Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.
Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .
Ο τίτλος αυτού του σημειώματος - ελαφρώς παραποιημένος, κατά το "συνεχιζόμενη" όσον αφορά την κρίση - είναι δανεικός, από ένα ιδιαίτερο βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες, απο το Μεταίχμιο. Συγγραφέας του ο και ψυχαναλυτής Νίκος Σιδέρης, με δράση πολυπλόκαμη αφού διδάσκει "Αρχιτεκτονική και Ψυχανάλυση" στο ΕΜΠ, εργάζεται ως οικογενειακός θεραπευτής και έχει γράψει από το "Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν!' μέχρι το "Μιλώ για την κρίση με το παιδί", προσπαθώντας ακριβώς να γεφυρώσει την "ανάγνωση" της κρίσης που όλοι ζούμε με τις εσωτερικές διαδρομές των ανθρώπων. Έχει επικρατήσει στον πολιτικό λόγο να λέγεται ότι "Χάνεται μια ολόκληρη γενιά νέων, με την κρίση", πλην όμως δεν συνειδητοποιείται ότι αυτό, ακριβώς αυτό, συμβαίνει!
Παρά τις - όχι λιγοστές... - ζοφερές επισημάνσεις που κάνει το βιβλίο αυτό ο Ν. Σιδέρης, παρατηρώντας και φεύγοντας από την τυποποιημένη προσέγγιση των οικονομικών (και των πολιτικών) και επικεντρώνοντας στον άνθρωπο, κατορθώνει να βρει και να υποδείξει "κλειδιά ως προς την τέχνη να ανταπεξέρχεται κανείς στην αντιξοότητα". Κλειδιά χαρακτηριστικά του Ελληνικού τρόπου προσέγγισης των πραγμάτων. Ποια είναι αυτά; (Χωρίς την άδειά του, παραφράζουμε):
Πρώτα, η διατήρηση μέσα σ' ένα περιβάλλον έντονης, καμιά φορά αγριωπής υπεράσπισης του Εγώ μιας ισχυρής δόσης από Εμείς: χωρίς την διατήρηση του οικογενειακού κυττάρου (κι ας δυναμίτισαν τις συντάξεις, π.χ.) το καταστροφικό φαινόμενο της ανεργίας θα είχε αποσαθρώσει τα πάντα. χωρίς την αλληλοβοήθεια στην γειτονιά ή την παρέα, δεν θα φαίνονταν στον ορίζοντα νέα ξεκινήματα. χωρίς (μη-κρατικές) δομές αλληλεγγύης, πολλοί ακόμη θα είχαν βουλιάξει. Ύστερα, η υπαρξιακή αίσθηση του χρόνου, η "επανεξημέρωσή" του, δηλαδή η ανοχή στην αναδιαμόρφωση της ζωής των ανθρώπων κάτω από την πίεση της ανάγκης (όσο κι αν με την ενσωματωμένη Τροϊκανή βαρβαρότητα οι ποικίλοι "Θεοχάρηδες" επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν, το "Τώρα, αμέσως!" ως μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου, υποταγής). Και, τέλος, η επινοητικότητα: επινοητικότητα επιβίωσης, που μπορεί να πικραίνει όταν σημαίνει νέο κύμα μετανάστευσης, που μπορεί να μην επαρκεί όταν ανάγεται στα (λιγοστά, παρά τον μηντιακό στόμφιο) start-ups, που όμως καθημερινά ξεδιπλώνεται, απο νέες αξιοποιήσεις της πρωτογενούς παραγωγής μέχρι νέου τύπου τουριστικά προϊόντα, απο "πατέντες" ασφαλιστικής κάλυψης μέχρις άτυπες αναδιαρθρώσεις του δανεισμού των επιχειρήσεων.
Προϋπόθεση για να λειτουργήσουν θετικά - για να λειτουργήσει θετικά κάτι, έστω, απ' αυτά! - είναι να προσπεραστεί εκείνο που ο Σιδέρης αναδεικνύει σε στερεοτυπικό Υπουργικό Λόγο/ΥΠΛΟ/λόγο της εξουσίας (με αφορμή το επιχείρημα ότι η μείωση του φόρου καυσίμων που καταδίκαζε ευρύτατα στρώματα να παγώνουν χειμωνιάτικα, ήταν απαραίτητη επειδή "δεν πρέπει να επιδοτούνται οι θερμαινόμενες πισίνες της Εκάλης" ) και να μην σταματήσει ο μέσος άνθρωπος να σκέφτεται. Και, όσο γίνεται, να μιλά, να τοποθετείται. Γιατί, όπως είχε πει και ο Μιγκουέλ ντε Ουναμούνο στον Φρανκικό στρατηγό:" Περιμένετε να ακούσετε τα λόγια μου [...] . Μερικές φορές, το να σωπαίνεις ισοδυναμεί με το να ψεύδεσαι, επειδή η σιωπή μπορεί να εκληφθεί ως συγκατάθεση". Όταν, σταδιακά και διαφορετικά, όλοι επαναδιεκδικούν τον λόγο
Ίσως ο αναγνώστης να διερωτάται πού πάμε να οδηγήσουμε το επιχείρημα μ' αυτές τις - εκτενείς, το ομολογούμε - εισαγωγικές σκέψεις. Και μάλιστα σε μια στιγμή που η δημόσια προσοχή είναι συγκεντρωμένη σε ζουμερά πολιτικά δρώμενα: ανασχηματισμός, προσωπικες επιλογές, τύχη του Γιάννη Στουρνάρα, πετυχημένη αυτοαναγόρευση Βαγγέλη Βενιζέλου σε κέντρο της κυβερνητικής ισορροπίας, αναζήτηση Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδας και Επιτρόπου για εξορία στις Βρυξέλλες διάλυση της πάλαι ποτέ "μικρής, ηρωϊκής ΔΗΜΑΡ" , πορεία του ΠΟΤΑΜΙΟΥ προς την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, συζήτηση για "Κεντροαριστερά" (πάλι), ημιδιάλυση ΑνΕλλήνων, παλιννόστησή τους (συν ίσως του ΛΑΟΣ) στην ΝΔ/Κεντροδεξιά, χειρισμοί διαμόρφωσης πλειοψηφίας για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας χωρίς εκλογές...
Η απάντηση είναι πώς, ακριβώς σ' αυτήν την συγκυρία είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πώς από κάθε συντελεστή του "Ελληνικού δράματος" κατατίθενται απόψεις και προσεγγίσεις που επιχειρούν να οδηγήσουν την συζήτηση του αύριο. Με νέες ισορροπίες και με άνοιγμα νέων μετώπων:
• Η έγκριση της διπλής μικρο-δόσης του ΔΝΤ προς την Ελλάδα (συνολικά 3,4 δις ευρώ, "οφειλόμενα" από πέρσι το φθινόπωρο) με ομοφωνία αυτήν την φορά του Δ.Σ. του Ταμείου - πέρσι είχε υπάρξει αποχή της Βραζιλίας, δυσαρέσκεια Κίνας - έγκριση που έγινε με βάση μιαν ακόμη Έκθεση Πουλ Τόμσεν, είχε δυο βασικά θετικά για την Ελλάδα. Αναγνώρισε/χειροκρότησε την πρόοδο στην εφαρμογή του Προγράμματος - "η εξυγίανση είναι εντυπωσιακή με τα παγκόσμια μέτρα" - την επίτευξη στόχων (σε επίπεδο πρωτογενούς πλεονάσματος και σταδιακής ανάκαμψης) αλλά και επανέφερε το θέμα των Ευρωπαϊκών δεσμεύσεων για στήριξη της χρηματοδότησης του Προγράμματος και για επίτευξη βιωσιμότητας του χρέους.
Όμως, ακριβώς το τελευταίο αυτό για να το στηρίξει, το ΔΝΤ θεωρεί ότι συνεχίζει να υπάρχει - για το 2015 , άρα... μετεκλογικά! - χρηματοδοτικό κενό, το οποίο ο Γιάννης Στουρνάρας συνεχίζει να αρνείται έντονα σημειώνοντας την αστοχία προβλέψεων ΔΝΤ/Τρόικας σε σχέση με το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2013 που βγήκε πλεόνασμα, καθώς και την διάψευση των ανησυχιών π.χ. για την εισπραξιμότητα των φόρων επί των ακινήτων. Επιπρόσθετα, το ΔΝΤ δεν κάνει βήμα πίσω στις "απαιτήσεις" για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για συνέχιση των μέτρων ελαστικοποίησης της αγοράς εργασίας - κατώτατος μισθός/13ος+14ος μισθός, 3ετίες, ομαδικές απολύσεις - κυρίως όμως "ανεβάζει" την ανησυχία την διαχείριση των NPLs /των κόκκινων δανείων απο τις τράπεζες "βάσει ρεαλιστικών παραδοχών" (γι αυτό και συνεχίζει να πιέζει να μην αγγίξει κανείς το μαξιλάρι των 11 δις ευρώ, που βρίσκεται ακόμη διαθέσιμο για ανακεφαλαιοποιήσει τραπεζών στα χέρια του ΤΧΣ....)
• Η προεκλογική Κυβερνητική θέση, που στην ουσία την επανέφερε στην διεξοδική τοποθέτηση ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΒ το δίδυμο Σαμαρά-Στουρνάρα, στηρίζεται αντιθέτως στην βεβαιότητα ότι η σταθεροποιητική πορεία θα συνεχισθεί αφεαυτής (με την στήριξη και της ανάκαμψης/επανεκκίνησης που ήδη τροφοδοτείται απο τις αγορές: έκδοση ομολόγου, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, προσέλευση κεφαλαίων...) και ότι τόσο η απασχόληση όσο και η ανάκτηση ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα βρίσκεται ήδη καθ' οδόν. Χρειάζεται "μόνον", επιπρόσθετα, κάποια φορολογική χαλάρωση (αν το επιτρέψει η δημοσιονομική ισορροπία - μεγάλο "αν"!) και συνέχιση της στήριξης των ασθενέστερων (κατά την λογική του "κοινωνικού μερίσματος"). Αυτά, με την σειρά τους βασίζονται στην αίσθηση ότι υφίσταται πλέον κάτι σαν νέα διαπραγματευτική ευχέρεια με την Τρόικα/με την "Ευρώπη" συν το ΔΝΤ, την οποία η σημερινή πολιτική ομάδα μπορεί να φέρει εις πέρας με νέα περιθώρια.
Κάπως διαφοροποιημένη η τοποθέτηση Ανδρέα Λοβέρδου (για τον οποίο ακούγονταν φήμες κεντρικής υπουργοποίησης), που θάθελε πρόωρη εξόφληση του Ελληνικού χρέους προς ΔΝΤ, ώστε να "φύγει" εκείνο από την όλη εξίσωση...
Η αναζήτηση της συμβατότητας και της διάθεσης για διαπραγμάτευση
• Φαινομενικά σε αντιδιαμετρική κατεύθυνση κινήθηκε - με αφορμή την δική του παρουσία στο ίδιο forum, του ΣΕΒ - ο Αλέξης Τσίπρας, κηρύσσοντας "σε αποδρομή" τον κυβερνητικό συνασπισμό και θεωρώντας ότι με την άνοδο των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ στις (Ευρω)εκλογές "ευνοείται η Ελλάδα για καλύτερη διαπραγμάτευση στο θέμα του χρέους". Όμως, μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε το περίγραμμα σχεδίου ανασυγκρότησης που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, ζητώντας "να συνεργαστούμε με ειλικρίνεια και να αναπτύξουμε λειτουργική, θεσμική σχέση με τον Σύνδεσμο". Απο την μια έχουμε την επαναφορά του βασικού μισθού στα 751 ευρώ, των συλλογικών διαπραγματεύσεων (συν μετενέργεια...) και δράσεις αναδιανομής "προς τα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα". Από την άλλη υπήρξε υπόσχεση για ρύθμιση των κόκκινων δανείων, μείωση του ενεργειακού κόστους στην βιομηχανία, λειτουργία "αναπτυξιακού φορέα ειδικού σκοπού" για την χρηματοδότηση επιχειρήσεων.
Ειναι αυτό το σχήμα συμβατό (α) με κάτι σαν διαπραγμάτευση στα πλαίσια της Ευρωζώνης και (β) με τις ισορροπίες των επιχειρήσεων;
• Πρώτες απαντήσεις έδωσε η ίδια η ηγεσία του ΣΕΒ, on-the-record. Ο νέος Πρόεδρος Θόδωρος Φέσσας - ο οποίος προ μηνών είχε παρακολουθήσει προσεκτικά τον Αλέξη Τσίπρα, κεντρικό ομιλητή σε διοργάνωση του Στέλιου Κούλογλου/TVXS, προτού συζητηθεί η δική του προεδρία... - υποσχέθηκε ότι "ο διάλογος που άνοιξε μεταξύ του ΣΕΒ και της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης θα συνεχιστεί με την ίδια σοβαρότητα για την διερεύνηση κοινών λύσεων που αφορούν την επιχειρηματικότητα". Ενώ ο απερχόμενος Δημήτρης Δασκαλόπουλος, που δεν απαρνήθηκε την τάση του να μιλά πολιτικά (και χαρακτήρισε "ανήσυχη προσμονή" το αποτέλεσμα της κάλπης, πρότεινε "διάλογο με την Αριστερά", προκειμένου να βρεθούν "σημεία σύγκλισης για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας".
Οντως, το να σωπαίνεις κινδυνεύει να θεωρηθεί συγκατάθεση. Ας συνεχίζεται λοιπόν η συζήτηση, τουλάχιστον.
Δημοσιεύτηκε στην Ναυτεμπορική στις 4/6
Μου γεννήθηκε πολύ μεγάλη περιέργεια όταν διάβασα ότι ο Υπουργός Οικονομικών κύριος Στουρνάρας πήγε στο τελευταίο Eurogroup πριν από μία εβδομάδα και υπέβαλλε για έγκριση - συζήτηση ένα σχέδιο για το πού και πώς θα αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία τα επόμενα 10 χρόνια.
Η είδηση συνοδευόταν από την πληροφορία ότι το σχέδιο βασίστηκε στην μελέτη "Greece 20/20" της εταιρείας McKinsey (του 2012 με χρηματοδότες τον ΣΕΒ και την Εθνική Τράπεζα) καθώς και σε μελέτη του ΙΟΒΕ.
Λέω τι στο καλό, είναι δυνατόν να στέλνουμε ένα τέτοιο τόσο κρίσιμο σχέδιο στις Βρυξέλλες και εμείς να μην έχουμε πάρει είδηση;
Τέλος πάντων, μετά από ψάξιμο στους ιστιότοπους του Υπ. Οικονομικών και του ΙΟΒΕ δεν βρήκα τίποτα σχετικό και τελικά κατέληξα να βρω στο διαδίκτυο στα αγγλικά μια εκτενή περίληψη της περίφημης μελέτης της McKinsey.
Αμέσως έκανα μέσα στο κείμενο ένα search με τις δύο λέξεις που με ενδιέφεραν "olive oil" και... έμεινα κόκκαλο.
Πήγα και μια παράγραφο παρακάτω στην σελίδα 54 και έμεινα πάλι κόκκαλο! Δεν θα γράψω πολλά γιατί νομίζω ότι με τα πολλά λόγια κινδυνεύουμε να χάσουμε την ουσία για το σε ποια μορφή αγροτικής παραγωγής θέλουν (δεν θέλουμε - θέλουν) να μας πάνε.
Η πρόταση λοιπόν της McKinsey προβλέπει με δυο λέξεις ότι: πέντε με έξι μεγάλες εταιρείες θα πρέπει να ελέγχουν όλη - ναι όλη - την γεωργική παραγωγή της Ελλάδος. Διαβάστε :
1. Για το ελαιόλαδο:
Αντί των 1.200 ελαιοτριβείων, που λειτουργούν σήμερα σε όλη τη χώρα, με μια μέση ετήσια παραγωγή περίπου 500 τόνους το καθένα, να δημιουργηθούν μόνο ΔΥΟ mega-ελαιοτριβεία δυναμικότητος 100.000 - 150.000 τόνων το καθένα που θα απορροφούν όλη την παραγωγή ελαιολάδου. Μάλιστα οι mega-μελετητές της μελέτης αναφέρουν την Κρήτη και την Πελοπόννησο σαν δύο προτεινόμενα μέρη εγκατάστασής τους. Και ποιος ο λόγος: για να επιτύχουμε "οικονομίες κλίμακος" και έτσι να μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε με χαμηλές - ισοπεδωτικές τιμές την Ισπανία. Χάλια τα νεύρα μας. Πάει περίπατο βέβαια η περίφημη υψηλή ποιότητα και η "υπεροχή" του ελληνικού ελαιολάδου. Με κάποιο άλλο όραμα εμείς προσπαθούμε να μάθουμε τους νεώτερους: "ποιότητα- ποιότητα - ποιότητα" και αυτοί θέλουν να πάμε εντελώς αντίθετα: "ποσότητα - ποσότητα – ποσότητα". Μα καλά, αφού δεν μας μένει απούλητο το ελαιόλαδο γιατί πρέπει να γκρεμίσουμε και άλλο την τιμή του; Να πάμε ακόμα πιο χαμηλά όπως η Τυνησία και η Συρία; Τι θα πετύχουμε; Αυτό που ξέρω είναι τι δεν θα πετύχουμε... καλύτερες μέρες για τον Έλληνα παραγωγό που είναι και το ζητούμενο. Και αυτό στον χώρο του ελαιολάδου, και όχι μόνο, μπορούμε να το πετύχουμε μόνο με πιο καλής ποιότητος ελαιόλαδα, όχι κατώτερης ποιότητος.
2. Για τα φρούτα και λαχανικά (και αναφέρει μάλιστα πατάτες, ντομάτες, μήλα και ροδάκινα):
Nα γίνουν 2 ή 3 μεγάλες μονάδες συσκευασίας σε Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα και στην Πελοπόννησο.
3. Και το καλύτερο μας το φυλάνε στην επόμενη παράγραφο: Να ιδρυθεί μία (μία) εταιρεία διακίνησης όλων αυτών των αγροτικών προϊόντων με προτεινόμενο όνομα "Greek Foods Company" η οποία μπορεί να είναι ιδιωτική (ποιος τυχερός θα την πάρει μέσω... ΤΑΙΠΕΔ ίσως!) ή μια σύμπραξη δημοσίου - ιδιωτών (ΡΡΡ) με σκοπό την καλύτερη προώθηση στις ξένες αγορές και έτσι να επωφεληθούν, λέει, οι μικροί από τις συνέργειες που θα προκύψουν.
Και όμως, οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές μας που στριμώχνονται στα κανάλια και ασχολούνται με την "ευρωπαϊκή προοπτική", τον Νότο και τον Βορά, την αλληλεγγύη και το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης και το μόνο που τους απασχολεί μερικές φορές είναι το μέγα θέμα της καθιστικής χωροταξίας των ευρωβουλευτών του Ποταμιού, είμαι σίγουρος ότι ούτε ένας τους δεν έχει καν σκεφτεί να ζητήσει από το Υπουργείο Οικονομικών να δει και να μελετήσει τι στο καλό «Σχέδιο Ανάπτυξης" έχουμε στείλει εκεί ακριβώς στις Βρυξέλλες ζητώντας την ευλογία για τη χρηματοδότησή του. Θα έπρεπε όμως, έτσι, έστω και από μια απλή περιέργεια...Σημείωση προς τους mega-μελετητές της McKinsey: οι παραγωγοί ελαιολάδου στην Τοσκάνη, αφού με τα χρόνια χτίσανε με υπομονή και γνώση την ποιότητα του, το πουλάνε 7 με 10 ευρώ το λίτρο και εσείς θέλετε να μας πάτε στο 1,80 του απλού παρθένου της Ισπανίας;Aντί, λοιπόν, να βάλουμε στόχο στο αναπτυξιακό μας σχέδιο στον τομέα του ελαιολάδου μέσα από εκπαίδευση και εκσυγχρονισμό να κάνουμε μέσα στην επόμενη δεκαετία την Κρήτη την "Τοσκάνη της Ευρώπης", εσείς και κάποιοι κρυμμένοι στο σκοτάδι θέλετε να πάμε αλλού.
Επείγει στην χώρα η ανασυγκρότηση της φιλοευρωπαϊκής κεντροαριστεράς, για να υπάρξει πλέον ισχυρό ανάχωμα στον φαιοκόκκινο λαϊκισμό και τις φιλοδοξίες του.Οι φιλοευρωπαϊκές και μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις στην χώρα μας, έστω και αν πραγματοποιούν μεταρρυθμίσεις υπό την πίεση της τρόϊκας και των Ευρωπαίων εταίρων μας, στις ευρωεκλογές συγκέντρωσαν ποσοστό 41,5% (ΝΔ, Ελιά, Ποτάμι, Χατζημαρκάκης, ΔΗΜΑΡ, Γέφυρες), έναντι 50,2% (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Δράση) που είχαν αθροίσει στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2012.
Τα ποσοστά αυτά υποδηλώνουν ότι, μέσα σε δύο χρόνια, παρά τα λάθη της ΝΔ, την φορολογική επέλαση, την κρίση ρευστότητας, την άνοδο της ανεργίας και την κρίση στην Ευρώπη, τέσσερις Έλληνες στους δέκα –από αυτούς που πήγαν να ψηφίσουν την Κυριακή 25 Μαΐου– παραμένουν προσκολλημένοι στο ευρωπαϊκό όραμα και στην προσπάθεια Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση να πορευτούν στον δύσκολο και συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο τού αύριο. Είναι έτσι σαφές ότι από αυτό το 41,5% εξαρτάται το μέλλον της χώρας και μαζί του είναι συνδεδεμένες οι βαθειές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν σε όλα τα επίπεδα.
Στην σημερινή Ελλάδα της κρίσης, αυτό το 41,5% έχει ηρωικό χαρακτήρα και γι αυτό πρέπει να διατηρηθεί. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνον μέσω της πολιτικής εξουσίας που ασκεί σήμερα, Με διαφορετικά λόγια, η σημερινή συγκυβέρνηση θα πρέπει να ενισχυθεί κα να επεκταθεί, ώστε να παραμείνει.
Μοναδικός τρόπος για να γίνει κάτι τέτοιο είναι η πολυθρύλητη συσπείρωση του κεντροαριστερού χώρου. Το θέμα όμως είναι ότι η ανασύνθεση της κεντροαριστεράς σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει με βάση τα υφιστάμενα σχήματα. Αυτά έχουν φθαρεί και σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με την ουσιαστική και πολυεπίπεδη πτώχευση της χώρας. Η ελληνική κεντροαριστερά θα πρέπει να επαναλάβει –υπό διαφορετικές, βέβαια, ιστορικές συνθήκες– είτε το πείραμα των Γάλλων σοσιαλιστών το 1971 (όταν στο συνέδριο του Επιναί εγκατέλειψαν το βεβαρυμένο παρελθόν τους και ίδρυσαν το νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας), είτε την πρωτοβουλία της ιταλικής κεντροαριστεράς και της επανίδρυσής της μετά από πολλές πολιτικές περιπέτειες.
Ένας νέος και ευρύς κεντροαριστερός πολιτικός σχηματισμός θα μπορούσε να πετύχει εκλογικά ποσοστά της τάξεως του 20% και 25% και άρα να αποτελεί μόνιμο φορέα εξουσίας σε συνεργασία με την κεντροδεξιά –που και αυτή δείχνει να σταθεροποιείται, μεσούσης της κρίσης, σε ποσοστά κυμαινόμενα από 25% έως 30%. Αν δύο τέτοιοι σχηματισμοί μπορούσαν να κυβερνήσουν την χώρα μία οκταετία, η Ελλάδα του 2022 θα ήταν κυριολεκτικά μία «άλλη χώρα».
Σήμερα, απέναντι στο 41,5% υπάρχει ένα συμπαγές 58,5% –που είναι η Ελλάδα του χθες. Είναι, στην ουσία, η δύναμη του λαϊκισμού, της αντίδρασης, της αρπακόλας, της κρατικής κραιπάλης και του θρησκευτικο-εθνικιστικού φονταμενταλισμού. Είναι αυτή η απίστευτα αντιδραστική δύναμη που πριν σαράντα χρόνια δημιουργήθηκε στους κόλπους ενός αχρείου πελατειακού πολιτικού συστήματος, στο οποίο δέσποζαν ο άκριτος εθνικισμός και ο αριστερός μεσσιανισμός με πράσινα και κόκκινα χρώματα. Ως φαίνεται, λοιπόν, αυτό το φαιοκόκκινο τέρας στις σημερινές συνθήκες αντιπροσωπεύει το 50% του πολιτικού φάσματος της χώρας. Έχει δε και ισχυρή πρόσβαση στο Διαδίκτυο, η οποία, ωστόσο, ευτυχώς, για την ώρα δεν αποδίδει πολιτικά –για τον απλό λόγο ότι οι Έλληνες, και κυρίως οι νέοι, δεν διαβάζουν. Σε αντίθεση με την Γαλλία, για παράδειγμα, όπου τα διαδικτυακά βοθρολύματα αποτελούν σημαντικό όπλο της πολυεκατομμυριούχου Μαρίν Λεπέν και της μαφίας της.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα δύο κόμματα της σημερινής εξουσίας πρέπει να εκμεταλλευθούν το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χτύπησε ταβάνι. Όταν μετά από δύο χρόνια έξαλλου λαϊκισμού, το κόμμα παίρνει 100.000 ψηφοφόρους λιγότερους από αυτούς που είχε πάρει το 2012, αυτό σημαίνει ότι το κόμμα των συνιστωσών δεν μπορεί να πάει πιο μακρυά. Πιθανόν δε ένα κομμάτι του, το φιλικό προς το ευρώ και την ΕΕ, να αποχωρούσε για να ενταχθεί σε ένα κεντροαριστερό κόμμα εξουσίας. Κατά την γνώμη μας, στελέχη όπως οι κ.κ. Γ. Σταθάκης, Δημ. Παπαδημούλης, Γ. Δραγασάκης και, γιατί όχι, η νέα Περιφερειάρχις Αττικής Ρένα Δούρου, δεν θα έλεγαν όχι σε μία παρόμοια προοπτική, που θα είχε πλέον σαφώς και άρωμα εξουσίας.
Είναι, συνεπώς, άμεση η ανάγκη της επανασύνθεσης του κεντροαριστερού χώρου, σε νέες βάσεις και βέβαια με προοπτικές συμμετοχής στην εξουσία.
Τα πράγματα, αντιθέτως, είναι δυσκολότερα για την κεντροδεξιά και την Νέα Δημοκρατία. Στην σημερινή συγκυρία, κύριο μέλημά της θα πρέπει να είναι η παγίωση του ποσοστού της. Η λαϊκιστική και θρησκόληπτη ακροδεξιά δύσκολα πλέον μπορεί να ενσωματωθεί στον νεοδημοκρατικό χώρο. Θα συνεχίσει να παραδέρνει μεταξύ Χρυσής Αυγής, ΑΝΕΛ και ΛΑΟΣ –τρία κόμματα που είναι πιο κοντά στο ΚΚΕ παρά στην ΝΔ. Έτσι, ο μόνος χώρος με τον οποίο θα μπορούσε να συνεργασθεί η ΝΔ είναι αυτός που σήμερα εκπροσωπείται από την Δράση και άλλα φιλελεύθερα μικρά κόμματα, του οποίου η πολιτική δύναμη αντιπροσωπεύει ένα ποσοστό 1%-2%. Ωστόσο, είναι πολύ αμφίβολο αν η ΝΔ θα κάνει ανοίγματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Συμπερασματικά, λοιπόν, η όποια μεταρρυθμιστική συγκυβέρνηση στην χώρα είναι υπόθεση της κεντροαριστεράς, η οποία, επειδή στην ουσία αυτή ήταν παρούσα και στις περισσότερες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, διαθέτει έμπειρο στελεχιακό δυναμικό και, κυρίως, με υψηλή ευρωπαϊκή εμπειρία. Και αυτή θα είναι το μέγα ζητούμενο τα χρόνια που έρχονται.
Δημοσιέυτηκε στο europress στις 28/5
"Τα πηγάδια γύρισαν ανάποδα". Δανειζόμαστε την παράξενη έκφραση απο τον Αλέκο Παπαδόπουλο - δεν είναι πολιτική, αναφέρεται στην ριζική ανατροπή του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας, μιαν ανατροπή που την επεσήμαινε ήδη ως επερχόμενη από τον Νοέμβριο του 2009: "Πικρή αλήθεια ότι, μετά απο μια μακρά περίοδο αμεριμνησίας, θα αναγκασθούμε να ζήσουμε ένα ιδιαίτερα λιτό βίο έως ότου να αναταχθεί η οικονομία" . Βρίσκουμε ότι περιγράφει στην εντέλεια εκείνο που βρίσκεται, ούτως η άλλως μπροστά μας. Μόνο που... πρέπει να δούμε σήμερα, τι ακόμη υπάρχει μπροστά μας ως "λιτός βίος".
Οι εκλογές του Μαΐου, και ο καινούργιος γύρος αναζητήσεων που αναπόδραστα ανοίγεται, αυτό το ερώτημα δεν το αλλάζουν. Ό,τι κι αν πουν οι πολιτικοί (ζαλισμένοι απο τις βδομάδες που πέρασαν) επ' αυτών που είπαμε οι πολιτες στην τρίδιπλη κάλπη (όχι λιγότερο παραζαλισμένοι - αν και όχι "παραπλανημένοι").
Όμως, πρώτα ας μας επιτρέψει ο αναγνώστης να σημειώσουμε κάτι σαν την αγνοημένη εικόνα της σιωπηρής πραγματικότητας κάποιες μέρες, αν μη ώρες, πριν τις κάλπες της 25ης που τώρα καθόμαστε και ανατέμνουμε τα αποτελέσματά τους. Λοιπόν: μεσοβδόμαδα αποπλήρωσε η Ελλάδα τα κάπου 8,5 δις ευρώ που αποτελούσε - ποιος το θυμάται πια; - το κεντρικό ερώτημα για το χρηματοδοτικό κενό του 2014, το αν και πώς θα εξυπηρετηθούν. (Τα μισά ήταν από την παρέμβαση στην κορύφωση της κρίσης, τα άλλα απο την εποχή Αλογοσκούφη). Έγινε δε η αποπληρωμή χωρίς ακόμη να έχουν εισπραχθεί τα αναμενόμενα 1,8 (ή1,8x2) δις του ΔΝΤ, που πάνε για κάποια 24ωρα μετά τις κάλπες (30 Μαΐου η σχετική συνεδρίαση).
Βέβαια, περίπου την ίδια στιγμή είδαμε να σκουραίνει η προοπτική του Ασφαλιστικού, με τα επικουρικά κυρίως Ταμεία που ετοιμάζονται να "μπουν" στο καλοκαίρι, με μαύρη τρύπα να ανοίγει ήδη η κατάργηση των φόρων/πόρων υπέρ τρίτων βάσει της εργαλειοθήκης ΟΟΣΑ: σε απόσταση αναπνοής να την δουν και οι συνταξιούχοι τους! Επειδή περί εργαλειοθήκης, πάντως, δεν είναι μόνο το "γάλα 2 ημερών" που ματαίως θα αναζητήσετε σε ράφια σουπερμάρκετ : μην διανοηθείτε π.χ. να ζητήσετε σε φούρνο να σας... ζυγίσουν το ψωμί, ώστε να πληρώσετε με βάση την ποσότητα που αγοράσατε. Θα σας κοιτάξουν σαν τρελό, το πιθανότερο: το ότι διάφορα διαρθρωτικά νομοθετήθηκαν δεν σημαίνει, δα και κάτι!
Η οικονομία σε αμηχανία,
η πολιτική αναζήτηση σε φάση "τυφλόμυγας"
Γιατί ξεκινάμε μ' αυτές τις άσχετες μεταξύ τους αναφορές; Για να δείξουμε ότι οι κάλπες του Μαΐου και όλη τους η πολιτική λειτουργία βρίσκουν την οικονομία σε μια παράξενη αμηχανία. Η παρανοϊκή δημοσιονομική πίεση των δυο τελευταίων χρόνων "πέτυχε" - δηλαδή, τι; Έφερε μια κανονικότητα στην χρηματοδοτική ισορροπία έναντι του διεθνούς συστήματος (συν, να είμαστε δίκαιοι, μια βαθμιαία διόρθωση στις καθυστερήσεις πληρωμών/arrears του Δημοσίου έναντι ιδιωτών) η οποία αφήνει - σχετικά - ελεύθερα τα χέρια όποιου κυβερνήσει απ' δω και πέρα. Αντίθετα, σε επίπεδο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συνεχίζουμε να τσαλαβουτάμε...
Δηλαδή τώρα, με την συζήτηση για την ελάφρυνση/αναδιάρθρωση /ξαναπακετάρισμα του χρέους να έχει ξεκινήσει, όμως προς άδηλη κατεύθυνση και με εξαιρετικά διστακτικό ρυθμό, "όλα βρίσκονται πάλι εξαρχής στο τραπέζι". Με σαφώς λιγότερη διαπραγματευτική πίεση, αλλά και εντελώς ανοιχτά. Το ζήτημα είναι ... ποιος θα κάνει ετούτη την διαπραγμάτευση και πώς.
Όμως, την ίδια στιγμή, η πολιτική τάξη δείχνει να αντιλαμβάνεται πως άμα δεν επαναδρομολογηθεί - τώρα, άμεσα, σε ένα ορατό μέλλον - "κάτι" σαν ανάπτυξη, τότε δεν πάμε πουθενά. Και η ίδια η Ευρώπη το βλέπει - τραγικά αργά! Έτσι παραμονές της κάλπης, έφερε στην πρώτη γραμμή πάλι η Γερμανία/ο Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε δια μακράς χειρός της KfW το θέμα του Επενδυτικού Ταμείου, προκειμένου να υποσχεθεί κάτι σαν ρευστότητα στοχευμένη στην έρημο των μικρομεσαίων.
Την ίδια στιγμή πλήθυναν οι μελέτες και οι συζητήσεις που στοχεύουν σε μια επαναδρομολόγηση της ανάπτυξης. Στην μελέτη της McKinsey (μαζί με τις συνεισφορές του ΙΟΒΕ και του ΚΕΠΕ) στηρίχθηκε εκείνο που επιχειρείται να προωθηθεί ως Εθνικό Αναπτυξιακό Σχέδιο - με τομείς προτεραιότητας όπως ο πρωτογενής και η μεταποίηση των προϊόντων του , ο τουρισμός, η ενέργεια, η διαχείριση απορριμμάτων, τα logistics και όλο και κάποια προωθημένη εκδοχή βιομηχανίας όπως π.χ. των γενοσήμων φαρμάκων ή πάλι υπηρεσιών όπως της πληροφορικής. Ενώ μια άλλη μελέτη μεγάλου "σπιτιού", της Boston Consulting Group παρουσιάστηκε με την ενθουσιώδη στήριξη των επτά διμερών Επιμελητηρίων...
Βέβαια, το "η ανάπτυξη δεν διατάσσεται!" φαίνεται πως οι πολιτικοί μας επιτέλους το έμαθαν. Το "η συζήτηση είναι καλή, η ανάπτυξη όμως ούτε με τα ωραία λογια καταφθάνει", φαίνεται ότι ακόμη δεν καταστάλαξε. Ισως, γι αυτό, να μας φάνηκε πολύ πιο ουσιαστική μια άλλη μελέτη μεγάλου "σπιτιού", της PwC, όπου ήρθε να στηριχθεί η πολύ πιο βαριά συζήτηση για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων.
Τι λέει εκείνη; Ότι για την αναχρηματοδότηση του εταιρικού τομέα της οικονομίας πρέπει σε έναν εύλογο χρονικό ορίζοντα να αναδιαρθρωθούν περίπου 15 δις ευρώ (25% των δανείων) ώστε να απελευθερωθούν περιουσιακά στοιχεία, κυρίως απο κάπου 650 εταιρείες Zombies - υπό την υπερβολικά ευρηματική αυτή ονομασία κρύβονται οι μη-βιώσιμες επιχειρήσεις που απλώς "στραγγίζουν" πόρους απο το τραπεζικό σύστημα. Ακόμη πρέπει αν αναχρηματοδοτηθούν περίπου 10 δις ευρώ, (15% των δανείων) αν είναι να επανέλθει η συμβατότητα του δανεισμού με την λειτουργική κερδοφορία περίπου 700 επιχειρήσεων.
Η συζήτηση για τις θέσεις εργασίας
θέλει μεγαλύτερο σεβασμό
Σ' αυτό το φόντο, μ' αυτήν την προεργασία, ήρθε κυριολεκτικά "στο νήμα" η προεκλογική παρουσίαση Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδίου απο τον Αντώνη Σαμαρά. Διόλου τυχαία, επέμεινε ιδιαίτερα στην "μετάφραση" της ανάπτυξης σε θέσεις εργασίας! Εγινε λογος για 550.000 θέσεις σε ορίζοντα 3ετιας, για 770.000 σε ορίζοντα 2021.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως το "σπάσιμο" των υπεσχημένων θέσεων εργασίας. Κάπου το 40% αναμένεται να προέλθει από την γεωργία/τον πρωτογενή τομέα: εδώ υπάρχει αληθινά μεγάλη δόση αστάθμητου, καθώς η οικονομικότητα της ενασχόλησης στην γεωργία τα χρόνια που έρχονται εξαρτάται απο δυσάρεστα ευαίσθητους παράγοντες. Ο ένας είναι η εξέλιξη των Ευρωπαϊκών παραμέτρων (μην βιαστείτε να πείτε "δεν θα παράγουμε πια για την επιδότηση, αλλά για την αγορά" καθώς για ευρύτατο φάσμα προϊόντων η ζήτηση δεν θα πάψει να επικαθορίζεται απο τις "τιμές Βρυξελλών"), ο άλλος το κόστος παραγωγής (αυτό ορθώς το διέγνωσε ο ίδιος ο Αντ. Σαμαράς και εξήγγειλε μείωσή του, αλλά έμεινε κάπως πίσω στο "πώς ακριβώς").
Το πιο σταθερό κομμάτι, σχεδόν 30%, ανάγεται στον τουρισμό. Εδώ, μπορεί το Πρόγραμμα Σαμαρά - αν το πούμε έτσι - να είναι μέχρι και συντηρητικό καθώς πρόκειται για 30.000 (πρόσθετες, σωρευτικές) θέσεις εργασίας κάθε χρόνο, σ' έναν τομέα όμως που υπάρχουν ενδείξεις ότι όντως παίρνει μπροστά. Ενα ζήτημα, βέβαια, είναι τι ποιότητας θέσεις εργασίας θάναι αυτές: πόσο εποχιακές (και θα σημαίνει "εποχιακές") και ποιού επιπέδου αμοιβών (δεν αναφερόμαστε βέβαια στις επίσημες, μόνο αμοιβές, αλλά και στις γκρίζες απολαβές "αιχμής" που - αυτές κυρίως - οδηγούν την ενεργό ζήτηση στην Ελληνική περιφέρεια).
Το 10% που ανάγεται στην ναυτιλία υπόσχεται - ως συνήθως - καλύτερη ποιότητα αμοιβών. Όμως, εδώ, η πάγια κυκλικότητα της ναυτιλίας θάξιζε να ληφθεί υπόψη - αν και μάλλον το σημείο εκκίνησης είναι (το 2014) αρκετά χαμηλά. Μόνο, να δούμε τι θα αφήσει στην Ελλάδα η παγίως "για την κοινή γνώμη" φορολογική πολιτική που επαπειλείται. Κάπου εκεί κοντά, απο πλευράς όρων, αλλά λίγο πάνω από 5% του συνολικού αριθμού θέσεων εργασίας οι προσδοκίες απο τις συνδυασμένες μεταφορές/τα logistics. Αντίστοιχα μεγέθη και στην ενέργεια και το περιβάλλον: μόνο που το πρώτο σκέλος εξαρτάται - απόλυτα - από αποφάσεις πολιτικής, το δεύτερο - ανάγνωθι: διαχείριση απορριμμάτων - έχει να κάνει (και) με την αστοχία των αναθέσεων συμβάσεων απειλεί να που "συμπαρασύρει" την χρηματοδότηση Βρυξελλών.
[Η αντίστοιχη προσδοκία για την δημιουργία πρόσθετου ΑΕΠ στην 6ετία - κοντά στα 55 δις ευρώ, λέει - είναι διαφορετική ανά τομέα/κλάδο . Τα 16,5 δις αναμένονται απο τον τουρισμό, με τα 13,5 (μόλις) απο την γεωργία, σχεδόν 10 απο ενέργεια-περιβάλλον, κάπου 8,5 από ναυτιλία....].
Κουράσαμε ίσως, μια μέρα μετά την ζωηράδα της κάλπης, ημέρα εξαγωγής σοφών συμπερασμάτων. Όμως, να, μήπως θάπρεπε οι αναφορές σε δημιουργία θέσεων εργασίας να γίνεται με λίγο μεγαλύτερο σεβασμό; Για ανθρώπους είναι ο λογος. Όχι για νούμερα.
Δημοσιέυτηκε στην Ναυτεμπορική στις 27/5
Κ αι ξαφνικά - δηλαδή τίποτε δεν συμβαίνει "ξαφνικά" : απλώς είχε ξεφύγει η ματιά και γι αυτό τα γεγονότα δύσκολα χωνεύονται... - ήρθε ένας ορυμαγδός απο γεγονότα και από καταγραφές , που κάνουν αγνώριστο το βασικό σκηνικό.
Μετρήστε: σε λιγότερο απο μια βδομάδα, κι ενώ τρέχει η πολλαπλή εκλογική διαδικασία της 18ης/25ης Μαΐου, μαθαίνουμε όχι πια απο διαρροές όπως μέχρι τώρα, αλλά από καταθέσεις κεντρικών συντελεστών ποια υπήρξε η αλήθεια με την στάση της "Ευρώπης" και του διεθνούς συστήματος απέναντι στην Ελλάδα και το Grexit το 2011-12. Δηλαδή έχουμε τον Tim Geithner να καταθέτει εκείνο που γνωρίζουμε, που είχε διαρρεύσει και αναλυθεί αλλά απαγορευόταν να λέγεται: ότι η "Ευρώπη"/κακιά μητριά είχε την Ελλάδα όχι για πειραματόζωο διάσωσης - στα πλαίσια της "Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης" - αλλά για πειραματόζωο παραδειγματικής εξόντωσης με το Plan Z. (Ναι, η Ελλάδα θα ενεργοποιούσε μόνη της τον εκρηκτικό μηχανισμό πατώντας την νάρκη, πείτε την δημοψήφισμα, πείτε την επαναδιαπραγμάτευση του Προγράμματος. Όμως και οι "εταίροι" της θα αρνούνταν, συνειδητά, κάθε συζήτηση/κάθε στήριξη, μελετώντας πώς διαλύεται εκείνος που πατάει νάρκη). Έχουμε το πυκνό αφήγημα των Financial Times, σε τρεις συνέχεις, που επανακαταθέτει και συνδέει όλα εκείνα που γνωρίζαμε γι τις Κάννες και όσα παίχτηκαν εκεί. (Ξανα)έχουμε τον Dominique Strauss-Kahn στην France 2 να θυμίζει πώς ξεκίνησε η πορεία της Ελλάδας του ΓΑΠ, πορεία προς το ΔΝΤ και μια Ευρωπαϊκή διάσωση/εγκλεισμό - "επιβάλαμε ένα ανυπόφορο Πρόγραμμα στην Ελλάδα" -, αλλά και να ξαναβλέπει τις σχέσεις των πρωταγωνιστών και το στήσιμο της πολιτικής της "Ευρώπης".
Κι απο δίπλα, έχουμε το πρωτεϊκό φαινόμενο του Βαγγέλη Βενιζέλου: κακώς τον νομίσαμε να γίνεται παθητικά Ιωάννης Ζίγδης (κάνοντας το πάλαι ποτέ διαλάμψαν ΠΑΣΟΚ κάτι σαν την φθαρμένη Ενωση Κέντρου/ΕΔΗΚ), καθώς παίζει έναν σαφώς πιο ενεργητικό και αποδιαρθρωτικό ρόλο καταστροφής εκ των έσω του παλιού σκηνικού. Αν μια φορά ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρούσε να προσδώσει δημοψηφισματικό περιεχόμενο στις πολλαπλές αυτές κάλπες, ο Β.Β. αυτό το πήρε και το πήγε παραπέρα. Δεν είναι μόνο η μελοδραματική επένδυση των αυριανών/μεθαυριανών γεγονότων με το ότι "θα πάει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας" άμα η κάλπη δεν τον δικαιώσει. (Δηλαδή θα ρίξει αυτήν την Κυβέρνηση, ζητώντας/επιβάλλοντας να γίνουν πάλι οι διερευνητικές εντολές σχηματισμού άλλης Κυβέρνησης απ' αυτήν την Βουλή. Και, αν δεν του/μας βγει, νέες εκλογές υπό συνθήκες απόλυτου αναβρασμού). Είναι και ο συνδυασμός αυτής της κίνησης με την υπόμνηση του πώς ξηλώθηκε η Κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου - εν πτήσει, μετά από τις εκρήξεις του νευρασθενικού Νικολά Σαρκοζί και το παρασκήνιο του ανύπαρκτου πλην χρησιμότατου, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρρόζο - και επιχειρήθηκε να στηθεί άνωθεν/έξωθεν το σχήμα ΠΑΣΟΚ/ΝΔ/ΛΑΟΣ, με τον Β.Β. να διεκδικεί δι εαυτόν ρόλο μεν, όχι όμως και ευθύνη. (Και με τον, λησμονημένο πια, Γιώργο Καρατζαφέρη να προσθέτει την δική του μαρτυρία για το πώς εκείνη η απόπειρα πήγε να εξοκείλει σε φαρσοκωμωδία τύπου Απόστολου Κακλαμάνη ή Φίλιππου Πετσάλνικου, προτού καταλήξει στο σχήμα Λουκά Παπαδήμου).
Ανέμελη πορεία στο ναρκοπέδιο
υπό το άγρυπνο βλέμμα των αγορών
Καθώς λοιπόν μ' αυτό το φόντο ζωντανού παρελθόντος η πολιτική μας τάξη οδηγεί τα βήματά μας, ανέμελα, στο σημερινό ναρκοπέδιο - προσέξτε την, σημειώστε την, αξιολογήστε την βουβαμάρα του "κεντρικού" Τύπου και των αντίστοιχων τηλεπαραθύρων: σαν να ξέρουν ότι οι δημοσκοπήσεις τους είναι αναντίστοιχες με ένα πιο βουβό ρεύμα, αλλά κυρίως σαν να φοβούνται με μιλήσουν γι αυτό - η πορεία γίνεται κάτω απο το άγρυπνο βλέμμα τίνος; Μα... των αγορών! Άρχισαν πάλι τα spreads του Ελληνικού χαρτιού να "τσιμπάνε" ανοδικά, πλησιάζοντας τις 550 bps/μονάδες βάσης, δηλαδή φθάνοντας απόδοση κοντά στο 7%. Στην ρίζα του προβλήματος μας είπαν πως βρισκόταν μια ακόμη εξυπνάδα/εγκύκλιος του υπουργείου Οικονομικών για την φορολόγηση των κερδών των ξένων που είχαν αγοράσει (πάλι...) Ελληνικά ομόλογα, εξυπνάδα που "απέδωσε" κύμα πωλήσεων, με αποτέλεσμα να φορτώσει 50 bps το Ελληνικό χαρτί μέσα σε μια μέρα. Όμως λίγο πιο πίσω βρίσκεται μια νέα διστακτικότητα απέναντι στην Ελληνική υπόθεση - και τούτο σε φόντο ενός γενικότερου sell-off των χαρτιών της περιφέρειας.
Πέρα από αυτό, το καλό μας το Χρηματιστήριο που άρχιζε να (ξανα)τρέχει και να φέρνει στον νου παλιές θύμησες, ταράχθηκε: μετά το πανηγύρι ανοιχτών πωλήσεων που πίεσε τις φρέσκιες μετοχές της ΑΜΚ της Eurobank, έκανε βουτιά και η μετοχή της Εθνικής μέχρι και κάτω από την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, πάλι πριν αρχίσει η διαπραγμάτευση. Ακόμη και η τεχνική κίνηση της εξόδου μιας συμπαθητικής έως τώρα μετοχής - των Ελληνικών Πετρελαίων - απο τον MSCI, κόντεψε να την φέρει 9% κάτω μέσα σε μια συνεδρίαση. Συνολικά, πάντως, όταν σε μια μέρα το Χρηματιστήριο χάνει κάπου 4,5%, σου δίνεται η αίσθηση ότι "κάτι" τρίζει.
Προσθέστε σ' αυτό και την ελάχιστα καλυμμένη είδηση ότι η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΣΦΑ με πώληση προς την Αζέρικη Socar (την θυμόμαστε, την μοναχική εκείνη επιτυχία του ΤΑΙΠΕΔ "μας";) πάλι κόλλησε σε επίπεδο έγκρισής της "απο Βρυξέλλες", δηλαδή ακριβώς εκεί όπου είχε εκτροχιασθεί η πώληση της ΔΕΠΑ προς την Ρωσική Gazprom. Πάμε, ως φαίνεται, κάπου 6 ακόμη μήνες αργότερα. Το ζήτημα, εδώ, δεν είναι ότι θα λείψουν κάποια 400 εκατ. ευρώ απο τον λογαριασμό του όποιου διαδεχθεί τον Γιάννη Στουρνάρα - το ζήτημα είναι το τι θα απομείνει τελικά όρθιο απο τις άλλες διαγωνιστικές διαδικασίες του ΤΑΙΠΕΔ : ανοίξτε τα μάτια και τα αυτιά σας π.χ. για τα τελευταία στάδια της διαγωνιστικής διαδικασίας για το Ελληνικό - ελπίζουμε όχι και για τον Αστέρα...
Βέβαια, σ' αυτά τα δυσοίωνα σημάδια των αγορών, θα αντιπαρατηρηθεί - εύλογα - η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των συστημικών τραπεζών απο τις rating agencies, τις οποίες είχαμε μάθει να μισούμε, τώρα πάλι λατρεύαμε. Επίσης θα σημειωθεί ότι, ταυτόχρονα, οι αποδόσεις των εκδόσεων των εντόκων μένουν χαμηλά, ή και πέφτουν. Όμως η αίσθηση που υπήρχε ότι το βραχυπρόθεσμο Ελληνικό χαρτί θα τραβιόταν πλέον προεχόντως από ξένα σπίτια (απελευθερώνοντας έτσι πολύτιμη ρευστότητα στα χέρια των Ελληνικών τραπεζών, που έως τώρα λειτουργούσαν ως μονοψωνητές των εντόκων) σαν να υποχωρεί!
Οι ψυχραιμότεροι, ασφαλώς θα σημείωναν επιπρόσθετα πως όλα αυτά είναι φαινόμενα επιδερμικά. Ούτε το Χρηματιστήριο ασκεί κάποια ουσιαστικότερη έλξη (ή άπωση) στα μεγέθη της πραγματικής οικονομίας, πια, ούτε τα spreads των ομολόγων - γιατί... ποια και πόσα Ελληνικά ομόλογα "υπάρχουν" στην αγορά; - ασκούν κάποια άμεση επίδραση στην χρηματοπιστωτική ισορροπία. Δεν παύει όμως να μένει ενεργό το ότι η τωρινή πορεία μας, η τόσο πολιτική, γίνεται μπροστά στα μάτια των αγορών. Που τόσο, μα τόσο υπερήφανοι ήμασταν που ξαναγυρίσαμε σ' αυτές...
Θα μπορέσει κάποτε/κάπως
η Ελλάδα να μιλήσει σοβαρά στους "έξω";
Όπως κι αν έχει το πράγμα, το γεγονός και μόνο ότι τόσο πολλά (και τόσο στοχευμένα...) φώτα του διεθνούς ενδιαφέροντος στράφηκαν στην Ελλάδα λες και εδώ, σ' εμάς, βρίσκεται κάποια "εξήγηση" της συνεχιζόμενης Ευρωανασφάλειας, θάπρεπε να μας είχε κάνει προσεκτικότερους . Όλους.
Αντί γι αυτό, βλέπουμε σ' όλη την προεκλογική αυτή περίοδο που είναι (υποτίθεται) για δημάρχους και περιφερειάρχες - και για 21 πολυτελείς εξορίστους σε Βρυξέλλες /Στρασβούργο - έντονο τον πειρασμό να βγάλουμε τα μάτια μας αναμεταξύ μας. (Ναι, και να "χωνέψουμε" το διαφορετικά επικίνδυνο παιχνίδι της Χρυσαυγής απο την χθεσινή ήδη κάλπη).
Και ενώ στην αξιόλογη παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στο παράξενο, τύπου Eurovision αλλά όχι ασήμαντο, debate με τους πέντε υποψηφίους για την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φάνηκε πόσο εύκολα μπορεί να στραφεί το ενδιαφέρον μιας "Ευρωσυζήτησης" στην ιδιαίτερη περίπτωση της Ελλάδας, αυτή ακριβώς η ευκαιρία δεν δείχνει να αδράχνεται! Όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ: απ' όλο το Ελληνικό πολιτικό σύστημα. Και μένουμε με την μελαγχολική απορία: θα μπορέσει κάποτε η Ελλάδα να μιλήσει - κάπως σοβαρά, όμως - στους "έξω"; Να υπερασπισθεί τον εαυτό της; Να στηρίξει το αύριό της; Αυτά δεν γίνονται μόνον με ένα κόμμα, μ' έναν ηγέτη, με μια συμμαχία στενή ούτε καν με το "51%" που λέει και το ΠΟΤΑΜΙ. Αυτό χρειάζεται ευρύτερες συναινέσεις: αν όμως κάνουμε αυτές τις κάλπες νάρκες, τι θα απομείνει;
Δημοσιεύτηκε στην Ναυτεμπορική στις 20/5
Οι εκλογές είναι συχνά ένα δίλημμα ανάμεσα στο κακό και στο χειρότερο. Οχι όμως και για τους πολίτες των δύο μεγαλύτερων δήμων της χώρας. Υπάρχουν κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον τέσσερις λόγοι για τους οποίους Καμίνης και Μπουτάρης σαφώς υπερέχουν.
Α. Γιατί προέρχονται από την κοινωνία. Ηρθαν τον Νοέμβριο 2010 καβαλώντας ένα μεγάλο απροσδόκητο κύμα, κοινωνικό, φιλελεύθερο και προοδευτικό. Αποτέλεσαν την «εκδίκηση» του καλού, στο ζοφερότερο έτος. Κινητοποίησαν σκεπτόμενους πολίτες, συνένωσαν πρωτοβουλίες και κόμματα, από το φιλελεύθερο κέντρο, τη σοσιαλδημοκρατία, την οικολογία και τη δημοκρατική αριστερά. Υποστηρίχθηκαν από τη Δράση, το ΠΑΣΟΚ, τους Οικολόγους, τη ΔΗΜΑΡ, χωρίς κανένα κόμμα να δώσει τον τόνο ή να τους καπελώσει. Αντίθετα, ενεργός δεξαμενή τροφοδότησής τους παρέμειναν πρωτοβουλίες και ομάδες από την κοινωνία πολιτών.
Το αίτημα της βελτίωσης της καθημερινής ζωής των ανθρώπων είναι κεντρικό στην πολιτική, αλλά υπηρετείται καλύτερα τοπικά παρά κεντρικά. Η παρουσία των Καμίνη και Μπουτάρη έδωσε κύρος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ενέπνευσε δημιουργικούς ανθρώπους μέσα από την κοινωνία να εμπλακούν και αυτοί στα κοινά. Και τότε, και σήμερα, σηματοδοτούν κάτι σημαντικό: Σε μια συγκυρία όπου ο κομματικός φατριασμός των ελασσόνων διαφορών οδηγεί σε προκάτ αντιπαραθέσεις και κομματικούς εμφυλίους, υπάρχουν δύο δήμαρχοι (όπως και πολλοί άλλοι στη χώρα) που καταφέρνουν να ενώσουν.
Β. Για όσα έχουν κάνει και για όσα προγραμματίζουν να κάνουν. Στη δεινότερη περίοδο κρίσης, οι δύο δήμαρχοι κλήθηκαν να διαχειριστούν εκρηκτικά προβλήματα ακραίας φτώχειας, πολλαπλασιασμού των αστέγων, διάλυσης του κοινωνικού ιστού. Χρειάστηκε να κάνουν πολύ περισσότερα, με πολύ λιγότερα. Κυνήγησαν ευρωπαϊκούς πόρους, αναζήτησαν ιδιωτικές χορηγίες, εργάστηκαν με σοβαρές ΜΚΟ, δημιούργησαν συμπράξεις. Ανέπτυξαν ευρείες κοινωνικές δράσεις, χωρίς γραφειοκρατία, χωρίς να κόβουν κορδέλες και να χτίζουν δημόσιες σχέσεις πάνω στην ανθρώπινη δυστυχία. Ο Καμίνης ίδρυσε τον Κόμβο Αλληλοβοήθειας, που έχει στηρίξει 14.000 ανθρώπους. Επεξέτεινε το δίκτυο κοινωνικής προστασίας στην Αθήνα, με το Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης, με τη χαρτογράφηση αστέγων, με την αναβάθμιση δημοτικών ιατρείων, το Κοινωνικό Παντοπωλείο, την Κοινωνική Κατοικία, το Πρόγραμμα Αλληλεγγύη στην Οικογένεια, παρέχοντας αθόρυβη στήριξη σε χιλιάδες οικογένειες. Ο Μπουτάρης δημιούργησε νέες δομές κοινωνικής προστασίας, ενίσχυσε τους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς μειώνοντας σημαντικά τα τροφεία. Στη Θεσσαλονίκη λειτουργούν ξενώνας κακοποιημένων γυναικών, στέγη για αστέγους, παρέχονται καθημερινά συσσίτια για απόρους και δεκατιανά γεύματα σε σχολεία.
Και οι δύο εξυγίαναν τα οικονομικά του δήμου τους, συρρίκνωσαν λειτουργικά κόστη, ισοσκέλισε το έλλειμμα ο Μπουτάρης, ελάττωσε το χρέος ο Καμίνης, χωρίς κανένα νέο δάνειο. Αντιστάθμισαν τη μείωση των κρατικών πόρων αυξάνοντας τους ευρωπαϊκούς. Βελτίωσαν αισθητά τις υποδομές καθαριότητας και τη διαχείριση των απορριμμάτων. Ακολούθησαν μια επιθετική πολιτική διαφάνειας και διάδοσης των ηλεκτρονικών δεδομένων, που μεταξύ άλλων διευκολύνει την αυτενέργεια πολιτών, τη λογοδοσία και την ανάπτυξη νεοφυών επιχειρήσεων. Καθοριστική εδώ ήταν η συμβολή στη Θεσσαλονίκη ενός ικανού συνεργάτη, του Αντώνη Καμάρα. Οι δύο δήμαρχοι κάνουν δουλειά υποδομής και εξυγίανσης, φυτεύουν δέντρα και όχι λουλούδια στα παρτέρια (κι αν το έκαναν, κακώς έκαναν).
Πήραν πρωτοβουλίες διεθνοποίησης, ιδίως ο Μπουτάρης, αναδεικνύοντας το εβραϊκό στοιχείο και την πολυπολιτισμική ιστορική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης. Οχι μόνο χρειάστηκε θάρρος η σύγκρουση με τον ιδεολογικό επαρχιωτισμό και τον παρωχημένο εθνικισμό της περιόδου Ψωμιάδη-Παπαγεωργόπουλου, αλλά το άνοιγμα αυτό έφερε διεθνή προβολή και ακτινοβολία στη Θεσσαλονίκη. Μια στοχευμένη πολιτική προσέλκυσης τουριστών τριπλασίασε και τετραπλασίασε τους επισκέπτες από τη Ρωσία, το Ισραήλ, την Τουρκία, τα Βαλκάνια.
Γ. Για τους εχθρούς που έκαναν και για τους αντιπάλους που έχουν. Καμίνης και Μπουτάρης δεν προσπαθούν να γίνουν αρεστοί βυθιζόμενοι στην κοινοτοπία, χαϊδεύοντας προκαταλήψεις ή τοκίζοντας στις ανασφάλειες. Αντιθέτως, τόλμησαν να γίνουν δυσάρεστοι, να στοχοποιηθούν από διαφόρους έξαλλους και φανατικούς. Εξυγίαναν τη διαφθορά που παρέλαβαν στους δήμους τους χωρίς να φοβηθούν τους ύπουλους μηχανισμούς της φαυλότητας. Ανοιξαν μέτωπο με τους τραμπούκους της Χρυσής Αυγής, με μισαλλόδοξους ιεράρχες, αλλά και με τους μπαχαλάκηδες του αριστερισμού. Και σήμερα έχουν απέναντί τους στη διεκδίκηση της δημαρχίας πολιτικούς αντιπάλους που προσδοκούν στην επιστράτευση των κομματικών λεγεώνων για να διασωθούν. Αν οι αντίπαλοι σε προσδιορίζουν, Καμίνης και Μπουτάρης ευτύχησαν ξανά.
Δ. Γιατί είναι κανονικοί άνθρωποι. Δεν είναι προϊόντα κομματικού σωλήνα, δεν είναι χάρτινα δημιουργήματα των ΜΜΕ, ούτε παράγωγα παρασιτικών μηχανισμών εξουσίας. Δεν είναι άδεια κοστούμια ή ατσαλάκωτοι κομψευόμενοι, δεν είναι ξύλινοι πολιτικάντηδες και φοιτητοσυνδικαλιστές, ούτε αργόσχολοι ατακαδόροι και καβγατζήδες τηλεπαραθύρων, ούτε βετεράνοι των δημοσίων σχέσεων και της προσκολλήσεως σε ισχυρούς. Δεν έχουν σκελετούς στην ντουλάπα τους, ούτε κυβερνητικό παρελθόν μηδαμινού απολογισμού. Διαθέτουν ατομική διαδρομή, επάγγελμα και κανονική ζωή, στα οποία μπορούν πάντοτε να επιστρέψουν. Για πόσους από τους πολιτικούς μας μπορεί να πει κανείς το ίδιο;
Δημοσιέυτηκε στην Καθημερινή στις 17/5
Η Ένωση Πολιτών για την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, ένα μη κερδοσκοπικό σωματείο πολιτών, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της το 1995 κράτησε την ίδια σταθερή θέση μη εμπλοκής στον κομματικό ανταγωνισμό σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που διεξήχθησαν στην χώρα (1996, 2000, 2004, 2007, 2009, 2012). Την ίδια ακριβώς στάση θα τηρήσει και στις προσεχείς εκλογές της 17ης Ιουνίου ακολουθώντας τις πάγιες αρχές της που είναι:
1. Τήρηση αποστάσεων και μη εμπλοκή στον κομματικό ανταγωνισμό για την διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Πάγια θέση της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ είναι ότι ένα από τα κεντρικότερα προβλήματα της χώρας είναι η γενικευμένη κομματικοκρατία που δεν πρέπει όμως να ταυτίζεται με την καθόλα θεμιτή κομματική διάρθρωση του πολιτικού συστήματος σε μία Σύγχρονη Δημοκρατία. Λέμε όχι στην κομματικοκρατία, ναι υπό όρους στην κομματική Δημοκρατία εντός των ορίων του Συντάγματος τονίζοντας ότι αυτή η τελευταία πρέπει να συμπληρωθεί με νέους Διαβουλευτικούς και Συμμετοχικούς θεσμούς υπέρ της ενδυνάμωσης του Πολίτη και της Κοινωνίας Πολιτών. Ειδικά για τις κρίσιμες εκλογές της 17ης Ιουνίου θεωρούμε ως κύρια κριτήρια επιλογής κάθε λογικού και ενεργού πολίτη τα ακόλουθα:
α) Τη διασφάλιση της παραμονής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ όπως και την αποτροπή κάθε πιθανότητας χρεωκοπίας του κράτους σε οποιαδήποτε μορφή. Η Παρέμβαση υποστηρίζει από την ίδρυσή της την προωθημένη ευρωπαϊκή ενοποίηση με την Ελλάδα στον κεντρικό πυρήνα των προοδευτικών δυνάμεων που θέλουν μια ισχυρή, παραγωγική, κοινωνική Ευρώπη θελκτικό παγκόσμιο πρότυπο ποιότητας ζωής στο πλαίσιο μιας ανισομερούς παγκοσμιοποίησης.
β) Την ανατροπή του γενικευμένου κομματισμού και της κομματικοκρατίας που οδήγησαν τα τελευταία χρόνια την χώρα στο χείλος της χρεωκοπίας.
γ) Την ποιότητα των προτάσεων και την σχετική αξιοπιστία δυνατότητας εφαρμογής τους προς μια νέα, αναγεννημένη Ελλάδα προς το 2021 που θα συνδυάζει ένα ριζικά διαφορετικό και ευέλικτα παραγωγικό κράτος και δημόσια διοίκηση, ένα καινοτομικό επιχειρηματικό τομέα με την προώθηση ενός «εξανθρωπισμένου» καπιταλισμού με εταιρική κοινωνική ευθύνη και μια δυνατή Κοινωνία Πολιτών με υψηλή ποιότητα ζωής για όλους τους πολίτες.
Επειδή κατανοούμε ότι καμία από τις βασικές πολιτικές δυνάμεις που διεκδικούν άμεσα την εξουσία στις εκλογές της 17ης Ιουνίου δεν συνθέτει με επάρκεια και τα 3 προαναφερόμενα κριτήρια και έως ότου επιτέλους λυθεί το ουσιαστικό πολιτικό πρόβλημα της χώρας με πλήρη ανασύνθεση των πολιτών δυνάμεων, καλούμε τα μέλη, τους φίλους αλλά και κάθε ενεργό πολίτη να ακολουθήσει την «μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής» επιλέγοντας το «μικρότερο κακό» στις εξαιρετικά επείγουσες σημερινές συνθήκες. Αυτό σημαίνει διαφορική βαθμολόγηση των υπαρχουσών λύσεων. Βεβαίως υπάρχουν κάποιες προσπάθειες δημιουργικής πολιτικής σύνθεσης σε νεότερα κόμματα (κυρίως ΔΗΜΑΡ και Δράση) όπως και ισχυρές νησίδες πολιτικών στα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ) που ενδεχομένως αποτελούν ψήγματα μιας αυριανής θετικής εκπροσώπησης των βαθύτερων αναγκών της χώρας και αυτό είναι κάτι που πρέπει επίσης να σταθμίζουν οι πολίτες ως ψηφοφόροι.
2. Διεκδικούμε το δικαίωμα να ακούγονται οι απόψεις μας στο Δημόσιο Διάλογο που κορυφώνεται στον προεκλογικό αγώνα. Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ήδη από το 1997 έχει εκπονήσει ένα «Δεκάλογο Θέσεων της Κοινωνίας Πολιτών προς υιοθέτηση από τα πολιτικά κόμματα και την κυβέρνηση» που σταθερά επικαιροποιεί και προβάλλει πριν και μετά τις εκλογές.
3. Αν και ως Ένωση Πολιτών δεν εκφράζουμε συλλογικά την προτίμησή μας για συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα και δεν παίρνουμε μέρος ως ομάδα σε εκλογές εθνικού ή τοπικού χαρακτήρα εκφράζουμε όμως παγίως την προτίμησή μας για μεμονωμένα άτομα υποψηφίους όλων των πολιτικών χώρων που έχουν αποδεδειγμένα με πράξεις και λόγια υποστηρίξει την λογική της Κοινωνίας Πολιτών. Άλλωστε όπως συνέβη και στις 5 προηγούμενες εκλογές αρκετά μέλη και φίλοι της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ συμμετείχαν στους εκλογικούς συνδυασμούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων που έχουν γενικά εκφραστεί υπέρ της Κοινωνίας Πολιτών όπως επίσης και στους συνδυασμούς νέων κομμάτων (4 με τη ΔΗΜΑΡ, 2 με Δράση, 1 με ΣΥΡΙΖΑ).
4. Οι παραπάνω πάγιες αρχές της ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ για την μη εμπλοκή στον κομματικό ανταγωνισμό θα παραμείνουν λογικά αμετάβλητες εκτός αν επισυμβούν α) κάποια ριζική αλλαγή πανευρωπαϊκού χαρακτήρα που θα επηρεάσει τη μορφή του πολιτικού παιχνιδιού είτε β) μία εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση απειλής της εθνικής επιβίωσης που θα απαιτούσε μια άμεση πανεθνική υπερκομματική συσπείρωση για την αποτροπή εθνικής καταστροφής. Η πρώτη πιθανότητα φαντάζει προς το παρόν εξαιρετικά απομακρυσμένη. Για την δεύτερη περίπτωση ελπίζουμε ότι οι εκλογές της 17ης Ιουνίου θα λύσουν βιώσιμα το πρόβλημα της εξόδου της χώρας από την κρίση και θα απομακρύνουν την ανάγκη ενός έκτακτου εθνικού συναγερμού.
Εάν όμως δεν το κάνουν, η Ένωση Πολιτών για την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ σε συνεργασία με άλλες ομάδες ενεργών πολιτών και πολιτικές δυνάμεις ανεξάρτητα σημερινής κομματικής ένταξης, θα κινηθεί προς την κατεύθυνση της ενεργού διαμεσολάβησης για την δημιουργία μιας γενικής πολιτικής κινητοποίησης διάσωσης και αναγέννησης της χώρας.
5. Τέλος είναι αυτονόητο ότι η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ πιστεύει ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα που εκτός από δικαίωμα είναι υποχρέωση και ευθύνη. Η ψήφος παραμένει πάντα το μεγάλο όπλο του πολίτη. Θεωρητικά οι πολίτες για μια μέρα μπορούν να αλλάξουν τα πάντα. Ακόμα και μόνο στην θεωρία είναι μία δυνατότητα που βρίσκεται στην καρδιά της Σύγχρονης Δημοκρατίας.
Καθώς η δανειακή σύμβαση εκπνέει και σε μικρό διάστημα και όροι όπως «Μνημόνιο» ή «τρόικα» μάλλον θα περάσουν στην Ιστορία, εμφανίζονται μπροστά μας σοβαρά ερωτήματα: Ποιο (κοινωνικό) κράτος θέλουμε; Τι θεσμούς πρέπει να έχουμε; Ποιο πολιτικό σύστημα μας αρμόζει; Ποια οικονομία; Αν δεν θέλουμε να μείνουμε πίσω πρέπει να επεξεργαστούμε ταχύτατα και να εφαρμόσουμε πολιτικές μεταρρύθμισης και ανάπτυξης.
Tέτοιες κατευθύνσεις ανά τομέα είναι οι εξής:
1. Οικονομία. Απαιτείται μια ουσιαστική Επιτροπή Ανταγωνισμού, που δεν επιτρέπει στα μονοπώλια και ολιγοπώλια να έχουν υπερκέρδη. Δεν επιτρέπει σε συνθήκες κρίσης κλειστές ολιγοπωλιακές δραστηριότητες. Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι τα λεγόμενα κλειστά επαγγέλματα. Εχουμε πολύ περισσότερους γιατρούς, δικηγόρους, φαρμακοποιούς, αρχιτέκτονες, ταξιτζήδες από ό,τι έχει οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο ανά 1.000 κατοίκους. Το ζητούμενο είναι η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και ο ανταγωνισμός στις τιμές.
2. Φορολογία. Χρειαζόμαστε σύγχρονο φορολογικό σύστημα, που όμως αποκλείεται να το φτιάξει ο μηχανισμός του υπουργείου Οικονομικών, που δεκαετίες τώρα παράγει δαιδαλώδεις φορολογικές νομοθεσίες. Τρεις καινούργιες προσεγγίσεις είναι οι εξής: α) Οποιος δημιουργεί έρευνα και ανάπτυξη στη χώρα και θέσεις εργασίας, πληρώνει λιγότερους φόρους. β) Διαφάνεια κατά περιοχή (κατά κεφαλήν φόρος), επάγγελμα, επιχειρηματικό κλάδο. Το μέσο γι' αυτό είναι ένας ιστότοπος όλων των περιοχών και των επαγγελμάτων. γ) Ο ίδιος ή άλλος ιστότοπος πρέπει να περιλάβει τις επιχειρήσεις: τζίρο, κέρδη, ζημίες, καθώς και τις δράσεις κοινωνικής ευθύνης, δηλαδή τι κάνει για όλους μας. Βοηθά μια εταιρεία σχολεία; Δίνει υποτροφίες σε παιδιά ανέργων; Επίσης, αν μια επιχείρηση έχει ζημίες 20 χρόνια και συνεχίζει να επιχειρεί, αυτό σημαίνει «δημιουργική λογιστική» και απόκρυψη κερδών.
3. Ασφαλιστικό. Πλήρως ανταποδοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, με φορολογικές απαλλαγές για μεγαλύτερη αποταμίευση και επενδύσεις για μελλοντική σύνταξη. Ταυτόχρονα, διακοπή επιδότησης ασφαλιστικών εισφορών με «κοινωνικούς» πόρους γιατί έτσι δημιουργούνται ανισότητες μέσω των ελαφρύνσεων που δίνει το ασφαλιστικό σύστημα υπέρ συγκεκριμένων ομάδων.
4. Διοικητική αποκέντρωση. Εχουμε 13 περιφέρειες με πάνω από 750 εκλεγμένους περιφερειακούς συμβούλους και, ταυτόχρονα, επτά αποκεντρωμένες διοικήσεις (κρατικές περιφέρειες) με ισάριθμα περιφερειακά συστήματα υγείας. Πρέπει η βάση να είναι οι μεγαλύτερες περιφέρειες: με μικρότερα περιφερειακά συμβούλια (επτά περιφέρειες, με 30 συμβούλους καθεμία) με περισσότερες αρμοδιότητες για τους συμβούλους, με περισσότερη αποκέντρωση πόρων και θέσπιση τοπικής φορολογίας, για να επιτευχθεί άμεση λογοδοσία των εκλεγμένων περιφερειαρχών στις τοπικές κοινωνίες. Αυτό βέβαια προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση.
5. Δημόσια εκπαίδευση. Εχουμε μαζική δημόσια εκπαίδευση, αλλά υστερούμε σε ποιότητα και αιμορραγούμε λόγω φοιτητικής μετανάστευσης. Αξιοποιώντας το ότι βρισκόμαστε σε ένα από τα καλύτερα σημεία του κόσμου και το ότι πολλοί Ελληνες έχουν σπουδάσει σε καλά πανεπιστήμια, πρέπει να κάνουμε την ανώτατη εκπαίδευσή μας ελκυστική ώστε η Ελλάδα να προσελκύει τη διανόηση, την παραγωγή γνώσης αλλά και ξένους φοιτητές. Αυτό προϋποθέτει αλλαγές στη διοικητική δομή, ορθολογικές συγχωνεύσεις και, κυρίως, στην εκλογή των πανεπιστημιακών, όπου πρέπει να πρυτανεύουν τα πιο υψηλά ακαδημαϊκά κριτήρια.
6. Υγεία. Σήμερα κυριαρχεί η πολυδιάσπαση. Εχουμε 130 νοσοκομεία και 2.000 κλινικές, που πολλές διατηρούνται λόγω πελατειακών κριτηρίων. Υπάρχουν νομοί με τρία και τέσσερα νοσοκομεία, ασυντόνιστα. Στις μεγαλύτερες μονάδες, η οργάνωση της Υγείας είναι πράγματι καλύτερη και αποτελεσματικότερη, γιατί έτσι οι γιατροί εκπαιδεύονται πληρέστερα και αποκτούν περισσότερη πείρα. Επομένως οι πολίτες καταλαβαίνουν καλύτερα και πιέζουν στην πράξη για συγχωνεύσεις, οι πολιτικοί είναι που περί άλλα τυρβάζουν.
7. Διοίκηση. Πρέπει να διατυπωθούν σοβαρά, αντικειμενικά και ανταποδοτικά κριτήρια για την αποκατάσταση της ιεραρχίας στον δημόσιο τομέα. Η ανάληψη των μεγάλων δημόσιων αξιωμάτων θα πρέπει να αποφασίζεται με απόλυτη αξιοκρατία από ένα Σώμα που θα υπερβαίνει την κυβέρνηση.
8. Δικαιοσύνη. Και εδώ πρέπει να ισχύει η επιλογή από ανεξάρτητα Σώματα, γιατί η επιλογή από τον υπουργό Δικαιοσύνης είναι εντελώς αναχρονιστική.
9. Πολιτικό σύστημα. Να θεσπιστεί το ασυμβίβαστο υπουργικής και βουλευτικής ιδιότητας ώστε να επέλθει πραγματικός διαχωρισμός της εκτελεστικής εξουσίας από τη νομοθετική, η Βουλή να δυναμώσει και ο ρόλος του κάθε βουλευτή να αναβαθμιστεί. Παράλληλα, να ψηφιστεί εκλογικός νόμος που θα μειώσει τις ανισότητες που δημιουργεί ο παρών.
10. ΜΜΕ. Πρέπει να επεξεργαστούμε μέτρα που να τα αναβαθμίζουν προς το ποιοτικότερο και το επαρκέστερο. Ζητείται πρώτα και κύρια μια ισχυρή δημόσια τηλεόραση, εξορθολογισμένη, πλουραλιστική, πολυφωνική και ορθολογική.
Oι πολίτες περιμένουν ουσιώδεις και συγκεκριμένες προτάσεις. Δεν υπάρχουν πια περιθώρια για διεκπεραίωση και διαχείριση, οι μεταρρυθμιστικές αλλαγές πρέπει να επέλθουν.
Δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 26/3
Στη ημερινή συγκυρία η διάκριση αριστερά-δεξιά αμφισβητείται. Για πολλούς, κυρίως μεταμοντέρνους κοινωνικούς επιστήμονες, η διάκριση είναι τελείως άχρηστη και παραπλανητική. Για άλλους η διάκριση ήταν μεν χρήσιμη στην πρώιμη νεωτερικότητα αλλά όχι πλέον σήμερα. Άρα πρέπει να στοχεύουμε όχι στην κατάργηση αλλά στην «υπέρβασή της». Το επιχείρημα που θα αναπτύξω είναι πως η διάκριση παραμένει χρήσιμη για την ανάλυση του πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι όχι μόνο στην πρώιμη αλλά και στην τωρινή, ύστερη παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα. Ξεκινώ από τη θέση του Νόρμπερτ Μπόμπιο (2013) που προσπαθεί να δείξει τη σημασία της έννοιας της αριστεράς σήμερα συνδέοντάς την με τους συνεχιζόμενους αγώνες για τη μείωση της ανισότητας. Στη συνέχεια εξετάζω την ανάλυση του Μάρσαλ (1964) που δείχνει, με έναν πιο συγκεκριμένο τρόπο, τη μείωση των ανισοτήτων στην Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποιώντας την έννοια της σταδιακής εξάπλωσης δικαιωμάτων (αστικών, πολιτικών και κοινωνικών) στον 20ο αιώνα. Τέλος, τοποθετούμαι κριτικά απέναντι στον Γκίντενς που υποστηρίζει την υπέρβαση της διάκρισης αριστερά-δεξιά στην ύστερη νεωτερικότητα (1994).
Μπόμπιο: Ισότητα και αριστερά
Α) Όπως τονίζει ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, η διάκριση αριστερά-δεξιά (αντίθετα με τις διάφορες μεταμοντέρνες επιχειρηματολογίες), από την Γαλλική Επανάσταση και μετά ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα βασικό εννοιολογικό εργαλείο. Μας βοηθάει να καταλάβουμε τον τρόπο συγκρότησης, αναπαραγωγής και μετασχηματισμού των βασικών δομών των σύγχρονων κοινωνικών σχηματισμών. Είναι για αυτόν ακριβώς το λόγο που όχι μόνο στον επιστημονικό αλλά και στον καθημερινό λόγο το δίπολο αριστερά-δεξιά χρησιμοποιείται ευρέως όταν προσπαθούμε να χαρακτηρίσουμε ένα κόμμα, ένα κίνημα, μια ιδεολογία ως «προοδευτική» ή συντηρητική. Για τον ιταλό διανοητή ή έννοια που συνδέεται άρρητα με την αριστερά είναι αυτή της ισότητας. Η αριστερά προσπαθεί να μειώσει τις ανισότητες των νεωτερικών κοινωνιών ενώ η δεξιά προσπαθεί να τις διατηρήσει ή και να τις εντείνει. Η πάλη για την ισότητα παίρνει βέβαια διαφορετικές μορφές ανάλογα με το χρονικό και γεωγραφικό πλαίσιο. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως η ιδέα της ισότητας παραμένει ο βασικός προσανατολισμός των αγώνων της αριστεράς.
Β) Νομίζω πως όλα τα παραπάνω είναι σωστά. Ο τρόπος όμως με τον οποίο ο ιταλός φιλόσοφος αναπτύσσει τις πιο συγκεκριμένες πτυχές της θεωρίας του παρουσιάζει μια βασική δυσκολία. Ο Μπόμπιο αναφέρεται μεν σε διάφορα ιστορικά παραδείγματα. Αλλά, επειδή η μεθοδολογία που ακολουθεί είναι περισσότερο φιλοσοφο-αναλυτική και λιγότερο ιστορικο-κοινωνιολογική (2013: 55), δεν δείχνει με ένα διαφοροποιημένο τρόπο πώς η διάκριση δεξιά-αριστερά και οι αγώνες υπέρ ή κατά της ισότητας εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο, εξελισσόμενο μακροϊστορικό πλαίσιο. Και αυτό γιατί εννοιολογεί την ισότητα σαν ένα αδιάσπαστο όλο. Αναφέρεται πάντα στην ισότητα ή ανισότητα και όχι σε διαφόρων τύπου ισοτήτων ή ανισοτήτων. Έτσι οδηγείται σε μια αυστηρά διχοτομική προσέγγιση. Οι έννοιες αριστερά και δεξιά είναι «αμοιβαία αποκλειόμενες». Για παράδειγμα, ένα κόμμα είτε είναι αριστερό είτε δεξιό, το να έχει και αριστερές και δεξιές στρατηγικές είναι κατά τον Μπόμπιο αδύνατον: «το γεγονός ότι η Δεξιά και η Αριστερά αντιπροσωπεύουν μια αντίθεση σημαίνει απλώς ότι δεν μπορεί κανείς να είναι συγχρόνως και δεξιός και αριστερός» (2013: 156).
Αυτή η προσέγγιση δημιουργεί προβλήματα. Σε ένα πιο εμπειρικό, ιστορικό-εξελικτικό επίπεδο συχνά παρατηρούμε πως δεν υπάρχει μία αδιαφοροποίητη ανισότητα, αλλά πολλές ‒ οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές κτλ. Για να το πούμε διαφορετικά, η ανισότητα έχει πολλές διαστάσεις. Σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, αυτές οι διαστάσεις δεν αλλάζουν πάντα προς την ίδια κατεύθυνση. Σε πολλές περιπτώσεις κόμματα και κυβερνήσεις χαρακτηρίζονται από ένα συνδυασμό αυξανόμενων ανισοτήτων σε ένα θεσμικό χώρο και αμβλυνόμενων σε έναν άλλο. Σε αυτή την «υβριδική κατάσταση» η ανάλυση του Μπόμπιο δεν μας βοηθάει. Πιο συγκεκριμένα, αν ισότητα είναι ο κοινός παρανομαστής όλων των αγώνων της αριστεράς, πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κόμματα ή κυβερνήσεις που μειώνουν τις κοινωνικές ανισότητες χρησιμοποιώντας αυταρχικά μέσα, μέσα που εντείνουν τις πολιτικές ανισότητες μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων;
Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τον περονισμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Περόν ακολούθησε μια αριστερή κοινωνική πολιτική. Μείωσε τις κοινωνικές ανισότητες μεταφέροντας συστηματικά πόρους από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Συγχρόνως όμως για να πετύχει αυτή την αναδιανομή χρησιμοποίησε αυταρχικά μέσα όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις δημοκρατικές διαδικασίες εν γένει, αλλά και σε ό,τι αφορά την αυτονομία των συνδικάτων. Κατά έναν τυπικά λαϊκιστικό και πατερναλιστικό τρόπο, κινητοποίησε το «λαό του» ενάντια σε έναν «κατεστημένο» καταργώντας με διάφορους τρόπους τις νομιμοποιητικές διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και κάτι παρόμοιο βλέπουμε περνώντας από τον «περονισμό» στον πιο πρόσφατο «τσαβισμό». Και σε αυτή την περίπτωση παρατηρούμε μια σημαντική μεταφορά πόρων προς τα κάτω. Η απόλυτη φτώχεια μειώθηκε και το κοινωνικό κράτος έφτασε στην περιφέρεια, σε αυτούς που ήταν αποκλεισμένοι από τα ευεργήματα του πετρελαϊκού πλούτου της Βενεζουέλας. Την ίδια στιγμή όμως η ανακατανομή πόρων επιτεύχθηκε με έναν αυταρχικό, «βοναπαρτικό» τρόπο, εντείνοντας τις πολιτικές ανισότητες και υποσκάπτοντας βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς. Μπορεί κάποιος βέβαια να προτιμά την άμβλυνση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων, ακόμα και αν αυτή οδηγεί στην ένταση των πολιτικών. Αλλά είναι αναγκαίο να κάνουμε σαφή το διαχωρισμό μεταξύ των δύο αν θέλουμε να αποφύγουμε τη γενικευμένη σύγχυση.
Με βάση τα δύο παραπάνω παραδείγματα είναι προφανές πως η μονοδιάσταση θέση του Μπόμπιο πως είτε είναι αριστερό είτε δεξιό ένα κόμμα η καθεστώς, δεν βοηθάει τον ερευνητή να αναλύσει υβριδικές καταστάσεις. Υπάρχει τρόπος να διατηρήσουμε τη διάκριση εννοιολογώντας το δίπολο αριστερά-δεξιά κατά ένα διαφορετικό τρόπο, έναν τρόπο που δεν καταργεί αλλά συμπληρώνει τη θεώρηση του Μπόμπιο; Νομίζω πως ναι.
Μάρσαλ: Η σταδιακή εξάπλωση των δικαιωμάτων προς την κοινωνική βάση
Α) Όπως έχει ήδη λεχθεί, η διάκριση αριστερά-δεξιά ανάγεται στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Από αυτή τη σκοπιά, συνδέεται άμεσα με τη νεωτερικότητα: με ένα είδος κοινωνικής οργάνωσης που κυριάρχησε στην Δύση μετά τη βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία και την πολιτική επανάσταση του 1789 στην Γαλλία. Από μια λιγότερο πολιτισμική και περισσότερο κοινωνικοδομική προσέγγιση, ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας είναι η σταδιακή έκλειψη της μη διαφοροποιημένης παραδοσιακής κοινότητας και η μαζική κινητοποίηση και ένταξη του πληθυσμού σε αυτό που ο Μπένεντικτ Άντερσον (1994) έχει αποκαλέσει «φαντασιακή κοινότητα» του κράτους έθνους.
Αυτή η ένταξη στο εθνικό κέντρο μπορεί να πάρει και αυτόνομες αλλά και ετερόνομες μορφές. Στην πρώτη περίπτωση παρατηρούμε τη διάχυση δικαιωμάτων (πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών) από το επίπεδο των ελίτ σε αυτό των μη ελίτ. Στη δεύτερη περίπτωση, η πλειοψηφία του πληθυσμού εντάσσεται στις διαφοροποιημένες θεσμικές σφαίρες του κράτους έθνους αλλά χωρίς την ευρεία διάχυση δικαιωμάτων. Όπως στην περίπτωση της Πρωσίας στο 19ο αιώνα, ο πληθυσμός εντάσσεται στο κέντρο σε ό,τι αφορά τον εθνικό στρατό, την παιδεία κτλ. αλλά μένει «εκτός» σε ό,τι αφορά τα πολιτικά/δημοκρατικά δικαιώματα. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια διαδικασία αυταρχικού εκσυγχρονισμού. Από την άλλη μεριά, στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας κατά την ίδια περίοδο παρατηρούμε διαδικασίες δημοκρατικού εκσυγχρονισμού, διαδικασίες που οδηγούν στην εξάπλωση δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα.
Β) Την εξάπλωση δικαιωμάτων προς την κοινωνική βάση την έχει περιγράψει με ενδιαφέρον τρόπο ο εκλιπών διάσημος βρετανός κοινωνιολόγος T.H. Marshall. Ο τελευταίος βάσισε την ανάλυσή του σε μια εξελικτική θεωρία της νεωτερικότητας. Κατά τον Μάρσαλ το κίνημα για την εξάπλωση δικαιωμάτων «προς τα κάτω» ξεκίνησε ήδη στο 17ο αιώνα. Στην περίοδο αυτή όμως λόγω της «συγχώνευσης» (δηλ. της μη διαφοροποίησης) των διάφορων θεσμικών χώρων, τα δικαιώματα ήταν και αυτά μη διαφοροποιημένα (1964: 73). Μόνο κατά το 18ο και 19ο αιώνα, όταν οι θεσμοί διαφοροποιήθηκαν, διακρίνουμε μια διαδικασία διαχωρισμού των δικαιωμάτων ‒ διαδικασία κατά την οποία κάθε κατηγορία δικαιωμάτων (ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά) αρχίζει να προσλαμβάνει τη δική της λογική και δυναμική τροχιά.
Πρώτα αναπτύχθηκαν οι ατομικές πτυχές της ιδιότητας του πολίτη. Τα ατομικά δικαιώματα που είχαν σχέση με την ιδιοκτησία, την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Αυτά τα δικαιώματα σταδιακά κατεδάφισαν τις φεουδαρχικές αρχές της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και καθιέρωσαν σε πιο σταθερή βάση την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου. Επομένως, είναι στη σφαίρα του δικαίου και ιδιαίτερα στην αρένα των δικαστηρίων που διαπιστώνουμε την πρώτη στροφή από τον «υπήκοο» στον «πολίτη», από μια κατάσταση κατά την οποία διαφορετικοί νόμοι και δικαστικές διαδικασίες ίσχυαν για διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, σε μια κατάσταση όπου όλοι ήταν ίσοι ενώπιον των κυριότερων νομικών κωδίκων της εθνικής κοινότητας.
Το δεύτερο βήμα προς μια «αποφεουδαρχημένη» κοινότητα πολιτών συντελέστηκε στο 19ο αιώνα με την εξάλειψη περιορισμών σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος της ψήφου και της εκλογής στο Κοινοβούλιο. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτής περιόδου η έμφαση μετατοπίστηκε από τη δικαστική σφαίρα στη νομοθετική, καθώς η πολιτική συμμετοχή αυξήθηκε και ενοποιήθηκε η κοινότητα των πολιτών όχι μόνο σε μια νομική αλλά και σε μια πολιτική βάση.
Τέλος, σύμφωνα με τον Μάσραλ, η τρίτη μεγάλη πρόοδος στην πορεία συγκρότησης μιας ενοποιημένης κοινότητας των πολιτών (civic community) συντελέστηκε τον 20ο αιώνα με την ανάπτυξη των κοινωνικών δικαιωμάτων ‒ το δικαίωμα του καθένα για αξιοπρεπή παιδεία, υγειονομική περίθαλψη και φροντίδα για τα γηρατειά. Κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής η θεσμική εστίαση μετακινήθηκε πάλι, αυτή τη φορά όμως από την πολιτική στην κοινωνική σφαίρα, καθώς αποτέλεσε αντανάκλαση της μαζικής ανάπτυξης σχολείων, νοσοκομείων, κοινοτικών κέντρων παροχής υγειονομικής περίθαλψης κτλ. Η θέσπιση κοινωνικών δικαιωμάτων αποτελεί κίνηση, αν και διστακτική, από την τυπική προς την ουσιαστική ισότητα, από τις ταξικές ανισότητες στη σχετική ισότητα των ατόμων ως πολιτών. Διότι, ενώ οι ταξικές ανισότητες εύκολα υπονομεύουν και την ισότητα έναντι του νόμου και την αρχή της ισότητας της ψήφου, η εξάπλωση των κοινωνικών δικαιωμάτων δίνει περισσότερη υπόσταση και νόημα στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Διασφαλίζει ότι η νομική και πολιτική συμμετοχή του λαού στην κοινότητα των πολιτών δεν αποτελεί μια απλή τυπική διαδικασία.
Φυσικά, το γεγονός αυτό δε σημαίνει ότι η ανάπτυξη των κοινωνικών πτυχών της ιδιότητας του πολίτη εξαλείφει τις ταξικές ανισότητες. Αυτό που σημαίνει είναι ότι υπάρχει πλέον μια καλύτερη, πιο στέρεα ισορροπία μεταξύ της αρχής της ισότητας/αλληλεγγύης, όπως εκφράζεται με την έννοια της ιδιότητας του πολίτη, και της ταξικής αρχής της ανισότητας/ανταγωνισμού (1964: 84). Με άλλα λόγια, υπό καπιταλιστικές συνθήκες, τα δικαιώματα των πολιτών δεν μπορούν να εξαλείψουν τις ταξικές ανισότητες, μπορούν όμως να μετριάσουν τις χειρότερες υπερβολές τους.
Μπορεί μεν ο Μάρσαλ να περιγράφει τα ευρύτερα μακρο-στάδια στη συγκρότηση της κοινότητας των πολιτών στο Ηνωμένο Βασίλειο, ποιοι είναι όμως οι βασικοί μηχανισμοί που εξηγούν έναν τέτοιο μετασχηματισμό; Ως προς το ερώτημα αυτό, τα κείμενα του Μάρσαλ είναι λιγότερο διαφωτιστικά. Είναι σαφές, ότι κύριος στόχος του ήταν να δώσει μια λεπτομερή περιγραφή μάλλον παρά μια εξήγηση του μετασχηματισμού αυτού. Στο βαθμό όμως που αναφέρεται στους μηχανισμούς μετασχηματισμού, η οπτική του γωνία είναι αυτή του φορέα δράσης. Η εξάπλωση των δικαιωμάτων έχει σχέση με συλλογικούς φορείς δράσης και τους αγώνες τους. Για παράδειγμα, οι κοινωνικές πτυχές της ιδιότητας του πολίτη δεν θα είχαν καταστεί δυνατές χωρίς την πρότερη απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων που επέτρεψαν στα λαϊκά στρώματα να οργανωθούν πολιτικά. Επιπλέον, μόνο όταν τα ατομικά δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι ασκήθηκαν συλλογικά (με τη δημιουργία μαζικών εργατικών συνδικάτων και κομμάτων) δημιουργήθηκε η δυνατότητα κράτους πρόνοιας (1964: 111).
Γ) Η θεωρία του Μάρσαλ έχει μεν έναν εξελικτικό χαρακτήρα αλλά δεν είναι ντετερμινιστική. Δεν υπονοεί πως σε όλες τις νεωτερικές κοινωνίες η πορεία των δικαιωμάτων θα ακολουθήσει τον τύπο της δημοκρατικής εξέλιξης που ακολούθησε η Μεγάλη Βρετανία. Αν λάβουμε υπόψη μας τη διάκριση μεταξύ δημοκρατικού και αυταρχικού εκσυγχρονισμού που ανέφερα πιο πάνω, είναι προφανές πως όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και σήμερα, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα, βλέπουμε βήματα προς τα μπρος αλλά και βήματα προς τα πίσω. Βλέπουμε επίσης, σε μια συγκεκριμένη χώρα, πρόοδο σε έναν τύπο δικαιωμάτων και μη πρόοδο ή και οπισθοχώρηση σε έναν άλλο τύπο.
Αν πάρουμε σαν παράδειγμα την ανάπτυξη του καπιταλισμού σε μερικές ασιατικές χώρες, βλέπουμε έναν τύπο συνάρθρωσης πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων που είναι πολύ διαφορετικός και από το δυτικοευρωπαϊκό και από αυτόν της πλειοψηφίας των χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Για παράδειγμα, στην Νότια Κορέα (όπως και στην Ταιβάν) την ταχεία ανάπτυξη ξεκίνησε μια στρατιωτική χούντα με τη βοήθεια τεχνοκρατών. Τα συνδικάτα δεν είχαν καμιά αυτονομία, τα κόμματα εξουδετερώθηκαν και οι πολίτες δεν είχαν το δικαίωμα της ψήφου. Από την άλλη μεριά όμως η ταχεία ανάπτυξη, όχι μόνο μείωσε σημαντικά την απόλυτη φτώχεια, αλλά και οδήγησε στη διάχυση του παραγόμενου πλούτου προς τα κάτω. Το γενικό βιοτικό επίπεδο και ο μέσος όρος ζωής αυξήθηκε, ενώ συγχρόνως παρατηρούμε τη δημιουργία μιας μεσαίας τάξης που πίεσε για το άνοιγμα του πολιτικού συστήματος, για το πέρασμα από τη δικτατορία σε ένα λιγότερο αυταρχικό καθεστώς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το σύστημα παραμένει σε πολλά σημεία αυταρχικό, αλλά με τον κοινοβουλευτισμό παρατηρούμε μια σειρά πολιτικών δικαιωμάτων που δεν υπήρχαν στη δικτατορική περίοδο. Άρα, σε αυτή την περίπτωση, παρατηρούμε την εντυπωσιακή καλυτέρευση των κοινωνικών συνθηκών πριν από την ανάπτυξη πολιτικών δικαιωμάτων.
Κάτι παρόμοιο βλέπουμε σήμερα στο πλαίσιο του αυταρχικού εκσυγχρονισμού της Κίνας. Το καπιταλιστικό άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας και η ένταξή της στις παγκόσμιες αγορές δεν οδήγησε, για τη στιγμή, στο δημοκρατικό άνοιγμα του πολιτικού συστήματος. Η κυριαρχία του κομμουνιστικού κόμματος, παρ' όλους τους σχετικούς τριγμούς παραμένει αλώβητη. Από την άλλη μεριά όμως, η ραγδαία καπιταλιστική ανάπτυξη της Κίνας οδήγησε στην εκπληκτική μείωση της απόλυτης φτώχειας. Έβγαλε από την πλήρη εξαθλίωση πάνω από 650 εκατομμύρια κινέζων, κυρίως στον πρωτογενή τομέα. Ανθρώπων που πέρα από τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, πέθαιναν κυριολεκτικά από την πείνα όταν η σοδειά ήταν κακή. Από αυτή τη σκοπιά ο κινεζικός καπιταλισμός δεν έδωσε πολιτικά αλλά κοινωνικά δικαιώματα. Έδωσε σε ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας όχι μόνο το δικαίωμα της οριακής διαβίωσης αλλά και το πιο βασικό δικαίωμα στην επιβίωση όταν οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες ‒ και αυτό παρ' όλες τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες που η ραγδαία ανάπτυξη επέφερε (κυρίως στον αστικό χώρο).
Τέλος, δεν είναι απίθανο οι μεσαίες τάξεις που ο κινεζικός καπιταλισμός δημιούργησε να πιέσουν, όπως και στην Νότια Κορέα, στο σταδιακό άνοιγμα του πολιτικού συστήματος, δηλαδή στη σταδιακή διάχυση πολιτικών δικαιωμάτων προς την κοινωνική βάση. Αν έτσι έχουν τα πράγματα η συστηματική κριτική της Δύσης για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην κινεζική επικράτεια είναι μονόπλευρη. Αγνοεί τα κοινωνικά επιτεύγματα/δικαιώματα και επικεντρώνεται στην έλλειψη πολιτικών δικαιωμάτων.
Συμπερασματικά: με βάση τη θεωρία της νεωτερικότητας και τη σχέση της με τη μαζική ένταξη του πληθυσμού στο έθνος κράτος, μπορούμε να αναδιατυπώσουμε τη διάκριση αριστερά-δεξιά κατά τρόπο που να είναι χρήσιμη και σήμερα. Η αριστερά είχε και εξακολουθεί να έχει σαν στόχο τη σχετικά αυτόνομη ένταξη του πληθυσμού στο εθνικό κέντρο. Δηλαδή τη διάχυση πολιτικών αλλά και κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα. Από την άλλη μεριά η δεξιά έχει τον αντίθετο στόχο: την ετερόνομη ένταξη του πληθυσμού στο έθνος κράτος, την ένταξη χωρίς δικαιώματα, δηλαδή την ένταξη χωρίς την άμβλυνση των κοινωνικών και πολιτικών ανισοτήτων. Από την παραπάνω σκοπιά, μερικά κόμματα ή κυβερνήσεις έχουν έναν υβριδικό χαρακτήρα. Έχουν και αριστερές και δεξιές στρατηγικές.
Γκίντενς: Πέρα από την αριστερά και δεξιά
Α) Οι απόψεις του Γκίντενς πάνω στα κρίσιμα ζητήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες μας έχουν ως θεωρητικό υπόβαθρο ένα ιδεοτυπικό μοντέλο τριών σταδίων. Αυτό επιχειρεί να διερευνήσει πώς μερικές πλευρές της κοινωνικής οργάνωσης, του πολιτισμού και της προσωπικότητας αλλάζουν καθώς οι κοινωνίες προχωρούν από μια παραδοσιακή φάση σε μια φάση πρώιμης και τελικά ύστερης νεωτερικότητας.
Σε παραδοσιακές καταστάσεις κώδικες με τυποποιημένες «αλήθειες» καθορίζουν αυστηρά το περιθώριο λήψης αποφάσεων του ατόμου. Από πρακτικές αποφάσεις που αφορούν τον γάμο, το μέγεθος της οικογένειας και την καθημερινή συμπεριφορά ως εκείνες που άπτονται θεμελιωδών υπαρξιακών προβλημάτων ζωής ή θανάτου, η παράδοση παρέχει συνταγές δράσης τις οποίες τα άτομα ακολουθούν λίγο-πολύ αυτόματα. Στην πρώιμη νεωτερικότητα, από την άλλη πλευρά, οι παραδοσιακές βεβαιότητες αντικαθίστανται από «συλλογικές». Η προοδευτικότητα (η πίστη του Διαφωτισμού στην απεριόριστη τελειοποίηση του ανθρώπου και της κοινωνίας), η συλλογική ταξική οργάνωση, η ταύτιση με το έθνος και την πατρίδα ‒ όλοι αυτοί οι μηχανισμοί δρουν στην πρώιμη νεωτερικότητα με τρόπο που προσομοιάζει αρκετά με αυτόν της παράδοσης. Παρέχουν στα κοινωνικά μέλη ένα νόημα για τη ζωή και καθαρές κατευθυντήριες γραμμές που μειώνουν δραστικά τα πεδία όπου πρέπει να ληφθούν αποφάσεις.
Με την παγκοσμιοποίηση ωστόσο τόσο οι παραδοσιακές όσο και οι συλλογικές βεβαιότητες υποχωρούν ή εξαφανίζονται. Η υπέρβαση της παραδοσιακής κοινωνίας δημιουργεί μια κατάσταση όπου οι ρουτίνες χάνουν τη σημασία τους και την αναμφισβήτητη ηθική τους βαρύτητα. Δημιουργεί μια κατάσταση όπου τα άτομα δεν μπορούν να καταφύγουν ούτε σε παραδοσιακές αλήθειες ούτε σε συλλογικές ιδεολογίες όταν λαμβάνουν αποφάσεις στην καθημερινή τους ζωή. Στερημένοι από την παραδοσιακή ή συλλογική καθοδήγηση καλούνται, με άλλα λόγια, να χειριστούν «κενά πεδία». Από το αν θα παντρευτούν ή όχι και το αν θα κάνουν ή όχι παιδιά μέχρι του ποιο τρόπο ζωής να υιοθετήσουν και τί είδους ταυτότητα να πλάσουν (ακόμη και τί είδους φυσική εμφάνιση να θέσουν ως στόχο μέσω δίαιτας, αισθητικής, χειρουργικής κτλ.) σε όλες αυτές τις περιοχές το άτομο πρέπει να είναι ιδιαιτέρως αναστοχαστικό, πρέπει να κατασκευάσει τη δική του «βιογραφία». Αυτό σημαίνει ότι ο νέος ατομισμός που διαδίδεται ταχύτατα σήμερα έχει πολύ λιγότερο να κάνει με εγωισμό και περισσότερο με αναστοχασμό, με το γεγονός ότι έχουμε περάσει από «απλές» σε «αναστοχαστικές» μορφές εκσυγχρονισμού (1991).
Για τον Γκίντενς η διάκριση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς λειτουργούσε ως μια βασική οργανωτική αρχή στην πολιτική της πρώιμης νεωτερικότητας. Ωστόσο, ενόψει των εξελίξεων στον τομέα του αναστοχαστικού εκσυγχρονισμού, χρειάζεται κριτική επανεξέταση των δύο αυτών όρων. Ο Γκίντενς αρχίζει την ανάλυσή του αποδεχόμενος εν μέρει την άποψη του Μπόμπιο πως παρότι ο ορισμός της αριστεράς και της δεξιάς αλλάζει ανάλογα με το πλαίσιο, ένα θέμα που υπογραμμίζει όλες τις τομές αριστεράς-δεξιάς είναι αυτό της ισότητας: η αριστερά θέλει να προωθήσει την ισότητα, ενώ η δεξιά αντιτίθεται σε αυτήν. Ο άγγλος κοινωνιολόγος θεωρεί πως η άποψη του Μπόμπιο, παρότι βασικά σωστή, χρήζει δύο τροποποιήσεων.
Πρώτον, ο κύριος στόχος της αριστερής πολιτικής δεν είναι η ισότητα ως αυτοσκοπός. Η ισότητα είναι σημαντική διότι είναι μια αναγκαία (αν και όχι επαρκής) προϋπόθεση για μια ποικιλία σκοπών και αξιών στους οποίους στοχεύει η αριστερά, σκοπών όπως η εξαφάνιση της φτώχειας, η κοινωνιακή συνοχή, η αυτοεκπλήρωση και, ακόμη, η οικονομική ανάπτυξη. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι καλύτερα να συνδέσουμε την έννοια της αριστεράς με τη χειραφέτηση μάλλον παρά με την ισότητα, με τη χειραφέτηση όλων των πολιτών από τη φτώχεια, την πολιτική τυραννία, τις κοινωνικές διακρίσεις και την πολιτισμική χειραγώγηση.
Δεύτερον και πολύ σημαντικό, η διάκριση αριστερά-δεξιά, ακόμη και όταν εκφράζεται με όρους χειραφέτησης, είναι πολύ περιοριστική. Εστιάζεται σε αυτό που ο Βέμπερ αποκαλούσε «ευκαιρίες ζωής» (life chances) ‒ ή, για να χρησιμοποιήσουμε τη θεωρία του Μάρσαλ, εστιάζεται σε αγώνες για τη διάδοση των αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στα λαϊκά στρώματα. Στον αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό όμως οι πολιτικές ευκαιριών ζωής αντικαθίστανται σταδιακά από «πολιτικές ζωής» (life politics). Ο Γκίντενς αντιλαμβάνεται τις πολιτικές ζωής ως πολιτικές που σχετίζονται λιγότερο με την ισότητα ή τη χειραφέτηση και περισσότερο με το πώς θα πρέπει κανείς να οργανώσει τη ζωή του σε ένα πλαίσιο ραγδαίας υπέρβασης της παραδοσιακής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, έχει να κάνει με την κατασκευή ταυτοτήτων, με αντιθετικούς τρόπους ζωής, με το κατά πόσον η εργασία θα πρέπει ή όχι να εξακολουθήσει να είναι η βασική οργανωτική αρχή της ζωής μας, με αμφιλεγόμενες πρακτικές, όπως η άμβλωση, η εξωσωματική γονιμοποίηση, η γενετική μηχανική κτλ.
Με δεδομένη αυτή τη μετάβαση από τον προβληματισμό της «χειραφέτησης» στον προβληματισμό των «πολιτικών ζωής» οι παλαιές διαμάχες (π.χ. καπιταλιστές έναντι εργατών) έχουν σταδιακά λιγότερη βαρύτητα από τις διαμάχες της ύστερης νεωτερικότητας. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί τη δυνατότητα σφυρηλάτησης νέων συμμαχιών, νέων κοινωνικών συμφωνιών που διαπερνούν τους συμβατικούς ταξικούς διαχωρισμούς. Αν πάρουμε υπόψη μας τα παραπάνω, το να υπερκεράσουμε το χάσμα αριστερά-δεξιά δεν οδηγεί στη μετανεωτερική θέση που πρεσβεύει ότι αυτοί οι όροι δεν έχουν νόημα. Η υπερκέραση σημαίνει απλώς ότι οι όροι δεν ισχύουν πλέον για τις εμφανιζόμενες νέες πολιτικές που έχουν πολύ περισσότερο να κάνουν με τρόπους ζωής από ό,τι με θέματα αναδιανομής.
Από αυτή την οπτική γωνία θα επιχειρηματολογήσω ότι θέματα ταυτότητας, πολλαπλότητας τρόπων ζωής κτλ. δεν βρίσκονται πέραν αλλά αποτελούν αναπόσπαστα μέρη των χειραφετικών πολιτικών. Θεωρώ πως στην περίοδο του αναστοχαστικού εκσυγχρονισμού η διάκριση αριστερά-δεξιά (παρότι, φυσικά, αλλάζει διαρκώς μορφή) είναι εξίσου σχετική όσο και στην εποχή της απλής ή πρώιμης νεωτερικότητας.
Β) Η θεωρία του Γκίντενς περί «υπέρβασης» της διάκρισης αριστερά-δεξιά παρουσιάζει δύο βασικές αδυναμίες. Η πρώτη έχει να κάνει με την ιδέα πως τα προβλήματα που σχετίζονται με ευκαιρίες ζωής είναι ποιοτικά διαφορετικά από αυτά των πολιτικών ζωής. Αυτό είναι αμφισβητήσιμο. Τα δεύτερα έχουν να κάνουν με την ισότητα όσο και τα πρώτα. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με δικαιώματα. Στην περίπτωση των πολιτικών δικαιωμάτων, η αριστερά παλεύει για τον παραπέρα εκδημοκρατισμό, δηλαδή για τη μείωση ανισοτήτων μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων.
Στην περίπτωση της εξάπλωσης κοινωνικών δικαιωμάτων, οι αγώνες της αριστεράς στοχεύουν στη δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας που θα αμβλύνει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Τέλος, στην περάτωση των «πολιτικών ζωής» η αριστερά παλεύει για την άμβλυνση ανισοτήτων στον πολιτισμικό χώρο: ανισοτήτων μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων, μεταξύ αυτών που ακολουθούν συμβατικούς και αυτών που ακολουθούν μη συμβατικούς (αλλά νόμιμους) τρόπους ζωής, μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων εθνοτικών ομάδων κτλ. Με δυο λόγια, η αριστερά μάχεται για τη μείωση των ανισοτήτων όχι μόνο στον πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό αλλά και στον πολιτισμικό χώρο. Από αυτή την άποψη δεν υπάρχει ασυνέχεια αλλά συνέχεια μεταξύ δικαιωμάτων που σχετίζονται με «ευκαιρίες ζωής» και αυτών που σχετίζονται με «πολιτικές ζωής». Άρα η διάκριση αριστερά-δεξιά παραμένει χρήσιμη και στην περίοδο της ύστερης νεωτερικότητας. Όπως υποστηρίζει ο Μπόμπιο, το δίπολο αριστερά-δεξιά αλλάζει μεν ανάλογα με το χωροχρονικό πλαίσιο αλλά το βασικό χαρακτηριστικό της ισότητας παραμένει.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, τη δεύτερη κύρια θέση του Γκίντενς πως διαμάχες που συνδέονται με πολιτικές ζωής παίζουν σήμερα κυριότερο ρόλο από αυτές που σχετίζονται με ευκαιρίες ζωής, και εδώ υπάρχει μια βασική αδυναμία. Η παραπάνω θέση υπονοεί πως το πέρασμα από τις πρώτες στις δεύτερες είναι μη αναστρέψιμο. Αυτό δεν ευσταθεί. Ο βρετανός κοινωνιολόγος καθώς και πολλοί άλλοι αναλυτές δεν σταθμίζουν σωστά την άρθρωση μεταξύ κοινωνικοοικονομικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων. Δεν λαμβάνουν υπόψη τους πως στη νεωτερικότητα η άρθρωση αυτή συνδέεται άμεσα με το χρόνο, και πιο συγκεκριμένα με τον οικονομικό κύκλο. Έτσι, όταν ο Γκίντενς δημοσίευσε το Πέρα από την Αριστερά και την Δεξιά οι ευρωπαϊκές οικονομίες είχαν μια ανοδική τροχιά. Αυτή διακόπηκε απότομα λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξεκίνησε το 2008.
Στη σημερινή οικονομική συγκυρία της άγριας λιτότητας, της μαζικής ανεργίας (κυρίως των νέων) και της συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας τα κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα αναδιανομής παίζουν ξανά πολύ πιο σημαντικό ρόλο από τα πολιτιστικά. Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων για παράδειγμα ενδιαφέρεται περισσότερο για την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους και λιγότερο για εναλλακτικούς, τρόπους ζωής, τη νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων ή για το δικαίωμα στην έκτρωση σε χώρες που είναι παράνομη κτλ. Με άλλα λόγια, η νέα γενιά στην τωρινή συγκυρία παλεύει για το δικαίωμα στην εργασία, στην υγειονομική περίθαλψη και στην αποφυγή του κοινωνικού αποκλεισμού. Ενδιαφέρεται λιγότερο για τις «πολιτικές ζωής» στις οποίες ο Γκίντενς εκτενώς αναφέρεται.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως προβληματισμοί γύρω από τις ταυτότητες, την πολυπολιτισμικότητα, την ανάγκη ενδυνάμωσης της ισότητας μεταξύ φύλων ή αυτή της καταπολέμησης του ρατσισμού κτλ. δεν είναι σημαντικοί ‒ αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, γιατί συνδέονται με τις ριζικές αλλαγές που η ολική διαφοροποίηση θεσμών έχει επιφέρει στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας. Η ολική διαφοροποίηση ρόλων και θεσμών οδηγεί αναπόφευκτα στην ευρεία εξατομίκευση και στην αναστοχαστικότητα. Οδηγεί σε μια κατάσταση όπου οι ταυτότητες του υποκειμένου (στον οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό θεσμικό χώρο) πολλαπλασιάζονται. Όπως κάθε ταυτότητα που συνδέεται με ένα διαφοροποιημένο θεσμικό χώρο αποκτά μια σχετική αυτονομία σε σχέση με τις άλλες ταυτότητες, εμφανίζεται ένα πρόβλημα συντονισμού των διάφορων ταυτοτήτων. Αυτού του είδους οι διαδικασίες εξατομίκευσης που δεν αφορούν σήμερα αποκλειστικά τις ελίτ τονίζουν τη σημασία των πολιτιστικών δικαιωμάτων. Παρόλα αυτά, όπως ήδη ανέφερα, η σχέση μεταξύ πολιτικοκοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων δεν είναι σχέση υπέρβασης αλλά επέκτασης. Επιπλέον, ανάλογα με τη συγκυρία τα πρώτα μπορούν να απασχολούν τα υποκείμενα περισσότερο από τα δεύτερα και αντίστροφα.
Συμπέρασμα
i) ‒ Σήμερα πολλοί θεωρούν τη διάκριση αριστερά-δεξιά ξεπερασμένη. Ο Μπόμπιο απορρίπτει αυτή τη θέση και υποστηρίζει πως το δίπολο αριστερά-δεξιά παραμένει χρήσιμο αν συνδέσουμε την έννοια της αριστεράς με αυτή της ισότητας. Οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις μάχονται για μεγαλύτερη ισότητα ενώ οι δεξιές για τη διατήρηση ή και ενίσχυση των ανισοτήτων.
‒ Το παρόν κείμενο υποστηρίζει πως η βασική αδυναμία της θεωρίας του Μπόμπιο είναι πως βλέπει τις έννοιες αριστερά-δεξιά ως αμοιβαία αποκλειόμενες ‒ ένα κόμμα για παράδειγμα είτε είναι αριστερό είτε δεξιό. Αυτή η διχοτομική προσέγγιση αδυνατεί να αναλύσει «υβριδικές» περιπτώσεις όπου μια πολιτική δύναμη χαρακτηρίζεται από αριστερές πολιτικές (π.χ. μείωση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων) και συγχρόνως από δεξιές (ένταση των πολιτικών ανισοτήτων).
‒ Ένας τρόπος επίλυσης της παραπάνω δυσκολίας είναι να περάσουμε από τη φιλοσοφο-αναλυτική προσέγγιση του Μπόμπιο σε μια πιο μακροϊστορική. Αν θεωρήσουμε πως το πιο καθοριστικό δομικό χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας είναι η σταδιακή έκλειψη της παραδοσιακής κοινότητας και η μαζική κινητοποίηση και ένταξη του πληθυσμού στο κράτος-έθνος, τότε παρατηρούμε πως αυτή η ένταξη μπορεί να πάρει αυτόνομες ή ετερόνομες μορφές. Στην πρώτη περίπτωση, δικαιώματα (αστικά, πολιτικά, κοινωνικά) διαχέονται σταδιακά προς τα λαϊκά στρώματα. Στη δεύτερη έχουμε αυταρχική ένταξη, δηλαδή ένταξη χωρίς διάχυση δικαιωμάτων προς τα λαϊκά στρώματα. Από αυτή τη σκοπιά, η αριστερά αγωνίζεται για μια αυτόνομη ενώ η δεξιά για μια ετερόνομη είσοδο του πληθυσμού στο εθνικό κέντρο.
‒ Όσο για το πρόβλημα των υβριδικών περιπτώσεων, αυτό επιλύεται αν παραδεχθούμε πως η ισότητα έχει πολλές διαστάσεις που δεν αλλάζουν πάντα προς την ίδια κατεύθυνση. Μια πολιτική δύναμη μπορεί να έχει μια προοδευτική, αριστερή πολιτική σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα και συγχρόνως μια αυταρχική, δεξιά σε ό,τι αφορά τα πολιτικά δικαιώματα.
ii) ‒ Ο Μάρσαλ, στη βάση μιας μακροϊστορικής προσέγγισης της εξέλιξης των δικαιωμάτων στην Μεγάλη Βρετανία, δείχνει έμπρακτα πως αστικά, στη συνέχεια πολιτικά και τέλος κοινωνικά δικαιώματα πέρασαν από το επίπεδο των ελίτ σε αυτό των μη ελίτ.
‒ Η θεώρηση της νεωτερικότητας σαν ένταξη στο έθνος-κράτος και η ανάλυση του Μάρσαλ που εστιάζει στη σταδιακή διάχυση δικαιωμάτων προς την κοινωνική βάση προσφέρουν εννοιολογικά εργαλεία που βοηθούν να επιλύσουμε τα προβλήματα που η θεωρία του Μπόμπιο δημιουργεί.
iii) ‒ Τέλος, ο Γκίντενς θεωρεί πως η έννοια της αριστεράς ήταν χρήσιμη στην πρώιμη νεωτερικότητα όταν κυριαρχούσαν οι ταξικοί αγώνες για την ανακατανομή πόρων. Είναι λιγότερο χρήσιμη στην ύστερη, «αναστοχαστική» νεωτερικότητα όπου οι διαμάχες έχουν να κάνουν περισσότερο με προβλήματα κατασκευής ταυτοτήτων, με τον πολλαπλασιασμό των επιλογών σε ό,τι αφορά εναλλακτικούς και συχνά αντιφατικούς τρόπους ζωής, με την πολυπολιτισμικότητα κτλ. Έχουν, επίσης, να κάνουν με ηθικοφιλοσοφικά προβλήματα όπως το δικαίωμα στην έκτρωση, στην ευθανασία, στην τεχνητή γονιμοποίηση κτλ.
‒ Υποστηρίζω πως μπορούμε να δούμε τις παραπάνω διαμάχες ως αγώνες για τη διάχυση πολιτισμικών δικαιωμάτων. Άρα η διάκριση αριστερά -δεξιά δεν «υπερβαίνεται» αλλά προεκτείνεται από τους αριστερούς αγώνες για την προώθηση αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που ο Μάρσαλ μελέτησε, στα σημερινά πολιτισμικά δικαιώματα. Με άλλα λόγια, η διάκριση αριστερά-δεξιά, με την αναδιατύπωση της θεωρίας του Μπόμπιο που προτάθηκε πιο πάνω, παραμένει αναγκαία για την κατανόηση εξελίξεων όχι μόνο στην πρώιμη αλλά και στην τωρινή, παγκοσμιοποιημένη νεωτερικότητα.
Νίκος Μουζέλης
Ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας LSE
Βιβλιογραφικές αναφορές
Anderson, B. (1991). Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism. London: Verso.
Bobbio, N. (1987). The Future of Democracy: A Defence of the Rules of the Game. Cambridge: Polity.
Bobbio, N. (2013). Δεξιά και Αριστερά. Αθήνα: Πόλις.
Giddens, A. (1994). Beyond Left and Right: The Future of Radical Politics. Cambridge: Polity.
Giddens, A. (1991). Modernity and Self-identity: Self and Society in the Late Modern Age. Cambridge: Polity Press.
Marshall, T.H. (1964). Class, Citizenship and Social Development. New York, Garden City: Doubleday.
Δημοσιεύτηκε στο metarithmisi.gr στις 7/5
Το καημένο το Μεσοπρόθεσμο 2015-18, όπως κατατέθηκε μεν στην Βουλή, αλλά δεν ψηφίζεται τελικώς πριν το "ιστορικό/προεκλογικό" Eurogroup της 5ης Μαΐου όπου θα τεθεί - με Ελληνική δε πρωτοβουλία - το ζήτημα ελάφρυνσης του μη-βιώσιμου χρέους έχει μεγαλύτερο, πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ' εκείνο που αρχικά φάνηκε. Από το άν, δηλαδή, υπάρχει και πόσο δημοσιονομικό κενό και πώς θα καλυφθεί για το 2015-16, απο το πώς διαμορφώνονται τα στοιχεία για δυο διαδοχικές διετίες (2015-16 και 2017-18), απο το πώς δεν θα υπάρξουν "νέα μέτρα" δημοσιονομικού χαρακτήρα, ακόμη-ακόμη απο το πώς θα διεκδικηθούν φορολογικές ελαφρύνσεις όπως π.χ. στον ΕΦΚ του πετρελαίου θέρμανσης ή την διατήρηση του συντελεστή 13% στην εστίαση απο το φθινόπωρο.
Αντίστοιχα, η διπλή "διόρθωση στόχευσης" του ΣΥΡΙΖΑ - κυρίως με τοποθετήσεις του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, αλλά και με προσπάθειες του εκπροσώπου Νίκου Παππά - που απο την μια κατεβάζει προσεκτικά τον πήχυ του τι μπορεί και πότε μπορεί να κάνει μια Συριζέϊκη διακυβέρνηση (ναι μεν θα επαναφέρει τους κατώτατους μισθούς στα 750 ευρώ και τις κατώτατες συντάξεις, όμως οι προσδοκίες για γενική επαναφορά στην "προ Μνημονίων" κατάσταση θα χρειαστεί να περιμένουν τόσο μια κλιμάκωση στον χρόνο όσο και την επαναφορά της οικονομίας...), ενώ απο την άλλη επαναπροσδιορίζει για μιαν ακόμη φορά το τι σημαίνει και τι όχι η διατύπωση "το ευρώ δεν είναι φετίχ" (περίπου: θα επιδιωχθεί επαναδιαπραγμάτευση, σοβαρή, σαφώς στα πλαίσια Ευρωζώνης - και βλέπουμε).
Μπορεί οι δυο πλευρές να είναι αδιανόητο να το παραδεχθούν, πάντως είναι αδύνατο να το καταλάβουν έτσι όπως βρίσκονται στην τελική ευθεία προεκλογικής περιόδου, όμως διεθνείς εξελίξεις τις φέρνουν σε μια πραγματική σύγκλιση στάσεων. Πώς αυτό; Δείτε:
Από την συζήτηση για βιωσιμότητα
του χρέους" νέας εποχής"...
Παρά την επιμελημένη τήρηση απορρήτου σχετικά με τον πυρήνα της συζήτησης των δυο "Σιδηρών Κυριών", Ανγκελας Μέρκελ και Κριστίν Λαγκάρντ, λίγο πριν τις Ευρωεκλογές/λίγο πριν και το Eurogroup της 5ης Μαΐου, υπάρχει η αίσθηση πως το ΔΝΤ και η Γερμανία (δηλαδή: η Ευρωζώνη) επιχειρούν να διαμορφώσουν ένα νέο δόγμα σχετικά με το τι θα θεωρείται εφεξής "βιώσιμο χρέος". Όχι, δεν είναι η Ελλάδα το αντικείμενο της συζήτησης αυτής, όσο κι αν η Ελληνική περίπτωση (με το χρέος στο 175% του διαλυμένου της ΑΕΠ, χάρις στην... επιτυχία των διαδοχικών προγραμμάτων διάσωσης) είναι η πιο χαρακτηριστική σε σύγκριση με Ιρλανδία-Ιταλία-Πορτογαλία-Ισπανία και βλέπουμε.
Όμως το ΔΝΤ (δηλαδή οι πέραν ΗΠΑ και Ευρώπης χώρες "που μετράνε": Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία, Μεξικό, Ν. Κορέα, αλλά και ... Ελβετία) έχει πρόβλημα με την βιωσιμότητα του χρέους επειδή βλέπει τα πράγματα κάπως πιο μακροπρόθεσμα απ' ότι ο εκλογικός κύκλος των Ευρωπαίων. Αλλά και οι ΗΠΑ έχουν τις δικές τους επιφυλάξεις, χάρις στις οποίες... βρίσκεται ακόμη η Ελλαδα σε περιβάλλον Ευρωζώνης. Μπορεί σήμερα να θεωρείται το γεγονός ότι η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία ξεπέρασαν την κρίση χρέους τους - και η Ιταλία δανείζεται με τα χαμηλότερα επιτόκια απο ιδρύσεως Ευρωζώνης - χάρις στην διεθνή πλημμυρίδα ρευστότητας που ανακατευθύνθηκε προς τις πλούσιες χώρες εγκαταλείποντας τις αναδυόμενες αγορές, όμως μια πιο ζυγιασμένη ανάγνωση δείχνει πως "ότι πέφτει, ξανανεβαίνει". Γι αυτό, ασκείται πίεση για μια μονιμότερη διευθέτηση των κρατικών χρεών απ' ό,τι με την (πειραματικά προτεινόμενη για την Ελλάδα) επιμήκυνση στην 50ετία - και συμπίεση των (κυμαινόμενων!...) επιτοκίων, απο το ιστορικά χαμηλά επίπεδα όπου βρίσκονται.
Απο την δική της πλευρά, η Ευρωζώνη (= η Γερμανία) επιμένει ότι περιθώρια για κούρεμα/OSI, δηλαδή ονομαστική μείωση των οφειλόμενων προς διεθνείς φορείς όπως ο ESFS, ήδη ESM ή προς Κράτη ή Κεντρικές Τράπεζες, δεν υπάρχουν. (Άλλωστε και το ΔΝΤ δεν δέχεται "δικό του" κόυρεμα, όχι;). Η επίκληση συνταγματικών κωλυμάτων όπως οι δισταγμοί του Bundesverfassungsgericht, ή κοινοβουλευτικών αρνήσεων όπως του Bundestag δεν είναι απέναντι στην διεθνή κοινότητα τόσο ασήκωτο βάρος όπως όταν επισείονται απέναντι στην Ελλάδα, ή άλλες χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης - όμως... πολιτικά υπάρχουν. Θα επιχειρηθεί μήπως η δημιουργία, με αφορμή την Ελληνική περίπτωση, μιας ιδιαίτερης κατηγορίας perpetual bonds, δηλαδή ομολόγων όχι απλώς εξαιρετικά μακροπρόθεσμων αλλά άληκτων χωρίς ημερομηνία λήξεως, σαν τα Βρετανικά consols παλαιότερων εποχών;
Και τι θα σήμαιναν παρόμοιες κινήσεις αναλαμβανόμενες σε μια φάση εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων; Τι θα σήμαιναν - προπαντός - για την ίδια την έννοια της εθνικής κυριαρχίας των χωρών που θα τα φορτώνονταν ως "λύση"; Τι θα σήμαιναν, ακόμη, για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που θα κληθεί, τελικά, να τα κουβαλήσει, να τα αξιολογήσει, να τα τιμολογήσει; Η οριστική έννοια της αποικίας χρέους, που τόσο άγαρμπα μπήκε στο πολιτικό λεξιλόγιο της Ελλάδας της κρίσης, δεν θα κινδύνευε να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο;
Πάντως, ας κρατήσουμε αυτήν την στιγμή ένα στοιχείο: μια διεθνής συζήτηση - σχηματικά: η συζήτηση Μέρκελ/Λαγκάρντ - θα πλανάται πάνω απο το τραπέζι του Eurogroup όταν, όπως έχει κατ' επανάληψιν διαρρεύσει/ειπωθεί/ήδη σχεδόν διατρανωθεί η Ελλάδα θα θέσει αυτοβούλως το θέμα της ελάφρυνσης του δικού της χρέους (σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της Κορυφής του Νοεμβρίου 2012, ήδη μετά το πρωτογενές πλεόνασμα και την "έξοδο στις αγορές, τα γνωστά) υπό την έννοια ακριβώς της επιμήκυνσης, συν της μείωσης των επιτοκίων (Δηλαδή, με τον Γιάννη Στουρνάρα να έχει αποδεχθεί το "Yannis, forget it!" του Βολφγκανγκ Σώϋμπλε για ενδεχόμενο ευθύ κούρεμα). Α, ναι, θα το σημειώσατε ότι διέρρευσε πως η Ελλάδα ίσως ζητήσει - πέραν της περικοπής των επιτοκίων - και μετάβαση σε καθεστώς σταθερών επιτοκίων στην συνολική ρύθμιση.
...στην επαναφορά της ενεργού ζήτησης
με αυξήσεις μισθών, τουλάχιστον
Αν αυτή η διεθνής ζύμωση υπόσχεται/απειλεί να οδηγήσει την συζήτηση για την βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους, μια άλλη μη-αναμενόμενη στροφή στην διεθνή ορθοδοξία θάξιζε επίσης να καταγραφεί. Αναφερόμαστε στην πρόσφατη δήλωση του Mark Carney, διοικητή της Bank of England, Καναδού που τον έφεραν στην ιστορική αυτή θέση οι Βρετανοί με διεθνή διαγωνισμό (άλλη μια ιδέα προς εισαγωγήν!), ο οποίος δήλωνε πρόσφατα ότι αν είναι να διατηρηθεί η ανάκαμψη - που στην Μεγάλη Βρετανία ξεκίνησε ήδη το 2013 - είναι απαραίτητες σημαντικές (substantial) μισθολογικές αυξήσεις!
Μουρμουρητά προξένησε διεθνώς μια τέτοια τοποθέτηση, προερχόμενη από κεντρικό Τραπεζίτη. Οσοι την σχολίασαν, την ανήγαγαν στην ανησυχία για αποπληθωρισμό - αν και η Μεγάλη Βρετανία ο τιμάριθμος βρίσκεται κοντά στο +2%, μ' εμάς π.χ. να προβλέπουμε γνήσια πτώση τιμών - 1% για το 2014.... Υπάρχει πράγματι το στερεότυπο οι κεντρικοί τραπεζίτες να ανησυχούν σαφώς περισσότερο για τους κινδύνους πληθωριστικής εκτροπής, άμα οι αμοιβές της εργασίας ζωηρεύουν. Μήπως λοιπόν οι απόψεις Σταθάκη/Δραγασάκη/ήδη Τσίπρα περί αναπτυξιακού περιεχομένου μιας αποκατάστασης της αγοραστικής δύναμης μέσα από την επαναφορά των κατωτάτων αμοιβών και συντάξεων, θα ωφελούνταν απο παρόμοια έμπνευση;
Αλλά και ευρύτερα, η επικέντρωση πλέον του ενδιαφέροντος στην επανεκκίνηση των οικονομιών μέσα από το κύκλωμα τόνωσης της ενεργού ζήτησης αρχίζει να διαδίδεται μετά τα χρόνια θεοποίησης της δημοσιονομικής ισορροπίας. Γι αυτό και ξεκινήσαμε λέγοντας ότι η δημοσιοποίηση του Μεσοπρόθεσμου, με το οποίο ναι μεν δεν "θα βγούμε απο την εποχή των Μνημονίων" (ηχεί βολικά ως προεκλογικό σύνθημα, όμως μάλλον ουδέν έχει λειτουργικό περιεχόμενο), πάντως ασφαλώς θα πορευθούμε σ' ένα διαφορετικό μέλλον αν δεν είναι η Ελληνική οικονομία να μείνει σε κατάρρευση/imploded όπως σήμερα, έχει πολύ πιο ουσιαστικά πράγματα μπροστά απο την συζήτηση περι δημοσιονομικού κενού και (μη-) νέων μέτρων. Άλλωστε, τα πλέον βίαια που έχουμε μπροστά μας - τα Κοινωνικοασφαλιστικά - δεν είναι νέα, είναι ήδη ηλικίας 3 ετών συμφωνημένα: τα κάνει αυτό λιγότερο επώδυνα; Μπροστά μας βρίσκεται μια αναγκαστική επαναδιαπραγμάτευση αρκετών πραγμάτων. Ακόμη και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, στην Βουλή, προς τα εκεί οδηγεί τα συμπεράσματά του.
Εκείνο που θέλουμε να πούμε, είναι ότι τα όρια της μέχρι εδώ ορθοδοξίας/"μονόδρομης σκέψης" έχουν ήδη φανεί. όχι μόνο σ' εμάς, αλλά διεθνώς. Οπότε; Οπότε ο παράξενος αυτός ήπιος εμφύλιος που δείχνει να διεξάγεται στην Ελλάδα των μέσων του 2014 μπορεί και νάναι απολύτως περιττός! Όπως παρατηρεί (στο Επίμετρό του στο τελευταίο βιβλίο του Νίκου Θέμελη, "Η αναχώρηση") με την ματιά του ιστορικού ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, "η υπερπολιτικοποίηση, η "αγανάκτηση", η εμπρηστική δημοσιογραφία δεν είναι μόνο μορφές ενός ήπιου εμφυλίου πολέμου;"
Ίσως απ' αυτές να μας γλυτώσει βαθμιαία ο αναπτυσσόμενος στο πολιτικό σώμα μιθριδατισμός...
Δημοσιεύτηκε στην Ναυτεμπορική στις 6/5