Wednesday, 24 April 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Οι δικαστές και η Ιστορία

Οι δικαστές συχνά διασταυρώνονται με την Ιστορία. Μοιράζονται τη μεθοδολογία έρευνας, αλλά ο στόχος τους είναι διαφορετικός. Εκεί όπου ο δικαστής αναζητά ενόχους και αποδίδει ατομικές ευθύνες, ο ιστορικός αναζητά κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές αιτίες. Στην Ιστορία οι υποθέσεις δεν τελεσιδικούν, όπως στη Δικαιοσύνη, αλλά υπόκεινται σε συνεχή αναθεώρηση καθώς αλλάζουν τα ερωτήματα, η οπτική γωνία ή προκύπτουν νέα τεκμήρια. Εντούτοις, υπάρχουν κομβικές στιγμές που οι δικαστές παράγουν Ιστορία. Οι δίκες της Νυρεμβέργης, οι δίκες των δωσίλογων, οι δίκες της χούντας παρήγαγαν αποφάσεις-τομές που καθόρισαν τρόπους πρόσληψης του παρελθόντος και χάραξαν σαφείς γραμμές αποδοχής ή απόρριψής του. Οι δικαστές λειτούργησαν ως δημόσιοι ιστορικοί.

Υπάρχει όμως μια διευρυνόμενη τάση οι δικαστές να περιλαμβάνουν στη δικαιοδοσία τους τον έλεγχο ιστορικών μελετών. Πρόκειται για «μνημονικούς» νόμους που αφορούν ζητήματα όπως οι γενοκτονίες, αλλά επεκτείνονται και σε ζητήματα όπως αποικιοκρατία, ολοκληρωτισμός κ.λπ. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η δίωξη εναντίον του Γερμανού ιστορικού Χανς Ρίχτερ, για όσα είχε γράψει για την αντίσταση των Κρητικών στη γερμανική εισβολή. Πήγα μάρτυρας υπεράσπισής του, αν και απεχθάνομαι όσα υποστηρίζει, μόνο για λόγους αρχής. Δεν είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης να κρίνει ιστορικές μελέτες, ακόμη και αν σφάλλουν. Υπάρχουν άλλες δικλίδες ελέγχου της αξιοπιστίας. Διαφορετικά εγκαθιδρύεται καθεστώς λογοκρισίας.

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια άλλη υπόθεση που ο δικαστής έρχεται πάλι αντιμέτωπος με ζητήματα Ιστορίας. Πρόκειται για αγωγή απογόνων του στρατηγού Χρυσοχόου, μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας στη Θεσσαλονίκη. Ανώτατος αξιωματικός του στρατού, ακολούθησε τον Τσολάκογλου στη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς και τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση στη διοίκηση της Μακεδονίας και φρούραρχος της Θεσσαλονίκης.

Συνεργάστηκε με τις αρχές κατοχής, ακριβώς την εποχή που ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης στελνόταν στα ναζιστικά στρατόπεδα για να εξοντωθεί. Προσήλθε μάλιστα μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη του Μέρτεν. Μετά την Κατοχή παραπέμφθηκε σε δικαστήριο δωσιλόγων, αλλά απαλλάχτηκε με βούλευμα, προβάλλοντας ως δικαιολογία της συνεργασίας του την αντίσταση στον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας, καθώς και την απόκρουση του κομμουνισμού.

Στην ατμόσφαιρα του εμφυλίου πολέμου δεν ήταν ο μόνος συνεργάτης των κατακτητών που εντάχθηκε στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Εγινε ακόμη και βουλευτής της ΕΡΕ. Στη δικτατορία, ο χουντικός δήμαρχος της πόλης τον τίμησε με κεντρική οδό στο όνομά του.

Πριν από δύο χρόνια, όμως, στο πλαίσιο ανασύνταξης της θεσμικής μνήμης της πόλης και ανάδειξης του Ολοκαυτώματος, ο δρόμος αυτός μετονομάστηκε. Αντιδρώντας, οι συγγενείς του κατέθεσαν αγωγή, για προσβολή της μνήμης του, εναντίον τριών πολιτών και δημοτικών συμβούλων που εισηγήθηκαν τη μετονομασία. Το μεν δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να μετονομαστεί η οδός, ώστε να μην τιμάται ένας δωσίλογος, οι δε συγγενείς ζητούν αποζημίωση, θεωρώντας τον πατριώτη.

Τι οφείλει να πράξει τώρα η Δικαιοσύνη; Είναι δουλειά της να αποφανθεί αν πρόκειται για προδότη ή πατριώτη; Να επαναλάβει τις μεταπολεμικές δίκες των δωσιλόγων; Η περίπτωση Χρυσοχόου αφορά την ιστορική έρευνα, η οποία σε όλες τις αποχρώσεις και εκδοχές της υποστηρίζει ότι πρόκειται για συνεργάτη των αρχών κατοχής με επαφές και με τους συμμάχους. Λίγοι ήταν όσοι συνεργάστηκαν με τους ναζί από ιδεολογική πεποίθηση και μόνο.

Οι περισσότεροι επικαλούνται τον ένα ή τον άλλο λόγο, από την ατομική τους επιβίωση έως την επιβίωση του αστικού καθεστώτος και την καταπολέμηση του κομμουνισμού, και μπροστά στην αβέβαιη έκβαση του πολέμου, πρόσφεραν εκδουλεύσεις και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Αντίστοιχες είναι άλλωστε οι διαβόητες περιπτώσεις Μορίς Παπόν και Πολ Τουβιέ στη Γαλλία. Συνεργάστηκαν με το κατοχικό καθεστώς και συνέχισαν σε υψηλόβαθμες θέσεις μεταπολεμικά.

Στην ιστορική έρευνα δεν καταδικάζουμε πρόσωπα. Εξηγούμε, διακρίνουμε αποχρώσεις, επισημαίνουμε αντιφάσεις και ετερογονίες. Είναι διαφορετική όμως η λογική της δημόσιας Ιστορίας. Ο δήμος, η πολιτεία ονοματοδοτεί οδούς και πλατείες, ανεγείρει μνημεία και καθιερώνει επετείους δημιουργώντας μια δημόσια αίσθηση Ιστορίας, παραδειγματίζοντας, προβάλλοντας τους άξιους της πόλης και της πατρίδας, τα αξιομνημόνευτα γεγονότα.

Είναι Ιστορία δεοντολογική που δημιουργεί πρότυπα πολιτειότητας. Σαφώς διακριτή από την Ιστορία των ιστορικών. Και οι δικαστές; Θα κρίνουν ως ιστορικοί ερευνητές; Θα αποφανθούν για τη δοσολογία δωσιλογισμού και πατριωτισμού στον Χρυσοχόου; Θα υποκαταστήσουν τις δημοτικές αρχές ορίζοντας τα πρότυπα αξιομνημόνευτου παραδειγματικού πολίτη;

Ο όρος «δωσίλογος» είναι ιστορικός, πολιτικός ή ανήκει στη δικαιοδοσία του Ποινικού Δικαίου; Αλλά, με βάση αυτόν, ο Δήμος Θεσσαλονίκης θεώρησε ότι ο Χρυσοχόου δεν δικαιούται οδωνύμιο. Πάντως, παρόμοια αγωγή (2016) που αφορούσε τον κατοχικό νομάρχη της Σύρου, εναντίον της Σέιλα Λεκέρ, συγγραφέα του βιβλίου «Το νησί του Μουσολίνι», απεσύρθη.

Τη σιωπή δεκαετιών για την εξόντωση των εβραϊκών πληθυσμών της Ελλάδας από τους ναζί τη διαδέχτηκαν τα τελευταία χρόνια, και σωστά, εκδηλώσεις αναγνώρισης, ανάμεσά τους και η μετονομασία δρόμων. Πρόκειται για οφειλή στα θύματα και αποκατάσταση της δημόσιας μνήμης της πόλης. Είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης να κρίνει επί της ουσίας την απόφαση και την εισήγηση με την οποία ελήφθη;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 11/2/2019. 

Αντανακλαστικά παρελθόντος

Είναι παράξενο να το βλέπει κανείς, όμως λίγο-πολύ όλοι όσοι εμπλέκονται με ρόλους στην δημόσια συζήτηση οσάκις προκύπτουν ζητήματα με την μεταΜνημονιακή παρακολούθηση της Ελληνικής οικονομίας συνεχίζουν να λειτουργούν με αντανακλαστικά παρελθόντος. Να το πούμε αλλιώς: δεν συνειδητοποιούν/δεν δέχονται ότι βρισκόμαστε σε μεταΤροϊκανή φάση, όπου η παλιά κατάσταση πραγμάτων με τις αξιολογήσεις και την σύνδεσή τους – μέσω προαπαιτούμενων – με δόσεις της χρηματοδοτικής βοήθειας των 3 διαδοχικών Μνημονίων είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος των πολιτικών.
Ήδη φάνηκε αυτό με την θέση που επέλεξε να υποστηρίξει μετά τις ενημερώσεις σε επίπεδο EuroWorking Group – στο Eurogroup του Φεβρουαρίου «δεν είχε Ελλάδα» , μας το εξήγησαν σε κάθε τόνο: όμως κάθε Eurogroup έχει και παρασκήνιο και διαρροές – ο γνώριμός μας Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM («ο άνθρωπος που κουβαλάει στο δισάκι του το χρέος της Ελλάδας»): έκρινε αναγκαίο να αναφερθεί στην διακινδύνευση της πρώτης δόσης από την επιστροφή κερδών ΕΚΤ/Κεντρικών Τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα, SMPs/ANFAs. Eδώ, δυο παρατηρήσεις: η πρώτη δόση – είχαμε μάθει ότι θα υπάρχουν 6μηνιαίες εκταμιεύσεις, των 600 περίπου εκατομμυρίων – επρόκειτο να είχε εκταμιευθεί μετά την πρώτη έκθεση της μεταΜνημονιακής παρακολούθησης, τέλη του 2018, όμως τότε κρίθηκε προτιμότερο (καθώς έμεναν ουρές) να πάει για μετά την δεύτερη έκθεση, της 27ης Φεβρουαρίου. Επίσης, το θέμα δεν είναι τόσο η έκθεση της μεταΜνημονιακής παρακολούθησης per se, που θα ξεκλειδώσει την απόδοση της δόσης, αλλά η ανάγκη να ψηφισθεί σε Κοινοβούλια όπως το Ολλανδικό και το Γερμανικό (ξανανοίγοντας, παραμονές Ευρωεκλογών και εκεί, την συζήτηση περί Ελλάδας...). Το παράξενο είναι ότι, ίσως για να ανεβάσει την αίσθηση σασπένς, εκεί που γνωρίζαμε για δόση 600-620-640 εκατομμυρίων, κάποια στιγμή ακούγονταν και 750, ο καλός εκείνος Ρέγκλινγκ ανέβασε τον πήχη στο 1 δις ευρώ. Που επαναφέρει παλιές πρακτικές δόσεων και υπο-δόσεων, θυμάστε;
Αυτό το αντανακλαστικό παρελθόντος «έκρυψε» την ουσία της αναμενόμενης δεύτερης έκθεσης μεταΜνημονιακής παρακολούθησης: που είναι η γενική πορεία της Ελλάδας/της Ελληνικής οικονομίας, συν τα 16 προαπαιτούμενα που κατά τραυματιστικό για την διαδικασία παρακολούθησης τρόπο έχουν προβλεφθεί (και η Ελλάδα τα έχει αποδεχθεί). Ο Ρέγκλινγκ επέμεινε στα «μερικά ακόμη ανοιχτά θέματα», πλην όλοι γνωρίζουν ότι η υπόθεση των «κόκκινων δανείων» είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Και αυτό είναι ζήτημα Φρανκφούρτης, ΕΚΤ/SSM και Βρυξελλών/DGComp... Μσοκοβισί και Σεντένο παρέμειναν εν τω μεταξύ σε διακριτική σιωπή.
Εκείνο πάντως που ήρθε ως επισήμανση, για τα κόκκινα δάνεια – όχι δε απλώς ως αντικατάσταση του Νόμου Κατσέλη, που ήδη εκπνέει η δίμηνη παράταση του βίου του, αλλά ως «συνεκτική, πειστική λύση»/coherent credible solution για το αύριο των Ελληνικών τραπεζών - ήταν η αποθάρρυνση του να επιδιωχθεί μια ακόμη παράταση.
Και αυτό μας φέρνει στην Ελληνική πλευρά της επανεγκατάστασης σε αντανακλαστικά παρελθόντος. Όλη η διαχείριση της απασφαλισμένης βόμβας των κόκκινων δανείων τους τελευταίους μήνες, με ΤΧΣ, διοικήσεις τραπεζών, ΤτΕ, Δραγασάκη-Φλαμπουράρη-Τσακαλώτο-Μαξίμου επί σκηνής, ήταν μια διαχείριση αναβολής/αποφυγής. Όλοι συνειδητοποιούμε ότι το τικ-τακ, τικ-τακ που ακούγεται από τα κόκκινα δάνεια κάνει ισχυρή αντήχηση στον χώρο λόγω προεκλογικής περιόδου: όμως ο πειρασμός μιας επιδεικτικής κόντρας με την Τρόικα είναι υπόθεση παρελθόντος. Ή... θάπρεπε να είναι! Ούτως ή άλλως, η έκθεση της 27ης Φεβρουαρίου, λίγες μέρες απόσταση από τους χρησμούς της Moody's μετά κι εκείνους της Fitch, πολύ περισσότερο ενδιαφέρει για την επίπτωσή της στις αγορές (οι οποίες έχουν εδώ και μήνες στοχοποιήσει τις συστημικές Τράπεζες ως βασικό αγκάθι στην Ελληνική περίπτωση), και μάλιστα ενόψει της ηρωικής προσπάθειας να πλεύσει 10ετές ομόλογο/Ελληνικό benchmark. Για όσους ενδιαφέρονται: η απόδοση 10ετούς, που μπήκε στον χρόνο άνω του 4,35%, είχε υποχωρήσει μέχρι και 3,88% - αλλά πάλι φλερτάρει με 4%.
Καθώς λοιπόν σε αρκετά πεδία των διαβόητων προαπαιτούμενων η Τρόικα λίγα έχει να πει πλην γκρίνιας – παράδειγμα: έπεσε έξω η διαδικασία πώλησης των λιγνιτικών, με ένα των διαγωνιζόμενων να προτείνει 25 εκατ. (με αποτίμηση ευλόγου τιμήματος στα 150...), τον άλλο να προτείνει κάπου 110 αλλά για ουσιαστικά διαφορετικό αντικείμενο – το θέμα των κόκκινων δανείων πολώνει όλη την προσοχή.
Βέβαια, συγκινητικά αντανακλαστικά παρελθόντος επιδεικνύει και η Αξιωματική Αντιπολίτευση, που σχεδόν περιμένει η μεταΜνημονιακή Τρόικα να «τραβήξει το αυτί» των κυβερνητικών για καθυστερήσεις. (Να πούμε την αλήθεια, μεγάλο μέρος και του μηντιακού κόσμου ανάλογο αντανακλαστικό έχει αναπτύξει).
Και τούτο, ενώ όταν φτάσει η ρύθμιση για μετά-τον-Νόμο-Κατσέλη στην Βουλή, όλοι θα οιμώζουν πόσο λίγη προστασία παρέχει...
Τα αντανακλαστικά παρελθόντος δύσκολα φεύγουν!

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 15/2/2019. 

Η μεταπολιτευτική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου

Με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, μερικές σύντομες παρατηρήσεις για τη μεταπολιτευτική πορεία του. Το πιο χαρακτηριστικό και καθοριστικό παράδειγμα της ανδρεϊκής πολιτικής ήταν η δημιουργία του πρώτου μη κομμουνιστικού μαζικού κόμματος στη χώρα. Αυτή η εξέλιξη άλλαξε ριζικά τη δομή του πολιτικού συστήματος. Γιατί αν με την άνοδο του βενιζελισμού παρατηρούμε την αποδυνάμωση του ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού και την ένταξη νέων ανθρώπων στην ενεργό πολιτική αρένα, με το ΠΑΣΟΚ βλέπουμε ένα νέο κύμα ένταξης στο πολιτικό κέντρο. Ας σημειώσουμε εδώ πως στη βενιζελική περίοδο περνάμε από ένα σύστημα όπου τα λεγόμενα τζάκια αποτελούσαν λέσχες προυχόντων σε ένα πιο διευρυμένο και συγκεντρωτικό πελατειακό σύστημα. Ένα σύστημα όπου οι τοπικοί κομματάρχες είχαν σημαντική αυτονομία έναντι της κεντρικής εξουσίας. Είναι ακριβώς αυτή η τοπική αυτονομία που εμπόδισε τον Βενιζέλο να οδηγήσει σταδιακά το κόμμα του προς την κατεύθυνση οργάνωσης κομμάτων «δυτικού» τύπου.
Με το ΠΑΣΟΚ η σχετική αυτονομία της κομματικής βάσης μειώνεται ριζικά. Αντί για τοπικούς παράγοντες που ήλεγχαν σε έναν σημαντικό βαθμό περιορισμένα πελατειακά δίκτυα, παρατηρούμε μια πιο γραφειοκρατική και συγχρόνως αυταρχική οργάνωση όπου τα στελέχη στο κέντρο και την περιφέρεια μετατρέπονται σε υπάκουα όργανα του χαρισματικού ηγέτη. Ως γνωστόν, ο Ανδρέας μπορούσε να καθαιρέσει λίγο πολύ αυτόματα όσους διαφωνούσαν με τις πολιτικές του. Το ίδιο συνέβη με αντιδικτατορικές οργανώσεις όπως η Δημοκρατική Άμυνα που ζήτησε την ενσωμάτωσή της στο ΠΑΣΟΚ διατηρώντας μια μικρή έστω αυτονομία. Έτσι, η σχέση μεταξύ στελεχών και οπαδών ήταν άμεση. Δεν υπήρχαν ενδιάμεσα οργανωτικά σχήματα που χαρακτηρίζουν πιο δημοκρατικά οργανωμένα κόμματα. Είναι με αυτόν τον τρόπο που ο Ανδρέας Παπανδρέου, με τη βοήθεια μιας μαζικής οργάνωσης και με γραφεία σε όλες τις περιφέρειες της χώρας, απέκτησε μια δύναμη που κανείς προκάτοχός του δεν μπόρεσε να αποκτήσει.
Με το χάρισμα, την ευφυΐα του και την πρωτοφανή οργανωτική δύναμη, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να αλλάξει σημαντικά μερικά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά του συστήματος. Δεν άδραξε όμως αυτή τη μοναδική ευκαιρία. Αντιθέτως, δυνάμωσε πιο πολύ ορισμένα από τα χειρότερα στοιχεία του προδικτατορικού συστήματος. Όχι μόνο η δημόσια διοίκηση έγινε πιο κομματικοποιημένη (ας θυμηθούμε τους «πρασινοφρουρούς»), αλλά επίσης το παραδοσιακό ρουσφέτι αντικαταστάθηκε από μια πιο συγκεντρωτική και λαϊκιστική μορφή πατρωνίας που βασίζονταν σε κομματικά στελέχη τα οποία αντλούσαν τη δύναμή τους από τον αρχηγό. Όσο για τον πολιτικό του λόγο, όπως και η οργάνωση του κόμματός του, είχε έντονα λαϊκιστικά στοιχεία: το κατεστημένο εναντίον του λαού, οι ξένοι που χειραγωγούν τους έλληνες, «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο» κτλ. Και βέβαια έχουμε και επανειλημμένες κωλοτούμπες, από τον τριτοκοσμισμό μέχρι την επακόλουθη απόφασή του να ενταχθεί η χώρα στην ευρωπαϊκή κοινότητα.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια πως ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την πρόθεση να καταργήσει τον δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό και να εγκαθιδρύσει στη χώρα κάποια μορφή βοναπαρτισμού - όπως συχνά ισχυρίζονταν δεξιοί επικριτές του. Νομίζω πως ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ δεν είχε διανοηθεί κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής νομιμοποίησε το ΚΚΕ, ο Ανδρέας Παπανδρέου προχώρησε προς την ίδια κατεύθυνση καταργώντας το σύστημα του φακελώματος των αντιφρονούντων. Επιπλέον, η πασοκική κυβέρνηση άλλαξε ριζικά το οικογενειακό δίκαιο δίνοντας σημαντικά δικαιώματα στις γυναίκες. Και παρόλο που το Εθνικό Σύστημα Υγείας ξεκίνησε με τον Σπύρο Δοξιάδη, υπουργό της Νέας Δημοκρατίας, ήταν το ΠΑΣΟΚ που το ανέπτυξε διαχέοντας έτσι δικαιώματα προς τα λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα.
Συμπερασματικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου άλλαξε σε έναν μεγάλο βαθμό την οργάνωση και κουλτούρα του πολιτικού συστήματος. Επέφερε σημαντικές προοδευτικές αλλαγές. Αλλά παρόλο που είχε τη δύναμη, δεν προσπάθησε να αλλάξει προς το καλύτερο την κομματικοκρατική δομή του πολιτικού συστήματος.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 3/2/2019. 

«Re-thinking Environment»

Η ΔΛ Gallery παρουσιάζει την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου την ομαδική έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «Re-thinking Environment» σε επιμέλεια της Νίνας Κασσιανού.
Συμμετέχουν: Γιώργος Γιατρομανωλάκης, Χριστόφορος Δουλγέρης, Ανάργυρος Δρόλαπας, Κώστας Ορδόλης, Γιάννης Τζώρτζης (www.green-project.org), Έφη Χαλιορή, Πάνος Χαραλαμπίδης & Μαίρη Χαιρετάκη, Julia Braun, Lisa Hoffmann, Magda Hueckel, Katrin Koenning, Diana Lelonek, Beba Stoppani.

Εγκαίνια Έκθεσης: Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019 και ώρα 20:00.
Διάρκεια Έκθεσης: 8 Φεβρουαρίου έως 4 Μαΐου 2019.
Ώρες Λειτουργίας: Τετάρτη - Σάββατο 12:00 – 17:00
Πέμπτη - Παρασκευή 12:00 – 19:00
ΔΛ GALLERY, Μεσολογγίου 55Α, Τ.Κ. 185 45, Πειραιάς, T. (+30) 2104631933, email: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it. // www.dlgallery.gr
Η είσοδος στην έκθεση είναι ελεύθερη για το κοινό.

Σύμφωνα με τη Νίνα Κασσιανού, η ζωή εκτυλίσσεται σε πολλά και διαφορετικά περιβάλλοντα: φυσικά, αστικά ή βιομηχανικά τα οποία συμπλέουν και αλληλοεπηρεάζονται με αμφιλεγόμενα πολλές φορές επακόλουθα. Αλλά πώς ο χαρακτήρας και η όψη του περιβάλλοντος επηρεάζουν την εμπειρία μας από το χώρο που ζούμε και κινούμαστε και πώς αυτός ο χώρος και αυτή η εμπειρία ερμηνεύονται και παρουσιάζονται από τους φωτογράφους; Αυτά είναι τα ερωτήματα που αποτελούν το σημείο εκκίνησης για την έκθεση με τίτλο Re-thinking Environment.
Η έκθεση εστιάζει σε ζητήματα που σχετίζονται με τη φύση και την ανθρωπότητα και συμβάλει στη συζήτηση που γίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο γύρω από την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση. Εξερευνά την αλλαγή του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος και αναδεικνύει την ανάγκη μιας ευρύτερης και πιο αποτελεσματικής αντιμετώπισης της υποβάθμισής του.
Το περιβάλλον τόσο ως πρόσκληση για εγρήγορση όσο και για ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης συνιστά το κεντρικό ιστό της σκέψης των φωτογράφων αυτής της έκθεσης. Με επιτόπια έρευνα πάνω σε διάφορους περιβαλλοντικούς τομείς, συμμετοχές σε αποστολές και ταξίδια και πειραματισμούς με διαφορετικές καλλιτεχνικές τεχνικές συγκροτείται ένα οπτικό υλικό που σκοπό έχει να διεγείρει τις ευαισθησίες μας απέναντι σε ένα τόσο σημαντικό θέμα.

Οι φωτογραφίες του Γιάννη Τζώρτζη, Μέλους της Royal Photographic Society of Great Britain που τυπώθηκαν σε χαρτί Hahnemühle FineArt Baryta, διαστάσεων 1,61 x 0,60 μ., λήφθηκαν κατά τη διάρκεια του πράσινου φωτογραφικού οδοιπορικού "Green Project στη Νότια Αμερική: Μπογκοτά – Γη του Πυρός, από τη γεωποικιλότητα στη βιοποικιλότητα". Το οδοιπορικό αυτό πραγματοποιήθηκε από 19 Ιουλίου μέχρι 7 Σεπτεμβρίου 2014, από την οργάνωση Green Project (www.green-project.org), η οποία στοχεύει στην αφύπνιση της κοινωνικής συνείδησης μέσω της περιβαλλοντικής φωτογραφίας με άποψη, που μπορεί να τραβήξει καθένας από μας. Διανύθηκαν 17.135 χλμ, σε 52 ημέρες και 8 χώρες: Κολομβία, Εκουαδόρ, Περού, Βολιβία, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Αργεντινή και Χιλή. Αποτυπώθηκαν 61 πράσινα σημεία ενδιαφέροντος σε σχέση με την κατάσταση της γεωποικιλότητας και της βιοποικιλότητας, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα μνημεία της UNESCO World Heritage List. Το οδοιπορικό αυτό ανακηρύχθηκε "One Success Story 2014" από την Ελληνική Εθνική Επιτροπή για την UNESCO, η οποία έχει θέσει υπό την αιγίδα της τα οδοιπορικά της Green Project. Εκτός από το παραπάνω οδοιπορικό, η Green Project έχει μέχρι σήμερα, υλοποιήσει τα οδοιπορικά στην Ασία (2008, Αθήνα – Πεκίνο), στην Αφρική (2010, Αθήνα – Κέιπ Τάουν), στην Ευρώπη (2012, Αθήνα - Βόρειο Ακρωτήριο), την Αυστραλία (2018, Μελβούρνη - Πέρθ), καθώς και τον περίπλου του Ιονίου με ιστιοπλοϊκό (2017). Το έργο της έχει αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις και βραβεία.

Πιστεύουμε στη δύναμη της φωτογραφίας να αλλάξει τον κόσμο μας. Ελάτε μαζί μας στα επόμενα περιβαλλοντικά οδοιπορικά: "Green Project στην Κρήτη: Ίρις 2019" και "Green Project σε Ιαπωνία - Αλάσκα 2020".

Μυρσίνη Ζορμπά: Η πολιτική δημοκρατία έχει ανάγκη την πολιτισμική δημοκρατία

Αποτελεί συμβολική επιλογή η πρώτη πολιτική συνέντευξη του νέου χρόνου να είναι από το χώρο του πολιτισμού και από την υπουργό, Μυρσίνη Ζορμπά. Γιατί, όπως λέει και η ίδια, «για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της κοινωνίας και της κουλτούρας της καθημερινής ζωής, η πολιτική δημοκρατία έχει ανάγκη από την ενδοχώρα της πολιτισμικής δημοκρατίας.»

Αυτή η συνέντευξη επιδιώξαμε να μην κινηθεί στις συνήθεις και δικαιολογημένες ερωτήσεις που δέχτηκε ως τώρα, αλλά σε ένα περισσότερο πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο. Παρότι γράφτηκαν πολλά για την υπουργοποίησή της, και για την εκλογή της ως ευρωβουλευτού την περίοδο της διακυβέρνησης Σημίτη, δυσανάλογα αναφέρθηκε στον Τύπο η συμμετοχή της στην Αριστερά και τους αγώνες της, παλαιότερα, από την περίοδο της δικτατορίας. Η ίδια δηλώνει αποφασιστικά ότι θεωρεί «το πεδίο του πολιτισμού ένα κοσμικό νεωτερικό δυναμικό πεδίο σκληρής διαπραγμάτευσης και συγκρούσεων για την ηγεμονία, τουλάχιστον αυτό μας έμαθε ο Γκράμσι.»

Η σχέση της Αριστεράς με τον πολιτισμό γνώρισε σταδιακή έκπτωση, ωστόσο οι προσδοκίες των Αριστερών από την κυβέρνηση σε αυτό το πεδίο υπήρξαν μεγάλες και σε μεγάλο βαθμό διαψεύστηκαν. Γιατί συνέβη αυτό;

Δεν συμμερίζομαι τη λογική της έκπτωσης, που παραπέμπει στη μοιραία νοοτροπία πολιτισμικού πεσιμισμού, ουσιαστικά δεξιά έως και αντιδραστική νοοτροπία, διάχυτη τα τελευταία χρόνια σε διανοούμενους και αρθρογράφους συντηρητικών εφημερίδων αλλά και lifestyle εντύπων. Αντίθετα, θεωρώ το πεδίο του πολιτισμού ένα κοσμικό νεωτερικό δυναμικό πεδίο σκληρής διαπραγμάτευσης και συγκρούσεων για την ηγεμονία, τουλάχιστον αυτό μας έμαθε ο Γκράμσι και οι μαρξιστές θεωρητικοί. Ξέρετε, μετά το γνωστό στείρο σχήμα βάση – εποικοδόμημα, που ίσχυσε για πολλές δεκαετίες στην αντίληψη της Αριστεράς και σύμφωνα με το οποίο η κουλτούρα ήταν απολύτως εξαρτημένη από τις παραγωγικές σχέσεις, ήρθε μια στιγμή που λύθηκαν τα μάγια και στο εσωτερικό του μαρξισμού άρχισε να συζητιέται η γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας και της αντίστασης των υπεξούσιων στρωμάτων. Έτσι απόκτησε οντότητα η λαϊκή κουλτούρα, που ως τότε ήταν ανύπαρκτη, και έγινε άξια ενδιαφέροντος. Η διανοητική πρόοδος και το ταξικό όφελος από αυτή την αλλαγή υπήρξαν τεράστια και το οφείλουμε στις μεταφράσεις του Γκράμσι στα αγγλικά και στους Βρετανούς μαρξιστές όπως ο Ρέιμοντ Ουίλλιαμς, ο οποίος στη δεκαετία του '70 υπήρξε πρωτοπόρος της ανατροπής του παλιού στενού σχήματος σκέψης.

Θα ήταν ασφαλώς πολύ ενδιαφέρον να ανοίξει η συζήτηση για να διευκρινιστεί τι ήταν αυτό που προσδοκούσαν οι αριστεροί στο πεδίο της πολιτικής του πολιτισμού. Αξίζει να ξαναδούμε και να αναλύσουμε τα προτάγματα του προεκλογικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, για το οποίο είχα κι εγώ γράψει στο περιοδικό Χρόνος και στην Αυγή. Η εμπειρία των τριών υπουργών που πέρασαν πριν από μένα από το υπουργείο Πολιτισμού, όπως και η δική μου τώρα, θα είχε πολλά να ακούσει και να πει σε έναν ανοιχτό διάλογο με μέλη και φίλους του κόμματος αλλά και με τον κύκλο των ευρύτερα προοδευτικών δημιουργών, παραγωγών, διανοουμένων και καλλιτεχνών. Είναι μια εποχή που αξίζει να ακουστούν όλες οι φωνές, χωρίς προκαταλήψεις και κομματικά σύνορα, ώστε να διαμορφωθεί ένα νέο περιβάλλον προβληματισμού στα θέματα του πολιτισμού. Μάλιστα, να ακούσουμε κυρίως τους νέους, τους ενοχλητικούς, φάλτσους και ασύμβατους, αυτούς που ανέδειξε η κρίση των τελευταίων δέκα χρόνων.

Έχετε δηλώσει ότι «η έννοια της πολιτισμικής δημοκρατίας, η αντιμετώπιση των καινούργιων και των παλιών ανισοτήτων και διακρίσεων, είναι σταθερή μου επιδίωξη». Με ποιες κινήσεις σκοπεύετε να δρομολογήσετε αυτό το στόχο;

Όντως, θεωρώ ότι η πολιτισμική δημοκρατία αποτελεί θεμελιώδη έννοια αναφοράς, που οφείλουμε να συμπεριλάβουμε στον προβληματισμό μας ως αριστεροί προοδευτικοί σκεπτόμενοι άνθρωποι, η οποία συνδέεται στενά με την πολιτική δημοκρατία. Αυτή η τελευταία δεν μπορεί να αναπτυχθεί στο περιορισμένο και ρηχό πλαίσιο όπου συχνά λειτουργεί, στο πλαίσιο της απλής αντιπροσώπευσης. Για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της κοινωνίας και της κουλτούρας της καθημερινής ζωής, η πολιτική δημοκρατία έχει ανάγκη από την ενδοχώρα της πολιτισμικής δημοκρατίας, έτσι ώστε οι ανισότητες και οι διακρίσεις να μην δρουν ανενόχλητες και να αποκαλύπτονται σε όλο το βάθος, τη λειτουργία και τις μορφές τους, θέτοντας το πολιτικό σύστημα μπροστά στην υποχρέωση να παρεμβαίνει. Διαφορετικά, αυτό παραμένει μια παράλληλη ξένη πραγματικότητα, που δεν αγγίζει το βίο των ανθρώπων, και για την οποία πραγματικότητα οι πολίτες όλο και λιγότερο ενδιαφέρονται. Τα νέα κοινωνικά κινήματα έφεραν στο φως αυτή ακριβώς την απόσταση, την ασυμμετρία, διατυπώνοντας πέρα από τα ταξικά αιτήματα, που η εργατική τάξη πάλευε γι' αυτά, αιτήματα στο πεδίο των διακρίσεων, όπως της φυλής, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της θρησκευτικής ελευθερίας, της γλώσσας, κ.λπ.

Στο επόμενο διάστημα θα ανοίξουμε αυτό το διάλογο, γιατί πριν απ' όλα πρέπει να γίνει κατανοητό γιατί ο πολιτισμός και, κατ' επέκταση το υπουργείο Πολιτισμού, νομιμοποιείται να ενδιαφέρεται, εκτός από τη συντήρηση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και την υποστήριξη των τεχνών, για τις ανισότητες και τις διακρίσεις και ποιες ακριβώς είναι αυτές. Θα πρέπει να τις ονοματίσουμε, να δούμε πώς λειτουργούν, πώς συνδέονται με τις αντιλήψεις, τις νοοτροπίες, τις στάσεις και τις συμπεριφορές της καθημερινής ζωής μας, της καθημερινής κουλτούρας μας.

Παράλληλα, θα δοκιμάσουμε να προσθέσουμε στα κριτήρια των επιχορηγήσεων του υπουργείου, που ως τώρα προσανατολίζονται κατά κύριο λόγο στην αισθητική, ορισμένα κοινωνικο-πολιτισμικά κριτήρια. Για παράδειγμα, να συνδέεται η επιχορήγηση και με τον προβληματισμό ενός πολιτιστικού ή καλλιτεχνικού φορέα αναφορικά με το κοινό του. Διότι οι φορείς πρέπει να αναπτύσσονται για το κοινό τους και σε διάλογο με αυτό, μάλιστα για ένα κοινό που δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά το μεσαίο και ανώτερο αλλά και το λαϊκό κοινό και τα κατώτερα στρώματα. Άρα οφείλουν να σκέφτονται και το μη-κοινό, εκείνους που για πολλούς λόγους δεν περνούν το κατώφλι ενός θεάτρου, μιας συναυλίας. Οι επιχορηγήσεις επηρεάζουν το κόστος των εισιτηρίων μιας παράστασης έως και 50%, συνεπώς πρέπει να μας απασχολεί ποιοι επωφελούνται, ποια στρώματα του πληθυσμού ευνοούνται απ' αυτό και ποια όχι. Οι δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί οφείλουν εξ ορισμού να σκέφτονται τους πολλούς απόντες, τους διαφορετικούς απόντες και να προβληματίζονται για τους λόγους που τους κρατούν αποκλεισμένους, χωρίς να βολεύονται με την απλοϊκή ερμηνεία της αδιαφορίας που είναι πια απολύτως ξεπερασμένη. Επιπλέον, το υπουργείο θα προκηρύξει και ορισμένα προγράμματα που θα αφορούν νέους και παιδιά αλλά και ευάλωτες ομάδες ή ομάδες που υφίστανται διάκριση, προκειμένου να φέρουμε μεγαλύτερη ισορροπία στις ασυμμετρίες που παρουσιάζει από παράδοση ο κρατικά επιδοτούμενος πολιτισμός. Περιττό, βέβαια, να πω ότι θα χρειαζόταν πολύ περισσότερος χρόνος απ' όσο διαθέτουμε, μεγάλη συζήτηση και ένα σχέδιο δομικών αλλαγών για να έχουμε πιο ικανοποιητικά αποτελέσματα, που θα απελευθέρωναν δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας σε επίπεδο έκφρασης και συμμετοχής.

Εποπτευόμενα νομικά πρόσωπα, κρατικά θέατρα – ορχήστρες, έχετε πει ότι τίθεται ένα θέμα σε ποιο κοινό απευθύνονται -κυρίως σε μεσαία και ανώτερα στρώματα έχετε διαπιστώσει. Οπότε προκύπτει το ζήτημα τι είδους πολιτισμός επιχορηγείται για τα άλλα στρώματα και αν δεν στέργει το υπουργείο για αυτά τότε ποιος;

Ναι, ισχύουν όσα είπαμε παραπάνω. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, θα προχωρήσουμε σε μια ποιοτική έρευνα κοινού, που είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε την κατάσταση που έχει ως τώρα διαμορφωθεί και παγιωθεί. Δεν αρκούν οι υποθέσεις εργασίας, δεν αρκούν οι εντυπώσεις ή οι μεροληπτικές αριθμητικές έρευνες που κατά καιρούς βλέπουν το φως, πρέπει να πάμε σε μεγαλύτερο βάθος, όπως είχε κάνει ο Μπουρντιέ παλιότερα και αποκάλυψε εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία για το κοινό των μουσείων, τα οποία άλλαξαν σημαντικά τις επικρατούσες ως τότε αντιλήψεις.

Υπάρχει το τόξο της Συγγρού με τα ιδιωτικά ιδρύματα, που σε μεγάλο βαθμό την περίοδο της κρίσης επικαθόρισαν το πολιτιστικό προϊόν. Από την άλλη μεριά, του δημοσίου, τι σχέδιο υπάρχει ώστε να μη συνεχιστεί αυτή η «κυριαρχία»;

Η κρίση προκάλεσε τη συρρίκνωση της εμβέλειας του κράτους κι αυτό όχι μόνο όσον αφορά τις οικονομικές επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις αλλά και τον περιορισμό του προσωπικού, τη διακοπή οργανισμών όπως το ΕΚΕΒΙ και τη συνολικότερη ιδεολογική επίθεση κατά του δημοσίου ως διακυβέρνησης και λειτουργίας. Έτσι, οι πρωτοβουλίες των ιδιωτικών ιδρυμάτων λειτούργησαν για τους καλλιτέχνες και την κοινωνία σαν σανίδα σωτηρίας ενώ διακοσμήθηκαν επίσης με ευρύτερες ιδεολογικές φιλανθρωπικές συντεταγμένες, καθώς και με σύγχρονο μάρκετινγκ και λάμψη.

Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κυριαρχία, υπάρχει όμως ανάγκη διαλόγου και οριοθέτησης, προκειμένου το δημόσιο να παίζει το ρόλο που του αναλογεί, το ίδιο και τα ιδιωτικά ιδρύματα. Υπάρχει μέχρι στιγμής ένα δισταγμός να συζητηθούν αυτά ανοιχτά αλλά το θεωρώ αναγκαίο για να αποφεύγονται οι παρανοήσεις και γιατί, σε κάθε περίπτωση, δεν αφορά μόνο αυτό που ονομάσατε πολιτιστικό προϊόν αλλά την ίδια τη διαμόρφωση του πολιτισμικού υποκειμένου, της πολιτισμικής ιθαγένειας, των αντιλήψεων των νέων ανθρώπων, του αξιακού προσανατολισμού της κοινωνίας μας. Δεν θα ήθελε κάποιος σήμερα ούτε το δογματικό κρατισμό ούτε και τον ανταγωνιστικό νεοφιλελευθερισμό στο ευαίσθητο πεδίο του πολιτισμού που θυμίζω, όπως είπαμε παραπάνω, δεν αφορά μόνο τις τέχνες αλλά κυρίως τις στάσεις ζωής, τις επιλογές των νέων ανθρώπων, τα οράματα και τις προσδοκίες τους.

Μιλήστε μας λίγο πιο αναλυτικά για το σχέδιο του Ακροπόλ.

Το Ακροπόλ θέλουμε να είναι ένας ανοιχτός χώρος συνάντησης και διαλόγου νέων παραγωγών, καλλιτεχνών και δημιουργών και του κοινού τους. Ένα ανήσυχο κύτταρο όπου θα έχουν την ευκαιρία να δοκιμάζονται καινοτόμες ιδέες, πειραματικές εφαρμογές, σχέδια ουτοπικά που θα εκφράζουν τους φόβους και τα όνειρα των πιο δημιουργικών και τολμηρών καλλιτεχνών. Χωρίς αυστηρά όρια ανάμεσα στις τέχνες αλλά διαισθητικά, συνεργατικά, συμμετοχικά, σχήματα που θα μας προκαλούν απορία και έκπληξη, που θα μας επιτρέπουν να έχουμε αντιρρήσεις, να συζητάμε, να μπαίνουμε σε διαδικασίες και όταν βγαίνουμε απ' αυτές να είμαστε διαφορετικοί, κάτι να έχει όντως αλλάξει στο νου και στο συναίσθημά μας.

Σας ανησυχεί η ευκολία με την οποία νέοι άνθρωποι προσεταιρίστηκαν ξενοφοβικές και εθνικιστικές αντιλήψεις, εννοώ στο ζήτημα του λεγόμενου μακεδονικού και των καταλήψεων; Πώς θα μπορούσε το υπουργείο να παρέμβει σε αυτήν την κατεύθυνση;

Δεν είναι η ευκολία των νέων ανθρώπων που με ανησυχεί αλλά η χρόνια εγκατάλειψη παρόμοιων κοινωνικο-πολιτισμικών φαινομένων στην τύχη τους, χωρίς παρέμβαση εκ μέρους όχι μόνο της πολιτείας αλλά και άλλων υπεύθυνων κοινωνικών δρώντων. Είτε πρόκειται για το σεξισμό, είτε πρόκειται για το bulling στη σχολική κοινότητα, είτε για τη βία στα γήπεδα, είτε για τις ξενοφοβικές, ρατσιστικές και εθνικιστικές αντιλήψεις, διαπιστώνει κανείς μια αδυναμία σχεδίου και συμμαχιών για την αντιμετώπισή τους. Κι όμως δηλητηριάζουν την καθημερινή ζωή χιλιάδων νέων ανθρώπων και πρέπει να γίνει συνείδηση στην κοινωνία μας ότι το κόστος πρόληψης είναι πολύ μικρότερο από το τεράστιο κόστος θεραπείας τους. Χρειαζόμαστε πολιτισμικές πολιτικές με ισχυρά και γρήγορα αντανακλαστικά για τα φαινόμενα αυτά, χρειαζόμαστε περιφερειακή και ισχυρή ενίσχυση της από τα κάτω οργάνωσης του πολιτισμού. Πάνω σ' αυτό δουλεύουμε τώρα και σύντομα θα θέσουμε σε δημόσια διαβούλευση το σχετικό νομοσχέδιο Περιφερειακής Πολιτικής του Σύγχρονου Πολιτισμού.

Δηλώσατε, και το πράξατε κιόλας σε κάποιες περιπτώσεις, ότι χρειάζεται ηλικιακή ανανέωση στα ΔΣ των εποπτευόμενων φορέων αλλά και εξάλειψη των διακρίσεων με αρχή την έμφυλη. Ο τρόπος όμως λειτουργίας των ΔΣ σχεδόν εξ ορισμού αποκλείει τους νέους, εργαζόμενους ή/και γονείς. Πώς μπορεί αυτό το ζήτημα να αντιμετωπιστεί ριζοσπαστικά σε όλο το φάσμα της δημόσιας διοίκησης;

Αυτή πρέπει να είναι μια ευρύτερη συζήτηση, ωστόσο συμμερίζομαι την ανάγκη και γνωρίζω τη μεγάλη ωφέλεια που μπορεί να προκύψει από αυτή την κατεύθυνση. Σε πιο στενό πλαίσιο, είναι αυτό που στο «Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού», του οποίου υπήρξα πρόεδρος και ακτιβίστρια για μια δεκαπενταετία, εφαρμόζαμε ως καλή πρακτική κάθε φορά που οργανώναμε μια δράση ή ένα συνέδριο, δηλαδή να εξασφαλίζουμε στις μητέρες τη συμμετοχή των παιδιών τους σε δημιουργικές ομάδες, ώστε να είναι ελεύθερες από υποχρεώσεις οι ίδιες. Όμως η συμμετοχή στα ΔΣ έχει κι άλλα προβλήματα τα οποία θα πρέπει να συζητηθούν, όπως είναι ζητήματα αρμοδιοτήτων, ανακύκλωση μελών, τρόποι λειτουργίας, λήψης αποφάσεων, κ.λπ. τα οποία είναι σημαντικά. Το ίδιο σημαντικό ζήτημα είναι και η ανάγκη να γίνεται προκήρυξη των καλλιτεχνικών διευθυντών των πολιτιστικών οργανισμών, η μέγιστη διάρκεια της θητείας τους, ο ρόλος του οικονομικού και του διοικητικού διευθυντή, η αποκλειστική απασχόληση, κ.λπ. Υποσχέθηκα από την πρώτη στιγμή που ανέλαβα το υπουργείο ότι δεν θα διορίσω καλλιτεχνικούς διευθυντές αλλά οι θέσεις θα προκηρύσσονται. Το έπραξα και θα το τηρήσω με συνέπεια στο μέλλον.

Πώς μπορεί ο πολιτισμός να παντρευτεί γόνιμα με τον τουρισμό; Συχνά ο δεύτερος επιχειρεί να καταβροχθίσει τον πρώτο στην αδηφάγα πορεία του.

Θέλετε να τους παντρέψετε αλλά περιγράφετε τον τουρισμό σαν αδηφάγο θηρίο... οπότε θα γεννήσουν τέρατα; Βρίσκω χρήσιμο να μη θυματοποιούμε ή ενοχοποιούμε καμία πλευρά, κανείς δεν είναι τέλειος και κανείς δεν είναι αθώος. Οι δυναμικές που συναντιόνται σ' αυτό το δύσκολο πεδίο που ονομάζεται οικονομική ανάπτυξη πρέπει να βρίσκουν κάθε φορά την ισορροπία τους ώστε να δημιουργούνται θέσεις εργασίας, να παράγεται πλούτος, να ζούμε καλύτερα και, ρεαλιστικά μιλώντας, να βγούμε σταθερά από την κρίση. Είναι σημαντικό να σχεδιάζεται ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης με διορατικότητα και προοπτική αλλά, παράλληλα, χρειάζεται να εξασφαλίζει βραχυχρόνιες αποδόσεις και η χώρα μόλις κατάφερε να βγει από τα μνημόνια. Πώς απαντάει κανείς σ' αυτό; Υπερασπιζόμενος ο ένας τον τουρισμό κι ο άλλος τον πολιτισμό με φανατικό πατριωτισμό; Νομίζω πως ο κοινός ενδιάμεσος χώρος υπάρχει προς όφελος και των δύο. Η Ακρόπολη και το Μουσείο της αποδίδουν στο ελληνικό δημόσιο μεγάλα έσοδα και ένα μέρος από αυτά κατευθύνεται στο σύγχρονο πολιτισμό. Το λέω ως παράδειγμα καλής διαχείρισης, που δεν υψώνει τείχη αλλά συνθέτει ανάγκες. Από την άλλη, το AirBnB κινδυνεύει να διώξει από τη γειτονιά μου στα Εξάρχεια τους φοιτητές και τους χαμηλομισθωτούς κι αυτό είναι αρνητικό, όσο κι αν οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων ευνοούνται και η γειτονιά γίνεται πιο κοσμοπολίτικη. Εδώ παίζει ρόλο ο σοβαρός σχεδιασμός και η πολιτική βούληση, απαραίτητες προϋποθέσεις για πιο δίκαιες από κοινωνική άποψη λύσεις.

Ο πολιτισμός υπήρξε για την Αριστερά ένα προνομιακό πεδίο το οποίο λειτούργησε ως συνεκτικό στοιχείο σε συγκεκριμένες χρονικές συγκυρίες, έως και βασικό ταυτοτικό στοιχείο την περίοδο της δικτατορίας με τους Λαμπράκηδες. Σήμερα, ο λόγος της, αλλά και εκείνος του φοιτητικού κινήματος, είναι αφυδατωμένος από πολιτιστικές παρεμβάσεις ακόμα και αναφορές.

Χρειάζεται μεγαλύτερη τόλμη και μεγαλύτερη γνώση, περισσότερες παραδοχές και λιγότερη νοσταλγία, αυτή είναι η γνώμη μου. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε μια άνθιση των Πολιτισμικών Σπουδών σε όλη την Ευρώπη και στην Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία. Η έννοια του πολιτισμού έχει διευρυνθεί, το ίδιο η κοινωνική σημασία του, οι εργασιακοί τομείς που αναφέρονται σ' αυτόν. Η σχέση του με τις νέες τεχνολογίες έχει απογειώσει τη δημιουργική οικονομία. Δεν μπορούμε να έχουμε μόνο μεταπτυχιακά τμήματα πολιτιστικής διαχείρισης, δεν αρκεί, χρειαζόμαστε προπτυχιακά πολιτισμικών σπουδών που θα αποτελούν το στέρεο περιβάλλον και τη γνωσειακή προϋπόθεση της διαχείρισης, για την οποία μιλούν ορισμένοι πολύ επιφανειακά και επιπόλαια. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές νέες και νέοι επιστήμονες που έχουν σπουδάσει κυρίως στην Αγγλία και έχουν παρέμβει στο τοπίο τα τελευταία χρόνια. Αυτό μαζί με τα διεθνή συνέδρια με κάνει πιο αισιόδοξη, αρκεί να υπάρξει και ιθαγενής επεξεργασία για να βρούμε τη δική μας γλώσσα και δρόμο στην πολιτισμική διαχείριση που χρειάζεται σήμερα η χώρα. Διαθέτουμε ένα πολιτισμικό κεφάλαιο που όσο θεωρείται παγιωμένα δεδομένο με έναν παραδοσιακό τρόπο δεν δείχνει να αποδίδει, συνεπώς χρειάζεται να ξαναδούμε από την αρχή τη σύνθεσή του, την επένδυση και την προστιθέμενη πολιτισμική, οικονομική και κοινωνική αξία του.

Την περίοδο της δικτατορίας, που την ζήσατε ενεργά και εσείς, υπήρχε η πίστη ότι τουλάχιστον με κάποια ζητήματα τελειώναμε. Εννοώ, για παράδειγμα, τα βασανιστήρια ή και ευρύτερα τη λειτουργία της δημοκρατίας. Αυτή η πίστη διαψεύστηκε. Πώς μπορεί να σχεδιαστεί η ανατροπή αυτής της διάψευσης;

Θα ήθελα να κάνουμε τη διάκριση βασανιστηρίων-δημοκρατίας ρητά και κατηγορηματικά. Με τα βασανιστήρια τελειώσαμε όντως, αν και ποτέ δεν τελειώνει κάτι τόσο ριζικά όσο θα θέλαμε. Ωστόσο, σήμερα μόνο οριακά μπορεί να συμβεί ένα γεγονός βασανισμού κι αυτό στιγματίζεται και τιμωρείται στις περισσότερες των περιπτώσεων. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση εφησυχασμό, είτε πρόκειται για τις φυλακές, είτε για τα κρατητήρια, είτε για τα σύνορα, για Έλληνες, για πρόσφυγες, για ποινικούς, Ρομά, ιδρύματα, κ.λπ. Κάθε κακοποίηση ή βασανισμός χτυπάει την καμπάνα του κινδύνου αλλά δεν είναι το ίδιο όπως στη δικτατορία. Τώρα έχουμε πολλά εχέγγυα κι αυτή η κυβέρνηση το έδειξε όταν χρειάστηκε.

Όσον αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας, υπάρχουν οι όροι να βελτιώνεται διαρκώς, αυτό δεν σταματά ποτέ, άλλωστε είδαμε τη διαφορά με την πρώτη αριστερή κυβέρνηση που δεν έκρυψε σκάνδαλα, δεν κάλυψε παρανομίες, προώθησε τη νομοθεσία και γενικότερα το πεδίο των κοινωνικών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η διαφορά είναι ορατή. Πέραν αυτών, θεωρώ σημαντικό το ζήτημα της δημοκρατίας μέσα στα κόμματα κι αυτό είναι κρίσιμο για το άμεσο μέλλον, έχει καθυστερήσει πολύ και μπλοκάρει το πολιτικό σύστημα. Ο χώρος που θα το τολμήσει αποφασιστικά, θα αποκτήσει σαφές προβάδισμα γιατί η κοινωνία το περιμένει, είναι ώριμη.

Φαίνεται ότι ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας που αποτέλεσε το πολιτικό σχέδιο της διακυβέρνησης της περιόδου Σημίτη απέτυχε. Υπάρχουν υπόλοιπα στο κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο;

Αν εννοείτε υπόλοιπα όσον αφορά αλλαγές που πρέπει να γίνουν στη δημόσια διοίκηση, στο θεσμικό πεδίο, στην ίδια την κοινωνία, σίγουρα υπάρχουν πολλά και σημαντικά, δεν θα τα έλεγα μάλιστα υπόλοιπα αλλά μεγάλα ζητούμενα. Ορισμένα βήματα έγιναν με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η κρίση δεν επέτρεπε ως τώρα μεγαλύτερες αλλαγές. Ελπίζω αυτές να δοθεί η ευκαιρία, με την εμπειρία διακυβέρνησης που ήδη υπάρχει, να γίνουν στην επόμενη τετραετία.

Από την άλλη, η Αριστερά σήμερα επιχειρεί το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Πώς βλέπετε αυτήν την προσπάθεια;

Την βλέπω δυστυχώς αδύναμη, άτολμη και χωρίς έμπνευση, μιλώντας γενικότερα και όχι μόνο για την Ελλάδα, που σε τελευταία ανάλυση έπρεπε να διασώσει την επιβίωση πρωτίστως και δεν μπορούσε να προσβλέπει σε έναν ανοιχτό ορίζοντα μεγαλύτερων μετασχηματισμών. Επικρατεί εδώ και χρόνια μια αμηχανία, κυρίως στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, κι από την άλλη μεριά, ένας ριζοσπαστισμός χωρίς αντίκρισμα, περισσότερο ρητορικός και λιγότερο διακυβερνητικός. Χρειάζεται περισσότερη δημοκρατία στα κόμματα και στις κάθε είδους πρωτοβουλίες για να υπάρξει καλύτερο αποτέλεσμα. Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης δεν μπορείς να κάνεις μόνος σου τις αλλαγές που χρειάζονται αλλά και δεν μπορείς να μένεις αδρανής. Χρειαζόμαστε ένα ιθαγενές παράδειγμα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής αναδιάρθρωσης, συμπεριληπτικό, συμμετοχικό, τεχνολογικά αναπτυγμένο, αξιοκρατικό. Γι' αυτό και, πολιτικά, πιστεύω στη συμπαράταξη όλων των προοδευτικών αριστερών δυνάμεων που έχουν λόγο και όραμα. Μετά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, είναι η στιγμή να δημιουργηθεί για τη χώρα μια πληθυντική προοδευτική παράταξη που δεν θα επιτρέπει στη συντήρηση να επιστρέψει και μάλιστα με αντιδραστικό πρόσημο.

Κρίνετε ότι η κοινωνία θα καταφέρει να βγει σοφότερη από την περιπέτεια των μνημονίων; Ποια είναι τυχόν τα εχέγγυα για αυτόν το στόχο;

Τι σημαίνει αλήθεια σοφότερη κοινωνία; Οι πολίτες ψηφίζουν μια φορά στα τέσσερα χρόνια αλλά βιώνουν τους φόβους και τις ελπίδες, τα προβλήματα και τις αναμονές, τη ματαίωση ή την πολιτική προσδοκία κάθε μέρα και σε κάθε σχέση στο δημόσιο χώρο, σε πολλά επίπεδα. Η δημόσια διοίκηση, οι εργασιακές σχέσεις, οι διαγενεακές και οι έμφυλες, η εκπαίδευση, η υγεία, οι συγκοινωνίες, η ασφάλεια, όλα εκπέμπουν το δικό τους πολιτικό μήνυμα. Σε μια εποχή που οι εφημερίδες διαβάζονται όλο και λιγότερο, η κοινή γνώμη διαμορφώνεται μέσα από ένα δίκτυο εντυπώσεων στο διαδίκτυο. Η χειραγώγηση γίνεται πιο εύκολη. Πολλά ζητήματα εργαλειοποιούνται, παίρνουν τερατώδεις διαστάσεις, η αλήθεια και το ψέμα συχνά συγχέονται. Η πολιτισμική βιοποικιλότητα κινδυνεύει από την επέκταση της ανεξέλεγκτης και αδιαμεσολάβητης πανίδας μιας νεοφιλελεύθερης ζούγκλας συμφερόντων που επιδιώκουν την επέκτασή τους πάση θυσία. Ένας πόλεμος διεξάγεται στο πεδίο του προσεταιρισμού των συνειδήσεων, συχνά με καθησυχαστικά λόγια ουδετερότητας και καθωσπρεπισμού. Συνεπώς, οι αντιστάσεις των πολιτών απέναντι στις διάφορες απόπειρες κυριαρχίας, η διαμόρφωση της δικής τους ξεχωριστής άποψης και στάσης απέναντι σε οργανωμένες προπαγανδιστικές καμπάνιες, η συνθήκη του δημόσιου χώρου ως χώρου αξιοκρατίας, αξιοπιστίας και εγγύησης κοινωνικής δικαιοσύνης γίνεται πιο σύνθετη. Αυτή την ωρίμανση και τους όρους διακυβέρνησης του συμβολικού κόσμου, δηλαδή του τρόπου που αναλύουμε και στοχαζόμαστε ως πολίτες τα κοινωνικά φαινόμενα, πρέπει να εξασφαλίζει η πολιτεία και όχι μόνο τη σωστή καταμέτρηση ψήφων στις εκλογές. Ο πολιτικός χρόνος δεν είναι ο εκλογικός, αλλά είναι ο κοινωνικο-πολιτισμικός χρόνος. Οι απολυταρχικές νοοτροπίες και συμπεριφορές, τα ξενοφοβικά και ρατσιστικά μορφώματα και η πολιτική τους έκφραση φωλιάζουν εκεί όπου ο κοινωνικός ιστός χάνει τα βασικά συστατικά της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης, της εμπιστοσύνης. Γι' αυτό είναι σημαντική η σύγχρονη τέχνη, γιατί καταφέρνει να φέρει στο φως τα ανομολόγητα, τη διαίσθηση αυτού που εγκυμονείται και που επέρχεται. Γι' αυτό αξίζει και να υποστηρίζεται, για να μας δείχνει όσα δεν βλέπουμε ακόμη, και που όταν τα δούμε θα είναι δύσκολο να τα αλλάξουμε. Συμπερασματικά, τα εχέγγυα για το μέλλον είμαστε οι ίδιοι οι πολίτες, οι νέοι με την πιο καθαρή ματιά και την πιο ανεξάρτητη στάση ζωής, που δεν είναι δέσμιοι του παρόντος αλλά προβλέπουν στο μέλλoν.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εποχή" στις 6/1/2019. Τη συνέντευξη πήρε η Ζωή Γεωργούλα.

Μετά τις Πρέσπες, ας δούμε τις ευκαιρίες

Η αντιπαράθεση γύρω από τη συμφωνία των Πρεσπών υπήρξε πολιτικά τραυματική και κοινωνικά διχαστική. Μετά την κύρωση της συμφωνίας, η χώρα έχει ανάγκη να γυρίσει σελίδα και να καταστήσει τη νέα πραγματικότητα εθνικά επωφελή.
Μια αναπόφευκτη συνέπεια της κύρωσης είναι ότι αλλάζει το σημείο εστίασης. Πολλές περίπλοκες νομικές πτυχές απομένουν βέβαια να διευθετηθούν, με τον διάβολο να κρύβεται στις λεπτομέρειες. Όμως, η επέλευση των κύριων έννομων συνεπειών της συμφωνίας δεν μπορεί πλέον να αποτραπεί. Άρα αυτό που μένει ως σημείο εθνικής σύγκλισης είναι να αξιοποιήσουμε τις όποιες θετικές δυνατότητες, ελαχιστοποιώντας τους κινδύνους.
Η μεγάλη εικόνα και η συνολική δυναμική μπορεί να υπερισχύσει των επιμέρους επώδυνων για μας παραχωρήσεων, όπως η αναγνώριση «μακεδονικής» ιθαγένειας και γλώσσας. Αλλά όχι από μόνη της, και όχι εάν δεν εργαστούμε γι' αυτό.
Τα θετικά της συμφωνίας προσφέρονται. Ο κόσμος θα σταματήσει να αναφέρεται επισήμως στη χώρα αυτή ως «Μακεδονία», η διμερής διένεξη μπορεί να λήξει, η γειτονική χώρα να αποκτήσει ευρωπαϊκή πορεία, που εγγυάται μεγαλύτερη σταθερότητα. Η «Βόρεια Μακεδονία» θα είναι μια μικρή χώρα εξαρτημένη από την Ελλάδα και στραμμένη προς τη Θεσσαλονίκη.
Όμως η όποια θετική δυναμική είναι ενδογενής και όχι δεδομένη. Τα αποτελέσματά της θα καθοριστούν κυρίως από τις πράξεις ή παραλείψεις του ισχυρότερου μέρους, που είμαστε εμείς. Έχουμε απέναντί μας μια χώρα της οποίας δεν είμαστε ο φτωχός συγγενής αλλά ο πλούσιος γείτονας.
Θα τους αντιμετωπίσουμε με γενναιοδωρία, θα τους αγκαλιάσουμε με την αυτοπεποίθηση που γεννά η υπεροχή; Ή θα κρατήσουμε μια φοβική και μίζερη στάση αδικημένου κακομοίρη που περιμένει την κατάλληλη στιγμή να πάρει το αίμα του πίσω; Θα λύσουμε λογαριασμούς του εικοστού αιώνα, ή θα αντλήσουμε τις ωφέλειες του εικοστού πρώτου;
Περιττεύει να πούμε ποια στάση ωφελεί περισσότερο τα εθνικά μας συμφέροντα. Και αυτό ισχύει εξίσου για όσους υποστήριξαν τη συμφωνία όσο και για κείνους που την απέρριψαν ως εθνικά ζημιογόνα.
Χρήσιμο είναι επίσης να ανακτήσουμε μια αίσθηση ιστορικού μέτρου. Αν ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1930 μπορούσε να υπογράψει σύμφωνο φιλίας με τον Κεμάλ Ατατούρκ, αν η Γαλλία του '50 μπορούσε να δημιουργήσει ευρωπαϊκή κοινότητα μαζί με τη Γερμανία, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς του Πολέμου νωπούς ακόμα στο έδαφός της, τότε σίγουρα μπορεί και η Ελλάδα, από θέση ισχύος, να εγκαινιάσει μια περίοδο στενής συνεργασίας με τον βόρειο γείτονά της.

Η ένταξη της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ απομακρύνει (χωρίς να εξαλείφει) την αποσταθεροποιητική ρωσική επιρροή. Η Τουρκία θα εξακολουθήσει να επιδιώκει την εμπέδωση των ερεισμάτων της, όμως εμείς κρατάμε τα κλειδιά της ευρωπαϊκής τους προοπτικής. Πολύ σωστά υπενθύμισε ο Κ. Μητσοτάκης ότι η ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία του βόρειου γείτονα θα εξαρτάται από τη δική μας έγκριση.
Δεν είναι πρωτόγνωρο στην Ευρώπη οι ευεργετικές συνέπειες μιας διακρατικής σύμβασης να εξαρτώνται πλήρως από το πώς τα μέρη θα αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που δημιουργεί. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, που πυροδότησε την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, θα είχε ελάχιστη σημασία εάν οι επιχειρήσεις δεν είχαν ανοίξει τον δρόμο της ενοποίησης με διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές, εάν οι Ευρωπαίοι καταναλωτές δεν είχαν σπεύσει να ωφεληθούν, εάν οι Ευρωπαίοι πολίτες, φοιτητές και εργαζόμενοι δεν είχαν κινηθεί να αξιοποιήσουν τις ελευθερίες μετακίνησης και εγκατάστασης.
Έτσι κι εδώ. Αγαπά ή μισεί κανείς τη συμφωνία των Πρεσπών, θα μπορέσει να λειτουργήσει επωφελώς για την Ελλάδα εάν δουλέψουμε για να επεκτείνουμε την επιρροή μας στη χώρα αυτή. Εάν καλλιεργήσουμε τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας, της αρχαίας Μακεδονίας, του ελληνικού πολιτισμού στη γειτονική χώρα, προσελκύσουμε σπουδαστές τους στα ελληνικά πανεπιστήμια. Εάν εμπεδώσουμε εμπορικές συνεργασίες, που καθιστούν μονόδρομο τη θετική αλληλεξάρτηση και σύγκλιση συμφερόντων. Εάν προσεταιριστούμε αυτή τη χώρα ως σταθερό φίλο και σύμμαχο στο ΝΑΤΟ και (μελλοντικά) στην Ε.Ε. Εάν ξεπεράσουμε πικρίες του παρελθόντος χάριν των ευκαιριών του μέλλοντος. Και αυτά δεν είναι αφελείς Καντιανές φαντασιώσεις «αιώνιας ειρήνης», αλλά τα ιστορικά διδάγματα έξι δεκαετιών ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Και βέβαια τα Σκόπια δείχνουν αποφασιστικότητα στην προσέλκυση επενδύσεων και στη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις. Ο φορολογικός τους συντελεστής, όπως και στη Βουλγαρία, είναι 10%, ενώ στην Ελλάδα 29%. Η ελληνική κυβέρνηση απαντά στην πρόκληση της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης με προεκλογικές αυξήσεις του ελάχιστου μισθού πέρα από τις αντοχές της οικονομίας – ενώ θα μπορούσε να συνδυάσει χαμηλότερη αύξηση με μείωση ασφαλιστικών εισφορών.
Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι μια αριστερή κυβέρνηση (με τρόπο ενίοτε αδίστακτο και κυνικό) πέρασε αυτή τη συμφωνία. Αλλά μια κυβέρνηση οικονομικά φιλελεύθερη θα είναι πολύ πιο κατάλληλη για να αξιοποιήσει και να διευρύνει τις εθνικές ευκαιρίες που δημιουργεί.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 3/2/2019. 

«Χτίζοντας κάτι από μέλλον»

Μέσα στον θόρυβο των ημερών, πέρασε κάπως σαν «εξωτερική» ως προς τα Ελληνικά μας πράγματα η είδηση: με πρωτοβουλία της Γιάννας Αγγελοπούλου, ένα πρόγραμμα για Έρευνα, Τεχνολογία και Καινοτομία ξεκινάει στο Πανεπιστήμιο του Cambridge – και μάλιστα στο πρωτοπόρο Cavendish Laboratory στον χώρο των φυσικών επιστημών που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα αριθμώντας πλέον κάπου 30 Νομπελίστες στις τάξεις του.. – σε άμεση διασύνδεση με το εκεί ερευνητικό/επιχειρηματικό cluster, που τις τελευταίες δεκαετίες έχει τοποθετήσει το Cambridge εντελώς διαφορετικά στον χάρτη της διεθνούς καινοτομίας.
Ζώντας σε μια Ελληνική πραγματικότητα όπου με χίλιους-μύριους κόπους η διασύνδεση Πανεπιστημίου και βασικής έρευνας με την επιχειρηματική εφαρμογή προσπαθεί να προσπεράσει αγκυλώσεις και προβλήματα αποδοχής, και όπου η γνώριμη ανά την Ευρώπη και τον κόσμο αναζήτηση ταλέντων στον ακαδημαϊκό κόσμο από τις επιχειρήσεις ακόμη αργεί, η πρωτοβουλία αυτή ηχεί απόμακρη. Το θέμα είναι ότι το GAPSTI, ακρωνύμιο με το οποίο το Πρόγραμμα αυτό επιδιώκει να γίνει γνωστό, πηγαίνει πολύ πιο μακριά από μια απλή συνεργασία πανεπιστημιακής έρευνας-επιχειρηματικότητας. Τι κάνει; Επωφελείται από την παράδοση που έχει δημιουργηθεί στο Cambridge για την στενή σύνδεση και τον αλληλεπηρεασμό εκπαίδευσης στην αιχμή, βασικής έρευνας και αναζήτησης πρακτικών εφαρμογών: εκείνο που οι Financial Times βάφτισαν «το φαινόμενο Cambridge» έχει φτάσει πλέον να φιλοξενεί πάνω από 1500 επιχειρήσεις τεχνολογικής αιχμής με σχεδόν 60.000 ανθρώπους να δημιουργούν προϊόντα και εφαρμογές (γίνεται λόγος για σύνολο τζίρου άνω των 15 δις ευρώ ετησίως), κυρίως όμως να οδηγεί σε όλο και πιο προωθημένες περιοχές έρευνας. Και εφαρμογών που διεκδικούν την έννοια «disruptive» , που αλλάζουν δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα.
Άμα κανείς επιχειρήσει να παραλληλίσει στους ανθρώπους του Cambridge την δράση τους με την Καλοφορνέζικη Silicon Valley, κινδυνεύει να εισπράξει είτε γενική ενόχληση, είτε όχι-και-τόσο ευγενική απόρριψη. Εκείνο που θεωρούν ότι ξεχωρίζει την δική τους προσέγγιση, είναι ότι δεν έρχονται απλώς επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν ή/και οι χρηματοδότες να στηρίξουν έρευνα που έχει ήδη γίνει και καταλήξει, αλλά και ούτε πηγαίνουν να επηρεάσουν, να κατευθύνουν ή(πολύ περισσότερο) να «παραγγείλουν» έρευνα. Αντί γι αυτό, αναπτύσσεται μια εξαρχής σχέση αλληλοενημέρωσης και αλληλεπίδρασης, όσο η έρευνα εξελίσσεται και ιχνηλατούνται προοπτικές, οι οποίες συγκεντρώνουν επιχειρηματικό ενδιαφέρον: αυτό, με την σειρά του, εξασφαλίζει όχι απλώς πόρους – ή σύγχρονη έρευνα και τεχνολογία απαιτεί συγκλονιστικούς οικονομικούς πόρους! – αλλά και οργανωτικότητα, χτίσιμο συνεργασιών, κινητοποίηση κεντρικής ακαδημαϊκής και δημόσιας /Ευρωπαϊκής στήριξης. Όσο τα αποτελέσματα ωριμάζουν, είτε ενσωματώνονται σε υφιστάμενα σχήματα, είτε ενθαρρύνονται (και στηρίζονται, πάλιν, οργανωτικά, νομικά, διοικητικά) ώστε να πάρουν τον δικό τους δρόμο σαν start-ups. Όμως – και εδώ είναι η ουσία! – σε παγκόσμια ανταγωνιστική κλίμακα.
Επιλέγοντας ως πρώτους κλάδους δραστηριοποίησης την υπολογιστική φυσική – Computational Multiphysics – και τα ενεργειακά υλικά – Energy Materials and Devices – το Πρόγραμμα GAPSTI θέλει να κάνει συνεχή διερεύνηση των αναγκών που δημιουργούνται στην εφαρμοσμένη τεχνολογία, στον επιχειρηματικό κόσμο αλλά και στην κοινωνική δομή, ώστε να «βλέπει» πού πηγαίνουν οι προωθημένες εφαρμογές. Από αεροναυπηγική μέχρι αυτοκίνηση (εδώ θα βρείτε από διαστημική τεχνολογία μέχρι νέες μορφές κυκλοφορίας στις πόλεις), από καθαρές και πιο αποτελεσματικές μορφές παραγωγής ενέργειας μέχρι μεταφορά χωρίς απώλειες ή και αποθήκευση της ενέργειας. Μεγάλες εταιρείες όπως η Boeing ή η Jaguar αλλά και πολυμελείς ομάδες όπως οι 250 ερευνητές του Maxwell Centre του Cavendish στην ενεργειακή έρευνα, συντρέχουν στην συνεργατική αυτή προώθηση της καινοτομίας. Ενώ η έρευνα, ακριβώς επειδή κινείται στην πρωτοπορία, βρίσκεται σταθερά στο ραντάρ τόσο των επιχειρήσεων (ο ανταγωνισμός τους πηγαίνει όλο και πιο πίσω, σε αρχικές φάσεις, όλο και πιο κοντά στην έρευνα) όσο και των χρηματοδοτικών σχημάτων ή/και των Ευρωπαϊκών μηχανισμών (στο ερώτημα "how big is this business?"/πόσο μεγάλες είναι αυτές οι δουλειές, η απάντηση είναι «the thing that matters is how deep it goes»/ εκείνο που μετράει είναι πόσο εις βάθος πηγαίνει). Πόσο θα «ανακαλύψει» ερευνητικό προσωπικό πρώτης γραμμής. πόσο θα αναδείξει την δουλειά του. πώς θα τα διασυνδέσει...
Και η Ελληνική διάσταση, σε όλα αυτά; Το GAPSTI υπόσχεται εξαρχής να αναζητήσει δυνατότητες διασύνδεσης με Ελλάδα – με το χτίσιμο δικτύων και με λειτουργία κοινών πρωτοβουλιών – και να φέρει τον κόσμο που θα κινητοποιήσει σε συνεχή διαβούλευση με πανεπιστημιακούς, ερευνητές και τον χώρο της διαμόρφωσης ερευνητικής πολιτικής.
Στην ακραία ρεαλιστική κόνιστρα της εφαρμοσμένης έρευνας, μπορεί η διατύπωση να ξενίσει. Όμως «χτίζοντας κάτι από μέλλον» είναι μια περιγραφή.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 6/2/2019.

Υπό το «φως του Μεσαίωνα»

Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή [...]

Κ. Π. Καβάφης, «Καισαρίων» (1918)

Σε εποχή που βασίλευε ο σκοταδισμός, βασίλευε και ο Καρλομάγνος∙ τον είπαν «φως του Μεσαίωνα». Ο βασιλιάς των Φράγκων είχε τον ισχυρότερο στρατό του δυτικού κόσμου και υπό τον έλεγχό του σχεδόν ολόκληρη τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Τα Χριστούγεννα του 800 μ.Χ. ο Πάπας τον έστεψε αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ηταν η πρώτη ευρωπαϊκή ενοποίηση ύστερα από δεκαετίες αιματηρών πολέμων. Οι νίκες του Καρλομάγνου, με μισθοφόρους που πληρώνονταν κατά κανόνα με πολεμικά λάφυρα, πέτυχαν την ενοποίηση της γερμανικής, της ρωμαϊκής και της χριστιανικής παράδοσης σε ένα ενιαίο οικοδόμημα: το μετέπειτα σπίτι του κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Ετσι, στα ευρωπαϊκά συγκεκριμένα, ο Καρλομάγνος θεωρήθηκε «Πατέρας της Ευρώπης» (pater Europae). Βέβαια, αιώνες αργότερα και πολύ πριν ο Ναπολέων διαμορφώσει μια απολύτως «ναπολεόντεια» άποψη για την ένωση της Ευρώπης, ο Βολτέρος είχε εκφράσει τις αντιρρήσεις του: «Αυτό το συνονθύλευμα που αυτοαποκαλείται "Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία" δεν υπήρξε ποτέ ούτε Αγία, ούτε Ρωμαϊκή, ούτε Αυτοκρατορία».

Ολες αυτές οι ιστορίες (βασίλεια, μεγαλοπρέπειες, συμβολισμοί και σαρκοφάγοι) συνδέθηκαν με το Ααχεν. Αλλωστε, στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας του Ααχεν υπάρχουν τα Μεγάλα Ιερά Λείψανα (εκτός απ' τα Ιερολείψανα των Τριών Μάγων, υπάρχουν, στη «Σαρκοφάγο της Παναγίας», το φόρεμα της Παναγίας κατά τη Γέννηση του Ιησού, οι φασκιές του Ιησού, ένας χιτώνας του, καθώς και το ύφασμα στο οποίο τυλίχθηκε η κεφαλή του Ιωάννου του Προδρόμου). Τέλος, στο βάθος της αίθουσας, βρίσκεται και η «Σαρκοφάγος του Καρλομάγνου» με διάκοσμο καθαρά πολιτικού περιεχομένου.

Στην εποχή μας, οι ηγεμονικοί χαρακτήρες, όπως ο Μακρόν ή η Μέρκελ, και οι καθοριστικές τους επιλογές φαίνεται να συμβολίζουν –ακόμα κι αν δεν το κάνουν εσκεμμένα– την παρουσία ενός ολόκληρου σαρκοφαγικού παρελθόντος μέσα στο ίδιο μας το μετα-παρόν. Επέλεξαν το Ααχεν για να συμβολίσουν τη γαλλογερμανική φιλία και να διακηρύξουν τη βούλησή τους για ώθηση της Ευρώπης, προκαλώντας την οργή των εθνικιστών των δύο χωρών. Μπροστά από το δημαρχείο της πόλης του 14ου αιώνα, έγιναν δεκτοί με αποδοκιμασίες του τύπου «Μέρκελ τράβα σπίτι σου» και «Μακρόν, παραιτήσου».

Αξίζει να σταθούμε εδώ και να πούμε ότι υπό το σημερινό συμβολικό «φως του Μεσαίωνα» αποκρύπτονται οι διαφορετικές εθνικές προοπτικές σε αχλή καλών προθέσεων. Οι Μέρκελ και Μακρόν δεν βλέπουν ότι η νέα προσέγγιση γίνεται σε πεδίο από το οποίο απουσιάζουν οι παραδοσιακές διατλαντικές σχέσεις με τις ΗΠΑ αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αγνοούν τις αντιδράσεις των λοιπών εταίρων στον βαθμό που υπογράφουν διμερή συμφωνία, αποκλείοντας τα λοιπά κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Δημιουργούν, επομένως, την εντύπωση ότι το μόνο που αναμένεται ή που απαιτείται είναι η απλή υπακοή των άλλων στον γαλλογερμανικό άξονα. Οπως σημειώνει ο πρώην αντικαγκελάριος και υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, η νέα συμφωνία Γαλλίας-Γερμανίας θολώνει τα ξεχωριστά τους συμφέροντα. Ενώ η Γερμανία, λ.χ., θέλει την αποτροπή ενός σκληρού Brexit για να διατηρήσει εσωτερικές ισορροπίες στην Ε.Ε., η Γαλλία βλέπει στο σκληρό Brexit την υλοποίηση του μεταπολεμικού της ονείρου: να αυξήσει τη σχετική πολιτική, οικονομική και στρατιωτική επιρροή της εντός της Ενωσης.

«Σε έναν κόσμο γεωπολιτικών σαρκοβόρων –σημειώνει ο Γκάμπριελ–, οι Ευρωπαίοι θα είμαστε οι τελευταίοι χορτοφάγοι... Αυτό που έχει πρακτική σημασία δεν είναι η "στρατηγική αυτονομία" αλλά η διατήρηση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο διεθνές πλαίσιο... Ενώ η γαλλογερμανική φιλία είναι απαραίτητη για την Ευρώπη, δεν είναι αρκετή για να διασφαλιστεί η θέση της Ε.Ε. στον κόσμο».

Αλλά εδώ υπάρχει απόλυτη έλλειψη στρατηγικής προοπτικής. Η Ε.Ε. εστιάζοντας εξ ολοκλήρου σε κανόνες και διαδικασίες δείχνει να αδιαφορεί για τα αποτελέσματα των επιλογών της.

Ο Αλμπέρ Καμί μιλώντας το 1951 στην Αγγλία, σε συνέδριο για την Ευρώπη, το είχε θέσει τελείως διαφορετικά: «Η Ευρώπη, λόγω της αποδιοργάνωσής της, χρειάζεται τη Βρετανία και είναι βέβαιο ότι η Βρετανία δεν θα μπορέσει να επιβιώσει χωρίς την Ευρώπη. Η αδιαφορία των ηγετών για την ήπειρο μπορεί να νομιμοποιείται, αλλά δεν σημαίνει πως δεν είναι αξιοθρήνητη. Η δυσπιστία ενδεχομένως να είναι καλή ως μέθοδος, αλλά φτάνει ο χρόνος που δείχνει πως η μέθοδος αντιφάσκει με τα πραγματικά γεγονότα. Και τα γεγονότα λένε ότι, καλώς ή κακώς, η Βρετανία και η Ευρώπη είναι αδιαχώριστες. Μπορεί να μοιάζει μ' έναν κακό γάμο. Αλλά, όπως έχει ειπωθεί, κανένας καλός γάμος δεν είναι τέλειος. Καθώς και ο δικός μας δεν είναι τέλειος, ας τον κάνουμε υποφερτό, επειδή το διαζύγιο είναι αδύνατο».

Για να καταλήξουμε, υπό το «φως του Μεσαίωνα» υπάρχει κάτι το σαρκοφαγικό για την Ευρώπη. Μπορεί να αλλάξει; Σύντομα θα το δούμε. Προσώρας, τις απόψεις των πολιτικών από αυτές των στοχαστών που κάτι είχαν να πουν για την Ευρώπη τις χωρίζουν έτη φωτός.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 8/2/2019. 

Πρέσπες παντού!

Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι σημαντική στιγμή της Ιστορίας μας, γιατί έβγαλε την Ελλάδα από μια επώδυνη αυτοπαγίδευση. Εως τώρα, ο πολιτικός κόσμος, τα ΜΜΕ, η Εκκλησία και η κοινή γνώμη αναπαρήγαγε τον τρόπο που είχε μάθει να σκέφτεται, τις στρεβλές γνώσεις που απέκτησε στην εκπαίδευση, την αίσθηση του πληγωμένου μεγαλείου. Ακόμη και όσοι γνώριζαν, έδειχναν παθητικότητα στις ιδεολογικές συμβάσεις.

Επομένως η Συνθήκη των Πρεσπών δεν αφορά τόσο τη Βόρεια Μακεδονία όσο την ίδια την Ελλάδα. Τα τείχη που γκρεμίσαμε δεν βρίσκονται στα σύνορα αλλά στον νου μας, στον τρόπο σκέψης, στην πολιτική και ιστορική κουλτούρα μας. Η συμφωνία υπήρξε μια σημαντική στιγμή, αλλά χρειάζεται να εμπεδωθεί στις συνειδήσεις. Γιατί η τριήμερη συζήτηση στο κοινοβούλιο αποκάλυψε σημαντικές αδυναμίες της ιστορικής εκπαίδευσης, του τρόπου σκέψης και της ιστορικής κουλτούρας. Ποιες ήταν αυτές;

Α. Η ιδιοκτησιακή λογική του όρου Μακεδονία. Η λέξη έχει πράγματι ελληνική προέλευση. Αλλά στην ιστορική του διαδρομή αυτός ο γεωγραφικός όρος επιβίωσε, ενώ οι πληθυσμοί που κατοικούσαν στα όριά του άλλαξαν κυριαρχία, γλώσσα, κουλτούρα. Είναι κάτι κοινό αυτό. Οι γεωγραφικοί όροι επιβιώνουν, ενώ οι πληθυσμοί ή η κουλτούρα τους αλλάζει. Παράδειγμα, τα πολυάριθμα σλαβικά, αρβανίτικα, τούρκικα και ιταλικά τοπωνύμια στην Ελλάδα, και τα ελληνικά στις άλλες χώρες. Επομένως, δεν προκύπτει κανένα ιδιοκτησιακό δικαίωμα στους όρους, και ιδιαίτερα σε αυτούς οι οποίοι μοιράζονται ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες, όπως η Μακεδονία, η Θράκη, η Ηπειρος ή το Αιγαίο. Αλλά τα έχουμε διδάξει αυτά, δηλαδή τη λογική των ασύγχρονων, ασύμπτωτων και ασύμμετρων ιστορικών μεταβολών στο σχολείο; Την υβριδικότητα, τη ρευστότητα, την αέναη μεταβολή των ιστορικών ονομάτων και φαινομένων;

Τους έχουμε δείξει κείμενα στα οποία οι Μακεδόνες ονομάζονται πότε Ελληνες, πότε ξεχωριστοί από τους Ελληνες, εξηγώντας τους ότι τα σύγχρονα ταξινομικά στοιχεία των εθνών και οι εθνικές συνειδήσεις, όπως τις αντιλαμβανόμαστε σήμερα, δεν υπήρχαν ούτε στη αρχαιότητα, ούτε στον Μεσαίωνα, αλλά διαμορφώθηκαν στη σύγχρονη εποχή; Τους έχουμε εξηγήσει ότι οι όροι Ελληνας, Μακεδόνας, Γραικός, Ρωμιός μπορούσαν να κυκλοφορούν εναλλακτικά, αντιθετικά ή συμπληρωματικά χωρίς αναγκαστικά να σημαίνουν εθνική συνείδηση;

Εχουμε δείξει αντίστοιχα παραδείγματα από τους όρους Ιταλός, Τούρκος, Βούλγαρος κ.λπ.; Εχουμε δηλαδή διδάξει τι είναι το εθνικό φαινόμενο στην Ιστορία, για να μη νομίζουν ότι από τον Ηρακλή έως τον Σαμαρά υπάρχει μια γενεαλογική σχέση; 'Η διδάσκουμε μια ιστορία σαν τη βιογραφία ενός περιούσιου λαού; Καρπός αυτής της ιδιοκτησιακής σχέσης με την ιστορία υπήρξαν οι αλληλοσυγκρουόμενοι και παράλογοι ισχυρισμοί, ότι αφενός δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα και αφετέρου ότι η Συμφωνία των Πρεσπών «παραχωρεί» μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα.

Β. Δεν είναι μόνο η έλλειψη κάθε κατανόησης για το τι συνιστά έθνος και τα παράγωγά του που χαρακτήρισε τη συζήτηση, αλλά και η απουσία κάθε αναφοράς στο τι σημαίνει η αρχή των εθνοτήτων, ως θεμέλιο του παγκόσμιου συστήματος και του διεθνούς δικαίου. Γιατί η αρχή των εθνοτήτων σημαίνει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή του ονόματος του λαού, της γλώσσας που μιλάει, του έθνους που ανήκει. Βέβαια, είναι παράξενο ότι οι Ελληνες, των οποίων η εθνική επανάσταση συνέβαλε στην εδραίωση αυτής της αρχής στο σύγχρονο κόσμο, επέδειξαν την αντίθετη ακριβώς συμπεριφορά σε οποιοδήποτε αναδυόμενο έθνος στα Βαλκάνια, αρχίζοντας από τους Βούλγαρους τον 19ο αιώνα.

Αλλά από τότε έχουν υπάρξει τα 14 σημεία του Ουίλσον στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα οποία κατοχυρώνουν την αρχή του σεβασμού της αυτοδιάθεσης και του αυτοπροσδιορισμού των εθνοτήτων, η Χάρτα του Ατλαντικού, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και τα καταστατικά κείμενα του ΟΗΕ και της UNESCO, που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα πολιτισμικού αυτοπροσδιορισμού. Εκτός όμως από τα διεθνή κείμενα, υπήρχαν τα κινήματα διεκδίκησης αναγνώρισης των ταυτοτήτων και των δικαιωμάτων στη μεταπολεμική εποχή και έως σήμερα. Εκείνο που έλειψε από την κοινοβουλευτική συζήτηση, αλλά απουσιάζει και από την εκπαίδευσή μας είναι η αρχή της αλληλο-αναγνώρισης. Η αρχή δηλαδή του να σε αναγνωρίσω όπως είσαι και να με αναγνωρίσεις όπως είμαι, του να αναγνωρίσω την ταυτότητά σου και να αναγνωρίσεις τη δική μου, χωρίς αντιρρήσεις, αστερίσκους και υποσημειώσεις. Μιλάμε για τον σεβασμό της διαφορετικότητας χωρίς να καταλαβαίνουμε τι ακριβώς σημαίνει.

Η Συμφωνία των Πρεσπών σημαίνει μια έμπρακτη αναγνώριση όλων αυτών των αδυναμιών, αλλά είναι μόνο η αρχή. Και η αρχή, για να εδραιωθεί, πρέπει να έχει συνέχεια. Και η συνέχεια δείχνει προπαντός στην εκπαίδευση. Δείχνει δηλαδή τον υπουργό Παιδείας, Κώστα Γραβρόγλου, και τον πρόεδρο του ΙΕΠ, Μάκη Κουζέλη. Αγαπητοί, έχετε αργήσει υπερβολικά στη μεταρρύθμιση του μαθήματος της Ιστορίας, ενώ το πόρισμα της επιτροπής βρίσκεται στα χέρια σας μήνες. Οι εκλογές πλησιάζουν και η μεταφορά του πνεύματος των Πρεσπών στην εκπαίδευση, στα προγράμματα, στα βιβλία, στη μετεκπαίδευση των διδασκόντων, για να γίνει, απαιτεί τιτάνια προσπάθεια.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 28/1/2019. 

Μαζευτείτε

Την περασμένη βδομάδα το Κοινοβούλιο, η χώρα, έζησαν στιγμές αθλιότητας. Για την ακρίβεια, ξανάζησαν την περίοδο των πρώτων δύο μνημονίων. Μόνο με τους ρόλους αντεστραμμένους.

Η μία όψη της παρακμής ήταν στο Κοινοβούλιο των παλαιοκομματικών μεταγραφών. Βουλευτές της εθνικολαϊκιστικής Δεξιάς, που έχτισαν καριέρες στην πατριδοκαπηλία και στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, αίφνης ανακάλυψαν τη γοητεία των Πρεσπών και της Αριστεράς, ως μετωνυμία για τη γοητεία της εξουσίας. Πηδώντας σαν μελισσούλες από κόμμα σε κόμμα.

Η δεύτερη όψη ήταν ορισμένα ΜΜΕ. Με υστερικούς συλλήβδην χαρακτηρισμούς για «αλήτες», «πουλημένους» και «προδότες», ακόμα και τάχα ευπρεπή ΜΜΕ του σύγχρονου αυριανισμού παραβίασαν τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την οξεία κριτική από τη χυδαία ανθρωποφαγία.

Στο κλίμα της εξαλλοσύνης προσαρμόστηκε ενθουσιωδώς το πεζοδρόμιο. Φωτογραφίες βουλευτών κρεμάστηκαν στις κολόνες της ΔΕΗ με τη λεζάντα «προδότες». Αλλοι προπηλακίζονται τακτικά από θυμωμένους πολίτες στις πλατείες και στις ρούγες της βόρειας Ελλάδας.

Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που σήμερα υφίστανται τις επιπτώσεις της πολιτικής εχθροπάθειας, ήταν προφανώς οι πρώτοι διδάξαντες. Το 2010-11 ανακοίνωναν τις μετακινήσεις βουλευτών του ΠΑΣΟΚ σε περιφερόμενους τραμπούκους «για να τους την πέσουν». Κρεμούσαν στα μανταλάκια πολιτικούς των μνημονίων, τους φώναζαν «ναζί» και «Τσολάκογλου».

Δικαιολογούσαν τις επιθέσεις ως «δίκαιη οργή του λαού» ή σχετικοποιούσαν την πολιτική βία με το εξίσου άθλιο «και το μνημόνιο βία είναι». Με το δημοψήφισμα του 2015 έφεραν την κοινωνία σε προεμφυλιακή ρήξη προκειμένου να δραπετεύσουν από τα βαθιά κομματικά και προγραμματικά τους αδιέξοδα.

Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ διέπρεψαν στον πολιτικό κυνισμό και αμοραλισμό. Η θητεία τους εξακολουθεί επιμόνως να διακινεί ένα θηριώδες ψέμα. Οτι τάχα η χώρα καταστράφηκε από τις πολιτικές των δύο μνημονίων και σώθηκε από τον Τσίπρα. Οι Ροβεσπιέροι της αριστερής ηθικής κυβέρνησαν αρμονικά, αδελφικά, επί τέσσερα χρόνια με τους ψεκασμένους της Ακροδεξιάς. Το ύφος του πολιτικού κουτσαβακισμού το ανέχθηκαν, το αγκάλιασαν και το αξιοποίησαν εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων. Τώρα (ω της ειρωνείας) το εισπράττουν στον σβέρκο τους.

Επομένως, «τα 'θελαν και τα 'παθαν», θα μπορούσε κάποιος να πει, και χαμογελώντας να προσπεράσει. Ελκυστική η λογική των συμψηφισμών. Αλλά και επικίνδυνη. Το τζίνι του πολιτικού φανατισμού δεν μαζεύεται εύκολα, όπως οι ίδιοι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανακάλυψαν. Η ιστορία των εθνικών διχασμών και των εμφύλιων συγκρούσεων δείχνει ότι ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία είναι ένα τοξικό εκκρεμές, όπου οι ρόλοι εναλλάσσονται. Το σημερινό θύμα είναι ο χθεσινός θύτης, πιθανόν κι ο αυριανός. Οταν η πολιτική αντιπαράθεση μετατρέπεται σε λασπομαχία δεν κερδίζουν τα πειστικότερα επιχειρήματα αλλά τα δυνατότερα κροσέ. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν η ακραία πόλωση εξυπηρετεί την αντιπολίτευση ή, αντιθέτως, θα καταλήξει να συσπειρώσει τη βάση του ΣΥΡΙΖΑ και να ενισχύσει τα άκρα. Οι άνεμοι της εχθροπάθειας επιστρέφουν ως θύελλες.

Στο κλίμα του πολωμένου φανατισμού υπάρχουν και ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις πολιτικού θάρρους και ευθυκρισίας. Οι βουλευτές του Ποταμιού που καταψήφισαν την κυβέρνηση και θα ψηφίσουν τις Πρέσπες συνιστούν ένα τέτοιο παράδειγμα. Ακόμη κι αν διαφωνήσει κανείς με την επιλογή τους, η στάση τους είναι πεντακάθαρη και τολμάει να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Θα είναι ένας τιμητικός επίλογος, πριν από τη διάλυση.

Είναι ξεκάθαροι οι λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση Τσίπρα πρέπει να ηττηθεί πολιτικά. Για το μέγεθος της εξαπάτησης, για την έκταση της ζημιάς. Διότι η παραμονή τους στην εξουσία παρατείνει την παραλυτική εκκρεμότητα και αδράνεια στην οικονομία, επισωρεύοντας νέους κινδύνους. Αλλά η ήττα τους δεν πρέπει να συντελεστεί στα ερείπια ενός νέου διχασμού, με το πλήθος να κραυγάζει εν χορώ: «Προδότες».

Στην Πολωνία, ένας μετριοπαθής δήμαρχος έπεσε θύμα του πολιτικού μίσους. Η Βρετανία ζει τον δικό της εθνικό διχασμό, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα του εθνικισμού και του φανατισμού. Βουλευτές υποστηρικτές του Remain απειλούνται και προπηλακίζονται σε κάθε ευκαιρία. Στη Γαλλία, κάθε Σάββατο εκατοντάδες αγανακτισμένοι με κίτρινα γιλέκα σπάνε, δέρνουν και καταστρέφουν. Στη Θεσσαλονίκη, πέρυσι, είδαμε όλοι στις οθόνες τον ξυλοδαρμό του δημάρχου Μπουτάρη από έναν φασίζοντα μαινόμενο όχλο. Η δυστοπική βία δεν είναι τόσο μακριά μας.

Οι αντίπαλοι των Πρεσπών, η πλειοψηφία, πρέπει να κάνουν ένα βήμα πίσω. Να δεχθούν ότι υπάρχουν Έλληνες που υπερασπίζονται τη συμφωνία χωρίς να είναι ούτε προδότες, ούτε εθνομηδενιστές, ούτε εξωνημένοι, με την ίδια λαχτάρα να δουν την πατρίδα τους να προκόβει, αλλά με μια διαφορετική στάθμιση του τι συνιστά εθνικό συμφέρον. Εάν δεν μπορούν να συνδιαλλαγούν μαζί τους, τουλάχιστον ας τους σεβαστούν ως αντιπάλους.

Το ύφος στην πολιτική είναι ήθος και μήνυμα. Οι λέξεις χτυπάνε, πονάνε, δέρνουν, διαιρούν, φανατίζουν. Ας κάνουμε όλοι ένα βήμα πίσω, πριν η κατάσταση ξεφύγει.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 20/1/2019.