Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.
Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .
Είναι πασιφανές ότι οι διακρατικές σχέσεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο βρίσκονται σε ένταση και αναβρασμό. Πέραν των νέων διεθνών παραμέτρων, χρήζουν ανάλυσης και τα έντονα εθνικά και διμερή ζητήματα. Η τελευταία δεκαετία προσέθεσε κι άλλα προβλήματα στην περιοχή, οι διακρατικές σχέσεις έχουν χειροτερεύσει λόγω ισχυρών ανταγωνισμών. Χωρίς να ξεχνούμε την βαθιά επιθυμία στην περιοχή για δημοκρατία και ευημερία, δεν πρέπει να υποτιμούμε την ενδημική εσωτερική αστάθεια. Μικρά και μεγάλα κράτη, αδύνατες και ισχυρές χώρες, πρώην αυτοκρατορίες και πρώην αποικίες, κοινό αλλά φορτισμένο παρελθόν, όλα συνυπάρχουν σε αυτή την ιστορική κοιτίδα θρησκειών και πολιτισμών.
Οι διακρατικές σχέσεις δεν έχουν βρει μια πάγια και ειρηνική διευθέτηση. Αιγιαλίτιδα ζώνη, καθορισμός των ΑΟΖ, διέλευση αγωγών ενέργειας, έλεγχος του νερού, έρευνες για φυσικό αέριο, προστασία του περιβάλλοντος. Το κυπριακό και το παλαιστινιακό πρόβλημα είναι πάντοτε πηγές έντασης και απειλών, ενώ η κατάσταση της Συρίας είναι απερίγραπτη. Η κατάσταση όπως έχει σήμερα είναι απρόβλεπτη, συγκρουσιακή κι εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Χρειάζεται σαφώς αλλαγή προσέγγισης, αλλαγή μεθόδου. Πολυσχιδείς συνεργασίες διμερούς ή και πολυμερούς υφής, είναι θέματα που πρέπει να λυθούν με γνώμονα το διεθνές δίκαιο και με στόχο την περιφερειακή συνεργασία για την διασφάλιση της ειρήνης. Η κρίση στην Λιβύη και η εμπλοκή πολλών χωρών, είναι ένα άλλο επείγον ζήτημα που αναδεικνύει την ανάγκη της περιφερειακής προσέγγισης. Η πρόσφατη συνάντηση των τεσσάρων Υπουργών Εξωτερικών στο Κάϊρο ήταν σαφής και στο τελικό ανακοινωθέν αναφέρεται ότι "το μνημόνιο συμφωνίας Τουρκίας-Λιβύης που υπονοεί την οριοθέτηση των θαλάσσιων δικαιοδοσιών στη Μεσόγειο Θάλασσα παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συμμορφώνεται με το δίκαιο της θάλασσας και δεν μπορεί να παράγει έννομες συνέπειες. Επιπλέον, οι Υπουργοί επανέλαβαν την ανάγκη πλήρους σεβασμού της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων όλων των κρατών στις θαλάσσιες ζώνες τους στη Μεσόγειο."
Η μεσογειακή διάσταση της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι δεδομένη. Κύπρος, Ελλάδα, Μάλτα, Κροατία, Σλοβενία, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, ενώ τα συμφέροντα πολλών κρατών που δεν έχουν άμεση πρόσβαση στη Μεσόγειο δεν είναι αμελητέα. Τόσο η οριοθέτηση των εξωτερικών θαλασσίων συνόρων των κρατών-μελών και συνεπώς και της ΕΕ, όσο και η αποτελεσματική προστασία τους (ασφάλεια, έλεγχος, επιτήρηση, αλλά και ευθύνη παροχής βοήθειας) προϋποθέτουν πρωτοβουλίες στις οποίες θα συμμετέχουν τα σημερινά μεσογειακά κράτη-μέλη καθώς και οι υποψήφιες προς ένταξη στην ΕΕ χώρες. Χώρες όπως η Αλβανία, το Μαυροβούνιο, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η Τουρκία, έχουν κάθε συμφέρον να συμμετέχουν σε μια τέτοια πρωτοβουλία, αφού δεσμεύονται από τις συμφωνίες με την ΕΕ για σεβασμό του διεθνούς δικαίου και τις σχέσεις καλής γειτονίας. Η λειτουργία της Τελωνειακής Ενωσης ΕΕ-Τουρκίας στηρίζεται σαφώς σε αυτές τις αρχές και αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο επίλυσης των ζητημάτων. Οι πρόσφατες τουρκικές πρωτοβουλίες και η συμφωνία της Τουρκίας με την κυβέρνηση της Λιβύης για τον καθορισμό των ΑΟΖ, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα πολλών χωρών της περιοχής και καθιστούν αναγκαία μια συνολική, ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων.
Για την εκδήλωση ωστόσο μιας περιφερειακής πρωτοβουλίας επίλυσης των διαφορών, απαιτείται η συμμετοχή και η συνεργασία όλων ανεξαιρέτως των κρατών. Η πρωτοβουλία αυτή χρειάζεται κατάλληλη προετοιμασία, αλλά είναι προφανές ότι η αδράνεια και η αυξανόμενη ένταση δεν λειτουργεί υπέρ της σταθερότητας και της ειρήνης. Αυτό είναι μια σημαντική πρόκληση για την Ευρωπαϊκή Ενωση στο νέο της ξεκίνημα. Είναι εφικτό ένα ευρω-μεσογειακό σύμφωνο ειρήνης με αποδεκτούς κανόνες και αρχές, με βάση το διεθνές δίκαιο για μια ειρηνική διευθέτηση των ζητημάτων. Το κοινό ευρω-μεσογειακό μέλλον περνά μέσα από την πραγμάτωση αυτού του ονείρου και ανοίγει προοπτικές συνεργασίας σε πολλούς τομείς, παρά τις απογοητεύσεις του παρελθόντος. Το κλειδί είναι ισότιμη συμμετοχή όλων στην κοινή προσπάθεια και η ασφαλής βάση είναι ο απόλυτος σεβασμός του διεθνούς δικαίου. Απαιτούνται οπωσδήποτε συνέργειες μεταξύ των υφισταμένων ευρωπαϊκών πολιτικών και οργανισμών, επανακαθορισμός προτεραιοτήτων και συσχέτιση μεταξύ στρατηγικών στόχων και διαθέσιμων οικονομικών μέσων.
Η διεθνής εμπειρία και νομολογία, το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και ειδικά το δίκαιο της θάλασσας, ο ΟΗΕ και η ανάγκη διατήρησης της ειρήνης είναι τα κύρια στοιχεία για την ανάληψη μιας τέτοιας υψηλής πρωτοβουλίας. Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης θα είναι λυτρωτικές και οι εντάσεις θα μειωθούν. Το προηγούμενο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ, OSCE) μπορεί να είναι πολύ χρήσιμο, παρά την αλλαγή των δεδομένων. Ενας Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Μεσόγειο (ΟΑΣΜ, OSCM) θα είναι χρήσιμο διεθνές πλαίσιο για όλες τις χώρες της περιοχής, αλλά και τις άλλες δυνάμεις ή οργανισμούς που εμπλέκονται λόγω ειδικών συμφερόντων και θεμάτων (π.χ. ελεύθερη ναυσιπλοϊα, κλιματική αλλαγή, μεταναστευτικό, αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, ναρκωτικά, διακίνηση όπλων, κοκ).
Μια αντίστοιχη Διάσκεψη και μια Τελική Πράξη για την Ειρήνη στη Μεσόγειο, όπως έγινε παρά τις μεγάλες δυσκολίες το 1975 στο Ελσίνκι, είναι εφικτή. Αντίστοιχοι μηχανισμοί επίλυσης των διαφορών μπορούν να λειτουργήσουν ή και να βελτιωθούν με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία, η οποία αφορά και την Μεσόγειο (πχ Διάσκεψη του ΟΑΣΕ για τη Μεσόγειο του 2018 με ενδιαφέρουσα θεματολογία, βλ. ετήσια έκθεση για το 2018 https://www.osce.org/annual-report/2018). Από το Μαρόκο μέχρι τη Συρία κι από το Ισραήλ μέχρι την Πορτογαλία, όλοι έχουν συμφέροντα, όλοι μπορούν να ελπίζουν. Χρειάζεται θέληση, εργασία, εμπιστοσύνη, ειλικρίνεια, επιμονή. Η Μεσόγειος. λίκνο των μεγάλων πολιτισμών, μπορεί και πρέπει να γίνει μια θάλασσα που ενώνει, πρωτίστως με συνεργασία για πρόληψη των συγκρούσεων και παράλληλα με στέρεες βάσεις για μια βιώσιμη ευημερία.
Ιδού η πρόκληση για την ΕΕ και για όλα τα κράτη της περιοχής, ιδιαίτερα σήμερα, μετά την εμπειρία της Διάσκεψης του Βερολίνου για τη Λιβύη. Σε ένα τέτοιο διεθνές φόρουμ όλα συσχετίζονται και συζητούνται, όλα δοκιμάζονται και όλα κρίνονται. Διπλωματικές σχέσεις, επίσημες και άτυπες συνεργασίες, χρήση βέλτιστων πρακτικών για αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων, όλα είναι θετικά. Μετρά πρωτίστως η δύναμη των επιχειρημάτων, οι συνεργασίες, οι λογικές προτάσεις. Ολοι έχουν να κερδίσουν, εφόσον στόχος είναι η εδραίωση της ειρήνης. Κι αφού έγινε κάτι σημαντικό τότε, μεσούντος του ψυχρού πολέμου, γιατί να μην γίνει κάτι ανάλογο τώρα; Εξάλλου οι μεσογειακές χώρες θα έχουν έτσι έναν σταθερό μηχανισμό επίλυσης των διαφορών με τη δική τους εθνική συμμετοχή, χωρίς έξωθεν επεμβάσεις και χωρίς μεθοδεύσεις παλιών εποχών.
Η διασφάλιση της ειρήνης απαιτεί προσπάθειες, επιμονή, όραμα. Οπως έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του στο PROJECT SYNDICATE (βλ. ΤΑ ΝΕΑ 4-5 Ιαν. 2020) ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κορέας Moon Jae-in "η ειρήνη δεν είναι κατάσταση ηρεμίας. Η ειρήνη μπορεί να έλθει μέσα από τον διάλογο και πολλές συναντήσεις, με την ανάληψη τολμηρής δράσης που κάνει το αδύνατο δυνατό και με τη διαρκή αναζήτηση των λόγων που την καθιστούν προτιμότερη".
Ο καθηγητής κ. Γιάννης Βούλγαρης ειδικότερα γράφει στα ΝΕΑ (25-26 Ιαν. 2020) στο άρθρο του "Σε ποιά Δύση θα ανήκουμε;": "Και για μια άλλη φορά το κεντρικό διακύβευμα είναι η γεωπολιτική ισχυροποίηση της Ευρώπης, ζήτημα υπαρξιακό πλέον. Σε αυτό η Ελλάδα πρέπει να συνεισφέρει όχι σαν επαίτης προστασίας, αλλά σαν συνδιαμορφωτής μιας νέας πολιτικής παρουσίας της Ευρώπης στην Μεσόγειο".
Η Ευρώπη μπορεί να αναλάβει τώρα μια τέτοια πρωτοβουλία. Θέληση και στόχευση χρειάζονται.
*Δημοσιεύτηκε στο metarithmisi.gr στις 27/1/2020.
Παρά τα φώτα της σκηνής που στράφηκαν στην επίσκεψη Μητσοτάκη στο Παρίσι, σε αναζήτηση – πέραν των γεωπολιτικών ερεισμάτων – «γαλλικού κλειδιού» για τα πρωτογενή πλεονάσματα και των παραδοσιακών επενδυτικών προσδοκιών, θα σταθούμε στην πραγματικά σημαδιακή έκδοση του 15ετους ομολόγου, του πρώτου Ελληνικού χαρτιού που δέχθηκαν οι διεθνείς αγορές να σηκώσουν μετά από έντεκα χρόνια «έκλειψης» της Ελλάδας. Χωρίς ασπίδα προστασίας των διαδοχικών μέτρων Eurogroup (η λήξη του 15ετούς είναι Φεβρουαρίου 2035, ενώ το 2032 μας τελειώνει η βεβαιωμένη βιωσιμότητα του χρέους) και με την δικαιολογημένα υπερήφανη διατύπωση του υπευθύνου του ΟΔΔΗΧ Δημήτρη Τσάκωνα, δανεική από τις ημέρες Ομπάμα, «Yes we can!». Το γεγονός ότι με το 15ετές αντλήθηκαν 2,5 δις ευρώ (από υπερεπταπλάσιες προσφορές) στο 1,875% (κάτω από το συμβολικά σημαντικό 2%), με κατεύθυνση την μείωση της εξάρτησης από έντοκα γραμμάτια – πράγμα που θα δώσει και πρόσθετες δυνατότητες στις συστημικές τράπεζες – ας καταγραφεί ως πραγματική διεκδίκηση της κανονικότητας, πέραν ωραιολογιών.
Η «θετική όσμωση» με την οποία η έκδοση του 15ετους βελτίωσε τις αποδόσεις και του 10ετους (μέχρι και σε 1,165%, ενώ είχε κολλήσει γύρω στο 1,3%) και του 5ετούς σαφώς κάτω από το 0,5%, στο 0,335% δημιουργεί μια συνολική έλξη για όποιον κοιτάξει προς Ελλάδα. Προσοχή βέβαια: όλα αυτά τα ωραία σε μιαν αγορά που παραμένει «εξαιρετικά ρηχή και εύκολα επηρεάσιμη» – όμως, σ' αυτήν την φάση, στα θετικά.
Καθώς όλοι έδειξαν πρόθυμοι να συνδυάσουν την πετυχημένη έξοδο με 15ετές με την προ εβδομάδας αναβάθμιση από την Fitch – που μας έχει στην καλύτερη βαθμίδα αξιολόγησης από τις rating agencies – ας σταθούμε λίγο περισσότερο στην δική της συλλογιστική. Πρώτα-πρώτα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να συγκριθεί η τωρινή της επιχειρηματολογία με την προ έτους διατύπωση επιφυλάξεων (τέλη Φεβρουαρίου του 2019) που είχε θεωρήσει ότι θα μπορούσε η Ελλάδα να ξαναβρεθεί «σε βαθιά κρίση της οικονομίας της». όμως περισσότερο είχε προβληματίσει ο λόγος εκείνης της στάσης: έβλεπε η ανάλυσή της «πρόβλημα με τα υψηλά μη-εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών», αλλά και με τις επικρεμάμενες δικαστικές αποφάσεις «για αναδρομικά των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων». Από δίπλα και μια γενική αμφιθυμία για τα δημοσιονομικά 2019-20, αλλά και την «αναιμική» μεσοπρόθεσμη τάση της ανάπτυξης (στο 1,2%).
Η Fitch δεν «ωρίμασε» απότομα: τον Αύγουστο του 2019 είχε χαρίσει στην Ελλάδα τουλάχιστον θετική προοπτική/outlook, παραμένοντας στις «αδύναμες μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης». Αυτή διέψευσε ευχάριστα τώρα και καταγράφοντας υπεραπόδοση των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και δεχόμενη «ενίσχυση του ΑΕΠ για το 2019 κατά 2,2% από 1,9% του 2018, και μάλιστα εντός δύσκολου εξωτερικού περιβάλλοντος». Μ' αυτήν την βάση, μίλησε πλέον για στόχο 2,5% για το 2020-21, αν και κράτησε επιφυλάξεις για τις επενδυτικές προοπτικές, όμως με επιβράδυνση της ανάπτυξης «στο 1,2% μέχρι το 2027». Για τις τράπεζες και την απειλή των αναδρομικών, σαφώς λιγότερα...
Περνώντας, τώρα, από τις προσεγγίσεις των οίκων αξιολόγησης στον «επίσημο τομέα» αξίζει να ξαναδεί κανείς το περισσότερο-παρά-ποτέ διεκπεραιωτικό και ατάραχο ύφος της δήλωσης των επικεφαλής των Θεσμών (δηλαδή της υπό την μετονομασία λόγω Βαρουφάκη, Τρόικας...) μετά το πέρασμά της την προηγούμενη εβδομάδα από την Αθήνα για την 5η μεταΜνημονιακή αξιολόγηση: «Η αποστολή είχε παραγωγικές συζητήσεις για την κατάσταση, την πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί αλλά και για τις βασικές προκλήσεις τις οποίες συνεχίζει να αντιμετωπίζει η χώρα». Και να συγκρίνει την έκκληση του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων Αδώνιδος Γεωργιάδη (στα καθοδηγητικά πρωϊνάδικα της τηλεόρασης, όταν αυτά δεν μονοπωλούνται από το Ασφαλιστικό) «ο κόσμος να ρυθμίσει τα δάνειά του μέχρι 30ης Απριλίου [...] δεν θέλω να δω τον κόσμο να χάνει τα σπίτια του άδικα». Αλλά και με την συνεχιζόμενη αγχώδη προσπάθεια του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννη Βρούτση να δείξει – στα ίδια καθοδηγητικά πρωϊνάδικα – πόσο το Ασφαλιστικό θα μπει σε νέα τροχιά («βιωσιμότητας μέχρι το 2070») με βελτίωση των συντάξεων και με μείωση των εισφορών και με αναδρομικά. θα φροντίσει γι αυτό ο Προϋπολογισμός.
Τι βλέπουμε; Ότι όχι μόνον η Ελλάδα του 2020 κινείται εκτός Μνημονίων, αλλά και ότι ανακτά παλιότερα αντανακλαστικά. Και οι «εταίροι» της χώρας, παρομοίως: αν έχουν επιφυλάξεις, τις κρατούν για τον εαυτό τους.
Πίσω στην Τρόικα/τους Θεσμούς: «Στενός διάλογος σχετικά με τις προτεραιότητες και τις προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής θα συνεχιστεί». Κόκκινα δάνεια; Ασφαλιστικό; Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον, τελικά.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" την 1/2/2020.
Να το πούμε εξαρχής ξεκάθαρα: οι Ευρωπαίοι «εταίροι» της Ελλάδας , οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω δεν μας δείχνονται αποτελεσματικά υποστηρικτικοί στα γεωπολιτικά ζητήματα (Διαδικασία του Βερολίνου για την Λιβύη, διεκδίκηση ΑΟΖ από Τουρκία και Λιβύη με εκτοπισμό συμφερόντων Ελλάδας-Κύπρου, έμπρακτη καταπάτηση Κυπριακής ΑΟΖ από Τουρκικές έρευνες), έχουν κάθε πρόθεση να βοηθήσουν υπό συνθήκες 2020 ώστε να χαλαρώσει κάπως ο ζουρλομανδύας – ως straightjacket μνημονευόταν, αληθινά, σε ευγενές/υψηλό περιβάλλον Ευρωζώνης – που απαιτεί από την Ελληνική οικονομία πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι και το 2020. Είχαν ήδη την πρόθεση αυτή από τις αρχές του 2019, απλώς δεν ήθελαν να φανεί ότι ξηλώνεται πολύ γρήγορα το σχήμα πειθάρχησης της Ελλάδας (και απεικόνισης ενός βιώσιμου/εξυπηρετήσιμου χρέους) που καταρτίσθηκε και πέρασε από τα Κοινοβούλια των πιο δύσπιστων χωρών της ΕΕ έναντι του «μαύρου πρόβατου Ελλάδα» το 2017-18.
Τώρα πάντως, τώρα που (α) για μιαν ακόμη φορά καταγράφηκε για το 2019 υπερπλεόνασμα (σχεδόν 5 δις ευρώ έναντι 4,4 δις στόχου – βέβαια με την συνήθη υποεκτέλεση του ΠΔΕ κατά 500 εκατομμύρια...), (β) οι αγορές συνεχίζουν να αγαπούν-προς-λατρεύουν το Ελληνικό χαρτί (με 1,5% απόδοση το 10ετές, έστω και λίγο χειρότερα από το 1,25% που είχε πιάσει κάποια στιγμή, με σχεδόν 0,5% το 5ετές, ήδη στήθηκε και 30ετές με απόδοση – λέει – 2,53% στις στάχτες του αλήστου μνήμης swap της Goldman Sachs...) π.χ. σε σχέση με το Ιταλικό κάποιες ημέρες, τώρα οι κύκλοι Eurogroup αναζητούν τρόπο να ικανοποιήσουν τις Ελληνικές προσδοκίες βελτίωσης. Οι οποίες διατυπώθηκαν έως τώρα με αυτοσυγκράτηση, με την αναμονή να φύγει το 2019 και τα πρώτα Eurogroup του 2020 προτού τεθεί πιεστικότερα ζήτημα αναθεώρησης του στόχου 3,5% για το 2021-2022. αλλά και με προσγειωμένη επιχειρηματολογία βασιζόμενη κυρίως στην βελτίωση των παραμέτρων βιωσιμότητας του Ελληνικού χρέους.
Ήδη, μια προ-πρόταση διακινήθηκε από πλευράς Βρυξελλών για συζήτηση πρωτογενούς πλεονάσματος «στην μέση», δηλαδή στο 2,75% , αλλά «στο μέσο του εναπομένοντος χρόνου», δηλαδή για το 2022. Είχε προηγηθεί η ενθάρρυνση προς την Αθήνα να ζητήσει/προτείνει αξιοποίηση των επιστροφών κερδών των Κεντρικών Τραπεζών ANFAs/SMPs (και της μείωσης του step-up επιτοκίου του προγράμματος EFSF) για στόχους άλλους πλην της αποπληρωμής του χρέους, ιδίως για επενδυτικές χρηματοδοτήσεις: εδώ, η συζήτηση έχει προχωρήσει περισσότερο σε τεχνικές πτυχές απ' όσο οι συμμετέχοντες δηλώνουν δημόσια. Παράλληλα, και προκειμένου να δοθεί η αίσθηση κάποιας αντικατάστασης της αρχικής τιμωρητικότητας των υψηλών πλεονασμάτων με κάτι σαν αναγνώριση των ελληνικών δημοσιονομικών επιτευγμάτων ΚΑΙ των αναγκών χαλάρωσης με στόχο την ανάπτυξη, συζητιούνται μηχανισμοί εξορθολογισμού.
Έτσι, βρεθήκαμε μπροστά σε μια συζήτηση για προγράμματα-μηχανισμούς μετάβασης, passerelles, γνωστά κι από τα διαδοχικά ΕΣΠΑ. μπροστά και σε μηχανισμούς εξομάλυνσης, smoothing mechanisms. Και τα δυο καλοπροαίρετα στο ξεκίνημα, όμως όχι και χωρίς παγίδες.
Ποια είναι η ρίζα της προσπάθειας αυτής; Να αρθούν οι παραλογισμοί των πρωτογενών πλεονασμάτων που με την δημοσιονομική υπεραπόδοση (δηλαδή τα υπερπλεονάσματα) πήγαιναν να λειτουργήσουν ως μόνιμο τραύμα: οι προηγούμενοι τα έτρεπαν σε επιδόματα – τέλους του έτους, ή σε κινήσεις πριν από σημαντικές στροφές της πολιτικής (λέγε με «13» σύνταξη»). οι τωρινοί προσπαθούν να τα στρέψουν στην λογική των φορολογικών μειώσεων (ήδη με πρώτη την μείωση ΕΝΦΙΑ, τώρα με έμφαση στους φόρους εταιρειών). Όμως, έτσι όπως τα υπερπλεονάσματα «έπρεπε» να απορροφώνται μέσα στην χρήση, δημιουργούσαν φαινόμενα stop-go. όχι καλόν σε μια ευθραυστοποιημένη οικονομία.
Αντίστοιχα και με την ιστορία της τροπής των επιστροφών ANFAs-SMPs /step-up: όχι μόνον «έπρεπε» να πάνε σε εγκρινόμενους από το Eurogroup/τον ESM χρήσεις (παράδειγμα: χρηματοδότηση του ΒΟΑΚ, στην Κρήτη), αλλά «έπρεπε» να ακολουθούν ρυθμούς δύσκολα συμβατούς με παρόμοια έργα [Ο Βόρειος Άξονας στην Κρήτη, για παράδειγμα, άμα πάει να λειτουργήσει ως έργο παραχώρησης με διόδια στο καίριο τμήμα Χανιά-Ηράκλειο, θα χρειαστεί πελώρια προσοχή μην κολλήσει στην DGComp για λόγους κρατικών ενισχύσεων. Θέλει μαεστρία ο χειρισμός: αν επιπλέον «πρέπει» οι πόροι ANFAs κλπ. να διατεθούν μέσα σε ορισμένο χρόνο – εδώ τον έλεγχο θα είχε ηDG EcFin, μαζί με τον ESM – κοντεύει να γίνει mission impossible].
Έτσι, λοιπόν, με την μέθοδο των passarelles δηλαδή των έργων μετάβασης από προγραμματική περίοδο από την μια Προγραμμάτων της ΕΕ πάει να συνδυαστεί η χρονική εξομάλυνση, το smoothing, για την διάθεση των πλεονασμάτων. Για να μην μείνουμε όμως μόνο με τις καλές προθέσεις, θα χρειαστεί Αθήνα και Βρυξέλλες να δείξουν – ταυτόχρονα! – ειλικρίνεια και τεχνική μαεστρία. Καλή τους (=καλή μας) τύχη.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 25/1/2020.
Καταλαβαίνουμε καλύτερα κάτι όταν δούμε τη μεγάλη εικόνα στην οποία εντάσσεται. Στην κοινωνική ζωή, τουλάχιστον, μια συμπεριφορά αποκτά νόημα αν ιδωθεί ως κίνηση σε ένα ευρύτερο «παιχνίδι». Ο καβγάς σε ένα ζευγάρι λ.χ. γίνεται περισσότερο κατανοητός αν τεθεί στο διαχρονικό πλαίσιο επικοινωνίας του ζευγαριού (π.χ. συστηματικοί καβγάδες), όπως ένα περιστατικό πανεπιστημιακής κατάληψης κατανοείται καλύτερα αν το αντιληφθούμε στο αντίστοιχο πλαίσιό του (π.χ. συστηματικές καταλήψεις). Η θέαση της μεγάλης εικόνας αποφέρει γνώση που δεν είναι προσιτή στο επίπεδο της μεμονωμένης συμπεριφοράς.
Αν, λοιπόν, δούμε τους πρόσφατους διορισμούς νέων διοικήσεων στα νοσοκομεία από τον υπουργό Υγείας κ. Κικίλια, τι παρατηρούμε; Σε πρώτο επίπεδο, μια προσχηματική διαδικασία αξιολόγησης, η οποία απέφερε αναξιοκρατικούς διορισμούς. Ο υπουργός Γεωργίας κ. Βορίδης ήταν ωμός: «Και ποιους να βάζαμε; Τους ξένους;». Σε ένα δεύτερο επίπεδο, διαπιστώνουμε τη διαιώνιση ενός διαχρονικού μοτίβου – του κομματισμού. Είναι θλιβερά διαφωτιστικό να συγκρίνει κανείς την κριτική που ασκήθηκε σε παρόμοιες επιλογές στο παρελθόν με αυτή που ασκείται σήμερα. Η φρασεολογία είναι πανομοιότυπη.
Οπως και σήμερα, ειδήμονες επέκριναν την κυβέρνηση Παπανδρέου, το 2010, για τον διορισμό «κτηνίατρων, ηθοποιών, γεωλόγων, εκπαιδευτικών κ.λπ.», μέσω της διαδικασίας (δήθεν) open gov, στη διοίκηση νοσοκομείων. Οπως και σήμερα, μετά την ανάληψη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αρθρογράφοι είχαν προτρέψει, το 2012, τη νέα τότε κυβέρνηση Σαμαρά να αποφύγει τους «κομματικούς στρατούς» στη διοίκηση νοσοκομείων. Αγνοήθηκαν. Η απεξάρτηση από το όπιο του κομματισμού είναι δύσκολη.
«Ακρασία»
Το διαχρονικό μοτίβο δεν αποπνέει μόνο παλαιοκομματική δυσοσμία. Ο προσεκτικός παρατηρητής βλέπει και κάτι άλλο: τη χρόνια αμφιθυμία του πολιτικού συστήματος έναντι της επαγγελματικής διοίκησης νοσοκομείων. Δεν είναι ότι οι περισσότεροι πολιτικοί μας πιστεύουν ότι η διοίκηση νοσοκομείων είναι αμιγώς πολιτική υπόθεση. Οχι, ως «μοντέρνοι» που λένε ότι είναι, διακηρύσσουν συνήθως την ανάγκη της επαγγελματικής διοίκησης, αλλά δρουν με γνώμονα τις κομματοκρατικές αξίες που έχουν εμπεδώσει. Υποφέρουν από «ακρασία»: γνωρίζουν το σωστό αλλά αδυνατούν να το υλοποιήσουν.
Δείτε τη μεγάλη εικόνα από το 1983, έτος ιδρύσεως του ΕΣΥ, όπως την περιγράφει εμπεριστατωμένα η μελέτη της κ. Γεωργίας Οικονομοπούλου «Η διακυβέρνηση των ελληνικών νοσοκομείων» (Ελληνική Εταιρία Management Υπηρεσιών Υγείας - ΕΕΜΥΥ, Αθήνα, 2016).
Αν και στον αστερισμό του «εκδημοκρατισμού» της εποχής, ο νομοθέτης το 1983 αντιλαμβανόταν ότι η διοίκηση νοσοκομείων απαιτούσε τεχνοκρατική επάρκεια. Εδωσε, λοιπόν, τη δυνατότητα σύστασης θέσης συντονιστή, ο οποίος θα ήταν διοικητικός προϊστάμενος όλων των υπηρεσιών του νοσοκομείου. Το συναφές Προεδρικό Διάταγμα, φευ, δεν συμπεριέλαβε τη θέση αυτή. Αν και συστάθηκαν 57 θέσεις συντονιστή, προκηρύχθηκαν οι 8, αλλά οι θέσεις έμειναν κενές. Το 1992, η θέση του συντονιστή μεταλλάχθηκε σε θέση γενικού διευθυντή. Ορίσθηκαν οι αρμοδιότητες και προκηρύχθηκαν 29 θέσεις. Ο διορισμός τους δεν έγινε ποτέ. Το 1997, διευρύνονται οι αρμοδιότητες των γενικών διευθυντών, προβλέπεται εμπλοκή του ΑΣΕΠ στη διαδικασία επιλογής, προκηρύσσονται 30 θέσεις, γίνεται η επιλογή, ουδείς διορίζεται. Το 1999, τον γενικό διευθυντή διαδέχεται ο πρόεδρος, τον οποίο θα επέλεγε ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο. Προκηρύχθηκαν 13 θέσεις. Ουδεμία πληρώθηκε.
Το 2001 έγινε η πρώτη σοβαρή προσπάθεια διοικητικού εκσυγχρονισμού των νοσοκομείων επί υπουργίας Α. Παπαδόπουλου. Διορίστηκαν διοικητές, έπειτα από επιλογή ειδικής επιτροπής αξιολόγησης. «Αν και το κομματικό κριτήριο δεν εξέλιπε, πάντως ούτε κυριάρχησε πλήρως», σημειώνει η κ. Οικονομοπούλου. Για πρώτη φορά εμφανίστηκαν τα «συμβόλαια αποδοτικότητας», «επιχειρησιακά σχέδια», και το συναφές διοικητικό λεξιλόγιο. Από μόνη της, όμως, η αλλαγή ήταν ανεπαρκής – έλειπαν τα κατάλληλα διοικητικά εργαλεία (λογιστικά συστήματα, κίνητρα, κ.λπ.). Ακόμα και η λειψή αυτή μεταρρύθμιση υπονομεύθηκε. Δεδομένου ότι επετράπη η απόσπαση των διοικητών οπουδήποτε στην επικράτεια, αν και τα στελέχη αυτά είχαν θέσει υποψηφιότητα σε συγκεκριμένη υγειονομική περιφέρεια, αρκετοί ωθήθηκαν σε παραίτηση.
Το 2004, η κυβέρνηση Καραμανλή τερμάτισε τη θητεία των υπηρετούντων διοικητών και νομοθέτησε τον απ' ευθείας διορισμό νέων με υπουργική απόφαση. Επί υπουργίας Ν. Κακλαμάνη, η θητεία τους έγινε διετής και μπορούσε να λήξει οποτεδήποτε (χωρίς αποζημίωση) με σατραπική απόφαση του υπουργού, τα συμβόλαια αποδοτικότητας αγνοήθηκαν και, γενικότερα, «υπήρξε πλήρης επαναφορά της απροσχημάτιστης κομματικής διακυβέρνησης των νοσοκομείων», όπως παρατηρεί η κ. Οικονομοπούλου.
Το 2012, επί κυβερνήσεως Σαμαρά, επανήλθε σε ισχύ η διαδικασία επιλογής διοικητών από ειδική επιτροπή. Ο υπουργός Υγείας κ. Λυκουρέντζος, αντί να υλοποιήσει εμπρόθεσμα τις ισχύουσες διατάξεις, συνέχισε την πρακτική διορισμών κατά την κρίση του. Κατέθεσε, μάλιστα, τροπολογία προκειμένου να μπορεί να διορίζει ο ίδιος διοικητές ακόμα και άτομα χωρίς πανεπιστημιακό τίτλο! Ο διορισμός διοικητών, αργότερα, κατόπιν δήθεν αξιοκρατικής διαδικασίας, επικρίθηκε ευρύτατα. Ο πρόεδρος της ΕΕΜΥΥ κ. Στάθης στηλίτευσε τότε τον εμπαιγμό ειδικών που διαθέτουν προσόντα, ενώ «παραδίδονται οι νοσοκομειακοί προϋπολογισμοί σε κομματικούς παράγοντες με πτυχία θεολογίας, δασοπονίας και σωματικής αγωγής [...]».
Ιδεολογικά κριτήρια
Το 2015, επί ΣΥΡΙΖΑ, επαναλήφθηκε το ίδιο σενάριο: οι πλείστοι υπηρετούντες διοικητές απολύθηκαν, η διαδικασία επιλογής καινούργιων επικρίθηκε ως προσχηματική, ενώ ο τότε υπουργός Υγείας κ. Ξανθός ιδεολογικοποίησε τις επιλογές, δηλώνοντας ότι «είναι δικαίωμα και υποχρέωση της κυβέρνησης να επιλέξει ανθρώπους που μπορούν να στηρίξουν το πολιτικό της σχέδιο στην υγεία».
Εδώ είμαστε σήμερα, στο ίδιο έργο θεατές. Η χώρα χρεοκόπησε, προσπαθεί να ορθοποδήσει, αλλά η βαθιά δομή λειτουργίας του ελληνικού κράτους παραμένει ανέπαφη. Η κυβερνητική αμφιθυμία έναντι της επαγγελματικής διοίκησης των νοσοκομείων διατηρείται. Η μετατροπή των νοσοκομείων σε μη κερδοσκοπικά ΝΠΙΔ, όπως έχει προταθεί από όλους τους ειδικούς, εγχώριους και ξένους, δεν προωθείται. Σύγχρονα επιχειρησιακά εργαλεία (π.χ. λογιστικά, πληροφοριακά) δεν χρησιμοποιούνται, ισολογισμοί δημοσιεύονται κατά το δοκούν, η σπατάλη συνεχίζεται (τα νοσοκομεία απορροφούν το 42% των δαπανών υγείας, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 30%), ασθενείς και επαγγελματίες υγείας είναι δυσαρεστημένοι. Υπουργός Υγείας είναι, όπως τόσες φορές στο παρελθόν, μια πολιτικάντικη φιγούρα. Διπροσωπία, στασιμότητα, απελπισία.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 19/1/2020.
Η Ευρώπη μιλάει πολλές γλώσσες, αλλά η γλώσσα της παγκόσμιας ισχύος δεν είναι μία από αυτές. Χειρότερα από πολιτική αδυναμία, αυτό συνιστά ιστορική αμέλεια.
Η νέα Κομισιόν, υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έθεσε ψηλά τον πήχυ της διεθνούς φιλοδοξίας, αυτοπροσδιοριζόμενη ως «γεωπολιτική». Η προηγούμενη Επιτροπή Γιούνκερ ήταν «πολιτική», υπονοώντας μια ευφυέστερη διαχείριση των πολλαπλών κρίσεων της Ε.Ε. – με κυριότερη τότε την κρίση της Ελλάδας. Η «πολιτική» Επιτροπή Γιούνκερ ήταν επιτυχής, και τα χειρότερα αποσοβήθηκαν. Θα είναι εξίσου επιτυχής η παρούσα Επιτροπή;
Το ξεκίνημα δεν ήταν το καλύτερο δυνατό. Με το καλημέρα σας, η Ε.Ε. είχε να διαχειριστεί τις συνέπειες των μονομερών πρωτοβουλιών Τραμπ: την εγκατάλειψη των Κούρδων και την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία, την κρίση της Λιβύης, όπου η Τουρκία επίσης στέλνει στρατό. Και βέβαια την τυχοδιωκτική δολοφονία του στρατηγού Σουλεϊμανί από αμερικανικό drone, που κονιορτοποίησε ό,τι είχε απομείνει από τη συμφωνία JCPOA για τον έλεγχο των πυρηνικών του Ιράν – από τα σημαντικότερα κοινά επιτεύγματα εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. με την κυβέρνηση
Ομπάμα. Τώρα το Ιράν βαίνει ακάθεκτο προς ολοκλήρωση του πυρηνικού του προγράμματος, και η Μέση Ανατολή κυλάει σε νέο κύκλο έντασης.
Σε όλα αυτά, η ευρωπαϊκή αντίδραση ήταν υποτονική, όταν δεν ήταν ανύπαρκτη. Ελλείψει συναπόφασης, η Ε.Ε. έχει υποκατασταθεί από σχηματισμούς τύπου Ε3 (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία), που προσπαθούν να διασώσουν κάποια προσχήματα ευρωπαϊκής πολιτικής.
Αυτό είναι κρίμα, γιατί η Ευρώπη παραμένει δύναμη καλού στον πλανήτη. Σε κορυφαία ζητήματα, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η Ε.Ε. έχει ηγετικό ρόλο. Η ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία είναι το πιο φιλόδοξα αρθρωμένο πρόγραμμα που έχει διατυπωθεί, εξακτινώνεται σε κάθε τομέα πολιτικής, απαντά στις αγωνίες των Ευρωπαίων πολιτών, κινητοποιεί τις αγορές. Είναι ένα σχέδιο για το οποίο η Ευρώπη δικαιούται να είναι υπερήφανη. Ομως, κατά πολλά άλλα, όπως συχνά συμβαίνει, οι ευγενείς φιλοδοξίες των Βρυξελλών γειώνονται στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Κεντρικός ανασταλτικός παράγοντας, η δυσλειτουργική πλέον σχέση Παρισιού - Βερολίνου. Η στενή γαλλογερμανική συνεργασία ήταν πάντα η καρδιά της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κανένα ευρωπαϊκό άλμα δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς οι δύο χώρες να συνεργάζονται στενά.
Ο πρόεδρος Μακρόν, ο μόνος ηγέτης με ευρωπαϊκό όραμα, έχει μείνει χωρίς συνομιλητή. Το Βερολίνο τον κατηγορεί για σπασμωδικές κινήσεις εντυπωσιασμού, αλλά οι ευθύνες ανήκουν κυρίως στο Βερολίνο. Ο Μακρόν προχώρησε σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, αλλά η Γερμανία τον άφησε εκκρεμή στην Ευρωζώνη. Ο προϋπολογισμός της Ευρωζώνης είναι μόνο κατ' όνομα. Η τραπεζική ενοποίηση και το κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων σέρνεται. Η υιοθέτηση ενός κοινού ευρω-τίτλου (safe asset) βρίσκεται σε βαθιά ψύξη.
Χωρίς περισσότερη ενοποίηση στο ευρώ, η Ε.Ε. θα αδυνατεί να μετατρέψει το εμπορικό της εκτόπισμα σε πολιτική επιρροή και το κοινό της νόμισμα σε εργαλείο οικονομικής ισχύος. Θα μένει ανυπεράσπιστη απέναντι σε κράτη που μεταφράζουν την οικονομική τους υπεροχή σε μοχλό εκβιασμού και το παγκόσμιο νόμισμά τους σε όπλο.
Στη ρίζα του προβλήματος, η αδυναμία της γερμανικής κυβέρνησης. Πρώτον, διότι μετά μακρά περίοδο ανάπτυξης, η οικονομία της επιβραδύνεται. Δεύτερον, διότι η άλλοτε κυρίαρχη του παιχνιδιού καγκελάριος Μέρκελ βρίσκεται σε πορεία εξόδου, με την πολιτική απίσχνανση που αυτό συνεπάγεται. Τρίτον, λόγω αδυναμίας του κυβερνητικού εταίρου, που το μόνο που τον κρατάει είναι ο φόβος ότι μια αποχώρηση θα οδηγούσε σε νέα δεινή ήττα στις εκλογές.
Ακόμα βαθύτερα, πηγή της γερμανικής αδυναμίας είναι το γερμανικό μοντέλο οικονομικής ανταγωνιστικότητας. Βασίζοντας την ανάπτυξή της στον δυναμισμό των εξαγωγών της, η Γερμανία κατέστησε εαυτήν εξαιρετικά ευάλωτη σε εξωτερικές πιέσεις και διακυμάνσεις του παγκόσμιου εμπορίου. Το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα, σύμβολο του οικονομικού δυναμισμού της Γερμανίας, είναι παραδόξως η πηγή της αδυναμίας της. Και μαζί και ολόκληρης της Ευρώπης.
Οι γερμανικές εξαγωγές και τα εργοστάσια αυτοκινήτων στην Κίνα καθιστούν τη Γερμανία επιρρεπή στην πίεση της Κίνας για το 5G. Το Πεκίνο την απειλεί πως εάν το θεωρήσει κίνδυνο ασφάλειας, θα θεωρήσει κι εκείνο επικίνδυνα τα γερμανικά αυτοκίνητα. Οι τεράστιες εξαγωγές γερμανικών προϊόντων στις ΗΠΑ καθιστούν το Βερολίνο ευάλωτο στους εκβιασμούς Τραμπ, όσο η Γερμανία έχει τα περισσότερα να χάσει από έναν εμπορικό πόλεμο. Και το μέγεθος των γερμανικών εξαγωγών και επενδύσεων στην Τουρκία καθιστούν τη Γερμανία διστακτική σε αυστηρότερες κυρώσεις προς την Αγκυρα, ακόμη κι όταν αυτές απαιτούνται για να ανασχεθεί ο τουρκικός μιλιταρισμός στην περιοχή. Η οικονομική ευρωστία ενίοτε παράγει πολιτική εξάντληση.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 19/1/2020.
Τριπλή είναι η μέγγενη που ήδη συνοδεύει τους σχεδιασμούς του κυβερνητικού επιτελείου για την «μετά Κατρούγκαλον» εποχή του Ασφαλιστικού. [Δανειζόμαστε την έκφραση από το πρωτοσέλιδο της «Ν» της 9ης Ιανουαρίου]. Μπορεί η συνεχιζόμενη λογική της ανακοίνωσης καλών προθέσεων – λιγότερο από μέρους του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση, περισσότερο από τον (καθ' ύλην αρμόδιο) υφυπουργό Νοτη Μηταράκη – να έχει υπερκαλύψει την συζήτηση επί της ουσίας. μπορεί και οι αντιπαραθέσεις γύρω από τον τρίτο πυλώνα, τα επαγγελματικά Ταμεία, την μείωση των εισφορών (αλλά και αύξηση στο κατώτατο) , την δυνατότητα του εφεξής ασφαλιζομένου στην επιλογή του πώς θα κατευθύνονται οι εισφορές του (πέρα από την εθνική σύνταξη) να λειτουργούν με μια αίσθηση απόστασης από το άμεσο. Όμως το φάσμα των άλλων στοιχείων της συζήτησης ως περιορισμών, δημοσιονομικών-και-όχι-μόνο, δεν παύει να υπάρχει σαν φόντο.
Πρώτα η μέγγενη που προκύπτει από την λειτουργία της Ελλάδας (και) του 2020 στα πλαίσια της ενισχυμένης μεταΜνημονιακής παρακολούθησης. Μέρες που έρχονται, ζούμε υπό το φως της πέμπτης αξιολόγησης. Και ναι μεν ΔΕΝ βρισκόμαστε σε Μνημόνιο (η σημερινή Κυβέρνηση, ευλόγως, άφησε στην άκρια την άποψη που είχε ως Αντιπολίτευση ότι η Ελλάδα «βρίσκεται σε 4ο Μνημόνιο» και σήμερα αξιοποιεί την ευχέρεια κινήσεων που υπάρχει από τα μέσα 2018) ώστε να χρειάζεται προ-συζήτηση και έγκριση Τρόϊκας /Θεσμών. Όμως είναι τόσο μεγάλη η βαρύτητα του Ασφαλιστικού στα μεσοπρόθεσμα-και πέρα-στοιχεία της οικονομίας, ώστε η όποια τωρινή μεταρρύθμιση να πρέπει να ζυγιάζεται πολύ προσεκτικά ως προς τις συνέπειές της. Και είναι επίσης αλήθεια ότι ο ρόλος του ΔΝΤ έχει υποχωρήσει στην συζήτηση για την Ελληνική οικονομία, ενώ απ' εκεί ήταν που έρχονταν οι πιο έντονες πιέσεις: συμβολικά, το κλείσιμο του γραφείου του Ταμείου στην Αθήνα το τονίζει αυτό. [Εδώ, να σημειώσουμε ότι στις 6 Φεβρουαρίου θα παρουσιάζεται στην Αθήνα από τον Μπομπ Τράα, που ήταν στην Αθήνα resident του Ταμείου στο μεγαλύτερο μέρος της κρίσης, βιβλίο των Εκδόσεων economia με τις εμπειρίες του στο καμίνι...]. Όμως το Ασφαλιστικό και η προβολή των ροών του βαραίνει ούτως ή άλλως πολύ στα μεσομακροπρόθεσμα – και. μάλιστα με το σύννεφο των αναδρομικών να πυκνώνει στο ΣτΕ - , οπότε κανείς δεν θάθελε να δημιουργήσει αναταράξεις, π.χ. κατά την συζήτηση στο Eurogroup για τα πρωτογενή πλεονάσματα. συζήτηση που ακριβώς βασίζεται στην επανεκτίμηση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους.
Εδώ, η δεύτερη μέγγενη στους σχεδιασμούς του Ασφαλιστικού. Λέμε – και το λέμε, ως χώρα, όλο και συχνότερα στην διάρκεια του 2019-20 – ότι από τον έλεγχο των Θεσμών, περνάμε πλέον στον έλεγχο των αγορών. Έχουμε, δε, τώρα κοντά αξιολογήσεις που θα μας φέρουν πιο κοντά στην πολυπόθητη «επενδυτική βαθμίδα» - η Fitch αναμένεται σε λίγες μέρες, η S&P δίνει θετικές προοπτικές – δηλαδή στην μέσω αγορών και μόνο αναχρηματοδότηση του χρέους (γιατί ελλείμματα, ξεχάστε τα!, με τα οποία τον παλιό κακό καιρό πορευόταν το Ασφαλιστικό μας). Οι rating agencies δεν τα πολυκοιτάζουν τα πιο μακρού ορίζοντα και τα πιο διαρθρωτικά ζητήματα – το Ασφαλιστικό και οι αναλογιστικές του βλέπουν βασικά τα δημογραφικά και την συμμετοχή στην αγορά εργασίας που, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι μέτωπα δυσοίωνα – όμως ΑΜΑ τα κοιτάξουν και διαβλέψουν πρόβλημα, γίνονται δυσάρεστες. Δεν θα το θέλαμε!
Η τρίτη – μόνο – μέγγενη είναι η κυρίως δημοσιονομική. Όπου σε κάτι σαν ένα δισεκατομμύριο του Προϋπολογισμού, κοντά 0,5% του ΑΕΠ, συνωθούνται για να χωρέσουν προσδοκίες/υποσχέσεις για την «μόνιμη οικονομική ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων» (όπου ο πήχυς σύγκρισης της «13ης σύνταξης» του 2019 λειτουργεί πολιτικά, όσο κι αν στον καιρό της αυτή κατακεραυνώθηκε) μαζί με τις αναπροσαρμογές συντάξεων και τις κλιμακωτές εισφορές που θα προβλέπονται για τους ελεύθερους επαγγελματίες/επιτηδευματίες τώρα που θα αποσυνδεθούν από το (δηλούμενο) εισόδημα. Εδώ, μπαίνει στην μέση ένα στοιχείο πρόσθετης αβεβαιότητας, το οποίο θα χρειαστεί διπλό πολιτικό χειρισμό. Προς τα μέσα, πρώτα-πρώτα, όπου ήδη η Κυβέρνηση ζει την πίεση των προσδοκιών. Προς τα έξω, όπως είδαμε ήδη, όπου θα χρειαστεί να επεξηγηθεί πειστικά η άμεση δημοσιονομική επίπτωση.
Γι αυτό επανερχόμαστε: οι ελπίδες του πολιτικού συστήματος ότι όλο αυτό το ριψοκίνδυνο γύμνασμα ισορροπίας θα βγει πέρα προέρχονται από την διατύπωση της Προέδρου του ΣτΕ Κατερίνας Σακελλαροπούλου στην πιλοτική δίκη για τις «ουρές» του Ασφαλιστικού: «Το Δικαστήριο γνωρίζει τα κοινωνικά προβλήματα, δεν βρίσκεται εκτός πραγματικότητας». Το θέμα είναι... πώς θα τα σταθμίσει. Όπως και ο νομοθέτης.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 19/1/2020.
Οι ραγδαίες γεωπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών στην ευρύτερη περιοχή της γειτονιάς της Ελλάδας, θέτουν νέα δεδομένα για την ελληνική εξωτερική πολιτική και την ελληνική στρατηγική.
Η δημιουργία μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας της Ανατολικής Μεσογείου με κύριους πρωταγωνιστές την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ και μελλοντικά την Αίγυπτο και την Ιορδανία, σε συνδυασμό με την πρόσφατη εμβάθυνση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, διαμορφώνουν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάδειξη του νέου ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα στην σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της νέας ελληνικής στρατηγικής που αναδύεται στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, στο πλαίσιο πάντοτε του νεότευκτου και πολλά υποσχόμενου άξονα Ελλάδος - Κύπρου - Ισραήλ, είναι και η ανακήρυξη και οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών δικαιοδοσίας της χώρας μας, στις οποίες περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η έννοια της υφαλοκρηπίδας αποτελεί ειδική περίπτωση επί της οποίας τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους -όπως π.χ. είναι η Ελλάδα- υφίστανται ab initio και ipso facto και συνεπώς δεν απαιτείται ρητή διακήρυξη από το παράκτιο κράτος για την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων.
Είναι σημαντικό επίσης να διασαφηνιστεί εξαρχής ότι για την υλοποίηση του ελληνικού στρατηγικού σχεδιασμού πρέπει πρώτα να πραγματοποιηθεί η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ, η οποία είναι μια μονομερής πράξη και μετά να ακολουθήσει η οριοθέτηση της ήδη ανακηρυχθείσας ελληνικής ΑΟΖ, η οποία είναι μια διμερής πράξη και πρέπει να γίνει ξεχωριστά με καθεμιά από τις έξι γειτονικές χώρες της Ελλάδος δηλαδή τις Αλβανία, Ιταλία, Λιβύη, Αίγυπτο, Κύπρο και Τουρκία.
Το νομοθετικό πλαίσιο για τις θαλάσσιες ζώνες του πλανήτη μας, ήτοι η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III) υπογραφείσα στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα το 1982, έχει ήδη ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με τον Ν. 2321/1995 (ΦΕΚ Α' 136/23.6.1995).
Ειδικότερα αναφέρεται ότι: «Για την εφαρμογή στην εσωτερική έννομη τάξη της διατάξεως αυτής και την εφαρμογή ή εκτέλεση των λοιπών διατάξεων που αφορούν την αιγιαλίτιδα ζώνη καθώς και την συνορεύουσα ζώνη, τα στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας και την ερμηνευτική δήλωση που έκανε η χώρα μας σχετικά με αυτά, την υφαλοκρηπίδα, την θαλάσσια επιστημονική έρευνα, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και κάθε άλλης διατάξεώς της με τον παρόντα νόμο κυρούμενης συμβάσεως, εκδίδονται προεδρικά διατάγματα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου».
Δεδομένης της ανωτέρω διάταξης του Ν. 2321/1995 προκύπτει ότι αρκεί ένα Προεδρικό Διάταγμα για την ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ κατόπιν προτάσεως του ελληνικού υπουργικού συμβουλίου και η οποία όπως προαναφέρθηκε αποτελεί μια μονομερή πράξη της Ελλάδος και δε χρειάζεται οποιουδήποτε είδους συμφωνία με άλλη χώρα.
Είναι σημαντικό να αποσαφηνιστεί ότι η ανακήρυξη και κατόπιν η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών δεν είναι κρίσιμη μόνο για την εξόρυξη πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων αλλά και για την αλιεία, την εκμετάλλευση της κυματικής ενέργειας της θάλασσας, την προστασία της θαλάσσιας βιοποικιλότητας, τη διεξαγωγή θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας και την προστασία της υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Για την Ελλάδα μετά την ανακήρυξη της ΑΟΖ, σημαντικό και κρίσιμο σημείο είναι, όπως προαναφέρθηκε, η οριοθέτηση αυτής με τις έξι γειτονικές και συνορεύουσες χώρες. Η πρώτη οριοθέτηση είναι με την γειτονική Αλβανία.
Στις 27 Απριλίου 2009, η Ελλάδα υπό τον Κώστα Καραμανλή και η Αλβανία υπό τον Σαλί Μπερίσα υπέγραψαν συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών τους. Η συμφωνία αυτή, πριν καν ισχύσει, ακυρώθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας στις 15 Απριλίου 2010.
Σύμφωνα με την εν λόγω δικαστική απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας οι ελλείψεις της απόφασης έγκειντο στα εξής:
α) έλλειψη πληρεξουσιότητας διότι βάσει του αλβανικού Συντάγματος απαιτείτο εξουσιοδότηση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι από τον Πρωθυπουργό της χώρας,
β) σοβαρές ελλείψεις και ασάφειες στην συμφωνία,
γ) δεν εφαρμόστηκαν βασικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου και,
δ) αναγνωρίστηκε πλήρης επήρεια όλων των νησιών με βάση την συμφωνία, ενώ θα έπρεπε να θεωρηθούν ως ειδικές περιστάσεις και άρα τα νησιά να έχουν μειωμένη επήρεια.
Οι σημαντικότερες αντιφάσεις και παραλείψεις της εν λόγω αποφάσεως εδράζονται σε δύο σημεία:
Στην απόφασή του το Συνταγματικό Δικαστήριο προκρίνει την αρχή της ευθυδικίας και όχι την αρχή της μέσης γραμμής με βάση την οποία έγινε η ακυρωθείσα συμφωνία. Αφενός, όμως, δεν είναι αρμόδιο για να κρίνει το ουσιαστικό περιεχόμενο της συμφωνίας, αφετέρου η αρχή της μέσης γραμμής αποτελεί την βασική και πρωταρχική μέθοδο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ κρατών κατά την πάγια διεθνή νομολογία και την πρακτική των κρατών ανά τον πλανήτη.
Το δεύτερο σημαντικό λάθος της απόφασης είναι ότι δεν αναγνωρίζει πλήρη επήρεια σε όλα τα νησιά. Δυνάμει του άρθρου 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III), όλα τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, εξαιρετέων δε των βράχων που δεν έχουν οικονομική ζωή και συνεπώς δεν έχουν με βάση το ίδιο άρθρο υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, δικαιούνται ωστόσο αιγιαλίτιδα και συνορεύουσα ζώνη. Το Αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο επιχειρεί να ανατρέψει αυτόν τον κανόνα κάνοντας λόγο για περιορισμένη επήρεια των νησιών προκρίνοντας ως παράδειγμα την νήσο Κέρκυρα.
Συμπληρωματικά προς τα ανωτέρω υπάρχει και ένα παράδοξο που αφορά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας. Το παράδοξο έγκειται στο γεγονός ότι η Αλβανία με βάση την ακυρωθείσα συμφωνία λάμβανε το 50,87 % της οριοθετηθείσας περιοχής έναντι 49,12 % που ελάμβανε η Ελλάς, το οποίο αποτελεί και το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό που θα μπορούσε να λάβει η Αλβανία με βάση το ισχύον διεθνές δίκαιο της θάλασσας και την UNCLOS III.
Η δεύτερη οριοθέτηση είναι με το γειτονικό κράτος της Ιταλίας. Τα πραγματικά δεδομένα εν προκειμένω είναι ευνοϊκά δεδομένης της ήδη υπογραφείσας οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας της χώρας μας με την γείτονα χώρα από το έτος 1977 και την τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η δε οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ με την γειτονική Ιταλία είναι απλή διαδικασία καθότι η ΑΟΖ συμπίπτει πάντοτε με την υφαλοκρηπίδα.
Η τρίτη οριοθέτηση είναι με την Λιβύη. Το κρίσιμο σημείο εν προκειμένω είναι ότι η Λιβύη σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της UNCLOS III, με αποτέλεσμα οι διμερείς σχέσεις των δύο χωρών στο πεδίο του δικαίου της θάλασσας να διέπονται από τους κανόνες του εθιμικού δικαίου. Επίσης, η Λιβύη αντιτίθεται στην πάγια αρχή της UNCLOS III για την πλήρη επήρεια των νησιών στην οριοθέτηση της ΑΟΖ.
Η τέταρτη οριοθέτηση είναι με την Αίγυπτο. Το ξεκίνημα των διμερών διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών έγινε από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή το 2009, σε μια όχι και τόσο ευνοϊκή συγκυρία για την Ελλάδα, καθότι η τότε αιγυπτιακή κυβέρνηση στήριζε τις αντίθετες με την UNCLOS III απόψεις της Τουρκίας περί μη επήρειας του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελόριζου και της νήσου Στρογγύλης στην οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ. Τα νέα πολιτικά δεδομένα της Αιγύπτου, η σύμπλευση της τελευταίας με τον άξονα Ελλάδος Κύπρου Ισραήλ και η οριοθέτηση Κύπρου-Αιγύπτου το 2003 κάνουν ακόμη ευφορότερο το έδαφος για την οριοθέτηση της ΑΟΖ Ελλάδος – Αιγύπτου.
Η πέμπτη οριοθέτηση είναι με την Κυπριακή Δημοκρατία. Οι άριστες διπλωματικές διμερείς σχέσεις των δύο χωρών εγγυώνται μια εξαιρετική μελλοντική συνεργασία στον τομέα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών των δύο κρατών.
Το έτος 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία ανακήρυξε δια διατάγματος του προέδρου της, Τάσσου Παπαδόπουλου, την κυπριακή ΑΟΖ. Ένα χρόνο πριν, το 2003, η κυπριακή κυβέρνηση του Γλαύκου Κληρίδη έκανε την οριοθέτηση με την Αίγυπτο. Στο πλαίσιο αυτό η τότε ελληνική κυβέρνηση Σημίτη δια του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη και του υπουργού Εξωτερικών Γεώργιου Παπανδρέου ζήτησαν από την Κύπρο να οριοθετήσει την ΑΟΖ της με την Αίγυπτο στα 8 ναυτικά μίλια και όχι στα 12 ν.μ. ώστε να μη δοθεί πλήρης επήρεια με την γείτονα Τουρκία! Συγκεκριμένα, η ελληνική κυβέρνηση διεμήνυσε τότε τα εξής στον τότε Κύπριο υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Ρολάνδη: «Εάν δεχτούμε την ελλαδική θέση ότι το Καστελόριζο έχει πλήρη επήρεια στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, τότε η μέση γραμμή θα είναι εδώ. Εάν δεχτούμε την τουρκική θέση ότι το Καστελόριζο δεν έχει επήρεια, τότε η γραμμή είναι αλλού. Για αποφυγή των προβλημάτων αυτών προτρέπουμε την κυπριακή πλευρά όπως διορθωθούν οι συντεταγμένες και τα σύνορα δυτικά να σταματήσουν μέχρι τα 8 ν.μ., πιο μέσα από εκεί που έχουν συμφωνηθεί, ούτως ώστε να αποφευχθούν οι οποιεσδήποτε επιπλοκές με γείτονες χώρες».
Σημειωτέον ότι με βάση την UNCLOS III και με βάση την αρχή της μέσης γραμμής που είναι η κυρίαρχη παγκοσμίως στην οριοθέτηση ΑΟΖ, τα δύο κράτη, Κύπρος και Ελλάδα, έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα μήκους 27 ναυτικών μιλίων.
Το 2014 πραγματοποιήθηκε τριμερής σύνοδος Ελλάδος, Κύπρου και Αιγύπτου, στο πλαίσιο της οποίας υπογραμμίστηκε ο οικουμενικός χαρακτήρας της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III) και η Ελλάδα αποφασίζει το ταχύτερο δυνατό να προχωρήσει στις διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών της, όπου αυτό δεν έχει ακόμα γίνει.
Υπό αυτά τα δεδομένα και με δεδομένο ότι η Κύπρος είναι έτοιμη να δώσει της συντεταγμένες της οριοθέτησής της με την Τουρκική ΑΟΖ στα Ηνωμένα Έθνη, είναι σαφές ότι η Κύπρος οριοθετεί ΑΟΖ και με την Ελλάδα... καθώς, εφόσον η οριοθέτηση ΑΟΖ Κύπρου Τουρκίας για να είναι σύμφωνη με την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III) πρέπει να περιλαμβάνει την πλήρη επήρεια των ακρότατων νησιών της ελληνικής επικράτειας ήτοι των νήσων Μεγίστης και Στρογγύλης, τότε διαμορφώνεται ταυτοχρόνως και η οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου.
Η έκτη και κατά γενική ομολογία «δυσκολότερη» οριοθέτηση ΑΟΖ είναι αυτή της Ελλάδας με την Τουρκία. Οι κυμαινόμενες διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών καθώς και ο όψιμος αναθεωρητισμός της γείτονος χώρας καταδεικνύουν ότι δικαίως και η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών των δύο χωρών είναι από μόνη της περίπτωση για μελέτη (case study).
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης: «Είναι αναμφίβολο ότι η ύπαρξη νησιών στο Αιγαίο Πέλαγος που ανήκουν κυρίως στην Ελλάδα, ευνοεί ιδιαίτερα την χώρα. Και τούτο γιατί ο γεωγραφικός σχηματισμός τους δημιουργεί μια συμπαγή παρουσία στην θάλασσα αυτή, που δύσκολα θα μπορούσε να αγνοηθεί σε οποιαδήποτε οριοθέτηση. Η ηπειρωτική Ελλάδα ουσιαστικά προεκτείνεται στην θάλασσα μέσα από το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων, που εκκινούν από –και συμπλέκονται με- το άκρον της Αττικής και της νότιας Εύβοιας και καταλήγουν στα Δωδεκάνησα. Αυτή η γεωγραφική συνέχεια δημιουργεί ένα ενιαίο μέτωπο, που δεν έχει καμία σχέση με τις περιπτώσεις εκείνες μεμονωμένων νησιών που είναι διάσπαρτα σε μια θάλασσα που διαφορετικά θα ήταν ελεύθερη. Η ύπαρξη αυτής της συνέχειας και της πυκνότητας και φυσικά η προσθήκη του συνολικού μήκους των ακτών τους, είναι εξαιρετικά ευνοϊκή για την ελληνική περίπτωση. Η λογική λοιπόν ότι τα ακραία ανατολικά νησιά ευρίσκονται για αυτόν τον λόγο στην λανθασμένη πλευρά της οριοθετικής γραμμής ανάμεσα στις ηπειρωτικές ακτές της Ελλάδας και της Τουρκίας, δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωσή μας.
Σε κάθε περίπτωση, εάν υπάρξει μια συνολική οριοθέτηση ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, στην βάση του Διεθνούς Δικαίου, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης, τότε το μήκος των ακτών των νησιών που ευρίσκονται στην ανατολική πλευρά της ανατολικής Μεσογείου θα συνυπολογιστεί, ως τμήμα ενός συνολικότερου υπολογισμού, με το μήκος των άλλων ελληνικών ακτών. Κάτι που πιστεύω ότι ευνοεί την Ελλάδα».
Η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της UNCLOS III, σε αντίθεση με την Ελλάδα που είναι συμβαλλόμενο μέρος. Παρ' όλα αυτά η Τουρκία έχει ανακηρύξει ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα ήδη από το έτος 1986...
Όσον αφορά τη μέθοδο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών σε αντίθεση με την Ελλάδα που προκρίνει την αρχή της μέσης γραμμής η οποία είναι και διεθνώς η κυρίαρχη, η Τουρκία προκρίνει την αρχή της ευθυδικίας και μάλιστα την έχει νομοθετήσει ήδη με τον Νόμο 2674/1982.
Όπως προαναφέρθηκε, για την οριοθέτηση της ΑΟΖ της Ελλάδος με Κύπρο, Τουρκία και Αίγυπτο, είναι εξαιρετική σημασίας το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου. Το νησιωτικό αυτό σύμπλεγμα της Ελλάδος αποτελείται από 13 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες, ευρίσκεται στο Λύκιο Πέλαγος (ή αλλιώς Levantine Sea) και όπως προαναφέρθηκε δυνάμει του άρθρου 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III), όλα τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας.
Ως εκ τούτου προκύπτει σαφώς από τα ανωτέρω ότι η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ και η συνακόλουθη οριοθέτησή της με τις έξι συνορεύουσες χώρες, αποτελεί πιθανότατα μια σημαντική και έως τώρα αναξιοποίητη ευκαιρία για την ελληνική εξωτερική πολιτική με στόχο την σταδιακή ανάδειξη της Ελλάδος ως πόλο γεωπολιτικής σταθερότητας, ενεργειακής ασφάλειας και οικονομικής ευημερίας στο γεωγραφικό πλαίσιο των Βαλκανίων, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
*Δημοσιεύτηκε στο energia.gr στις 14/3/2018.
Η νέα ενέργεια της Τουρκίας να υπογράψει μνημόνιο με τη Λιβύη έρχεται να προστεθεί στις συνεχείς και επαναλαμβανόμενες προκλήσεις της του τελευταίου καιρού, που ως αποτέλεσμα έχουν φέρει την Ελλάδα στη δύσκολη θέση να προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει για τα αυτονόητα. Σε αυτή την πρόσφατη κίνηση έρχεται να προστεθεί και ο χάρτης που παρουσίασε ο πρέσβης κ. Τσαγατάι Ερτζίγες, φυσικά με την πλήρη συναίνεση της πολιτικής ηγεσίας, και ο οποίος επεκτείνει τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στο ήμισυ της Ανατολικής Μεσογείου, που σημαίνει ότι ούτε η Ελλάδα ούτε η Κύπρος δικαιούνται αντίστοιχο μερίδιο αυτής της θαλάσσιας ζώνης. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η μεν Ελλάδα έχει νησιά στην περιοχή, η δε Κύπρος, ως νησιωτικό κράτος, έχει αυξημένη επιρροή στο θέμα της υφαλοκρηπίδας.
Oλα αυτά παραβιάζουν κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, στο άρθρο 121, όλα τα νησιά, με εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας βράχων, δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), και υφαλοκρηπίδας. Ως γνωστόν, η Σύμβαση δεσμεύει τους πάντες, μέρη και μη μέρη. Και τα μεν μέρη τα δεσμεύει λόγω της συναίνεσής τους να την επικυρώσουν και προσχωρήσουν σε αυτήν, τα δε τρίτα κράτη, όσα δεν την έχουν επικυρώσει, διά μέσου του αντίστοιχου εθιμικού δικαίου, που είτε προϋπήρχε, είτε η ευρεία συμμετοχή κρατών σε αυτήν κινητοποίησε τη μεταβολή τους από συμβατική δέσμευση σε εθιμική δέσμευση.
Το ζήτημα δεν είναι συνεπώς κατά πόσον η Τουρκία δεσμεύεται από το άρθρο 121 (παρά το γεγονός ότι αρνείται κατηγορηματικά να επικυρώσει τη Σύμβαση), αλλά κατά πόσον τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ. Και στο σημείο αυτό η διεθνής νομολογία έχει εξειδικεύσει το άρθρο 121, με το να κάνει μερικές προσαρμογές στον γενικό κανόνα του. Πράγματι, με γνώμονα ορισμένα κριτήρια (μέγεθος του νησιού, τοποθεσία στην οποία βρίσκεται στον χώρο της οριοθέτησης), η νομολογία αποδίδει στα νησιά μια απόλυτη ή σχετική επήρεια, η οποία και προσδιορίζει το ποσοστό που το νησί δικαιούται ή δεν δικαιούται υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού μπορεί να ταυτιστεί με αυτήν του ηπειρωτικού εδάφους. Δηλαδή να απολαμβάνει πλήρους επήρειας, όπως συμβαίνει με τις ηπειρωτικές ακτές.
Το Διεθνές Δικαστήριο προσφέρει μια ποικιλία από λύσεις, που εξαρτώνται από τα κριτήρια που προαναφέραμε. Στην υπόθεση, λ.χ., Τυνησίας κατά Λιβύης, αφομοίωσε τα τηνυσιακά νησιά Κερκενά με το ηπειρωτικό έδαφος, χωρίς να τους δώσει ξεχωριστή επήρεια, επειδή αυτά βρίσκονταν πολύ κοντά στο έδαφος της Τυνησίας. Στην περίπτωση της Λιβύης κατά Μάλτας το Δικαστήριο έσυρε μια οριοθετική γραμμή βορειότερα της μέσης γραμμής, δίνοντας μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας στη Λιβύη, επειδή έκρινε ότι οι λιβυκές ακτές ήταν πολύ πιο εκτεταμένες από αυτές της Μάλτας, και κατά συνέπεια, η Λιβύη έπρεπε να απολαύσει μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας.
Για την περίπτωση των ελληνικών νησιών που έχουν τις ανατολικές ακτές μέτωπο στην Ανατολική Μεσόγειο, τι θα έλεγε το Δικαστήριο; Νομίζω ότι οι ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης δικαιολογούν, λόγω της έκτασής τους, μια προβολή στην Ανατολική Μεσόγειο που να αποδίδει στην Ελλάδα υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Δεν πρόκειται εδώ για πολύ μικρά νησιά, με περιορισμένες ακτές, κοντά στο ηπειρωτικό έδαφος της μιας ή της άλλης χώρας, που θα δικαιολογούσαν αγνόησή τους, κατά την οριοθέτηση, και συνεπώς απολαμβάνουν όλων των δικαιωμάτων που αποδίδονται από το άρθρο 121 της Σύμβασης. Επιφυλάσσομαι στο να διατυπώσω την άποψη μιας πλήρους επήρειας, γιατί αυτό είναι και συνάρτηση των αντίστοιχων παρακείμενων ακτών της γείτονος. Αλλά αυτό έχει μικρή σημασία, αν λάβουμε υπόψη ότι η Τουρκία με το πρόσφατο μνημόνιο και τον δημοσιοποιημένο χάρτη δεν αφήνει κανένα περιθώριο στην Ελλάδα για διεκδίκηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ περιορίζοντάς την στη στενή ζώνη της αιγιαλίτιδας των 6 ν. μιλίων.
Απέναντι σε αυτήν την ακραία συμπεριφορά τι όπλα έχει η Ελλάδα για να την αντιμετωπίσει; Οπως έχει τονιστεί επανειλημμένως, το μόνο οριστικό και αδιαμφισβήτητο όπλο είναι η προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη. Χρήσιμο είναι, προτού προσφύγουμε σε αυτήν, να επιχειρήσουμε επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών, ούτως ώστε να πετύχουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, ορισμένα θετικά αποτελέσματα από αυτές, και να διασκεδάσουμε τους φόβους της Τουρκίας ως προς την αναγκαιότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Ακολούθως, θα πρέπει να ξεκινήσουμε διμερείς διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνυποσχετικού, και κατάθεση, από κοινού, της προσφυγής.
Πάντως, αυτό το οποίο δεν μπορεί να συνεχιστεί είναι η τρέχουσα κατάσταση του ψυχρού πολέμου, γιατί εγκυμονεί κινδύνους απρόβλεπτης ανάφλεξης, ενός θερμού επεισοδίου τις φλόγες του οποίου δεν πρόκειται να κατασβέσουν, όπως έκαναν στο παρελθόν, οι φίλιες δυνάμεις.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 9/12/2019.
Η δημιουργία κοινής κυβέρνησης Σοσιαλιστών-Ποδέμος στην Ισπανία επιβεβαιώνει μια διαφοροποίηση τριών χωρών της Νότιας Ευρώπης που τείνει να γίνει ιστορική. Ενώ δηλαδή η κρίση και οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις που επέφερε η παγκοσμιοποίηση τείνουν να προκαλέσουν μια στροφή προς τα δεξιά, στην Ελλάδα (2015-2019), την Πορτογαλία και την Ισπανία (έως σήμερα) η κρίση προκάλεσε μια στροφή προς την Αριστερά.
Αυτή η αξιοσημείωτη στροφή δεν σημαίνει ότι και η Δεξιά δεν εισπράττει δυσαρέσκεια. Αλλά σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, και κυρίως με τη Γαλλία που πάντοτε ήταν ο πολιτικός οδηγός της Νότιας Ευρώπης, δείχνει μια διαφοροποίηση, που θα μπορούσε κανείς να την αποδώσει και στο γεγονός ότι στις τρεις αυτές χώρες η απέχθεια στις δικτατορίες κρατάει ακόμη γερά, καθώς και τα αντισώματα των δημοκρατικών μεταπολιτεύσεων της δεκαετίας του 1970. Αυτή η δημοκρατική παράδοση (με ονόματα όπως «ηγεμονία της Αριστεράς» ή «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης») βρέθηκε στο στόχαστρο της ευρύτερης Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου εδώ και δύο δεκαετίες. Αυτή όμως η παράδοση είναι και το μεγάλο πολιτισμικό κεφάλαιο της Αριστεράς, το οποίο οφείλει να διαφυλάξει.
Η δημοκρατική παράδοση αφενός δεν είναι παγιωμένος κώδικας, αφετέρου δεν μένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Δεν είναι απρόσβλητη από τη μετατροπή της σε κυβερνητική ιδεολογία, αλλά ούτε παραμένει αδιαφοροποίητη. Προφανώς υπάρχουν τάσεις και φάσεις περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές ή επιλεκτικά ριζοσπαστικές. Εχει όμως ορισμένα στοιχεία τα οποία την κάνουν διακριτή. Στοιχεία τα οποία προκύπτουν από τη σύγκρισή της με το αντίπαλον δέος.
Η δημοκρατία είναι σπάνιο λουλούδι. Οι χιλιετίες της ανθρώπινης Ιστορίας χαρακτηρίζονται από ιεραρχικές δομές που αποτυπώνονται στους νευρώνες των ανθρώπων, όθεν και στις νοοτροπίες, αφενός με την επιβολή και την τρομοκράτηση, αφετέρου με την υποταγή και τον φόβο. Είναι σπάνιες οι στιγμές που οι από κάτω αντιμιλούν στους από πάνω και τους αναγκάζουν σε αλληλο-αναγνώριση και συν-κυριαρχία. Μοιάζουν με αστραπές σε έναν απέραντο μουντό ορίζοντα. Και στον 20ό αιώνα είχαμε παρόμοιες εκλάμψεις. Αυτές τις δημοκρατικές εκλάμψεις προσπαθούμε και πρέπει να κρατήσουμε στον 21ο αιώνα.
Βαδίζουμε στην τρίτη δεκαετία αυτού του αιώνα που στέκει άγνωστος μπροστά μας. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι, ως αιώνας της παγκοσμιοποίησης, η κυριαρχία θα ασκείται από δυνάμεις εν πολλοίς ανεξέλεγκτες από τη λαϊκή κυριαρχία και τον έλεγχο των δημοκρατικών διαδικασιών. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν είναι απλώς οικονομικοί, έχουν ενίοτε προϋπολογισμούς μεγαλύτερους από κρατικούς, διαθέτουν μέσα καλλιέργειας συναίνεσης και ακόμη μια επεξεργασμένη εννοιολογική εργαλειοθήκη διακυβέρνησης που κάνει την εναλλακτική και αντιρρητική σκέψη σχεδόν αδύνατη.
Αυτός είναι ο ορίζοντας μπροστά μας. Για τον λόγο αυτόν η ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης στην Ελλάδα έχει τόσο μεγάλη σημασία. Αυτό είναι το εύρος και το βάρος του εγχειρήματος. Εθνικό και ευρωπαϊκό. Η συναίσθηση αυτή χρειάζεται να εμπεδωθεί σε όλους και η συναίσθηση αυτή μπορεί, και πρέπει, να δημιουργήσει την ανάλογη σοβαρότητα. Η συζήτηση που επικεντρώνεται σε πρόσωπα και συμμετοχές είναι αβυσσαλέα ασύμμετρη με την κλίμακα των αλλαγών με την οποία χρειάζεται να αναμετρηθούμε. Δυστυχώς όμως στη μικροκλίμακα λειτουργεί αποτρεπτικά. Εκείνο που με έμφαση πρέπει να τονιστεί είναι ότι η ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης δεν μπορεί να γίνει με άξονα τα πρόσωπα, αλλά τις μεγάλες γραμμές της πολιτικής. Χρειάζεται μεγάλες πολιτικές χειρονομίες που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες εκατομμυρίων, όχι μικρών ομάδων.
Οι πολιτικές δυνάμεις έχουν ζωή και προοπτική, στον βαθμό που ανανεώνονται. Και μπορούν να ανανεώνονται όταν λαμβάνουν υπόψη τους τα προβλήματα κάθε καινούργιας εποχής. Οχι όταν επαναλαμβάνουν με ευλάβεια μαγικές φράσεις άνευ νοήματος και περιεχομένου. Ο ριζοσπαστισμός είναι σημαντικό στοιχείο όταν πιάνει αυτές τις νέες ανάγκες πριν καλά καλά τις αντιληφθούν οι πολλοί, όταν προτείνει λύσεις και προοπτικές σπάζοντας καταναγκαστικές νοοτροπίες, αλλάζοντας τις συμβάσεις μέσω των οποίων καταλαβαίνουμε τα πράγματα. Αλλά ο ριζοσπαστισμός δεν είναι επάγγελμα. Οταν παγιώνεται σε ιδεολογία, αυτοαναιρείται. Διαρκής ριζοσπαστισμός είναι σχήμα οξύμωρο.
Τα όρια του ριζοσπαστισμού είναι μεταβαλλόμενα. Αυτό που σε μια εποχή ήταν ριζοσπαστικό, σε μια μεταγενέστερη γίνεται κοινοτοπία. Κάποτε ο λόγος των φεμινιστριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φαινόταν ξένος στους συνδικαλιστές και στο εργατικό κίνημα που επέμεναν στην ομοιογένεια του λαϊκού υποκειμένου. Ωστόσο πάνω σε αυτόν σχηματίστηκαν μερικά από τα πλέον ριζοσπαστικά μέτωπα τις τελευταίες δεκαετίες. Ο λόγος της κοινωνικής δικαιοσύνης φαινόταν ξένος και παλιομοδίτικος σε όσους επέμεναν στην καλλιέργεια της διαφορετικότητας.
Σήμερα όμως το αίτημα του περιορισμού των ανισοτήτων είναι κλειδί για τον αγώνα εναντίον των διακρίσεων. Επίσης ανοίγονται καινούργια μέτωπα και μια δημοκρατική πολιτική παράταξη πρέπει να είναι σε θέση να τα δεξιωθεί, να τους δώσει χώρο ανάπτυξης, να τα ενσωματώσει στο πρόγραμμά της. Επομένως το δίλημμα ριζοσπαστική Αριστερά ή Κεντροαριστερά είναι ψευδοπρόβλημα. Ενα κόμμα μπορεί να είναι ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα μαζικό. Αρκεί να συλλαμβάνει τα μηνύματα των καιρών και να μπορεί να τα μετατρέπει σε ανάγκες των μαζών.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 7/1/2020.
Η χώρα μπαίνει στη νέα χρονιά με ορισμένα πολύτιμα κεκτημένα της δύσκολης δεκαετίας που έκλεισε. Ξεχωρίζω τέσσερα, ξεκινώντας από το λιγότερο προφανές.
Φιλελεύθερο κεκτημένο. Τη δεκαετία της κρίσης, οι φιλελεύθερες ιδέες απέκτησαν νέα δυναμική. Αρχικά συνέβαλε η ανανέωση του ΠΑΣΟΚ. Επειτα, το 2014, ένα νέο φιλελεύθερο κόμμα, το Ποτάμι. Μετά το 2015, σημαντικά μέτρα διεύρυνσης ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προωθήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. To 2015, 193 βουλευτές ψήφισαν την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια. Ανάμεσά τους 19 βουλευτές της Ν.Δ., μεταξύ τους και ο σημερινός πρωθυπουργός. Η φιλελεύθερη στροφή της Ν.Δ. εμπεδώθηκε με την εκλογή του στην ηγεσία και στην κυβέρνηση.
Η κοινωνία γίνεται πιο ανεκτική, πιο «ευρωπαϊκή». Πρόσφατο παράδειγμα: Προσβλητικές για τη γυναικεία υπόσταση σεξιστικές αναφορές αποδοκιμάζονται παραχρήμα και ομοθυμαδόν στον δημόσιο διάλογο. Δεν είμαστε βέβαια Σκανδιναβία, και η ατολμία επικρατεί σε αρκετά ζητήματα. Αλλά η πρόοδος είναι ορατή και χτίζει αποτελέσματα. Βοηθά και η γενιά του brain drain, ενεργή στα κοινωνικά μέσα, εισάγοντας μια «δυτική» οπτική ανοιχτής κοινωνίας. Βοηθά και η χρεοκοπία του πελατειακού, κρατικιστικού μοντέλου.
Ποιοι απειλούν το φιλελεύθερο κεκτημένο; Οχι η αποκατάσταση της δημόσιας τάξης και η επιστροφή του κράτους στις μέχρι πρότινος μαύρες τρύπες της ανομίας. Οχι η προσπάθεια απο-γκετοποίησης των Εξαρχείων ή απο-ασυλοποίησης των πανεπιστημίων, όσο κι αν η αντιπολίτευση αρέσκεται σε καρικατούρες κρατικού αυταρχισμού. Μεμονωμένα κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας δεν αλλάζουν τη μεγάλη εικόνα.
Το φιλελεύθερο κεκτημένο, όμως, δοκιμάζεται από τη μεταναστευτική κρίση και τις κοινωνικές εντάσεις που αυτή δημιουργεί. Ο φιλελεύθερος ανθρωπισμός συγκρούεται ευθέως με τις αντοχές νησιωτικών κοινωνιών, των οποίων ο κοινωνικός ιστός και η στοιχειώδης κοινωνική ειρήνη διαρρηγνύονται βίαια από τεράστιες εισροές απελπισμένων, ανθρώπων που είναι αδύνατο να ενσωματωθούν. Προστίθεται η βάσιμη ανησυχία δημιουργίας αυριανών νησίδων ριζοσπαστικοποίησης και θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Οσο μυωπική είναι η πολιτική ανοιχτών θυρών, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι η εχθροπάθεια και η εμπρηστική ρητορική τροφοδοτούν φαύλους κύκλους φυλετικών εντάσεων και αυτοεκπληρούμενες προφητείες συγκρούσεων.
Κεκτημένο οικονομικής προσαρμογής. Εις πείσμα των μηδενιστών, πολλά έχουν βελτιωθεί στην οικονομία, που ανακάμπτει. Πλήθος μεταρρυθμίσεων συνιστά μια θετική κληρονομιά. Τα ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα περιβάλλονται από ευρεία πολιτική και κοινωνική συναίνεση, όπως και η πρόταξη της ανταγωνιστικότητας και ελκυστικότητας στις ξένες επενδύσεις.
Ποιοι απειλούν το κεκτημένο της οικονομικής προσαρμογής; Η αρνητική κληρονομιά της αποεπένδυσης και κατάρρευσης της απασχόλησης, που υποσκάπτει την παραγωγική δυνατότητα. Μακροπρόθεσμα η δημογραφική γήρανση. Μια επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.
Μια μελλοντική χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, άμβλυνση μεταρρυθμιστικού ζήλου, επιστροφή του οικονομικού λαϊκισμού που τόσο στοίχισε στη χώρα.
Κεκτημένο γεωπολιτικής ασφάλειας, μετά τη διακινδύνευση της συμμετοχής μας στο ευρώ και τις τυχοδιωκτικές επιλογές του τραγι(κωμι)κού πρώτου εξαμήνου 2015. Η Ελλάδα είναι ξανά σταθερά στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Ομως απειλείται ευθέως από την αναθέρμανση επιθετικότητας του εξ Ανατολών γείτονα.
Κεκτημένο δημοκρατικής ομαλότητας και πολιτικής σταθερότητας. Κύριο οξύτατο πρόβλημα της χώρας από το 2010 ήταν ο πολιτικός κίνδυνος. Η απουσία συναίνεσης από το εκάστοτε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που μετριάστηκε προσωρινά με την κυβέρνηση συνεργασίας Λουκά Παπαδήμου. Με αξιωματική αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ, ο πολιτικός κίνδυνος χτύπησε κόκκινο, και η απομάκρυνση επενδυτών κι αποταμιευτών μετατράπηκε σε πανικόβλητη φυγή το 2015, όταν ο κύριος πολιτικός κίνδυνος της χώρας ήταν πλέον η ίδια η κυβέρνηση. Από το 2016 ο πολιτικός κίνδυνος άρχισε να εξασθενεί, με κύριους συντελεστές τη ρεαλιστική στροφή της κυβέρνησης και μια αξιωματική αντιπολίτευση που, για πρώτη φορά, δεν υποσχόταν να σχίσει τα μνημόνια και να αλλάξει τα συμφωνημένα.
Η ένταση με την Τουρκία βρίσκει το πολιτικό σύστημα με ώριμη στάση εθνικής ενότητας και κομματικής αυτοσυγκράτησης. Η κυβέρνηση ενημερώνει την αντιπολίτευση, η οποία απέχει από ακραίες κορώνες. Στην τελετή του EastMed προσκλήθηκαν όλοι οι προηγούμενοι υπουργοί.
Ολα τα παραπάνω είναι δεδομένα, αλλά εύθραυστα. Αν κάτι μάθαμε μετά το 2010 είναι ότι λίγα πράγματα είναι οριστικά και αμετάκλητα. Η Ιστορία δεν είναι γραμμική πρόοδος, αλλά μια λιτανεία ατυχημάτων, παλινδρομήσεων, αποτυχιών. Τα διδάγματα της εμπειρίας αναμετρώνται διαρκώς με την ανθρώπινη σφαλερότητα. Η οδυνηρά κτηθείσα αυτογνωσία με το κακό μας το κεφάλι. Ο Σίσυφος βρήκε ίσιωμα, αλλά ο δρόμος έχει στροφές και δεν ξέρουμε παρακάτω τι κρύβει.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 5/1/2020.