Thursday, 25 April 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Το μνημόνιο Τουρκίας - Λιβύης και τα ελληνικά νησιά

Η νέα ενέργεια της Τουρκίας να υπογράψει μνημόνιο με τη Λιβύη έρχεται να προστεθεί στις συνεχείς και επαναλαμβανόμενες προκλήσεις της του τελευταίου καιρού, που ως αποτέλεσμα έχουν φέρει την Ελλάδα στη δύσκολη θέση να προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει για τα αυτονόητα. Σε αυτή την πρόσφατη κίνηση έρχεται να προστεθεί και ο χάρτης που παρουσίασε ο πρέσβης κ. Τσαγατάι Ερτζίγες, φυσικά με την πλήρη συναίνεση της πολιτικής ηγεσίας, και ο οποίος επεκτείνει τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στο ήμισυ της Ανατολικής Μεσογείου, που σημαίνει ότι ούτε η Ελλάδα ούτε η Κύπρος δικαιούνται αντίστοιχο μερίδιο αυτής της θαλάσσιας ζώνης. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η μεν Ελλάδα έχει νησιά στην περιοχή, η δε Κύπρος, ως νησιωτικό κράτος, έχει αυξημένη επιρροή στο θέμα της υφαλοκρηπίδας.

Oλα αυτά παραβιάζουν κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, στο άρθρο 121, όλα τα νησιά, με εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας βράχων, δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), και υφαλοκρηπίδας. Ως γνωστόν, η Σύμβαση δεσμεύει τους πάντες, μέρη και μη μέρη. Και τα μεν μέρη τα δεσμεύει λόγω της συναίνεσής τους να την επικυρώσουν και προσχωρήσουν σε αυτήν, τα δε τρίτα κράτη, όσα δεν την έχουν επικυρώσει, διά μέσου του αντίστοιχου εθιμικού δικαίου, που είτε προϋπήρχε, είτε η ευρεία συμμετοχή κρατών σε αυτήν κινητοποίησε τη μεταβολή τους από συμβατική δέσμευση σε εθιμική δέσμευση.

Το ζήτημα δεν είναι συνεπώς κατά πόσον η Τουρκία δεσμεύεται από το άρθρο 121 (παρά το γεγονός ότι αρνείται κατηγορηματικά να επικυρώσει τη Σύμβαση), αλλά κατά πόσον τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ. Και στο σημείο αυτό η διεθνής νομολογία έχει εξειδικεύσει το άρθρο 121, με το να κάνει μερικές προσαρμογές στον γενικό κανόνα του. Πράγματι, με γνώμονα ορισμένα κριτήρια (μέγεθος του νησιού, τοποθεσία στην οποία βρίσκεται στον χώρο της οριοθέτησης), η νομολογία αποδίδει στα νησιά μια απόλυτη ή σχετική επήρεια, η οποία και προσδιορίζει το ποσοστό που το νησί δικαιούται ή δεν δικαιούται υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού μπορεί να ταυτιστεί με αυτήν του ηπειρωτικού εδάφους. Δηλαδή να απολαμβάνει πλήρους επήρειας, όπως συμβαίνει με τις ηπειρωτικές ακτές.

Το Διεθνές Δικαστήριο προσφέρει μια ποικιλία από λύσεις, που εξαρτώνται από τα κριτήρια που προαναφέραμε. Στην υπόθεση, λ.χ., Τυνησίας κατά Λιβύης, αφομοίωσε τα τηνυσιακά νησιά Κερκενά με το ηπειρωτικό έδαφος, χωρίς να τους δώσει ξεχωριστή επήρεια, επειδή αυτά βρίσκονταν πολύ κοντά στο έδαφος της Τυνησίας. Στην περίπτωση της Λιβύης κατά Μάλτας το Δικαστήριο έσυρε μια οριοθετική γραμμή βορειότερα της μέσης γραμμής, δίνοντας μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας στη Λιβύη, επειδή έκρινε ότι οι λιβυκές ακτές ήταν πολύ πιο εκτεταμένες από αυτές της Μάλτας, και κατά συνέπεια, η Λιβύη έπρεπε να απολαύσει μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας.

Για την περίπτωση των ελληνικών νησιών που έχουν τις ανατολικές ακτές μέτωπο στην Ανατολική Μεσόγειο, τι θα έλεγε το Δικαστήριο; Νομίζω ότι οι ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης δικαιολογούν, λόγω της έκτασής τους, μια προβολή στην Ανατολική Μεσόγειο που να αποδίδει στην Ελλάδα υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Δεν πρόκειται εδώ για πολύ μικρά νησιά, με περιορισμένες ακτές, κοντά στο ηπειρωτικό έδαφος της μιας ή της άλλης χώρας, που θα δικαιολογούσαν αγνόησή τους, κατά την οριοθέτηση, και συνεπώς απολαμβάνουν όλων των δικαιωμάτων που αποδίδονται από το άρθρο 121 της Σύμβασης. Επιφυλάσσομαι στο να διατυπώσω την άποψη μιας πλήρους επήρειας, γιατί αυτό είναι και συνάρτηση των αντίστοιχων παρακείμενων ακτών της γείτονος. Αλλά αυτό έχει μικρή σημασία, αν λάβουμε υπόψη ότι η Τουρκία με το πρόσφατο μνημόνιο και τον δημοσιοποιημένο χάρτη δεν αφήνει κανένα περιθώριο στην Ελλάδα για διεκδίκηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ περιορίζοντάς την στη στενή ζώνη της αιγιαλίτιδας των 6 ν. μιλίων.

Απέναντι σε αυτήν την ακραία συμπεριφορά τι όπλα έχει η Ελλάδα για να την αντιμετωπίσει; Οπως έχει τονιστεί επανειλημμένως, το μόνο οριστικό και αδιαμφισβήτητο όπλο είναι η προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη. Χρήσιμο είναι, προτού προσφύγουμε σε αυτήν, να επιχειρήσουμε επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών, ούτως ώστε να πετύχουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, ορισμένα θετικά αποτελέσματα από αυτές, και να διασκεδάσουμε τους φόβους της Τουρκίας ως προς την αναγκαιότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Ακολούθως, θα πρέπει να ξεκινήσουμε διμερείς διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνυποσχετικού, και κατάθεση, από κοινού, της προσφυγής.

Πάντως, αυτό το οποίο δεν μπορεί να συνεχιστεί είναι η τρέχουσα κατάσταση του ψυχρού πολέμου, γιατί εγκυμονεί κινδύνους απρόβλεπτης ανάφλεξης, ενός θερμού επεισοδίου τις φλόγες του οποίου δεν πρόκειται να κατασβέσουν, όπως έκαναν στο παρελθόν, οι φίλιες δυνάμεις.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 9/12/2019. 

Η κλίμακα ανασυγκρότησης της δημοκρατικής παράταξης

Η δημιουργία κοινής κυβέρνησης Σοσιαλιστών-Ποδέμος στην Ισπανία επιβεβαιώνει μια διαφοροποίηση τριών χωρών της Νότιας Ευρώπης που τείνει να γίνει ιστορική. Ενώ δηλαδή η κρίση και οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις που επέφερε η παγκοσμιοποίηση τείνουν να προκαλέσουν μια στροφή προς τα δεξιά, στην Ελλάδα (2015-2019), την Πορτογαλία και την Ισπανία (έως σήμερα) η κρίση προκάλεσε μια στροφή προς την Αριστερά.

Αυτή η αξιοσημείωτη στροφή δεν σημαίνει ότι και η Δεξιά δεν εισπράττει δυσαρέσκεια. Αλλά σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, και κυρίως με τη Γαλλία που πάντοτε ήταν ο πολιτικός οδηγός της Νότιας Ευρώπης, δείχνει μια διαφοροποίηση, που θα μπορούσε κανείς να την αποδώσει και στο γεγονός ότι στις τρεις αυτές χώρες η απέχθεια στις δικτατορίες κρατάει ακόμη γερά, καθώς και τα αντισώματα των δημοκρατικών μεταπολιτεύσεων της δεκαετίας του 1970. Αυτή η δημοκρατική παράδοση (με ονόματα όπως «ηγεμονία της Αριστεράς» ή «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης») βρέθηκε στο στόχαστρο της ευρύτερης Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου εδώ και δύο δεκαετίες. Αυτή όμως η παράδοση είναι και το μεγάλο πολιτισμικό κεφάλαιο της Αριστεράς, το οποίο οφείλει να διαφυλάξει.

Η δημοκρατική παράδοση αφενός δεν είναι παγιωμένος κώδικας, αφετέρου δεν μένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Δεν είναι απρόσβλητη από τη μετατροπή της σε κυβερνητική ιδεολογία, αλλά ούτε παραμένει αδιαφοροποίητη. Προφανώς υπάρχουν τάσεις και φάσεις περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές ή επιλεκτικά ριζοσπαστικές. Εχει όμως ορισμένα στοιχεία τα οποία την κάνουν διακριτή. Στοιχεία τα οποία προκύπτουν από τη σύγκρισή της με το αντίπαλον δέος.

Η δημοκρατία είναι σπάνιο λουλούδι. Οι χιλιετίες της ανθρώπινης Ιστορίας χαρακτηρίζονται από ιεραρχικές δομές που αποτυπώνονται στους νευρώνες των ανθρώπων, όθεν και στις νοοτροπίες, αφενός με την επιβολή και την τρομοκράτηση, αφετέρου με την υποταγή και τον φόβο. Είναι σπάνιες οι στιγμές που οι από κάτω αντιμιλούν στους από πάνω και τους αναγκάζουν σε αλληλο-αναγνώριση και συν-κυριαρχία. Μοιάζουν με αστραπές σε έναν απέραντο μουντό ορίζοντα. Και στον 20ό αιώνα είχαμε παρόμοιες εκλάμψεις. Αυτές τις δημοκρατικές εκλάμψεις προσπαθούμε και πρέπει να κρατήσουμε στον 21ο αιώνα.

Βαδίζουμε στην τρίτη δεκαετία αυτού του αιώνα που στέκει άγνωστος μπροστά μας. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι, ως αιώνας της παγκοσμιοποίησης, η κυριαρχία θα ασκείται από δυνάμεις εν πολλοίς ανεξέλεγκτες από τη λαϊκή κυριαρχία και τον έλεγχο των δημοκρατικών διαδικασιών. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν είναι απλώς οικονομικοί, έχουν ενίοτε προϋπολογισμούς μεγαλύτερους από κρατικούς, διαθέτουν μέσα καλλιέργειας συναίνεσης και ακόμη μια επεξεργασμένη εννοιολογική εργαλειοθήκη διακυβέρνησης που κάνει την εναλλακτική και αντιρρητική σκέψη σχεδόν αδύνατη.

Αυτός είναι ο ορίζοντας μπροστά μας. Για τον λόγο αυτόν η ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης στην Ελλάδα έχει τόσο μεγάλη σημασία. Αυτό είναι το εύρος και το βάρος του εγχειρήματος. Εθνικό και ευρωπαϊκό. Η συναίσθηση αυτή χρειάζεται να εμπεδωθεί σε όλους και η συναίσθηση αυτή μπορεί, και πρέπει, να δημιουργήσει την ανάλογη σοβαρότητα. Η συζήτηση που επικεντρώνεται σε πρόσωπα και συμμετοχές είναι αβυσσαλέα ασύμμετρη με την κλίμακα των αλλαγών με την οποία χρειάζεται να αναμετρηθούμε. Δυστυχώς όμως στη μικροκλίμακα λειτουργεί αποτρεπτικά. Εκείνο που με έμφαση πρέπει να τονιστεί είναι ότι η ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης δεν μπορεί να γίνει με άξονα τα πρόσωπα, αλλά τις μεγάλες γραμμές της πολιτικής. Χρειάζεται μεγάλες πολιτικές χειρονομίες που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες εκατομμυρίων, όχι μικρών ομάδων.

Οι πολιτικές δυνάμεις έχουν ζωή και προοπτική, στον βαθμό που ανανεώνονται. Και μπορούν να ανανεώνονται όταν λαμβάνουν υπόψη τους τα προβλήματα κάθε καινούργιας εποχής. Οχι όταν επαναλαμβάνουν με ευλάβεια μαγικές φράσεις άνευ νοήματος και περιεχομένου. Ο ριζοσπαστισμός είναι σημαντικό στοιχείο όταν πιάνει αυτές τις νέες ανάγκες πριν καλά καλά τις αντιληφθούν οι πολλοί, όταν προτείνει λύσεις και προοπτικές σπάζοντας καταναγκαστικές νοοτροπίες, αλλάζοντας τις συμβάσεις μέσω των οποίων καταλαβαίνουμε τα πράγματα. Αλλά ο ριζοσπαστισμός δεν είναι επάγγελμα. Οταν παγιώνεται σε ιδεολογία, αυτοαναιρείται. Διαρκής ριζοσπαστισμός είναι σχήμα οξύμωρο.

Τα όρια του ριζοσπαστισμού είναι μεταβαλλόμενα. Αυτό που σε μια εποχή ήταν ριζοσπαστικό, σε μια μεταγενέστερη γίνεται κοινοτοπία. Κάποτε ο λόγος των φεμινιστριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φαινόταν ξένος στους συνδικαλιστές και στο εργατικό κίνημα που επέμεναν στην ομοιογένεια του λαϊκού υποκειμένου. Ωστόσο πάνω σε αυτόν σχηματίστηκαν μερικά από τα πλέον ριζοσπαστικά μέτωπα τις τελευταίες δεκαετίες. Ο λόγος της κοινωνικής δικαιοσύνης φαινόταν ξένος και παλιομοδίτικος σε όσους επέμεναν στην καλλιέργεια της διαφορετικότητας.

Σήμερα όμως το αίτημα του περιορισμού των ανισοτήτων είναι κλειδί για τον αγώνα εναντίον των διακρίσεων. Επίσης ανοίγονται καινούργια μέτωπα και μια δημοκρατική πολιτική παράταξη πρέπει να είναι σε θέση να τα δεξιωθεί, να τους δώσει χώρο ανάπτυξης, να τα ενσωματώσει στο πρόγραμμά της. Επομένως το δίλημμα ριζοσπαστική Αριστερά ή Κεντροαριστερά είναι ψευδοπρόβλημα. Ενα κόμμα μπορεί να είναι ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα μαζικό. Αρκεί να συλλαμβάνει τα μηνύματα των καιρών και να μπορεί να τα μετατρέπει σε ανάγκες των μαζών.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 7/1/2020. 

Ο Σίσυφος βρήκε ίσιωμα – για την ώρα

Η χώρα μπαίνει στη νέα χρονιά με ορισμένα πολύτιμα κεκτημένα της δύσκολης δεκαετίας που έκλεισε. Ξεχωρίζω τέσσερα, ξεκινώντας από το λιγότερο προφανές.

Φιλελεύθερο κεκτημένο. Τη δεκαετία της κρίσης, οι φιλελεύθερες ιδέες απέκτησαν νέα δυναμική. Αρχικά συνέβαλε η ανανέωση του ΠΑΣΟΚ. Επειτα, το 2014, ένα νέο φιλελεύθερο κόμμα, το Ποτάμι. Μετά το 2015, σημαντικά μέτρα διεύρυνσης ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προωθήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. To 2015, 193 βουλευτές ψήφισαν την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια. Ανάμεσά τους 19 βουλευτές της Ν.Δ., μεταξύ τους και ο σημερινός πρωθυπουργός. Η φιλελεύθερη στροφή της Ν.Δ. εμπεδώθηκε με την εκλογή του στην ηγεσία και στην κυβέρνηση.

Η κοινωνία γίνεται πιο ανεκτική, πιο «ευρωπαϊκή». Πρόσφατο παράδειγμα: Προσβλητικές για τη γυναικεία υπόσταση σεξιστικές αναφορές αποδοκιμάζονται παραχρήμα και ομοθυμαδόν στον δημόσιο διάλογο. Δεν είμαστε βέβαια Σκανδιναβία, και η ατολμία επικρατεί σε αρκετά ζητήματα. Αλλά η πρόοδος είναι ορατή και χτίζει αποτελέσματα. Βοηθά και η γενιά του brain drain, ενεργή στα κοινωνικά μέσα, εισάγοντας μια «δυτική» οπτική ανοιχτής κοινωνίας. Βοηθά και η χρεοκοπία του πελατειακού, κρατικιστικού μοντέλου.

Ποιοι απειλούν το φιλελεύθερο κεκτημένο; Οχι η αποκατάσταση της δημόσιας τάξης και η επιστροφή του κράτους στις μέχρι πρότινος μαύρες τρύπες της ανομίας. Οχι η προσπάθεια απο-γκετοποίησης των Εξαρχείων ή απο-ασυλοποίησης των πανεπιστημίων, όσο κι αν η αντιπολίτευση αρέσκεται σε καρικατούρες κρατικού αυταρχισμού. Μεμονωμένα κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας δεν αλλάζουν τη μεγάλη εικόνα.

Το φιλελεύθερο κεκτημένο, όμως, δοκιμάζεται από τη μεταναστευτική κρίση και τις κοινωνικές εντάσεις που αυτή δημιουργεί. Ο φιλελεύθερος ανθρωπισμός συγκρούεται ευθέως με τις αντοχές νησιωτικών κοινωνιών, των οποίων ο κοινωνικός ιστός και η στοιχειώδης κοινωνική ειρήνη διαρρηγνύονται βίαια από τεράστιες εισροές απελπισμένων, ανθρώπων που είναι αδύνατο να ενσωματωθούν. Προστίθεται η βάσιμη ανησυχία δημιουργίας αυριανών νησίδων ριζοσπαστικοποίησης και θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Οσο μυωπική είναι η πολιτική ανοιχτών θυρών, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι η εχθροπάθεια και η εμπρηστική ρητορική τροφοδοτούν φαύλους κύκλους φυλετικών εντάσεων και αυτοεκπληρούμενες προφητείες συγκρούσεων.

Κεκτημένο οικονομικής προσαρμογής. Εις πείσμα των μηδενιστών, πολλά έχουν βελτιωθεί στην οικονομία, που ανακάμπτει. Πλήθος μεταρρυθμίσεων συνιστά μια θετική κληρονομιά. Τα ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα περιβάλλονται από ευρεία πολιτική και κοινωνική συναίνεση, όπως και η πρόταξη της ανταγωνιστικότητας και ελκυστικότητας στις ξένες επενδύσεις.

Ποιοι απειλούν το κεκτημένο της οικονομικής προσαρμογής; Η αρνητική κληρονομιά της αποεπένδυσης και κατάρρευσης της απασχόλησης, που υποσκάπτει την παραγωγική δυνατότητα. Μακροπρόθεσμα η δημογραφική γήρανση. Μια επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.

Μια μελλοντική χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, άμβλυνση μεταρρυθμιστικού ζήλου, επιστροφή του οικονομικού λαϊκισμού που τόσο στοίχισε στη χώρα.

Κεκτημένο γεωπολιτικής ασφάλειας, μετά τη διακινδύνευση της συμμετοχής μας στο ευρώ και τις τυχοδιωκτικές επιλογές του τραγι(κωμι)κού πρώτου εξαμήνου 2015. Η Ελλάδα είναι ξανά σταθερά στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Ομως απειλείται ευθέως από την αναθέρμανση επιθετικότητας του εξ Ανατολών γείτονα.

Κεκτημένο δημοκρατικής ομαλότητας και πολιτικής σταθερότητας. Κύριο οξύτατο πρόβλημα της χώρας από το 2010 ήταν ο πολιτικός κίνδυνος. Η απουσία συναίνεσης από το εκάστοτε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που μετριάστηκε προσωρινά με την κυβέρνηση συνεργασίας Λουκά Παπαδήμου. Με αξιωματική αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ, ο πολιτικός κίνδυνος χτύπησε κόκκινο, και η απομάκρυνση επενδυτών κι αποταμιευτών μετατράπηκε σε πανικόβλητη φυγή το 2015, όταν ο κύριος πολιτικός κίνδυνος της χώρας ήταν πλέον η ίδια η κυβέρνηση. Από το 2016 ο πολιτικός κίνδυνος άρχισε να εξασθενεί, με κύριους συντελεστές τη ρεαλιστική στροφή της κυβέρνησης και μια αξιωματική αντιπολίτευση που, για πρώτη φορά, δεν υποσχόταν να σχίσει τα μνημόνια και να αλλάξει τα συμφωνημένα.

Η ένταση με την Τουρκία βρίσκει το πολιτικό σύστημα με ώριμη στάση εθνικής ενότητας και κομματικής αυτοσυγκράτησης. Η κυβέρνηση ενημερώνει την αντιπολίτευση, η οποία απέχει από ακραίες κορώνες. Στην τελετή του EastMed προσκλήθηκαν όλοι οι προηγούμενοι υπουργοί.

Ολα τα παραπάνω είναι δεδομένα, αλλά εύθραυστα. Αν κάτι μάθαμε μετά το 2010 είναι ότι λίγα πράγματα είναι οριστικά και αμετάκλητα. Η Ιστορία δεν είναι γραμμική πρόοδος, αλλά μια λιτανεία ατυχημάτων, παλινδρομήσεων, αποτυχιών. Τα διδάγματα της εμπειρίας αναμετρώνται διαρκώς με την ανθρώπινη σφαλερότητα. Η οδυνηρά κτηθείσα αυτογνωσία με το κακό μας το κεφάλι. Ο Σίσυφος βρήκε ίσιωμα, αλλά ο δρόμος έχει στροφές και δεν ξέρουμε παρακάτω τι κρύβει.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 5/1/2020. 

Οι λογαριασμοί

Οικονομικές προσεγγίσεις καλύτερες δεν υπάρχουν από εκείνες της νοικοκυράς. ή του τεφτεριού του μπακάλη. Αφού δηλαδή αφεθούν στην άκρια οι σχεδιασμοί και οι προβολές πολιτικής, αφού προσπεράσουν εξισώσεις και μοντέλα.
Την ίδια μέρα – υποτίθεται την Παρασκευή 10/1 του, φρέσκου ακόμη , δίσεκτου 2020 – που ο Πρωθυπουργός θα ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς για την έκβαση του υπερατλαντικού ταξιδιού του για συνάντηση με τον Πρόεδρο Τραμπ και το υπόλοιπο Αμερικανικό «δένδρο ισχύος» για τα ΕλληνοΤουρκικά, την ίδια μέρα θα φτάνει στην εκδίκασή της η πιλοτική δίκη στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την τύχη των αναδρομικών των συνταξιούχων (κύριες, επικουρικές και δώρα).
Δικαίως θα ξεκινήσει διαμαρτυρόμενος ο αναγνώστης ότι φέρνουμε μέσα σε μια πρόταση δυο εντελώς ανόμοια ζητήματα. Αν και, ήδη, θα παραδεχθεί ότι υπάρχει κάπου ένα θέμα προτεραιοτήτων της δημόσιας συζήτησης: τώρα που ξανανθίζουν πρωτοσέλιδα και πρωϊνάδικα με τα δικαιώματα (απαράγραπτα κοκ) των συνταξιούχων, τώρα διεκδικεί την προσοχή η συζήτηση για το που θα βρεθούμε φέτος – και. μάλιστα από αρκετά νωρίς στην χρονιά αυτή – στα πιο δύσβατα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Προτού καλά-καλά αρχίσουμε να μαδούμε την μαργαρίτα για το άλλο μέτωπο: εκείνο της επαναδιαπραγμάτευσης με τους «εταίρους» για τα πρωτογενή μας πλεονάσματα – δηλαδή για την επάνοδο ή μη της μεταΜνημονιακής Ελλάδας σε κάτι που να θυμίζει αυτόνομη οικονομική πολιτική...
Πάμε τώρα με κάποια σειρά. Ευτυχώς που ήρθε η ώρα της Ολομέλειας του ΣτΕ και – στην ενώπιόν του εισήγηση επί πιλοτικής δίκης – άνοιξαν οριστικά τα χαρτιά για το συνολικό κόστος των τριών γενεών/φάσεων αναδρομικών, που έχουν στοιχειώσει την δημόσια συζήτηση. Λοιπόν: 11 δις ευρώ συν κάτι για την πρώτη περίοδο, από το 2012 μέχρι το 2016. σχεδόν 4 δις για το μεσοδιάστημα που επωαζόταν ο διαβόητος νόμος Κατρούγκαλου. άλλα 11 δις από κει και έως το ξήλωμα μέρους του από το ίδιο το ΣτΕ. Σχεδόν 2,5 εκατομμύρια οι ενδιαφερόμενοι, άλλος λιγότερα, άλλος περισσότερο (ενδιαφερόμενοι και... ενδιαφέροντες, ως ψηφοφόροι). Οι υπολογισμοί είναι του ΕΦΚΑ, με την στήριξη όμως του Ελληνικού Δημοσίου ως ΥΠΟΙΚ – γιατί ο Προϋπολογισμός θα κληθεί να πληρώσει, καθώς η μετά ζήλου (πολιτικού) αναζήτηση του λεφτόδεντρου δεν απέδωσε. Οι αναφορές σε νέο-νέο Ασφαλιστικό δεν αρκούν...
Ας κάνουμε, τώρα, ένα μικρό άλμα: με το Ελληνικό ΑΕΠ να καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να ξανασκαρφαλώσει στα 200 δις ευρώ/έτος (με αληθινά μεγέθη, εννοείται, όχι με προβλέψεις για ανάπτυξη 3-4%) αυτά τα 26 δις, είναι γύρω στις 13 μονάδες ΑΕΠ. Μέρος των 26 δις, άμα το ΣτΕ αποφασίσει να δώσει στο Δημόσιο την ευχέρεια να αποδείξει ότι ex post αναλογιστικές μελέτες δικαιολογούν τις παλιές αποφάσεις για περικοπές (θυμίζουμε ότι, σοκαρισμένο από την αρχική απόφασή του να στηρίξει «τα Μνημόνια», το ΣτΕ είχε βρει αντισυνταγματικές τις περαιτέρω περικοπές του 2012 γιατί... δεν στηρίχθηκαν σε πειστικές αναλογιστικές μελέτες: με τέτοια λογική πορεύονταν οι ορθολογικοί θεσμοί της Πολιτείας – όχι τα τηλεπαράθυρα ή οι Πλατείες) θα είναι πάλι κάποιες μονάδες του ΑΕΠ.
Προσγείωση, τώρα, στην προσπάθεια μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος – τα ξαναείπε ο Κυριάκος, στην Κρισταλλίνα αυτήν την φορά αντί της Κριστίν (Γκεοργκίεβα αντί Λαγκάρντ, στο ΔΝΤ) – κατά 1 ή 1,5 μονάδες του ΑΕΠ από το 2021 για δυο χρόνια, κατά 0,2 της μονάδας στην συνέχεια. Ακόμη και οι διαβόητες επιστροφές κερδών των Κεντρικών Τραπεζών/ANFAs-SMPs που μας λαμπυρίζουν ως υποκατάστατο της μείωσης των πλεονασμάτων, κάτι σαν 0,6 της μονάδας μετρούν ετησίως. Και βέβαια, όλα αυτά χρειάζεται να πείσουν το Eurogroup – μέσα Φεβρουαρίου σε πρώτη στάση. Μάλλον γι αυτόν τον λόγο, το δίδυμο Βρούτση – Μηταράκη στο υπ. Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αυτοσυμμαζεύτηκε στις προθέσεις διάθεσης του «1 δις από τον Προϋπολογισμό για το Ασφαλιστικό για μόνιμη στήριξη των συνταξιούχων» (αυτό είναι κάτι σαν 0,5 μονάδα του ΑΕΠ).
«Και που κολλάει η συνάντηση Μητσοτάκη-Τραμπ;» ίσως διερωτηθεί ο αναγνώστης. Μα στην ζωηρή διακίνηση της «πληροφορίας» ότι ήδη γίνεται συζήτηση για απόκτηση μιας μοίρας F-35 (μετά την αποβολή της Τoυρκίας από το πρόγραμμα), που θα έρθουν να προστεθούν στα αναβαθμισμένα σε Viper 84 F-16 Block 52. Η αναβάθμιση των F-16 κοστίζει ήδη 1,1 δις ευρώ (ο Τραμπ πήγε να τα τιμολογήσει 2 δις δολάρια, θυμίζουμε). Ένα F-35, τώρα που «φτηναίνει» πάει για 80 εκατ. δολάρια από 100+ "γυμνό», τα διπλάσια λειτουργικό. Τάξη μεγέθους της απόκτησης μοίρας τα 3 δις ευρώ.
Μάλλον τα αναδρομικά θα ατυχήσουν στο ΣτΕ με μη-αναδρομικότητα.

*Δημοσιέυτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 11/1/2020. 

Μελλοντικές εξελίξεις: Ελλάδα, Ευρώπη, παγκοσμιοποίηση

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, η νεοδημοκρατική κυβέρνηση, δημιουργώντας πιο ευνοϊκές συνθήκες για τις επιχειρήσεις, ενδέχεται να φέρει περισσότερες ξένες επενδύσεις. Η οικονομία θα οδηγηθεί σε έναν ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης, συνεχίζοντας βέβαια μια διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση.

Από την άλλη μεριά, η συρρίκνωση των εργατικών δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους θα εντείνει τις ανισότητες και τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων και των αντιπολιτευτικών κομμάτων. Θα υπάρξει μια μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Οσο για τα ΜΜΕ, η πλειονότητα των οποίων έχει έναν φιλοκυβερνητικό προσανατολισμό, θα συνεχίσουν να προβάλλουν μια μονοδιάστατη εικόνα της πραγματικότητας. Αυτή η κατάσταση αμβλύνει τον πλουραλισμό του πολιτικού συστήματος και άρα τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.

Σε ό,τι αφορά τον κομματικό χώρο, το ΚΙΝΑΛ δεν θα μπορέσει να καταστεί ο τρίτος πόλος του συστήματος. Τα στελέχη και μέλη του θα συνεχίσουν να κατευθύνονται προς τη ΝΔ και προς τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Με άλλα λόγια, ο διπολισμός θα ενταθεί. Οσο για την απλή αναλογική, αυτή θα κάνει τη συμμετοχή των πολιτών πιο δημοκρατική, αλλά τη συνεργασία μεταξύ των κομμάτων πιο δύσκολη. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να ανατρέψει το εκλογικό σύστημα μέσω διπλών εκλογών δεν είναι σίγουρο πως θα πετύχει.

Οσο για το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό, θα εξακολουθήσει να είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Με την ΕΕ να εξακολουθεί να έχει μια όλο και πιο αρνητική στάση στις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων και μεταναστών θα παραμείνει στη χώρα. Η λύση είναι η ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία. Πράγμα που μελλοντικά θα θέσει σε άλλη βάση το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, καθώς και τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας.

Τέλος, το πιο σοβαρό πρόβλημα είναι η επιθετικότητα της Τουρκίας που εντάθηκε μετά το μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης. Ενα θερμό επεισόδιο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επέμβαση της ΕΕ ή των ΗΠΑ μάλλον δεν θα είναι αποτελεσματική. Οι δύο δυνάμεις θα περιορίζονται σε λόγια και όχι σε πράξεις. Η μόνη εφικτή και ευκταία λύση είναι η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό όμως είναι δύσκολο, αφού και οι δύο πλευρές δεν είναι διατεθειμένες να δεχθούν μια απόφαση που σίγουρα θα θίξει ένα μέρος των απαιτήσεών τους.

Ευρώπη

Ξεκινώ με τη συντριπτική νίκη του Μπόρις Τζόνσον. Η απόκτηση αυτοδυναμίας θα οδηγήσει στο τέλος Ιανουαρίου στην έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Αυτό σημαίνει πως στη χώρα θα ενταθεί περισσότερο η πόλωση μεταξύ αυτών που θέλουν να αποχωρήσουν και αυτών που θέλουν να παραμείνουν στην ΕΕ. Στον οικονομικό χώρο, τώρα, πολλές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να κατευθύνονται προς την Ευρώπη, ενώ η Σκωτία που θέλει να παραμείνει στον ευρωπαϊκό χώρο θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα. Το πιθανό είναι, παρ' όλη τη διαφωνία του πρωθυπουργού, να αποσπαστεί από το Ηνωμένο Βασίλειο. Μεσοπρόθεσμα οι παραπάνω εξελίξεις θα υποσκάψουν την παγκόσμια επιρροή της Βρετανίας.

Από την άλλη μεριά, η ΕΕ θα χάσει την τρίτη πιο ισχυρή δύναμή της, αλλά θα απαλλαχθεί από μια χώρα που ήθελε να συμμετοχή à la carte – ενώ συγχρόνως υπέσκαπτε συστηματικά προσπάθειες για μια πολιτική και κοινωνική ενοποίηση. Τα παραπάνω σημαίνουν πως η Μεγάλη Βρετανία θα γίνει λιγότερο «μεγάλη». Μεσοπρόθεσμα θα καταστεί ένας παίκτης δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας στην οικονομική παγκόσμια αρένα. Ενώ στην Ευρώπη η ενοποιητική προσπάθεια θα ενταθεί. Η ΕΕ, παρ' όλες τις δομικές αδυναμίες της, όχι μόνο δεν θα καταρρεύσει, αλλά θα γίνει ένας σημαντικός παγκόσμιος παίκτης, αν όχι στον γεωπολιτικό, σίγουρα στον κοινωνικοπολιτικό χώρο. Βέβαια δεν θα αποκτήσει ποτέ τη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ, Κίνας και Ρωσίας. Αλλά οι αξίες της, ο μοναδικός συνδυασμός αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις περισσότερες χώρες-μέλη, θα επηρεάσουν θετικά τις εξελίξεις στον κόσμο που έρχεται.

Σε ό,τι αφορά τα εσωτερικά προβλήματα της ΕΕ, ο Μακρόν είναι και θα συνεχίσει να είναι ο πιο σημαντικός πολιτικός – τουλάχιστον μέχρι το τέλος της θητείας του. Η ιδέα του να καταστεί δυνατή μια πιο στενή συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας είναι, κατά τη γνώμη μου, σωστή. Αλλά βέβαια θα αντιμετωπίσει την αντίδραση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Πιο γενικά, το όραμά του για έναν γενικό μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής δεν θα είναι δυνατό στα χρόνια που έρχονται.

Οσο για τον ανταγωνισμό Γαλλίας – Γερμανίας, η τελευταία, ως κυρίαρχη οικονομία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια Ευρώπη πιο αλληλέγγυα και πιο ενωμένη. Κάτι τέτοιο όμως έχει μικρές πιθανότητες να συμβεί. Η πλειοψηφία των γερμανών ψηφοφόρων δεν ενδιαφέρεται για ριζοσπαστικές αλλαγές για προφανείς λόγους, αφού, για τη στιγμή, η οικονομική κυριαρχία της χώρας τους τούς ευνοεί σημαντικά (π.χ. η Γερμανία συσσωρεύει πλεονάσματα εις βάρος των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών). Η Γερμανία, ως οικονομικά ισχυρότερη, θα συνεχίσει να επιβάλλει τη δημοσιονομική σταθερότητα/λιτότητα και το γερμανοκρατικό status quo. Πράγμα που θα οδηγήσει στη συνέχιση της συστηματικής μεταφοράς πόρων από τις λιγότερο στις περισσότερο ανταγωνιστικές οικονομίες. Μια μεταφορά που θα εντείνει, μεταξύ άλλων, το χάσμα μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου.

Οι εξελίξεις θα μπορούσε να ήταν διαφορετικές αν το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) αποχωρούσε από τον «μεγάλο συνασπισμό» που συνεχώς μειώνει τη δημοτικότητά του. Πρόσφατα η αρχηγία του κόμματος πέρασε στους Norbert Walter-Borjans και Saskia Esken. Ο αριστερός προσανατολισμός του διδύμου, υπό την πίεση της Νεολαίας του κόμματος, είχε οδηγήσει αρχικά στην πρόθεση εξόδου από τον συνασπισμό. Στη συνέχεια όμως παρατηρούμε μια στροφή της νέας ηγεσίας που θα διασώσει το status quo με αντάλλαγμα περισσότερα φιλεργατικά μέτρα. Αν όμως η δημοτικότητα του SPD εξακολουθήσει την καθοδική πορεία του, η έξοδος από τον «μεγάλο συνασπισμό» είναι σχεδόν σίγουρη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων καθώς και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Die Linke). Κάτι τέτοιο θα άλλαζε το πολιτικό status quo. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση που θα μεταμόρφωνε προς το καλύτερο τη Γερμανία και την ΕΕ. Αλλά οι πιθανότητες για μια τέτοια εξέλιξη είναι μικρές.

Η παγκοσμιοποίηση

Αντίθετα με αυτό που ελπίζουν οι λαϊκιστές, η αποπαγκοσμιοποίηση και η επιστροφή στην αυτονομία του κράτους-έθνους δεν είναι πια δυνατές. Το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών θα εξακολουθήσει με ταχείς ρυθμούς, με θετικά και αρνητικά αποτελέσματα. Θα μειώσει ακόμα περισσότερο την απόλυτη φτώχεια. Πιο γενικά, θα καλυτερεύσει το επίπεδο διαβίωσης σε πολλές χώρες του πλανήτη. Από την άλλη μεριά, η συνεχιζόμενη νεοφιλελεύθερη δομή της παγκόσμιας οικονομίας θα εντείνει ακόμα περισσότερο τις ανισότητες. Οι χαμένοι από αυτή την κατάσταση θα συνεχίσουν να στρέφονται προς τα λαϊκιστικά κόμματα στην Ευρώπη και αλλού. Η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των λίγων και η εντεινόμενη κατεύθυνση των πόρων προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα θα εντείνουν τη φοροδιαφυγή και θα επιβραδύνουν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.

Οσο για τις προβλέψεις για μια επερχόμενη βαθιά κρίση, μπορεί να μη συμβεί την επόμενη χρονιά. Σίγουρα όμως το νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο σύστημα δεν θα μπορεί να αποφύγει μελλοντικές καταστροφικές διαταράξεις. Γιατί όσο η παγκόσμια οικονομία δεν ελέγχεται από ισχυρούς πολιτικούς μηχανισμούς, οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες. Αυτό δεν σημαίνει, όπως υποστηρίζουν μερικοί διανοούμενοι της Αριστεράς (π.χ. Streeck, Wallerstein, Harvey), πως σύντομα θα δούμε την κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο καπιταλισμός δεν θα επιβιώσει για πάντα, αλλά σίγουρα θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμα.

Τελειώνω με δύο λόγια για την κλιματική αλλαγή. Οι μαζικές κινητοποιήσεις που βλέπουμε στην Ευρώπη και αλλού θα οδηγήσουν σε μερικά θετικά αποτελέσματα. Αλλά από τη στιγμή που οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συμφωνία των Παρισίων οι πιθανότητες μιας ριζικής επιβράδυνσης της οικολογικής καταστροφής δεν είναι μεγάλες. Μόνο μια συμφωνία μεταξύ Κίνας και Αμερικής, οι οικονομίες των οποίων ευθύνονται περισσότερο για τη σημερινή οικολογική κρίση, θα μπορούσε να φέρει καθοριστικές αλλαγές. Για τη στιγμή, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Κυρίως αν ο Ντόναλντ Τραμπ θα συνεχίσει να είναι πρόεδρος για μια ακόμα τετραετία, πράγμα καθόλου απίθανο.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 3/1/2020.

Αναζητώντας στοιχεία αισιοδοξίας

Ακολουθώντας την παράδοση να αναζητούμε στο ξεκίνημα της χρονιάς στοιχεία αισιοδοξίας – όμως κάπως συγκεκριμένα, όχι τυπικότητες με το γύρισμα του χρόνου – θα καταθέσουμε μιαν τριπλή πρόταση. Και θα περιμείνουμε να δούμε τι απ' αυτήν θα πιάσει τόπο στην πράξη – εκεί όπου κρίνονται τα πράγματα.
Πρώτο στοιχείο, η επίγνωση ότι μετά την βελτίωση της θέσης των Ελληνικών ομολόγων στην διεθνή αγορά, μετά τα σοβαρά κέρδη που απεκόμισε από το Ελληνικό χαρτί η διεθνής επενδυτική κοινότητα (άνω του 20% σε ετήσια βάση) και με δεδομένη την περιορισμένη ανάγκη κεφαλαίων το 2020 για αποπληρωμές, το πρόγραμμα δανεισμού μιας χώρας που μόλις φέτος «επέστρεψε» διαθέτει γνήσιους βαθμούς ελευθερίας. Αυτοί θα επιχειρηθεί να εκφρασθούν με διάφορους τρόπους, όμως ο κυριότερος θα είναι και ο πιο φιλόδοξος: να επιχειρηθεί η έκδοση 15ετους ομολόγου, που θα μας πηγαίνει πέρα από το διάστημα όπου οι χειρισμοί πολιτικής της Ελλάδας – και των «εταίρων» της, κυρίως, δηλαδή του Eurogroup – έχουν εξασφαλισμένη την βιωσιμότητα/εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτό θα είναι ισχυρό μήνυμα κανονικοποίησης, δηλαδή αποδοχής από τις αγορές ότι το ρίσκο Ελλάδας μπορεί να σταθεί όρθιο από μόνο του. Οι υπόλοιπες κινήσεις – νέα πρόωρη αποπληρωμή ακριβού δανεισμού από το ΔΝΤ, νέα ευκαιρία ανταλλαγής ομολόγων/holdouts του PSI που δεν προσήλθαν στον αντίστοιχο χειρισμό το 2017, βαθμιαία απόσυρση των εντόκων (σχεδόν κατά το 1/3) με de facto αντικατάστασή τους με ομόλογα (υπάρχει προσδοκία να δούμε και ομόλογο με αρνητική απόδοση, όπως ήδη τα 3μηνα και 6μηνα έντοκα) – είναι περισσότερο συμβολικής σημασίας. Εδώ, θα άξιζε μια στάση: δυο καλά λόγια για τον ΟΔΔΗΧ, για τους αθόρυβος χειρισμούς που – πριν με Rothschild, τώρα με Lazard – επανέφεραν την Ελλάδα, αληθινά, στις αγορές. Αν όντως προσδοκάται επενδυτική επανεκκίνηση, όχι λόγια περί reboot αλλά ουσία, ένα σημαντικό στήριγμα θα είναι ένα Ελληνικό 15ετές, με το 10ετές να βρίσκεται πλέον με κάτω από 1,5% απόδοση, το 5ετές κάτω από 0,5%.
Δεύτερο στοιχείο, όχι πολύ μακριά, είναι η διαπίστωση ότι η γεωπολιτική αναταραχή και μάλιστα η σειρά εντάσεων στα Ελληνοτουρκικά δεν κατόρθωσε να «δηλητηριάσει» την εκτίμηση των αγορών. Δεν μεταφράσθηκε, δηλαδή, σε επιδείνωση του country risk για την Ελλάδα - μέχρι τώρα. Εδώ χρειάζεται μια συντηρητική/επιφυλακτική ματιά, για να μην βρεθούμε κάποια στιγμή αντιμέτωποι με το Αμερικανικό ανέκδοτο του ανθρώπου που πέφτει από τον ουρανοξύστη και – περνώντας στην πτώση από τον 3ο όροφο – λέει «so far, so good». Όμως το ότι η βελτίωση της συνολικής εικόνας της τοποθέτησης «Ελλάδα» έφερε σταθερότητα στις εκτιμήσεις έχει από μόνο του αξία. όπως και το ότι ένας κάποιος κόσμος κατέγραψε απτά κέρδη κεφαλαίου από το Ελληνικό χαρτί – πρόσφατα, για μη ασήμαντα ποσά . (Μέχρι και πριν δύο χρόνια, ο συνολικός ετήσιος τζίρος επί Ελληνικών ομολόγων ήταν όσο ένα πολύ ακριβό ακίνητο στην Νέα Υόρκη). Αντίστοιχα θετικό το ότι η χρονιά κατέγραψε καλή εικόνα για το Χρηματιστήριο με κέρδη της τάξης του 50%. Παραμένει μεν η συνολική κεφαλαιοποίηση σε χαμηλά επίπεδα, δεν έχουν δε σβήσει εντελώς οι κραδασμοί από π.χ. την περίπτωση Folli Follie (ούτε η βαρύτερη αίσθηση από την μετακίνηση έδρας σημαντικών βιομηχανιών εκτός Ελλάδος στα χρόνια της κρίσης: αυτό θα αργήσει να «σβήσει»). Πάντως το «κάτι κινείται», είναι πολύτιμο.
Θα προσθέταμε και ένα τρίτο στοιχείο που δείχνει προς αισιοδοξία: αναφερόμαστε σε μια λεπτομέρεια από το τελετουργικό της υπογραφής της συμφωνίας Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου (εν αναμονή Ιταλίας) για τον πολυσυζητημένο αγωγό φυσικού αερίου EastMed. Δεν θα σταθούμε στα γεωπολιτικά, ούτε και στην διόλου αμελητέα – την ουσιαστική – συζήτηση για αμφιβολίες γύρω από την τεχνική, οικονομική και χρηματοδοτική εφικτότητα. Θα σταθούμε, αντιθέτως, στην επισήμανση ότι με πρωτοβουλία του υπουργού Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη κλήθηκαν στις τελετές και ο αρχικός εμπνευστής του EastMed Γιάννης Μανιάτης, και ο ενδιάμεσος υπεύθυνος (που δεν τον ανέκοψε...) Πάνος Σκουρλέτης, και ο τελικός Γιώργος Σταθάκης (που μάλλον είχε καταλήξει πεπεισμένος για το σχέδιο, όπως και για τις άδειες ερευνών νοτίως της Κρήτης). Συμβολική η κίνηση, αλλά πολύ χρήσιμη, αν είναι να φύγουμε από την Ελληνική μιζέρια του «παραλάβαμε χάος» ή/και του «εμείς ξεκινήσαμε ο,τιδήποτε το σωστό». Μαζί και με την επιστολή προθέσεων/LοI ΔΕΠΑ (δηλαδή του διαχειριστή του Ελληνικού δικτύου φυσικού αερίου) και Energean Oil&Gas (που έχει πλέον τα κοιτάσματα Karish και Tannin στο Ισραήλ, «πρώτο αέριο το 2021», με FPSO/πλωτή εγκατάσταση 90 χιλιόμετρα offshore), που δείχνει προς μια εμπορική αξιολόγηση. Αξίζει να έχει καταγραφεί.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 4/1/2020. 

H κατάρα του νικητή

Κεντρική ειρωνεία της εποχής είναι η εξής: ΗΠΑ και Βρετανία, τις προηγούμενες δεκαετίες κατηγορήθηκαν ότι έφτιαξαν μια διεθνή τάξη στα μέτρα τους. Το μεταπολεμικό δυτικό σύστημα κυβερνήθηκε από τους διεθνείς θεσμούς και οργανισμούς που δημιούργησαν (από το Μπρέτον Γουντς μέχρι το ΝΑΤΟ). Οι ηττημένοι του πολέμου, Γερμανία και Ιαπωνία, ανασυγκροτήθηκαν υπό την αμερικανική κηδεμονία. Η κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ επισφράγισε την επικράτηση του φιλελεύθερου καπιταλισμού, τόσο που κάποιοι βιάστηκαν αφρόνως να προεξοφλήσουν το «τέλος της ιστορίας». Η απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου και των αγορών χρήματος και κεφαλαίου ήταν κατεξοχήν αγγλοαμερικανικό εγχείρημα. Επιπλέον, κομβικές επιλογές της Ευρώπης (ενιαία αγορά, ανατολική διεύρυνση, ατζέντα Λισσαβώνας) συνιστούσαν κατεξοχήν προϊόν βρετανικής επιρροής, η οποία άλλωστε είχε εξαιρεθεί από κάθε πτυχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης που την ενοχλούσε, από το ευρώ μέχρι το Σένγκεν.

Μέχρι την κρίση του 2008, οι ειδικοί μιλούσαν για θρίαμβο του «αγγλοαμερικανικού καπιταλισμού». Στην είσοδο του 21ου αιώνα είχε ήδη απαντηθεί και το ερώτημα «πώς θα συνεννοείται ο κόσμος»: στα αγγλικά! Γλώσσα, αξίες, «κουλτούρα» που συναρτώνται με την παγκόσμια lingua franca συνιστούν «ήπια ισχύ» (soft power), την οποία οι διεθνολόγοι αναγνωρίζουν ως πολύτιμο όπλο διεθνούς υπεροχής.

Η κεντρική ειρωνεία λοιπόν είναι ότι, ενώ οι στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ και της Βρετανίας ιστορικά επικράτησαν, οι σημερινές κυβερνήσεις τους (αντανακλώντας εσωτερικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς) αναθεωρούν τώρα θεμελιώδεις σταθερές του διεθνούς συστήματος που οι χώρες τους καθοριστικά και επ' ωφελεία τους διαμόρφωσαν.

Η πολύτιμη ευρωατλαντική συμμαχία υπονομεύεται με αλλοπρόσαλλα tweets. Το ΝΑΤΟ αμφισβητείται. Διεθνείς πολυμερείς συνθήκες (από το παγκόσμιο κλίμα μέχρι τη Συνθήκη INF για τα πυρηνικά) εγκαταλείπονται μονομερώς. Και η Βρετανία του Brexit αποχωρεί από την Ε.Ε., μέσα από την οποία (εκμεταλλευόμενη και την ειδική σχέση με τις ΗΠΑ) μπορούσε να ευημερεί εσωτερικά και να ακτινοβολεί στον κόσμο.

Σε μια κορύφωση ιστορικής ειρωνείας, η ανάκτηση εθνικής κυριαρχίας μέσω του Brexit απειλεί το Ηνωμένο Βασίλειο με εσωτερική διάλυση, ενώ η επιδίωξη εμπορικής αυτονομίας συμπίπτει ακριβώς με την περίοδο κατά την οποία το δικαστήριο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου έχει παραλύσει, με ευθύνη του Τραμπ. Η αδυναμία εκδίκασης εμπορικών διαφορών ανάμεσα στα 165 μέλη του ΠΟΕ αφήνει τους αδύναμους έρμαιο των ισχυρών και πάντως καταλύει τη λειτουργία ενός παγκόσμιου συστήματος εμπορίου βασισμένου σε πολυμερείς θεσμούς και κανόνες. Ελλείψει εμπορικών συμφωνιών μετά το Brexit, η Βρετανία θα βρίσκεται σε δεινή διαπραγματευτική θέση.

Στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία είναι γνωστή η «κατάρα του νικητή» (winner's curse). Κερδίζει η δική του προσφορά, το δικό του σχέδιο, το δικό του πρόγραμμα, αλλά αμέσως μετά ανακαλύπτει ότι οι υπολογισμοί του δεν ήταν ακριβείς, αυτό που αγόρασε έχει τελικά μικρότερη αξία ή το σχέδιό του που επικράτησε θα του στοιχίσει τελικά περισσότερο. Ή απλώς έτσι νομίζει.

Ο Αγγλος ιστορικός Γκίμπον είχε μιλήσει για τον παραλογισμό (follies) ως συστατικό της ανθρώπινης ιστορίας. Μια εκδοχή του είναι η ευκολία με την οποία μια ιστορική αποτυχία μπορεί να πακετάρεται ως πολιτική επιτυχία. Δεν αναφέρομαι μόνο στο προφανές ενός προέδρου που έχει ζημιώσει όσο κανείς τη χώρα του, αλλά εμφανίζει σημαντικές πιθανότητες να βγει ενισχυμένος από τη διαδικασία καθαίρεσής του και να επανεκλεγεί. Αναφέρομαι και στο αμοιβαία ζημιογόνο Brexit. Είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή η βρετανική οικονομία (έπειτα από συμπίεση ετών) θα τρέχει και θα έχει καλύτερες χρονιές από την Ε.Ε. Ορισμένοι τότε θα σπεύσουν να μιλήσουν για δικαίωση του Brexit. Ενα εθνικό φιάσκο όχι μόνο θα αναβαπτιστεί σε επιτυχία, αλλά θα εμπνεύσει και επίδοξους μιμητές στις εθνικολαϊκιστικές δυνάμεις της Ευρώπης που προσώρας έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους.

Πρώτα έρχονται οι παρενέργειες της λειτουργίας ενός συστήματος που (με εγχώρια πολιτική ευθύνη) αποτυγχάνει να αποζημιώσει τους χαμένους. Επειτα οι λαϊκιστές πολιτικοί αποδίδουν τις δικές τους αποτυχίες στο «σύστημα» και στους «κανόνες που είναι στημένοι» (the game is rigged). Ετσι υπονομεύεται το κύρος των διεθνών κανόνων, θεσμών και οργανισμών, που σιγά σιγά υποχωρούν. Οι ισχυροί μένουν με την ψευδαίσθηση της ισχύος, αλλά κρατική ισχύς χωρίς συλλογικό σύστημα καταλήγει στην αταξία, που στοιχίζει πολύ περισσότερο. Ο χομπσιανός κόσμος είναι ιστορικός αναχρονισμός σε ευημερούσες κοινωνίες αντιμέτωπες με οικουμενικές προκλήσεις (κλίμα, ασφάλεια, οικονομικές κρίσεις). Ο ορθολογισμός επιτάσσει αμοιβαία ωφέλεια, αμοιβαίους συμβιβασμούς, συνεργασία. Η λογική του μηδενικού αθροίσματος (το κέρδος σου, ζημιά μου) είναι να καταλήγει σε αρνητικό άθροισμα: όλοι χάνουν – αν και ομολογουμένως όχι στον ίδιο βαθμό.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 22/12/2019. 

Οι αντιδράσεις στο πρόσφατο άρθρο του Κώστα Σημίτη

Μερικές σύντομες παρατηρήσεις σχετικά με την κριτική του πρόσφατου άρθρου του Κώστα Σημίτη στα Νέα. Άρθρο που σχετίζεται με την Συμφωνία του Ελσίνκι. Ως γνωστόν, μεταξύ των άλλων επιτυχιών της συμφωνίας (όπως η είσοδος της Κύπρου στην ΕΕ) υπήρξε σημαντική πρόοδος στα θέματα της υφαλοκρηπίδας και άλλων σχετικών προβλημάτων. Ο πρώην πρωθυπουργός ήταν θετικός στην προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Τάσο Γιαννίτση «μια απόφαση με βάση το διεθνές δίκαιο, ακόμα και αν δεν ικανοποιούσε το σύνολο των θέσεων της Ελλάδας, θα ήταν ένα προτιμότερο αποτέλεσμα από ό,τι να παραμένουν οι εξελίξεις ανοιχτές» (Καθημερινή, 18/12/2019).
Αυτή η πολύ καλή εξέλιξη σταμάτησε με την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή που προτίμησε να μη συνεχίσει την πολιτική Σημίτη. Με τη λογική πως η προσφυγή στην Χάγη θα μπορούσε να βλάψει μια σειρά εθνικών συμφερόντων αφού η στασιμότητα και η διατήρηση του status quo ήταν προτιμότερη λύση, εφόσον μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα υποχρέωνε σίγουρα τις κυβερνήσεις των δύο χωρών να κάνουν πίσω στις εκατέρωθεν διεκδικήσεις τους. Αυτό θα οδηγούσε στην Ελλάδα τους υπερπατριώτες/εθνικιστές εντός και εκτός του κόμματος να κατηγορήσουν την κυβέρνηση για «προδοσία» (όπως έκανε η ΝΔ στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών - για μικροκομματικούς λόγους).
Το άρθρο του Κώστα Σημίτη θεωρήθηκε κριτική της κυβέρνησης. Σαν ένα άρθρο που υποσκάπτει τις προσπάθειές της να πείσει την ΕΕ και τις ΗΠΑ να στηρίξουν πιο ενεργά τη χώρα κυρίως μετά το μνημόνιο Λιβύης-Τουρκίας. Θα μπορούσε όμως να δει κανείς την επιχειρηματολογία Σημίτη όχι σαν υπόσκαψη της κυβέρνησης και της μέχρι τώρα πολιτικής της σε ό,τι αφορά τη συνεχώς εντεινόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας. Ούτε βέβαια ήταν κριτική για τον κυβερνητικό στόχο να ενισχυθούν οι αποτρεπτικές ικανότητες των ενόπλων δυνάμεων.
Εάν ερμηνεύω σωστά το άρθρο, ο πρώην πρωθυπουργός θέλησε να τονίσει πως επιπλέον των δύο παραπάνω κυβερνητικών στόχων, η προσφυγή στην Χάγη θα οδηγούσε σε συμβιβασμούς που θα απέκλειαν όμως την όποια θερμή κρίση. Βέβαια με την προϋπόθεση πως η κυβέρνηση θα αποφάσιζε να συζητήσει και προβλήματα πέρα από τις διαφορές στον χώρο της υφαλοκρηπίδας. Αυτό όμως δεν φαίνεται να είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης.
Ο Γιώργος Κουμουτσάκος αναφέρθηκε στην πιθανότητα προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο. Αλλά με την προϋπόθεση πως θα τεθεί μόνο το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας και όχι άλλων ελληνοτουρκικών διαφορών. Αφού οι άλλες τουρκικές απαιτήσεις δεν έχουν σοβαρή νομική βάση. Αυτού του είδους η προσφυγή σίγουρα δεν θα γινόταν δεκτή από τη γείτονα χώρα. Με άλλα λόγια, η προσφυγή στην Χάγη δεν αποτελεί μέρος της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτό όμως, όπως σωστά υποστήριξε ο Χρήστος Ροζάκης στο κυριακάτικο φύλλο της Καθημερινής (8/12/2019), είναι ο μόνος τρόπος να λυθούν οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών.
Κατά την γνώμη μου, αυτό ακριβώς υποστηρίζει το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού. Μπορεί βέβαια κανείς να αμφισβητήσει αυτή τη θέση. Αλλά δεν μπορεί να αμφισβητήσει την απαίτηση να μπει αυτή η πρόταση για συζήτηση στον δημόσιο χώρο. Το αντίθετο θα ήταν μια συσκότιση της σημερινής πραγματικότητας.

Συμπέρασμα

Το Ελσίνκι δεν πέθανε, όπως πολλοί υποστηρίζουν. Είναι χρήσιμο για να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα. Αν θέλουμε να καταλάβουμε ποια είναι η πολιτική της τωρινής κυβέρνησης. Μια κυβέρνηση που ακολουθεί πιστά την αναβλητική στάση του Κώστα Καραμανλή. Από αυτή την σκοπιά, το άρθρο Σημίτη είναι απαραίτητο για να αντιληφθούμε τις σημερινές προκλήσεις και την στρατηγική που η χώρα οφείλει να ακολουθήσει.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 21/12/2019. 

Κανονικότητα, πραγματικότητα, αναγκαιότητα

Πολύς λόγος γίνεται για την επιστροφή στην κανονικότητα. Κάθε εποχή έχει βέβαια την δική της αυθύπαρκτη πραγματικότητα, αλλά το κύριο είναι κατά την γνώμη μου η προετοιμασία του μέλλοντος. Το παρόν έχει σχετικό ενδιαφέρον, στην πολιτική έχει σημασία η πρόβλεψη και η προετοιμασία.

Επί της ουσίας τώρα. Η κυβέρνηση δεν έχει αντίπαλο στη Βουλή, δεν έχει συνεπώς εκλογικό άγχος, αλλά θα πρέπει λογικά να γνωρίζει μετά την ευφορία των πρώτων μηνών, ότι το πράγμα δεν βγαίνει από μόνο του. Τα συσσωρευμένα προβλήματα, εσωτερικά και εξωτερικά, είναι τεράστια, εκρηκτικά, το έργο της σισύφειο. Για να μην γίνει πάλι μία από τα ίδια, αφού η φθορά και η απογοήτευση στην πολιτική επέρχονται γρήγορα, καλό είναι να σκέφτονται στο Μέγαρο Μαξίμου κυρίως και τα εναλλακτικά σενάρια. Δεν εννοώ τα της συγκυρίας στη Βουλή, τα της τακτικής και της επικοινωνίας, αλλά τα συστημικά θέματα, αυτά που ανοίγουν νέους δρόμους για τη χώρα και την κοινωνία.

Θεωρώ ότι στις παρούσες συνθήκες και ενόψει των μεγάλων κινδύνων που εμφανίζονται λόγω της εξαφάνισης όλων των σταθερών παραμέτρων που είχε η προηγούμενη ιστορική περίοδος, η μόνη λύση, η μόνη διέξοδος είναι μια κυβέρνηση εθνικήςσυνεργασίας. Δεν θέλω να υποβαθμίσω τις όποιες προσπάθειες και τα σχέδια της κυβερνητικής πλειοψηφίας και του Πρωθυπουργού, αλλά νομίζω ότι η χώρα χρειάζεται μια νέα πνοή, μια νέα μέθοδο διακυβέρνησης και κυρίως χρειάζεται εθνική συνεννόηση στα μεγάλα θέματα, με πρώτο το μεταναστευτικό και κατά συνέπεια τις σχέσεις με την Τουρκία. Δεν είναι υποχρεωτικό να συμμετέχουν όλα τα κόμματα της Βουλής στην προσπάθεια αυτή, το κύριο είναι να γίνει η πρόταση από τον Πρωθυπουργό και να ακολουθήσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα εθνικών προτεραιοτήτων και στρατηγικής.

Ας αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους. Αν συνεχίσουμε όμως έτσι για άλλα τέσσερα χρόνια, με διχασμούς, μιζέρια, όλοι εναντίον όλων, ενώ γύρω τα πάντα αλλάζουν δραματικά, δεν θα είναι καλό για κανένα και δεν θα είναι χρήσιμο για τη χώρα. Το αντίθετο ακριβώς θα συμβεί, θα βρεθούμε σε πολύ χειρότερη θέση και μέσα και έξω.

Τώρα που δεν έχει ουσιαστικά αντίπαλο ο Πρωθυπουργός πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες ολκής και να εστιάσει στα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Να εστιάσει στο μέλλον, στη νέα γενιά, στις δυνατότητες της χώρας, στην πραγματική οικονομία. Δεν έχει τόσο ενδιαφέρον αν θα πετύχει το εγχείρημα αυτό, ενδιαφέρον έχει να πεισθεί ο ίδιος ότι η πεπατημένη δεν βγάζει πουθενά, αφού η χώρα βρίσκεται παγιδευμένη λόγω υψηλού χρέους, διοικητικής ανεπάρκειας, χαμηλής παραγωγικότητας και κυρίως λόγω των εξωτερικών κινδύνων που έχουν απρόβλεπτες διαστάσεις. Κυβερνώ σημαίνει προβλέπω, λένε οι Γάλλοι. Τα άλλα είναι τρέχουσα διαχείριση, δεν περιμένεις και πολλά, η εμπειρία της χώρας είναι γνωστή.

Κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας τώρα, χωρίς χρονοτριβές. Η πολιτική πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό της. Η λύση αυτή δεν είναι πανάκεια, αλλά είναι προϋπόθεση για να βρούμε την κανονικότητα, να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα και να καταλάβουμε την αναγκαιότητα.

*Δημοσιεύτηκε στο metarithmisi.liberal.gr στις 5/12/2019. 

Ό,τι ίσχυε πριν, ισχύει και τώρα

Φίλοι της στήλης, που κατά καιρούς μας τιμούν – ειλικρινά το λέμε – με παρατηρήσεις και αντιρρήσεις τους (οι τελευταίες μας κινητοποιούν περισσότερο: φυσικό δεν είναι;) έχουν επισημάνει ότι στα τελευταία μας σημειώματα, που κάλυψαν την συζήτηση για τον Προϋπολογισμό 2020 και την συνολική οικονομική πολιτική για την χρονιά που έρχεται, μας εγκάλεσαν για υπερβολική επιφυλακτικότητα. Μας παρατήρησαν ότι αναγνωρίζουμε την βελτίωση του οικονομικού κλίματος. ότι καταγράφουμε την πορεία της σημερινής Κυβέρνησης σε Eurogroup/μεταΜνημονιακή παρακολούθηση με εφόδιο την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων. ότι ενσωματώνουμε στο επιχείρημά μας τα βήματα που γίνεται για να προχωρήσουν τα πράγματα στις τράπεζες. ότι βλέπουμε πως και οι Βρυξέλλες και οι λοιποί διεθνείς δίνουν χώρο κινήσεων, όσο κι αν αμφισβητούν την προοπτική ρυθμών ανάπτυξης στο 2,8% που επικαλείται ο Προϋπολογισμός – όμως, μολαταύτα, μένουμε στην επιφυλακτικότητα.
Πάμε λοιπόν ένα βήμα πίσω, να ξαναδούμε κάποια πράγματα. Κι ας ξεκινήσουμε από τα πρωτογενή πλεονάσματα – που όλοι (;) πλέον παραδέχονται ότι κρατούν κάτω την οικονομία, πλην όλοι (;;) αναγνωρίζουν ότι η εξασφάλισή τους και για το 2020 είναι διαπραγματευτική προϋπόθεση για να χαλαρώσει ο καταναγκασμός του 3,5% του ΑΕΠ για το 2021-22. Αν η σημερινή Κυβέρνηση θυμηθεί τις ηρωικές ημέρες που ήταν διεκδικητική Αντιπολίτευση – ας πούμε το 2017-18 - , σίγουρα θα ανασύρει ότι επιχειρηματολογούσε πως και τα τότε επιδιωκόμενα πλεονάσματα και υπερπλεονάσματα, πέραν του ότι ήταν αποτέλεσμα υπερφορολόγησης κοκ, προέκυπταν εν πολλοίς από την καθυστέρηση πληρωμής ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου προς ιδιώτες/arrears και κυρίως από την καθυστέρηση στην απονομή συντάξεων. Σήμερα, που είμαστε παραμονές τέλους του έτους, πόσο χαμηλότερα από 1% του ΑΕΠ θα καταγραφούν τα ληξιπρόθεσμα; Και πόσο κοντά τις 300.000 θα είναι οι εκκρεμείς συντάξεις, που μαζί με τον Γολγοθά των επανυπολογισμών και των άλλων συνταξιοδοτικών εκκρεμοτήτων έχουν ακουστεί από επίσημα χείλη ότι αγγίζουν το 1.000.000 υποθέσεων; Σε μια ψαλίδα 1-1,5% του ΑΕΠ κινούμαστε κι εδώ.
Φυσικά λίγο παραπέρα βρίσκεται η κυλιόμενη υπόθεση των αναδρομικών –παλιότερων «γενεών» και από νεότερες δικαστικές αποφάσεις, αλλά και από τις αιτήσεις την ηλεκτρονική πλατφόρμα του ΕΦΚΑ που ακριβώς δημιουργήθηκε για να μην πνιγούν ολότελα από προσφυγές τα Δικαστήρια: πάνω από 1,5 εκατομμύρια αιτήσεις έχουν καταγραφεί με το καλό – που ο καθένας «που ξέρει» εκτιμά σε διαφορετικό ύψος δισεκατομμυρίων. Να μείνουμε συντηρητικά σε 2-3% του ΑΕΠ; Βεβαίως υπάρχει εδώ η Μεγάλη Λευκή Ελπίδα (για τον Προϋπολογισμό ελπίδα, για τους άνω των 2.200.000 συνταξιούχους και τους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς προστάτες τους κατάρα!) της πιλοτικής δίκης στο ΣτΕ με την οποία θα υποδεχθούμε το 2020 και που θα κρίνει συνολικά. Ενώ υπάρχει και η πάγια πολιτική απόφαση – με επίνευση της Τρόικας – για σταδιακή αποπληρωμή, εις βάθος χρόνου, όσων τελικά (;) κριθούν.
Σταματούμε εδώ, αυτήν την καταγραφή που έχουμε την συναίσθηση ότι θυμίζει μπακάλικο τεφτέρι. Όμως όλη η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα καθώς πάντοτε γνωστά ήταν και τώρα γνωστά παραμένουν τα παραπάνω, ουδέποτε είχε σοβαρότερο περιεχόμενο. Κυρίως: ό,τι ίσχυε πέρσι και πρόπερσι και πίσω-πίσω στην δυσάρεστη αυτή 10ετία, αυτό ισχύει και τώρα με τα πλεονάσματα. Ανάλογος λογαριασμός – εδώ και αισθανόμαστε την υποχρέωση να είμαστε πιο σεβαστικοί, γιατί αφορά ανθρώπους με γνήσια οικονομική ανάγκη.... – ισχύει με το κοινωνικό μέρισμα (των 700 ευρώ σε κάπου 250.000 δικαιούχους) για φέτος/τέλος έτους. Η σύγκριση με την παροχή 100 – 1200 ευρώ σε ευρύτατο φάσμα δικαιούχων, κάπου 1.600.000 αποδέκτες την αντίστοιχη περίοδο του 2018 (και στις δυο περιπτώσεις, η αναφορά σε δικαιούχους, όχι σε τελικά ωφελούμενους/οικογένειες) δίνει κάτι ενδιαφέρον –σε επίπεδο προσδοκώμενης επίπτωσης στην κατανάλωση, και δι' αυτής στο ΑΕΠ.
Η χρονιά που τελειώνει, ενσωμάτωσε την «επίπτωση εκείνου που είτε το ονομάσει κανείς «13η σύνταξη», είτε «προεκλογικό επίδομα» δόθηκε και καταναλώθηκε (και μπήκε στον πολλαπλασιαστή) στα μέσα του 2019. Ήταν αυτό κάτι σαν 0,5% του ΑΕΠ. Το ίδιο 2019 που τώρα μας τελειώνει, είχε ενσωματώσει το carry-over από περυσινό – πολύ μεγαλύτερο του φετινού – κοινωνικό μέρισμα, που σήμερα είναι στο 0,15% του ΑΕΠ.
Η χρονιά που τελειώνει μόλις που (ελπίζουμε ότι) κατορθώνει να πιάσει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,9%. Πόσο λοιπόν, η προσδοκία για 2,8% ανάπτυξη το 2020 – ώστε να είμαστε εντός στόχων πλεονασμάτων, να μην πέσουμε στην παγίδα ανάγκης νέων μέτρων κοκ – είναι πειστική;
Η «απάντηση» από πλευράς Κυβέρνησης παραπέμπει στις φορολογικές ελαφρύνσεις. Θα αρκέσουν;

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 13/12/2019.