Στην Ελλάδα, για κάθε τι υπάρχουν δύο αλήθειες. Η μία είναι η «εθνική αλήθεια». Πρόκειται για υπαινικτική φράση Βρετανού ιστορικού που επαληθεύεται συνεχώς. Ολη την προηγούμενη εβδομάδα, αντί να κουβεντιάζουμε για το γεγονός ότι γλιτώσαμε, περνώντας κυριολεκτικά ξυστά από μια ελληνοαλβανική κρίση, άδηλων διαστάσεων και έκβασης, το μιντιακό και πολιτικό σύμπαν της Ελλάδας παλλόταν σε ρυθμό εθνικής αγανάκτησης και ηρωισμού.
Ακριβώς τις μέρες που η παγκόσμια προσοχή στρεφόταν στη σφαγή της συναγωγής στο Πίτσμπουργκ από έναν αντισημίτη Αμερικανό οπλοφόρο, ένας άλλος οπλοφόρος με βαρύ οπλισμό και πυρομαχικά εμφανίστηκε εκεί όπου συνέρρεαν εκατοντάδες επισκέπτες, σχολεία και εκπρόσωποι των κυβερνήσεων Ελλάδας και Αλβανίας για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και την ανακομιδή των λειψάνων των πεσόντων του πολέμου. Ποιες ήταν οι προθέσεις του;
Τα περί υπεράσπισης της σημαίας αποδείχτηκαν ανακριβή γιατί όλο το χωριό ήταν σημαιοστολισμένο. Τι γύρευε εκείνη την ημέρα, σε αυτό το σημείο, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις; Ομηρία προσώπων, επίθεση εναντίον Αλβανών επισήμων, εναντίον της αστυνομίας που περιφρουρούσε την εκδήλωση, επίδειξη ηρωισμού; Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς την αιματοχυσία που θα ακολουθούσε. Ηταν ατομική πρωτοβουλία εξημμένου νέου, αλλά ποιοι προμήθευσαν τον βαρύ οπλισμό; Με ποιους μίλησε εκείνο το πρωί ή τις προηγούμενες μέρες; Γνώριζαν τις προθέσεις του, προσπάθησαν να τον αποτρέψουν ή μήπως τον ενθάρρυναν; Είχε συνεργούς που ενδεχομένως, όταν αποκαλύφτηκε, κρύφτηκαν στο πλήθος και δεν εκδηλώθηκαν; Δεν ήταν λίγοι ακροδεξιοί που είχαν συρρεύσει εκεί.
Η Ελλάδα θα βρισκόταν σήμερα στον τυφώνα μιας τρομερής κρίσης. Μην ξεχνούμε ότι οι δολοφονίες, οι ένοπλες πρωτοβουλίες και η κατ' ευφημισμόν ιδιωτική διπλωματία στα Βαλκάνια έχουν μακρά ιστορία καταστροφικών συνεπειών. Κορυφαίο επεισόδιο, η δολοφονία στο Σαράγεβο το 1914 που εγκαινίασε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά και το 1897, εισβολή ενόπλων από την ελληνική επικράτεια στην τότε Οθωμανική Μακεδονία προκάλεσε την κατά κράτος ήττα της Ελλάδας.
Η «εθνική αλήθεια» δεν θέλει να τα ξέρει αυτά. Κατασκευάζει ήρωες και μάρτυρες. Το ζήτημα όμως δεν είναι απλώς η «εθνική αλήθεια», αλλά το «καθεστώς εθνικής αλήθειας». Ο τρόπος να βλέπεις τον κόσμο και να καθορίζεις τη δράση σου, ως όμηρος αυτού του καθεστώτος. Πρόκειται για ένα αναγκαστικό καθεστώς, το οποίο στη συγκεκριμένη περίσταση το είδαμε να καταλαμβάνει αστραπιαία όλο το φάσμα της δημόσιας σφαίρας και το οποίο διευκόλυνε την ανάδυση του πιο ακραίου και δημαγωγικού λόγου που εγκαθιδρύθηκε ως ο mainstream λόγος. Κάθε διαφοροποίηση στιγματίστηκε ως πρόκληση στο «κοινό αίσθημα», προδοσία, εθνομηδενισμός. Ακόμη και οι προσεκτικές ανακοινώσεις έτειναν να μην υπερβούν τα όρια που έθετε αυτό το «καθεστώς αλήθειας».
Πρόκειται για ένα γενικότερο ζήτημα. Είναι το βασικό εμπόδιο για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις της Ελλάδας με τους γείτονές της. Παράδειγμα, οι αντιδράσεις στη Συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά και οι λεονταρισμοί με την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης. Σε οποιαδήποτε διεθνή διαφορά ανακύψει στην περιοχή μας, χωρίς εξαίρεση, το «καθεστώς εθνικής αλήθειας» αναδύεται μεταφράζοντας τους όρους του προβλήματος στο ιδιόλεκτό του και επιβάλλοντας όρια και περιορισμούς στη σκέψη, καθορίζοντας τι πρέπει να ειπωθεί και τι όχι. Είμαστε όμηροι αυτού του καθεστώτος.
Αλλά το θέμα μας είναι η πολιτική της μνήμης. Η μνήμη δεν είναι μόνο άυλη, αλλά και απτή. Οι «τόποι μνήμης» μαζί με τις επετείους υποστηρίζουν, οργανώνουν και διατυπώνουν το περιεχόμενο της μνήμης, δηλαδή τι και πώς θυμόμαστε. Οι γεωγραφικοί τόποι παίζουν ολοένα και περισσότερο ρόλο σήμερα στην οργάνωση της μνήμης.
Οχι μόνο συμβολισμός και μνημεία, αλλά το συγκεκριμένο και απτό, εκεί όπου συνέβη. Με αυτή την έννοια για το έπος του 1940, τα στρατιωτικά νεκροταφεία στην Κλεισούρα και στους Βουλιαράτες, η επίσκεψη των πεδίων των μαχών, η γνώση των μικρών ανθρώπινων πλευρών της ζωής και του θανάτου στο μέτωπο είναι πυλώνες μνήμης. Αυτούς τους μνημονικούς τόπους, όπως και την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, πρέπει να τους διαφυλάξουμε. Κάθε γεγονός έχει το μνημονικό αποτύπωμά του. Και ο εθνικιστικός εξτρεμισμός και η Ακροδεξιά επιδιώκουν να αφήσουν το δικό τους αποτύπωμα πάνω στους εθνικούς μνημονικούς τόπους και τις επετείους. Σαν τον κούκο που βάζει τα αυγά του στις ξένες φωλιές.
Η αδιαφορία για την πολιτική της μνήμης έχει συνέπειες. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να τιμήσει κανείς τους νεκρούς του πολέμου, εκτός από φιλοπόλεμο πνεύμα και επιδείξεις εθνικισμού. Οι γιορτές της απελευθέρωσης της Αθήνας που γίνονται εδώ και μερικά χρόνια, δείχνουν έναν καινούργιο τρόπο εορτασμού, μια πολυδιάστατη δημόσια ιστορία με οικείο πρόσωπο. Όχι παγωμένη εξιδανίκευση.
Αν πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων, η διαχείριση των εθνικών συμβόλων έχει πολύ μεγαλύτερη και διαρκέστερη σημασία. Είναι ολέθριο η διαχείριση των εθνικών επετείων, των τόπων μνήμης και των συμβόλων να αφεθεί στην Ακροδεξιά. Γιατί η πολιτική της μνήμης δημιουργεί ταυτότητες και στάσεις με διάρκεια στον χρόνο.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 5/11/2018.
Έχει έρθει η στιγμή να σταθούμε σε δύο άνισες μάχες που έδωσε τόσο το φιλοευρωπαϊκό όσο και το ελληνικό πολιτικό σύστημα κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων της κρίσης, αλλά και στα αποτελέσματα που προκάλεσαν στο ίδιο το πολιτικό σύστημα. Και οι δύο, παρότι σε κάποια φάση έδειξαν να κερδίζονται, προς στιγμήν έχουν χαθεί αφήνοντας πολλά ερωτηματικά που καλό θα ήταν να συζητηθούν σύντομα και να απαντηθούν.
Η πρώτη μάχη συνδέεται με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Για πολλά χρόνια υπήρξε συντονισμένη προσπάθεια να πεισθούν οι Έλληνες για μια περισσότερο φιλοευρωπαϊκή στάση – ως προς το φαίνεσθαι και όχι ως προς την ουσία. Στα χρόνια της κρίσης όλοι είδαν να καταρρέει μπρος στα μάτια τους το αφήγημα της μηχανικής ευημερίας και το όνειρο μιας στέρεης δημοκρατίας στην Ελλάδα με κοινωνικό πρόσημο στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης –κάτι για το οποίο υποτίθεται ότι πάλευε η χώρα από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Μιλάμε για την εποχή που, εκτός από την Ιταλία ‒την προβληματική σήμερα Ιταλία‒, ο φτωχός από οικονομική και αυταρχικός από πολιτική άποψη ευρωπαϊκός Νότος (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, μαζί με τα Βαλκάνια) βρισκόταν έξω από τον οικονομικοπολιτικό ορίζοντα της Ενωσης. Σήμερα, ως προς τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, η Ελλάδα βρίσκεται πίσω, αμφίθυμη, κουρασμένη στην πραγματικότητα, έξω από πολλά ευρωπαϊκά κεκτημένα, με χαμένο χρόνο και σπαταλημένο πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο. Τα μνημόνια δεν βοήθησαν∙ απλώς, μετέθεσαν στις επόμενες γενεές των Ελλήνων το χρέος και την κουβέντα που θα έπρεπε να είχε γίνει χθες.
Η δεύτερη μάχη, που και αυτή χάθηκε, συνδέεται με τη δυνατότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος να πείσει τους Ευρωπαίους ‒και προς όφελος της Ευρώπης‒ για κάποια ευμενέστερη στάση απέναντι στην Ελλάδα και, πάντως, όχι για την τιμωρητική στάση που προέκρινε το Βερολίνο ήδη από το 2010-11.
Βέβαια, το Βερολίνο της Μέρκελ και του Σόιμπλε, των Χριστιανοδημοκρατών του CDU και των Χριστιανοκοινωνιστών (με τη βοήθεια των πάλαι ποτέ ισχυρών Σοσιαλδημοκρατών ‒του ιστορικού για τον 20ό αιώνα SPD‒ που είδαν τις δυνάμεις τους να καταρρέουν στα χρόνια της ευρωπαϊκής κρίσης), είχε ελάχιστη σχέση με τον κοινό ευρωπαϊκό δρόμο που είχε υπηρετήσει, μαζί με τη Γαλλία, η Βόννη της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας.
Κάποια ορθολογικότερη ή έστω πραγματιστική διαχείριση του ελληνικού προβλήματος ουδέποτε έγινε από την πλευρά των Βρυξελλών, με απαίτηση της ηγεμονικής Γερμανίας. Οι Βρυξέλλες συμπεριφέρθηκαν σαν λέσχη δανειστών σε μια προσπάθεια να σώσουν το ευρώ και το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στους λαούς.
Αυτό, με τη σειρά του, είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού ο οποίος εκφράστηκε από δύο πλευρές: από τις δυνάμεις της Αριστεράς, ως έναν βαθμό, που ήθελαν «μια άλλη Ευρώπη» και, κυρίως, από τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς.
Και βρισκόμαστε ακριβώς εδώ. Στο παράδοξο να εμφανίζεται η ελληνική Δεξιά και το ΚΙΝ.ΑΛΛ ως φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις: στα λόγια. Υιοθετούν, πράγματι, από την Ευρώπη το δόγμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής με λιτότητα, με διατήρηση των ανισοτήτων, όμως, πατώντας πάνω σε μια εθνικιστική και αντιευρωπαϊκή πολιτική, π.χ. για τα Βαλκάνια.
Και ως παλαιό καθεστώς, χρησιμοποιούν την οικονομία και το εθνικό κράτος για κάνουν κάτι χειρότερο: σε πλήρη αντίθεση με τις προϋποθέσεις για ‒μια έστω‒ ανοιχτή κοινωνία και οικονομία υποκινούν την εχθροπάθεια. Προβάλουν την πλάνη της εισαγόμενης εργατικής φτώχειας, υποκινούν μίσος και ενισχύουν τον υπερεθνικισμό στα θύματα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποιημένης Ευρώπης.
Δεν είναι παράδοξο ότι το Brexit που τόσο δυσκολεύει τους Άγγλους, υπαγορεύτηκε μεταξύ των άλλων και ως αντιμεταναστευτική αναγκαιότητα. Δεν είναι παράδοξο ότι η παντοδυναμία της Μέρκελ δεν κλονίστηκε από τη λιτότητα που επέβαλε στους Ευρωπαίους, αλλά από την πολιτική της απέναντι στο προσφυγικό-μεταναστευτικό ‒ παρά το ότι η Willkommenpolitik ήταν μια ατελής πολιτική για την Ε.Ε. και, σε κάθε περίπτωση, προσανατολισμένη στις ανάγκες των γερμανικών βιομηχανικών συμφερόντων.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική φιλοευρωπαϊκή Αριστερά αδυνατεί να πείσει τους Ευρωπαίους πολίτες ‒όπως και τους Έλληνες στον βαθμό που μας αφορά‒πώς νοείται στον κόσμο τούτο η υπεροχή της «ευρωπαϊκής ιδέας», όταν η τελευταία συνοδεύεται από ένα ολόκληρο πλέγμα «ευρωπαϊκού δικαίου και συμφωνιών», εντός ενός αυτονομημένου ευεργετικού ευρωπαϊσμού ο οποίος εντέλει κινείται εις βάρος των άμεσων συμφερόντων τόσο των Ευρωπαίων πολιτών όσο και των κρατών-μελών.
Ας το κατανοήσουμε αλλιώς το θέμα μας. Το πρόβλημα στην Ευρώπη, όπως και το πρόβλημα στην Ελλάδα και την ευρωπαϊκή της μοίρα, τούτη τη στιγμή δεν βρίσκεται στη σταδιακή αποχώρηση της Μέρκελ και στις ανακατατάξεις στη γερμανική πολιτική ή στις καλές ιδέες του Μακρόν. Το πρόβλημα βρίσκεται στις ίδιες τις ευρωπαϊκές ιδέες, στις δικές μας ιδέες για την Ευρώπη και στην καρδιά ενός φθίνοντος συστήματος που πράττει σπασμωδικά πολλά από αυτά που απλώς ενισχύουν την ανημπόρια του.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/11/2018.
Το θέμα του συνεδρίου μας είναι «Οι νέες προοπτικές για την Ευρώπη». Ωστόσο δεν θα εξετάσω αυτό το θέμα, αλλά θα αναφερθώ στους λόγους για τους οποίους οι «παλιές» προοπτικές υπονομεύτηκαν.
Είναι γνωστό ότι οι κίνδυνοι της νέας παγκόσμιας κατάστασης έχουν γίνει αντιληπτοί από τη δημόσια συνείδηση, όπως επίσης και το ότι η ματιά μας για την Ευρώπη έχει αλλάξει.
Οι φιλελεύθερες πολιτικές ηγετικές ομάδες (ελίτ) στις μέρες μας κάνουν βήματα προόδου εντός του πλαισίου της ευρωπαϊκής συνεργασίας σε τρεις τομείς: στον τομέα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής ενισχύεται η στρατιωτική ικανότητα της Ευρώπης να απαλλαγεί η ίδια η Ευρώπη από τη «σκιά των ΗΠΑ».
Στον τομέα της κοινής πολιτικής του ασύλου φρουρούνται με αυστηρότητα τα εξωτερικά σύνορα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούνται και αμφιλεγόμενα κέντρα υποδοχής στη Βόρεια Αφρική. Και στον τομέα του «ελεύθερου εμπορίου» ακολουθείται κοινή πολιτική και όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις για το Brexit και σχετικά με τις διαπραγματεύσεις με τον Τραμπ.
Οι διαπραγματεύσεις για την κοινή ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική όπως και για την πολιτική του ασύλου επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να παραμερίσουν τα βραχυχρόνια εθνικά συμφέροντά τους, χωρίς όμως να μπορούν να απαλλαγούν από τον στρόβιλο του δεξιού λαϊκισμού. Σε μερικές χώρες, όπως είναι η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Τσεχία αλλά και η Ιταλία, πρόσφατα αναπτύσσεται μια ένταση ανάμεσα σε ευρωπαϊκές αντιλήψεις από τη μία και σ' ένα αντι-συνεργατικό πνεύμα από την άλλη. Η σύγκρουση αυτή καταλήγει σ' έναν εθνικισμό, ο οποίος τελικά είναι εχθρικός προς την Ευρώπη.
Οπότε και τίθενται δύο ερωτήματα: πρώτον, πώς μπορούμε πολιτικά να επεξεργαστούμε αυτή την αντίφαση ανάμεσα στις παρωχημένες αντιευρωπαϊκές αντιλήψεις και στα αναγκαία βήματα της ενσωμάτωσης; Και δεύτερον, πώς εξηγείται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομισματικής κοινότητας και μάλιστα σ' ένα από τα έξι ιδρυτικά μέλη (την Ιταλία) να ενισχύεται η λαϊκιστική αντίσταση «κατά των Βρυξελλών» και τελικά να συγκροτούνται συμμαχίες μεταξύ δεξιών και αριστερών λαϊκιστών;
Το περίπλοκο αυτό ζήτημα, το οποίο για την κοινή γνώμη έχει καταστεί πρώτο θέμα (ειδικά στη Γερμανία οι συζητήσεις είναι ατέρμονες), μπορεί να εξεταστεί σε αναφορά με τις προσπάθειες αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης του 2008, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε κρίση χρέους το 2010. Για τη γέννησή της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) η αντιμετώπιση του φόβου μπροστά στην κρίση χρέους αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Ο καθηγητής Οικονομικών Μπερντ Λούκε (στέλεχος του AfD) πήρε πρωτοβουλίες για να προωθήσει την ιδέα του φόβου μπροστά στην εξάπλωση της κρίσης χρέους.
Σε διεθνές οικονομικό επίπεδο επικρατούν οι κριτικές φωνές κατά της λιτότητας, την οποία προωθούν οι Μέρκελ και Σόιμπλε. Από πολιτικής απόψεως αγνοούνται οι επιπτώσεις της κρίσης χρέους στην κοινωνική και την ανθρωπιστική σφαίρα. Σε περιοχές της Ελλάδας και της Πορτογαλίας ο δείκτης ανεργίας είναι υψηλός σε σχέση προς τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Επιπλέον η σταθερότητα της δημοκρατίας τίθεται σε κίνδυνο. Πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης χρέους αλληλοσυνδέονται. Σε επίπεδο αφήγησης το πρόβλημα διατυπώνεται ως αντιπαράθεση ανάμεσα στο «δικό μου» (εθνικό, οικονομικό κ.ά.) συμφέρον και την κοινή ευρωπαϊκή προοπτική. Το πρόβλημα αυτό είναι συγκροτησιακό της Ευρώπης στις μέρες μας και εξειδικεύεται σε επιμέρους πολιτικές και των εθνικών κρατών και της ευρωπαϊκής κοινότητας.
Για παράδειγμα ας αναφέρουμε ότι η οικονομικά ισχυρή Γερμανία δεν θέλει να συμβιβαστεί με την πολιτική λειτουργία του ευρώ, το οποίο θεσμοθετήθηκε ως κοινό νόμισμα με την προσδοκία να επιτευχθούν συνθήκες ομοιογένειας στις σχέσεις ζωής όλων των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Αντί να συμβεί κάτι τέτοιο, ενισχύθηκαν οι οικονομικοί ανταγωνισμοί εντός της ευρωζώνης. Το πολιτικό αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων αποτυπώνεται στα δεξιά και αριστερά λαϊκιστικά κινήματα, τα οποία φέρνουν στο προσκήνιο απηρχαιωμένες αντιλήψεις περί εθνικισμού.
Με άλλα λόγια διαμορφώθηκε ένα σύστημα κανόνων, το οποίο απέτρεψε τη δημιουργία συνθηκών εξισορρόπησης δυνατοτήτων και ικανοτήτων και ταυτόχρονα εμπόδισε την εμφάνιση χωρών για μια κοινή δράση των κρατών-μελών. Η νομισματική ένωση διαμόρφωσε τις συνθήκες αφενός μεν για την ανάπτυξη του οικονομικού ανταγωνισμού σε όλα τα επίπεδα συγκρότησής της, αφετέρου δε για την αποδυνάμωση της προοπτικής της πολιτικής ένωσης. Στα μεταρρυθμιστικά σχέδια του Εμανουέλ Μακρόν περιλαμβάνονται δύο στόχοι: να απελευθερωθεί το ευρώ από τα χρηματοπιστωτικά δεσμά με τη δημιουργία της δημοσιονομικής και της τραπεζικής ένωσης. Αυτό σημαίνει πως τίθενται κανόνες δημοκρατικού ελέγχου της λειτουργίας του ευρώ. Ο δεύτερος στόχος είναι η μακροπρόθεσμη προοπτική της πολιτικής ένωσης.
Κατά κάποιο τρόπο ο σκοπός της σταθεροποίησης της νομισματικής ένωσης μπορεί να συνδεθεί με τον σκοπό της άμβλυνσης των οικονομικών ανισοτήτων ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Και αυτό μπορεί να γίνει με τις πολιτικές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν οι πολιτικές ηγετικές ομάδες (ελίτ). Δυστυχώς οι σοσιαλδημοκράτες, ενώ έχουν συνδέσει την ύπαρξή τους με την ιστορική μοίρα της Γερμανίας, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην ιστορική αποστολή τους: να εξημερώσουν τον καπιταλισμό. Αναζητούνται πολιτικά υποκείμενα τα οποία θα επωμιστούν αυτό τον ρόλο. Οι επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν ένα στοίχημα γι' αυτό το σχέδιο.
Από την πλευρά του ο Μακρόν, του οποίου η κίνηση μέχρι τώρα δεν εκπροσωπείται στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, επιχειρεί να σχηματίσει ένα καθαρά ευρωπαϊκό κόμμα. Απέναντί του στέκονται αντι-ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ο καθαρός ευρωπαϊκός σχηματισμός του Μακρόν διαφοροποιείται από τον αντίστοιχο του Μάνφρεντ Βέμπερ, o οποίος είναι ο υποψήφιος για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από την πλευρά του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Οι δεξιοί λαϊκιστές τύπου Ορμπαν συγκροτούν ένα μέτωπο κατά του Μακρόν. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οι πολιτικές συγκρούσεις αποκτούν νέες διατάσεις: αντι-ευρωπαϊστές εναντίον ευρωπαϊστών. Πράγμα που σημαίνει ότι στον βαθμό που το ευρωπαϊκό σχέδιο δεν προωθείται, οι κίνδυνοι για την κατάρρευσή του ενισχύονται.
Εν κατακλείδι εάν με ρωτάτε όχι ως πολίτη, αλλά ως ακαδημαϊκό παρατηρητή, για τις εκτιμήσεις μου, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν βλέπω να διαμορφώνονται ενθαρρυντικές τάσεις. Ειδικότερα τα οικονομικά συμφέροντα παρά το Brexit δεν θα οδηγήσουν σε κατάρρευση της ευρωζώνης. Επανέρχομαι όμως στο αρχικό δεύτερο ερώτημά μου: τι είναι αυτό που κρατά ενωμένη την Ευρώπη; Η εκτίμησή μου είναι η εξής: τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης συνυπάρχουν παρά τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ τους και τους σχετικούς οικονομικούς ανταγωνισμούς. Από την άλλη η ενίσχυση των δεξιών λαϊκιστικών κινημάτων ανάγεται μάλλον στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το ευρωπαϊκό σχέδιο και όχι στην αναβίωση των εθνικισμών. Εξάλλου η κοινή εμπειρία μάς διδάσκει ότι το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης προχωράει μέσα από ιστορικά αντίξοες συνθήκες. Και, τέλος, ελπίζω ότι η αρνητική στάση της γερμανικής κυβέρνησης στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Μακρόν δεν αποτελεί μια τελευταία χαμένη ευκαιρία.
Ο Χάμπερμας και η Ευρώπη
Η πολιτική αγωνία του Γιούργκεν Χάμπερμας για τις ιστορικές προοπτικές της Ευρώπης έχει αναγνωριστεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Και οι πολίτες των επιμέρους ευρωπαϊκών πολιτικών κοινωνιών αλλά και οι πολιτικές ηγεσίες, ανεξαρτήτως των ιδεολογικών προσανατολισμών τους, αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον πολίτη και τον διανοούμενο που σηκώνει το βάρος του «πολιτικού διαφωτισμού» της Ευρώπης στις μέρες μας.
Ο «διαφωτισμός» (κατά τον Καντ) δεν είναι μια υπόθεση η οποία ολοκληρώθηκε με την ίδρυση της νεότερης και σύγχρονης ανθρωποκεντρικής πολιτικής κοινωνίας. Είναι μια ιστορική υπόθεση για την οποία χρειάζεται να εργαζόμαστε όλοι συστηματικά και μεθοδικά. Η «έξοδος του ανθρώπου από το καθεστώς της ανωριμότητάς του, για το οποίο ο ίδιος είναι υπεύθυνος» (αυτό θα πει Διαφωτισμός), είναι μια διαδικασία διαρκής και επίπονη για τον ίδιο τον άνθρωπο.
Ο Γιούργκεν έστειλε αυτό το κείμενό του να δημοσιευτεί, κατά αποκλειστικότητα στα ελληνικά στην «Εφημερίδα των Συντακτών», με την οποία, όπως μου δήλωσε χαρακτηριστικά, συνεργάζεται από τότε που κυκλοφόρησε (Νοέμβριος 2012). Χωρίς να προκαταλαμβάνω τον ορίζοντα μελέτης και επεξεργασίας των ιδεών του δασκάλου μου Χάμπερμας από την πλευρά των αναγνωστών, τονίζω ότι: Ευρώπη, Ελλάδα, Γερμανία, Γαλλία και όλες οι χώρες που ανήκουμε στο σύστημα πολιτικών ιδεών, μέσω των οποίων διαμορφωθήκαμε ως σύγχρονη πολιτική κοινωνία, δεν μας επιτρέπεται να οπισθοχωρήσουμε στην ιστορική πορεία μας. Στον δρόμο προς την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και τη δημιουργία του κοινωνικού κόσμου στα μέτρα του ανθρώπου, δεν υπάρχει επιστροφή!
Θεόδωρος Γεωργίου, Kαθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Σημείωση: Το κείμενο αυτό είναι η περίληψη της ανακοίνωσης του Γιούργκεν Χάμπερμας στο συνέδριο που διοργάνωσε το Κολέγιο Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης (στο Bad Homburg) με θέμα «Νέες προοπτικές για την Ευρώπη» (Neue Persektiven für Europa). Η απόδοση του κειμένου στα ελληνικά έγινε από τον Θεόδωρο Γεωργίου.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/10/2018.
Γράφει ο Γιούργκεν Χάμπερμας: «Δυστυχώς οι Σοσιαλδημοκράτες, ενώ έχουν συνδέσει την ύπαρξή τους με την ιστορική μοίρα της Γερμανίας, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην ιστορική αποστολή τους: να εξημερώσουν τον καπιταλισμό. Αναζητούνται πολιτικά υποκείμενα τα οποία θα επωμιστούν αυτόν τον ρόλο. Οι επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν ένα στοίχημα γι' αυτό το σχέδιο» («Εφ.Συν.» 29-10-2018).
Μέσα σε μία παράγραφο πολλά κρίσιμα ζητήματα. Ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα.
Οντως, η Σοσιαλδημοκρατία έχει αποτύχει παταγωδώς να παίξει τον ρόλο στον οποίον αναφέρεται ο Γερμανός φιλόσοφος. Δεν αντιστάθηκε στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, δεν υπερασπίστηκε τα συμφέροντα των τάξεων που παραδοσιακά ήταν το ακροατήριό της, προσχώρησε αμαχητί στη στρατηγική του αντιπάλου.
Για την ενδοτική στάση της απέναντι στις αχαλίνωτες δυνάμεις της αγοράς πλήρωσε βαρύ τίμημα. Στη Γερμανία υποχωρεί ατάκτως, στη Γαλλία έχει εξαφανιστεί, στην Ολλανδία ψάχνεται, στην Ιταλία είναι σε βαθιά κρίση, στην Ελλάδα βλέπουμε την εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ.
Μοναδικές εξαιρέσεις, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Αγγλία. Γιατί σ' αυτές τις χώρες έσπασε ο κανόνας; Μα, επειδή οι νέες ηγεσίες εξουδετέρωσαν τις βαρονίες που ήλεγχαν τα κόμματα και τα είχαν μετατρέψει σε ουραγούς της Δεξιάς.
Σωστά λέει ο Χάμπερμας ότι ο ιστορικός ρόλος της Σοσιαλδημοκρατίας ήταν η εξημέρωση του καπιταλισμού. Αυτή άλλωστε ήταν η αιτία της πρώτης διάσπασης του σοσιαλιστικού κινήματος. Γύρω από το δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» διεξήχθη η μεγάλη μάχη πριν από εκατό και βάλε χρόνια.
Υπήρξε περίοδος (χρυσή 35ετία) στη μεταπολεμική Ιστορία που πράγματι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από θέσεις εξουσίας πέτυχαν τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Κατάφεραν να δημιουργήσουν –στη Σκανδιναβία ήταν η πιο προωθημένη εκδοχή– κράτος δικαίου, συμμετοχικούς θεσμούς, εκτεταμένα δίκτυα προστασίας.
Πρόσφεραν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στην Παιδεία και την Υγεία, κράτησαν χαμηλά την ανεργία, οι εργαζόμενοι είχαν ικανοποιητικές αποδοχές, συγκρότησαν μηχανισμούς που εμπόδιζαν την απληστία του μεγάλου κεφαλαίου και περιόρισαν τις ανισότητες με την προοδευτική φορολογία.
Βοήθησε σ' αυτό και η παρουσία του αντίπαλου δέους (τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού) το οποίο λειτουργούσε σαν μπαμπούλας για τις αστικές τάξεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Το σύστημα δεν ανετράπη, έγινε όμως πιο ανθρώπινο.
Είναι σήμερα αυτό εφικτό; Μπορεί, δηλαδή, να αναπτυχθεί ένα κίνημα το οποίο θα θέσει, όχι πια μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά σε περιφερειακό (Ευρώπη), ακόμη και σε παγκόσμιο, ως στόχο του την εξημέρωση του καπιταλισμού;
Οι γνώμες διχάζονται. Οι νεοφιλελεύθεροι λένε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Η ριζοσπαστική, κινηματική Αριστερά και οι κομμουνιστές, όπου επιβιώνουν, υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός στη σημερινή τούρμπο μορφή του δεν παίρνει επιδιόρθωση, δεν συμφωνούν όμως στο διά ταύτα, ενώ δεν λείπουν οι ιδεολογικοί καβγάδες και οι δίκες προθέσεων για παλιές και νέες... αμαρτίες.
Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν να ξεπεράσουν την προγραμματική αμηχανία τους. Ο Χάμπερμας λέει πως αναζητούνται πολιτικά υποκείμενα προκειμένου να παίξουν αυτόν τον ρόλο και θεωρεί ότι οι επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν ένα στοίχημα γι' αυτό το σχέδιο.
Πολλοί πάντως, παρατηρώντας τις τάσεις στα εκλογικά σώματα, φοβούνται ότι από τις ευρωεκλογές δεν θα προκύψει το σχέδιο για την εξημέρωση του καπιταλισμού, αλλά ένα σχέδιο για την πλήρη αποθηρίωσή του που θα πηγαίνει παρέα με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 31/10/2018.
Η ιδέα του Ιστορικού Συμβιβασμού δημιούργησε σοκ στους αριστερούς, στη δεκαετία του 1970. Αλλοι τη θεώρησαν σκάνδαλο, άλλοι πρόκληση. Εξαγγέλθηκε από τον Ενρίκο Μπερλίνγκουερ και αφορούσε μια προοπτική συμμαχίας ανάμεσα στους δύο μεγάλους αντιπάλους της Ιταλίας, τη Χριστιανοδημοκρατία (ΧΔ) και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ωστόσο η ιδέα έμεινε στη μέση του δρόμου.
Το 1980 η ΧΔ έκανε τον δικό της ιστορικό συμβιβασμό με την Κεντροαριστερά (πεντακομματική πλειοψηφία) και ο Μπερλίνγκουερ ανέπτυξε την ιδέα της «δημοκρατικής εναλλακτικής», δηλαδή την αναζήτηση ενός συνασπισμού με την Κεντροαριστερά, με άξονα το ΚΚΙ, που θα απέκλειε τους ΧΔ. Εκτοτε, πολύ νερό κύλησε κάτω από τις γέφυρες του Τίβερη. Και οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι της μεταπολεμικής περιόδου εξαφανίστηκαν. Σήμερα, το ιταλικό πολιτικό τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της δεκαετίας του 1980.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, το πολιτικό τοπίο άλλαξε μεν, φέρνει όμως σημάδια εκείνης της μακρινής εποχής. Εκείνο, ωστόσο, που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η ιδέα του ιστορικού συμβιβασμού, που δεν μπήκε ποτέ στην Ελλάδα (ίσως αδύναμα από τον Λεωνίδα Κύρκο σε μια εποχή που το δίπολο Δεξιά - Αντιδεξιά μεσουρανούσε), επανήλθε στην εποχή της κρίσης, α λα ελληνικά. Η κρίση ήταν σαν τον Μινώταυρο που έφαγε ή ανασκολόπισε τα κόμματα το ένα μετά το άλλο. Η μόνη οδός επιβίωσης ήταν επομένως ο συμβιβασμός των πρώην αντιπάλων. Με αυτή την έννοια, στην Ελλάδα δεν έχουμε έναν, αλλά δύο ιστορικούς συμβιβασμούς.
Ο πρώτος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε το 2012, όταν οι δύο πρώην αντίπαλοι, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, με ένα από τα δύο κόμματα της ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς, τη ΔΗΜ.ΑΡ., αποφάσισαν να συγκυβερνήσουν. Ο δεύτερος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε το 2015, και κυβερνά ώς σήμερα. Ο πρώτος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε με άξονα τη Δεξιά. Αυτή ήταν η μεγάλη δύναμη και η κύρια συνιστώσα του συνασπισμού. Ο δεύτερος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε με άξονα την Αριστερά, και περιλαμβάνει ένα κομμάτι της Δεξιάς, δηλαδή τους ΑΝ.ΕΛΛ., μια θεσμική συμμαχία με τους καραμανλικούς, καθώς και έναν συμβιβασμό με την Εκκλησία της Ελλάδας.
Γιατί δύο συμβιβασμοί και όχι ένας; Διότι το Μνημόνιο δίχασε την ελληνική κοινωνία και τους πολίτες, πάνω σε μια νέα γραμμή, διαφορετική από εκείνη του εμφυλίου πολέμου και της Μεταπολίτευσης. Καινούργια εποχή, καινούργια προβλήματα, νέες αντιπαραθέσεις.
Οι αντιπαραθέσεις και οι συμμαχίες αυτές δεν είναι τεχνητές. Οταν ο Μπερλίνγκουερ πρότεινε το 1970 τον ιστορικό συμβιβασμό, μπορούσε να διακρίνει δύο πράγματα. Το ένα ήταν ότι η αιχμή του ψυχρού πολέμου είχε περάσει και είχε αποδυναμωθεί η συνοχή των δύο αντίπαλων διεθνών στρατοπέδων. Το άλλο, όμως, ήταν ότι η κρίση εκείνης της δεκαετίας που εξαφάνιζε το καθεστώς της οργανωμένης νεωτερικότητας της μεταπολεμικής εποχής έδινε τη θέση της στην ανοργάνωτη ή αποδιοργανωμένη νεωτερικότητα (απελευθέρωση των αγορών και της οικονομίας από εθνικούς και πολιτικούς ελέγχους κ.λπ.). Σωστά, επομένως, επισημαίνονταν οι εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στους δύο αντιπάλους.
Και τα Μνημόνια, στις ίδιες γραμμές μετάβασης από τη μια εποχή στην άλλη εγγράφηκαν. Και βέβαια αυτή η μετάβαση από το ένα καθεστώς νεωτερικότητας στο άλλο δεν είναι ούτε απλή ούτε απότομη. Με διαδοχικά κύματα, αυτό συμβαίνει από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα. Νομίζω, επομένως, ότι αντί να μιλάμε για φυσικές ή αφύσικες συμμαχίες, θα πρέπει να τις δούμε ως αποκρυσταλλώσεις στο πολιτικό επίπεδο δομικών μεταβολών.
Οπως η συγχρονία αποτελείται από συνδυασμό διαφορετικών εποχών, έτσι και οι ιδεολογίες και τα πολιτικά προγράμματα των πολιτικών συνασπισμών ενέχουν καταστατικά την αντιφατικότητα. Δεν πρέπει να εκπλήσσεται, ούτε να σκανδαλίζεται ή να αγανακτεί κανείς για αυτή τη συγχρονία του ασύγχρονου. Αυτοί είναι οι ιστορικοί συμβιβασμοί σε εποχές που χαρακτηρίζονται από μεγάλες μεταβάσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καμιά ανατρεπτική δύναμη. Αλλωστε, η περίοδος των επαναστατικών ανατροπών στην Ευρώπη έκλεισε με το τέλος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Κι αν ακόμη, τα αριστερά κόμματα μετά το 1974 είχαν αναφορές σε οράματα, ονόματα και σύμβολα των μεγάλων ανατροπών, αυτές δεν είχαν μεγαλύτερο βάρος από τη φράση του Σωκράτη στο τέλος ενός, καταπληκτικής διαύγειας, διαλόγου: «Ω Κρίτων, τω Ασκληπιώ οφείλομεν αλεκτρυόνα». Απλώς μια τελετουργική χειρονομία.
Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι ποια κοκόρια θα θυσιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η διαυγής στάθμιση της επιλογής ανάμεσα στον ιστορικό συμβιβασμό και στη δημοκρατική εναλλακτική. Ποια παρουσιάζει σήμερα τη μεγαλύτερη δυναμική; Ο ιστορικός συμβιβασμός θα πρέπει να νοηθεί όχι ως τέχνασμα ανάγκης, αλλά ως αποκρυστάλλωση κοινωνικών δυνάμεων. Π.χ. γέφυρα με συντηρητικούς πολίτες που, παρά τις διαφορές στο Μακεδονικό, συμφωνούν πως η νέα εποχή δεν πρέπει να χαρακτηριστεί από την ανάπτυξη με διεύρυνση ανισοτήτων, και την αναδιανομή υπέρ των πλούσιων.
Από την άλλη, η δημοκρατική εναλλακτική συνιστά την ανάληψη της ηγεσίας της ιστορικής Κεντροαριστεράς, και έχει ως άξονα του προοδευτικού πόλου ανάπτυξης τα δυναμικά μεσαία στρώματα. Εκείνο που χρειάζεται είναι η καθαρή διατύπωση των διλημμάτων, πέραν των προσώπων.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 22/10/2018.
Τον Οκτώβριο του 1929 είχε καταρρεύσει το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ο κόσμος είχε βυθιστεί σε βαθιά οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα τον έντονο προστατευτισμό και τον απομονωτισμό. Στην Ευρώπη είχαν κλονιστεί οι φιλελεύθερες οικονομικοπολιτικές και κοινωνικές δομές, μαζί με ό,τι πρέσβευαν οι φιλελεύθερες ελίτ, και είχαν ισχυροποιηθεί συστήματα που αντιστρατεύονταν τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία. Αναδυόταν το πολεμικό κράτος.
Ενώ μαινόταν ο Ισπανικός Εμφύλιος και η Κοινωνία των Εθνών μιλούσε για περιορισμό των πολεμικών εξοπλισμών, στην Ελλάδα ο Ιωάννης Μεταξάς, με τη μετάβαση στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δήλωνε τον Σεπτέμβριο του 1936 ότι «ένεκα της ανικανότητας της Βουλής και ένεκα του κομμουνιστικού κινδύνου που έφεραν την χώραν εις το χείλος της αβύσσου, δεν θα επανέλθωμεν πλέον εις τον κοινοβουλευτισμόν» (εφημ. «Ακρόπολις», 18 Σεπτεμβρίου 1936).
Λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνον 10 από τις 27 χώρες της Ευρώπης διατηρούσαν κοινοβουλευτική δημοκρατία. Από τη Γερμανία, οι διώξεις και τα πογκρόμ κατά του αναγκαίου «εχθρού» κυκλοφορούσαν ως «Εξέγερσις των Γερμανών κατά των Εβραίων» (αυτός ήταν ο τίτλος του «Ελεύθερου Βήματος» στις 13 Νοεμβρίου 1938).
Πολλοί διανοούμενοι, ο Χοσέ Ορτέγκα ι Γκασέτ, ο Πολ Βαλερί, ο Τόμας Μαν... έβλεπαν την Ευρώπη να μαστίζεται από πολιτισμική κρίση. Είχαν κατανοήσει, και είχαν δίκαιο, ότι όλα τα επιφαινόμενα της οικονομικής κρίσης (η εξαθλίωση της παιδείας και η απαξίωση της κοινής λογικής), η αύξηση της βίας και του φόβου για την ελευθερία, η απουσία αναστοχασμού για την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα κ.λπ. ήταν αποτέλεσμα της πολιτισμικής κρίσης αυτής καθεαυτήν. Το κλίμα της Ευρώπης ήταν κλίμα γενικευμένου πολέμου.
Τον Σεπτέμβριο του 1939 πολλοί Ελληνες είχαν σπεύσει να αποσύρουν τις καταθέσεις που είχαν στις τράπεζες και ο Κυριάκος Βαρβαρέσος –διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος– είχε αναγκαστεί να κάνει δηλώσεις εφησυχασμού του κοινού. Τον ίδιο μήνα του 1939, ο υφυπουργός της Δημόσιας Ασφάλειας, Κ. Μανιαδάκης, «διά λόγους προστασίας αυτού τούτου του εθνικού συμφέροντος...», απαγόρευε τις συζητήσεις και τα σχόλια για τον πόλεμο «εις τα καφενεία, τας οδούς, τραμ, λεωφορεία, σιδηροδρόμους και δημοσίους εν γένει χώρους».
Ηθελε η Ελλάδα να εμπλακεί στον πόλεμο; Είναι η μόνη περίπτωση στην οποία ταιριάζει το «Οχι» - η λέξη που ταυτίστηκε με τον Μεταξά, το Επος του '40 και την 28η Οκτωβρίου. Παρά το γεγονός ότι σε όλες τις πληροφορίες που ελάμβανε η ελληνική κυβέρνηση υπήρχε σαφής σύγκλιση για ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, στις εφημερίδες της εποχής (με βάση σαφείς εντολές που είχαν δοθεί στους εκδότες και τους αρχισυντάκτες) δεν γινόταν καμία αναφορά για τις ιταλικές κινήσεις και τη συγκέντρωση των στρατευμάτων στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Η Ελλάδα δεν ήθελε να εμπλακεί στον πόλεμο και κράτησε στάση ουδετερότητας μέχρι την τελευταία στιγμή. Αυτό φάνηκε τον Αύγουστο του 1940 με τον τορπιλισμό της «Ελλης». Η Ελλάδα δεν αποκάλυψε την προέλευση του υποβρυχίου, παρά μόνον μετά τις 30 Οκτωβρίου 1940, όταν πλέον είχε κηρυχθεί ο πόλεμος.
Και το «Οχι» που γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου; Εδώ έχουμε πρωτοτυπία. Γιορτάζουμε την είσοδό μας στον πόλεμο, ενώ οι άλλες χώρες γιορτάζουν το τέλος του πολέμου. Είναι γνωστό ότι ο Μεταξάς, γύρω στις 3 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ξέροντας ότι η Ιταλία είχε ήδη κάνει την επιλογή της μεταξύ συρράξεως και ειρήνης, έκλεισε την κουβέντα με τον κομιστή του ιταλικού τελεσιγράφου, πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι, λέγοντάς του στα γαλλικά: Alors, c'est la guerre! – Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο!
Το «ΟΧΙ!» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940, μαζί με άλλους τίτλους όπως «Ναύται! Εκδικήσατε την "Eλλην"» «Ανασύρομεν το προσωπείον σας, δειλοί! Ευρήκαμε τα κομμάτια των τορπιλλών σας, δολοφόνοι» κ.λπ. Αλλά αν κάποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει προσεκτικά το άρθρο, θα διαπιστώσει ότι εμπεριέχει ολόκληρη τη ρομαντική ελληνοκεντρική εθνικιστική αφήγηση και τους μεγαλοϊδεατικούς μαξιμαλισμούς της μικρής χώρας που ενώπιον του πολέμου... απλώς «εμειδίασεν αταράχως...».
Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 1941 στα χρόνια της Κατοχής, το 1942 γιορτάστηκε στην πλατεία Συντάγματος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ, με διαδηλώσεις και σε άλλες πόλεις. Κάτι έγινε το 1943 και, για πρώτη φορά, η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα το 1944 με παρέλαση ενώπιον του Γεωργίου Παπανδρέου.
Γιορτάζουμε την 28η γιατί δεν μπορούμε να γιορτάσουμε τον Εμφύλιο που ακολούθησε. Ούτε μπορούμε να γιορτάζουμε κάτι από την Ελλάδα των πολεμοκαπήλων που, εκτός τόπου και χρόνου, υπερασπίστηκε -και συνεχίζει στις μέρες μας- την έκφραση ενός μεταφυσικού «λαϊκού πνεύματος», μιας «ψυχής» και μιας «εθνικής ενότητας» που στέλνει την άλλη μισή ψυχή στα αζήτητα και συνεχίζει να δουλεύει «μειδιώσα αταράχως...» πάνω σε ίχνη εκτυφλωτικής ορατότητας για την κατίσχυση της κουλτούρας των άλυτων προβλημάτων και του πολέμου.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 26/10/2018.
Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2018
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ενίσχυση της συνεργασίας της Ο.Κ.Ε. και της Βουλής
αποφάσισε η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής
Σημαντικό βήμα για την επαναφορά του κοινωνικού διαλόγου
Σε συνέχεια της συνεδρίασης της Ολομέλειας της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε.) για την ανασύνταξη του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου στη χώρα, την Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018, ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Νίκος Βούτσης, ο οποίος συμμετείχε με χαιρετισμό του, ενημέρωσε τα Μέλη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για την ανάγκη μιας στενότερης συνεργασίας της Βουλής και της Ο.Κ.Ε.
Η Διάσκεψη αποφάσισε την προώθηση του ρόλου της Ο.Κ.Ε., όπως αυτός προβλέπεται από το Σύνταγμα και από τον Κανονισμό της Βουλής, με την ενίσχυση του θεσμοθετημένου διαλόγου στο στάδιο της επεξεργασίας των νομοσχεδίων στις Διαρκείς Επιτροπές της Βουλής, καθώς και με την ανάπτυξη μιας στενότερης συνεργασίας με την Ο.Κ.Ε.
Η Ο.Κ.Ε. θεωρεί θετικό βήμα την απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων και επισημαίνει ότι είναι απαραίτητο αυτή να τηρείται. Επίσης, ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης πρέπει να ενημερώσει τους Υπουργούς για την απόφαση της Διάσκεψης, ώστε να αποστέλλονται έγκαιρα στην Ο.Κ.Ε. τα νομοσχέδια οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα των Υπουργείων τους, για την έκφραση της Γνώμης της Ο.Κ.Ε. στο προβλεπόμενο από τη νομοθεσία χρονικό διάστημα.
Η Ο.Κ.Ε. επίσης τονίζει ότι ο ειλικρινής και υπεύθυνος θεσμοθετημένος διάλογος, ιδίως με τη Βουλή των Ελλήνων, ενδυναμώνει τις δημοκρατικές διαδικασίες, διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της χώρας και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η έννοια της «κανονικότητας» και δη της «ευρωπαϊκής κανονικότητας» έχει μεγάλη πέραση τον τελευταίο καιρό. Την επικαλούνται όσοι κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ πως έβγαλε τη χώρα από την ευρωπαϊκή πεπατημένη. Την επικαλείται τελευταία και η κυβέρνηση ως μέρος του αφηγήματος της καθαρής εξόδου από την κρίση, σύμφωνα με το οποίο η χώρα –με το τέλος των μνημονίων– ξαναγίνεται «κανονική».
Η χώρα (και πάντως οι ηγέτες της) φαίνεται να ζει με τη φαντασίωση της επιστροφής, μετά την οκταετή μας περιπέτεια, σε έναν χαμένο παράδεισο που βρίσκεται εκεί και μας περιμένει. Και οι μεν μας λένε ότι το όνειρο μένει ανεκπλήρωτο λόγω των «ΣΥΡΙΖΑΝΕΛΛ» και προσδοκούν ανάσταση νεκρών (ως φορέων «κανονικότητας»), οι δε όλο και περισσότερο επαίρονται ότι τα κατάφεραν να γίνουν «κανονικοί» και μαζί τους και η χώρα, οπότε τι χρείαν έχομεν του Μητσοτάκη;
Η κανονικότητα δεν είναι βέβαια πάντα φαντασιακή. Υπάρχει λ.χ. μια κοινοβουλευτική κανονικότητα, όπου τα δημοκρατικά κόμματα διαλέγονται πολιτισμένα, αυτό ακριβώς που αρνούνται στον ΣΥΡΙΖΑ οι φανατικοί αντίπαλοί του, όταν τον τοποθετούν εκτός «δημοκρατικού τόξου». Ενδεχομένως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κανονικότητα» το να ξεφύγει μια χώρα από την ανωμαλία της αποικιακού τύπου διαχείρισης της οικονομίας και της δημοκρατίας της από ξένους δανειστές, όπως συμβαίνει με τα μνημόνια.
Εδώ, όμως, γίνεται λόγος για μια «ευρωπαϊκή κανονικότητα» ως ιδεώδες, φορτισμένη με φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές αξίες και θεσμούς, αυτό που ονομάζουμε συχνά «ευρωπαϊκό μοντέλο». Ας είμαστε σαφείς: το «ευρωπαϊκό μοντέλο», αν και ποτέ δεν υπήρξε ο παράδεισος που παρουσιάζουν οι άκριτοι διαφημιστές του, υπήρξε -και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι- μια αξιοζήλευτη μορφή οργάνωσης των κοινωνιών, ασφαλώς ανώτερη από όσες άλλες προσφέρονται σήμερα ή προσφέρθηκαν πρόσφατα παγκοσμίως. Γι' αυτό και αξίζει να το υπερασπιζόμαστε, γι' αυτό υποστηρίζουμε και την κύρια θεσμική του έκφραση, την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αυτό όμως που φαίνεται να διαφεύγει από πολλούς που επικαλούνται το ευρωπαϊκό μοντέλο είναι πως αυτό βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση και πως σήμερα κινδυνεύει κυριολεκτικά να καταρρεύσει, τόσο στην οικονομική όσο και στη δημοκρατική του διάσταση. Πρόκειται για μια κατάρρευση ίσως λιγότερο θεαματική απ' αυτή του «υπαρκτού σοσιαλισμού» προ τριακονταετίας, αλλά πιθανόν εξίσου ριζική και χωρίς την ελπίδα που συνόδευσε την πτώση του Τείχους.
Ποια είναι σήμερα η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» προς την οποία θα πρέπει να προσβλέπουμε; Το πολιτικό τοπίο της Ιταλίας ή της Αυστρίας; Η Ακροδεξιά να βρίσκεται ante portas, αλλού κυβερνώσα ή συγκυβερνώσα (Ιταλία, Αυστρία, Νορβηγία, Ελβετία, Φινλανδία), αλλού αξιωματική αντιπολίτευση ή δεύτερο σε ψήφους κόμμα (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία), αλλού ανερχόμενη δύναμη (Σουηδία); Το Brexit και το πολιτικό κλίμα που δημιούργησε; Τα αποσχιστικά κινήματα; Για δε τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, ας μη γίνει λόγος.
Το ευρωπαϊκό μοντέλο χτίστηκε γύρω από δύο πολιτικές οικογένειες, που διαγωνίζονταν περί το κέντρο, με ελάχιστο κοινό παρονομαστή κάποιες κοινωνικές ευαισθησίες και ένα ευρωπαϊκό όραμα. Βλέπουμε πουθενά αυτό να ισχύει σήμερα; Είναι «κανονική» η κατάρρευση της Κεντροαριστεράς περίπου παντού και η μετατόπιση της Δεξιάς όλο και περισσότερο προς την ατζέντα –συχνά δε και προς συνεργασία– με την Ακροδεξιά και τον εθνικισμό; Εξάλλου, η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» στηριζόταν και σε μια ισχυρή σχέση και κοινές αξίες με τις ΗΠΑ. Αναγνωρίζουμε τους δεσμούς αυτούς σήμερα με την Αμερική του Τραμπ;
Συμβιβάζεται μήπως με το ευρωπαϊκό μοντέλο το ξήλωμα του κράτους πρόνοιας, η υψηλή ανεργία, οι αυξανόμενες ανισότητες και η οικονομική ανασφάλεια που παράγει τις τελευταίες δεκαετίες ο κυρίαρχος νεοφιλελευθερισμός; Μα και όσοι μετατρέπουν την αναγκαστική υποταγή μας στις περίφημες «αγορές» σε πράξη προσέγγισης προς ένα ιδεώδες, προσβλέπουν άραγε σε μια «κανονικότητα» όπου το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο θα αποφασίζει προς όφελός του μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια της εθνικής ή και ευρωπαϊκής μας πολιτικής;
Η κανονικότητα που φαντασιώνονται μερικοί, διεθνής ή ευρωπαϊκή, δεν υπάρχει πια. Εχει καταστεί δυσλειτουργική και παράγει πλέον τέρατα. Καταρρέει δε κυρίως από τα μέσα, όχι από εξωτερικούς εχθρούς της. Οσοι την προβάλλουν άκριτα ως ιδεώδες, αντιπαραθέτοντάς τη μάλιστα σε μια «ελληνική ιδιαιτερότητα» που καταδικάζουν, λησμονούν πως η «ελληνική ιδιαιτερότητα» είναι συστατικό μέρος και προϊόν της κανονικότητας που θεραπεύουν. Βυθίζονται δε σε έναν βαθύτατο συντηρητισμό, καθώς υπερασπίζονται καταστάσεις που όλο και λιγότερο έλκουν τους πολίτες.
Αν θέλουμε να αντικρούσουμε έναν επερχόμενο νέο μεσαίωνα, αν θέλουμε να διαφυλάξουμε τις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ειρηνικής συμβίωσης, πρέπει να αγωνιστούμε για να αλλάξουμε ριζικά τη σημερινή απειλητική για τη δημοκρατία και την Ευρώπη «κανονικότητα», όχι απλά να ενταχθούμε σ' αυτήν.
Οι αντιστάσεις σ' αυτή την καταστροφική «κανονικότητα», από θέσεις αριστερές και φιλοευρωπαϊκές, παρά τη συχνά αναπόφευκτη «ατζαμοσύνη» τους, συμβάλλουν περισσότερο στην αντιμετώπιση των τεράτων που μας απειλούν, από τις κατάρες κατά της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» και την άκριτη υποταγή σε ένα ολοένα πιο προβληματικό και μη βιώσιμο σύστημα.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 15/10/2018.
Η μεταμνημονιακή εποχή συνιστά μια νέα περίοδο για τη χώρα. Εχουμε ήδη εισέλθει σε μια μεταβατική φάση «ανάρρωσης», που απαιτεί υπεύθυνη στάση. Δηλαδή, ορθολογικότερη και ουσιαστικότερη πολιτική αντιπαράθεση στη βάση των νέων δεδομένων. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε με το «κεφάλι στραμμένο πίσω», στο παρελθόν. Ούτε η αντι-ΣΥΡΙΖΑ υστερία εξυπηρετεί τη χώρα. Η ευρωπαϊκή αναγνώριση για τη θετική συμβολή της κυβέρνησης στην έξοδο από τα μνημόνια, αλλά και τη γενικότερη στάση της στα ευρωπαϊκά ζητήματα, δεν τη δικαιολογεί.
Η θεωρία ότι αυτό οφείλεται στο ότι ο Τσίπρας έγινε «delivery boy της Μέρκελ» θυμίζει πολύ τους «γερμανοτσολιάδες» του 2012... Η μεταμνημονιακή ατζέντα θέτει νέα διακυβεύματα και πολιτικά διλήμματα. Ας τη συνοψίσουμε σε τέσσερις διαχωριστικές πολιτικές γραμμές.
Η πρώτη αφορά την πολιτική κατεύθυνση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου ανάπτυξης. Ο κεντροδεξιός πόλος υιοθετεί μια κλασική νεοφιλελεύθερη συνταγή. Αυτορρύθμιση των αγορών. Εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού κράτους (υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση). Απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και αποφορολόγηση του μεγάλου πλούτου. Με δυο λόγια, περαιτέρω διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Αντίθετα, ο κεντροαριστερός πόλος επιδιώκει ένα παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης με τις αναγκαίες ρυθμίσεις στην αγορά και με δίκαιους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς. Στόχος, η άμβλυνση των ανισοτήτων. Η ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους δεν είναι «παροχολογία» αλλά δημοκρατική υποχρέωση.
Η δεύτερη διαχωριστική πολιτική γραμμή προέκυψε με αφορμή την επίλυση του «μακεδονικού προβλήματος». Δυστυχώς, ένα πολύ μεγάλο τμήμα της αντιπολίτευσης, και κυρίως η Ν.Δ. του κ. Μητσοτάκη, θυσίασε την κοινή εθνική γραμμή στις μικροκομματικές εκλογικές σκοπιμότητες της συγκυρίας. Με δύο σοβαρές συνέπειες: αφενός να λειτουργεί υπονομευτικά ως προς τις ευρύτερες γεωπολιτικές ανάγκες της χώρας και αφετέρου να ενισχύει επικίνδυνα μια εθνικιστική «ταυτοτική» Δεξιά και μέσα στο κόμμα του και ευρύτερα στην κοινωνία, επωάζοντας στον βραχύ χρόνο έναν «Ελληνα Σαλβίνι».
Είναι ένα «κλίμα» που πιθανότατα θα σταθεί εμπόδιο στη διευθέτηση διαφορών με την Αλβανία και ακόμα περισσότερο στην προώθηση μιας δίκαιης λύσης του Κυπριακού.
Η τρίτη διαχωριστική πολιτική γραμμή αφορά την ενίσχυση και ουσιαστική εμβάθυνση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, με παράλληλους θεσμούς μεγαλύτερης συμμετοχής κοινωνικών φορέων και πολιτών. Ενίσχυση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Προώθηση ανεξάρτητων αρχών ελέγχου, διαφάνειας και λογοδοσίας και κυρίως ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης σε όλα τα επίπεδα και ιδίως στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της.
Μια «αφυδατωμένη» δημοκρατία, χωρίς ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών της και χωρίς διασταυρούμενους μηχανισμούς ελέγχου, γίνεται εύκολο θύμα της διαπλοκής, των άνομων συμφερόντων και της λαϊκίστικης προπαγάνδας.
Η τέταρτη διαχωριστική πολιτική γραμμή συνδέεται με την άνοδο της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς που αφορά και τέμνει σχεδόν συνολικά την Ευρώπη. Εχει αποχρώσεις από χώρα σε χώρα και οφείλεται σε πολλούς παράγοντες εναλλασσόμενης βαρύτητας: Στις πολιτικές της λιτότητας που οξύνουν και διευρύνουν την ανεργία και τις κοινωνικές ανισότητες. Στις αρνητικές εμπειρίες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Στο έλλειμμα δημοκρατίας. Στον φόβο και την ανασφάλεια των μεσαίων τάξεων και των παραδοσιακών λαϊκών στρωμάτων που δημιουργούν (εκτός από την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση) το μεταναστευτικό-προσφυγικό κύμα, η πολυπολιτισμικότητα κτλ.
Δεν πρέπει βέβαια να υποτιμήσουμε τις υπαρξιακές και πολιτισμικές ανασφάλειες των πολιτών, αλλά και δεν πρέπει να παραδοθούμε και να συνταχθούμε, εξ αυτού του λόγου, στη λογική του φόβου, που υπονομεύει την Ευρώπη και τις αξίες μας.
Αυτό το σύνθετο πολιτικο-πολιτισμικό «μείγμα» τροφοδοτεί την ακροδεξιά εθνικιστική (ταυτοτική) αναδίπλωση, με «αντισυστημικά» ανακλαστικά που στηρίζονται πάνω σ' έναν υφέρποντα ρατσισμό-φασισμό. Αντιμετωπίζεται μόνο εάν επέμβουμε δραστικά πολιτικά και πολιτιστικά στις «πηγές» της κρίσης.
Υπάρχει, αναμφισβήτητα, μια πολιτική και πολιτισμική προοδευτική γραμμή, που τέμνει και την Ευρώπη και την Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να την επανα-«επινοήσουμε». Υπάρχει. Δεν μπορεί να διαγραφεί, παρά τις προσπάθειες που μερικοί καταβάλλουν. Οφείλουμε να προωθήσουμε με ρεαλισμό, με διάλογο και ευρυχωρία, χωρίς ταμπού και παρελθοντολογίες, τη σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων και τις προγραμματικές συμφωνίες. Τα διακυβεύματα είναι πολλά και μεγάλα! Ουδείς προοδευτικός πολίτης δικαιούται να υποκρίνεται τον «Πόντιο Πιλάτο».
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/10/2018.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Η ανάπτυξη της χώρας
απαιτεί την άμεση ανασύνταξη του κοινωνικού διαλόγου
Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε.) διοργάνωσε σήμερα, Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018, στο πλαίσιο της σύγκλησης της Ολομέλειάς της, συζήτηση με τους φορείς-μέλη της για την ανασύνταξη του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου στη χώρα, ο οποίος τα τελευταία χρόνια υποβαθμίστηκε σημαντικά.
Στη συνεδρίαση συμμετείχαν ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Νίκος Βούτσης, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Γιάννης Δραγασάκης, ο πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και πρώην Υπουργός Οικονομικών κ. Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και πρώην Υπουργός Ανάπτυξης κ. Κωστής Χατζηδάκης. Επίσης, ο κ. Σωκράτης Φάμελλος, Αν. Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Στην εναρκτήρια ομιλία του ο Πρόεδρος της Ο.Κ.Ε. κ. Γιώργος Βερνίκος αναφέρθηκε στο έργο της Ο.Κ.Ε. και στις διεθνείς συνεργασίες της για θέματα που αφορούν κρίσιμους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Επίσης, τονίζοντας τη σημασία του κοινωνικού διαλόγου για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας και τη βιώσιμη ανάπτυξη, επεσήμανε την ανάγκη ανασύνταξης του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου και την τήρηση της υποχρεωτικότητας που προβλέπει το Σύνταγμα και η νομοθεσία για την έκφραση αιτιολογημένη γνώμης της Ο.Κ.Ε. πριν από την ψήφιση των νομοσχεδίων στη Βουλή για θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Ο κ. Βούτσης υπογράμμισε ότι «σε ό,τι αφορά τον απολογισμό και τη στρατηγική ανασύνταξη του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου στο πλαίσιο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, σήμερα είναι πιο εύκολο να γίνει, ακριβώς επειδή άρχισε να λειτουργεί η προϋπόθεση του άκρως σημαντικού θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων με στόχο την ολοκλήρωσή του. Άρα ο ανταγωνισμός και οι συνθέσεις μπορούν να δώσουν ακόμη μεγαλύτερο νόημα στην ανάγκη του κοινωνικού διαλόγου για την επίτευξη ενός modus vivendi πάνω σε ορισμένα θέματα. Σε σχέση με την πολιτική ατζέντα των κομμάτων και το κατά πόσον έχουν αισθανθεί και ιεραρχήσει την ανάγκη του κοινωνικού διαλόγου, αλλά και του διαλόγου με την κοινωνία των πολιτών, πιστεύω ότι έχουμε μπει πλέον -κι αυτό είναι χαρακτηριστικό της νέας περιόδου- σε μια συστηματική προσπάθεια προγραμματικής ανασυγκρότησης των κομμάτων και εμβάθυνσης πάνω στα νέα δεδομένα, μετά από τη φάση κατά την οποία υπήρξαν κάποιες συγκεκριμένες, κάθε φορά, δεσμεύσεις, που έπρεπε να υλοποιούνται για να προχωράνε οι αξιολογήσεις» πρόσθεσε ο Πρόεδρος της Βουλής.
Ο κ. Δραγασάκης τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι χρειάζεται «να υποστηριχθεί ένας κοινωνικός και πολιτικός διάλογος που θα ενισχύσει τις άμυνες της δημοκρατίας απέναντι στις απειλές που αναδύονται. Αυτή η συνθήκη, προτάσσει μια διττή ανάγκη, τόσο εντός χώρας όσο και στο επίπεδο της Ευρώπης. Από τη μία πλευρά είναι ζωτικής σημασίας ένας χώρος εθνικού διαλόγου με στόχο την ευρύτερη συναίνεση γύρω από ζητήματα θεμελιακά για την επιβίωση της δημοκρατίας (πώς, για παράδειγμα, αντιμετωπίζουμε την ακροδεξιά απειλή, που αποτελεί έκφανση της διάρρηξης των κοινωνικών συμβολαίων και της υπονόμευσης της εμπιστοσύνης). Από την άλλη, για να επανασυνδεθεί το κοινωνικό με το πολιτικό είναι κρίσιμο να μορφοποιηθεί ένας χώρος προοδευτικού διαλόγου, χώρος δηλαδή συσπείρωσης των προοδευτικών δυνάμεων με στόχο τη διαμόρφωση μιας βιώσιμης εναλλακτικής απέναντι στην νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία που όπως απέτυχε να αποτρέψει την κρίση, με τις γνωστές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, απέτυχε και στη διαχείρισή της με τις τάσεις αυταρχικής πολιτικής εκτροπής να πληθαίνουν στην Ευρώπη».
Ο κ. Βενιζέλος αναφέρθηκε στη σημασία της γνώμης της Ο.Κ.Ε. «όταν διατυπώνεται κατά την κατάρτιση του νομοσχεδίου, πριν καν τη θέση ενός προσχεδίου νόμου σε κοινωνική διαβούλευση, όπως γίνεται τώρα». Στη συνέχεια επεσήμανε ότι «συμφωνούμε για τον κοινωνικό διάλογο και για το μέλλον της χώρας, στο επίπεδο των αυτονόητων γενικοτήτων. Όταν διατυπώνουμε, με στερεότυπα, γενικότητες και αυτονόητα, συμφωνούμε όλοι. Είναι πολλά τα πεδία στα οποία υπάρχει σύμπτωση απόψεων όλων των φορέων –κοινωνικών, θεσμικών, ερευνητικών– που έχουν διατυπώσει απόψεις για τη φορολογία, για δημόσια διοίκηση, για την εκπαίδευση και ούτω καθεξής, με διαφωνίες, βεβαίως, στην αγορά εργασίας και στην κοινωνική ασφάλιση, όπου είναι διαφορετικοί οι ταξικοί ρόλοι, οι ρόλοι στην παραγωγή. Αλλά όταν πας να τα εξειδικεύσεις αυτά, καταρρέει το αυτονόητο της γενικότητας. Βεβαίως όλοι θέλουμε ανάπτυξη, όλοι θέλουμε ανταγωνιστικότητα, όλοι θέλουμε την επάνοδο στην κανονικότητα, όλοι θέλουμε την ευρωπαϊκή προοπτική, και τι συμβαίνει; Όταν πας να τα εξειδικεύσεις αυτά βρίσκεσαι μπροστά σε ανυπέρβλητα διλήμματα, σε συγκρούσεις, σε αντιθέσεις. Αυτά όλα –και αυτή είναι η τελευταία μου παρατήρηση – θα μπορούσαμε να τα συζητούμε με άνεση υπό όρους κανονικότητας. Η χώρα δεν βρίσκεται υπό όρους κανονικότητας».
Ο κ. Χατζηδάκης δήλωσε ότι «η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, ως θεσμός που προάγει τον διάλογο, έχει εκ των πραγμάτων ένα σημαντικό ρόλο να παίξει στην προσπάθεια να χτίσουμε τη χώρα που αξίζουν όλες οι Ελληνίδες και όλοι οι Έλληνες. Διότι στην προσπάθεια αυτή είναι δεδομένο πως θα υπάρχουν διαφωνίες. Όμως με σεβασμό στις διαφορετικές απόψεις θα μπορέσουμε να καταλήξουμε στη δημιουργική σύνθεση που απαιτείται για να μην αφήνουμε τις διαφωνίες αυτές να στερούν από την πατρίδα μας ένα καλύτερο μέλλον ... Στην παρούσα φάση είναι μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ η μεγάλη συμμαχία του πολιτικού συστήματος, των εργαζομένων, των εργοδοτών και των κοινωνικών φορέων. Η Ελλάδα ανήκει σε όλους μας. Και αν κάτι πάει στραβά, χάνουμε όλοι μας. Και αυτό όσο νωρίτερα το αντιληφθούμε, τόσο το καλύτερο. Η πατρίδα μας έχει ζημιωθεί διαχρονικά από την έλλειψη κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου και συνεννόησης. Και αυτό μας αδικεί, γιατί ακυρώνει πολλά από τα πλεονεκτήματά μας ως χώρα».
Προηγήθηκε συνάντηση του Συμβουλίου των Προέδρων των Μελών της Ο.Κ.Ε., στο οποίο συμμετείχαν οι κ. Ιωάννης Παναγόπουλος, Πρόεδρος Γ.Σ.Ε.Ε., κ. Βασίλειος Κορκίδης, Πρόεδρος Ε.Σ.Ε.Ε., κ. Ιωάννης Ρέτσος, Πρόεδρος Σ.Ε.Τ.Ε., κ. Ιωάννης Παϊδας, Πρόεδρος Α.Δ.Ε.Δ.Υ., κ. Νικόλαος Καραμούζης, Πρόεδρος E.E.T., κ. Γεώργιος Πατούλης, Πρόεδρος Κ.Ε.Δ.Ε., κ. Δημήτριος Βερβεσός, Πρόεδρος Δ.Σ.Α., κ. Γεώργιος Στασινός, Πρόεδρος Τ.Ε.Ε., κ. Κωνσταντίνος Κόλλιας, Πρόεδρος Ο.Ε.Ε., κ. Χάρης Κυριαζής, Εκπρόσωπος ΣΕΒ, κ. Δημήτρης Βαριάμης, Α' Αντιπρόεδρος Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε, κ. Γεώργιος Βλάχος, Πρόεδρος Σ.Α.Τ.Ε., κ. Νικόλαος Τσεμπερλίδης, Πρόεδρος ΚΕ.Π.ΚΑ., κ. Κωστής Παπαϊωάννου, Πρόεδρος Greenpeace Ελλάδα, κ. Ιωάννης Λυμβαίος, Γενικός Γραμματέας ΕΣΑμεΑ και κ. Βασίλειος Θεοτοκάτος, Πρόεδρος Α.Σ.Π.Ε.
Στη διάρκεια της συνάντησης υιοθετήθηκε Κοινή Δήλωση για τα ζητήματα που ταλανίζουν τη χώρα. Στην Κοινή Δήλωση:
• Τονίζεται η ανάγκη για απολογισμό και στρατηγική ανασύνταξης του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου στο πλαίσιο της Ο.Κ.Ε.
• Επισημαίνεται ότι ο κοινωνικός διάλογος, σήμερα περισσότερο από ποτέ, θα πρέπει να επανέλθει και να βρίσκεται ψηλά στην πολιτική ατζέντα κάθε κυβέρνησης, των πολιτικών κομμάτων και να μην λειτουργεί ανταγωνιστικά, αλλά συμπληρωματικά με τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα μεγάλα ζητήματα της κοινωνίας και της οικονομίας.
• Υπογραμμίζεται η βαρύτητα της Συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων και της κοινωνίας των πολιτών για το Εθνικό Αναπτυξιακό Σχέδιο, περίγραμμα του οποίου παρουσίασε η Ο.Κ.Ε. στα πολιτικά κόμματα το Φεβρουάριο του 2018.
• Δηλώνεται η ενεργός συμμετοχή των Προέδρων των φορέων της Ολομέλειας της Ο.Κ.Ε. στη διαβούλευση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την εμβάθυνση, καθώς και ολοκλήρωσή της. Η ενεργός συμμετοχή και η υπευθυνότητα των κοινωνικών εταίρων, των παραγωγικών δυνάμεων και της κοινωνίας των πολιτών είναι βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Ο Πρόεδρος της Βουλής, στο τέλος της συζήτησης, διαπίστωσε ότι υπάρχει ευρεία αποδοχή και συναίνεση στα τέσσερα σημεία της Κοινής Δήλωσης των Προέδρων των φορέων που συμμετέχουν στην Ο.Κ.Ε. Επιπλέον, τόνισε την ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου της Ο.Κ.Ε και δεσμεύτηκε ότι στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής τη Δευτέρα θα θέσει το θέμα της στενής συνεργασίας της Ο.Κ.Ε. με τις Διαρκείς Επιτροπές της Βουλής.