Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.
Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .
Καταλαβαίνουμε καλύτερα κάτι όταν δούμε τη μεγάλη εικόνα στην οποία εντάσσεται. Στην κοινωνική ζωή, τουλάχιστον, μια συμπεριφορά αποκτά νόημα αν ιδωθεί ως κίνηση σε ένα ευρύτερο «παιχνίδι». Ο καβγάς σε ένα ζευγάρι λ.χ. γίνεται περισσότερο κατανοητός αν τεθεί στο διαχρονικό πλαίσιο επικοινωνίας του ζευγαριού (π.χ. συστηματικοί καβγάδες), όπως ένα περιστατικό πανεπιστημιακής κατάληψης κατανοείται καλύτερα αν το αντιληφθούμε στο αντίστοιχο πλαίσιό του (π.χ. συστηματικές καταλήψεις). Η θέαση της μεγάλης εικόνας αποφέρει γνώση που δεν είναι προσιτή στο επίπεδο της μεμονωμένης συμπεριφοράς.
Αν, λοιπόν, δούμε τους πρόσφατους διορισμούς νέων διοικήσεων στα νοσοκομεία από τον υπουργό Υγείας κ. Κικίλια, τι παρατηρούμε; Σε πρώτο επίπεδο, μια προσχηματική διαδικασία αξιολόγησης, η οποία απέφερε αναξιοκρατικούς διορισμούς. Ο υπουργός Γεωργίας κ. Βορίδης ήταν ωμός: «Και ποιους να βάζαμε; Τους ξένους;». Σε ένα δεύτερο επίπεδο, διαπιστώνουμε τη διαιώνιση ενός διαχρονικού μοτίβου – του κομματισμού. Είναι θλιβερά διαφωτιστικό να συγκρίνει κανείς την κριτική που ασκήθηκε σε παρόμοιες επιλογές στο παρελθόν με αυτή που ασκείται σήμερα. Η φρασεολογία είναι πανομοιότυπη.
Οπως και σήμερα, ειδήμονες επέκριναν την κυβέρνηση Παπανδρέου, το 2010, για τον διορισμό «κτηνίατρων, ηθοποιών, γεωλόγων, εκπαιδευτικών κ.λπ.», μέσω της διαδικασίας (δήθεν) open gov, στη διοίκηση νοσοκομείων. Οπως και σήμερα, μετά την ανάληψη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αρθρογράφοι είχαν προτρέψει, το 2012, τη νέα τότε κυβέρνηση Σαμαρά να αποφύγει τους «κομματικούς στρατούς» στη διοίκηση νοσοκομείων. Αγνοήθηκαν. Η απεξάρτηση από το όπιο του κομματισμού είναι δύσκολη.
«Ακρασία»
Το διαχρονικό μοτίβο δεν αποπνέει μόνο παλαιοκομματική δυσοσμία. Ο προσεκτικός παρατηρητής βλέπει και κάτι άλλο: τη χρόνια αμφιθυμία του πολιτικού συστήματος έναντι της επαγγελματικής διοίκησης νοσοκομείων. Δεν είναι ότι οι περισσότεροι πολιτικοί μας πιστεύουν ότι η διοίκηση νοσοκομείων είναι αμιγώς πολιτική υπόθεση. Οχι, ως «μοντέρνοι» που λένε ότι είναι, διακηρύσσουν συνήθως την ανάγκη της επαγγελματικής διοίκησης, αλλά δρουν με γνώμονα τις κομματοκρατικές αξίες που έχουν εμπεδώσει. Υποφέρουν από «ακρασία»: γνωρίζουν το σωστό αλλά αδυνατούν να το υλοποιήσουν.
Δείτε τη μεγάλη εικόνα από το 1983, έτος ιδρύσεως του ΕΣΥ, όπως την περιγράφει εμπεριστατωμένα η μελέτη της κ. Γεωργίας Οικονομοπούλου «Η διακυβέρνηση των ελληνικών νοσοκομείων» (Ελληνική Εταιρία Management Υπηρεσιών Υγείας - ΕΕΜΥΥ, Αθήνα, 2016).
Αν και στον αστερισμό του «εκδημοκρατισμού» της εποχής, ο νομοθέτης το 1983 αντιλαμβανόταν ότι η διοίκηση νοσοκομείων απαιτούσε τεχνοκρατική επάρκεια. Εδωσε, λοιπόν, τη δυνατότητα σύστασης θέσης συντονιστή, ο οποίος θα ήταν διοικητικός προϊστάμενος όλων των υπηρεσιών του νοσοκομείου. Το συναφές Προεδρικό Διάταγμα, φευ, δεν συμπεριέλαβε τη θέση αυτή. Αν και συστάθηκαν 57 θέσεις συντονιστή, προκηρύχθηκαν οι 8, αλλά οι θέσεις έμειναν κενές. Το 1992, η θέση του συντονιστή μεταλλάχθηκε σε θέση γενικού διευθυντή. Ορίσθηκαν οι αρμοδιότητες και προκηρύχθηκαν 29 θέσεις. Ο διορισμός τους δεν έγινε ποτέ. Το 1997, διευρύνονται οι αρμοδιότητες των γενικών διευθυντών, προβλέπεται εμπλοκή του ΑΣΕΠ στη διαδικασία επιλογής, προκηρύσσονται 30 θέσεις, γίνεται η επιλογή, ουδείς διορίζεται. Το 1999, τον γενικό διευθυντή διαδέχεται ο πρόεδρος, τον οποίο θα επέλεγε ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο. Προκηρύχθηκαν 13 θέσεις. Ουδεμία πληρώθηκε.
Το 2001 έγινε η πρώτη σοβαρή προσπάθεια διοικητικού εκσυγχρονισμού των νοσοκομείων επί υπουργίας Α. Παπαδόπουλου. Διορίστηκαν διοικητές, έπειτα από επιλογή ειδικής επιτροπής αξιολόγησης. «Αν και το κομματικό κριτήριο δεν εξέλιπε, πάντως ούτε κυριάρχησε πλήρως», σημειώνει η κ. Οικονομοπούλου. Για πρώτη φορά εμφανίστηκαν τα «συμβόλαια αποδοτικότητας», «επιχειρησιακά σχέδια», και το συναφές διοικητικό λεξιλόγιο. Από μόνη της, όμως, η αλλαγή ήταν ανεπαρκής – έλειπαν τα κατάλληλα διοικητικά εργαλεία (λογιστικά συστήματα, κίνητρα, κ.λπ.). Ακόμα και η λειψή αυτή μεταρρύθμιση υπονομεύθηκε. Δεδομένου ότι επετράπη η απόσπαση των διοικητών οπουδήποτε στην επικράτεια, αν και τα στελέχη αυτά είχαν θέσει υποψηφιότητα σε συγκεκριμένη υγειονομική περιφέρεια, αρκετοί ωθήθηκαν σε παραίτηση.
Το 2004, η κυβέρνηση Καραμανλή τερμάτισε τη θητεία των υπηρετούντων διοικητών και νομοθέτησε τον απ' ευθείας διορισμό νέων με υπουργική απόφαση. Επί υπουργίας Ν. Κακλαμάνη, η θητεία τους έγινε διετής και μπορούσε να λήξει οποτεδήποτε (χωρίς αποζημίωση) με σατραπική απόφαση του υπουργού, τα συμβόλαια αποδοτικότητας αγνοήθηκαν και, γενικότερα, «υπήρξε πλήρης επαναφορά της απροσχημάτιστης κομματικής διακυβέρνησης των νοσοκομείων», όπως παρατηρεί η κ. Οικονομοπούλου.
Το 2012, επί κυβερνήσεως Σαμαρά, επανήλθε σε ισχύ η διαδικασία επιλογής διοικητών από ειδική επιτροπή. Ο υπουργός Υγείας κ. Λυκουρέντζος, αντί να υλοποιήσει εμπρόθεσμα τις ισχύουσες διατάξεις, συνέχισε την πρακτική διορισμών κατά την κρίση του. Κατέθεσε, μάλιστα, τροπολογία προκειμένου να μπορεί να διορίζει ο ίδιος διοικητές ακόμα και άτομα χωρίς πανεπιστημιακό τίτλο! Ο διορισμός διοικητών, αργότερα, κατόπιν δήθεν αξιοκρατικής διαδικασίας, επικρίθηκε ευρύτατα. Ο πρόεδρος της ΕΕΜΥΥ κ. Στάθης στηλίτευσε τότε τον εμπαιγμό ειδικών που διαθέτουν προσόντα, ενώ «παραδίδονται οι νοσοκομειακοί προϋπολογισμοί σε κομματικούς παράγοντες με πτυχία θεολογίας, δασοπονίας και σωματικής αγωγής [...]».
Ιδεολογικά κριτήρια
Το 2015, επί ΣΥΡΙΖΑ, επαναλήφθηκε το ίδιο σενάριο: οι πλείστοι υπηρετούντες διοικητές απολύθηκαν, η διαδικασία επιλογής καινούργιων επικρίθηκε ως προσχηματική, ενώ ο τότε υπουργός Υγείας κ. Ξανθός ιδεολογικοποίησε τις επιλογές, δηλώνοντας ότι «είναι δικαίωμα και υποχρέωση της κυβέρνησης να επιλέξει ανθρώπους που μπορούν να στηρίξουν το πολιτικό της σχέδιο στην υγεία».
Εδώ είμαστε σήμερα, στο ίδιο έργο θεατές. Η χώρα χρεοκόπησε, προσπαθεί να ορθοποδήσει, αλλά η βαθιά δομή λειτουργίας του ελληνικού κράτους παραμένει ανέπαφη. Η κυβερνητική αμφιθυμία έναντι της επαγγελματικής διοίκησης των νοσοκομείων διατηρείται. Η μετατροπή των νοσοκομείων σε μη κερδοσκοπικά ΝΠΙΔ, όπως έχει προταθεί από όλους τους ειδικούς, εγχώριους και ξένους, δεν προωθείται. Σύγχρονα επιχειρησιακά εργαλεία (π.χ. λογιστικά, πληροφοριακά) δεν χρησιμοποιούνται, ισολογισμοί δημοσιεύονται κατά το δοκούν, η σπατάλη συνεχίζεται (τα νοσοκομεία απορροφούν το 42% των δαπανών υγείας, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 30%), ασθενείς και επαγγελματίες υγείας είναι δυσαρεστημένοι. Υπουργός Υγείας είναι, όπως τόσες φορές στο παρελθόν, μια πολιτικάντικη φιγούρα. Διπροσωπία, στασιμότητα, απελπισία.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 19/1/2020.
Η Ευρώπη μιλάει πολλές γλώσσες, αλλά η γλώσσα της παγκόσμιας ισχύος δεν είναι μία από αυτές. Χειρότερα από πολιτική αδυναμία, αυτό συνιστά ιστορική αμέλεια.
Η νέα Κομισιόν, υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έθεσε ψηλά τον πήχυ της διεθνούς φιλοδοξίας, αυτοπροσδιοριζόμενη ως «γεωπολιτική». Η προηγούμενη Επιτροπή Γιούνκερ ήταν «πολιτική», υπονοώντας μια ευφυέστερη διαχείριση των πολλαπλών κρίσεων της Ε.Ε. – με κυριότερη τότε την κρίση της Ελλάδας. Η «πολιτική» Επιτροπή Γιούνκερ ήταν επιτυχής, και τα χειρότερα αποσοβήθηκαν. Θα είναι εξίσου επιτυχής η παρούσα Επιτροπή;
Το ξεκίνημα δεν ήταν το καλύτερο δυνατό. Με το καλημέρα σας, η Ε.Ε. είχε να διαχειριστεί τις συνέπειες των μονομερών πρωτοβουλιών Τραμπ: την εγκατάλειψη των Κούρδων και την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία, την κρίση της Λιβύης, όπου η Τουρκία επίσης στέλνει στρατό. Και βέβαια την τυχοδιωκτική δολοφονία του στρατηγού Σουλεϊμανί από αμερικανικό drone, που κονιορτοποίησε ό,τι είχε απομείνει από τη συμφωνία JCPOA για τον έλεγχο των πυρηνικών του Ιράν – από τα σημαντικότερα κοινά επιτεύγματα εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. με την κυβέρνηση
Ομπάμα. Τώρα το Ιράν βαίνει ακάθεκτο προς ολοκλήρωση του πυρηνικού του προγράμματος, και η Μέση Ανατολή κυλάει σε νέο κύκλο έντασης.
Σε όλα αυτά, η ευρωπαϊκή αντίδραση ήταν υποτονική, όταν δεν ήταν ανύπαρκτη. Ελλείψει συναπόφασης, η Ε.Ε. έχει υποκατασταθεί από σχηματισμούς τύπου Ε3 (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία), που προσπαθούν να διασώσουν κάποια προσχήματα ευρωπαϊκής πολιτικής.
Αυτό είναι κρίμα, γιατί η Ευρώπη παραμένει δύναμη καλού στον πλανήτη. Σε κορυφαία ζητήματα, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η Ε.Ε. έχει ηγετικό ρόλο. Η ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία είναι το πιο φιλόδοξα αρθρωμένο πρόγραμμα που έχει διατυπωθεί, εξακτινώνεται σε κάθε τομέα πολιτικής, απαντά στις αγωνίες των Ευρωπαίων πολιτών, κινητοποιεί τις αγορές. Είναι ένα σχέδιο για το οποίο η Ευρώπη δικαιούται να είναι υπερήφανη. Ομως, κατά πολλά άλλα, όπως συχνά συμβαίνει, οι ευγενείς φιλοδοξίες των Βρυξελλών γειώνονται στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Κεντρικός ανασταλτικός παράγοντας, η δυσλειτουργική πλέον σχέση Παρισιού - Βερολίνου. Η στενή γαλλογερμανική συνεργασία ήταν πάντα η καρδιά της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κανένα ευρωπαϊκό άλμα δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς οι δύο χώρες να συνεργάζονται στενά.
Ο πρόεδρος Μακρόν, ο μόνος ηγέτης με ευρωπαϊκό όραμα, έχει μείνει χωρίς συνομιλητή. Το Βερολίνο τον κατηγορεί για σπασμωδικές κινήσεις εντυπωσιασμού, αλλά οι ευθύνες ανήκουν κυρίως στο Βερολίνο. Ο Μακρόν προχώρησε σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, αλλά η Γερμανία τον άφησε εκκρεμή στην Ευρωζώνη. Ο προϋπολογισμός της Ευρωζώνης είναι μόνο κατ' όνομα. Η τραπεζική ενοποίηση και το κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων σέρνεται. Η υιοθέτηση ενός κοινού ευρω-τίτλου (safe asset) βρίσκεται σε βαθιά ψύξη.
Χωρίς περισσότερη ενοποίηση στο ευρώ, η Ε.Ε. θα αδυνατεί να μετατρέψει το εμπορικό της εκτόπισμα σε πολιτική επιρροή και το κοινό της νόμισμα σε εργαλείο οικονομικής ισχύος. Θα μένει ανυπεράσπιστη απέναντι σε κράτη που μεταφράζουν την οικονομική τους υπεροχή σε μοχλό εκβιασμού και το παγκόσμιο νόμισμά τους σε όπλο.
Στη ρίζα του προβλήματος, η αδυναμία της γερμανικής κυβέρνησης. Πρώτον, διότι μετά μακρά περίοδο ανάπτυξης, η οικονομία της επιβραδύνεται. Δεύτερον, διότι η άλλοτε κυρίαρχη του παιχνιδιού καγκελάριος Μέρκελ βρίσκεται σε πορεία εξόδου, με την πολιτική απίσχνανση που αυτό συνεπάγεται. Τρίτον, λόγω αδυναμίας του κυβερνητικού εταίρου, που το μόνο που τον κρατάει είναι ο φόβος ότι μια αποχώρηση θα οδηγούσε σε νέα δεινή ήττα στις εκλογές.
Ακόμα βαθύτερα, πηγή της γερμανικής αδυναμίας είναι το γερμανικό μοντέλο οικονομικής ανταγωνιστικότητας. Βασίζοντας την ανάπτυξή της στον δυναμισμό των εξαγωγών της, η Γερμανία κατέστησε εαυτήν εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωτερικές πιέσεις και διακυμάνσεις του παγκόσμιου εμπορίου. Το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα, σύμβολο του οικονομικού δυναμισμού της Γερμανίας, είναι παραδόξως η πηγή της αδυναμίας της. Και μαζί και ολόκληρης της Ευρώπης.
Οι γερμανικές εξαγωγές και τα εργοστάσια αυτοκινήτων στην Κίνα καθιστούν τη Γερμανία επιρρεπή στην πίεση της Κίνας για το 5G. Το Πεκίνο την απειλεί πως εάν το θεωρήσει κίνδυνο ασφάλειας, θα θεωρήσει κι εκείνο επικίνδυνα τα γερμανικά αυτοκίνητα. Οι τεράστιες εξαγωγές γερμανικών προϊόντων στις ΗΠΑ καθιστούν το Βερολίνο ευάλωτο στους εκβιασμούς Τραμπ, όσο η Γερμανία έχει τα περισσότερα να χάσει από έναν εμπορικό πόλεμο. Και το μέγεθος των γερμανικών εξαγωγών και επενδύσεων στην Τουρκία καθιστούν τη Γερμανία διστακτική σε αυστηρότερες κυρώσεις προς την Αγκυρα, ακόμη κι όταν αυτές απαιτούνται για να ανασχεθεί ο τουρκικός μιλιταρισμός στην περιοχή. Η οικονομική ευρωστία ενίοτε παράγει πολιτική εξάντληση.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 19/1/2020.
Τριπλή είναι η μέγγενη που ήδη συνοδεύει τους σχεδιασμούς του κυβερνητικού επιτελείου για την «μετά Κατρούγκαλον» εποχή του Ασφαλιστικού. [Δανειζόμαστε την έκφραση από το πρωτοσέλιδο της «Ν» της 9ης Ιανουαρίου]. Μπορεί η συνεχιζόμενη λογική της ανακοίνωσης καλών προθέσεων – λιγότερο από μέρους του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση, περισσότερο από τον (καθ' ύλην αρμόδιο) υφυπουργό Νοτη Μηταράκη – να έχει υπερκαλύψει την συζήτηση επί της ουσίας. μπορεί και οι αντιπαραθέσεις γύρω από τον τρίτο πυλώνα, τα επαγγελματικά Ταμεία, την μείωση των εισφορών (αλλά και αύξηση στο κατώτατο) , την δυνατότητα του εφεξής ασφαλιζομένου στην επιλογή του πώς θα κατευθύνονται οι εισφορές του (πέρα από την εθνική σύνταξη) να λειτουργούν με μια αίσθηση απόστασης από το άμεσο. Όμως το φάσμα των άλλων στοιχείων της συζήτησης ως περιορισμών, δημοσιονομικών-και-όχι-μόνο, δεν παύει να υπάρχει σαν φόντο.
Πρώτα η μέγγενη που προκύπτει από την λειτουργία της Ελλάδας (και) του 2020 στα πλαίσια της ενισχυμένης μεταΜνημονιακής παρακολούθησης. Μέρες που έρχονται, ζούμε υπό το φως της πέμπτης αξιολόγησης. Και ναι μεν ΔΕΝ βρισκόμαστε σε Μνημόνιο (η σημερινή Κυβέρνηση, ευλόγως, άφησε στην άκρια την άποψη που είχε ως Αντιπολίτευση ότι η Ελλάδα «βρίσκεται σε 4ο Μνημόνιο» και σήμερα αξιοποιεί την ευχέρεια κινήσεων που υπάρχει από τα μέσα 2018) ώστε να χρειάζεται προ-συζήτηση και έγκριση Τρόϊκας /Θεσμών. Όμως είναι τόσο μεγάλη η βαρύτητα του Ασφαλιστικού στα μεσοπρόθεσμα-και πέρα-στοιχεία της οικονομίας, ώστε η όποια τωρινή μεταρρύθμιση να πρέπει να ζυγιάζεται πολύ προσεκτικά ως προς τις συνέπειές της. Και είναι επίσης αλήθεια ότι ο ρόλος του ΔΝΤ έχει υποχωρήσει στην συζήτηση για την Ελληνική οικονομία, ενώ απ' εκεί ήταν που έρχονταν οι πιο έντονες πιέσεις: συμβολικά, το κλείσιμο του γραφείου του Ταμείου στην Αθήνα το τονίζει αυτό. [Εδώ, να σημειώσουμε ότι στις 6 Φεβρουαρίου θα παρουσιάζεται στην Αθήνα από τον Μπομπ Τράα, που ήταν στην Αθήνα resident του Ταμείου στο μεγαλύτερο μέρος της κρίσης, βιβλίο των Εκδόσεων economia με τις εμπειρίες του στο καμίνι...]. Όμως το Ασφαλιστικό και η προβολή των ροών του βαραίνει ούτως ή άλλως πολύ στα μεσομακροπρόθεσμα – και. μάλιστα με το σύννεφο των αναδρομικών να πυκνώνει στο ΣτΕ - , οπότε κανείς δεν θάθελε να δημιουργήσει αναταράξεις, π.χ. κατά την συζήτηση στο Eurogroup για τα πρωτογενή πλεονάσματα. συζήτηση που ακριβώς βασίζεται στην επανεκτίμηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους.
Εδώ, η δεύτερη μέγγενη στους σχεδιασμούς του Ασφαλιστικού. Λέμε – και το λέμε, ως χώρα, όλο και συχνότερα στην διάρκεια του 2019-20 – ότι από τον έλεγχο των Θεσμών, περνάμε πλέον στον έλεγχο των αγορών. Έχουμε, δε, τώρα κοντά αξιολογήσεις που θα μας φέρουν πιο κοντά στην πολυπόθητη «επενδυτική βαθμίδα» - η Fitch αναμένεται σε λίγες μέρες, η S&P δίνει θετικές προοπτικές – δηλαδή στην μέσω αγορών και μόνο αναχρηματοδότηση του χρέους (γιατί ελλείμματα, ξεχάστε τα!, με τα οποία τον παλιό κακό καιρό πορευόταν το Ασφαλιστικό μας). Οι rating agencies δεν τα πολυκοιτάζουν τα πιο μακρού ορίζοντα και τα πιο διαρθρωτικά ζητήματα – το Ασφαλιστικό και οι αναλογιστικές του βλέπουν βασικά τα δημογραφικά και την συμμετοχή στην αγορά εργασίας που, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι μέτωπα δυσοίωνα – όμως ΑΜΑ τα κοιτάξουν και διαβλέψουν πρόβλημα, γίνονται δυσάρεστες. Δεν θα το θέλαμε!
Η τρίτη – μόνο – μέγγενη είναι η κυρίως δημοσιονομική. Όπου σε κάτι σαν ένα δισεκατομμύριο του Προϋπολογισμού, κοντά 0,5% του ΑΕΠ, συνωθούνται για να χωρέσουν προσδοκίες/υποσχέσεις για την «μόνιμη οικονομική ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων» (όπου ο πήχυς σύγκρισης της «13ης σύνταξης» του 2019 λειτουργεί πολιτικά, όσο κι αν στον καιρό της αυτή κατακεραυνώθηκε) μαζί με τις αναπροσαρμογές συντάξεων και τις κλιμακωτές εισφορές που θα προβλέπονται για τους ελεύθερους επαγγελματίες/επιτηδευματίες τώρα που θα αποσυνδεθούν από το (δηλούμενο) εισόδημα. Εδώ, μπαίνει στην μέση ένα στοιχείο πρόσθετης αβεβαιότητας, το οποίο θα χρειαστεί διπλό πολιτικό χειρισμό. Προς τα μέσα, πρώτα-πρώτα, όπου ήδη η Κυβέρνηση ζει την πίεση των προσδοκιών. Προς τα έξω, όπως είδαμε ήδη, όπου θα χρειαστεί να επεξηγηθεί πειστικά η άμεση δημοσιονομική επίπτωση.
Γι αυτό επανερχόμαστε: οι ελπίδες του πολιτικού συστήματος ότι όλο αυτό το ριψοκίνδυνο γύμνασμα ισορροπίας θα βγει πέρα προέρχονται από την διατύπωση της Προέδρου του ΣτΕ Κατερίνας Σακελλαροπούλου στην πιλοτική δίκη για τις «ουρές» του Ασφαλιστικού: «Το Δικαστήριο γνωρίζει τα κοινωνικά προβλήματα, δεν βρίσκεται εκτός πραγματικότητας». Το θέμα είναι... πώς θα τα σταθμίσει. Όπως και ο νομοθέτης.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 19/1/2020.
Οι ραγδαίες γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών στην ευρύτερη περιοχή της γειτονιάς της Ελλάδας, θέτουν νέα δεδομένα για την ελληνική εξωτερική πολιτική και την ελληνική στρατηγική.
Η δημιουργία μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας της Ανατολικής Μεσογείου με κύριους πρωταγωνιστές την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ και μελλοντικά την Αίγυπτο και την Ιορδανία, σε συνδυασμό με την πρόσφατη εμβάθυνση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, διαμορφώνουν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάδειξη του νέου ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα στην σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της νέας ελληνικής στρατηγικής που αναδύεται στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, στο πλαίσιο πάντοτε του νεότευκτου και πολλά υποσχόμενου άξονα Ελλάδος - Κύπρου - Ισραήλ, είναι και η ανακήρυξη και οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών δικαιοδοσίας της χώρας μας, στις οποίες περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η έννοια της υφαλοκρηπίδας αποτελεί ειδική περίπτωση επί της οποίας τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους -όπως π.χ. είναι η Ελλάδα- υφίστανται ab initio και ipso facto και συνεπώς δεν απαιτείται ρητή διακήρυξη από το παράκτιο κράτος για την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων.
Είναι σημαντικό επίσης να διασαφηνιστεί εξαρχής ότι για την υλοποίηση του ελληνικού στρατηγικού σχεδιασμού πρέπει πρώτα να πραγματοποιηθεί η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ, η οποία είναι μια μονομερής πράξη και μετά να ακολουθήσει η οριοθέτηση της ήδη ανακηρυχθείσας ελληνικής ΑΟΖ, η οποία είναι μια διμερής πράξη και πρέπει να γίνει ξεχωριστά με καθεμιά από τις έξι γειτονικές χώρες της Ελλάδος δηλαδή τις Αλβανία, Ιταλία, Λιβύη, Αίγυπτο, Κύπρο και Τουρκία.
Το νομοθετικό πλαίσιο για τις θαλάσσιες ζώνες του πλανήτη μας, ήτοι η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III) υπογραφείσα στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα το 1982, έχει ήδη ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν. 2321/1995 (ΦΕΚ Α' 136/23.6.1995).
Ειδικότερα αναφέρεται ότι: «Για την εφαρμογή στην εσωτερική έννομη τάξη της διατάξεως αυτής και την εφαρμογή ή εκτέλεση των λοιπών διατάξεων που αφορούν την αιγιαλίτιδα ζώνη καθώς και την συνορεύουσα ζώνη, τα στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας και την ερμηνευτική δήλωση που έκανε η χώρα μας σχετικά με αυτά, την υφαλοκρηπίδα, την θαλάσσια επιστημονική έρευνα, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και κάθε άλλης διατάξεώς της με τον παρόντα νόμο κυρούμενης συμβάσεως, εκδίδονται προεδρικά διατάγματα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου».
Δεδομένης της ανωτέρω διάταξης του Ν. 2321/1995 προκύπτει ότι αρκεί ένα Προεδρικό Διάταγμα για την ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ κατόπιν προτάσεως του ελληνικού υπουργικού συμβουλίου και η οποία όπως προαναφέρθηκε αποτελεί μια μονομερή πράξη της Ελλάδος και δε χρειάζεται οποιουδήποτε είδους συμφωνία με άλλη χώρα.
Είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί ότι η ανακήρυξη και κατόπιν η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών δεν είναι κρίσιμη μόνο για την εξόρυξη πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων αλλά και για την αλιεία, την εκμετάλλευση της κυματικής ενέργειας της θάλασσας, την προστασία της θαλάσσιας βιοποικιλότητας, τη διεξαγωγή θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας και την προστασία της υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Για την Ελλάδα μετά την ανακήρυξη της ΑΟΖ, σημαντικό και κρίσιμο σημείο είναι, όπως προαναφέρθηκε, η οριοθέτηση αυτής με τις έξι γειτονικές και συνορεύουσες χώρες. Η πρώτη οριοθέτηση είναι με την γειτονική Αλβανία.
Στις 27 Απριλίου 2009, η Ελλάδα υπό τον Κώστα Καραμανλή και η Αλβανία υπό τον Σαλί Μπερίσα υπέγραψαν συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών τους. Η συμφωνία αυτή, πριν καν ισχύσει, ακυρώθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας στις 15 Απριλίου 2010.
Σύμφωνα με την εν λόγω δικαστική απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας οι ελλείψεις της απόφασης έγκειντο στα εξής:
α) έλλειψη πληρεξουσιότητας διότι βάσει του αλβανικού Συντάγματος απαιτείτο εξουσιοδότηση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι από τον Πρωθυπουργό της χώρας,
β) σοβαρές ελλείψεις και ασάφειες στην συμφωνία,
γ) δεν εφαρμόστηκαν βασικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου και,
δ) αναγνωρίστηκε πλήρης επήρεια όλων των νησιών με βάση την συμφωνία, ενώ θα έπρεπε να θεωρηθούν ως ειδικές περιστάσεις και άρα τα νησιά να έχουν μειωμένη επήρεια.
Οι σημαντικότερες αντιφάσεις και παραλείψεις της εν λόγω αποφάσεως εδράζονται σε δύο σημεία:
Στην απόφασή του το Συνταγματικό Δικαστήριο προκρίνει την αρχή της ευθυδικίας και όχι την αρχή της μέσης γραμμής με βάση την οποία έγινε η ακυρωθείσα συμφωνία. Αφενός, όμως, δεν είναι αρμόδιο για να κρίνει το ουσιαστικό περιεχόμενο της συμφωνίας, αφετέρου η αρχή της μέσης γραμμής αποτελεί την βασική και πρωταρχική μέθοδο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ κρατών κατά την πάγια διεθνή νομολογία και την πρακτική των κρατών ανά τον πλανήτη.
Το δεύτερο σημαντικό λάθος της απόφασης είναι ότι δεν αναγνωρίζει πλήρη επήρεια σε όλα τα νησιά. Δυνάμει του άρθρου 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III), όλα τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, εξαιρετέων δε των βράχων που δεν έχουν οικονομική ζωή και συνεπώς δεν έχουν με βάση το ίδιο άρθρο υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, δικαιούνται ωστόσο αιγιαλίτιδα και συνορεύουσα ζώνη. Το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο επιχειρεί να ανατρέψει αυτόν τον κανόνα κάνοντας λόγο για περιορισμένη επήρεια των νησιών προκρίνοντας ως παράδειγμα την νήσο Κέρκυρα.
Συμπληρωματικά προς τα ανωτέρω υπάρχει και ένα παράδοξο που αφορά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας. Το παράδοξο έγκειται στο γεγονός ότι η Αλβανία με βάση την ακυρωθείσα συμφωνία λάμβανε το 50,87 % της οριοθετηθείσας περιοχής έναντι 49,12 % που ελάμβανε η Ελλάς, το οποίο αποτελεί και το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό που θα μπορούσε να λάβει η Αλβανία με βάση το ισχύον διεθνές δίκαιο της θάλασσας και την UNCLOS III.
Η δεύτερη οριοθέτηση είναι με το γειτονικό κράτος της Ιταλίας. Τα πραγματικά δεδομένα εν προκειμένω είναι ευνοϊκά δεδομένης της ήδη υπογραφείσας οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας της χώρας μας με την γείτονα χώρα από το έτος 1977 και την τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η δε οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ με την γειτονική Ιταλία είναι απλή διαδικασία καθότι η ΑΟΖ συμπίπτει πάντοτε με την υφαλοκρηπίδα.
Η τρίτη οριοθέτηση είναι με την Λιβύη. Το κρίσιμο σημείο εν προκειμένω είναι ότι η Λιβύη σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της UNCLOS III, με αποτέλεσμα οι διμερείς σχέσεις των δύο χωρών στο πεδίο του δικαίου της θάλασσας να διέπονται από τους κανόνες του εθιμικού δικαίου. Επίσης, η Λιβύη αντιτίθεται στην πάγια αρχή της UNCLOS III για την πλήρη επήρεια των νησιών στην οριοθέτηση της ΑΟΖ.
Η τέταρτη οριοθέτηση είναι με την Αίγυπτο. Το ξεκίνημα των διμερών διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών έγινε από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή το 2009, σε μια όχι και τόσο ευνοϊκή συγκυρία για την Ελλάδα, καθότι η τότε αιγυπτιακή κυβέρνηση στήριζε τις αντίθετες με την UNCLOS III απόψεις της Τουρκίας περί μη επήρειας του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελόριζου και της νήσου Στρογγύλης στην οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ. Τα νέα πολιτικά δεδομένα της Αιγύπτου, η σύμπλευση της τελευταίας με τον άξονα Ελλάδος Κύπρου Ισραήλ και η οριοθέτηση Κύπρου-Αιγύπτου το 2003 κάνουν ακόμη ευφορότερο το έδαφος για την οριοθέτηση της ΑΟΖ Ελλάδος – Αιγύπτου.
Η πέμπτη οριοθέτηση είναι με την Κυπριακή Δημοκρατία. Οι άριστες διπλωματικές διμερείς σχέσεις των δύο χωρών εγγυώνται μια εξαιρετική μελλοντική συνεργασία στον τομέα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών των δύο κρατών.
Το έτος 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία ανακήρυξε δια διατάγματος του προέδρου της, Τάσσου Παπαδόπουλου, την κυπριακή ΑΟΖ. Ένα χρόνο πριν, το 2003, η κυπριακή κυβέρνηση του Γλαύκου Κληρίδη έκανε την οριοθέτηση με την Αίγυπτο. Στο πλαίσιο αυτό η τότε ελληνική κυβέρνηση Σημίτη δια του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη και του υπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Παπανδρέου ζήτησαν από την Κύπρο να οριοθετήσει την ΑΟΖ της με την Αίγυπτο στα 8 ναυτικά μίλια και όχι στα 12 ν.μ. ώστε να μη δοθεί πλήρης επήρεια με την γείτονα Τουρκία! Συγκεκριμένα, η ελληνική κυβέρνηση διεμήνυσε τότε τα εξής στον τότε Κύπριο υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Ρολάνδη: «Εάν δεχτούμε την ελλαδική θέση ότι το Καστελόριζο έχει πλήρη επήρεια στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, τότε η μέση γραμμή θα είναι εδώ. Εάν δεχτούμε την τουρκική θέση ότι το Καστελόριζο δεν έχει επήρεια, τότε η γραμμή είναι αλλού. Για αποφυγή των προβλημάτων αυτών προτρέπουμε την κυπριακή πλευρά όπως διορθωθούν οι συντεταγμένες και τα σύνορα δυτικά να σταματήσουν μέχρι τα 8 ν.μ., πιο μέσα από εκεί που έχουν συμφωνηθεί, ούτως ώστε να αποφευχθούν οι οποιεσδήποτε επιπλοκές με γείτονες χώρες».
Σημειωτέον ότι με βάση την UNCLOS III και με βάση την αρχή της μέσης γραμμής που είναι η κυρίαρχη παγκοσμίως στην οριοθέτηση ΑΟΖ, τα δύο κράτη, Κύπρος και Ελλάδα, έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα μήκους 27 ναυτικών μιλίων.
Το 2014 πραγματοποιήθηκε τριμερής σύνοδος Ελλάδος, Κύπρου και Αιγύπτου, στο πλαίσιο της οποίας υπογραμμίστηκε ο οικουμενικός χαρακτήρας της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III) και η Ελλάδα αποφασίζει το ταχύτερο δυνατό να προχωρήσει στις διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών της, όπου αυτό δεν έχει ακόμα γίνει.
Υπό αυτά τα δεδομένα και με δεδομένο ότι η Κύπρος είναι έτοιμη να δώσει της συντεταγμένες της οριοθέτησής της με την Τουρκική ΑΟΖ στα Ηνωμένα Έθνη, είναι σαφές ότι η Κύπρος οριοθετεί ΑΟΖ και με την Ελλάδα... καθώς, εφόσον η οριοθέτηση ΑΟΖ Κύπρου Τουρκίας για να είναι σύμφωνη με την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III) πρέπει να περιλαμβάνει την πλήρη επήρεια των ακρότατων νησιών της ελληνικής επικράτειας ήτοι των νήσων Μεγίστης και Στρογγύλης, τότε διαμορφώνεται ταυτοχρόνως και η οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου.
Η έκτη και κατά γενική ομολογία «δυσκολότερη» οριοθέτηση ΑΟΖ είναι αυτή της Ελλάδας με την Τουρκία. Οι κυμαινόμενες διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών καθώς και ο όψιμος αναθεωρητισμός της γείτονος χώρας καταδεικνύουν ότι δικαίως και η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών των δύο χωρών είναι από μόνη της περίπτωση για μελέτη (case study).
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης: «Είναι αναμφίβολο ότι η ύπαρξη νησιών στο Αιγαίο Πέλαγος που ανήκουν κυρίως στην Ελλάδα, ευνοεί ιδιαίτερα την χώρα. Και τούτο γιατί ο γεωγραφικός σχηματισμός τους δημιουργεί μια συμπαγή παρουσία στην θάλασσα αυτή, που δύσκολα θα μπορούσε να αγνοηθεί σε οποιαδήποτε οριοθέτηση. Η ηπειρωτική Ελλάδα ουσιαστικά προεκτείνεται στην θάλασσα μέσα από το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων, που εκκινούν από –και συμπλέκονται με- το άκρον της Αττικής και της νότιας Εύβοιας και καταλήγουν στα Δωδεκάνησα. Αυτή η γεωγραφική συνέχεια δημιουργεί ένα ενιαίο μέτωπο, που δεν έχει καμία σχέση με τις περιπτώσεις εκείνες μεμονωμένων νησιών που είναι διάσπαρτα σε μια θάλασσα που διαφορετικά θα ήταν ελεύθερη. Η ύπαρξη αυτής της συνέχειας και της πυκνότητας και φυσικά η προσθήκη του συνολικού μήκους των ακτών τους, είναι εξαιρετικά ευνοϊκή για την ελληνική περίπτωση. Η λογική λοιπόν ότι τα ακραία ανατολικά νησιά ευρίσκονται για αυτόν τον λόγο στην λανθασμένη πλευρά της οριοθετικής γραμμής ανάμεσα στις ηπειρωτικές ακτές της Ελλάδας και της Τουρκίας, δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωσή μας.
Σε κάθε περίπτωση, εάν υπάρξει μια συνολική οριοθέτηση ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, στην βάση του Διεθνούς Δικαίου, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης, τότε το μήκος των ακτών των νησιών που ευρίσκονται στην ανατολική πλευρά της ανατολικής Μεσογείου θα συνυπολογιστεί, ως τμήμα ενός συνολικότερου υπολογισμού, με το μήκος των άλλων ελληνικών ακτών. Κάτι που πιστεύω ότι ευνοεί την Ελλάδα».
Η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της UNCLOS III, σε αντίθεση με την Ελλάδα που είναι συμβαλλόμενο μέρος. Παρ' όλα αυτά η Τουρκία έχει ανακηρύξει ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα ήδη από το έτος 1986...
Όσον αφορά τη μέθοδο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών σε αντίθεση με την Ελλάδα που προκρίνει την αρχή της μέσης γραμμής η οποία είναι και διεθνώς η κυρίαρχη, η Τουρκία προκρίνει την αρχή της ευθυδικίας και μάλιστα την έχει νομοθετήσει ήδη με τον Νόμο 2674/1982.
Όπως προαναφέρθηκε, για την οριοθέτηση της ΑΟΖ της Ελλάδος με Κύπρο, Τουρκία και Αίγυπτο, είναι εξαιρετική σημασίας το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου. Το νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα της Ελλάδος αποτελείται από 13 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες, ευρίσκεται στο Λύκιο Πέλαγος (ή αλλιώς Levantine Sea) και όπως προαναφέρθηκε δυνάμει του άρθρου 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III), όλα τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας.
Ως εκ τούτου προκύπτει σαφώς από τα ανωτέρω ότι η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ και η συνακόλουθη οριοθέτησή της με τις έξι συνορεύουσες χώρες, αποτελεί πιθανότατα μια σημαντική και έως τώρα αναξιοποίητη ευκαιρία για την ελληνική εξωτερική πολιτική με στόχο την σταδιακή ανάδειξη της Ελλάδος ως πόλο γεωπολιτικής σταθερότητας, ενεργειακής ασφάλειας και οικονομικής ευημερίας στο γεωγραφικό πλαίσιο των Βαλκανίων, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
*Δημοσιεύτηκε στο energia.gr στις 14/3/2018.
Η νέα ενέργεια της Τουρκίας να υπογράψει μνημόνιο με τη Λιβύη έρχεται να προστεθεί στις συνεχείς και επαναλαμβανόμενες προκλήσεις της του τελευταίου καιρού, που ως αποτέλεσμα έχουν φέρει την Ελλάδα στη δύσκολη θέση να προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει για τα αυτονόητα. Σε αυτή την πρόσφατη κίνηση έρχεται να προστεθεί και ο χάρτης που παρουσίασε ο πρέσβης κ. Τσαγατάι Ερτζίγες, φυσικά με την πλήρη συναίνεση της πολιτικής ηγεσίας, και ο οποίος επεκτείνει τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στο ήμισυ της Ανατολικής Μεσογείου, που σημαίνει ότι ούτε η Ελλάδα ούτε η Κύπρος δικαιούνται αντίστοιχο μερίδιο αυτής της θαλάσσιας ζώνης. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η μεν Ελλάδα έχει νησιά στην περιοχή, η δε Κύπρος, ως νησιωτικό κράτος, έχει αυξημένη επιρροή στο θέμα της υφαλοκρηπίδας.
Oλα αυτά παραβιάζουν κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, στο άρθρο 121, όλα τα νησιά, με εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας βράχων, δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), και υφαλοκρηπίδας. Ως γνωστόν, η Σύμβαση δεσμεύει τους πάντες, μέρη και μη μέρη. Και τα μεν μέρη τα δεσμεύει λόγω της συναίνεσής τους να την επικυρώσουν και προσχωρήσουν σε αυτήν, τα δε τρίτα κράτη, όσα δεν την έχουν επικυρώσει, διά μέσου του αντίστοιχου εθιμικού δικαίου, που είτε προϋπήρχε, είτε η ευρεία συμμετοχή κρατών σε αυτήν κινητοποίησε τη μεταβολή τους από συμβατική δέσμευση σε εθιμική δέσμευση.
Το ζήτημα δεν είναι συνεπώς κατά πόσον η Τουρκία δεσμεύεται από το άρθρο 121 (παρά το γεγονός ότι αρνείται κατηγορηματικά να επικυρώσει τη Σύμβαση), αλλά κατά πόσον τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ. Και στο σημείο αυτό η διεθνής νομολογία έχει εξειδικεύσει το άρθρο 121, με το να κάνει μερικές προσαρμογές στον γενικό κανόνα του. Πράγματι, με γνώμονα ορισμένα κριτήρια (μέγεθος του νησιού, τοποθεσία στην οποία βρίσκεται στον χώρο της οριοθέτησης), η νομολογία αποδίδει στα νησιά μια απόλυτη ή σχετική επήρεια, η οποία και προσδιορίζει το ποσοστό που το νησί δικαιούται ή δεν δικαιούται υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού μπορεί να ταυτιστεί με αυτήν του ηπειρωτικού εδάφους. Δηλαδή να απολαμβάνει πλήρους επήρειας, όπως συμβαίνει με τις ηπειρωτικές ακτές.
Το Διεθνές Δικαστήριο προσφέρει μια ποικιλία από λύσεις, που εξαρτώνται από τα κριτήρια που προαναφέραμε. Στην υπόθεση, λ.χ., Τυνησίας κατά Λιβύης, αφομοίωσε τα τηνυσιακά νησιά Κερκενά με το ηπειρωτικό έδαφος, χωρίς να τους δώσει ξεχωριστή επήρεια, επειδή αυτά βρίσκονταν πολύ κοντά στο έδαφος της Τυνησίας. Στην περίπτωση της Λιβύης κατά Μάλτας το Δικαστήριο έσυρε μια οριοθετική γραμμή βορειότερα της μέσης γραμμής, δίνοντας μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας στη Λιβύη, επειδή έκρινε ότι οι λιβυκές ακτές ήταν πολύ πιο εκτεταμένες από αυτές της Μάλτας, και κατά συνέπεια, η Λιβύη έπρεπε να απολαύσει μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας.
Για την περίπτωση των ελληνικών νησιών που έχουν τις ανατολικές ακτές μέτωπο στην Ανατολική Μεσόγειο, τι θα έλεγε το Δικαστήριο; Νομίζω ότι οι ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης δικαιολογούν, λόγω της έκτασής τους, μια προβολή στην Ανατολική Μεσόγειο που να αποδίδει στην Ελλάδα υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Δεν πρόκειται εδώ για πολύ μικρά νησιά, με περιορισμένες ακτές, κοντά στο ηπειρωτικό έδαφος της μιας ή της άλλης χώρας, που θα δικαιολογούσαν αγνόησή τους, κατά την οριοθέτηση, και συνεπώς απολαμβάνουν όλων των δικαιωμάτων που αποδίδονται από το άρθρο 121 της Σύμβασης. Επιφυλάσσομαι στο να διατυπώσω την άποψη μιας πλήρους επήρειας, γιατί αυτό είναι και συνάρτηση των αντίστοιχων παρακείμενων ακτών της γείτονος. Αλλά αυτό έχει μικρή σημασία, αν λάβουμε υπόψη ότι η Τουρκία με το πρόσφατο μνημόνιο και τον δημοσιοποιημένο χάρτη δεν αφήνει κανένα περιθώριο στην Ελλάδα για διεκδίκηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ περιορίζοντάς την στη στενή ζώνη της αιγιαλίτιδας των 6 ν. μιλίων.
Απέναντι σε αυτήν την ακραία συμπεριφορά τι όπλα έχει η Ελλάδα για να την αντιμετωπίσει; Οπως έχει τονιστεί επανειλημμένως, το μόνο οριστικό και αδιαμφισβήτητο όπλο είναι η προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη. Χρήσιμο είναι, προτού προσφύγουμε σε αυτήν, να επιχειρήσουμε επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών, ούτως ώστε να πετύχουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, ορισμένα θετικά αποτελέσματα από αυτές, και να διασκεδάσουμε τους φόβους της Τουρκίας ως προς την αναγκαιότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Ακολούθως, θα πρέπει να ξεκινήσουμε διμερείς διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνυποσχετικού, και κατάθεση, από κοινού, της προσφυγής.
Πάντως, αυτό το οποίο δεν μπορεί να συνεχιστεί είναι η τρέχουσα κατάσταση του ψυχρού πολέμου, γιατί εγκυμονεί κινδύνους απρόβλεπτης ανάφλεξης, ενός θερμού επεισοδίου τις φλόγες του οποίου δεν πρόκειται να κατασβέσουν, όπως έκαναν στο παρελθόν, οι φίλιες δυνάμεις.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 9/12/2019.
Η δημιουργία κοινής κυβέρνησης Σοσιαλιστών-Ποδέμος στην Ισπανία επιβεβαιώνει μια διαφοροποίηση τριών χωρών της Νότιας Ευρώπης που τείνει να γίνει ιστορική. Ενώ δηλαδή η κρίση και οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις που επέφερε η παγκοσμιοποίηση τείνουν να προκαλέσουν μια στροφή προς τα δεξιά, στην Ελλάδα (2015-2019), την Πορτογαλία και την Ισπανία (έως σήμερα) η κρίση προκάλεσε μια στροφή προς την Αριστερά.
Αυτή η αξιοσημείωτη στροφή δεν σημαίνει ότι και η Δεξιά δεν εισπράττει δυσαρέσκεια. Αλλά σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, και κυρίως με τη Γαλλία που πάντοτε ήταν ο πολιτικός οδηγός της Νότιας Ευρώπης, δείχνει μια διαφοροποίηση, που θα μπορούσε κανείς να την αποδώσει και στο γεγονός ότι στις τρεις αυτές χώρες η απέχθεια στις δικτατορίες κρατάει ακόμη γερά, καθώς και τα αντισώματα των δημοκρατικών μεταπολιτεύσεων της δεκαετίας του 1970. Αυτή η δημοκρατική παράδοση (με ονόματα όπως «ηγεμονία της Αριστεράς» ή «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης») βρέθηκε στο στόχαστρο της ευρύτερης Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου εδώ και δύο δεκαετίες. Αυτή όμως η παράδοση είναι και το μεγάλο πολιτισμικό κεφάλαιο της Αριστεράς, το οποίο οφείλει να διαφυλάξει.
Η δημοκρατική παράδοση αφενός δεν είναι παγιωμένος κώδικας, αφετέρου δεν μένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Δεν είναι απρόσβλητη από τη μετατροπή της σε κυβερνητική ιδεολογία, αλλά ούτε παραμένει αδιαφοροποίητη. Προφανώς υπάρχουν τάσεις και φάσεις περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές ή επιλεκτικά ριζοσπαστικές. Εχει όμως ορισμένα στοιχεία τα οποία την κάνουν διακριτή. Στοιχεία τα οποία προκύπτουν από τη σύγκρισή της με το αντίπαλον δέος.
Η δημοκρατία είναι σπάνιο λουλούδι. Οι χιλιετίες της ανθρώπινης Ιστορίας χαρακτηρίζονται από ιεραρχικές δομές που αποτυπώνονται στους νευρώνες των ανθρώπων, όθεν και στις νοοτροπίες, αφενός με την επιβολή και την τρομοκράτηση, αφετέρου με την υποταγή και τον φόβο. Είναι σπάνιες οι στιγμές που οι από κάτω αντιμιλούν στους από πάνω και τους αναγκάζουν σε αλληλο-αναγνώριση και συν-κυριαρχία. Μοιάζουν με αστραπές σε έναν απέραντο μουντό ορίζοντα. Και στον 20ό αιώνα είχαμε παρόμοιες εκλάμψεις. Αυτές τις δημοκρατικές εκλάμψεις προσπαθούμε και πρέπει να κρατήσουμε στον 21ο αιώνα.
Βαδίζουμε στην τρίτη δεκαετία αυτού του αιώνα που στέκει άγνωστος μπροστά μας. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι, ως αιώνας της παγκοσμιοποίησης, η κυριαρχία θα ασκείται από δυνάμεις εν πολλοίς ανεξέλεγκτες από τη λαϊκή κυριαρχία και τον έλεγχο των δημοκρατικών διαδικασιών. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν είναι απλώς οικονομικοί, έχουν ενίοτε προϋπολογισμούς μεγαλύτερους από κρατικούς, διαθέτουν μέσα καλλιέργειας συναίνεσης και ακόμη μια επεξεργασμένη εννοιολογική εργαλειοθήκη διακυβέρνησης που κάνει την εναλλακτική και αντιρρητική σκέψη σχεδόν αδύνατη.
Αυτός είναι ο ορίζοντας μπροστά μας. Για τον λόγο αυτόν η ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης στην Ελλάδα έχει τόσο μεγάλη σημασία. Αυτό είναι το εύρος και το βάρος του εγχειρήματος. Εθνικό και ευρωπαϊκό. Η συναίσθηση αυτή χρειάζεται να εμπεδωθεί σε όλους και η συναίσθηση αυτή μπορεί, και πρέπει, να δημιουργήσει την ανάλογη σοβαρότητα. Η συζήτηση που επικεντρώνεται σε πρόσωπα και συμμετοχές είναι αβυσσαλέα ασύμμετρη με την κλίμακα των αλλαγών με την οποία χρειάζεται να αναμετρηθούμε. Δυστυχώς όμως στη μικροκλίμακα λειτουργεί αποτρεπτικά. Εκείνο που με έμφαση πρέπει να τονιστεί είναι ότι η ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης δεν μπορεί να γίνει με άξονα τα πρόσωπα, αλλά τις μεγάλες γραμμές της πολιτικής. Χρειάζεται μεγάλες πολιτικές χειρονομίες που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες εκατομμυρίων, όχι μικρών ομάδων.
Οι πολιτικές δυνάμεις έχουν ζωή και προοπτική, στον βαθμό που ανανεώνονται. Και μπορούν να ανανεώνονται όταν λαμβάνουν υπόψη τους τα προβλήματα κάθε καινούργιας εποχής. Οχι όταν επαναλαμβάνουν με ευλάβεια μαγικές φράσεις άνευ νοήματος και περιεχομένου. Ο ριζοσπαστισμός είναι σημαντικό στοιχείο όταν πιάνει αυτές τις νέες ανάγκες πριν καλά καλά τις αντιληφθούν οι πολλοί, όταν προτείνει λύσεις και προοπτικές σπάζοντας καταναγκαστικές νοοτροπίες, αλλάζοντας τις συμβάσεις μέσω των οποίων καταλαβαίνουμε τα πράγματα. Αλλά ο ριζοσπαστισμός δεν είναι επάγγελμα. Οταν παγιώνεται σε ιδεολογία, αυτοαναιρείται. Διαρκής ριζοσπαστισμός είναι σχήμα οξύμωρο.
Τα όρια του ριζοσπαστισμού είναι μεταβαλλόμενα. Αυτό που σε μια εποχή ήταν ριζοσπαστικό, σε μια μεταγενέστερη γίνεται κοινοτοπία. Κάποτε ο λόγος των φεμινιστριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φαινόταν ξένος στους συνδικαλιστές και στο εργατικό κίνημα που επέμεναν στην ομοιογένεια του λαϊκού υποκειμένου. Ωστόσο πάνω σε αυτόν σχηματίστηκαν μερικά από τα πλέον ριζοσπαστικά μέτωπα τις τελευταίες δεκαετίες. Ο λόγος της κοινωνικής δικαιοσύνης φαινόταν ξένος και παλιομοδίτικος σε όσους επέμεναν στην καλλιέργεια της διαφορετικότητας.
Σήμερα όμως το αίτημα του περιορισμού των ανισοτήτων είναι κλειδί για τον αγώνα εναντίον των διακρίσεων. Επίσης ανοίγονται καινούργια μέτωπα και μια δημοκρατική πολιτική παράταξη πρέπει να είναι σε θέση να τα δεξιωθεί, να τους δώσει χώρο ανάπτυξης, να τα ενσωματώσει στο πρόγραμμά της. Επομένως το δίλημμα ριζοσπαστική Αριστερά ή Κεντροαριστερά είναι ψευδοπρόβλημα. Ενα κόμμα μπορεί να είναι ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα μαζικό. Αρκεί να συλλαμβάνει τα μηνύματα των καιρών και να μπορεί να τα μετατρέπει σε ανάγκες των μαζών.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 7/1/2020.
Η χώρα μπαίνει στη νέα χρονιά με ορισμένα πολύτιμα κεκτημένα της δύσκολης δεκαετίας που έκλεισε. Ξεχωρίζω τέσσερα, ξεκινώντας από το λιγότερο προφανές.
Φιλελεύθερο κεκτημένο. Τη δεκαετία της κρίσης, οι φιλελεύθερες ιδέες απέκτησαν νέα δυναμική. Αρχικά συνέβαλε η ανανέωση του ΠΑΣΟΚ. Επειτα, το 2014, ένα νέο φιλελεύθερο κόμμα, το Ποτάμι. Μετά το 2015, σημαντικά μέτρα διεύρυνσης ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προωθήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. To 2015, 193 βουλευτές ψήφισαν την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια. Ανάμεσά τους 19 βουλευτές της Ν.Δ., μεταξύ τους και ο σημερινός πρωθυπουργός. Η φιλελεύθερη στροφή της Ν.Δ. εμπεδώθηκε με την εκλογή του στην ηγεσία και στην κυβέρνηση.
Η κοινωνία γίνεται πιο ανεκτική, πιο «ευρωπαϊκή». Πρόσφατο παράδειγμα: Προσβλητικές για τη γυναικεία υπόσταση σεξιστικές αναφορές αποδοκιμάζονται παραχρήμα και ομοθυμαδόν στον δημόσιο διάλογο. Δεν είμαστε βέβαια Σκανδιναβία, και η ατολμία επικρατεί σε αρκετά ζητήματα. Αλλά η πρόοδος είναι ορατή και χτίζει αποτελέσματα. Βοηθά και η γενιά του brain drain, ενεργή στα κοινωνικά μέσα, εισάγοντας μια «δυτική» οπτική ανοιχτής κοινωνίας. Βοηθά και η χρεοκοπία του πελατειακού, κρατικιστικού μοντέλου.
Ποιοι απειλούν το φιλελεύθερο κεκτημένο; Οχι η αποκατάσταση της δημόσιας τάξης και η επιστροφή του κράτους στις μέχρι πρότινος μαύρες τρύπες της ανομίας. Οχι η προσπάθεια απο-γκετοποίησης των Εξαρχείων ή απο-ασυλοποίησης των πανεπιστημίων, όσο κι αν η αντιπολίτευση αρέσκεται σε καρικατούρες κρατικού αυταρχισμού. Μεμονωμένα κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας δεν αλλάζουν τη μεγάλη εικόνα.
Το φιλελεύθερο κεκτημένο, όμως, δοκιμάζεται από τη μεταναστευτική κρίση και τις κοινωνικές εντάσεις που αυτή δημιουργεί. Ο φιλελεύθερος ανθρωπισμός συγκρούεται ευθέως με τις αντοχές νησιωτικών κοινωνιών, των οποίων ο κοινωνικός ιστός και η στοιχειώδης κοινωνική ειρήνη διαρρηγνύονται βίαια από τεράστιες εισροές απελπισμένων, ανθρώπων που είναι αδύνατο να ενσωματωθούν. Προστίθεται η βάσιμη ανησυχία δημιουργίας αυριανών νησίδων ριζοσπαστικοποίησης και θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Οσο μυωπική είναι η πολιτική ανοιχτών θυρών, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι η εχθροπάθεια και η εμπρηστική ρητορική τροφοδοτούν φαύλους κύκλους φυλετικών εντάσεων και αυτοεκπληρούμενες προφητείες συγκρούσεων.
Κεκτημένο οικονομικής προσαρμογής. Εις πείσμα των μηδενιστών, πολλά έχουν βελτιωθεί στην οικονομία, που ανακάμπτει. Πλήθος μεταρρυθμίσεων συνιστά μια θετική κληρονομιά. Τα ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα περιβάλλονται από ευρεία πολιτική και κοινωνική συναίνεση, όπως και η πρόταξη της ανταγωνιστικότητας και ελκυστικότητας στις ξένες επενδύσεις.
Ποιοι απειλούν το κεκτημένο της οικονομικής προσαρμογής; Η αρνητική κληρονομιά της αποεπένδυσης και κατάρρευσης της απασχόλησης, που υποσκάπτει την παραγωγική δυνατότητα. Μακροπρόθεσμα η δημογραφική γήρανση. Μια επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.
Μια μελλοντική χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, άμβλυνση μεταρρυθμιστικού ζήλου, επιστροφή του οικονομικού λαϊκισμού που τόσο στοίχισε στη χώρα.
Κεκτημένο γεωπολιτικής ασφάλειας, μετά τη διακινδύνευση της συμμετοχής μας στο ευρώ και τις τυχοδιωκτικές επιλογές του τραγι(κωμι)κού πρώτου εξαμήνου 2015. Η Ελλάδα είναι ξανά σταθερά στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Ομως απειλείται ευθέως από την αναθέρμανση επιθετικότητας του εξ Ανατολών γείτονα.
Κεκτημένο δημοκρατικής ομαλότητας και πολιτικής σταθερότητας. Κύριο οξύτατο πρόβλημα της χώρας από το 2010 ήταν ο πολιτικός κίνδυνος. Η απουσία συναίνεσης από το εκάστοτε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που μετριάστηκε προσωρινά με την κυβέρνηση συνεργασίας Λουκά Παπαδήμου. Με αξιωματική αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ, ο πολιτικός κίνδυνος χτύπησε κόκκινο, και η απομάκρυνση επενδυτών κι αποταμιευτών μετατράπηκε σε πανικόβλητη φυγή το 2015, όταν ο κύριος πολιτικός κίνδυνος της χώρας ήταν πλέον η ίδια η κυβέρνηση. Από το 2016 ο πολιτικός κίνδυνος άρχισε να εξασθενεί, με κύριους συντελεστές τη ρεαλιστική στροφή της κυβέρνησης και μια αξιωματική αντιπολίτευση που, για πρώτη φορά, δεν υποσχόταν να σχίσει τα μνημόνια και να αλλάξει τα συμφωνημένα.
Η ένταση με την Τουρκία βρίσκει το πολιτικό σύστημα με ώριμη στάση εθνικής ενότητας και κομματικής αυτοσυγκράτησης. Η κυβέρνηση ενημερώνει την αντιπολίτευση, η οποία απέχει από ακραίες κορώνες. Στην τελετή του EastMed προσκλήθηκαν όλοι οι προηγούμενοι υπουργοί.
Ολα τα παραπάνω είναι δεδομένα, αλλά εύθραυστα. Αν κάτι μάθαμε μετά το 2010 είναι ότι λίγα πράγματα είναι οριστικά και αμετάκλητα. Η Ιστορία δεν είναι γραμμική πρόοδος, αλλά μια λιτανεία ατυχημάτων, παλινδρομήσεων, αποτυχιών. Τα διδάγματα της εμπειρίας αναμετρώνται διαρκώς με την ανθρώπινη σφαλερότητα. Η οδυνηρά κτηθείσα αυτογνωσία με το κακό μας το κεφάλι. Ο Σίσυφος βρήκε ίσιωμα, αλλά ο δρόμος έχει στροφές και δεν ξέρουμε παρακάτω τι κρύβει.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 5/1/2020.
Οικονομικές προσεγγίσεις καλύτερες δεν υπάρχουν από εκείνες της νοικοκυράς. ή του τεφτεριού του μπακάλη. Αφού δηλαδή αφεθούν στην άκρια οι σχεδιασμοί και οι προβολές πολιτικής, αφού προσπεράσουν εξισώσεις και μοντέλα.
Την ίδια μέρα – υποτίθεται την Παρασκευή 10/1 του, φρέσκου ακόμη , δίσεκτου 2020 – που ο Πρωθυπουργός θα ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς για την έκβαση του υπερατλαντικού ταξιδιού του για συνάντηση με τον Πρόεδρο Τραμπ και το υπόλοιπο Αμερικανικό «δένδρο ισχύος» για τα ΕλληνοΤουρκικά, την ίδια μέρα θα φτάνει στην εκδίκασή της η πιλοτική δίκη στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την τύχη των αναδρομικών των συνταξιούχων (κύριες, επικουρικές και δώρα).
Δικαίως θα ξεκινήσει διαμαρτυρόμενος ο αναγνώστης ότι φέρνουμε μέσα σε μια πρόταση δυο εντελώς ανόμοια ζητήματα. Αν και, ήδη, θα παραδεχθεί ότι υπάρχει κάπου ένα θέμα προτεραιοτήτων της δημόσιας συζήτησης: τώρα που ξανανθίζουν πρωτοσέλιδα και πρωϊνάδικα με τα δικαιώματα (απαράγραπτα κοκ) των συνταξιούχων, τώρα διεκδικεί την προσοχή η συζήτηση για το που θα βρεθούμε φέτος – και. μάλιστα από αρκετά νωρίς στην χρονιά αυτή – στα πιο δύσβατα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Προτού καλά-καλά αρχίσουμε να μαδούμε την μαργαρίτα για το άλλο μέτωπο: εκείνο της επαναδιαπραγμάτευσης με τους «εταίρους» για τα πρωτογενή μας πλεονάσματα – δηλαδή για την επάνοδο ή μη της μεταΜνημονιακής Ελλάδας σε κάτι που να θυμίζει αυτόνομη οικονομική πολιτική...
Πάμε τώρα με κάποια σειρά. Ευτυχώς που ήρθε η ώρα της Ολομέλειας του ΣτΕ και – στην ενώπιόν του εισήγηση επί πιλοτικής δίκης – άνοιξαν οριστικά τα χαρτιά για το συνολικό κόστος των τριών γενεών/φάσεων αναδρομικών, που έχουν στοιχειώσει την δημόσια συζήτηση. Λοιπόν: 11 δις ευρώ συν κάτι για την πρώτη περίοδο, από το 2012 μέχρι το 2016. σχεδόν 4 δις για το μεσοδιάστημα που επωαζόταν ο διαβόητος νόμος Κατρούγκαλου. άλλα 11 δις από κει και έως το ξήλωμα μέρους του από το ίδιο το ΣτΕ. Σχεδόν 2,5 εκατομμύρια οι ενδιαφερόμενοι, άλλος λιγότερα, άλλος περισσότερο (ενδιαφερόμενοι και... ενδιαφέροντες, ως ψηφοφόροι). Οι υπολογισμοί είναι του ΕΦΚΑ, με την στήριξη όμως του Ελληνικού Δημοσίου ως ΥΠΟΙΚ – γιατί ο Προϋπολογισμός θα κληθεί να πληρώσει, καθώς η μετά ζήλου (πολιτικού) αναζήτηση του λεφτόδεντρου δεν απέδωσε. Οι αναφορές σε νέο-νέο Ασφαλιστικό δεν αρκούν...
Ας κάνουμε, τώρα, ένα μικρό άλμα: με το Ελληνικό ΑΕΠ να καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να ξανασκαρφαλώσει στα 200 δις ευρώ/έτος (με αληθινά μεγέθη, εννοείται, όχι με προβλέψεις για ανάπτυξη 3-4%) αυτά τα 26 δις, είναι γύρω στις 13 μονάδες ΑΕΠ. Μέρος των 26 δις, άμα το ΣτΕ αποφασίσει να δώσει στο Δημόσιο την ευχέρεια να αποδείξει ότι ex post αναλογιστικές μελέτες δικαιολογούν τις παλιές αποφάσεις για περικοπές (θυμίζουμε ότι, σοκαρισμένο από την αρχική απόφασή του να στηρίξει «τα Μνημόνια», το ΣτΕ είχε βρει αντισυνταγματικές τις περαιτέρω περικοπές του 2012 γιατί... δεν στηρίχθηκαν σε πειστικές αναλογιστικές μελέτες: με τέτοια λογική πορεύονταν οι ορθολογικοί θεσμοί της Πολιτείας – όχι τα τηλεπαράθυρα ή οι Πλατείες) θα είναι πάλι κάποιες μονάδες του ΑΕΠ.
Προσγείωση, τώρα, στην προσπάθεια μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος – τα ξαναείπε ο Κυριάκος, στην Κρισταλλίνα αυτήν την φορά αντί της Κριστίν (Γκεοργκίεβα αντί Λαγκάρντ, στο ΔΝΤ) – κατά 1 ή 1,5 μονάδες του ΑΕΠ από το 2021 για δυο χρόνια, κατά 0,2 της μονάδας στην συνέχεια. Ακόμη και οι διαβόητες επιστροφές κερδών των Κεντρικών Τραπεζών/ANFAs-SMPs που μας λαμπυρίζουν ως υποκατάστατο της μείωσης των πλεονασμάτων, κάτι σαν 0,6 της μονάδας μετρούν ετησίως. Και βέβαια, όλα αυτά χρειάζεται να πείσουν το Eurogroup – μέσα Φεβρουαρίου σε πρώτη στάση. Μάλλον γι αυτόν τον λόγο, το δίδυμο Βρούτση – Μηταράκη στο υπ. Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αυτοσυμμαζεύτηκε στις προθέσεις διάθεσης του «1 δις από τον Προϋπολογισμό για το Ασφαλιστικό για μόνιμη στήριξη των συνταξιούχων» (αυτό είναι κάτι σαν 0,5 μονάδα του ΑΕΠ).
«Και που κολλάει η συνάντηση Μητσοτάκη-Τραμπ;» ίσως διερωτηθεί ο αναγνώστης. Μα στην ζωηρή διακίνηση της «πληροφορίας» ότι ήδη γίνεται συζήτηση για απόκτηση μιας μοίρας F-35 (μετά την αποβολή της Τoυρκίας από το πρόγραμμα), που θα έρθουν να προστεθούν στα αναβαθμισμένα σε Viper 84 F-16 Block 52. Η αναβάθμιση των F-16 κοστίζει ήδη 1,1 δις ευρώ (ο Τραμπ πήγε να τα τιμολογήσει 2 δις δολάρια, θυμίζουμε). Ένα F-35, τώρα που «φτηναίνει» πάει για 80 εκατ. δολάρια από 100+ "γυμνό», τα διπλάσια λειτουργικό. Τάξη μεγέθους της απόκτησης μοίρας τα 3 δις ευρώ.
Μάλλον τα αναδρομικά θα ατυχήσουν στο ΣτΕ με μη-αναδρομικότητα.
*Δημοσιέυτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 11/1/2020.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, η νεοδημοκρατική κυβέρνηση, δημιουργώντας πιο ευνοϊκές συνθήκες για τις επιχειρήσεις, ενδέχεται να φέρει περισσότερες ξένες επενδύσεις. Η οικονομία θα οδηγηθεί σε έναν ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης, συνεχίζοντας βέβαια μια διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Από την άλλη μεριά, η συρρίκνωση των εργατικών δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους θα εντείνει τις ανισότητες και τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων και των αντιπολιτευτικών κομμάτων. Θα υπάρξει μια μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Οσο για τα ΜΜΕ, η πλειονότητα των οποίων έχει έναν φιλοκυβερνητικό προσανατολισμό, θα συνεχίσουν να προβάλλουν μια μονοδιάστατη εικόνα της πραγματικότητας. Αυτή η κατάσταση αμβλύνει τον πλουραλισμό του πολιτικού συστήματος και άρα τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.
Σε ό,τι αφορά τον κομματικό χώρο, το ΚΙΝΑΛ δεν θα μπορέσει να καταστεί ο τρίτος πόλος του συστήματος. Τα στελέχη και μέλη του θα συνεχίσουν να κατευθύνονται προς τη ΝΔ και προς τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Με άλλα λόγια, ο διπολισμός θα ενταθεί. Οσο για την απλή αναλογική, αυτή θα κάνει τη συμμετοχή των πολιτών πιο δημοκρατική, αλλά τη συνεργασία μεταξύ των κομμάτων πιο δύσκολη. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να ανατρέψει το εκλογικό σύστημα μέσω διπλών εκλογών δεν είναι σίγουρο πως θα πετύχει.
Οσο για το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό, θα εξακολουθήσει να είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Με την ΕΕ να εξακολουθεί να έχει μια όλο και πιο αρνητική στάση στις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων και μεταναστών θα παραμείνει στη χώρα. Η λύση είναι η ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία. Πράγμα που μελλοντικά θα θέσει σε άλλη βάση το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, καθώς και τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος, το πιο σοβαρό πρόβλημα είναι η επιθετικότητα της Τουρκίας που εντάθηκε μετά το μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης. Ενα θερμό επεισόδιο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επέμβαση της ΕΕ ή των ΗΠΑ μάλλον δεν θα είναι αποτελεσματική. Οι δύο δυνάμεις θα περιορίζονται σε λόγια και όχι σε πράξεις. Η μόνη εφικτή και ευκταία λύση είναι η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό όμως είναι δύσκολο, αφού και οι δύο πλευρές δεν είναι διατεθειμένες να δεχθούν μια απόφαση που σίγουρα θα θίξει ένα μέρος των απαιτήσεών τους.
Ευρώπη
Ξεκινώ με τη συντριπτική νίκη του Μπόρις Τζόνσον. Η απόκτηση αυτοδυναμίας θα οδηγήσει στο τέλος Ιανουαρίου στην έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Αυτό σημαίνει πως στη χώρα θα ενταθεί περισσότερο η πόλωση μεταξύ αυτών που θέλουν να αποχωρήσουν και αυτών που θέλουν να παραμείνουν στην ΕΕ. Στον οικονομικό χώρο, τώρα, πολλές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να κατευθύνονται προς την Ευρώπη, ενώ η Σκωτία που θέλει να παραμείνει στον ευρωπαϊκό χώρο θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα. Το πιθανό είναι, παρ' όλη τη διαφωνία του πρωθυπουργού, να αποσπαστεί από το Ηνωμένο Βασίλειο. Μεσοπρόθεσμα οι παραπάνω εξελίξεις θα υποσκάψουν την παγκόσμια επιρροή της Βρετανίας.
Από την άλλη μεριά, η ΕΕ θα χάσει την τρίτη πιο ισχυρή δύναμή της, αλλά θα απαλλαχθεί από μια χώρα που ήθελε να συμμετοχή à la carte – ενώ συγχρόνως υπέσκαπτε συστηματικά προσπάθειες για μια πολιτική και κοινωνική ενοποίηση. Τα παραπάνω σημαίνουν πως η Μεγάλη Βρετανία θα γίνει λιγότερο «μεγάλη». Μεσοπρόθεσμα θα καταστεί ένας παίκτης δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας στην οικονομική παγκόσμια αρένα. Ενώ στην Ευρώπη η ενοποιητική προσπάθεια θα ενταθεί. Η ΕΕ, παρ' όλες τις δομικές αδυναμίες της, όχι μόνο δεν θα καταρρεύσει, αλλά θα γίνει ένας σημαντικός παγκόσμιος παίκτης, αν όχι στον γεωπολιτικό, σίγουρα στον κοινωνικοπολιτικό χώρο. Βέβαια δεν θα αποκτήσει ποτέ τη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ, Κίνας και Ρωσίας. Αλλά οι αξίες της, ο μοναδικός συνδυασμός αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις περισσότερες χώρες-μέλη, θα επηρεάσουν θετικά τις εξελίξεις στον κόσμο που έρχεται.
Σε ό,τι αφορά τα εσωτερικά προβλήματα της ΕΕ, ο Μακρόν είναι και θα συνεχίσει να είναι ο πιο σημαντικός πολιτικός – τουλάχιστον μέχρι το τέλος της θητείας του. Η ιδέα του να καταστεί δυνατή μια πιο στενή συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας είναι, κατά τη γνώμη μου, σωστή. Αλλά βέβαια θα αντιμετωπίσει την αντίδραση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Πιο γενικά, το όραμά του για έναν γενικό μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής δεν θα είναι δυνατό στα χρόνια που έρχονται.
Οσο για τον ανταγωνισμό Γαλλίας – Γερμανίας, η τελευταία, ως κυρίαρχη οικονομία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια Ευρώπη πιο αλληλέγγυα και πιο ενωμένη. Κάτι τέτοιο όμως έχει μικρές πιθανότητες να συμβεί. Η πλειοψηφία των γερμανών ψηφοφόρων δεν ενδιαφέρεται για ριζοσπαστικές αλλαγές για προφανείς λόγους, αφού, για τη στιγμή, η οικονομική κυριαρχία της χώρας τους τούς ευνοεί σημαντικά (π.χ. η Γερμανία συσσωρεύει πλεονάσματα εις βάρος των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών). Η Γερμανία, ως οικονομικά ισχυρότερη, θα συνεχίσει να επιβάλλει τη δημοσιονομική σταθερότητα/λιτότητα και το γερμανοκρατικό status quo. Πράγμα που θα οδηγήσει στη συνέχιση της συστηματικής μεταφοράς πόρων από τις λιγότερο στις περισσότερο ανταγωνιστικές οικονομίες. Μια μεταφορά που θα εντείνει, μεταξύ άλλων, το χάσμα μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου.
Οι εξελίξεις θα μπορούσε να ήταν διαφορετικές αν το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) αποχωρούσε από τον «μεγάλο συνασπισμό» που συνεχώς μειώνει τη δημοτικότητά του. Πρόσφατα η αρχηγία του κόμματος πέρασε στους Norbert Walter-Borjans και Saskia Esken. Ο αριστερός προσανατολισμός του διδύμου, υπό την πίεση της Νεολαίας του κόμματος, είχε οδηγήσει αρχικά στην πρόθεση εξόδου από τον συνασπισμό. Στη συνέχεια όμως παρατηρούμε μια στροφή της νέας ηγεσίας που θα διασώσει το status quo με αντάλλαγμα περισσότερα φιλεργατικά μέτρα. Αν όμως η δημοτικότητα του SPD εξακολουθήσει την καθοδική πορεία του, η έξοδος από τον «μεγάλο συνασπισμό» είναι σχεδόν σίγουρη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων καθώς και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Die Linke). Κάτι τέτοιο θα άλλαζε το πολιτικό status quo. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση που θα μεταμόρφωνε προς το καλύτερο τη Γερμανία και την ΕΕ. Αλλά οι πιθανότητες για μια τέτοια εξέλιξη είναι μικρές.
Η παγκοσμιοποίηση
Αντίθετα με αυτό που ελπίζουν οι λαϊκιστές, η αποπαγκοσμιοποίηση και η επιστροφή στην αυτονομία του κράτους-έθνους δεν είναι πια δυνατές. Το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών θα εξακολουθήσει με ταχείς ρυθμούς, με θετικά και αρνητικά αποτελέσματα. Θα μειώσει ακόμα περισσότερο την απόλυτη φτώχεια. Πιο γενικά, θα καλυτερεύσει το επίπεδο διαβίωσης σε πολλές χώρες του πλανήτη. Από την άλλη μεριά, η συνεχιζόμενη νεοφιλελεύθερη δομή της παγκόσμιας οικονομίας θα εντείνει ακόμα περισσότερο τις ανισότητες. Οι χαμένοι από αυτή την κατάσταση θα συνεχίσουν να στρέφονται προς τα λαϊκιστικά κόμματα στην Ευρώπη και αλλού. Η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των λίγων και η εντεινόμενη κατεύθυνση των πόρων προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα θα εντείνουν τη φοροδιαφυγή και θα επιβραδύνουν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.
Οσο για τις προβλέψεις για μια επερχόμενη βαθιά κρίση, μπορεί να μη συμβεί την επόμενη χρονιά. Σίγουρα όμως το νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο σύστημα δεν θα μπορεί να αποφύγει μελλοντικές καταστροφικές διαταράξεις. Γιατί όσο η παγκόσμια οικονομία δεν ελέγχεται από ισχυρούς πολιτικούς μηχανισμούς, οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες. Αυτό δεν σημαίνει, όπως υποστηρίζουν μερικοί διανοούμενοι της Αριστεράς (π.χ. Streeck, Wallerstein, Harvey), πως σύντομα θα δούμε την κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο καπιταλισμός δεν θα επιβιώσει για πάντα, αλλά σίγουρα θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμα.
Τελειώνω με δύο λόγια για την κλιματική αλλαγή. Οι μαζικές κινητοποιήσεις που βλέπουμε στην Ευρώπη και αλλού θα οδηγήσουν σε μερικά θετικά αποτελέσματα. Αλλά από τη στιγμή που οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συμφωνία των Παρισίων οι πιθανότητες μιας ριζικής επιβράδυνσης της οικολογικής καταστροφής δεν είναι μεγάλες. Μόνο μια συμφωνία μεταξύ Κίνας και Αμερικής, οι οικονομίες των οποίων ευθύνονται περισσότερο για τη σημερινή οικολογική κρίση, θα μπορούσε να φέρει καθοριστικές αλλαγές. Για τη στιγμή, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Κυρίως αν ο Ντόναλντ Τραμπ θα συνεχίσει να είναι πρόεδρος για μια ακόμα τετραετία, πράγμα καθόλου απίθανο.
*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 3/1/2020.
Ακολουθώντας την παράδοση να αναζητούμε στο ξεκίνημα της χρονιάς στοιχεία αισιοδοξίας – όμως κάπως συγκεκριμένα, όχι τυπικότητες με το γύρισμα του χρόνου – θα καταθέσουμε μιαν τριπλή πρόταση. Και θα περιμείνουμε να δούμε τι απ' αυτήν θα πιάσει τόπο στην πράξη – εκεί όπου κρίνονται τα πράγματα.
Πρώτο στοιχείο, η επίγνωση ότι μετά την βελτίωση της θέσης των Ελληνικών ομολόγων στην διεθνή αγορά, μετά τα σοβαρά κέρδη που απεκόμισε από το Ελληνικό χαρτί η διεθνής επενδυτική κοινότητα (άνω του 20% σε ετήσια βάση) και με δεδομένη την περιορισμένη ανάγκη κεφαλαίων το 2020 για αποπληρωμές, το πρόγραμμα δανεισμού μιας χώρας που μόλις φέτος «επέστρεψε» διαθέτει γνήσιους βαθμούς ελευθερίας. Αυτοί θα επιχειρηθεί να εκφρασθούν με διάφορους τρόπους, όμως ο κυριότερος θα είναι και ο πιο φιλόδοξος: να επιχειρηθεί η έκδοση 15ετους ομολόγου, που θα μας πηγαίνει πέρα από το διάστημα όπου οι χειρισμοί πολιτικής της Ελλάδας – και των «εταίρων» της, κυρίως, δηλαδή του Eurogroup – έχουν εξασφαλισμένη την βιωσιμότητα/εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτό θα είναι ισχυρό μήνυμα κανονικοποίησης, δηλαδή αποδοχής από τις αγορές ότι το ρίσκο Ελλάδας μπορεί να σταθεί όρθιο από μόνο του. Οι υπόλοιπες κινήσεις – νέα πρόωρη αποπληρωμή ακριβού δανεισμού από το ΔΝΤ, νέα ευκαιρία ανταλλαγής ομολόγων/holdouts του PSI που δεν προσήλθαν στον αντίστοιχο χειρισμό το 2017, βαθμιαία απόσυρση των εντόκων (σχεδόν κατά το 1/3) με de facto αντικατάστασή τους με ομόλογα (υπάρχει προσδοκία να δούμε και ομόλογο με αρνητική απόδοση, όπως ήδη τα 3μηνα και 6μηνα έντοκα) – είναι περισσότερο συμβολικής σημασίας. Εδώ, θα άξιζε μια στάση: δυο καλά λόγια για τον ΟΔΔΗΧ, για τους αθόρυβος χειρισμούς που – πριν με Rothschild, τώρα με Lazard – επανέφεραν την Ελλάδα, αληθινά, στις αγορές. Αν όντως προσδοκάται επενδυτική επανεκκίνηση, όχι λόγια περί reboot αλλά ουσία, ένα σημαντικό στήριγμα θα είναι ένα Ελληνικό 15ετές, με το 10ετές να βρίσκεται πλέον με κάτω από 1,5% απόδοση, το 5ετές κάτω από 0,5%.
Δεύτερο στοιχείο, όχι πολύ μακριά, είναι η διαπίστωση ότι η γεωπολιτική αναταραχή και μάλιστα η σειρά εντάσεων στα Ελληνοτουρκικά δεν κατόρθωσε να «δηλητηριάσει» την εκτίμηση των αγορών. Δεν μεταφράσθηκε, δηλαδή, σε επιδείνωση του country risk για την Ελλάδα - μέχρι τώρα. Εδώ χρειάζεται μια συντηρητική/επιφυλακτική ματιά, για να μην βρεθούμε κάποια στιγμή αντιμέτωποι με το Αμερικανικό ανέκδοτο του ανθρώπου που πέφτει από τον ουρανοξύστη και – περνώντας στην πτώση από τον 3ο όροφο – λέει «so far, so good». Όμως το ότι η βελτίωση της συνολικής εικόνας της τοποθέτησης «Ελλάδα» έφερε σταθερότητα στις εκτιμήσεις έχει από μόνο του αξία. όπως και το ότι ένας κάποιος κόσμος κατέγραψε απτά κέρδη κεφαλαίου από το Ελληνικό χαρτί – πρόσφατα, για μη ασήμαντα ποσά . (Μέχρι και πριν δύο χρόνια, ο συνολικός ετήσιος τζίρος επί Ελληνικών ομολόγων ήταν όσο ένα πολύ ακριβό ακίνητο στην Νέα Υόρκη). Αντίστοιχα θετικό το ότι η χρονιά κατέγραψε καλή εικόνα για το Χρηματιστήριο με κέρδη της τάξης του 50%. Παραμένει μεν η συνολική κεφαλαιοποίηση σε χαμηλά επίπεδα, δεν έχουν δε σβήσει εντελώς οι κραδασμοί από π.χ. την περίπτωση Folli Follie (ούτε η βαρύτερη αίσθηση από την μετακίνηση έδρας σημαντικών βιομηχανιών εκτός Ελλάδος στα χρόνια της κρίσης: αυτό θα αργήσει να «σβήσει»). Πάντως το «κάτι κινείται», είναι πολύτιμο.
Θα προσθέταμε και ένα τρίτο στοιχείο που δείχνει προς αισιοδοξία: αναφερόμαστε σε μια λεπτομέρεια από το τελετουργικό της υπογραφής της συμφωνίας Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου (εν αναμονή Ιταλίας) για τον πολυσυζητημένο αγωγό φυσικού αερίου EastMed. Δεν θα σταθούμε στα γεωπολιτικά, ούτε και στην διόλου αμελητέα – την ουσιαστική – συζήτηση για αμφιβολίες γύρω από την τεχνική, οικονομική και χρηματοδοτική εφικτότητα. Θα σταθούμε, αντιθέτως, στην επισήμανση ότι με πρωτοβουλία του υπουργού Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη κλήθηκαν στις τελετές και ο αρχικός εμπνευστής του EastMed Γιάννης Μανιάτης, και ο ενδιάμεσος υπεύθυνος (που δεν τον ανέκοψε...) Πάνος Σκουρλέτης, και ο τελικός Γιώργος Σταθάκης (που μάλλον είχε καταλήξει πεπεισμένος για το σχέδιο, όπως και για τις άδειες ερευνών νοτίως της Κρήτης). Συμβολική η κίνηση, αλλά πολύ χρήσιμη, αν είναι να φύγουμε από την Ελληνική μιζέρια του «παραλάβαμε χάος» ή/και του «εμείς ξεκινήσαμε ο,τιδήποτε το σωστό». Μαζί και με την επιστολή προθέσεων/LοI ΔΕΠΑ (δηλαδή του διαχειριστή του Ελληνικού δικτύου φυσικού αερίου) και Energean Oil&Gas (που έχει πλέον τα κοιτάσματα Karish και Tannin στο Ισραήλ, «πρώτο αέριο το 2021», με FPSO/πλωτή εγκατάσταση 90 χιλιόμετρα offshore), που δείχνει προς μια εμπορική αξιολόγηση. Αξίζει να έχει καταγραφεί.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 4/1/2020.