συμφέροντα της πολιτικής ελίτ. Από αυτή τη σκοπιά, αγορά και κράτος αποτελούν δύο, εν μέρει αλληλεπικαλυπτόμενους, κύκλους. Η λεγόμενη διαπλοκή μεταξύ πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων είναι συστατικό, δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος. Μερικές φορές τα οικονομικά συμφέροντα είναι ισχυρότερα, άλλες φορές είναι τα κομματικοκρατικά που υπερισχύουν .
Περνώντας τώρα στην ελληνική βιβλιογραφία, δεν ξέρω καμιά θεωρητικά συγκροτημένη κοινωνιολογική έρευνα που ορίζει την ΚΠ σαν ένα χώρο στον οποίο εντάσσονται «συμφέροντα», όπως τα ορίζει ο ΧΙ. Σε καμία ανάλυση οργανισμοί όπως π.χ. ο ΣΕΒ δεν θεωρούνται πως ανήκουν στην ΚΠ. Άρα ο ΧΙ αγνοεί πως οι θεωρίες στις οποίες κάνει κριτική εννοιολογούν την ΚΠ κατά τελείως διαφορετικό τρόπο. Αυτές οι θεωρίες, ακολουθώντας την κυρίαρχη εννοιολόγηση της ΚΠ, την βλέπουν σαν ένα τρίτο χώρο μεταξύ αγοράς και κράτους, σαν ένα χώρο που δεν λειτουργεί, τουλάχιστον κανονιστικά και σε ένα μεγάλο βαθμό και «ρεαλιστικά» (βλ. πιο κάτω, τμήμα 3) , ούτε με βάση τη λογική εξουσίας ούτε σε αυτή της προώθησης οικονομικών συμφερόντων. Έτσι, η κριτική του βασίζεται στη λανθασμένη υπόθεση πως οι θεωρίες τις οποίες απορρίπτει ορίζουν την ΚΠ όπως και ο ίδιος. Αυτό βέβαια τον οδηγεί να κάνει κριτική σε θεωρίες που δεν υπάρχουν, σε θεωρίες φαντάσματα. Τον οδηγεί στην κατασκευή αχυράνθρωπων που μετά αποδομεί κατά συστηματικό τρόπο.
Βέβαια μπορεί κανείς να ορίσει βασικούς όρους στις κοινωνικές επιστήμες κατά βούληση. Είναι όμως υποχρεωμένος να δείξει τις διαφορές μεταξύ της δικής του ορολογίας και αυτής των άλλων στους οποίους ασκεί κριτική. Είναι επίσης υποχρεωμένος να δείξει γιατί η δική του εννοιολόγηση είναι πιο χρήσιμη για την εξήγηση συγκεκριμένων φαινομένων. Από αυτή τη σκοπιά αν κάποιος ήθελε να εντοπίσει τις διαφορές στη σχέση ΚΠ-κράτος μεταξύ οικονομικά αναπτυγμένων χωρών και χωρών ύστερης ανάπτυξης χρησιμοποιώντας τον ορισμό της ΚΠ του ΧΙ, αυτό θα τον οδηγούσε στο εξής αλλόκοτο συμπέρασμα: πως οι τριτοκοσμικές χώρες σήμερα έχουν πιο ισχυρή ΚΠ από τις δυτικές χώρες του κέντρου !
Κομματικοκρατία
Αν στο πλαίσιο της σύγκρισης μεταξύ των αναπτυξιακών διαδρομών χωρών κέντρου και περιφέρειας γίνεται προφανής η καχεκτικότητα της ΚΠ (ως τρίτος χώρος) στην περιφέρεια, πόσο δυνατό ή αδύναμο είναι το ελληνικό κράτος; Είναι το ελληνικό κράτος τόσο ανίσχυρο όσο υποστηρίζει ο ΧΙ; Νομίζω πως όχι. Το ελληνικό κομματικοκρατικό σύστημα έχει τεράστια ισχύ με την έννοια πως επεκτείνεται και διαβρώνει τις αυτόνομες λογικές και αξίες όλων των άλλων θεσμικών χώρων. Από αυτή την άποψη το κομματικοκρατικό σύστημα διεισδύει και «κομματικοποιεί» την υπόλοιπη κοινωνία. Εξού και το πολίτευμα της χώρας μας θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να αποκαλείται όχι κομματική αλλά κομματικοκρατική δημοκρατία. Την κυριαρχία του κομματικοκρατικού την βλέπουμε παντού, από το πανεπιστήμιο μέχρι τα επαγγέλματα. Σε ποια δυτικοευρωπαϊκή χώρα μπορούμε να δούμε, όπως στην εποχή του ελληνικού μεταπολιτευτικού δικομματισμού, πράσινα και γαλάζια καφενεία σε πολλά χωριά; Σε ποια βορειοδυτική, ευρωπαϊκή χώρα οι οργανωμένες νεολαίες παίρνουν γραμμή από τα κόμματα τα οποία με αυτό τον τρόπο καθορίζουν άμεσα σημαντικές εξελίξεις στον πανεπιστημιακό χώρο ; Σε ποια ευρωπαϊκή χώρα το πιο μεγάλο πανεπιστήμιο της χώρας μένει κλειστό για μήνες σε μια διαμάχη όπου τον κυρίαρχο τόνο δίνουν τα κόμματα;
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως μια άλλη προφανής ένδειξη της κομματικοκρατικής παντοδυναμίας είναι ο συντεχνιακός χαρακτήρας της πολιτικής ελίτ. Σε πολλές περιπτώσεις η βουλή και οι κομματικές οργανώσεις συγκροτούν μια τεράστια συντεχνία που προωθεί και προστατεύει τα στενά συμφέροντα των μελών της. Περιπτώσεις όπως τα μαύρα κομματικά ταμεία, οι κρατικοί (μη) έλεγχοι των δημόσιων έργων, οι νόμοι που προστατεύουν τους βουλευτές από παράνομες πράξεις, οι θεατρικές εξεταστικές επιτροπές όπου βουλευτές εξετάζουν τα ανομήματα συναδέλφων τους (δηλ. «Γιάννης κερνάει και Γιάννης Πίνει»), η τάση για ατιμωρησία πολιτικών και δημόσιων υπαλλήλων που εμπλέκονται σε υποθέσεις δωροδοκίας - σε όλες αυτές και σε άλλες περιπτώσεις το κράτος είναι παντοδύναμο. Δίνει αυθαίρετα σε διάφορες ομάδες συμφερόντων αλλά και παίρνει παράνομα από αυτές. Αυτή η κατάσταση, όπως σωστά υποστηρίζει ο ΙΧ, συχνά εγκλωβίζει το κράτος, το οδηγεί σε αδιέξοδα. Σε αυτή την περίπτωση όμως το κράτος γίνεται μεν αναποτελεσματικό αλλά όχι αναγκαστικά μη ισχυρό. Στο ισχυρότατο πλέγμα διαπλοκής μεταξύ κομματικοκρατικών και εξωκομματικοκρατικών συμφερόντων, όπως ήδη ανέφερα, μερικές φορές τα πρώτα είναι πιο δυνατά ενώ σε άλλες τα δεύτερα. Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως ο συνδυασμός των δύο αποτελεί μια συμπαγή δύναμη που πολύ συχνά η ΚΠ, ως τρίτος χώρος, αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά - κυρίως στην ημι-περιφέρεια γενικά και στη χώρα μας πιο ειδικά.
2) Κοινωνικό κράτος και κοινωνία πολιτών
Ένα μέρος της αριστερής διανόησης αντιμετωπίζει με καχυποψία την έννοια της ΚΠ. Αποδέχεται, αντίθετα με την προηγούμενη κριτική, την ΚΠ ως τρίτο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς. Αλλά θεωρεί την ανάπτυξη της ΚΠ σαν μια προσπάθεια της νεοφιλελεύθερης κυρίαρχης τάξης να συρρικνώσει το κράτος πρόνοιας και να περάσει μερικές από τις λειτουργίες του σε διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις που στοχεύουν π.χ. στην προστασία του περιβάλλοντος, στη βοήθεια των μεταναστών, διάφορων ευάλωτων ομάδων κτλ. Άρα η ΚΠ με το να αντικαθιστά ένα μέρος των κρατικών λειτουργιών βοηθά στην αναπαραγωγή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που είναι υπέρ της κρατικής συρρίκνωσης.
Νομίζω πως σε αυτή την κριτική η ιδεολογία συσκοτίζει και αποπροσανατολίζει. Η ΚΠ ως τρίτος χώρος δεν εμπεριέχει μόνο φιλανθρωπικές οργανώσεις αλλά και ανεξάρτητες από το κομματικοκρατικό σύστημα αρχές και κοινωνικά κινήματα που αντιτίθενται και στον κομματικοκρατικό αυταρχισμό και στην αγοροκρατία. Για να δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, οι διάφορες ΜΚΟ που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή με τη διαφάνεια δεν θέλουν, όπως οι ζηλωτές του νεοφιλελευθερισμού, λιγότερο κράτος αλλά ένα κράτος πιο δημοκρατικό και λιγότερο διεφθαρμένο. Δεύτερο παράδειγμα, οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ δεν προσπαθούν να αποσπάσουν από το κράτος την ευθύνη για την προστασία του περιβάλλοντος. Αντίθετα, προσπαθούν να πιέσουν την εκάστοτε κυβέρνηση να παρέμβει πιο δυναμικά στο χώρο της περιβαλλοντικής προστασίας. Από την άλλη μεριά οι ΜΚΟ που έχουν σαν στόχο την προστασία των καταναλωτών από τις μονοπωλιακές πρακτικές των επιχειρήσεων δεν είναι «όργανα του κεφαλαίου». Αντίθετα, (όπως το κίνημα του Nader στις ΗΠΑ) αποτελούν έναν πόλο κριτικής και μαχητικής κινητοποίησης εναντίον της κερδοσκοπίας και της εκμετάλλευσης των καταναλωτών. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε πως τα νέα κινήματα τύπου Σιάτλ και Γένοβας, κινήματα που έχουν μεγάλη απήχηση στη νέα γενιά, είτε είναι ευθέως αντικαπιταλιστικά είτε είναι εναντίον του «καπιταλισμού καζίνο».
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, από μια δημοκρατική προοπτική, τα πολιτικά κόμματα που οι απλοί πολίτες όλο και περισσότερο απαξιώνουν, πρέπει να προσπαθήσουν όχι να «καπελώσουν» αλλά να συνεργαστούν επί ίσοις όροις με τις νέες δυνάμεις που αναδύονται στο χώρο της ΚΠ. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να αναζωογονήσουν τις απαρχαιωμένες δομές και νοοτροπίες τους. Με βάση τα παραπάνω γίνεται προφανές πως η ΚΠ σαν τρίτος χώρος λειτουργεί σαν μια δύναμη που προσπαθεί να καταστήσει το κράτος πιο περιβαλλοντικά υπεύθυνο, τα κόμματα λιγότερο πελατειακά και τη δημόσια διοίκηση λιγότερο διεφθαρμένη. Τίποτε από τα παραπάνω δεν οδηγούν αναγκαστικά στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους.
3) Η σκοτεινή πλευρά της ΚΠ
Μια τρίτη επιχειρηματολογία εναντίον της ΚΠ είναι πως οι θαυμαστές της την εξιδανικεύουν. Δεν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη πως ο χώρος της ΚΠ εμπεριέχει οργανώσεις που κάθε άλλο παρά δημοκρατικές και ανθρωπιστικές καθολικές αξίες προωθούν. Για παράδειγμα, υπάρχουν ΜΚΟ που χρησιμοποιούν τους πιο πολλούς πόρους που συγκεντρώνουν για την αναπαραγωγή της οργάνωσης παρά για τους καθολικούς στόχους που υποτίθεται πως προωθούν (π.χ. το OXFAM έχει στο παρελθόν κατηγορηθεί για το ότι συχνά μετατρέπει τα μέσα σε σκοπό). Και βεβαίως υπάρχουν ΜΚΟ που δημιουργούνται όχι για την πραγμάτωση των επίσημων στόχων που επαγγέλλονται αλλά για την εκπλήρωση επιμεριστικών σκοπών (πλουτισμός, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, φοροδιαφυγή κτλ.). Υπάρχουν επίσης μη κρατικές και μη επιχειρηματικές οργανώσεις που προωθούν π.χ. τοπικιστικά συμφέροντα - χωρίς αναγκαστικά να συνδέονται με κόμματα. Υπάρχουν τέλος ΜΚΟ που είναι «καπελωμένες» από κόμματα ή την κυβέρνηση - άρα που είναι επεκτάσεις του κομματικοκρατικού συστήματος.
Αν κοιτάξουμε όμως προσεχτικά τη σχετική βιβλιογραφία, βλέπουμε πως γίνεται ένας διαχωρισμός μεταξύ της ΚΠ ως κανονιστικής έννοιας (π.χ. σαν ένα όραμα το οποίο οι πολίτες πρέπει να μάχονται για να προσεγγίσουν) και την ΚΠ σαν συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα - σαν ένα χώρο που εμπεριέχει και οργανώσεις επιμεριστικού χαρακτήρα . Αλλά σε αυτή την περίπτωση το διακύβευμα δεν είναι η απόρριψη/απαξίωση της ΚΠ στο σύνολό της. Το διακύβευμα είναι να βρεθούν τρόποι περιθωριοποίησης των οργανώσεων και κινημάτων που δεν έχουν ανθρωπιστικά, δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Όπως η ύπαρξη ρατσιστικών κομμάτων στον πολιτικό χώρο δεν πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη ή πλήρη απαξίωση του κοινοβουλευτισμού, έτσι και στο χώρο της ΚΠ η «σκοτεινή» πλευρά της δεν πρέπει να οδηγήσει στην ολική απαξίωση του τρίτου αυτού χώρου μεταξύ κράτους και αγοράς. Γιατί παρ' όλες τις δυσλειτουργίες του βοηθάει σημαντικά στον παραπέρα εκδημοκρατισμό της πολιτείας και στον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού.
4) Έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης
Μια τέταρτη ένσταση εναντίον της ΚΠ είναι πως οι ΜΚΟ, ακόμα και όταν λειτουργούν δημοκρατικά στο εσωτερικό τους, έχουν ηγέτες που δεν εκλέγονται από τον λαό. Από αυτή την άποψη, δεν εκπροσωπούν κανέναν εκτός από τον εαυτό τους. Αυτό είναι μεν σωστό, αλλά κανείς σοβαρός αναλυτής των δημοκρατικών θεσμών δεν πρεσβεύει πως ο μόνος τρόπος συμμετοχής στις πολιτικές διαδικασίες πρέπει να είναι αποκλειστικά μέσω των κομμάτων ή μέσω δημοψηφισμάτων. Μόνο ο ημι-φασιστικός κορπορατισμός τύπου Φράνκο και Σαλαζάρ αποκλείει από το δημόσιο χώρο κάθε οργάνωση που προσπαθεί να δράσει αυτόνομα, εκτός του κορπορατιστικού συστήματος.
Επιπλέον, αν κοιτάξει κανείς το παραπάνω πρόβλημα από μια μακροϊστορική και συγκριτική σκοπιά, είναι τα έθνη-κράτη που είχαν μια ισχυρή ΚΠ (όχι με τη μαρξιστική έννοια του όρου) που ανέπτυξαν γερά ριζωμένους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Από την άλλη μεριά, έθνη-κράτη που αναδύθηκαν μέσα από την κατάρρευση δεσποτικών πολιτικών σχηματισμών, σχηματισμών όπου η κοινωνία πολιτών ήταν αδύνατη - όπου δηλαδή δεν υπήρχαν ισχυρά, αυτόνομα στρώματα μεταξύ του «δεσπότη» (σουλτάνου, τσάρου κτλ.) και του λαού - που χαρακτηρίζονται από σαθρούς δημοκρατικούς θεσμούς. Και είναι ακριβώς σε τέτοιες περιπτώσεις (στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η χώρα μας) που η ισχυροποίηση της ΚΠ μπορεί να αμβλύνει τα ελλείμματα του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Τέλος, ειδικά σε ημι-περιφεριεακές χώρες όπως η Ελλάδα όπου η πολιτική ελίτ λειτουργεί στο σύνολό της σαν μια συντεχνία, είναι απαραίτητοι οι έλεγχοι του κομματικοκρατικού συστήματος, τουλάχιστον εν μέρει, να προέρχονται από μη κομματικοκρατικούς φορείς . Το ίδιο ισχύει και με τον έλεγχο της αγοράς. Επειδή η διαπλοκή μεταξύ πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων είναι αναπόφευκτη σε κοινωνίες όπου το οικονομικό κεφάλαιο μπορεί να αγοράζει εύκολα μιντιακή και πολιτική επιρροή, οι έλεγχοι από έναν τρίτο σχετικά αυτόνομο χώρο από το κράτος και την αγορά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον παραπέρα εκδημοκρατισμό μιας χώρας.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
(i) Τρεις είναι οι βασικοί ορισμοί της ΚΠ:
- Η ΚΠ ως ο χώρος που εμπεριέχει ό,τι δεν είναι κρατικό - κυρίως τους φορείς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και άρα ελέγχουν το κράτος.
- Η ΚΠ ως «ενδιάμεσα στρώματα» μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων.
- Η ΚΠ ως ένας τρίτος χώρος μεταξύ κράτους και αγοράς που δεν λειτουργεί ούτε με βάση τη λογική της κρατικής εξουσίας, ούτε με αυτήν του κέρδους.
Στο χώρο των κοινωνικών επιστημών είναι ο τρίτος ορισμός που χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα.
(ii) Μια σχετικά πρόσφατη κριτική της βιβλιογραφίας πάνω στην ΚΠ στη χώρα μας είναι πως η «παραδεγμένη σοφία» θεωρεί την ΚΠ στην Ελλάδα αδύνατη και το κράτος ισχυρό. Κατ' αυτή την κριτική συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η ΚΠ είναι ισχυρή αφού εμπεριέχει επιχειρηματικά, συνδικαλιστικά και επαγγελματικά συμφέροντα που περιορίζουν την κρατική εξουσία. Η παραπάνω κριτική δεν είναι πειστική γιατί αυτοί που θεωρούν την ΚΠ στην Ελλάδα αδύνατη την ορίζουν κατά ριζικά διαφορετικό τρόπο: σαν έναν τρίτο χώρο μεταξύ αγοράς και κράτους, χώρο που δεν εμπεριέχει τα παραπάνω συμφέροντα. Άρα οι δυο διαφορετικές προσεγγίσεις οδηγούν σε ένα διάλογο κωφών.
(iii) Μια δεύτερη κριτική θεωρεί την ΚΠ ως ένα χώρο που οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις ευνοούν αφού πολλές από τις ΜΚΟ προσφέρουν υπηρεσίες που το συνεχώς συρρικνούμενο κοινωνικό κράτος αδυνατεί να προσφέρει. Η απάντηση σε αυτή την κριτική είναι πως οι οικολογικά, ανθρωπιστικά και δημοκρατικά προσανατολισμένες ΜΚΟ δεν θέλουν τη συρρίκνωση αλλά την επέκταση του κοινωνικού κράτους. Από την άλλη μεριά θέλουν την άμβλυνση των συντεχνιακών χαρακτηριστικών του κομματικοκρατικού συστήματος. Θέλουν οι έλεγχοι των παθολογιών του να γίνονται από οργανισμούς/αρχές που βρίσκονται όχι εντός αλλά εκτός του συστήματος.
(iv) Μια τρίτη αντίρρηση στην έννοια της ΚΠ είναι πως οι θιασώτες της την βλέπουν ουτοπικά, σαν ένα χώρο που εμπεριέχει μόνο οργανώσεις με «καλούς», καθολικούς, ανθρωπιστικούς προσανατολισμούς. Η απάντηση σε αυτή την κριτική είναι πως στη σχετική βιβλιογραφία γίνεται η διάκριση μεταξύ της κανονιστικής προσέγγισης που θεωρεί την ΚΠ ως ένα στόχο/όραμα που πρέπει να πλησιάσουμε και της μη κανονιστικής προσέγγισης που εξετάζει την ΚΠ σαν έναν υπαρκτό χώρο που έχει και τη σκοτεινή πλευρά του - δηλαδή χώρο που εμπεριέχει και ΜΚΟ επιμεριστικού χαρακτήρα.
(v) Μια τελευταία κριτική τονίζει πως οι ανεξάρτητες από τα κόμματα αρχές (που κατά τη γνώμη μου εντάσσονται στο χώρο της ΚΠ ως τρίτου χώρου) ελέγχουν παράνομα τις δυσλειτουργίες του κράτους και της αγοράς αφού αυτοί που τις διευθύνουν δεν ψηφίζονται από το λαό. Οι ανεξάρτητες αρχές όμως όχι μόνο λογοδοτούν στη βουλή, αλλά όταν είναι πραγματικά ανεξάρτητες (πράγμα σπάνιο στη χώρα μας) λειτουργούν ως ανάχωμα στην εντεινόμενη κομματικοκρατία και την αγοροκρατία.
(vi) Η ΚΠ σαν ένας τρίτος πόλος μεταξύ κράτους και αγοράς δεν αποτελεί μαγική φόρμουλα, ικανή να λύσει όλα τα προβλήματα των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών. Αποτελεί όμως ένα χώρο ικανό να αμβλύνει τον αυταρχισμό και τη διαφθορά του κομματικοκρατικού συστήματος από τη μια μεριά και την ασυδοσία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού από την άλλη. Επιπλέον, σαν αναλυτική κατηγορία, ήδη από το 19ο αιώνα η έννοια της ΚΠ αποτελούσε - και εξακολουθεί να αποτελεί - ένα χρήσιμο εργαλείο στη μελέτη της συγκρότησης, αναπαραγωγής και μετασχηματισμού των δημοκρατικών θεσμών.
Δημοσιεύτηκε στο "The book's journal" (Μάρτιος 2014)
Η συμβολική απαξίωση του δημόσιου τομέα συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγματική του υποβάθμιση και συνεπώς στην «ανάγκη» προσφυγής στον εκ φύσεως αποτελεσματικό ιδιωτικό τομέα. Δικαιούται κανείς να αναρωτιέται μήπως αυτό ακριβώς υπήρξε και το αιτούμενο.
Στις εμπορευματικές κοινωνίες όπου όλα αγοράζονται και όλα πουλιούνται, όταν υπάρχει «ζήτηση» θα εμφανισθεί και κάποια «προσφορά». Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι προσφέρονται κάθε λογής ενδιαφέρουσες και χρήσιμες υπηρεσίες, είτε «πρωτοβάθμιες», όπως π.χ. η εκκαθάριση υπαρκτών ή ανύπαρκτων ναρκοπεδίων, η προστασία των πιγκουίνων της Ανταρκτικής, των σαλίγκαρων της Κεϊλάνης ή των κονδόρων των Ανδεων, η διερεύνηση των πιθανοτήτων καλλιέργειας αβοκάδο στη Λαπωνία ή τομάτας στο κέρας της Αφρικής ή ακόμα η προσπάθεια να πεισθούν αδίστακτοι ένοπλοι μισθοφόροι για τη διιστορική σημασία των δημοκρατικών ιδεωδών ή ίσως ακόμα, γιατί όχι, και η αναζήτηση των ιχνών του μυθικού χιονανθρώπου των Ιμαλαΐων, είτε «δευτεροβάθμιες», όπως ο εντοπισμός και η καταλογογράφηση των επίδοξων παρόχων αυτών των υπηρεσιών.
Αλλα είναι λοιπόν τα πραγματικά ερωτήματα που πρέπει να τεθούν. Ποιος ζητάει να αγοράσει τέτοιες υπηρεσίες, ποιος πληρώνει γι' αυτές, σε τι ιστορικό πλαίσιο διαμορφώνεται αυτή η ζήτηση και τι σκοπιμότητες υπηρετεί. Με αυτή την έννοια, το πρόβλημα που τίθεται σε σχέση με τις ΜΚΟ δεν είναι τι συγκεκριμένο κάνουν, παράγουν, επιδιώκουν και επαγγέλλονται, αλλά γιατί υπάρχουν!
Η απάντηση προκύπτει από το ίδιο το όνομά τους. Αν σκεφτούμε πως ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή, ΜΚΟ δεν χαρακτηρίζονται όλες οι παραδοσιακές ενώσεις προσώπων, όπως τα σωματεία, τα ιδρύματα και οι επιχειρήσεις του εν γένει ιδιωτικού τομέα, θα πρέπει να μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί ορισμένοι οργανισμοί ορίζονται ρητά ως «μη κυβερνητικοί». Και ο λόγος δεν μπορεί να είναι άλλος από το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο τουλάχιστον, οι δραστηριότητές τους παραμένουν μεν ιδιωτικές, αλλά εμφανίζονται ως «γενικού», «δημόσιου» ή ακόμα συχνά και οικουμενικού ενδιαφέροντος. Η ιδιαιτερότητα των ΜΚΟ συνίσταται λοιπόν στο ότι, ανεξάρτητα από το τι πραγματικά επιδιώκεται, το αντικείμενο της δράσης τους μοιάζει να αντιστοιχεί σε ευρύτερα κοινωνικά μελήματα. Ανάγκες που αν ήταν απαραίτητες θα μπορούσαν να υπηρετούνται ευθέως από δημόσιους μηχανισμούς, ανατίθενται σε αυτόκλητους «ειδικούς» ιδιώτες. Και έτσι μετατοπίζεται καίρια η εσωτερικευμένη ιδεολογική διάκριση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα. Η μεθόδευση της κοινής ωφέλειας δεν ταυτίζεται πλέον αφετηριακά με τον δημόσιο χώρο. Με άμεσο αποτέλεσμα οι κατά τεκμήριο τουλάχιστον «χρήσιμες» και «επωφελείς» αυτές υπηρεσίες να ορίζονται και να παραγγέλλονται, αλλά και να πληρώνονται από τα οργανωμένα κράτη, δηλαδή από τους φορολογούμενους πολίτες, ανεξάρτητα από το ποιος καλείται να τις παράσχει. Και αυτό φαίνεται πια να αποτελεί συστατικό στοιχείο της «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Οι προεκτάσεις της εξέλιξης αυτής είναι απροσμέτρητες. Από τη μια μεριά, φαίνεται να αίρεται το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας να κρίνει αυτόνομα και υπεύθυνα περί του δέοντος γενέσθαι και να παρεμβαίνει ενεργά όταν χρειάζεται. Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι, από την άλλη μεριά, οι ιδιωτικά μεθοδευμένες δράσεις δημόσιου συμφέροντος δεν μπορεί πια να υπόκεινται στους αυστηρούς θεσμικούς και αξιακούς κανόνες που διέπουν της δημόσιες υπηρεσίες. Πράγματι, κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τις ΜΚΟ να κερδοσκοπούν, να διαθέτουν τους πόρους τους κατά το δοκούν και να επιλέγουν αυθαίρετα τους όρους της αμοιβής των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων. Ακόμα και αν ελέγχονται ως προς τη νομιμότητα της δράσης τους, δεν είναι σε καμιά περίπτωση δυνατόν να υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς σε ό,τι αφορά τη σκοπιμότητα των επιλογών τους. Δεν είναι π.χ. δυνατόν να υπάρξουν αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να ιεραρχείται η σημασία της προστασίας των γερακιών, των κοράκων και των περιστεριών.
Υπό τις συνθήκες αυτές λοιπόν είναι προφανές ότι τόσο η χρήση όσο και η διαχείριση του δημόσιου χρήματος δεν είναι δυνατόν να υπόκεινται στον ουσιαστικούς ελέγχους. Ακόμα και όταν δεν προέρχονται από «μυστικά κονδύλια», οι χρηματοδοτήσεις των ΜΚΟ είναι δομικά συνυφασμένες με την εγγενώς ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη ιδιωτική κερδοσκοπία.
Παρ' όλο που η γενίκευση τέτοιων πρακτικών είναι σχετικά πρόσφατη, μοιάζει να αντιστοιχεί στις νέες οικουμενικές αντιλήψεις για το «πολιτικά ορθό». Δεν είναι τυχαίο ότι ακολουθώντας πια παγκοσμίως εμπεδωμένα έθιμα, οι ευρωπαϊκές «οδηγίες» ευνοούν ή και απαιτούν ρητά τη συμμετοχή ιδιωτών σε κοινά χρηματοδοτούμενες «δράσεις» και προγράμματα και δράσεις. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους και τα κριτήρια με τα οποία ιεραρχούνται, επιλέγονται και ανατίθενται οι ιδιωτικές αυτές συμμετοχές στο κοινωνικό γίγνεσθαι, θεωρείται πια δεδομένο πως κάθε ευνομούμενη χώρα οφείλει να διαθέτει σημαντικούς πόρους για το «καλό», ρίχνοντάς τους στον γιαλό ενός οργανωμένου και εκ προοιμίου ανεξέλεγκτου εσμού επίδοξων συμφεροντούχων. Η ελεύθερη «κοινωνία των πολιτών», μας λένε, οφείλει να αναλάβει τον αυτόνομα δημιουργικό ρόλο που της αρμόζει.
Θα πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε για τα αίτια αυτής της θεαματικής ιδεολογικής μεταλλαγής και μαζί με αυτήν των τρεχουσών πολιτικών πρακτικών. Το γεγονός ότι η παλιά αυτή εγελιανή ιδέα ανασύρθηκε από την ιστορική ναφθαλίνη για να εγκατασταθεί στο επίκεντρο του προβληματισμού δεν μπορεί βέβαια να είναι τυχαίο. Ούτε φυσικά είναι τυχαίο ότι από ένα σημείο και πέρα η «κοινωνία των πολιτών» άρχισε να εμφανίζεται ως αναγκαίο συμπλήρωμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εφεξής, σε ρητή αντιδιαστολή με ό,τι το κρατικό και «επισήμως κρατικοδίαιτο» που αντιμετωπίζεται με ολοένα μεγαλύτερη δυσπιστία, ό,τι μπορεί να εμφανίζεται ως «ανεπισήμως κρατικοδίαιτο» προϊόν ελεύθερων ατομικών πρωτοβουλιών φαίνεται να καθαγιάζεται απερίφραστα.
Το ακατάσχετο κύμα των ιδιωτικοποιήσεων, η αποψίλωση του κοινωνικού κράτους, η απαξίωση του δημόσιου τομέα, η αύξουσα διείσδυση ιδιωτικοοικονομικών μεθόδων στη δημόσια διοίκηση, η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και η διάχυτη καταγγελία όλων των δημόσιων μηχανισμών ως εγγενώς αναποτελεσματικών και εν δυνάμει διεφθαρμένων δεν είναι άλλωστε παρά μερικά από τα συμπτώματα του αδιαμεσολάβητα πλέον κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου αντικρατισμού. Και προφανώς, μια τέτοια «προφητεία» δεν μπορεί παρά να είναι αυτοεκπληρούμενη: η συμβολική απαξίωση του δημόσιου τομέα συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγματική του υποβάθμιση και συνεπώς στην «ανάγκη» προσφυγής στον εκ φύσεως αποτελεσματικό ιδιωτικό τομέα. Δικαιούται κανείς να αναρωτιέται μήπως αυτό ακριβώς υπήρξε και το αιτούμενο.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η συνεχής διεύρυνση των ορίων λειτουργίας των ΜΚΟ μοιάζει αναγκαίο στοιχείο της πολιτικοϊδεολογικής συγκυρίας της εποχής μας. Από τη μια μεριά, επεκτείνοντας το πεδίο της ελεύθερης αγοράς προς νέες κατευθύνσεις δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πρόσθετες οργανωμένες ιδιωτικοποιήσεις, άρα και για αυξημένα κέρδη των απανταχού επιτηδείων. Από την άλλη, συμβάλλοντας στην αποδυνάμωση της διάκρισης ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και στις ιδιωτικές δράσεις συμβάλλει στην περαιτέρω αποδυνάμωση της δημόσιας συμβολικής πρωτοκαθεδρίας. Τέλος, εθίζει την κοινή γνώμη στην ιδέα ότι όλες σχεδόν οι δημόσιες αρμοδιότητες είναι δυνατόν και πρέπει να μεθοδεύονται μέσα από αυτοσχέδιες «συνέργειες» ανάμεσα στις συλλογικές σκοπιμότητες και στην προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο εις πείσμα των σκανδάλων και της ανορθολογικής σπατάλης του δημόσιου χρήματος, τίποτε δεν φαίνεται να μπορεί να ανακόπτει την επέλαση των νέων μορφών. Εάν δεν επανιδρυθεί η δημόσια σφαίρα και δεν ανασταθεί η αυτονομία της πολιτικής, τα ιδιωτικά συμφέροντα θα επιβληθούν σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνίας. Η εξουσία θα πρέπει λοιπόν κάποτε να επιστρέψει στον δήμο. Τελικώς, αυτό και μόνον είναι το ουσιώδες διακύβευμα.
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 4/3/2014
Τι εννοούμε με τον όρο σοσιαλδημοκρατία; Η ερώτηση είναι επίκαιρη στη χώρα μας λόγω της Πρωτοβουλίας των 58 για τη δημιουργία ενός τρίτου πόλου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, πόλου που πολλοί αποκαλούν σοσιαλδημοκρατικό. Η απάντηση δεν είναι εύκολη γιατί εξαρτάται από το πώς ορίζουμε τα λεγόμενα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη σημερινή συγκυρία. Υπάρχουν δύο βασικοί ορισμοί. Ο πιο περιοριστικός ταυτίζει αποκλειστικά τη σοσιαλδημοκρατία με τα προοδευτικά κόμματα που κατόρθωσαν να εξανθρωπίσουν τον καπιταλισμό στις ευρωπαϊκές βορειοδυτικές κοινωνίες στη «χρυσή περίοδο της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1975). Ο δεύτερος, πιο ευρύς ορισμός αναφέρεται και σε κόμματα που επιβιώνουν σήμερα με προοδευτικούς, σοσιαλδημοκρατικούς στόχους, που όμως για διάφορους λόγους έχουν αναγκαστεί να ασπαστούν στοιχεία της δεσπόζουσας νεοφιλελεύθερης λογικής.
Οι λεγόμενες σοσιαλδημοκρατικές κινήσεις του 19ου αιώνα αρχικά συμπεριελάμβαναν όχι μόνο ρεφορμιστικές αλλά και επαναστατικές δυνάμεις. Στις αρχές του 20ού αιώνα όμως ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται για τις πολιτικές κινήσεις που στόχευαν στη σταδιακή υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η εξέλιξη σχετίζεται με τη γνωστή διαμάχη μεταξύ Λένιν και Μπερνστάιν. Ο πρώτος υποστήριξε πως η στρατηγική που εστίαζε στην εξελικτική/σταδιακή διαδρομή προς τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό, o λεγόμενος σταδιακός «εξανθρωπισμός» του καπιταλισμού ως βασική προϋπόθεση υπέρβασής του θα οδηγούσε το προλεταριάτο στην άμβλυνση της επαναστατικής δυναμικής και στην ενσωμάτωσή του στο καπιταλιστικό status quo.
Από την άλλη μεριά, ο Μπερνστάιν υποστήριζε πως η άμεση επανάσταση θα οδηγούσε όχι στον δημοκρατικό σοσιαλισμό αλλά σε έναν τύπο μη καπιταλιστικής εκμετάλλευσης/χειραγώγησης της εργατικής τάξης. Κατά τον Μπερνστάιν η λύση έγκειται σε μια εξελικτική στρατηγική με την οποία μέσα στο ισχύον κοινοβουλευτικό σύστημα οι άμεσοι παραγωγοί θα κατόρθωναν σταδιακά να οδηγήσουν τις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες σε ένα σύστημα δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Οι εξελίξεις δικαίωσαν τον Μπερνστάιν. Οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες ακολούθησαν τον «ρεφορμιστικό» δρόμο. Κατόρθωσαν σταδιακά να εγκαθιδρύσουν έναν τρόπο διακυβέρνησης που συνδύασε για πρώτη φορά στην ιστορία της νεωτερικότητας την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τη δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη και τη δημιουργία ενός εξελιγμένου κράτους πρόνοιας, δηλαδή τη διάχυση αστικών, πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας.
Στη συνέχεια όμως για μια σειρά δυσμενείς συνθήκες (συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης, κομματική γραφειοκρατικοποίηση, ακραίος κομματισμός, στασιμοπληθωρισμός κτλ.) η σοσιαλδημοκρατική πορεία έχασε τη δυναμική της. Ετσι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, για να επιβιώσουν στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στη δεκαετία του '80, πλησίασαν χωρίς να ταυτιστούν με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Εξ ου και οι αριστεροί επικριτές τους τα μετονόμασαν σοσιοφιλελεύθερα ή «μπλερικά».
Κατ' αυτούς, όχι μόνο τα βορειοδυτικά «σοσιαλδημοκρατικά» κόμματα δεν είναι πια προοδευτικά αλλά και τα δήθεν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη Νότια Ευρώπη ούτε ήταν ποτέ ούτε είναι τώρα σοσιαλδημοκρατικά. Αρα η «πραγματική» σοσιαλδημοκρατία της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου δεν υπάρχει πια, έχει πεθάνει.
Για αυτούς που βλέπουν την τωρινή σοσιαλδημοκρατία με πιο θετικό τρόπο η σοσιαλδημοκρατία ούτε έχει πεθάνει ούτε θα εξαφανιστεί στο μέλλον. Είναι γεγονός βέβαια ότι ακολούθησε σε έναν μόνο βαθμό νεοφιλελεύθερες στρατηγικές από τη δεκαετία του '80 και μετά. Αλλά αυτή η στροφή δεν οφείλεται σε «προδοσία» αλλά κυρίως σε αντικειμενικές συνθήκες (όπως το απότομο άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών) που ανάγκασαν τις σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα για να επιβιώσουν. Το βασικό επιχείρημα εδώ εναντίον αυτών που έχουν ξεγράψει την τωρινή σοσιαλδημοκρατία ως προοδευτική δύναμη είναι πως οι επικριτές της βλέπουν τις εξελίξεις κατά έναν γραμμικό τρόπο. Αγνοούν τελείως τις «κυκλικές» τάσεις του πολιτικοοικονομικού γίγνεσθαι.
Πριν από τη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είχαμε μια εξίσου νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση από το 1860 περίπου ως το 1914. Στη συνέχεια, κυρίως μετά την οικονομική κρίση του 1929, βλέπουμε το σταδιακό πέρασμα από τον Hayek στον Keynes, από την πίστη στις μη ελεγχόμενες αγορές στην πεποίθηση πως χρειάζεται κρατική παρέμβαση και αυστηρός έλεγχος των αγορών για την αποφυγή των οικονομικών κρίσεων και για την άμβλυνση των τεράστιων ανισοτήτων που ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός δημιουργεί σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 όμως ο οικονομικός φιλελευθερισμός έρχεται πάλι στο προσκήνιο. Με την παγκόσμια κρίση όμως του 2008-2012 (που συνδέεται κυρίως με τις μη ελεγχόμενες χρηματοπιστωτικές αγορές) το πέρασμα από τον νεοφιλελευθερισμό σε έναν νεο-κεϊνσιανισμό δεν αποκλείεται. Οταν ο Γκρίνσπαν, ο τέως πανίσχυρος πρόεδρος της Federal Reserve Bank, παραδέχθηκε δημόσια πως η νεοφιλελεύθερη πολιτική του σε ό,τι αφορά τον (μη) έλεγχο του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν λάθος, αυτή ήταν μια παραδοχή που μπορεί κανείς να τη δει ως ένα πρώτο σημάδι σταδιακής επιστροφής σε έναν πιο ελεγχόμενο και ανθρώπινο καπιταλισμό.
Από αυτή την άποψη μια δεύτερη «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι απίθανη, είναι σίγουρα πιο πιθανή από την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού στα χρόνια που έρχονται. Βέβαια η βασική προϋπόθεση για έναν δεύτερο «εξανθρωπισμό» του καπιταλισμού είναι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να βρουν και να ακολουθήσουν νέες στρατηγικές για την επίτευξη των κλασικών σοσιαλδημοκρατικών στόχων.
Συμπέρασμα:
Σε ό,τι αφορά τον τόπο μας, ο μεσαίος, άκρως κατακερματισμένος χώρος μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχει κυρίως σοσιαλδημοκρατικούς προσανατολισμούς.
Η συγκρότηση ενός τρίτου πόλου, που η Πρωτοβουλία των 58 προσπαθεί να διευκολύνει, θα αμβλύνει την πόλωση, θα ενισχύσει τις σοσιαλδημοκρατικές αξίες και θα σταθεροποιήσει το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν γίνει κυβέρνηση και αν θέλει και τα καταφέρει να παραμείνει εντός της ευρωζώνης, θα αναγκαστεί, αργά ή γρήγορα, να μετασχηματιστεί σε ένα ριζοσπαστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Η θέση ενός μέρους της Αριστεράς για το «τέλος της σοσιαλδημοκρατίας» πείθει τόσο λίγο όσο και η θεωρία του Φουκουγιάμα για «το τέλος της Ιστορίας».
Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ (1/3/2014)
Κεντροαριστερά ανοιχτή όχι μόνο προς τα δεξιά αλλά και προς τα αριστερά
«To ιδανικό θα ήταν σύσσωμη η κεντροαριστερά να είχε βρει μια πολιτική ενότητα κι ενόψει των ευρωεκλογών και ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών» τονίζει ο Ηλίας Μόσιαλος επικεφαλής της κίνησης Δυναμική Ελλάδα που μετέχει στην προσπάθεια συγκρότησης της ελληνικής «Ελιάς» αναφορικά με την απόφαση της Πρωτοβουλίας των 58 να μην μετέχουν στο υπό σχηματισμό κοινό ψηφοδέλτιο. Μιλώντας στο tvxs.gr, σχολιάζει πάντως ως θετικό το γεγονός ότι «δεν είπαν ότι δεν μετέχουν στις διεργασίες» ενώ για το πολυσυζητημένο ζήτημα της σταυροδοσίας υποστηρίζει ότι «ελλείψει εσωκομματικής δημοκρατίας είναι μια θετική εξέλιξη». Ενόψει των ευρωεκλογών δηλώνει παρών αν και ξεκαθαρίζει ότι δεν θα είναι υποψήφιος. Προκρίνει ως ιδιαιτέρως σημαντικό να υπάρξει εκ μέρους της κεντροαριστεράς μήνυμα ριζικής ανανέωσης και σε επίπεδο προσώπων και σε επίπεδο θέσεων αλλά κι ένα σαφές πρόγραμμα μεταμνημονιακής εποχής. Της Αγγελικής Δημοπούλου.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά το πρόγραμμα της κεντροαριστεράς θα πρέπει να υπερβαίνει τις δεσμεύσεις που αυτή τη στιγμή έχει το ΠΑΣΟΚ μέσα από τις κυβερνητικές του υποχρεώσεις και θα πρέπει να κοιτάει «και προς τις δυο πλευρές». «Η κεντροαριστερά δεν μπορεί να έχει μια μόνιμη συμμαχία προς τα δεξιά της» τονίζει υπογραμμίζοντας ότι θα πρέπει να ακουστούν και οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος αναφορικά με το μέλλον της κεντροαριστεράς υποστηρίζει ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα είναι καθοριστικό. «Μετά με μεγαλύτερη ψυχραιμία να δούμε πως θα υπάρξει μια ενοποίηση του χώρου με στόχο στο μέλλον να υπάρξει και μια κυβέρνηση πιο κεντροαριστερή στη χώρα μας».
Πως είδατε την κίνηση της Πρωτοβουλίας των «58» να μην συμμετάσχουν στο κοινό ευρωψηφοδέλτιο των συνεργαζόμενων κινήσεων της κεντροαριστέρας;
Aς δούμε τα θετικά των τελευταίων μηνών και τις εξελίξεις γενικότερα στο χώρο της κεντροαριστεράς. Στα θετικά είναι κυρίως τα μηνύματα που στέλνουν οι πολίτες. Πρόκειται για σαφή μηνύματα ενότητας τα οποία αποτυπώνονται και στα μεγάλα ποσοστά που επιτυγχάνουν υποψήφιοι της κεντροαριστεράς σε επαγγελματικές και επιστημονικές ενώσεις. Το μήνυμα των πολιτών είναι ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας ενιαίος και μεγάλος πολιτικός χώρος στην κεντροαριστερά. Όσον αφορά την απόφαση των 58 δεν είπαν ότι δεν μετέχουν στις διεργασίες. Κι εδώ βλέπω τα θετικά. Θα συμμετάσχουν στη Συνδιάσκεψη, θα συμμετάσχουν στη διαμόρφωση των πολιτικών θέσεων και θα στηρίξουν το ευρωψηφοδέλτιο που θα κατατεθεί. Δεν θα συμμετέχουν ως κίνηση στις διαδικασίες διαμόρφωσής του. Αυτό δεν σημαίνει ότι άτομα τα οποία συμμετείχαν στις διεργασίες των 58 ή προσωπικότητες από τον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς δεν θα πάρουν μέρος σε αυτές τις διεργασίες.
Δηλαδή δεν υπάρχει ρήξη;
To ιδανικό θα ήταν σύσσωμη η κεντροαριστερά να είχε βρει μια πολιτική ενότητα κι ενόψει των ευρωεκλογών και ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών. Κι όταν αναφέρομαι στην κεντροαριστερά, αναφέρομαι προφανώς και στη Δημοκρατική Αριστερά. Δυστυχώς τα κόμματα, οι κινήσεις και οι προσωπικότητες που συμμετέχουν σε αυτό το χώρο δεν βρήκαν κοινό τόπο. Και βρίσκονται σε δυσαρμονία με αυτό που θέλει ο κόσμος της κεντροαριστεράς. Ελπίζω ότι τα εκλογικά αποτελέσματα του Μαΐου θα είναι θετικά για όσα κόμματα ή όσες συμπράξεις της κεντροαριστεράς κατέβουν στις ευρωεκλογές. Μετά με μεγαλύτερη ψυχραιμία να δούμε πως θα υπάρξει μια ενοποίηση του χώρου με στόχο στο μέλλον να υπάρξει και μια κυβέρνηση πιο κεντροαριστερή στη χώρα μας.
Το αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές θα είναι καθοριστικό για το αύριο της κεντροαριστεράς;
Προφανώς. Οι ίδιοι οι πολίτες θα δείξουν τι ακριβώς πρέπει να γίνει.
Η σταυροδοσία φαίνεται πως ήταν «αγκάθι» για τους «58». Εσείς συμφωνείτε με αυτή την αλλαγή ενόψει των ευρωεκλογών;
Αν είχαμε δημοκρατικά κόμματα τότε θα μπορούσαν να υπάρχουν και καθαρές εσωκομματικές δημοκρατικές διαδικασίες που θα αναδείκνυαν τους υποψήφιους για να ισχύει αμέσως μετά η λίστα στις ευρωεκλογές αλλά και στις εθνικές εκλογές. Πιστεύει κανείς όμως ότι πραγματικά έχουμε δημοκρατικά κόμματα στην Ελλάδα; Κόμματα στα οποία αποφασίζουν τα μέλη και στα οποία όταν υπάρχουν παρατυπίες μπορεί να καταφύγει κανείς σε διευθετήσεις εξωκομματικές; Στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Γερμανία, στην Κεντρική Ευρώπη γενικότερα υπάρχουν νομικές διαδικασίες που κατοχυρώνουν την εσωκομματική δημοκρατία. Δεν μπορεί να κάνει ο αρχηγός ότι θέλει. Ούτε κάποιες φράξιες μπορούν να αποκλείουν συνολικά μειοψηφίες εντός των κομμάτων. Με αυτή την έννοια, ελλείψει δηλαδή εσωκομματικής δημοκρατίας, μια δημοκρατική διαδικασία, όπως είναι ο σταυρός, είναι μια θετική εξέλιξη. Το ιδανικό είναι να έχουμε πρώτα εσωκομματικές διαφανείς διαδικασίες και μετά λίστα. Μέχρι τότε όμως είναι προτιμότερος ο σταυρός. Μπορεί να πει κανείς δεν θα ήταν καλύτερα να μέναμε στο παλιό σύστημα; Μια λίστα ίσως διευκόλυνε τη συσπείρωση της κεντροαριστεράς; Κάποιοι πιστεύουν ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη διέξοδος. Τι μήνυμα όμως θα δινόταν στους πολίτες αν κάποιοι από τους «58», από τις κινήσεις, από τα κόμματα που απαρτίζουν το χώρο της κεντροαριστεράς βρισκόντουσαν σε ένα δωμάτιο χωρίς καμία δημοσιότητα, χωρίς καμία συμμετοχή μελών και αποφάσιζαν την σειρά των ονομάτων στο ευρωψηφοδέλτιο. Αυτό θα ήταν μια πιο δημοκρατική διαδικασία; Δεν το πιστεύω.
Υπήρξε η κριτική ότι επειδή η αλλαγή έγινε λίγο πριν τις ευρωεκλογές τα λιγότερο γνωστά και πιο φρέσκα πρόσωπα δεν έχουν την ίδια ευκολία να διεκδικήσουν την εκλογή τους με σταυρό όπως γνωστότερα στελέχη.
Οι πολίτες έχουν δείξει ότι θέλoυν καινούργια πρόσωπα. Το έχoυν δείξει στην τοπική αυτοδιοίκηση. Το έχoυν δείξει στις εκλογές των επαγγελματικών και επιστημονικών συλλόγων. Δεν ψηφίζoυν πλέον τα φθαρμένα πρόσωπα ή όσους δεν έχουν το ηθικό υπόβαθρο το οποίο η ελληνική κοινωνία απαιτεί να είναι πολύ υψηλό – και σωστά το θέλει. Η κοινωνία θέλει ηθικούς ανθρώπους, όχι κατ' ανάγκη προβεβλημένους ανθρώπους. Από την άλλη πλευρά, την εποχή της λεγόμενης τηλεοπτικής δημοκρατίας αν κάποιος έχει να πει κάτι ουσιαστικό νομίζω ότι μπορεί να το πει και με δυο – τρεις τηλεοπτικές εμφανίσεις. Θα ξεχωρίσει. Νομίζω ότι δεν πρέπει να υπάρχει τέτοιος φόβος. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι να αναδειχτούν νέοι άνθρωποι. Και πρέπει να δοθεί στους νέους ανθρώπους και ο τηλεοπτικός χρόνος και η προβολή από τα μέσα ενημέρωσης. Οι πολίτες αμέσως θα ξεχωρίσουν ποιος πραγματικά είναι ηθικός και ποιος έχει να πει κάτι ουσιαστικό για το μέλλον της χώρας. Είναι σαφές πως νέες ιδέες και πρακτικές δεν μπορούν να υλοποιούνται από πρόσωπα που έχουν καταγραφεί ως φορείς των αντιθέτων απόψεων.
Εσείς τι περιμένετε από το κοινό ευρωψηφοδέλτιο της κεντροαριστεράς;
Ριζική ανανέωση με άτομα που έχουν αποδεδειγμένο ηθικό υπόβαθρο και με σημαντικές επιτυχίες στην επαγγελματική τους πορεία. Δηλαδή όχι παιδιά του κομματικού σωλήνα τα οποία αναδείχτηκαν αποκλειστικά και μόνο μέσα από κομματικές διαδικασίες. Χωρίς να έχω κάτι εναντίον όσων συμμετέχουν αποκλειστικά και μόνο σε κομματικές διαδικασίες εγώ προσωπικά προτιμώ να αναδεικνύονται αυτοί που έχουν να επιδείξουν επιτυχίες και πέρα από το στενό κομματικό πλαίσιο.
Το όνομα, το σύμβολο σας απασχολεί;
Δεν είναι το ουσιαστικό. Το ουσιαστικό είναι το μήνυμα που πρέπει να εκπέμψει το ψηφοδέλτιο που θα σχηματιστεί. Μήνυμα ριζικής ανανέωσης και σε επίπεδο προσώπων και σε επίπεδο θέσεων. Χρειάζεται και σαφές πρόγραμμα μεταμνημονιακής εποχής. Ένα πρόγραμμα που να απαντά στα ερωτήματα: «Τι είδους κράτος θέλουμε; Ποιο κοινωνικό κράτος θέλουμε;». Γιατί αυτή τη στιγμή συνεχίζουμε να διαθέτουμε το 25% του εθνικού μας πλούτου για κοινωνικές υπηρεσίες κι έχουμε ένα σύστημα υγείας που υπολειτουργεί - και μάλιστα πηγαίνει συνεχώς προς τα πίσω - ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές των σύγχρονων συστημάτων της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής και έχει αποτύχει να εξασφαλίσει την ισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση και την εργασία. Kαι ένα συνταξιοδοτικό σύστημα που συνεχίζει ακόμη και τώρα να αναπαράγει ανισότητες. Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να τα απαντήσει - ειδικά το ερώτημα «Τι είδους κοινωνικό κράτος θέλουμε;» - ένας χώρος που θέλει να ονομάζεται κεντροαριστερός. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τα κόμματα που αυτή τη στιγμή εντάσσονται στην κεντροαριστερά αλλά και τα κόμματα της Αριστεράς και ιδίως το ΣΥΡΙΖΑ. Θα πρέπει να ακούσουμε κι από κει πιο κοινωνικό κράτος θέλουν να φτιάξουν.
Μέσα στην προσπάθεια συγκρότησης της κεντροαριστεράς βρίσκεται και το ΠΑΣΟΚ που αυτή τη στιγμή μετέχει στην κυβέρνηση. Πρέπει λοιπόν να αναθεωρήσει κάποιες θέσεις του;
Το πρόγραμμα της κεντροαριστεράς πρέπει να υπερβαίνει τις δεσμεύσεις που αυτή τη στιγμή έχει το ΠΑΣΟΚ μέσα από τις κυβερνητικές του υποχρεώσεις. Και ταυτόχρονα να θέτει κι ένα πλαίσιο που θα υπερβαίνει και τα σημερινά κυβερνητικά όρια. Με αυτή την έννοια δηλαδή θα πρέπει να κοιτάει και προς τις δυο πλευρές. Η κεντροαριστερά δεν μπορεί να έχει μια μόνιμη συμμαχία προς τα δεξιά της. Πρέπει να βλέπει και συμμαχίες προς τα αριστερά της.
Εσείς θα είστε υποψήφιος;
Υπάρχουν σοβαροί προσωπικοί λόγοι που δεν μου επιτρέπουν να είμαι ενεργός σε επίπεδο υποψηφίου έως το τέλος του 2014. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα είμαι ενεργός με παρεμβάσεις και απόψεις και με συγκεκριμένο πολιτικό λόγο.
Πολλοί από εμάς αισθανόμαστε ότι η κρίση που εξελίσσεται από το 2008 εισέρχεται αυτό το φθινόπωρο σε μία κρίσιμη φάση, καθώς η πολιτική του βραχυπρόθεσμου κατευνασμού των αγορών που εφαρμόστηκε έως τώρα έφτασε πλέον στα όριά της. Εν τω μεταξύ, ενισχύθηκε μεταξύ των πολιτικών η άποψη ότι το κοινό νόμισμα απαιτεί και μια κοινή δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική. Αυτό, ωστόσο, οδηγεί προσωρινά μόνο σε μια φιλοευρωπαϊκή ρητορική, κενή περιεχομένου.
Οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να ελπίζουν ότι θα μπορέσουν σιωπηλά να θεσπίσουν, σε επίπεδο πολιτικής διακυβέρνησης, τις οικονομικές ρυθμίσεις στις οποίες έχουν δεσμευτεί, χωρίς καμία αλλαγή σε επίπεδο πολιτικών θεσμών. Λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά οικονομικής συμβολής των μεμονωμένων χωρών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διαπιστώνει κάποιος ότι με την ακολουθούμενη πολιτική εξαγοράς υποτιμημένων κρατικών ομολόγων η Τράπεζα έχει από καιρό ανοίξει τον δρόμο προς μια συγκαλυμμένη «Ενωση Χρέους».
Ταυτόχρονα, η ρητορική αυτή χρησιμοποιείται σε εθνικό επίπεδο ως όπλο ενάντια σε κάθε εποικοδομητική πρόταση εμβάθυνσης της Πολιτικής Ενωσης, με απώτερο σκοπό την περιθωριοποίησή της, όπως συνέβη πρόσφατα με την πρόταση του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.
Από την 26η Ιουνίου του 2012, όταν ο Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ κατέθεσε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρότασή του υπέρ μιας «πραγματικής» Δημοσιονομικής και Πολιτικής Ενωσης, λαμβάνοντας από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων την εντολή περαιτέρω ανάπτυξης της πρότασής του αυτής έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας άρχισαν να ασχολούνται με την προετοιμασία μιας «θεσμικής λύσης» για την κρίση.
Ο Ευρωπαίος επίτροπος, αρμόδιος για την Εσωτερική Αγορά, Μισέλ Μπαρνιέ, περιέγραψε τον ήδη από καιρό γνωστό φαύλο κύκλο του εκβιασμού των κρατών της ζώνης του ευρώ από τις αγορές με τον εξής στείρο τρόπο: «πρώτα το κράτος παρέχει ρευστότητα σε τράπεζες που το έχουν ανάγκη, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτόν το εθνικό του χρέος, το οποίο κατόπιν εξαγοράζεται από τις τράπεζες, επιδεινώνοντας περαιτέρω τη θέση τους». Βεβαίως, ο επίτροπος αποσιωπά ότι σε όλη αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, οι μοναδικοί κερδισμένοι, στον βαθμό που ο παραπάνω εκβιασμός λειτουργεί, είναι οι ιδιώτες επενδυτές, ενώ η υπαγορευμένη πολιτική λιτότητας επιβαρύνει ανελέητα την πλατιά μάζα των ήδη ζημιωμένων πολιτών, αφήνοντας τους πραγματικούς υπεύθυνους της κρίσης στο απυρόβλητο.
Στο μεταξύ, οι ιδέες μιας κοινής εποπτείας των τραπεζών και μιας τραπεζικής ένωσης, σκοπός της οποίας θα ήταν η διευκόλυνση της πρόσβασης σε δάνεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), λαμβάνουν συγκεκριμένη μορφή. Επιπλέον, είναι σε γνώση όλων των συμμετεχόντων ότι η υφιστάμενη λύση της δημοσιονομικής κρίσης δεν αγγίζει στο παραμικρό τις πραγματικές της αιτίες, δηλαδή τις δομικές εκείνες ανισορροπίες, οι οποίες αναπόφευκτα προκύπτουν σε μια νομισματική ένωση ανεξάρτητων εθνικών οικονομιών, διαφορετικού βαθμού ανταγωνιστικότητας η κάθε μία. Αντίθετα, η τήρηση των ίδιων δημοσιονομικών κανόνων σε βάθος χρόνου δεν προσφέρει τίποτα.
Εάν ισχύει η παραπάνω περιγραφή της κατάστασης, τότε οδηγούμαστε σε ένα δίλημμα. Από τη μία ενισχύεται, υπό το βάρος της πίεσης των αγορών, η τάση εφαρμογής μιας πραγματικής δημοσιονομικής και οικονομικής ένωσης, όπως τη σχεδιάζουν οι οικονομολόγοι.
Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για την εκπλήρωση των οικονομικών εκείνων επιταγών, οι οποίες πίεσαν προς την κατεύθυνση μιας νέας «θεσμικής αρχιτεκτονικής». Από αυτήν την εξέλιξη, όμως, προκύπτει μία συνέπεια που φοβίζει τους ιθύνοντες πολιτικούς. Τα κυριαρχικά δικαιώματα που θα αφαιρεθούν από τα εθνικά Κοινοβούλια στο πλαίσιο αυτής της σχεδιαζόμενης δημοσιονομικής μεταρρύθμισης θα πρέπει θα ανατεθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και πάλι σε έναν νομοθέτη με δημοκρατική νομιμοποίηση. Δεν μπορούν δηλαδή απλώς να ασκηθούν από το συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, διότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν εκλέγεται στο σύνολό του από τους Ευρωπαίους πολίτες.
Ασφαλώς φοβάμαι ότι αυτό ακριβώς θα είναι το τίμημα που θα κληθούμε να πληρώσουμε για μια τεχνοκρατική λύση της κρίσης. Οι κυβερνήσεις θα συγκεντρώσουν τις απαραίτητες αρμοδιότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να ικανοποιήσουν «τις αγορές». Ταυτόχρονα, όμως, θα προσπαθήσουν να υποβαθμίσουν στο εκλογικό σώμα της χώρας τους την αληθινή σημασία αυτής της νέας ενοποίησης, διότι φοβούνται ότι αυτή τη φορά η συγκεκριμένη εμβάθυνση της πολιτικής ένωσης δεν θα γίνει αποδεκτή από τους πολίτες των χωρών του πυρήνα της Ευρώπης με τη συνήθη μέχρι τώρα παθητικότητα.
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, βρισκόμαστε στη μεταδημοκρατική οδό προς μια συμβατή με τις αγορές -που σημαίνει κομμένη και ραμμένη στις επιταγές των αγορών- ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία. Σε μια τέτοια διαδικασία δεν θα χάναμε μόνο τη δημοκρατία στην πορεία, αλλά και την ευκαιρία ρύθμισης της αγοράς, αρχικά έστω και μόνο εντός του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου.
Μια ευρωπαϊκή εκτελεστική εξουσία ανεξάρτητη από ένα δημοκρατικά καθοδηγούμενο εκλογικό σώμα θα έχανε κάθε κίνητρο, ακόμα και τη δύναμη για αλλαγή πορείας.
Μέχρι τώρα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα προωθήθηκε από τις πολιτικές ελίτ ανεξάρτητα από τη βούληση των λαών, ενώ οι πολίτες έδειχναν ικανοποιημένοι, όσο η Ε.Ε. αποτελούσε μια κοινότητα από την οποία έβγαιναν όλοι κερδισμένοι. Τώρα, όμως, που ενέσκηψε η ευρωκρίση, η οποία επιδρά διαφορετικά στις επιμέρους οικονομίες, δρώντας πολωτικά στην κοινή γνώμη κάθε χώρας, ενισχύεται παντού ο αντιευρωπαϊκός δεξιός λαϊκισμός.
Οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ψυχρή έκφραση της λαϊκής βούλησης, διότι εμπεριέχουν συνειδησιακό νόημα. Η κυβέρνηση καλείται μέσω της λήψης αποφάσεων τέτοιου στρατηγικού χαρακτήρα να αντιμετωπίσει επείγοντα προβλήματα. Σε μια δημοκρατία, οι πολιτικές εκλογές δεν εκπληρώνουν τον συστημικό τους ρόλο όταν αντιμετωπίζονται σαν απλή καταγραφή προτιμήσεων και προκαταλήψεων. Αντίθετα, αποκτούν το θεσμικό βάρος πολιτικών αποφάσεων ενός συννομοθέτη από το γεγονός ότι το αποτέλεσμά τους διαμορφώνεται μέσα από πληθώρα διιστάμενων απόψεων στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου.
Στην περίπτωση, ωστόσο, της δικής μας εκτεταμένης κοινής γνώμης, ενός δημιουργήματος πρωτίστως του επικοινωνιακού δικτύου των μέσων μαζικής επικοινωνίας, δεν αρκούν μόνο οι πληροφορίες και τα ερεθίσματα από έναν αυθόρμητο και ανεξάρτητο Τύπο, αλλά απαιτούνται κατά κύριο λόγο οι πρωτοβουλίες, η καθοδήγηση και η οργανωτική δυνατότητα των πολιτικών κομμάτων.
Το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης αυτή τη στιγμή εξαρτάται κυρίως από τη διορατικότητα και την ηγετική ικανότητα των πολιτικών κομμάτων.
στη θεωρία όλα αυτά είναι εύκολα. Πρώτον, τα πολιτικά κόμματα υποχρεώνονται από το διακύβευμα της κατάληψης και διατήρησής τους στην εξουσία να προσαρμόζουν τα σχέδια και τις ενέργειές τους στον χρονικό ορίζοντα μιας εκλογικής θητείας. Επιπλέον, λειτουργούν με γνώμονα τις νομιμοποιητικές προσδοκίες εθνικών εκλογικών σωμάτων, χωρίς άμεση επαφή με τα υπόλοιπα εθνικά εκλογικά σώματα. Ετσι, τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να προσβλέπουν σε απτά πολιτικά οφέλη, όταν σκέφτονται και πράττουν εθνικά και ταυτόχρονα ευρωπαϊκά, χωρίς προηγουμένως καν να υφίσταται ένα ενιαίο, ευρωπαϊκό σύστημα πολιτικών κομμάτων.
Εκείνο που απαιτείται σήμερα από τις πολιτικές ελίτ είναι μια τελείως διαφορετική, εμπεριστατωμένη, ηγετική και πειστική πολιτική πρακτική. Πρόκειται δηλαδή για άσκηση επιρροής, με επίγνωση της πιθανότητας να αποδειχτεί εσφαλμένη η πολιτική πρόταση.
Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τα κόμματα ότι βρέθηκαν απροετοίμαστα σε μια τέτοια εξαιρετική κατάσταση. Σε τέτοιες εξαιρετικές καταστάσεις, όμως, η αναγνώριση ενός διλήμματος μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για τη διευθέτησή του.
* Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των συντακτών στις 25-2-2014
Οι ΜΚΟ ή το «σώμα των πολιτών» ή, όπως είναι γνωστότερο, «κοινωνία των πολιτών», συγκροτούν μια αντίληψη για τις συλλογικότητες η οποία αντιδιαστέλλεται με μια παραδοσιακή αντίληψη της αριστεράς περί συλλογικότητας, όσο και με μια της δεξιάς. Στην ουσία, είναι μια αντίληψη που πατά περισσότερο σε μια λογική του πολιτικού φιλελευθερισμού των δικαιωμάτων και λιγότερο στη λογική των "συμφερόντων" που ωθούν τους ανθρώπους να συγκροτούν συλλογικότητες. Όμως, η ίδια η αριστερά, δια των Ν. Πουλαντζά και Κ. Τσουκαλά επιχείρησε να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο όχι μονοδιάστατα μέσω της οικονομικής του θέσης στην κοινωνία, αλλά ως "πολυσθενές υποκείμενο", δηλαδή μέσα από μια ποικιλία ενδιαφερόντων, αντιλήψεων, προτιμήσεων, με βάση πολιτιστικά, εκπαιδευτικά ή άλλα διανοητικά χαρακτηριστικά. Ανάμεσα σε αυτά παίζει, ασφαλώς ρόλο και η οικονομική του θέση στην κοινωνία, αλλά αυτή δεν αρκεί να προσδιορίσει κυρίαρχα τον τρόπο που κοινωνικοποιείται και παίρνει μέρος στις δημόσιες κοινωνικές διεργασίες. Αν ισχύει το πρώτο, αυτό δηλαδή, της κυριαρχίας της οικονομικής του θέσης, τότε αυτό οδηγεί στην αντίληψη της συγκρότησης συλλογικοτήτων με βάση αυτά τα "ταξικά" χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου, κυρίαρχη μορφή συλλογικοτήτων είναι τα συνδικάτα και όλα τα υπόλοιπα είναι συλλογικότητες - υποκατάστατα ή ευνουχιστικά και αποπροσανατολιστικά -άρα και ύποπτα για υπόγειες χρηματοδοτήσεις, χώροι διαπλοκής κλπ.
Πέραν μιας αγοραίας εμπλοκής του θέματος αυτού στην τρέχουσα συγκυρία και τις όποιες, εύκολες και γαργαλιστικές, προεκτάσεις σκανδαλοθηρικού τύπου έχει, αυτό είναι το υπόβαθρό της συζήτησης περί ΜΚΟ που κατά καιρούς έρχεται και επανέρχεται στην ελληνική δημόσια ζωή.
Η παραδοσιακή αντίληψη της αριστεράς για τη συλλογικότητα και τον ατομισμό, ισοπέδωσε το άτομο χάριν της συλλογικότητας.
Η αγοραία λογική της "αγοράς" θεοποίησε το «άτομο» και χλεύασε τις συλλογικότητες ή τις μετέτρεψε σε τραστ συμφερόντων.
Το ζητούμενο, όμως, είναι πάντα το «υπαρκτό» άτομο και όχι ο «ανύπαρκτος» μέσος άνθρωπος. Η διαφορά έγκειται στη διεργασία. Το άτομο για το άτομο ή διαμέσου της ομάδας στο άτομο. «Ο θάνατός σου η ζωή μου» ή «η ύπαρξή σου η ζωή μου»;
Η κοινωνία των πολιτών υπονοεί ότι οι συλλογικότητες θα εδράζονται στα ατομικά –και συλλογικά, ασφαλώς- δικαιώματα των πολιτών (που θα φτάνουν μέχρι τα δικαιώματα του «ενός» –του κάθε «ενός») και όχι στην ισοπεδωτική διαμεσολαβητική ασυδοσία των «συλλογικοτήτων» και των «πλειοψηφιών» (θρησκευτικών, φυλετικών, ταξικών ή άλλων).
Μόνον πολίτες με δικαιώματα (δικαιώματα νοούμενα όχι ως θεσμικές εγγυήσεις απλώς κάποιων συμπεριφορών αλλά ως αμοιβαίες ευθύνες ανάμεσα σε πολίτες, συμ-πολίτες και κοινωνία) μπορούν να συγκροτήσουν συλλογικότητες που θα τιμούν αυτήν την αναντικατάστατη μορφή κοινωνικότητας και κοινωνικοποίησης. Και μάλιστα πολλές, πολλές συλλογικότητες, πολλά «σώματα πολιτών» που θα εκφράζουν και θα διαφοροποιούν όλες τις επιλογές των ανθρώπων-πολιτών και όχι μία, «υπερ-συλλογικότητα» η οποία θα συμπυκνώνει –υποτίθεται- το σύνολο των επιλογών και των επιθυμιών των πολιτών.
Στη μία συλλογικότητα να είμαι με τον κ. Χ. για να αναδείξουμε τη σημασία, πχ., των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και από την άλλη να είμαι και σε μία συλλογικότητα η οποία θα αντιπαρατίθεται σε αυτήν του κ. Χ. για την ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης, έστω.
Μετέχοντας σε 1, 2, 5 ΜΚΟ και όχι απλώς σε ένα Κόμμα που τα ενοποιεί υποτίθεται όλα –ή τα συνθλίβει;- εκφράζομαι ως πολίτης με δικαιώματα-ευθύνες, πλήρως.
Η προσέγγιση αυτή για την Κοινωνία των πολιτών και τις ΜΚΟ, μέσω των οποίων εκφράζεται, είναι τεράστιας σημασίας για την ανανεωτική αριστερά, γιατί βρίσκεται στον αντίποδα της λογικής του «μαζικού κόμματος», που όλα τα ενοποιεί και όλα τα αφομοιώνει. Ως προέκταση αυτής της λογικής του μαζικού κόμματος, ουσιαστικά η μόνη συλλογικότητα που είναι νοητή, αλλά και μακρύς βραχίονας του κόμματος, είναι το συνδικάτο, δηλαδή η οικονομική και μονοδιάστατη υπόσταση του ανθρώπου. Το «πολυσθενές υποκείμενο», έχει ανάγκη ποικίλων μορφών κοινωνικής έκφρασης που ξεφεύγουν από τα στενά ταξικά και οικονομικά μυωπικά γυαλιά της παραδοσιακής αριστεράς.
Γι' αυτό θεωρώ πολύ εύκολη και απλοϊκή την προσέγγιση του θέματος ΜΚΟ μέσω της οπτικής της χρηματοδότησής τους, μόνο!
Είναι ο προνομιακός χώρος για μια εναλλακτική ανανεωτική αριστερά. Και αυτό, όχι φυσικά γιατί μπορεί, υποτίθεται, καλύτερα να τις «ελέγξει». Οι πολίτες που ολοκληρώνονται κοινωνικά μέσω της ελεύθερης συμμετοχής τους σε οργανώσεις που καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα ενδιαφερόντων, προβλημάτων, εθελοντικής δράσης, κοινωνικής υποστήριξης, αλληλεγγύης, ρευμάτων σκέψης, μελέτης, εκδοτικής προσπάθειας, παρατηρητήρια για δικαιώματα κάθε είδους κλπ, κλπ, αποτελούν τη μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα, την προνομιακή ομάδα της κοινωνίας που –θα έπρεπε να- ενδιαφέρεται και να απευθύνεται. Έστω και αν πολλές από αυτές τις ΜΚΟ είναι αντιφατικές, «περίεργες», ελιτίστικες, ολιγομελείς ή μικρομεγαλίζουν.
Έστω κι αν δεν είναι πάντα διαφανείς οι πηγές χρηματοδότησης για κάποιες από αυτές, είναι ισοπεδωτικό, απαξιωτικό και υποτιμητικό για το συνολικό χώρο των ΜΚΟ η διάχυση μιας καχυποψίας που κάθε άλλο παρά αντανακλά μια πραγματικότητα.
Οικολογία και ΜΚΟ
Τα ανθρώπινα συστήματα είναι διαφορετικά από τα "βιολογικά" και κάθε εύκολη μεταφορά ενέχει πολλούς κινδύνους. Όμως, σίγουρα είναι εξίσου και μάλλον περισσότερο πολύπλοκα. Και οποιαδήποτε αναγωγή τους σε σταθερά, αυστηρά και περίπου αμετάβλητα –σε κάθε ιστορική περίοδο- συστήματα, παράγει ψευδή εικόνα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων μετατρέπονται σε ένα πράγμα μόνον. Να αναχθούν, δηλαδή, σε μια «κυρίαρχη» αντίθεση η οποία και θα καθορίζει το χαρακτήρα των πιθανών κοινωνικών συγκρούσεων.
Η οικολογία, χώρος στον οποίο δραστηριοποιούνται πολλές ΜΚΟ, αναδεικνύει μια νέα «γενιά αντιθέσεων», αυτών που κατά κύριο λόγο προέκυψαν με την εμφάνιση της βιομηχανικής κοινωνίας και πιο πολύ στη φάση της ωρίμανσής της. Έρχεται να αναδείξει τη μεγάλη πολλαπλότητα και πολυπλοκότητα των αντιθέσεων και των συγκρούσεων και όχι να τα ανάγει όλα σε μια «κυρίαρχη» αντίθεση. Ή καλύτερα, να τονίσει τη σημασία και τον καθοριστικό ρόλο που ενίοτε παίζουν και οι «δευτερεύουσες» αντιθέσεις.
Η προσπάθεια να αναχθεί η πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων, οι μεταβαλλόμενες μορφές κοινωνικής σύγκρουσης σε ένα προκατασκευασμένο καλούπι ταξικής πάλης, οδηγεί σε μια επικίνδυνη απλοποίηση, σε μια χοντροκομμένη γενίκευση που αλλοιώνει πλήρως τα στοιχεία της αντίθεσης και το αντικείμενο της σύγκρουσης, κάθε φορά.
Η ποικιλία των αντιθέσεων οδηγεί και σε μια ποικιλία ανταγωνισμών, συγκρούσεων και αντιστάσεων. Ο περιορισμός τους σε μια εύκολη, εμπειρική αναγωγή στη σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, πάντα, αποτελεί μια πολιτικά ασυγχώρητη σχηματοποίηση και απλούστευση.
Ένας περίπλοκος κόσμος ανταγωνισμών χρειάζεται μια πολιτικά ισοδύναμη προσέγγιση για να εκφραστεί. Δηλαδή, ο ένας –κυρίαρχος- ανταγωνισμός, μπορεί να είναι μια «πολλαπλότητα ανταγωνισμών». Να μην τοποθετούμε, έτσι απλά, δύο ομάδες ανθρώπων τη μία απέναντι από την άλλη με σκοπό την «ταξική πάλη», για να υποδηλώσουμε τον κοινωνικό ανταγωνισμό.
Η μεγάλη ποικιλία των κοινωνικών πρακτικών και του τρόπου που αυτές οι πρακτικές μετατρέπονται σε μορφές οργάνωσης, είναι αυτά που επηρεάζουν τους εκάστοτε ανταγωνισμούς και τα εκατέρωθεν «μέτωπα».
Τα οικολογικά και περιβαλλοντικά προβλήματα δεν φωτίζουν πάντα μια νέα πλευρά της «ταξικής πάλης», καμιά φορά μπορεί να την εμπλουτίζουν, κυρίως φέρνουν στο φως νέες αντιθέσεις, σύνθετες, παράλληλες ή συμπληρωματικές στις «γνωστές», οι οποίες συχνά ξεφεύγουν από τα στενά καλούπια της ταξικής οπτικής.
Τα πραγματικά επίδικα με τις ΜΚΟ, στο πρακτικό επίπεδο
Έχει γραφτεί ότι "ΜΚΟ στα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια σημαίνει επάγγελμα". Διαφωνώ απολύτως με τη ισοπεδωτική αυτή διατύπωση.
Αυτή η γενικευμένη δυσφήμηση των ΜΚΟ (πιστεύω ότι είναι «δυσφήμηση», δηλαδή εντελώς λαθεμένη και άδικη), έχει κάποιους παραδοσιακούς εχθρούς.
Ένας τέτοιος «εχθρός», όπως προανέφερα, είναι η κομματοκρατία και ειδικά της αριστεράς.
Το ΚΚΕ, ένα μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ και σύμπας ο χώρος των αριστεριστών, μπερδεύονται, αποδιοργανώνονται από σχήματα έξω από το παραδοσιακό δίπολο κόμμα – συνδικάτο και τις πολεμούν χρησιμοποιώντας απαράδεκτους υπαινιγμούς και εύκολες κατηγορίες.
Ένας δεύτερος εχθρός, ειδικά στην Ελλάδα, είναι η καπατσοσύνη του Έλληνα αετονύχη που είδε φως και μπήκε. Το γεγονός ότι παρείχε κάποια πλεονεκτήματα στο άνοιγμα πορτών ο χαρακτήρας του «μη κερδοσκοπικού» και «μη κυβερνητικού», βάφτισε πολλές κερδοσκοπικές δραστηριότητες σε "μη" τέτοιες. Γι' αυτό, όμως, καμία απολύτως ευθύνη δεν φέρουν, ούτε θα μπορούσαν να το αποτρέψουν οι ...κανονικές ΜΚΟ και ΜΗ κερδοσκοπικές οργανώσεις, παρά μόνον ζητώντας να μπουν κανόνες από την πολιτεία, αλλά και μέσα από το ίδιο το έργο τους
Σε όλα αυτά, τα αναμενόμενα, έρχεται να προστεθεί μια δυσεξήγητη, για μένα, προκατάληψη και από όσους, λογικά, κινούνται στη λογική της «κοινωνίας των πολιτών». Όλα τα στραβά και στρεβλά χρεώνονται στις «αυθεντικές» ΜΚΟ και τις τσουβαλιάζονται με τις άλλες, επειδή δεν κατάφεραν, αυτές(!!!) να βάλουν τάξη σε ένα πεδίο που ο ίδιος ο χαρακτήρας τους τις καθιστά αδύναμες να οριοθετήσουν. Θαρρείς και οι ΜΚΟ έχουν τη δυνατότητα να βάλουν τους κανόνες χρηματοδότησης, αυτές και μόνον αυτές, και δεν το κάνουν!
Αλλά ας έρθουμε στην ίδια την πηγή αυτής της αμφισβήτησής τους, στη χρηματοδότηση.
Αν θεωρούμε ότι ΜΚΟ και κρατική χρηματοδότηση είναι ασύμβατες, τότε η κουβέντα σταματά εδώ ή μετατίθεται σε ένα άλλο πεδίο συζήτησης, πιο θεωρητικό.
Όμως, από πουθενά δεν προκύπτει ότι διεθνώς αντιμετωπίζονται ως ασύμβατες, εξ ορισμού. Όλοι οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί και οικονομικές ενώσεις (ΟΗΕ, ΟΟΣΑ, Συμβούλιο της Ευρώπης, ΕΕ κλπ) έχουν θεσπίσει είτε πεδία, είτε μηχανισμούς, είτε υποχρεώνουν τα κράτη μέλη τους να χρηματοδοτούν συγκεκριμένες δράσεις μέσω ΜΚΟ, αποκλειστικά. Πολλά εκπαιδευτικά, ανθρωπιστικά, αναπτυξιακής βοήθειας και άλλα προγράμματα πραγματοποιούνται μέσω ΜΚΟ.
Αν αυτό, στην κουβέντα μας, το θεωρούμε θεμιτό, ας πάμε και στο επόμενο βήμα. Πώς ορίζεται η ΜΚΟ και πώς χρηματοδοτείται! Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για όσους θέλουν να προσεγγίσουν και να ορίσουν, απολύτως συγκεκριμένα, τις έννοιες και τις διαδικασίες αυτές και ιδίως την πρώτη, δηλαδή ποιοι δικαιούνται να αυτοπροσδιορίζονται ως ΜΚΟ.
Είχα εμπλακεί σε μια προσπάθεια που είχε ξεκινήσει παλιότερα με πρωτοβουλία του αλησμόνητου Νικήτα Λιοναράκη, να καθοριστεί –μέσω των ίδιων των ΜΚΟ- κάτι σαν ISO για την έννοια της ΜΚΟ, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ (ο Ν. Λιοναράκης είχε καταγράψει 31.500 ΜΚΟ στην Ελλάδα!).
Φυσικά, για το δεύτερο θέμα, αυτό που συνδέεται με τη χρηματοδότηση δράσεων μέσω ΜΚΟ, οι διαδικασίες δηλαδή, τα πράγματα είναι πιο σαφή -όχι εύκολα!- να τεθούν κανόνες, παρόλο που δεν υπόκειται στην ευθύνη των ΜΚΟ να τους θέσουν και να τους τηρήσουν, αλλά στην πολιτεία, κυρίως. Μια πρώτη διασαφήνιση πρέπει να γίνει εδώ. Ως ΜΚΟ θα μπορούσε να αυτό-αποκαλείται οποιαδήποτε οργάνωση το επιθυμεί και να αξιολογείται από τη δράση της και από την κοινωνία. Το πρόβλημα του προσδιορισμού προκύπτει όταν από αυτόν απορρέει συμμετοχή σε χρηματοδοτήσεις που απευθύνονται σε ΜΚΟ. Κι εδώ χρειάζονται οι κανόνες.
Μικρή παρένθεση. Η ΜΚΟ που έχει λάβει τα περισσότερα χρήματα είναι η "Αλληλεγγύη" η ΜΚΟ της Εκκλησίας (έχει λάβει 60 εκατομμύρια ευρώ σε διάστημα 6 χρόνων!). Εδώ η μεγάλη μου ένσταση δεν είναι τόσο στις διαδικασίες μέσω των οποίων χρηματοδοτήθηκε (φυσικά, δεν υπονοώ ότι συμφωνώ), αλλά αν μπορεί μια κρατική οντότητα, η Εκκλησία της Ελλάδος, να δημιουργεί μια ΜΚΟ, δηλαδή, μια ΜΗ κυβερνητική οργάνωση. Αυτό είναι μεγάλο θέμα για την οριοθέτηση των ΜΚΟ.
Συναφές με αυτό είναι και το θέμα των «επαγγελματιών» στο χώρο των ΜΚΟ. Αν, λέγοντας ΜΚΟ, εννοούμε «πρωτοβουλίες κατοίκων» ή «πολιτιστικούς συλλόγους» μόνον, τότε πράγματι φαντάζει αντιφατικό νε έχουν ανθρώπους που αμείβονται για την εμπλοκή τους στη δράση μιας ΜΚΟ. Όμως, εκτός από αυτούς τους φορείς, υπάρχουν και πιο ...μεγάλες οργανώσεις που οι δράσεις τους απαιτούν ένα επίπεδο οργάνωσης που δεν νοείται χωρίς επαγγελματίες. Κι εδώ χωρούν, φυσικά, κανόνες, πλαφόν, δεοντολογία. Αν πάλι, οριοθετούμε τον χώρο των ΜΚΟ, σε αυτές, τις μικρές μόνον, ενώσεις προσώπων –θεμιτό βέβαια, να το πιστεύει κανείς αυτό- τότε η συζήτηση μετατίθεται πάλι αλλού, αλλά είναι εντελώς άδικο να ενοχοποιούνται, συλλήβδην, όσοι «δουλεύουν» σε ΜΚΟ.
Υπάρχουν ΜΚΟ που μονομερώς έχουν θέσει όρια στις πηγές χρηματοδότησής τους, κανόνες που συνδέονται με τις αντιλήψεις των μελών τους, αλλά και με το χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους (για κάποιες δραστηριότητες μπορεί να πιθανολογηθεί επηρεασμός από τον όποιο χρηματοδότη, για κάποιες άλλες ο παράγοντας αυτός μπορεί να είναι και ουδέτερος). Άλλες έχουν αποκλείσει την κρατική χρηματοδότηση, άλλες την ιδιωτική, άλλες και τις δύο και επιδιώκουν να βγάλουν τα έξοδά τους μόνο μέσα από τις συνδρομές μελών ή υποστηρικτών τους. Λογικά, θεμιτά και υπαρκτά όλα αυτά. Ο καθένας επιλέγει πού και με ποιους όρους θα εμπλακεί.
Επί αυτών χρειάζεται, νομίζω, μια κουβέντα -και αντιπαράθεση- για να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά την συζήτηση και να μην μείνουμε σε μια γενική και, εύκολη πιστεύω, καχυποψία για έναν χώρο που είναι παρών, με δυναμική και έχει και πολλούς –...παραδοσιακούς- εχθρούς να αντιμετωπίσει ώστε να λειτουργήσει τιμώντας πλήρως το χαρακτήρα του.
"Είναι λάθος να σκεφτόμαστε την εξουσία υπό τους όρους ενός δυαδικού ανταγωνισμού, πρέπει μάλλον να τη σκεφτόμαστε υπό τους όρους μιας «πολλαπλότητας σχέσεων εξουσίας» (Φουκό).
Θα το χαρακτηρίζαμε το απόλυτο media event, αν δεν ήταν κάτι πολύ σοβαρότερο.
Ο λόγος για τον ιδιότυπο ριζοσπαστισμό της πρωτοβουλίας να οργανωθεί μια συζήτηση, εξαιρετικά τηλεοπτικοποιημένη (8 κάμερες, 3 βαν με links), όπου αντιπαρατέθηκαν -ή αναζήτησαν κοινή βάση- Αλέξης Τσίπρας και Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Δύσκολα πράγματα γιατί, προκειμένου ο Τσίπρας να φτάσει στο σλόγκαν «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απειλή, είναι ελπίδα» και ο Δασκαλόπουλος να αποφανθεί ότι «η συζήτηση για ένα αναπτυξιακό -και άρα κοινωνικό- μοντέλο δεν (πρέπει να, δική μας η προσθήκη!) είναι θεολογική», χρειάστηκε να παλέψουν με το κοινό. Αληθινά: γιατί όταν τόλμησε ο Δασκαλόπουλος να αναφερθεί σε Καστοριάδη και Λένιν, ένας μεν γραφικός σηκώθηκε και άρχισε να βρίζει για την ασέβεια, αλλά και αρκετός κόσμος μουρμούριζε αν και οι περισσότεροι μάλλον χειροκρότησαν. Ο δε Τσίπρας χρειάστηκε, χαμογελαστά μεν αλλά και έντονα, να καθησυχάσει ότι «δεν πρόκειται το μεγάλο κεφάλαιο να κάνει κεφαλοκλείδωμα στον ΣΥΡΙΖΑ».
Πάμε όμως από την αρχή. Τέσσερα γράμματα είχε το ΕΚΚΕ, η αριστερίστικη μήτρα από την οποία προήλθε ο Στέλιος Κούλογλου. Τέσσερα γράμματα και το TVXS, το portal, με web tv και τα σχετικά, που διοργάνωσε τη συνάντηση, με αντικείμενο την «παραγωγική ανασυγκρότηση» -την οποία μόλις πρόσφατα ανακάλυψε ως έννοια το portal- με πρωτοβουλία του επίσης εξ ΕΚΚΕ Περικλή Βασιλόπουλου.
Ως σταρ της βραδιάς ο Τσίπρας δεν χρειάστηκε μόνο να αποκρούσει τον εξορκισμό όσων αρνούνταν την αναφορά στα εικονίσματα του σοσιαλισμού από έναν εκπρόσωπο των βιομηχάνων. Βρήκε και την ευκαιρία να αποδιώξει την υπεραπλουστευτική άποψη, ότι με τυχόν επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ «θα μας πάρουν τα σπίτια, θα μας πάρουν τις καταθέσεις». Αλλά και με κάποιον τρόπο εξήγησε την αξία του να «συνομιλήσει» η εκπροσώπηση της αστικής τάξης «με όσους λένε ότι η απορρύθμιση δεν είναι η λύση, αλλά η εξήγηση της ρίζας της κρίσης». Και ήταν και ουσιαστικότερα διαβασμένος ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, αφού προσήλθε με στοιχεία να εξηγήσει ότι -για πρώτη φορά μετά τον Πόλεμο- το απόθεμα παγίου κεφαλαίου στην Ελλάδα μειώθηκε τα τελευταία δύο χρόνια, επανερχόμενο σε σταθερές τιμές σε επίπεδα 1994...
Βέβαια, προηγουμένως έφερε η συζήτηση μαζί, σ' ένα τραπέζι, ανθρώπους διαφορετικής προσέγγισης όσο ο Γιώργος Σταθάκης και ο Προκόπης Παυλόπουλος, η Άννυ Ποδηματά και ο Θόδωρος Σκυλακάκης. Πώς προέκυψε η κατάρρευση; Μπορούσε κάτι/κάπως/κάποτε να έχει αποφευχθεί; Γίνεται να προχωρήσει η Ελλάδα/η ελληνική οικονομία, ανεξάρτητα από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις; Έχει σπάσει πλέον η ραχοκοκαλιά του ιδιωτικού τομέα; Όσα σήμερα θεωρούνται αυτονόητα, θα μπορούσαν να είχαν επιχειρηθεί νωρίτερα; Έχει υπονομευθεί (και πόσο οριστικά) η έννοια της ιδιοκτησίας μέσα στην κρίση; Τι σήμανε η κατάργηση του κοινωνικού κράτους; Τι το διαφορετικό φέρνει στην Ελλάδα η ακραία αδικία στον επιμερισμό του κόστους της κρίσης; Έχει νόημα για την Ελλάδα μια συζήτηση περί επαναβιομηχανοποίησης;
Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, τώρα, προσερχόμενος στην πρωτοβουλία, μίλησε για παραγωγική ανασυγκρότηση που «απαιτεί πραγματική αναγέννηση». Η αναγέννηση αυτή, έσπευσε να προσθέσει, «δεν μπορεί να προέλθει από κάποιον κεντρικό σχεδιασμό. Μόνη η επιχειρηματική δράση μπορεί να μετατρέψει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα (που διαθέτει η χώρα) σε εργασίες και πλούτο για την κοινωνία». Δεν παρέλειψε βέβαια να σημειώσει -noblesse oblige!- «δεν θεωρώ ότι η επιχειρηματικότητα είναι η πανάκεια για όλα τα προβλήματα». Πλην, έχοντας στρατεύσει και λίγον Λένιν για τον ρόλο που έχει «η ανάγνωση του στρατηγικού πεδίου», δηλαδή των προκλήσεων, των αντικειμενικών συνθηκών και των δυνάμεων της συγκυρίας, ζήτησε «ένα κράτος-πλαίσιο και όχι ένα κράτος-ογκόλιθο (που ξέρει μόνον να απαγορεύει και να υπαγορεύει)».
Ασφαλώς, είχε φροντίσει πρώτα να αποκηρύξει «το μοντέλο της Μεταπολίτευσης που κατέστησε τον πολίτη πελάτη κι έκανε το Κράτος λεία μιας πολιτικο-οικονομικής ολιγαρχίας».
Ε, μπήκαν στην μέση και τα γραφικά επεισόδια και μας προέκυψε το media event....