Friday, 19 April 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Θέλουμε περισσότερη Ευρώπη;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει γίνει τα τελευταία χρόνια αντικείμενο σφοδρής αντιπαράθεσης, μεταξύ άλλων και στη χώρα μας. Ακολουθούν οι τοποθετήσεις του Γιώργου Παγουλάτου, Καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Αντιπροέδρου του ΕΛΙΑΜΕΠ και του δικηγόρου – δημοσιογράφου Αντώνη Παπαγιαννίδη.

Γιώργος Παγουλάτος: Στην ενότητα η ισχύς

Για καλύτερη Ευρώπη, περισσότερη Ευρώπη. Γιατί; Η ευρωπαϊκή ενοποίηση αυξάνει τις συλλογικές ωφέλειες για όλα τα κράτη-μέλη. Στην ενότητα η ισχύς. Όταν η Ε.Ε. έχει εξουσίες, οι πολιτικές ασκούνται αποτελεσματικά και η Ευρώπη μπορεί να ηγηθεί. Σκεφτείτε Συμφωνία του Παρισιού για το παγκόσμιο κλίμα ή την προστασία προσωπικών δεδομένων. Όπου αποτυγχάνει η Ε.Ε. είναι κυρίως επειδή τα κράτη-μέλη δεν της έχουν παραχωρήσει εξουσίες. Χρειάζεται μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου και μετανάστευσης (με Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή και Ακτοφυλακή), για να μην πεθαίνουν χιλιάδες μετανάστες στη Μεσόγειο και να επιμεριστεί σε όλους το βάρος αντιμετώπισης των μεταναστευτικών ροών. Χρειάζεται ενιαία ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Η παγκόσμια ισχύς της Ευρώπης περιστέλλεται από την απροθυμία των κρατών-μελών για μια πραγματικά κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Χρειάζεται στενότερος φορολογικός συντονισμός για την καταπολέμηση των φορολογικών παραδείσων και του επιβλαβούς ανταγωνισμού. Οι παγκόσμιοι μονοπωλιακοί γίγαντες τεχνολογίας (GAFA) πρέπει να φορολογηθούν και γι' αυτό χρειάζεται ισχυρότερη Ε.Ε. με ενιαία φωνή.
Απαιτείται στενότερη ενοποίηση στο ευρώ, με δημιουργία κοινών θεσμών και πολιτικών για τον επιμερισμό των κινδύνων· δημοσιονομική ενοποίηση, με δημιουργία ευρωομολόγου (safe asset), που θα έχει ευεργετικές συνέπειες στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης και την ενδυνάμωση του παγκόσμιου ρόλου του ευρώ· «δημοσιονομική δυνατότητα», προϋπολογισμός Ευρωζώνης με ρόλο μακροοικονομικής σταθεροποίησης, κατά τις προτάσεις Μακρόν – και όχι τη νερωμένη εκδοχή που συμφωνήθηκε στο Eurogroup. Στην τραπεζική ενοποίηση, είναι αναγκαίο ένα κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Και στενότερος συντονισμός οικονομικών πολιτικών, προς αποφυγήν όχι μόνο των εξωτερικών ελλειμμάτων, αλλά και των υπέρμετρων πλεονασμάτων.
Πρέπει η Ευρωζώνη να αναθεωρήσει την εμμονή στην υπέρμετρη δημοσιονομική πειθαρχία, όσο τα πολύ χαμηλά επιτόκια μακροπρόθεσμου δανεισμού επιτρέπουν (επιβάλλουν!) τη χρηματοδότηση πολλαπλάσιων επενδύσεων – στις ΑΠΕ, την «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση», τη βελτίωση απασχόλησης και δεξιοτήτων.
Περισσότερη Ευρώπη, τέλος, σε έναν κόσμο ανταγωνισμού υπερδυνάμεων, είναι προϋπόθεση ώστε η Ε.Ε. να προστατεύσει τις αξίες και τα συμφέροντά της.

Αντώνης Παπαγιαννίδης:«Οχι» σε τρία επίπεδα

Υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις στο «Θέλουμε περισσότερη Ευρώπη;». Και στις τρεις, η απάντησή μου είναι αρνητική. Δεν θέλουμε περισσότερη Ευρώπη, πάντως δεν θέλουμε περισσότερη Ευρώπη έτσι απλά και μονοδιάστατα. Αν είναι ο βηματισμός της Ιστορίας να δώσει «περισσότερη Ευρώπη», τότε τη θέλουμε (δηλαδή τη χρειαζόμαστε) πολύ πολύ διαφορετική.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η πρώτη προσέγγιση στο «περισσότερη Ευρώπη», η οποία είναι και η συνηθέστερη άλλωστε, είναι εκείνη που θεωρεί ότι με την επίκληση δίκην ψαλμωδίας «Ευρώωωπη! Ευρώωωπη!» φεύγει το κακό. Προκύπτουν λύσεις. Αποκτάται προκοπή – τέτοια πράγματα. Αυτού του είδους η περισσότερη Ευρώπη είναι σαν τη χιλιαστική/σοσιαλιστική ελπίδα του υπαρκτού, παλιότερα. Ή σαν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις που τόσο συχνά θεωρήσαμε –εδώ– ότι θα προκύψουν κατ' εντολήν ή βάσει επίκλησης. Η Ευρώπη ως οφθαλμαπάτη δεν είναι καλό πράγμα. Ως προσευχή, ακόμη λιγότερο.
Η δεύτερη προσέγγιση στην «περισσότερη Ευρώπη» παραπέμπει σε κάτι πολύ σοβαρό, αρθρωμένο, δομημένο. Έχει να κάνει με την εμβάθυνση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, με την προώθηση ισχυρότερης οικονομικής ενσωμάτωσης – εδώ στόχευαν οι πρώτες προτάσεις Μακρόν σε Πνύκα και Σορβόννη, για ουσιαστικότερη Οικονομική Ένωση ως συνέχεια της Ευρωζώνης. Τίποτε απ' αυτά δεν προχώρησε, περισσότερο έμεινε ως window dressing. Προϋπολογισμός Ευρωζώνης για αντιστάθμιση ανισοτήτων και πρόληψη των σοκ; Αδιανόητο για το Βερολίνο. Ξεχάστε το! Έχει όμως να κάνει αυτή η εκδοχή «περισσότερης Ευρώπης» και με ομοσπονδιοποίηση, με διαμόρφωση κοινής –όχι συντονισμένης– εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας, για παράδειγμα. Σοβαρά τώρα: Μια χώρα με την οικονομική δομή της μεταμνημονιακής Ελλάδας ή μια χώρα που δεν τολμά να αντικρίσει τη συμφωνία των Πρεσπών χωρίς νευρική κρίση, θέλει/αντέχει «περισσότερη Ευρώπη»;
Μένει η τρίτη προσέγγιση. Μια Ευρώπη επιβολής - επικράτησης του ισχυροτέρου. Τέτοια είναι η υπό διαμόρφωση Ευρώπη μετά-την-κρίση, η Ευρώπη που, για να είναι λειτουργική, προκύπτει περισσότερο διακρατική. Δηλαδή, να εννοούμαστε, γερμανική-κεντροευρωπαϊκή. Ας είμαστε ειλικρινείς: το διαβόητο «Forget it, Yannis!», ο φίλος της Ελλάδας Σόιμπλε στον Γιάννη Στουρνάρα το είπε, όχι στον Γιάνη Βαρουφάκη ή στον Ευκλείδη!
Όχι περισσότερη Ευρώπη. Διαφορετική, ίσως. Αλλά πώς;

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 5/5/2019. 

Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα μίας χρήσης;

Ο πρόεδρος της Ν.Δ. χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ «κόμμα της κρίσης» και άρα «κόμμα μίας χρήσης». Ενδιαφέρον, ποιος το λέει αυτό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ένας αυτοδημιούργητος πολιτικός, αλλά γόνος μιας πανίσχυρης πολιτικής δυναστείας, της ισχυρότερης στην Ελλάδα. Ισχυρότερης και από τους Παπανδρέου και από τους Καραμανλήδες.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης - παππούς, στην Κρήτη, στα 1889-90, είναι αυτός που πατρονάρισε ώστε να εκλεγεί βουλευτής ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μια δυναστεία λοιπόν που παραπέμπει στο ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα του προπερασμένου αιώνα εναντίον ενός κόμματος «μίας χρήσης». Ανανέωση ή αναπαλαίωση της Ελλάδας; Δεν είναι ήδη ρετρό οι δύο από τους τρεις πολιτικούς αρχηγούς (Μητσοτάκης, Γεννηματά) να είναι γόνοι, άνθρωποι χωρίς καμιά ιδιότητα που θα τους αναδείκνυε σε αρχηγούς, πέραν του κληρονομημένου ονόματος;

Δεν θα φαίνεται σαν επιστροφή στο μακρινό παρελθόν το ενδεχόμενο μια χώρα όπου η κυβέρνηση και πρώτος δήμος της περιέρχονται στην πιο παλιά πολιτική οικογένεια; Μπορεί να καυχηθεί κανείς ότι η οικογενειοκρατία σημαίνει εκσυγχρονισμός, πρόοδος της δημοκρατίας και της ισονομίας των πολιτών; Ο Μητσοτάκης, άθελά του, συνοψίζει το πολιτικό πρόβλημα ακριβώς σ' αυτό το ερώτημα.

Αλλά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ «κόμμα μίας χρήσης»; Με βάση την πεποίθηση ότι αποτελεί συναισθηματική και αδικαιολόγητη αντίδραση στην κρίση, χωρίς μέλλον, κάτι σαν παροδική καταιγίδα, πορεύτηκε η Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. και τα φιλικά τους ΜΜΕ, όχι μόνο από το 2015, θεωρώντας τον παρένθεση και ζητώντας κάθε τρίμηνο εκλογές, αλλά από το 2012, όταν ο δίδυμος σεισμός εκείνου του χρόνου κλόνισε το προηγούμενο κομματικό σύστημα.

Μπορεί να διαψεύστηκαν από την ανθεκτικότητά της κυβέρνησης, από τη βελτίωση των οικονομικών δεικτών, από τη σύσσωμη ευρωπαϊκή αποδοχή της λύσης του Μακεδονικού. Ωστόσο η ιδέα της παροδικότητας υπαγορεύει τις θεωρίες για «στρατηγική ήττα», αλλά και τις αυταπάτες για επιστροφή στο προ της κρίσης κομματικό σύστημα. Ας την εξετάσουμε λοιπόν.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το συλλογικό έργο «ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα εν κινήσει. Από τη διαμαρτυρία στη διακυβέρνηση» σε επιμέλεια Γιάννη Μπαλαμπανίδη, (εκδ. Θεμέλιο). Πρόκειται για ένα συλλογικό πορτρέτο του κόμματος «που αναδύθηκε αιφνιδίως, προκάλεσε έντονα πάθη, εκτοξεύτηκε μέσα από τις αντιφάσεις του και (μοιάζει να) εγκαθιδρύθηκε ως βασικός παίκτης εξουσίας, αφήνοντας βαθύ αποτύπωμα στην εποχή του, για το καλό ή το κακό».

Στην έκδοση αυτή συγκεντρώνονται μελέτες από 19 από τους καλύτερους νέους πολιτικούς επιστήμονες και ιστορικούς, συνομήλικους λίγο πολύ, του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ. Και επειδή οι συγγραφείς συγκρίνουν τη δουλειά τους με τις μελέτες των δασκάλων τους για το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή εκείνες που γράφηκαν στη δεκαετία του 1980 και 1990, θα έλεγα ότι είναι καλύτερη.

Γιατί σε εκείνες τις μελέτες, η ανάλυση υποχωρούσε στη δεοντολογία. Οι συγγραφείς δηλαδή τότε είχαν έναν κανόνα στο μυαλό τους και μετρούσαν με τη μεζούρα τις αποκλίσεις. Στον τόμο αυτό δεν υπάρχει η αντίληψη ότι η Ελλάδα είναι εξαίρεση ή απόκλιση από την Ευρώπη. Αντίθετα, ξεδιπλώνεται η αντίληψη ότι μέσα από την κρίση που έπληξε την Ελλάδα προκύπτει ένας πειραματισμός ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, στον οποίο δοκιμάζονται πολλά υλικά, ευρωπαϊκά και ελληνικά.

Το βιβλίο, χωρίς να υποκαθιστά μια ιστορία της κρίσης, διαβάζεται και ως ιστορία της κρίσης. Νομίζω ότι η έκδοση αυτή δίνει μια τεκμηριωμένη απάντηση, με στοιχεία από αλλεπάλληλες εκλογικές μετακινήσεις κατά τη διάρκεια χρόνων, στη θεωρία για την προσωρινότητα του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία τάχα θα εκλείψει με την επιστροφή στην κανονικότητα.

Δεν διαπιστώνουμε μόνο μια συνολική μετατόπιση τριών εκατομμυρίων ψήφων του ΠΑΣΟΚ σε τέσσερις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε την ίδια αλματώδη πορεία εκείνου του κόμματος, στα 1974-1981, που δημιούργησε ένα από τα μακροβιότερα ελληνικά πολιτικά συστήματα στην ελληνική ιστορία. Δίνει τεκμηριωμένη απάντηση και στις μεταμορφώσεις και μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ που δεν ήταν μικρότερου βεληνεκούς από εκείνες του ΠΑΣΟΚ.

Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ θεωρείται συνήθως αρνητική λόγω της κατάληξης αυτού το κόμματος. Ωστόσο εξέφρασε μια ιστορική ανάγκη: την άρνηση, τον τερματισμό και την υπέρβαση της μετεμφυλιακής περιόδου. Διεύρυνε τη Μεταπολίτευση και διαχειρίστηκε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, στην οποία προηγουμένως είχε αντιταχθεί. Εκείνα τα κόμματα από τα οποία το ΠΑΣΟΚ άντλησε μαζικά ψήφους ήταν η προδικτατορική Αριστερά (ΕΔΑ) και Κεντροαριστερά (μέρος της Ε.Κ.), σχηματισμοί που εξέφρασαν ανάλογες ανάγκες στην εποχή τους, και αυτά κόμματα χωρίς συνέχεια.

Παρατηρούμε επομένως ότι η δημοκρατική παράταξη στην Ελλάδα δεν εκφράζεται από ένα κόμμα παγιωμένης καθεστωτικής διαχρονίας, όπως η Δεξιά, αλλά από κομματικούς σχηματισμούς, οι οποίοι ανεξαρτήτως ιστορικής προέλευσης ανταποκρίνονται στις ιστορικές προκλήσεις της εποχής τους. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ακόμη μέλλον αλλαγών και μετασχηματισμών. Αν δεν αλλάξει, ένας νέος σχηματισμός θα τον αντικαταστήσει, αργά ή γρήγορα.

Συμπέρασμα: Εχει δίκαιο ο πολιτικός γόνος. Το δίλημμα είναι αναπαλαίωση με δοκιμασμένα τζάκια ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού, πατροναρισμένα από λατινοαμερικάνικου τύπου νονούς, ή διάλογος και πειραματισμός με τη ρέουσα ιστορία;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/5/2019. 

Αξιολογήσεις και αγορές

Μας παρατηρήθηκε ότι «σπαταλήσαμε χώρο και προσπάθεια» αναδιφώντας προ ημερών τι λένε και πώς εξηγούν τις πρόσφατες αξιολογήσεις τους για την Ελλάδα οι τρεις Οίκοι αξιολόγησης/rating agencies – S&P, Moody's, Fitch - , καθώς και αυτών οι απόψεις συχνά-πυκνά έχουν χάσει (και μάλιστα με απόσταση) την ουσία των εξελίξεων. Και στην αξιολόγηση τα πιστοληπτικής ικανότητας χωρών, και σε εκείνην επιχειρήσεων και τραπεζών: δύσκολα θα ξεχαστεί η αστοχία της αξιολόγησης της Lehman Bros λίγες μόλις εβδομάδες προτού αυτή εξαχνωθεί πυροδοτώντας την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9, ή πάλι την βαθμολόγηση με ΑΑΑ των suprimes στεγαστικών δανείων που έφεραν την μεγάλη κατολίσθηση. αλλά και η παρακολούθηση οικονομιών όπως της Ελλάδας το 2009-10, μέχρι και μήνες πριν την βύθιση και την «διάσωση», δύσκολα αντέχει σε όποια κριτική αποτίμηση.
Βέβαια... αυτές τις rating agencies έχουμε, αυτές παρακολουθούμε! Διόλου τυχαία αυτές παρακολουθούν και αυτές ακολουθούν, τις κρίσεις και τις αξιολογήσεις τους, οι ίδιες «οι αγορές», από την έμπρακτη αποδοχή των οποίων κρεμόμαστε εφεξής. (Όχι δηλαδή πώς – άμα είναι κανείς ειλικρινής – δεν θα δει και των θεσμικών παρακολουθητών τις άστοχες επιδόσεις, του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε προβλέψεις και αξιολογήσεις. Δύσκολα θα μείνει ενθουσιασμένος! Μην την ξαναρχίσουμε όμως αυτήν την συζήτηση). Άλλωστε, και η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην κρίση/βαθμολόγηση των S&P, Μoody's, Fitch στηρίζεται (άντε και στην μικρότερη Καναδέζικη DBRS...), βλέποντας πότε θα δώσουν investment grade/επενδυτική βαθμίδα, ώστε να ανοίξει τις πύλες του παραδείσου για τα ομόλογα μιας χώρας.
Πάντως, επειδή και οι θεσμικοί αυτοί παράγοντες τον έχουν δει τον κίνδυνο οι εξωτερικές αξιολογήσεις στις οποίες στηρίζονται να μην είναι και τόσο αξιόπιστες, πριν δυο χρόνια η ίδια η ΕΚΤ είχε δημοσιοποιήσει μια μελέτη – των Bruha-Karber-Pierluigi-Setzer, ως Working Paper Νο 2011 – με την οποία ακριβώς προσέγγιζε κριτικά την διασύνδεση των βαθμολογήσεων/ratings των κρατικών ομολόγων με τα μακροοικονομικά θεμελιώδη/fundamentals, τόσο για τις χώρες που υποβαθμίστηκαν μέσα στην θύελλα (Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία αλλά και Ιταλία) όσο και για εκείνες που την πέρασαν ξώφαλτσα (Βέλγιο, Γαλλία). Το βασικό συμπέρασμα – με ευγενική διατύπωση – είναι ότι οι μεταβολές στην βαθμολόγηση «κατά κανόνα ακολουθούν τις οικονομικές εξελίξεις, παρά λειτουργούν ως προπομπός των μελλοντικών εξελίξεων». Μόνον μετά την απότομη (και άγαρμπη) αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων στην περίπτωση της Ελλάδας το 2009-10, άρχισαν οι οίκοι αξιολόγησης να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στα θεμελιώδη των οικονομιών...
Ενώ λοιπόν παλαιότερα – για παράδειγμα στην κρίση της Νοτιοανατολικής Ασίας της δεκαετίας του ΄90 – υπήρχε μια τάση οι αξιολογήσεις των rating agencies να είναι υπερβολικά συντηρητικές, στην περίπτωση των χωρών κρίσης της Ευρωζώνης μάλλον είχε υπάρξει υπεραισιοδοξία (που εν συνεχεία «διορθώθηκε» απότομα). Για την περίπτωση που αυτό κάνει καλό στην ψυχή των ανθρώπων, το συμπέρασμα της μελέτης της ΕΚΤ ήταν ότι «στις περιπτώσεις των περισσότερων χωρών (Ευρωζώνης) η έκταση των υποβαθμίσεων ήταν ευθυγραμμισμένη με, ή – στην περίπτωση της Ελλάδας – ακόμη και πιο περιορισμένη από την επιδείνωση των θεμελιωδών/fundamentals». Οπότε η τελική απόφανση της μελέτης – ότι «είναι αμφίβολο αν η βαθμολόγηση θα επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα σε σύντομο διάστημα (anytime soon)» – παραμένει ως δυσοίωνη ηχώ. Αυτά, σε μελέτη Φεβρουαρίου του 2017.
Μιας και αναφερθήκαμε, πάντως, στο πώς/πόσο «οι αγορές» ακούνε τους οίκους αξιολόγησης, να έχουμε καταθέσει και μια δυσσεβή παρατήρηση. Η καθυστέρηση με την οποία προσαρμόζεται η βαθμολόγησή τους όσον αφορά την Ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της, «βοηθάει» ώστε τα επιτόκια με τα οποία εκδίδονται – και θα εκδίδονται για κάμποσο καιρό ακόμη... - τα Ελληνικά ομόλογα να είναι κατά μια και δυο εκατοστιαίες μονάδες ακριβότερα για μας. Ή, άμα το δούμε αντίστροφα, κατά μια και δυο μονάδες αποδοτικότερα για όσους φορτώνουν Ελληνικό χαρτί (άμα όλα πάνε καλά μέχρι την εξόφληση, βέβαια). Αντίστοιχα αποδοτικότερη θα είναι η διακράτηση Ελληνικού χαρτιού για όσους το επέλεξαν νωρίτερα, στην δευτερογενή αγορά. Άμα λοιπόν το δει κανείς έτσι το πράγμα, είτε οι rating agencies λειτουργούν προειδοποιητικά μην μας μπει καμιά ιδέα χαλάρωσης (κάτι σαν ΔΝΤ, ας πούμε...), είτε πάλι λειτουργούν ως κράχτες (συγγνώμη για την λαϊκότροπη έκφραση!) για ακριβή αλλ' αποδοτική επένδυση σε Ελληνικό χαρτί στην τωρινή φάση, της μετάβασης προς «τις αγορές». Έτσι ή αλλιώς, οι μήνες που έρχονται θα δείξουν ποια λειτουργία θα επικρατήσει.
Όσο εμείς προσδοκούμε απόδοση του 10ετούς στο 3%, οι Κύπριοι π.χ. κινούνται με 1,5%. αυτά, δε, σε ένα κλίμα που ευνοεί τα ομόλογα της περιφέρειας...

Τελικά, η Standard&Poor's δεν μας αξίωσε αναβάθμισης. Γι αυτήν, η Ελλάδα παραμένει στην βαθμίδα αξιολόγησης Β+, με θετική προοπτική/outlook ενώ ήδη εδώ και καιρό μια αναβάθμιση (σε ΒΒ-) είχε περίπου προεξοφληθεί. Μάλιστα πολλοί συνέδεαν – και – αυτήν την αναβάθμιση με νέα έξοδο στις αγορές αρχές Μαΐου/πριν τις κάλπες, καθώς οι αποδόσεις των Ελληνικών ομολόγων παραμένουν σε ενθαρρυντικά χαμηλά επίπεδα – σταθερά στην περιοχή του 3,3% το benchmark 10ετές.
Τον Ιανουάριο , η S&P είχε επιλέξει να αφήσει την Ελλάδα σε βαθμίδα Β+, με θετική όμως προοπτική. Τότε, ο δισταγμός της να «δώσει» αναβάθμιση οφειλόταν στο απαιτητικό μενού μεταρρυθμίσεων που υπήρχαν μπροστά μας, καθώς και στην διαφαινόμενη προβληματικότητα του τραπεζικού συστήματος. Τουλάχιστον η S&P είχε ήδη φροντίσει να κάνει λόγο για ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2,4% ετησίως στο διάστημα 2019-2022 (με βάση τις εξαγωγές αλλά και την ζήτηση των νοικοκυριών) – πρόβλεψη που σήμερα ακούγεται μάλλον υπεραισιόδοξη.
Αφού πια «μάθαμε» να παρακολουθούμε από κοντά εκείνους που μας παρακολουθούν ας σταθούμε λίγο περισσότερο στο τι είχε να πει η S&P στο αιτιολογικό των δισταγμών της, αναπτύσσοντας ακριβώς την «θετική προοπτική». Το θετικότερο που είχε να πει αφορά τους αναπτυξιακούς ρυθμούς, τους οποίους ανεβάζει – σε μέσο όρο – σε 2,8% για την περίοδο 2019-22, εξειδικεύοντας μάλιστα σε εκκίνηση 2,3% για φέτος (με καταγραφόμενο το περσινό 1,9%) και φθάνοντας σε 3,2% το 2022: άλλη βαθμίδα υπεραισιοδοξίας. Αυτή η προβολή στηρίζεται σε προσδοκία αύξησης των ιδιωτικών επενδύσεων, και μάλιστα των άμεσων ξένων επενδύσεων, της οποίας το αναπτυξιακό αποτέλεσμα αξιοποιεί προκειμένου να προβλέψει συνέχιση της μείωσης του χρέους (συνεπώς, για ματιά rating agency, πρόοδο στον ενάρετο κύκλο βιωσιμότητάς του). Για να εξαντλήσουμε αυτήν την πτυχή, η S&P αξιοποιεί για την έκκεντρη πρόβλεψή της για μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη την συνεισφορά των εξαγωγών – κι ας αναγνωρίζει ότι η υποχώρηση της ζήτησης στην Ευρώπη μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά.
Καθώς όμως εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει στην στάση της S&P είναι το μετέωρο βήμα της αξιολόγησής της, αξίζει να σταθεί κανείς κάπως περισσότερο σε ό,τι αφορά τις επιφυλάξεις που διατυπώνει. Εδώ, την άμεση εντύπωση της δημοσιότητας κράτησε η αναφορά στο ρίσκο που δημιουργεί το προεκλογικό περιβάλλον/η πιθανή πολιτική πόλωση για Ευρωεκλογές και εθνικές εκλογές. Δείτε την αιτιολογία που δίνεται: μεταρρυθμιστική κόπωση, ιδίως στις ιδιωτικοποιήσεις και την πρόοδο στα κόκκινα δάνεια, αλλά και... στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης.
Και η μεν αναφορά στις δημοσιονομικές επιπτώσεις των δικαστικών αποφάσεων για τα αναδρομικά κοκ (που επίσης κάνει η S&P) έχει ασφαλώς νόημα: όμως το να έρχεται ένας παρατηρητής να συνδέει το προεκλογικό κλίμα με την μακροπρόθεσμη βελτίωση της Ελληνικής Δικαιοσύνης, δείχνει ότι οι rating agencies σαν να έχουν δει λιγάκι παράξενα τον ρόλο τους παρακολούθησης/αξιολόγησης/συγκράτησης των οικονομιών που, όπως η Ελληνική, ξαναβρίσκουν μεταΜνημονιακά τον δρόμο τους προς τις αγορές...
Αφήνουμε εδώ την S&P στους αναστοχασμούς της, να δούμε μια στιγμή προς σύγκριση κάποιες άλλες, αντίστοιχες απόψεις. Η αναβάθμιση από την Moody's στις αρχές Μαρτίου, κατά δυο βαθμίδες (από Β3 σε Β1 όπως τα μετράει η Moody's) είχε συνδυαστεί με αναφορά σε «σταθερή» προοπτική – πράγμα που σήμαινε ότι δεν αναμένεται κάποια ουσιώδης μεταβολή στα fundamentals της οικονομίας, ούτε άλλωστε κάποια άλλη «πολιτική» εκτίμηση/αξιολόγηση που να δημιουργεί προσδοκία μεταβολών.
'Έξη μήνες νωρίτερα, η ίδια Moody's είχε προτιμήσει να μην «δώσει» αναβάθμιση: απλώς τότε είχε μετακινήσει στην προοπτική/outlook σε θετική.
Να θυμίσουμε ότι η Moody's είχε συνδυάσει την ανοιξιάτικη αναβάθμισή της – ανάμεσα σε δυο «εξόδους» της Ελλάδας στις αγορές – με την δημοσιονομική υπεραπόδοση (ανάγνωθι: τα υπερπλεονάσματα) , με το «εδραιωμένο» πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων αλλά και με την συνεχιζόμενη επιτήρηση της οικονομίας (που αποτρέπει το ενδεχόμενο ανατροπής των μεταρρυθμίσεων).
Και για να κλείσουμε με τους Οίκους αξιολόγησης, να θυμηθούμε και την Fitch, που τον Φεβρουάριο δεν αναβάθμισε αλλά μας διατήρησε σε ΒΒ- με σταθερή προοπτική, βασιζόμενη στην «ισχυρότερη δημοσιονομική επίδοση» της χώρας, σε σύγκριση μάλιστα με άλλες τότε αξιολογούμενες. Και η Fitch έκανε λόγο για αύξηση των επενδύσεων και για προσδοκία επιτάχυνσης της ανάπτυξης (Φεβρουάριο, αυτό) με ορίζοντα το 2020 ένα 2,2-2,3%, αλλά «ζήτησε» με έμφαση να υπάρξει πρόοδος στο θέμα των κόκκινων δανείων ως προϋπόθεση για ουσιαστική βελτίωση στην χρηματοδότηση της οικονομίας.
Στην θάλασσα αυτή των αξιολογήσεων, συνεχίζεται λοιπόν η πλεύση της Ελλάδας προς την απέναντι ακτή – εκείνη των αγορών.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 4/5/2019. 

Η οικοδόμηση της Ε.Ε. και οι ευρωεκλογές

Η οικοδόμηση της ένωσης κρατών ήταν μια φιλόδοξη προσπάθεια. Σίγουρα, τα μέλη πέτυχαν κάποιο βαθμό οικονομικοπολιτικής ενοποίησης και κοινούς δημοσιονομικούς και νομισματικούς θεσμούς. Από την άλλη, η κρίση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής αποκάλυψε αδυναμίες. Ταυτόχρονα, ανέδειξε τη διεθνή επιρροή των πιστωτριών χωρών, όπως π.χ. της Γερμανίας, και τις αδυναμίες των χωρών-οφειλετών, όπως π.χ. της Ελλάδας.

Παράλληλα, μετά τη συνεχιζόμενη περιπέτεια των Βρετανών, ενισχύθηκε η κοινή δέσμευση των λοιπών μελών για την ακεραιότητά της Ενωσης, της Ευρωζώνης και του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Τέλος, εκφράστηκαν οι βαθύτατες διαφωνίες ως προς την κατεύθυνση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι. Συνεπώς, ενώ βρίσκεται στην ατζέντα των επόμενων χρόνων, το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση συναντά δυσκολίες γιατί υπάρχουν διαφωνίες τόσο ως προς τις μεταρρυθμίσεις καθαυτές και την ιεράχισή τους, όσο και προς την ποιότητα και την κατεύθυνσή τους.

Έτσι, στις 26 Μαΐου η Ελλάδα θα διεκδικήσει τη μοίρα της στο «κέντρο» των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Οι υποψήφιοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, προέρχονται από τη συνήθη δεξαμενή: έμπειρα κομματικά στελέχη, τηλεπερσόνες, πρωταθλητές, δημοσιογράφοι, καθηγητές πανεπιστήμιων, ηθοποιοί κ.λπ. Οπως το 2014, θα εκλεγούν ‒σύμφωνα με την κατανομή των κρατών‒ 21 Ευρωβουλευτές σ' ένα Σώμα 751 βουλευτών.

Με αναλογικό σύστημα και σε ενιαία εκλογική περιφέρεια, οι Ελληνες θα εκφράσουν την προτίμησή τους βάζοντας έως τέσσερις σταυρούς στο αγαπημένο τους ψηφοδέλτιο. Ως προς τη μορφολογία της, η απερχόμενη ομάδα Ευρωβουλευτών αριθμούσε 5 γυναίκες και 16 άντρες. Ως προς τη συμμετοχή τους σε πολιτικές ομάδες, οι έξι από τους Ευρωβουλευτές μετείχαν στην Ομάδα της Ενωμένης Αριστεράς, οι πέντε στην Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, οι τέσσερις στην Ομάδα των Σοσιαλδημοκρατών, ένας μετείχε στην Ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, ενώ πέντε βουλευτές δεν προσχώρησαν σε καμία πολιτική ομάδα και, στην περίπτωση αυτή, ανήκαν στους μη εγγεγραμμένους.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι στις Ευρωεκλογές του 2014 από το σύνολο των εγγεγραμμένων (10.013.834), ψήφισε το 59,33%, με την αποχή στο υψηλό 40,67%. Από τα παραπάνω ελάχιστα πολιτικά μπορούν να εξαχθούν ως προς τα προβλήματα της Ευρώπης αλλά και ως προς την ιεράρχηση των εθνικών θεμάτων. Έχουν περάσει ήδη 40 χρόνια από την προσχώρηση της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, το 1979. Όμως η ιστορία, ενώ είναι ένας καλός οδηγός, δεν λύνει τη θεωρητική διαμάχη μεταξύ κράτους, αγοράς και διεθνών οργανισμών, όπως η Ε.Ε.

Ούτε απαντά στα πιεστικά προβλήματα του βάθους και της ποιότητας της δημοκρατίας, δηλαδή της επερχόμενης πολιτικής που, ipso facto, θα επηρεάσει και τα συναφή ζητήματα της οικονομίας και της συνολικής ευημερίας τόσο στα εθνικά όσο και στα ευρωπαϊκά συμφραζόμενα. Στην Ευρώπη, πολύ πριν από τις Ευρωεκλογές, έχουν ήδη αρχίσει οι συζητήσεις για ένα ευρύ δημοκρατικό-προοδευτικό μέτωπο ενάντια στην άνοδο της Ακροδεξιάς, του εθνικισμού και του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, οι οποίες δεν αρκούν. Στην Ελλάδα, δεν έγινε κάτι ανάλογο από τις δυνάμεις που όφειλαν να το κάνουν. Ούτε συμφωνήθηκε κάποια πολιτική οικονομικής ανάταξης και σταθεροποίησης.

Απεναντίας, ιστορικά αποδείχθηκε το αποτύπωμα των αποσταθεροποιητικών πολιτικών. Και χωρίς καμία εξήγηση από την πλευρά των υπευθύνων Ν.Δ. και ΚΙΝ.ΑΛΛ., η συζήτηση γύρω από τη μακροοικονομική πολιτική, μετατράπηκε σε εθνικιστική διαμάχη και σε ακροδεξιό πολιτικό ξεπεσμό περί «επικινδυνότητας της Αριστεράς», με το απλουστευτικό και υβριστικό «Γιατί εμείς μπορούμε καλύτερα». Δεν απαντήθηκαν ούτε εθνικά θέματα, ούτε οι θεσμικές παρεμβάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παραδείγματος χάριν, το δημοψηφισματικό «Η μάχη είναι τελικά για τη φανέλα, για τη ΝΔ» δεν δείχνει ούτε την αναγκαία ταπεινότητα και σοβαρότητα για τα εθνικά θέματα, ούτε απαντά στα συνολικότερα προβλήματα της Ενωσης, τα οποία δημιουργήθηκαν με τη σύμπραξη τραπεζιτών και της ευρωπαϊκής Δεξιάς, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος του ανθέλληνα υποψηφίου για την προεδρία Μ. Βέμπερ.

Λόγου χάρη, η ΕΚΤ ενδιαφέρεται περισσότερο για τον πληθωρισμό και λιγότερο για την ανεργία και την ανάπτυξη. Τι θα κάνουν; Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θεσπίστηκε στη τρίτη φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) για να διασφαλίσει υγιή δημοσιονομική συμπεριφορά των χωρών της Ε.Ε., έχει προβλήματα τα οποία αναγνωρίστηκαν από όλους μετά την Μεγάλη Ύφεση του 2008, και ειδικότερα μετά την κρίση του ευρώ και την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη.

Ο Γάλλος οικονομολόγος Ζαν Πισανί-Φερί, σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «When Facts Change, Change the Pact» (Όταν αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζεις το Σύμφωνο» επικρίνει το Σύμφωνο Σταθερότητας του 1997. «Είναι –γράφει- σαν τα νέα ρούχα του αυτοκράτορα. Ο καθένας βλέπει ότι δεν υπάρχουν, αλλά λίγοι το παραδέχονται ανοιχτά. Αυτή η ανόητη σιωπή, είναι και κακή οικονομία και κακή πολιτική». Τι θα κάνουν με αυτά τα ζητήματα; Θα ζητήσει η Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. να αλλάξουν, επωφελώς, για την Ευρώπη και, οπωσδήποτε, επωφελώς για τα εθνικά συμφέροντα;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 3/5/2019. 

Κώστας Καραντινινής: Ολιγοπωλιακές συνθήκες φρενάρουν την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας

Επικρατεί συχνά η αντίληψη, όσον αφορά τον αγροτικό τομέα της χώρας, ότι το μοντέλο της μικρής κλίμακας αποτελεί ανάχωμα και πρέπει να δώσει τη θέση του σε αγροτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους για να έλθει η ανάπτυξη. Σε αυτό συντελεί και η κεντρική θεωρία των οικονομικών για τις οικονομίες κλίμακας που γίνονται εφικτές όταν οι επιχειρηματικές μονάδες αποκτήσουν ένα κρίσιμο μέγεθος και μπορούν να μειώσουν το κόστος παραγωγής, αυξάνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων. Ισχύει, όμως, τελικά ότι η πρόοδος στην ελληνική γεωργία περνά απαραίτητα μέσα από τη μεγέθυνση; Ο Κώστας Καραντινινής, καθηγητής Οικονομικών σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Σουηδίας και παλιότερα στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, με μεγάλη και διεθνή επιρροή σε θέματα αγροτικής οικονομίας, είναι σαφής: «Το μοντέλο της μικρής κλίμακας όχι μόνο δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά με τη σωστή αξιοποίηση μπορεί να είναι στρατηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής».

Ευκαιρίες και προοπτικές

Οι απόψεις του κ. Καραντινινή δεν έχουν επιρροή μόνο στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά επεκτείνονται ευρύτερα στη δημόσια σφαίρα. Έχοντας βαθιά γνώση της ελληνικής αγροτικής οικονομίας βαλμένης στο διεθνές της πλαίσιο, του ανατέθηκε από την Task Force η συγγραφή συνολικής μελέτης για τις ευκαιρίες και τις προοπτικές της ελληνικής γεωργίας μέσα στην κρίση. Όπως υποστηρίζει στη μελέτη που συντάχθηκε το 2014, «τα στοιχεία που έχουμε δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς ότι οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη και στη μεγέθυνση. Αντιθέτως δείχνουν ότι αυτό που μειώνει τα κόστη είναι οι οικονομίες κλίμακας που βρίσκονται πριν και μετά το στάδιο της παραγωγής. Επιπλέον, όχι μόνο είναι λάθος ότι αποτελεί μειονέκτημα η δομή των μικρών αγροτικών μονάδων, αλλά με τη σωστή εκμετάλλευση το μοντέλο των εκμεταλλεύσεων μικρής κλίμακας θα ήταν ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Όταν η προέλευση ενός ελαιολάδου είναι μια πλαγιά στη Μάνη ή ένα οροπέδιο στην Κρήτη, αυτό αποτελεί ένα δυνητικό πλεονέκτημα και θα μπορούσε να δώσει την "ετικέτα" που διαφοροποιεί και δίνει υπεραξία στο προϊόν, ειδικά για τον σημερινό καταναλωτή που ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τη μοναδικότητα, την προέλευση και την τοπικότητα των τροφίμων». Ανάμεσα στα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, σύμφωνα με τον καθηγητή, για να βρουν τα ελληνικά τρόφιμα τη θέση που τους αξίζει στις διεθνείς αγορές είναι οι στρεβλώσεις αγορών που δεν σχετίζονται με τον ίδιο τον πρωτογενή τομέα και ανεβά ζουν πολύ το κόστος των προϊόντων. Αυτό που εξηγεί, κατά τον ίδιο, τη διαφορά της τιμής που χαρακτηρίζει συχνά τα ελληνικά σε σχέση με τα προϊόντα άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι «το μήκος της αλυσίδας παραγωγής και αυτό όχι από την άποψη της γεωγραφικής απόστασης, αλλά με την έννοια του μεγάλου αριθμού των ενδιαμέσων. Ανάμεσα στην τιμή του παραγωγού μέχρι τον τελικό καταναλωτή παρεμβάλλονται πολλοί μεσάζοντες. Παράλληλα υπάρχουν σήμερα ολιγοπωλιακές ως μονοπωλιακές καταστάσεις σε τοπικό επίπεδο που οδηγούν σε αυξήσεις της τιμής πάνω από την αμοιβή του παραγωγού, χωρίς απαραίτητα να ανταποκρίνονται στις υπηρεσίες που προσφέρονται. Πέρα από τις στρεβλώσεις στις αγορές των προϊόντων, όμως, έχουμε ενδείξεις ότι επικρατούν συνθήκες χαμηλού ανταγωνισμού και στις αγορές των εισροών, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο το τελικό κόστος. Η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, επομένως, δεν εξαρτάται από το μικρό μέγεθος του κλήρου, αλλά από τη διαμόρφωση υγιούς επιχειρηματικού κλίματος και την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που δεν σχετίζονται με άλλες αγορές και όχι τις αγορές γεωργικών προϊόντων».

Στρατηγικό πλεονέκτημα

Ειδικά για τον κλάδο του ελαιολάδου, ο Κώστας Καραντινινής θεωρεί ότι κεντρικό στρατηγικό πλεονέκτημα αποτελούν η διαφοροποίηση και η τοπικότητα, που κάνουν ένα ελαιόλαδο να ξεχωρίζει από ένα άλλο. Αναφερόμενος στην πολυσυζητημένη μελέτη της McKinsey που υποστηρίζει τη λειτουργία λίγων μεγάλων μονάδων τυποποίησης σε όλη την επικράτεια, ο κ. Καραντινινής εκφράζει την αντίθεσή του: «Οι τοπικές, συχνά παραδοσιακές, τεχνικές μπορούν να δώσουν προϊόντα με μοναδικά τοπικά χαρακτηριστικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να αναβαθμιστούν σε υψηλότερα τεχνολογικά πρότυπα, αλλά με τρόπους που θα διατηρούν την υψηλή ποιότητα και τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε ποικιλίας, εδάφους, ιστορίας και κληρονομιάς, με στρατηγικούς τρόπους που θα αυξάνουν την προστιθέμενη αξία και θα παρέχουν υψηλές αποδόσεις. Μία (ή δύο) μεγάλες μονάδες μεταποίησης για όλη την επικράτεια που θα επεξεργάζονται το σύνολο της εθνικής παραγωγής ελαιολάδου, όπως προτείνεται από διάφορους κύκλους, δεν θα το επιτύχουν αυτό. Αντί να προωθήσει μονάδες μεταποίησης μεγάλης κλίμακας, η ελληνική στρατηγική για τη βιομηχανία του ελαιολάδου θα πρέπει να ενθαρρύνει τη διαφοροποίηση των προϊόντων με βάση τα οργανοληπτικά και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε προϊόντος ξεχωριστά. Ιδιαίτερη σημασία έχει η σύνδεση της παραγωγής, της μεταποίησης και της προώθησης του ελληνικού ελαιολάδου με την προαγωγή της μεσογειακής διατροφής και τον τουριστικό κλάδο, όπου αυτό είναι εφικτό. Για να επιτευχθεί αυτό, δεν απαιτείται οικονομία μεγάλης κλίμακας στον πρωτογενή τομέα».

Φέτα και παρμιτζιάνο

Για τις προοπτικές της φέτας, που αποτελεί ένα από τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της χώρας μας, ο κ. Καραντινινής επισημαίνει ότι το δυναμικό του διάσημου τυριού παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τον ίδιο, «ο ανταγωνισμός μεταξύ εξαγωγών απειλεί να καταστήσει τη φέτα αδιαφοροποίητο βασικό προϊόν. Οι μικρές παραγωγές που ενισχύουν την ιδιαιτερότητα και συνδέουν το προϊόν με τον ειδικότερο τόπο προέλευσης μπορούν να προσδώσουν μεγαλύτερη υπεραξία και να χτίσουν μια ισχυρότερη ταυτότητα του προϊόντος. Παράλληλα πρέπει να γίνει συλλογική διαχείριση του προϊόντος με στόχο τη διαφύλαξη της ποιότητας διότι κατά τη γνώμη μου ο λόγος που η τιμή της φέτας δεν είναι ανάλογη του δυναμικού της είναι επειδή η γνησιότητα του προϊόντος δεν διαφυλάσσεται. Υπάρχουν στην Ευρώπη επιτυχημένα παραδείγματα συλλογικής διαχείρισης άλλων τυριών ΠΟΠ που μπορούν να φανούν χρήσιμα και για τη φέτα, όπως είναι το "μοντέλο γκούντα" στην Ολλανδία, το "μοντέλο παρμιτζιάνο" στην Ιταλία. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι επίσης οι ευκαιρίες που προσφέρει ο τουρισμός, που δεν αξιοποιούνται για την προώθηση της φέτας αλλά και των υπόλοιπων γεωργικών προϊόντων. Η Ελλάδα έχει κάθε χρόνο 30 εκατ. επισκέπτες, το οποίο, αν το αναγάγεις σε όρους κατανάλωσης, αντιστοιχεί στην ετήσια ζήτηση μιας πόλης όπως η Πάτρα. Αν σκεφτείς επιπλέον ότι όλοι οι τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα είναι και δυνητικά καταναλωτές ελληνικών προϊόντων, θα έπρεπε να αξιοποιήσουμε το γεγονός αυτό για να κάνουμε προώθηση των ελληνικών προϊόντων».

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής'" στις 31/3/2019. 

Διαβάζοντας Μουζέλη

Το βιβλίο του μας θυμίζει πόσο τυχεροί είμαστε στη χώρα μας που έχουμε τόσο σπουδαίους διανοούμενους.

Ο ομότιμος καθηγητής του LSE Νίκος Μουζέλης, στο βιβλίο του «Ματιές στο μέλλον - καπιταλισμός, σοσιαλδημοκρατία, κοινωνικό κράτος» (μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια) έχει την απάντηση στην ερώτηση που απασχολεί τη σύγχρονη παγκόσμια προοδευτική διανόηση: Πώς μπορεί να γίνει το πέρασμα από τον σημερινό βάρβαρο σε έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό που θα έχει σαν στόχο τη μείωση των ανισοτήτων και την εξάπλωση πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών δικαιωμάτων στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Αυτός ο στόχος –σημειώνει ο Μουζέλης– προϋποθέτει νέες λύσεις στα δύο βασικά προβλήματα των αναπτυγμένων χωρών: Στο πρόβλημα της ανεργίας και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους.

Θα σταθώ στο σκεπτικό του για το δεύτερο, που στηρίζεται στην «αρχή της γενναιόδωρης επιλεκτικότητας». Ο Μουζέλης υποστηρίζει ότι πρέπει να σπάσει το ταμπού της αριστεράς για την καθολικότητα των παροχών ανεξάρτητα από εισοδηματικά κριτήρια και να περάσουμε σε μια ριζική ανακατανομή των κοινωνικών πόρων ώστε να προσφέρονται υψηλού επιπέδου υπηρεσίες μόνο στα μη εύπορα κοινωνικά στρώματα. Αποδεικνύει ότι η αρχή της καθολικότητας των παροχών αντί να αμβλύνει το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών το εντείνει, για να καταλήξει ότι μια νέα σοσιαλδημοκρατική στρατηγική πρέπει να προτάξει το πέρασμα από τη σημερινή άκρως αναποτελεσματική και άδικη καθολικότητα στη γενναιόδωρη επιλεκτικότητα: Τίποτα δωρεάν για τις εύπορες τάξεις, μερική βοήθεια στις μικρομεσαίες και πλήρης κάλυψη αναγκών των οικονομικά ευάλωτων ομάδων.

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την πρόταση του Ν. Μουζέλη, πρέπει επιτέλους να συμφωνήσουμε ως κοινωνία ότι δεν μπορεί το παιδί του άνεργου και το παιδί του εφοπλιστή να παίρνουν δωρεάν το πανεπιστημιακό σύγγραμμα, ούτε ο εκατομμυριούχος και ο άπορος να έχουν τις ίδιες δυνατότητες πρόσβασης στις δομές της δημόσιας υγείας.

Με το βιβλίο αυτό ο Μουζέλης απαντά στις θεωρίες ότι ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει, αντιτείνοντας ότι χωρίς να είναι αιώνιος, θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμη. Και αναρωτιέται μέσα στο σημερινό πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης ποια είναι η πιο ανθρώπινη μορφή που μπορεί να πάρει. Εκκινώντας από τη θέση ότι το παγκόσμιο σύστημα είναι νεοφιλελεύθερο με την έννοια ότι δεν υπάρχει πολιτικός έλεγχος των αγορών, σημειώνει ότι αποτελείται από τρία υποσυστήματα, το αυταρχικό (κυρίως της Κίνας), το νεοφιλελεύθερο (των ΗΠΑ), το ημι-σοσιαλδημοκρατικό (κυρίως της ΕΕ). «Το πρώτο -γράφει- καταργεί τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, το δεύτερο είναι κοινωνικά βάρβαρο ενώ το τρίτο, παρά τις σημερινές νεοφιλιλελεύθερες και λαϊκιστικές τάσεις, διασώζει σε σημαντικό βαθμό τα επιτεύγματα της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας». Κατά την εκτίμησή του, ο κινεζικός κολοσσός μάλλον μεσοπρόθεσμα θα ηγεμονεύσει, ενώ οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν την πρωτιά στο χώρο των εξοπλισμών με τη βοήθεια της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης. Αντί ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου, προβλέπει ότι μάλλον θα έχουμε μια ισορροπία τρόμου με τη Ρωσία να παίζει εξισορροπητικό ρόλο μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Το συμπέρασμά του είναι ότι αν η ευρωζώνη κατορθώσει να ενοποιηθεί όχι μόνο στον τραπεζικό/οικονομικό τομέα αλλά και στον πολιτκό και κοινωνικό, αν περάσει από τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη σ' αυτή των Ευρωπαίων πολιτών θα καταστεί μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα ο τρίτος παίκτης στο παγκόσμιο γίγνεσθαι «συμβάλλοντας χειραφετικά στη διαμόρφωση του κόσμου που έρχεται».

Ο Μουζέλης δεν αισιοδοξεί αλλά και δεν παραιτείται. Πιστεύει ότι «η ραγδαία επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος σε συνδυασμό με το άνοιγμα των παγκόσιμων αγορών άλλαξαν ριζικά τη μορφή του μετανεωτερικού κόσμου. Αλλαξαν την ισορροπία δύναμης μεταξύ Δύσης και Ανατολής, βοήθησαν την ανάπτυξη της καπιταλιστικής ημι-περιφέρειας αύξησαν τον μέσο χρόνο ζωής και έβγαλαν ένα σημαντικό κομμάτι της ανθρωπότητας έξω από την απόλυτη εξαθλίωση. Χωρίς όμως να μειώσουν την πρωτοφανή συγκέντρωση του πλούτου στο 1% χωρίς να σταματήσουν τη ραγδαία οικολογική καταστροφή. Η μόνη αχτίδα φωτός, η μόνη εκπολιτιστική δύναμη παραμένει η ΕΕ».

Το βιβλίο αυτό ανοίγει νέους δρόμους στη συζήτηση για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας που δείχνει ετοιμοθάνατη αλλά μπορεί να ανακάμψει εάν υιοθετήσει νέες στρατηγικές, όπως αυτές που υποδεικνύει ο Νίκος Μουζέλης και οι οποίες οπωσδήποτε θα πυροδοτήσουν συζητήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Το βιβλίο αυτό μας θυμίζει πόσο τυχεροί είμαστε στη χώρα μας που έχουμε τόσο σπουδαίους διανοούμενους και οφείλουν να το διαβάσουν πρώτα απ' όλους όσοι τον έχουν κανιβαλίσει (για την άποψή του υπέρ του διαλόγου ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ), μήπως και κάτι καταλάβουν για τη δική του δύναμη σκέψης, για το δικό του διεθνές κύρος και για τη δική τους αθλιότητα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Athens Voice" στις 7/1/2019. 

Συντάξεις, επενδύσεις, βιωσιμότητα

Θα είναι για πολύν καιρό μαζί μας η συζήτηση για το Ασφαλιστικό, όπως την άνοιξε η παρουσίαση της Έκθεσης-πρότασης του ΙΟΒΕ «Συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και ανάπτυξη». Ή... θάπρεπε να είναι, όσο κι αν η εγκατάσταση τώρα σε εκλογικό χρόνο υπόσχεται/απειλεί η συζήτηση γύρω από το αν (ή μάλλον πόσο...) είναι απαραίτητη η ενσωμάτωση στο Ασφαλιστικό «μας» ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα να περιορισθεί – και δεν θα 'ναι η πρώτη φορά! – σε αλληλοκαταγγελίες περί «συστήματος Πινοσέτ» ή περί «ευθύνης εκτροχιασμού Κατρούγκαλου».
Ήταν σημαντικό να σημειώσει κανείς πώς, στην ανάπτυξη της θέσης του ΙΟΒΕ, ο Νίκος Βέττας προέταξε μιαν υπενθύμιση του πόσο χαμηλά βρίσκονται – ακόμη και μετά την επαναφορά ρυθμών ανάπτυξης στην Ελληνική οικονομία – οι επενδύσεις. Σε μόλις 12% του ΑΕΠ βρίσκονταν ακόμη οι επενδύσεις το 2018,έναντι σχεδόν 26% του 2008 – με την κατάρρευση όμως του ΑΕΠ να σημαίνει ότι τα τότε σχεδόν 70 δις ευρώ έμειναν σήμερα μόλις 30 δις. Δεν χρειάζεται εν τω μεταξύ πολλές υπομνήσεις το ύψος της ανεργίας, στα 18% του εργατικού δυναμικού (έναντι 8% του μέσου όρου Ευρωζώνης), όμως ίσως αιχμηρότερη να είναι η διαπίστωση ότι η Ελλάδα παραμένει στα κατώτερα επίπεδα – μόνη η Ιταλία χειρότερη, από συγκρίσιμες χώρες – ως προς την συμμετοχή στην αγορά εργασίας: 68% έναντι 74% μέσου όρου ΕΕ, με Γαλλία στο 72%, Πορτογαλία/Ισπανία στο 75%. Ελάτε, σιγά-σιγά να μην έχουμε απότομες συγκινήσεις, να δούμε λίγο το δημογραφικό/ την γήρανση του πληθυσμού: περιττή η εικόνα του 1960, τότε που στις ηλικίες των 20-39 ετών βρίσκαμε 33%, σε εκείνην των 60+ μόλις 11%. Αλλά από τα σήμερα, όπου οι νέες ηλικίες έχουν το 23% και οι άνω των 60 το 28% (η μεσαία στρώση, των 40-59 είναι στο 30%) έχουμε προβολή στο 2060 με μόλις 18% στις νέες ηλικίες, 42% στις άνω των 60 (και 24% στις μεσαίες, τις πιο δραστήρια παραδοσιακά ηλικίες). Αν η εικόνα αυτή σας κάνει να μιλάτε για μελλοντική «χώρα συνταξιούχων», σκεφθείτε μήπως... το αύριο είναι σήμερα! Σχεδόν το 25% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας είναι άνω των 65 ετών, ήδη. Και – προσοχή! – αυτοί απορροφούν το 29% της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης στην Ελλάδα.
Αυτή η απεικόνιση της πραγματικότητας, χωρίς καν την αναγωγή σε μνήμες Έκθεσης Σπράου και εγκατάλειψης του (σχεδίου) Νόμου Γιαννίτση ή, πιο άμεσα, θέσπισης Νόμου Κατρούγκαλου, αρκεί για να δείξει το που/πώς βρεθήκαμε. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον η παραδοχή Βέττα/ΙΟΒΕ ότι οι διαρθρωτικές παρεμβάσεις (υπό ακραία πίεση Τρόικας: δικό μας το παρένθετο σχόλιο) της περιόδου 2010-18/των Μνημονίων, με την ενοποίηση των Ταμείων, την εξίσωση εισφορών και την ενιαιοποιηση υπολογισμού παροχών, την αναγωγή των παροχών στο σύνολο του εργασιακού βίου, αλλά και οι παραμετρικές προσαρμογές με την αύξηση των ορίων ηλικίας, την αυστηροποίηση των πρόωρων συντάξεων, τις ίδιες τις περικοπές των συντάξεων, όλα αυτά έφεραν «εξορθολογισμό του συστήματος». Και – ναι! – βελτίωσαν, σύμφωνα με τις αναλογιστικές μελέτες, την βιωσιμότητα και την επάρκεια του συστήματος. (Ογκώδης λεπτομέρεια: τα σχετικά σενάρια δέχονται υψηλά ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας, αποκλιμάκωση της ανεργίας και αύξηση των γεννήσεων. Μην πάτε να τα επαληθεύσετε, καλύτερα).
Εκεί όμως που η προσέγγιση ΙΟΒΕ – όπως και νωρίτερα εκείνη του Τήνιου-Νεκτάριου – πάει την συζήτηση παραπέρα, είναι η σύνδεση της παγίως επανερχόμενης συζήτησης περί των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων που λείπουν απελπιστικά από την Ελληνική περίπτωση - σήμερα έχουμε στην Ελλάδα μόλις 0,8% του ΑΕΠ σε επενδύσεις κεφαλαιοποιητικών και ιδιωτικών συντάξεων, στην Ιταλία 9,8% «γράφουν» , στην Γαλλία 10,1%, στην Πορτογαλία 11,4% στην Ισπανία 13,6% - με την ανάγκη συνεισφοράς στην ανάπτυξη. Και... την δυνατότητα αυτής της συνεισφοράς. Μάλιστα, την στιγμή που οι υποχρεωτικές, μη-κεφαλαιοποιητικές εισφορές για σύνταξη (στο 27%) είναι κορυφαίες για Ευρώπη – πλην Ιταλίας – και που η οριακή επιβάρυνση από φόρους και εισφορές, αθροιστικά, στην κλίμακα 40-80.000 ευρώ ετήσιου εισοδήματος είναι εξαιρετικά υψηλή, η δε ανταποδοτικότητα των συντάξεων ... άσε καλύτερα!
Όλα αυτά, πού οδηγούν; Σε πρόταση για κατάργηση των εισφορών για επικουρικές αναδιανεμητικού χαρακτήρα, με χαμηλότερο πλαφόν εισφορών γενικά ΚΑΙ με δημιουργία πλήρως κεφαλαιοποιητικής «νέας» επικουρικής, με ατομικούς λογαριασμούς αποταμίευσης και αφορολόγητο των εισφορών 6%. Αυτά μέσω Συνταξιοδοτικών Ταμείων, ιδιωτικού Ή δημοσίου χαρακτήρα, με αυστηρή εποπτεία και δικαίωμα επιλογής του ασφαλισμένου.
Εδώ κάπου εξαντλείται ο χώρος του σημειώματος. Θα επανέλθουμε με την συνέχεια, την Δευτέρα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 18/4/2019. 

Πόσες αλήθειες αντέχουμε;

Μια από τις ειδήσεις της περασμένης εβδομάδας ήταν η σύλληψη του 47χρονου Αυστραλού Τζούλιαν Ασάνζ, ιδρυτή του ιστότοπου WikiLeaks. Καθώς προηγήθηκε άρση της επταετούς ασυλίας του από την πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, ο Ασάνζ συνελήφθη από τη βρετανική αστυνομία και, μάλλον, ανοίγει ο δρόμος για την έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οταν πρωτοπαρουσιάστηκε το WikiLeaks, ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός μέσων ενημέρωσης, όλοι μίλησαν για αμφιλεγόμενο παίκτη της διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας. Οταν ξεκίνησε τη λειτουργία του, γύρω στο 2006, διαχειριζόταν μια βάση δεδομένων με πάνω από 1,2 εκατομμύρια έγγραφα.

Ο ιστότοπος δημοσίευε διαβαθμισμένα έγγραφα και διαρροές από ανώνυμες πηγές, τα οποία υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Το site καθώς κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση, φορτώθηκε και όλα τα στοιχεία των πετυχημένων χολυγουντιανών σεναρίων. Τα είχε όλα: επαναστατημένα νιάτα απέναντι σε κακές κυβερνήσεις, ακτιβισμό, διαφάνεια, λογοκρισία, κυνηγητό, κατασκοπεία, εσωτερικές ίντριγκες, συνωμοσιολογία, πολιτική εμβέλεια. Το WikiLeaks ικανοποίησε το αίτημα για διαφάνεια στον νεαρό 21ο αιώνα, σε μια στιγμή που η διαφάνεια κρίθηκε από όλους ως κρίσιμη αναγκαιότητα.

Η «μάχη των αποκαλύψεων» των τελευταίων χρόνων και της «δημοσιοποίησης των απορρήτων» στα δελτία ειδήσεων και κρεμασμένη στα πρωτοσέλιδα των μεγάλων δημοσιογραφικών οργανισμών του κόσμου, αιφνιδίασε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Το WikiLeaks κέρδισε βραβεία, έγινε θέμα, κέντρισε το ενδιαφέρον. Κυρίως, ενόχλησε τους ισχυρούς και τους ενόχους. Φυσικό ήταν ένα μεγάλο μέρος της προσοχής των μέσων ενημέρωσης να στραφεί στον ιδρυτή, τον Τζούλιαν Ασάνζ.

Ο Ασάνζ, για πολλούς, εμφανίστηκε ως μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες μορφές των μίντια της εποχής μας: ήρωας της ιντερνετικής εποχής, μιντιακός ποπ σταρ, κυνηγός κυβερνητικών κεφαλών, στενός κροσές της Χίλαρι, αλλά και βιαστής ή θύμα σκευωρίας. Κάποιος παλιός συνεργάτης του παρουσίαζε τον Ασάνζ ως εγωιστή, αναξιόπιστο, με τάσεις μεγαλομανίας κ.ά. Πράγματι, ο Γερμανός Ντάνιελ Ντόμσαϊτ-Μπεργκ στο βιβλίο του «Η ιστορία και τα μυστικά του WikiLeaks» (Κέδρος, 2011), γράφει ως ένας insider.

Γνωστός με το ψευδώνυμο Ντάνιελ Σμιτ, ήταν εκπρόσωπος Τύπου του WikiLeaks. Με σπουδές Πληροφορικής και με εξειδίκευση στην ασφάλεια δικτύων, τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας εργάστηκε σε μεγάλες πολυεθνικές. Η δράση του σε ζητήματα διαφάνειας και ελεύθερης διακίνησης πληροφοριών στο διαδίκτυο τον οδήγησε στον Ασάνζ.

Με υπότιτλο στο πρωτότυπο «Τα χρόνια μου με τον Τζούλιαν Ασάνζ στην πιο επικίνδυνη ιστοσελίδα του κόσμου», ο πρώην υπ' αριθμόν δύο του WikiLeaks, αφηγείται το πώς σχεδίασαν με τον Τζούλιαν Ασάνζ, σελίδα προς σελίδα, την πασίγνωστη πλατφόρμα αποκαλύψεων, σχολιάζοντας εν είδει ημερολογίου όλο το παρασκήνιο της οργάνωσης και λειτουργίας της. Βέβαια, αυτό δεν ήταν το μόνο βιβλίο γύρω από το WikiLeaks, τον Ασάνζ, τον κόσμο των μπλόγκερ και των «χακτιβιστών».

Το 2011 δημοσιεύτηκαν, στον ίδιο κύκλο, το «Φανερά μυστικά: WikiLeaks, πόλεμος και αμερικανική διπλωματία» του Αλεξάντερ Σταρ από τους Times της Νέας Υόρκης, το βιβλίο του Αυστραλού δημοσιογράφου Άντριου Φόουλερ με τίτλο «Ο Πιο Επικίνδυνος Άνθρωπος του κόσμου» για τον Τζούλιαν Ασάνζ που αποτέλεσε βάση σεναρίου, το «WikiLeaks: Ο πόλεμος του Τζούλιαν Ασάνζ κατά των απορρήτων» γραμμένο από τους δημοσιογράφους του «Guardian» Ντέιβιντ Λάι και Λιούκ Χάρντινγκ που επίσης συζητιέται σαν βάση χολιγουντιανού σεναρίου, το «Τζούλιαν Ασάνζ - WikiLeaks: Ο μαχητής της αλήθειας» όπου οι συγγραφείς Βάλερυ Γκισάλα και Σόφι Ραντερμέκερ σκιαγραφούν το πορτρέτο του και, τέλος, το βιβλίο «WikiLeaks και η εποχή της διαφάνειας» του δημοσιογράφου Μάικαχ Σάιφρυ.

Γυρίστηκαν πολιτικά θρίλερ, όπως «The Fifth Estate» ή, επί το ελληνικότερον, «Ο άνθρωπος που πούλησε τον Κόσμο», το «We Steal Secrets: The Story of WikiLeaks»... Μεγάλη αίσθηση έκαναν και τα βιβλία του Ασάνζ, όπως η πειρατική «Αυτοβιογραφία», το «Οταν η Google συνάντησε το WikiLeaks», το «Cypherpunks» κ.ά. Αλλά γιατί τα σχολιάζουμε όλα αυτά; Γιατί το WikiLeaks και ο ιντερνετικός ακτιβισμός, έδειξαν μια εξαιρετικά δυσδιάκριτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αλήθεια, τη διαφάνεια, τις συνωμοσίες και τις ευλογοφάνειες. Σήμερα, στα πρωτοσέλιδα και τις ειδήσεις κυριάρχησε, ξανά, «η ζωή του Τζούλιαν Ασάνζ στην πρεσβεία του Ισημερινού» στο Λονδίνο, το skateboard, η τύχη του γάτου του ή οι καβγάδες με το προσωπικό. Δεν υπήρχε ούτε μία σελίδα για τις αποκαλύψεις του, ως προς την ουσία τους.

Η περίπτωση του WikiLeaks υπήρξε εγχείρημα ενός μέσου που δεν φοβήθηκε αυτούς που κινούν τα νήματα ή, καλύτερα, υπήρξε το μέσο που κατέληξε να κινεί νήματα προσδοκώντας να αλλάξει την ενημέρωση της κοινής γνώμης. Έγινε καλύτερος ο κόσμος, ή για μία ακόμα φορά νίκησε ο Καναδός προφήτης του διαδικτύου, ο καθηγητής Μάρσαλ Μακ Λούαν, που υποστήριζε ότι «το μέσον είναι το μήνυμα»; Το WikiLeaks αποκάλυψε αλήθειες, δημοσιοποίησε πράγματα που υποπτευόμασταν στις αναλύσεις μας. Ταυτόχρονα, όμως, έθεσε ορισμένα παράπλευρα ερωτήματα. Αποκωδικοποιήσαμε σωστά τις πληροφορίες; Πόσες αλήθειες αντέχουμε; Πώς τις χρησιμοποιούμε;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/4/2019. 

Η εποχή των μικρών βημάτων

Μας ήρθε το ερώτημα - ή μάλλον η απορία - και από τις δυο πλευρές: και από των διαμορφωτών πολιτικής στην Αθήνα (όχι των άμεσα εμπλεκομένων στην διαπραγμάτευση) αλλά και από «τις Βρυξέλλες»: πώς εξηγείται η ταραχή που πήγε να επικρατήσει στην δεύτερη μεταΜνημονιακή αξιολόγηση, επικεντρωμένη γύρω από την προστασία της πρώτης κατοικίας αλλά και με άλλα τζατζαρίσματα και ύστερα η απότομη/έγκαιρη «λήξη συναγερμού»; Που δεν είναι μόνο/δεν είναι τόσο ότι ξεκλείδωσε την δόση του 1 δις (θα καταλήξει βαθύτερη παθολογία της Ελληνικής δημόσιας ζωής, αυτή η συνεχής αναφορά σε δόσεις...) ή ότι άνοιξε τον δρόμο για την ενδεχόμενη πρόωρη εξόφληση δανείων του ΔΝΤ ή και για νέα έξοδο στις αγορές είναι κυρίως ότι δίδαξε μια διαφορετική προσέγγιση - που θα την δούμε να εξελίσσεται και με τις διαβόητες 120 δόσεις. Οι οποίες, όπως η προστασία πρώτης κατοικίας, τελικά θα ισχύσουν με όρους και περιορισμούς (και με διαδικασίες, που χρονικά θα σπρώξουν το αποτέλεσμα παρακάτω: πλατφόρμα Κουρμούση), έτσι και αυτές θα είναι ΜΕΧΡΙΣ 120 δόσεις, για Ταμεία και Εφορία, και αναλόγως κριτηρίων και πραγματικών καταστάσεων – τουλάχιστον όσον αφορά οφειλές σε Εφορία.
Πάντως, για να την δώσουμε την απάντηση στο ερώτημα με το οποίο ξεκινήσαμε: έχει εγκατασταθεί μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και «εταίρων», ότι θα προχωράει κάθε φορά η διαπραγμάτευση μέχρις εκεί που αντέχει η κατάσταση. Πριν όμως προκληθεί πολιτική ζημιά ανεπίστροφη, θα έχουμε – και είχαμε! - συμβιβασμό με βάση rule of reason. Με μικρά βήματα και τήρηση ισορροπιών, να μην ξεφύγει το πράγμα. Η ίδια αυτή λογική των μικρών βημάτων, που την βλέπουμε άλλωστε να εξελίσσεται και με τις διαδοχικές «εξόδους» στις αγορές, την συναντούμε και στην άλλη σχέση της μεταΜνημονιακής Ελλάδας: εκείνη με το ΔΝΤ.
Έτσι που ετοιμάζεται το έδαφος για την - μερική, έστω - πρόωρη εξόφληση του υπολειπόμενου δανείου του Ταμείου προς την Ελλάδα, χρήσιμο να έχει κανείς κατά νουν και την πλευρά της Ουάσιγκτων/του Ταμείου. Ήδη γνωρίζουμε, ή θάπρεπε να γνωρίζουμε και να έχουμε συνειδητοποιήσει, ότι και στο ΔΝΤ δεν βλέπουν εδώ και καιρό με κακή διάθεση το ενδεχόμενο να αρχίσουν να αποκόπτονται από την Ελληνική υπόθεση. Δεν έκανε, άλλωστε, και τόσο καλό στην εικόνα του Ταμείου - ούτε η διάγνωση, ούτε η «συνταγή» με βάση τον λάθος πολλαπλασιαστή, ούτε η συμμετοχή στην εποπτεία ως σιδηρού βραχίονα της αλήστου μνήμης Τρόικας/ήδη Τετραμερούς, ούτε και η συνεργασία με την Επιτροπή/με τις Βρυξέλλες.
Το λιγότερο γνωστό είναι ότι - όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο - η μερική εξόφληση έστω 3,5-4 δις από τα 9,3 από μέρους της Ελλάδας θα χρησιμεύσει στην ισορροπία του ίδιου του Ταμείου. Πώς αυτό; Μετά την αποτυχία να ολοκληρωθεί η πρόσφατη απόπειρα αύξησης των κεφαλαίων του ΔΝΤ, λόγω κυρίως της αρνητικής στάσης των ΗΠΑ, δημιουργείται μια ζήτηση πόρων. Μπορεί άλλοι σημαντικοί παίκτες, όπως η Κίνα ή η Ιαπωνία, να προθυμοποιούνται να καλύψουν το κενό - την στιγμή που, π.χ., η Αργεντινή έχει συνεχείς ανάγκες..., - όμως ζητούν να αποκτήσουν πιο ευρύ ρόλο στην διαδικασία λήψης αποφάσεων. Πράγμα το οποίο αρνούνται, αναμενόμενο, οι ΗΠΑ.
Συνεπώς, ακόμη και η μικρή επιστροφή κεφαλαίων από την περιθωριακή Ελλάδα, διευκόλυνση θα ήταν!
Βέβαια, δεν τελειώνουν έτσι τα προβλήματα: μπορεί ήδη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ESM να έχουν δώσει ευνοϊκή εισήγηση, μπορεί και το ίδιο το ΔΝΤ να ενδιαφέρεται για απεμπλοκή. Όμως... άμα θέλουμε να κάνουμε τώρα προ-πληρωμή στο ΔΝΤ, έστω και μερική, πρέπει κατά τα συμφωνημένα να επιστρέψουμε ίσου ύψους πόρους και στον ESM. Η αλήθεια είναι πως και όταν η Πορτογαλία - μάλλον και η Ιρλανδία, δεν το ΄χουμε σίγουρο - έκαναν αντίστοιχες κινήσεις πρόωρης εξόφλησης, τους δόθηκε το ελεύθερο να μην κάνουν το ίδιο βήμα.
«Μα δεν θα το δώσουν και στην Ελλάδα»; Και μάλιστα όταν από τον ESM έχουμε αντλήσει ούτως ή άλλως το cash buffer μας - οπότε θα ήταν περίπου παράδοξη μια τέτοια αρνητική κίνηση. Όμως, και αυτή η διευκόλυνση - και γενικά όλος ο χειρισμός - περνάει από Κοινοβούλια των δανειστών. Και μάλιστα από το Γερμανικό Μπούντεσταγκ (ή πάντως την αρμόδια Επιτροπή του). Κι αυτό... παραμονές Ευρωεκλογών. Γι αυτό και οι χρονικές καθυστερήσεις από την απόφαση σε Eurogroup μέχρι την γραμμή του τέλους....
Η εποχή των μικρών βημάτων και των ισορροπιών σε πλήρη εξέλιξη.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 12/4/2019. 

 

Ελληνική Οικονομία: Αριθμοί χωρίς μύθους

Η επενδυτική δραστηριότητα είναι συνάρτηση ενός συνόλου παραγόντων, που λειτουργούν συνδυαστικά. Δεν επηρεάζεται από έναν ή δυο παράγοντες μόνο. Η πολυπλοκότητα έναντι απλουστευμένων λύσεων διακρίνει το συγκεκριμένο θέμα.

Οι φορολογικοί συντελεστές είναι ένας από τους προσδιοριστικούς παράγοντες των επενδύσεων. Αν όμως τα φορολογικά βάρη έπαιζαν τον κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, τότε η Αφρική θα έβριθε από επενδύσεις, ενώ η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και ιδίως η Ινδία θα ήταν σε κατάσταση επενδυτικής απογύμνωσης.

Η Ελλάδα κατέχει μια θέση άνω του μέσου όρου στην Ε.Ε. (22,3%) σ΄ ό,τι αφορά στους φορολογικούς συντελεστές και κατατάσσεται ως η 24η σε σύνολο 94 χωρών δείγματος μελέτης του ΟΟΣΑ. Οι φορολογικοί συντελεστές χωρίς αμφιβολία πρέπει να μειωθούν στη χώρα μας, καθώς, εκτός των άλλων, συνορεύουμε με «φθηνά» κράτη ως προς τη φορολόγηση των επιχειρήσεων. Η μείωσή τους όμως δεν είναι πανάκεια.

Παρόμοια κριτική μπορεί να ασκηθεί και για τα βάρη που επωμίζονται οι εταιρείες και αφορούν στις δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση. Οι πρωτοπόροι και στις δυο προαναφερθείσες κατηγορίες είναι τα βιομηχανικά κράτη. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί παρενθετικά, ότι το 65-75% των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων πραγματοποιείται ανάμεσα στις βιομηχανικές «ακριβές» χώρες του κόσμου που δεν χαρακτηρίζονται ως φορολογικοί παράδεισοι όμοιοι της Βουλγαρίας κ.ά.

Τέλος, ως προς τους συντελεστές του ΦΠΑ, και εδώ δεν είμαστε οι ακριβότεροι σε επίπεδο Ε.Ε. Η επιβεβλημένη μείωση βέβαια των έμμεσων φόρων, σε μια χώρα με χαμηλά εισοδήματα, σαν την Ελλάδα, θα έχει ιδιαίτερα ευνοϊκές επιπτώσεις στους πολίτες της.

Ισχυριζόταν η προηγούμενη κυβέρνηση ότι με τη δυναμική που άρχισε να αναπτύσσεται η οικονομία το 2014, η χώρα θα γνώριζε ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, με συνέπεια το 2018 το ΑΕΠ να προσέγγιζε τα 216 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Προγράμματος 2015-18. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να συμβεί αν δεν εκτροχιάζονταν τα δεδομένα που οδηγούσαν σε αυτήν την εκτίμηση. Το 2014 όμως, σημείο εκκίνησης των προβλέψεων του 2018, οι αποκλίσεις ανάμεσα στις πραγματικές εξελίξεις και τις προβλέψεις ήταν σημαντικές, κατάσταση που εύλογα κατέρριπτε την υπόθεση περί υψηλού ΑΕΠ το 2018. Αναλυτικότερα ως προς το 2014, η εκτός προβλέψεων πενιχρή αύξηση του ΑΕΠ, η κατάρρευση των επενδύσεων και η άνοδος των εισαγωγών (κυρίως καταναλωτικών ειδών), σε συνδυασμό με τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος (το 1/3 του αρχικά προβλεπόμενου) κ.α., εύλογα διαψεύδουν την αισιόδοξη υπόθεση περί εκτίναξης του ΑΕΠ στα 216 δισ. ευρώ το 2018.

Αυξημένη εποπτεία

Κατηγορείται η κυβέρνηση ότι αν και απαλλάχθηκε από τα Μνημόνια, δεν έχει απαλλαγεί από την ενισχυμένη εποπτεία. Η ενισχυμένη εποπτεία έχει καθιερωθεί με το «πακέτο των δύο μέτρων», δηλαδή τους δυο Κανονισμούς, που υιοθέτησε η Ε.Ε. το 2013 και ειδικότερα τον πρώτο Κανονισμό 472/13. Σύμφωνα με το Άρθρο 14 του εν λόγω Κανονισμού, τα κράτη μέλη «παραμένουν υπό την εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί» γενικά από ευρωπαϊκούς θεσμούς ή τα κράτη - μέλη.

Η προηγούμενη του 2015 κυβέρνηση υπονοεί το εξής με την ανωτέρω κριτική περί αυξημένης εποπτείας: Αν δεν ελάμβανε χώρα η κυβερνητική αλλαγή, τότε η οικονομία δεν θα εισερχόταν στο στάδιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά το 2015. Ή, με άλλα λόγια, από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι μια άλλη κυβέρνηση θα εξοφλούσε άμεσα το 75% των 190 δισ. ευρώ που δανείστηκε η χώρα κατά τα δυο Μνημόνια (!), οπότε δεν θα αντιμετώπιζε την ενισχυμένη εποπτεία.

Μόνο μη γνώστες των δεδομένων της εποχής εκείνης είναι δυνατόν να πιστέψουν ότι με το ύψος των δημοσίων χρεών του παρελθόντος η χώρα θα ξέφευγε από τον κλοιό της ενισχυμένης εποπτείας το 2015 ή το 2016 ή ακόμη αρκετά αργότερα, με οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Οι στρεβλώσεις και οι προκλήσεις

Η ελληνική οικονομία χρειάζεται 100 δισ. ευρώ επενδύσεις για μια πενταετία έτσι ώστε να καλύψει τον κενό χώρο που άφησε η κρίση. Ο ρυθμός ανάπτυξης 2019-22 αν και θετικός (της τάξης του 2-2,5%), καταγράφει ελαφρά πτωτικές τάσεις διαχρονικά, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο της Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-22. Δεν αρκεί όμως ρυθμός μεγέθυνσης του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) της τάξης του 2% για να αρχίζει να κερδίζει η χώρα θεαματικά έδαφος. Χρειάζονται πολύ υψηλότερες επιδόσεις.

Σημειώνεται βέβαια ότι η ανεργία, όπως και η φτώχεια, κάμπτεται ενώ το ισοζύγιο των εταιρειών (άνοιγμα - κλείσιμο) βελτιώνεται θεαματικά.Το γεγονός ότι συγκρατήθηκε η φτώχεια μετά το 2015 ερμηνεύει και την μη ύπαρξη Κίτρινων Γιλέκων στην Ελλάδα. Κάθε συνετή κυβέρνηση θα έδινε προτεραιότητα στη μείωση της φτώχειας, επιλογή που εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη. Διαφορετικά οι κοινωνικές αναταραχές θα έθιγαν άμεσα τη μεσαία τάξη, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα μαγαζιά της γειτονιάς κ.λπ. Η εικόνα της Γαλλίας και οι καταστροφές που δέχεται εδώ και μήνες η αγορά των πόλεων της είναι ό,τι πιο εύγλωττο υπάρχει. Από τη στιγμή που σταθεροποιείται η οικονομία και η φτώχεια καταγράφει πτωτικές τάσεις, ακολουθούν οι ελαφρύνσεις των φορολογικών βαρών και του μη μισθολογικού κόστους, επιλογές που ευνοούν πλέον τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τη μεσαία τάξη.

Μια πολιτική που θα επιδιώκει πολλαπλούς στόχους αναπτύσσοντας τα δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και η οποία είναι απαλλαγμένη, εκτός των άλλων, από τις οικολογικές υπερβολές, αντίθετες με την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, μπορεί να αλλάξει την τάση μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Αρκεί να αποτινάξουμε το σύνδρομο του μικρού και του μέτριου, να τονωθούν προσπάθειες που ενισχύουν την καινοτομία -πολιτική που κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια- και να απομακρυνθούμε από καθεστηκυίες αναπτυξιακές νοοτροπίες και πρακτικές. 

Η οικονομική πολιτική είναι αντιμέτωπη με στρεβλώσεις δεκαετιών. Το Global Competitiveness Report και το Doing Business in Greece της Παγκόσμιας Τράπεζας αποτελούν χρήσιμη πυξίδα σε κάθε κυβέρνηση. Τέλος, η Έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας, παρά τον υποκειμενικό χαρακτήρα των κρίσεων που εκφράζει, «χρωματίζει» την ένταση διαφθοράς στη χώρα, που εξακολουθεί να την ταλαιπωρεί, παρά τις διακυμάνσεις των τελευταίων ετών (ανάμεσα στην 57η και την 67η θέση). Δεν είναι απαραίτητο η διαφθορά να αναφέρεται στα ανώτατα κλιμάκια της πολιτικής ηγεσίας, καθώς η εξουσία της δημοσιοϋπαλληλίας ακολουθεί τον δικό της μοναχικό δρόμο στο θέμα αυτό.

Είναι ευθύνη όμως της πολιτικής ηγεσίας να ξηλώσει μηχανισμούς διαφθοράς που γιγαντώθηκαν από το 1980, και ιδίως μετά την έναρξη των διαφόρων πακέτων Ντελόρ, ή να μην επιτρέψει την ανάπτυξη πολιτικών που οδηγούν σε υποψίες με στόχο την άνθισή της. Στην αντίθετη περίπτωση, είτε δεν γνωρίζει την τέχνη της διοίκησης είτε είναι συνένοχος της εν δυνάμει ανάπτυξης της διαφθοράς μέσω των υφισταμένων ή των νέων μέτρων πολιτικής.

Τα σημεία που εξακολουθεί να «πονά» η ελληνική οικονομία είναι η διοίκηση, οι θεσμοί της και γενικά η κοινωνία. Ανάμεσα στα άλλα, εξέχουσα θέση κατέχουν τα ζητήματα που σχετίζονται με: τη δικαιοσύνη, τη γραφειοκρατία, τις τράπεζες - ρευστότητα στην αγορά, τους φόρους, τα βάρη που επιβάλλει η κοστοβόρα διοίκηση, την κυβερνητική αστάθεια κ.ά.

Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να ριζώσουν και να καρποφορήσουν όλες αυτές οι στρεβλώσεις. Την ευθύνη της οικοδόμησής τους εύλογα φέρουν οι εγκέφαλοι που δημιούργησαν και δόμησαν με ιδιαίτερο τρόπο το λεγόμενο σύγχρονο ελληνικό κράτος! Η ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης εντοπίζεται στο ταχύ ξήλωμα όλων αυτών των δυσκαμψιών που ερμηνεύουν το μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Στο ανωτέρω σύνολο των προαναφερθέντων παραγόντων εντοπίζεται η υποτονική επενδυτική δραστηριότητα. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές είναι ένας από αυτούς.

Εθελοτυφλούν όσοι πιστεύουν ότι διορθώνοντας μόνο τις αδικίες που σχετίζονται με τα φορολογικά βάρη, θα έρθει η άνοιξη στην οικονομία. Αν και αποτελεί επιτακτική ανάγκη η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών φυσικών και νομικών προσώπων, το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο.

*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 12/4/2019.