Thursday, 28 March 2024

Nouveau monde ?

Tout esprit contemporain, tout honnête homme moderne le sait : le clivage droite-gauche a disparu. Il est archaïque, dépassé, désuet, décati, chenu, vermoulu, obsolète, à envoyer au musée. Seuls comptent désormais la distinction entre ancien et nouveau monde, le partage entre pro-européens et anti-européens, entre «fainéants» et «réformateurs» et, plus largement, entre partisans et adversaires de l'ouverture internationale. Ceux qui ne pensent pas cela sont justement «de l'ancien monde». À la casse...

Pourtant quelques détails viennent entacher ce radieux tableau. Après un an d'exercice, comment définit-on la politique Macron ? Elle avantage les contribuables aisés, les entreprises, la finance, elle libéralise la SNCF et le marché du travail, elle est verticale, impérieuse, elle est ferme envers les zadistes, les étudiants contestataires et les immigrés. Nouveau monde ? Non, disent la plupart des commentateurs, avec lesquels l'opinion est d'accord (voir les sondages sur ce point) : une politique de droite, ou de centre-droit. Autrement dit, les chefs de la République en Marche, qui contestent le clivage droite-gauche, s'y inscrivent pleinement.

Après plus d'un an, comment définir la politique Trump ? Populiste, hétérodoxe, disait-on, baroque, imprévisible, elle devait échapper aux critères habituels. Depuis, Trump a baissé les impôts des riches, tapé à bras raccourcis sur les immigrés, refusé tout contrôle des armes en dépit des tueries quasi quotidiennes, soutenu sans réserves la droite israélienne, mené une politique étrangère agressive aux antipodes du multilatéralisme d'Obama, promu des racistes avérés et des bellicistes obsessionnels. Sa politique n'a rien d'inclassable : elle reprend les plus anciens thèmes de la droite réactionnaire américaine. Trump est un Reagan pignouf, un George W. Bush mal élevé et brutal. Nouveau monde ? Non : un nouveau monde de droite.

Netanyahou fait tirer sur les manifestants de Gaza et mène une politique de dureté extérieure et de libéralisme intérieur. Nouveau monde ? Non : droite israélienne décomplexée. Theresa May applique tant bien que mal, avec Boris Johnson, le mandat du Brexit. Orban ferme ses frontières et met en place un pouvoir autoritaire. Ergogan devient sultan de Turquie, Poutine néo-tsar de Russie, expansionniste et traditionaliste, le mouvement Cinq Étoiles s'allie avec l'extrême-droite. Nouveau monde ? Dépassement des clivages traditionnels ? Politique inédite ? Rien de tout cela : le retour des plus vieux thèmes conservateurs, nationalistes ou pro-business, souvent les trois à la fois. Ce n'est pas le nouveau monde, c'est le retour de l'ancien, qui se traduit par une droitisation générale de la planète. Au fond, si l'on y réfléchit bien, ce n'est pas le clivage droite-gauche qui s'efface. C'est la gauche.

*Δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα "Liberation" στις 17/5/2018. 

Ο Μακρόν στην κορυφή του Ολύμπου

Στις περσινές γαλλικές εκλογές, οι Γάλλοι και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι βλέπαμε με ανακούφιση να απωθείται ο ακροδεξιός κίνδυνος και ταυτόχρονα να αναδύεται ένα πολιτικό φαινόμενο: ο νεαρός, τηλεγενής και καλλιεργημένος Εμανουέλ Μακρόν ενσάρκωνε ένα σύγχρονο και νικηφόρο Κέντρο, πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, έννοιες παρωχημένες, με τα λόγια του ίδιου, που καταπνίγουν την ατομική πρωτοβουλία.

Ανέτρεπε, έτσι, την παραδεδεγμένη σοφία ότι η διακυβέρνηση είναι πάντοτε «κεντρώα» αλλά το Κέντρο από μόνο του σπανίως γίνεται πλειοψηφικό (Ζακ Ζιλιάρ, Οι Αριστερές της Γαλλίας, Πόλις, 2015). Κλειδί της εντυπωσιακής του εκτόξευσης ανάμεσα στη λαϊκιστική ριζοσπαστική Αριστερά του Μελανσόν και την άκρα Δεξιά της Λεπέν ήταν ότι στον άξονα Αριστερά-Δεξιά (0-10) οι Γάλλοι τού αναγνώριζαν την απολύτως κεντρώα θέση (5,2). Σήμερα, τον τοποθετούν σαφώς δεξιότερα, στη θέση 6,7, σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Cevipof. Ο μακρονισμός στη διακυβέρνηση αποδεικνύεται λιγότερο κεντρώος.

Είναι θέμα ετικέτας ή πολιτικής; Ο Μακρόν εξ αρχής υιοθέτησε το σλόγκαν «Απελευθέρωση και προστασία» (Libérer et protéger)· μια συνεκτική υπόσχεση ότι η Γαλλία θα ανακτήσει το χαμένο μεγαλείο και τον δυναμισμό της δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία στις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις αλλαγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με αντιστάθμισμα μεγαλύτερη μέριμνα για τους εργαζομένους.

Ωστόσο, ο μεταρρυθμιστικός οίστρος έγειρε ανισομερώς στο πρώτο σκέλος, με εμβληματική πρωτοβουλία το νέο εργατικό δίκαιο, μια σαρωτική απορρύθμιση της «ανελαστικής» γαλλικής αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, στο πεδίο της αναδιανομής, πάνω από το 70% των Γάλλων κρίνουν αρνητικά τον Μακρόν ως προς τη μείωση των ανισοτήτων, την αύξηση της αγοραστικής δύναμης ή τη βελτίωση του κράτους πρόνοιας, αποδίδοντάς του το προσωνύμιο «ο πρόεδρος των πλουσίων» – όχι εντελώς άδικα, καθώς όπως εκτιμά το Παρατηρητήριο Οικονομικής Συγκυρίας (OFCE), η κυβερνητική πολιτική ευνοεί το πλουσιότερο 5% των πολιτών.

Η σημαντική μείωση του φόρου περιουσίας, η εισαγωγή ενός flat tax για τα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία, μετοχές και μερίσματα, η μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων από 33,3% σε 25% μέχρι το 2022 και προσφάτως η κατάργηση του λεγόμενου «exit tax» που εμπόδιζε τη φοροαποφυγή στο εξωτερικό, είναι παρεμβάσεις που εν μέρει μόνο αντισταθμίζονται από τη μείωση των εισφορών των εργαζομένων, τη σταδιακή κατάργηση του φόρου κατοικίας (που όμως ευνοεί το ευπορότερο 20%) και την αύξηση ορισμένων επιδομάτων για ευάλωτες ομάδες.

Από την άλλη, μεταρρυθμίσεις με περισσότερο προοδευτικό πρόσημο, όπως η ενίσχυση των σχολικών τάξεων στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές, η αναδιοργάνωση της επαγγελματικής κατάρτισης και η αναδιαμόρφωση του κατώτατου μισθού, αναπτύσσονται σε δεύτερη ταχύτητα.

Εάν ο πολιτικός «κεντρισμός» είναι συνώνυμο μιας ορισμένης μετριοπάθειας και συναινετικής διάθεσης, τότε και εδώ ο μακρονισμός διαψεύδει την κεντρώα υπόσχεση.

Σε αντίθεση με το προφίλ «φυσιολογικού προέδρου» του Ολάντ αλλά και τη μιντιακή υπερέκθεση του Σαρκοζί, ο Μακρόν θέλησε να γίνει η ενσάρκωση μιας κραταιάς εξουσίας που παίρνει απόσταση από την τρέχουσα πολιτική και επικοινωνεί σπανίως αλλά καταλυτικά και αδιαμεσολάβητα με τον λαό.

Ωστόσο, ο αρχικός ενθουσιασμός των Γάλλων για την επιβλητική προεδρική φιγούρα του Διός («Président jupitérien», όπως έχει καθιερωθεί στη δημόσια συζήτηση) φαίνεται να δίνει τη θέση του στην καχυποψία προς ένα κάπως αυταρχικό στιλ διακυβέρνησης – το οποίο ενισχύει και η διαιώνιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που πρωτοεφαρμόστηκε μετά τις τζιχαντιστικές επιθέσεις του 2015.

Ενα άλλο προσωνύμιο για τον Γάλλο πρόεδρο, που απέχει πάντως ακόμη από τα 450 που αποδίδονταν στον μυθολογικό Δία, επέλεξε το Forbes: «Ο ηγέτης των ελεύθερων αγορών» (κατά το «Ο ηγέτης του ελεύθερου κόσμου»).

Το περιοδικό καλωσορίζει με θέρμη τον «γαλλικό οικονομικό Διαφωτισμό» που ενσαρκώνει ο Μακρόν: ελεύθερο εμπόριο, χαμηλότερη φορολογία, λιγότερη ρύθμιση – η ολύμπια εξουσία συναντά την προμηθεϊκή φιγούρα του entrepreneur (επιχειρηματία).

Να το βασικό διαπιστευτήριο του Μακρόν στην προσπάθειά του να επαναφέρει τη Γαλλία στο διεθνές επίκεντρο ως ένα μοντέλο που προτάσσει την ελεύθερη αγορά ενάντια στον προστατευτισμό του Τραμπ, αλλά επίσης υπερασπίζεται τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα ή προωθεί την πολιτική εμβάθυνση της ευρωζώνης κόντρα στη μονίμως απρόθυμη Γερμανία.

Ο μακρονικός «κεντρισμός» παραμένει ένα εκλεκτικιστικό πολιτικό πρόγραμμα, ωστόσο με εμφανώς δεξιόστροφη δεσπόζουσα.

Στο επίκεντρό του βρίσκεται μια ατομι(στι)κή ουτοπία των απελευθερωμένων από τα ρυθμιστικά δεσμά winners – στρατηγική που από τη μία μοιάζει ριψοκίνδυνη τη στιγμή που η ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση, και δη στη Γαλλία, βασίζεται στην όξυνση των ανισοτήτων και στο αίσθημα επισφάλειας των outsiders, ενώ από την άλλη μάλλον δεν μπορεί να είναι το οξυγόνο που απεγνωσμένα αναζητά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, εάν τουλάχιστον θέλει να παραμείνει πιστή στον εαυτό της, δηλαδή σε έναν ταξικό συμβιβασμό αλλά προς όφελος των πιο αδύναμων.

Το «νέο» που επαγγέλθηκε ο χαρισματικός ηγέτης δείχνει τα πρώτα σημάδια φθοράς. Εξάλλου, όπως λέει ο Πολ Ρικέρ συζητώντας με τον Κορνήλιο Καστοριάδη (Διάλογος για την ιστορία και το κοινωνικό φαντασιακό, Ερμα, 2018): «Η ιδέα του απολύτως νέου είναι αδιανόητη... πριν από εμάς υπάρχει κάτι ήδη ρυθμισμένο, το οποίο και απορρυθμίζουμε για να το ρυθμίσουμε διαφορετικά».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/5/2018.

Μάης ’68: από το μονοδιάστατο στο μονοπολικό

Ο Μάης εκδηλώθηκε στη Δύση. Συνεπώς, έφερε εντός του τα όρια που έθετε η Δύση. Το μαξιμαλιστικό αίτημα ριζικής ανατροπής, «να αλλάξουν όλα», ήταν ραμμένο με την άλλη άκρη της αρχής του Λαμπεντούζα, «ώστε να μην αλλάξει τίποτα».

Εξέφρασε απόλυτα την ψυχροπολεμική διπλή απογοήτευση για την υποβάθμιση του ανθρώπου στον σοβιετικό κόσμο και την παλινόρθωση του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον δυτικό κόσμο.

Στο στάδιο αυτό, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε εκτός από τον «Μονοδιάστατο άνθρωπο» αναγνώριζε τις βάσεις του υπαρξισμού του Σαρτρ: «... Ο κόσμος δεν κατέρρευσε μετά την ήττα του φασισμού∙ επέστρεψε στις προηγούμενες μορφές του –όχι προς την ελευθερία, αλλά παλινόρθωσε με τιμές το παλαιό καθεστώς– σε αυτό το ιστορικό άτοπο που ζει εντός της υπαρξιστικής αντίληψης».

Μολαταύτα, ο Μάης '68 άσκησε παγκόσμια αντισυστημική επιρροή. Το βλέπουμε στις μαρτυρίες, στα αφιερώματα. Ηταν, για μία ακόμα φορά, «ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο».

Η φθορά του, όμως, οφείλεται σε δύο παράγοντες που έδρασαν εδώ και μισό αιώνα. Πρώτον, στην ίδια την Αριστερά και, δεύτερον, στην αντίδραση του συντηρητισμού.

Η φαντασία προϋπέθετε στρατηγική ευφυία, σκοπούς-μέσα, πιθανώς και συμφέροντα. Αυτά έλειπαν από τα παλαιά ΚΚ της Δύσης που ήταν υπόλογα στην ΕΣΣΔ, με αποτέλεσμα η λοιπή Αριστερά, πολύχρωμη, πολυδιασπασμένη, εγωιστική, θεματική και χαρούμενη, εντός των ορίων που έθετε η Δύση, να ξαναηττηθεί.

Από την άλλη, η συστημική αντίδραση στον Μάη του '68 πήρε διάστασεις ακήρυχτου πολέμου.

Αξίζει να σταθούμε σε δύο. Η πρώτη είχε να κάνει με το είδος «σχεδίου Μάρσαλ για τη διανόηση». Αφθονούν οι πολιτιστικές παρεμβάσεις της CIA στη γαλλική κουλτούρα και στις κοινωνικές επιστήμες. Εδώ, οι ΗΠΑ στόχευαν στην ανακοπή των αριστερών επιστημονικών ιδεών.

Οι ψυχροπολεμικοί πράκτορες σε μυστική έκθεσή τους αναγνώριζαν την επιτυχία των «Νέων Φιλοσόφων», μιας νέας γενιάς αντιμαρξιστών διανοητών, όπως ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, ο Αντρέ Γκλυκσμάν, ο Ανρί Βεμπέρ και ο Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ οι οποίοι δρούσαν με επιτυχία στα mainstream ΜΜΕ, καθ' όλη τη δεκαετία του '70, με αδιακόπη κριτική εναντίον «της τελευταίας κλίκας των κομμουνιστών σοφών» ‒ που, σύμφωνα με τη CIA, αποτελούνταν από τον Σαρτρ, τον Ρολάν Μπαρτ, τον Λακάν, τον Λουί Αλτουσσέρ κ.ά.

Ο πνευματικός πόλεμος κατά της Αριστεράς διεξήχθη με το χρήμα των φιλελεύθερων ιδρυμάτων του αμερικανικού 20ού αιώνα: τα Ιδρύματα Ford, Carnegie και το Ίδρυμα Rockefeller κ.ά.

Ο κύριος εκφραστής της κοινωνιολογικής σκέψης στη Γαλλία, ο Ρεϋμόν Αρόν που «εργάστηκε δυσφημίζοντας το πνευματικό οικοδόμημα του γαλλικού μαρξισμού» έλαβε γενναία επιχορήγηση από το Ίδρυμα Ford για τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών (Fondation Maison des Sciences de l'Homme), και βοήθεια για το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκής Κοινωνιολογίας στο Παρίσι, προκειμένου να εξαπολύσει τους σαρκασμούς του για το «απέραντο ξεφάντωμα», το «καρναβάλι», το «εθνικό ψυχόδραμα», τη «μηδενιστική επανάσταση»...

Η δεύτερη, εκτός από την κουλτούρα, είχε να κάνει με τις πολιτικές μεταβολές στήριξης διεθνικών θεσμών και προώθησης διατλαντικών σχέσεων. Βασικός συντελεστής ήταν ο συνομιλητής του Σαρλ ντε Γκωλ, Ζαν Μονέ που, σε συνεργασία με τις οικονομικοπολιτικές ελίτ της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ και των ΗΠΑ, υπήρξε από τους ιδρυτές του ΝΑΤΟ και της επιτροπής για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης (τη σημερινή Ε.Ε.).

Ο στόχος της ανάπτυξης αναπροσανατολίστηκε στην ιδέα της εθνικής «ανάπτυξης», νοούμενης ουσιαστικά ως αυξημένη αστικοποίηση, διεύρυνση ενός αναλώσιμου μεσοστρώματος θεατών ΤV και καταναλωτών Coca Cola, προστασία των νεοσύστατων βιομηχανιών και θεμελίωση κρατικών θεσμών και γραφειοκρατιών. Σε αυτά αντιστάθηκε ο Μάης.

Μετά το '80, οι δαπάνες εκπαίδευσης και υγείας επρόκειτο να μειωθούν δραστικά και, κυρίως, το κεφάλαιο θα μπορούσε να κινείται ελεύθερα χωρίς σύνορα.

Επρόκειτο για μια σωρεία συνταγών υπό τους κωδικούς «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» και «There Is No Alternative, ΤΙΝΑ» ̶ (Δεν υπάρχει εναλλακτική) της Θάτσερ. Στη δεκαετια του '90, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ, ΠΟΕ κ.ά. συνέβαλλαν στη στερέωση της «Νέας Οικονομίας» και στη θεσμική επιβολή των πρωταρχικών στόχων της οικονομικής πολιτικής του μονοπολικού κόσμου, όπως προέκυψε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Του κόσμου που υπηρέτησε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και απαξάπαντες οι Αμερικανοί πρόεδροι, από τον Νίξον έως τον Ομπάμα.

Κοντολογίς, ήθελαν το τέλος της Αριστεράς ως υπερασπιστή του ηθικού-πολιτισμικού φιλελευθερισμού ενάντια στον αγοραίο νεοφιλελευθερισμό και τη νεοσυντηριτική επανάσταση! Στη Γαλλία το ψυχόδραμα συνεχίστηκε με τον Σαρκοζί που ήθελε «να ξεμπερδεύουμε με την κληρονομιά του Μάη του '68» και με τα Σύμφωνα Ανάπτυξης και Σταθερότητας των ημερών μας.

Παρά τα πολλά διακριτά και αντίπαλα ιδεολογικοπολιτικά γένη του, ο Μάης είναι εδώ: κορυφαία αντι-ιεραρχική, ελευθεριακή, καταστασιακή, συγκρουσιακή και ηδονιστική στιγμή, λίγο μεσσιανική, συνάμα ουτοπική, ρομαντική, πάντα νεαρή πνοή κι αγαπησιάρικη... ενάντια στις μορφές καταπίεσης. Δεν το λες λίγο.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 13/5/2018. 

Ομιλία Γιώργου Σωτηρέλη. Σημεία για την προοδευτική πολιτική στην Ελλάδα του 21ου αιώνα

Αξιότιμοι προσκεκλημένοι της σημερινής εκδήλωσης,

Αγαπητοί φίλοι,

Ευχαριστώ θερμά τους οργανωτές διότι μου δίνουν την ευκαιρία να εκθέσω την άποψή μου για ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, που με απασχόλησε επανειλημμένα, τόσο με αρθρογραφία όσο και με το βιβλίο μου Ποια Αριστερά, ως προς το πρώτο, δηλαδή το ευρωπαϊκό, σκέλος του.

Ωστόσο σήμερα το ερώτημα τίθεται συνδυαστικά και απαιτεί μια πολύ προσεκτική προσέγγιση, διότι δυστυχώς στην χώρα μας αφ'ενός μεν συνηθίζονται τα ψευδεπίγραφα αφ'ετέρου δε υπάρχουνιδιαίτερες συνθήκες που διαφοροποιούν και ταυτόχρονα θολώνουν τον σχετικό προβληματισμό.

1. Ξεκινώ από την Ευρώπη.

Α. Τι είναι ο προοδευτικός χώρος; Για να κατασταλάξουμε σε μια πειστική απάντηση, πρέπει κατά την άποψή μου να αντιδιαστείλουμε τον όρο «πρόοδος» από τον όρο «εκσυγχρονισμός», με τον οποίο συχνά, άλλοτε αφελώς και άλλοτε επιτηδείως, επιχειρείται μια ανεπίτρεπτη ταύτιση.

Ο όρος «Εκσυγχρονισμός» είναι ένας ουδέτερος ιδεολογικοπολιτικά όρος που σημαίνει απλώς την άκριτη προσαρμογή, μέσω ουδέτερων «μεταρρυθμίσεων, στα «σύγχρονα δεδομένα», τα οποία αντιμετωπίζονται περίπου σαν φυσικά φαινόμενα. Αντίθετα, ο όρος «πρόοδος» διαχρονικά προϋποθέτει ιδεολογικές και πολιτικές διεργασίες κριτικής διήθησης αυτών των δεδομένων, ώστε αφ'ενός μεν να αποφευχθεί η εθελοτυφλία, απέναντι στην σύγχρονη πραγματικότητα, αφ'ετέρου όμως να αξιοποιηθούν όλες οι αντικειμενικές και υποκειμενικές δυνατότητες, προκειμένου να αλλάξει αυτή η πραγματικότητα και μάλιστα προς όφελος των ανθρώπων και όχι των αγορών και με ειδικότερη μέριμνα προς αυτούς που οδηγούνται ραγδαία, λόγω των νέων συνθηκών, στην περιθωριοποίηση και στον κοινωνικό αποκλεισμό.

Ποιος εξέφρασε διαχρονικά την πρόοδο στον χώρο της Ευρώπης; Αναμφίβολα, κατά την άποψή μου, η Αριστερά, ιδίως από την στιγμή που συνέδεσε άρρηκτα τον σοσιαλισμό με την δημοκρατία, απορρίπτοντας την λογική της επανάστασης και της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Πράγματι, σε αυτήν την Αριστερά, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, οφείλονται κατά βάση οι σημαντικότερες κατακτήσεις ης σύγχρονης δημοκρατίας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο κοινωνικό κράτος αλλά και στην ισοπολιτεία καθώς και στις πλέον προωθημένες εκδοχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, που φέρουν έντονη και ανεξίτηλη τη σφραγίδα της. Γι αυτό και είναι εντελώς λάθος, κατά την άποψή μου, να χρησιμοποιούμε σήμερα τον όρο «αστική δημοκρατία», σε αντιδιαστολή, μάλιστα, προς μια ουδέποτε υπάρξασα «προλεταριακή» δημοκρατία.

Β. Κι αυτή η παρατήρηση με φέρνει στο δεύτερο μείζον ζήτημα.

Χρειάζεται σήμερα η Αριστερά, ως έκφραση της προόδου, ή εκπλήρωσε τον ρόλο της και πρέπει να στραφούμε σε άλλες κατευθύνσεις; Η απάντηση μου είναι κατηγορηματική:

Ακόμα και αν δεν υπήρχε σήμερα η Αριστερά, θα έπρεπε να την εφεύρουμε.

Ο πρώτος λόγος είναι γενικός και διαχρονικός: Η Αριστερά είναι η πλέον αυθεντική έκφραση του διαφωτισμού, καθώς είναι η μόνη πολιτική δύναμη που επιδιώκει τον ολόπλευρο αυτοκαθορισμό του ανθρώπου, δηλαδή την απαλλαγή από όλα τα δεσμά του.

Ο δεύτερος λόγος είναι ειδικός και πολύ συγκεκριμένος:

Η σύγχρονη δημοκρατία, που βρήκε το αποκορύφωμά της στο μεταπολεμικό εθνικό4

κράτος, αντιμετωπίζει σήμερα τεράστιους κινδύνους, των οποίων το εύρος και η ένταση δεν έχουν δυστυχώς κατανοηθεί πλήρως.

Το κρισιμότερο σημείο είναι ότι στην γκρίζα ζώνη της παγκοσμιοποίησης έχουν διαμορφωθεί τεράστιες και εξαιρετικά επίφοβες ιδιωτικές εξουσίες, που αποτελούν το alteregoτων ολιγοπωλίων που κυριαρχούν στη διεθνή σκηνή. Αυτές οι εξουσίες έχουν νοσφισθεί μέσα που ανήκαν παραδοσιακά μόνο στα κράτη. Ιδιωτικοί κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί και ιδιωτικά μέσα παρακολούθησης, με τεράστια ισχύ και εμβέλεια, σε συνδυασμό με τον έλεγχο των διεθνών οικονομικών θεσμών, συνθέτουν έναν γιγαντιαίο ιδιωτικό σύγχρονο Λεβιάθαν, ο οποίος απειλεί κάθε μορφή οικονομικού και πολιτικού πλουραλισμού σε εθνικό επίπεδο και θέτει σε διαρκή διακινδύνευση ακόμη και αυτά που θεωρούνταν έως χθες αυτονόητα...

Απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις, η μόνη αξιόπιστη δύναμη αντίστασης και ελπίδας είναι, ή έστω μπορεί να είναι, η Αριστερά. Μια Αριστερά, βέβαια,η οποία πρέπει να ανασυγκροτηθεί εκ βάθρων, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να αποτελέσει το πραγματικό –αλλά και το μόνο αποτελεσματικό, εν δυνάμει– αντίβαρο, απέναντι στην επαπειλούμενη ολιγαρχία των αγορών.

Διότι, βεβαίως, αντίσταση υποτίθεται ότι κάνουν και οι δυνάμεις του ακροδεξιού λαϊκισμού, που επιχειρούν να αναδειχθούν, και δυστυχώς συχνά το καταφέρνουν σε αντίπαλο δέος. Ωστόσο, οι θέσεις και η δράση τους κάθε άλλο παρά φόβητρο αποτελούν απέναντι στον αχαλίνωτο καπιταλισμό και τον φονταμενταλισμό των αγορών. Ο στρουθοκαμηλισμός, ο πείσμων πολιτικός και θρησκευτικός απομονωτισμός και η φυγή προς τα πίσω, προς τις πλέον συντηρητικές και αρτηριοσκληρωτικές εκδοχές του εθνικού κράτους, αποτελούν μακροπρόθεσμα την πιο βέβαιη συνταγή αποτυχίας. Οι διαβρωτικοί άνεμοι και οι αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης δεν αντιμετωπίζονται με ξόρκια και δαιμονοποιήσεις αλλά με συστηματική πολιτική προσπάθεια να επιτευχθεί η αναδιάταξη των μορφών κοινωνικού και δημοκρατικού ελέγχου τους, σε υπερεθνικό πλέον επίπεδο.

Την αναδιάταξη αυτή, όμως, μόνο η Αριστερά μπορεί να την επιτύχει, διότι η Δεξιά –και εννοώ την μετριοπαθή Δεξιά, την κεντροδεξιά αν θέλετε– δυστυχώς έχει αποδειχθεί, στο σύνολό της υποτακτική, για να μην πω ψοφοδεής, απέναντι στα εν γένει ιδιωτικά συμφέροντα.

Γ. Και φθάνουμε στο τελευταίο κρίσιμο ερώτημα: Μπορεί η σημερινή Αριστερά στην Ευρώπη να επιτελέσει έναν τέτοιο ρόλο;

Η θέση μου είναι ευθέως αρνητική. Μόνο μια νέα πλουραλιστική και ρηξικέλευθη Αριστερά, που θα οργανωθεί σταδιακά σαν ενιαία πολιτική δύναμη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών.

Αναμφίβολα, όμως, μια τέτοια Αριστερά δεν θα προκύψει από παρθενογένεση. Πρέπει, αντίθετα, να αποτελέσει διαλεκτική σύνθεση, σε μια νέα ποιότητα, των τριών κατ'αρχήν ιστορικών πολιτικών ρευμάτων, που είναι συμβατά με την αντίληψη μιας ανοιχτής, δημοκρατικής και αλληλέγγυας κοινωνίας:

Πρώτον και σπουδαιότερον, η σοσιαλδημοκρατία, η οποία στις καλύτερες στιγμές της πραγμάτωσε την πλέον προωθημένη εκδοχή της κοινωνικής δημοκρατίας, δηλαδή το κοινωνικό κράτος, που δεν ήλθε καταλύσαι αλλά πληρώσαι την πολιτική δημοκρατία, για να θυμηθώ τον αείμνηστο Δάσκαλό μου Αριστόβουλο Μάνεση.

Δεύτερον ο ευρωκομμουνισμός, ο οποίος, κόβοντας αποφασιστικά τον ομφάλιο λώρο με τον σταλινισμό, συνέβαλε καθοριστικά στην απελευθέρωση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων από τον δογματισμό και χρωμάτισε, με σημαντικές ιδεολογικές επεξεργασίες και πολιτικές πρωτοβουλίες, τόσο την θεωρία όσο και την πράξη της Αριστεράς.

Τρίτον, η πολιτική οικολογία, η οποία εμπλούτισε σημαντικά τόσο την πολιτική ατζέντα όσο και την κινηματική δράση της Αριστεράς.

Ωστόσο, και τα τρία αυτά ρεύματα βιώνουν σήμερα, το καθένα χωριστά, μια βαθιά και σχεδόν υπαρξιακή κρίση. Τόσο η σοσιαλδημοκρατία όσο και οι υπόλοιπες, στον βαθμό που τους αναλογεί, δεν «ήκουσαν την βουή των επερχόμενων γεγονότων» για να παραφράσουμε τον ποιητή, με αποτέλεσμα να βρεθεί ανέτοιμες να επιβάλουν την πρωτοκαθεδρία του πολιτικού στις νέες εξελίξεις, να μείνουν περιχαρακωμένες σε έναν ιδιότυπο πολιτικό επαρχιωτισμό, να υποστούν πολλαπλές ιδεολογικές μεταλλάξεις, προσπαθώντας να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, και σε πολλές περιπτώσεις να υποταχθούν στην κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας και να μετατραπούν σε «καθεστωτική» δύναμη.

Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι μια εκλογική συμμαχία που θα αθροίσει απλώς προβληματικούς επί μέρους χώρους, αλλά μια νέα πολιτική σύνθεση της Αριστεράς, με δύο στόχους:

Πρώτον να επικαιροποιήσει τις καλύτερες στιγμές των παραπάνω χώρων (της σοσιαλδημοκρατίας του Μπερνστάιν, του Κάουτσκυ, του Πάλμε και του Μπράντ, του ευρωκομμουνισμού του Γκράμσι και του Μπερλιγκουέρ, και της οικολογίας των κινημάτων).

Δεύτερον, να αρθρώσει, εκκινώντας από τις στιγμές αυτές, έναν σύγχρονο λόγο αντίστασης και ελπίδας, που θα αποβλέπει αφενός μεν στην υπεράσπιση των κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων και αφετέρου, έστω και εν δυνάμει, για να μην έχουμε αυταπάτες, στον ριζικό μετασχηματισμό της σημερινής καταθλιπτικής πραγματικότητας.

Στο σημείο αυτό, όμως, απαιτούνται και κάποιες επιπλέον διευκρινίσεις:

Κατ'αρχάς, η ζητούμενη εναγωνίως Αριστερά δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με τις δυνάμεις του προλεταριακού παλαιοημερολογητισμού, πολλώ δε μάλλον του σταλινικού ολοκληρωτισμού, υπό την όποια εκδοχή τους.

Επιπλέον, όμως, στην Αριστερά αυτήν δεν μπορούν να συνυπολογίζονται οι δυνάμεις του πολιτικού ερμαφροδιτισμού, όπως αυτός εξειδικεύεται από ένα χύμα και επαμφοτερίζον «κέντρο», το οποίο κατά κανόνα δομείται γύρω από ιδιοτελείς προσωπικές επιδιώξεις. Για να παραφράσω το Ευαγγέλιο, πρέπει να είναι κανείς είτε ζεστός είτε ψυχρός, διότι, η ιστορία «μέλει εμέσαι» τους χλιαρούς...

Και κλείνω με ένα μεγάλο ερωτηματικό, που σχετίζεται πλέον άμεσα και με το δεύτερο σκέλος της σημερινής συζήτησης:

Είναι συμβατή με μια σύγχρονη και επίκαιρη θεώρηση η λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά;

Το ερώτημα αυτό δεν επιδέχεται εύκολες και επιδερμικές απαντήσεις.

Εν πρώτοις διότι η σημερινή ριζοσπαστική Αριστερά, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, είναι απότοκος της κρίσης των παραδοσιακών ρευμάτων της Αριστεράς. Προέκυψε περισσότερο σαν δύναμη αντίδρασης παρά σαν οργανωμένη πολιτική απόπειρα μιας νέας πολιτικής στοχοθεσίας.

Κατά δεύτερον, η Αριστερά αυτή δεν είναι ενιαία, ούτε ως προς τις πολιτικές της καταβολές ούτε ως προς την εκφορά του λόγου και την δράση της. Υπήρξαν διάφορες πολιτικές ροές που διαμόρφωσαν την κατά περίπτωση φυσιογνωμία της και που επηρέασαν, ως εκ τούτου, την στάση της.

Το κύριο όμως χαρακτηριστικό της δεν είναι κατά την άποψή μου ο λαϊκισμός, όπως λέγεται συχνά, αλλά ο αριστερισμός, δηλαδή το ότι κατά κανόνα διατυπώνονται μαξιμαλιστικές και ανερμάτιστες πολιτικές θέσεις και προτάσεις ερήμην των εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών δεδομένων. Υπάρχουν βέβαια και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά σε αυτήν την Αριστερά, αλλά από το σημείο αυτό μέχρι να καλύπτονται με τον όρο λαϊκισμός όλες οι παθολογικές πολιτικές συμπεριφορές, υπάρχει μια απόσταση. Και η απόσταση αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν πολλές από τις αντιλαϊκιστικές κορώνες υποκρύπτουν μια εγγενή πολιτική απέχθεια, ιδίως των «τεχνικών της εξουσίας», απέναντι στον ίδιο τον λαό και την λαϊκή κυριαρχία.

Η θέση μου λοιπόν είναι ότι δεν υπάρχει μια συνολική απάντηση για το αν μπορεί η εν γένει ριζοσπαστική Αριστερά να ενταχθεί σε μια Νέα Ευρωπαϊκή Αριστερά που θα δώσει ελπίδα και προοπτική στους λαούς της Ηπείρου μας. Είναι άλλο η σουηδική και η πορτογαλική ριζοσπαστική Αριστερά, για παράδειγμα, και άλλο το κόμμα του Μελανσόν. Εξαρτάται από το εάν και κατά πόσο μια τέτοια Αριστερά είναι διατεθειμένη να ξεφύγει από μια στείρα και ισοπεδωτική καταγγελτική συνθηματολογία και να εγκύψει στα σημερινά προβλήματα με την στάση και την προσέγγιση μιας σοβαρής και υπεύθυνης πολιτικής δύναμης. Με άλλα λόγια, το μεγάλο ζητούμενο, για μια τέτοια ριζοσπαστική Αριστερά, είναι όχι να μετατραπεί σε σοσιαλδημοκρατία, όπως λέγεται συχνά ελαφρά τη καρδία, αλλά να αποφασίσει να συνεισφέρει εποικοδομητικά το νέο ρίγος και σφρίγος που κομίζει σε μια συνολική προσπάθεια ενεργοποίησης των κουρασμένων αντανακλαστικών της σύγχρονης Αριστεράς.

2. Μετά από αυτήν την γενική τοποθέτηση, ας έρθουμε πλέον στα δικά μας:

Α. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με τα προηγούμενα έδωσα ήδη την απάντηση και στο δεύτερο σκέλος της σημερινής μας συζήτησης. Δυστυχώς, όμως η ελληνική πραγματικότητα δεν επιτρέπει τόσο εύκολες αναγωγές. Και εξηγούμαι:

Ξεκινάω με τον όρο Αριστερά. Παντού στην προηγμένη δημοκρατικά Ευρώπη τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εντάσσονται (και αυτοεντάσσονται) στην Αριστερά. Μόνο στην Ελλάδα –για ιστορικούς αλλά και για προπαγανδιστικούς, επ'εσχάτων, λόγους– ο όρος Αριστερά ταυτίζεται με την κομμουνιστογενή εκδοχή της με αποτέλεσμα το ανιστόρητο «πρώτη φορά Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα πρώτη φορά Αριστερά, τύποις και ουσία, ήταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου...

Συνεχίζω με την σημερινή πραγματικότητα του ευρύτερου προοδευτικού χώρου. Θα το πω απλά και χωρίς περιστροφές. Το μεγάλο πρόβλημα για έναν ουσιαστικό διάλογο είναι ότι στον χώρο αυτόν κινούνται δύο σχήματα βαθύτατα προβληματικά. Θα έλεγα, χρησιμοποιώντας μια χαρακτηριστική έκφραση που έχουμε στη βόρεια Ελλάδα, ότι εν πολλοίς το μεν Κίνημα Αλλαγής είναι γιαλαντζί σοσιαλδημοκρατία, ο δε ΣΥΡΙΖΑ είναι γιαλαντζί Αριστερά.

Το Κίνημα Αλλαγής είναι ένας χώρος του οποίου ο κορμός, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, βίωσε την μεγαλύτερη ίσως κρίση που βίωσε πολιτικός σχηματισμός στην Ευρώπη. Δεν είναι του παρόντος, φυσικά, να αναλύσουμε τα αίτια. Το βέβαιο είναι ότι επρόκειτο για έναν ιδιότυπο πολιτικό φορέα της σοσιαλιστικής Αριστεράς, ο οποίος, ενώ είχε εξαιρετικά θετική συμβολή –παρά τα πολλά αρνητικά του– στην διαμόρφωση της μεταπολιτευτικής πραγματικότητας γνώρισε στον νέο αιώνα αλλεπάλληλες και επώδυνες πολιτικές μετατοπίσεις και μεταλλάξεις. Αυτές, σε συνδυασμό με λάθος επιλογές των ηγεσιών του, το αποδυνάμωσαν, το απέκοψαν σταδιακά από τις λαϊκές του ρίζες και εν τέλει το μετέτρεψαν σε «καθεστωτική» συνιστώσα του πολιτικού συστήματος, με αποτέλεσμα να βρεθεί ανέτοιμο και να μην αντέξει στην πίεση της κρίσης, χάνοντας το μέγιστο μέρος της λαϊκής του βάσης, ιδίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Το τελευταίο διάστημα υπήρξε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης –μέσω του ευρύτερου σχήματος του Κινήματος Αλλαγής– αλλά η ενθαρρυντική συμμετοχή στην ανάδειξη ηγεσίας δεν είχε την ανάλογη συνέχεια. Έγινε μια διαδικασία που ονομάσθηκε Συνέδριο, χωρίς κανείς να είναι αιρετός, και στη συνέχεια ο χώρος χάθηκε στη μετάφραση, καθώς είναι προφανές ότι μαστίζεται από διχασμό προσωπικότητας, για να χρησιμοποιήσω έναν ιατρικό όρο. Ναι μεν δεν επικράτησε επίσημα η άποψη ότι ο χώρος πρέπει να είναι κάτι σαν αναβίωση της παλαιάς «Ενωσης Κέντρου», στην πράξη όμως υπάρχει μια διαρκής διελκυστίνδα. Οι μεν τραβούν προς αυτήν την κατεύθυνση, με νέο πρότυπο, πλέον, τον Μακρόν – αγνοώντας, όμως τα διαφορετικά δεδομένα του ημιπροεδρικού συστήματος– οι δε άλλοι, ακόμη και οι εκ της ανανεωτικής Αριστεράς ορμώμενοι, ανακάλυψαν ξαφνικά την κρυφή γοητεία της σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς όμως να προεκτείνουν όλοι την θέση τους προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός νέου πόλου της ευρείας Αριστεράς...

Αν σε αυτά προστεθεί η πολυγλωσσία –που ήταν αναπόφευκτη από τη στιγμή που επιλέχθηκε ένας χαλαρός εκλογικός συνασπισμός αντί ενός σφικτού ομοσπονδιακού σχήματος– γίνεται νομίζω φανερό το γιατί ο χώρος αυτός ετεροκαθορίζεται, ταλανιζόμενος από τα διλήμματα που του θέτουν άλλοι αντί να ορίζει ίδιος την ιδεολογική και πολιτική του ατζέντα.

Β. Και έρχομαι στον ΣΥΡΙΖΑ, που υπήρξε ο μεγάλος ωφελημένος των ραγδαίων ανακατατάξεων που επήλθαν στο πολιτικό σκηνικό μετά την κρίση. Τι είναι τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ; Αναμφίβολα είναι ένα αξιοπρόσεκτο πολιτικό φαινόμενο, καθώς η εκτόξευσή του από το 3% στην κυβερνητική πλειοψηφία δεν συναντάται εύκολα. Παράλληλα όμως υπήρξε και δέσμιος αυτής της ξαφνικής εξέλιξης. Ένας χαλαρός συνασπισμός κομμάτων και προσώπων –μεταξύ των οποίων κάποια κινούνταν μεταξύ Πολ Ποτ και ΠέπεΓκρίλο– με θέσεις που ήταν ο ορισμός του κατά Λένιν αριστερισμού, κλήθηκε να διαχειρισθεί τις τύχες της χώρας στην πιο κρίσιμη ίσως περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Τα γεγονότα, έκτοτε, είναι γνωστά και δεν προτίθεμαι να τα επαναλάβω. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κόμμα, μετά από απόχρεμψη των πλέον προβληματικών συνιστωσών του, και κράτησε την κυβέρνηση για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από όσο περίμεναν και οι πλέον αισιόδοξοι από τους οπαδούς του.

Χωράει λοιπόν ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ στην προοπτική μιας νέας προοδευτικής Παράταξης, δηλαδή μιας νέας πλουραλιστικής Αριστεράς, κατά την δική μου θεώρηση;

Η άποψή μου θα σας ξαφνιάσει, με βάση την γενική μου προσέγγιση, αλλά πιστεύω ότι τουλάχιστον πριν από τις εκλογές η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική.

Πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε γραμμή πλεύσης ως προς την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και αυτό είναι εξαιρετικά θετικό.

Πράγματι, επίσης, προσαρμόσθηκε ως προς την οικονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να είναι πλέον ορατή η –τυπική έστω– έξοδος από τα μνημόνια.

Πράγματι συνδέθηκε με την σοσιαλιστική Ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο και στενότερων ακόμη σχέσεων με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

Ωστόσο, όλα αυτά δεν σημαίνουν εξ ορισμού ότι έγινε σοβαρή και υπεύθυνη δύναμη της Αριστεράς. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν και σαν κλασική αντίδραση του ηγετικού μηχανισμού ενός αριστερίστικου κόμματος το οποίο αφού βρήκε τοίχο, επειδή είχε αλλά και καλλιεργούσε συστηματικά αυταπάτες, αποφάσισε να διατηρήσει πάση θυσία την εξουσία, αλλάζοντας άρδην πολιτική συμπεριφορά και μετατρεπόμενος στον πλέον υποδειγματικό εφαρμοστή ακόμη και συνταγών του ευαγγελίου του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της συναίνεσης της Ουάσιγκτον.

Προσέξτε, δεν λέω ότι οπωσδήποτε είναι έτσι. Τίποτα όμως δεν αποκλείει να είναι πράγματι έτσι, όσο οι αλλαγές που έγιναν δεν συνοδεύονται από ανάλογες προσαρμογές τόσο σε κομματικό όσο και σε κυβερνητικό επίπεδο, που να δείχνουν ότι όντως υπάρχει αλλαγή παραδείγματος.

Και δεν αναφέρομαι μόνον στην από καιρό οφειλόμενη συγγνώμη πρώτον για τα έκτροπα των οπαδών του την περίοδο του «αντιμνημονιακού» αγώνα, με τις ανεπίτρεπτες εκφράσεις και τους προπηλακισμούς, δεύτερον για τον τρόπο με τον οποίο οδήγησε τη χώρα στις εκλογές, τραυματίζοντας το Σύνταγμα, και τρίτον για το ανεκδιήγητο κατ'ευφημισμόν «δημοψήφισμα», που αποτέλεσε ζωντανή δυσφήμηση της άμεσης λαϊκής συμμετοχής.

Εξ ίσου προβληματικές είναι και πολλές πτυχές της πολιτικής του μετά τις δεύτερες εκλογές, αρχής γενομένης από τον εκ νέου σφικτό εναγκαλισμό του πρωθυπουργού με τον χαρακτηριστικότερο εκφραστή της λούμπεν ακροδεξιάς, χωρίς καμία συζήτηση, έστω για τα μάτια, με τους δύο τότε φορείς της κεντροαριστεράς προς τους οποίους τώρα εξαπολύει επιθέσεις φιλίας.

Ομιλία Ν. Μαραντζίδη. Σημεία για την προοδευτική πολιτική στην Ελλάδα του 21ου αιώνα

1. Ο αργός θάνατος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας

Το 1989 θρυμματίστηκε μεσα στον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνει ένα τείχος όταν καταρρέει, μια ιδέα που έκλεινε ακριβώς 200 έτη ζωής: «όποιος κατακτήσει την κρατική εξουσία μπορεί να αλλάξει τον κόσμο».

Η ιδέα αυτή επηρέασε τον σύνολο της πολιτικού φάσματος, αλλά δαιμόνισε την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αριστερά. Μπορεί οι μπολσεβίκοι να υπήρξαν οι πιο κυνικοί και αποτελεσματικοί προωθητές της, όμως και πολλοί σοσιαλιστές οραματίστηκαν «να σαρώνουν το παρελθόν» όπως ο ύμνος της διεθνούς που τραγούδησαν όλοι τους προέταζε.

Η σοσιαλδημοκρατία είναι πλέον παρωχημένη. Απηχεί άλλον αιώνα και άλλες συνθήκες ζωής και εργασίας. Δημιουργήθηκε στο απόγειο της βιομηχανικής επανάστασης και του εθνικού κράτους μέσα στο κόσμο της βαριάς βιομηχανίας και των αλυσίδων παραγωγής και εξέφρασε έναν ιστορικό συμβιβασμό: την αναγνώριση από τη μια, πως ο καπιταλισμός είναι το μόνο αξιόπιστο μέσο παραγωγής πλούτου αλλά από την άλλη την αντιμετώπιση του ως ηθικά ελαττωματικού καθώς αυτός συνδέεται με τη δομική ανισότητα και τη φτώχεια. Η σοσιαλδημοκρατία θεώρησε πως τα ελαττώματα του καπιταλιστικού συστήματος μπορούν να διορθωθούν από το έθνος-κράτος μέσα από μία διαδικασία οικονομικής και κοινωνικής μηχανικής στα πλαίσια της φιλελεύθερης δημοκρατίας που αέναα θα μετασχηματιζόταν. Η σοσιαλδημοκρατία συνέδεσε την επιτυχία της με την οικονομική και πολιτική επιτυχία του έθνους-κράτους και την ικανότητα του τελευταίου να ορίζει την τύχη των πολιτών του μέσα στα σύνορα του.

Η σοσιαλδημοκρατία αργοπεθαίνει λοιπόν. Οι αιτίες για αυτόν τον αργόσυρτο θάνατο είναι πολλές και έχουν συστηματικά αναλυθεί (Μοσχονάς): α) συρρίκνωση της κοινωνικής βάσης, της βιομηχανικής εργατικής τάξης, β) ανάδυση νέων κομμάτων με φρέσκια ιδεολογική «μεταυλιστική» ατζέντα και ιδιαίτερη απήχησησε νέους (πχ Πράσινοι, Αριστεροί φιλελεύθεροι ή εναλλακτικοί και Ριζοσπάστες της Αριστεράς) ή οικειοποίηση ενός τμήματος της απογοητευμένης από τις επιδόσεις της εκλογικής βάσης από τους εθνολαϊκιστές της δεξιάς γ) αδυναμία πειστικής οικονομικής πολιτικής λόγω της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης,

Πλέον, οι σοσιαλιστές δείχνουν να μην διαθέτουν καμιά συγκεκριμένη ιδέα ποια στρώματα θέλουν να εκφράσουν και ποια κατεύθυνση θέλουν να ακολουθήσουν. Όταν κινούνται δεξιά, ως σώφρονες διαχειριστές, δεν μπορείς να τους ξεχωρίσεις από τους κεντροδεξιούς, και όταν μετακινούνται αριστερά για να εκφράσουν τους φτωχούς ή τους αποκλεισμένους τότε υιοθετούν ρητορικές της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Αρκετοί σοσιαλδημοκράτες αντιλαμβανόμενοι την παγκοσμιοποίηση ως τη βασική αιτία της ήττας τους επιθυμούν να επιστρέψουν πίσω στην αγκαλιά του έθνους- κράτους και να αποκαταστήσουν την ισχύ του. Πρόσφατα τέτοιες πολιτικές εναντίον της παγκοσμιοποίησης και «κλεισίματος του ματιού» στα κλειστά εθνικά σύνορα εμφανίστηκαν σε διάφορα κόμματα της κεντροαριστεράς στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Αυτή η εποχήέχει παρέλθει για πάντα. Όποιος δεν το αντιλαμβάνεται απλώς ρίχνει νερό στο μύλο μιας αντιδραστικής και νατιβιστικής δεξιάς που εμφανίζεται ολοένα και πιο απειλητική παντού στην Ευρώπη.

2. Το δυνατό κύμα της ριζοσπαστικής αριστεράς

Αν η σοσιαλδημοκρατία παρακμάζει αργά αλλά σταθερά, η ριζοσπαστική αριστερά που εμφανίστηκε ως τσουνάμι στο πολιτικό προσκήνιο μετά το 2008 φαίνεται πως ταρακούνησε το σύστημα. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στην κληρονομιά της ριζοσπαστικής αριστεράς, στον επαναστατικό της χαρακτήρα και στη βαθιά της πίστη πως θα αλλάξει ριζικά τον κόσμο. Η κληρονομιά του 1917 παρά την τραγωδία του «κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού» είναι υπαρκτή στο νέο ριζοσπαστισμό. Η πραγματική δύναμη των ζηλωτών δεν είναι πως πιστεύουν τα όνειρα τους, αλλά πως κάνουν τους αντιπάλους τους να τα πιστεύουν και αυτοί ως εφιάλτες βέβαια.

Στην πραγματικότητα η ριζοσπαστική αριστερά διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, δείχνει και αυτή να έχει χάσει την ορμή της και κυρίως τη βασική της πυξίδα.

Παρά το γεγονός πως η κριτική της στην παγκοσμιοποίηση και στον καπιταλισμό ήταν στενότερα δεμένη με την ριζοσπαστική επαναστατική κληρονομιά του 19ουαιώνα και αυτή φαίνεται να τρώει τα μούτρα της. Στην Ελλάδα ή αλλού, οι ριζοσπάστες της αριστεράς ορθώς επισημαίνουν κάποια από τα προβλήματα και τις αδυναμίες του συστήματος αλλά όταν κλήθηκαν να τα θεραπεύσουν, στην καλύτερη περίπτωση οι συνταγές τους ήταν αντιγραφές μιας ήπιας σοσιαλδημοκρατίας (κι αυτό όχι λόγω μνημονίου).

Στην πραγματικότητα, η ριζοσπαστική αριστερά απέτυχε στο ίδιο πεδίο που αποτυγχάνει η σοσιαλδημοκρατία αλλά περισσότερο παταγωδώς και σπασμωδικά καθώς δεν έχει εμπειρία της εξουσίας και κουλτούρα συμβιβασμού: στην αδυναμία της να διαχειριστεί τους υπερεθνικούς, παγκόσμιους ουσιαστικά μηχανισμούς που προσδιορίζουν σήμερα το διεθνές οικονομικό σύστημα.

Το πρόβλημα της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι ουσιαστικά το ίδιο με αυτό της σοσιαλδημοκρατίας: επιλέγει να αναμετρηθεί στο λάθος γήπεδο, με τα λάθος εργαλεία: στο γήπεδο της εθνικής πολιτικής, τη στιγμή που το αποτέλεσμα διαμορφώνεται στο διεθνές πεδίο. Έχει όμως ένα πλεονέκτημα σε σχέση με την σοσιαλδημοκρατία: σκέφτεται καθολικά, παγκόσμια!

3. Οι νέοι στόχοι: χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις, παγκόσμια ευέλικτη δημοκρατία, επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη

Ο θάνατος του έθνους-κράτους δεν υποδηλώνει το θάνατο της πολιτικής, υποδηλώνει το θάνατο της πολιτικής μέσα στα ξεπερασμένα πλαίσια της εθνικής πολιτικής. Πρέπει λοιπόν να εφεύρουμε πολιτικές μορφές ικανές να λειτουργήσουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατ' επέκταση τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα πρέπει να συμπληρωθούν από παγκόσμιους δημοσιονομικούς κανονισμούς και προφανώς και από διακρατικούς πολιτικούς μηχανισμού επίσης. Η παγκοσμιοποίηση είναι μεν εκθαμβωτική, αλλά είναι σήμερα επικίνδυνα ανολοκλήρωτη. Για να υπηρετήσει την ανθρώπινη κοινότητα πρέπει να υποταχθεί σε εξίσου εντυπωσιακές πολιτικές υποδομές που προς το παρόν δεν έχουμε συλλάβει. Συμφωνώντας απολύτως με τον ινδο-βρετανό συγγραφέα Rana Dasgupta τρεις δείχνουν να είναι οι προτεραιότητες για μια προοδευτική πολιτική στον 21ο αιώνα:

Ο πρώτος στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από την παγκόσμια χρηματοοικονομική ρύθμιση.Οι σημερινοί μεγάλοι μηχανισμοί δημιουργίας πλούτου διανέμονται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγουν τα εθνικά φορολογικά συστήματα. Πολλές εθνικές κυβερνήσεις εποικίζονται από συμφέροντα πολυεθνικών που αναζητούν διαρκώς φορολογικού παραδείσους. Η πρόσφατη υπόθεση της κυβέρνησης Ρούτε με την Unilever ή για να έρθω στα δικά μας η υπόθεση με την εκτίναξη της ιατροφαρμακευτικής δαπάνης κατά τα έτη 2004-2009 και η υπόθεση Νοβάρτις αποτελούν είναι μικρά δείγματα. Το 94% των ταμειακών αποθεμάτων της Apple (250b) κρατούνται σε offshores. Δεν υπάρχει κανείς λόγος να δεχθούμε πως τεχνικά η παγκόσμια ρύθμιση είναι αδύνατη. Η ιστορία του έθνους-κράτους συνιστά μια διαρκής φορολογική καινοτομία και η επόμενη τέτοια καινοτομία οφείλει να είναι διακρατική: πρέπει να δημιουργήσουμε συστήματα για την παρακολούθηση των διεθνικών ροών χρήματος και να μεταφέρουμε ένα μέρος αυτών σε δημόσιους διαύλους.Χωρίς αυτή τη ρύθμιση, η πολιτική μας υποδομή θα συνεχίσει να γίνεται όλο και περιττή στην πραγματική υλική ζωή.

Κατά τη διαδικασία αυτή πρέπει επίσης να σκεφτούμε σοβαρότερα την παγκόσμια ανακατανομή: όχι την παροχή βοήθειας στους φτωχούς, αλλά τη συστηματική μεταφορά πλούτου από πλούσιους σε φτωχούς για τη βελτίωση της ασφάλειας όλων, και της παγκόσμιας κοινωνικής συνοχής όπως συμβαίνει στις εθνικές κοινωνίες.

Ο Δεύτερος στόχος είναι αυτός που θα ονομάζαμε παγκόσμια ευέλικτη δημοκρατία. Καθώς τα νέα τοπικά και διακρατικά πολιτικά ρεύματα γίνονται ισχυρότερα, το άκαμπτο μονοπώλιο του έθνους-κράτους στην πολιτική ζωή καθίσταται ολοένα και πιο αδύναμο. Τα έθνη πρέπει να ενταχθούν σε μεγαλύτερες στοίβες άλλων σταθερών, δημοκρατικών δομών. Η ΕΕ είναι το πιο σημαντικό, και από πολλές απόψεις επιτυχημένο πείραμα προς αυτήν την κατεύθυνση, παρά το δημοκρατικό έλλειμμα που ακόμη τη χαρακτηρίζει. Όμως «η ΕΕ δεν αποτελεί απλώς «το πιο πρόσφορο πεδίο της πάλης, ταξικής και πολιτικής». Η ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και κεφαλαίων εκδημοκρατίζει την οικονομική ευκαιρία μέσα στην Ευρώπη. Επιπλέον η Ευρώπη των περιφερειών θα συμβάλει να ηρεμήσουν οι εθνικές αναταράξεις σε περιοχές όπως η Ισπανία για παράδειγμα.

Τρίτος στόχος:πρέπει να βρούμε νέες αντιλήψεις και νέες νομικές λειτουργίες για την ιδιότητα του πολίτη. Η ιθαγένεια είναι αρχέγονη μορφή αδικίας στον κόσμο. Λειτουργεί ως ακραία μορφή κληρονομούμενης περιουσίας και, όπως και άλλα συστήματα στα οποία το κληρονομικό προνόμιο είναι συντριπτικά καθοριστικό, προκαλεί ελάχιστη υπακοή σε όσους δεν κληρονομήσουν τίποτα. Πολλές χώρες έχουν καταβάλει προσπάθειες, μέσω της κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής, να εξουδετερώσουν τις συνέπειες των τυχαίων πλεονεκτημάτων όπως η γέννηση. Όμως παγκοσμίως, το 97% της ιθαγένειας κληρονομείται, πράγμα που σημαίνει ότι οι ουσιαστικοί ορίζοντες της ζωής σε αυτόν τον πλανήτη έχουν ήδη καθοριστεί κατά τη γέννηση.

4. Το μέλλον τηςπροοδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα:φτωχοί όλων των ηλικιών και νέοι όλων των εισοδημάτων ενωθείτε!

Πρέπει να οικοδομηθεί μια νέα προοδευτική συμμαχία.Στην πραγματικότητα αυτή η νέα κοινωνική συμμαχία απηχεί τους προοδευτικούς στόχους μιας προοδευτικής στρατηγικής σε ένα κόσμο που αλλάζει. Από τη μια να προστατευθούν οι φτωχοί πληθυσμοί και από την άλλη να απελευθερώσουμε τη δυναμική που φέρνουν οι νέοι άνθρωποι. Στην πράξη ο κοινός παρονομαστής είναι το βασικό εγγυημένο εισόδημα και οι πολιτικές που ευνοούν την νεανική επιχειρηματικότητα και εργασία. Η προσέλκυση νέων ανθρώπων (μέσω και της διεύρυνσης του δικαιώματος ιθαγένειας) αποτελεί προτεραιότητα για την προοδευτική πολιτική, αλλιώς το μέλλον της πολιτικής σε ένα κόσμο που καθορίζεται από όσους είναι 50+ είναι προδιαγεγραμμένο .

Δεν είναι ανάγκη οι ίδιοι φορείς να εκφράζουν και τους φτωχούς και τους νέους χρειάζεται να γίνει η εκπροσώπηση αυτών των κοινωνικών ομάδων συγκλίνουσα και όχι αποκλίνουσα.Σσιαλδημοκράτες και στυλ (oldfashionκαι πρώην ριζοσπάστες), Πράσινοι, εναλλακτικοί, προοδευτικοί μπορούν να βρουν κοινές πολιτικές πλατφόρμες.

Και εδώ ερχόμαστε στα πολιτικά μας εργαλεία.

5. Τα θεσμικά εργαλεία της προοδευτικής πολιτικής για την Ελλάδα: Θέσπιση της «Απλής Αναλογικής» τώρα και εισαγωγή μορφών άμεσης δημοκρατίας.

Εδώ και αρκετά χρόνια υποστηρίζω πως αν θέλουμε να ανανεώσουμε την πολιτική ζωή οφείλουμε: α) να εισάγουμε την απλή αναλογική (ιδιαίτερα στην γερμανική εκδοχή, δηλαδή με πλαφόν 4 ή 5% για να μην δύνανται να αναπτύσσονται εύκολα τουλάχιστον «κόμματα του χαβαλέ» και «κόμματα ολιγαρχών») β) να εισάγουμε μορφές άμεσης δημοκρατίας.

Ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης έχει πια τελειώσει και πρέπει να ξανασκεφτούμε τις προοπτικές της δημοκρατίας στη χώρα μας. Οι επιλογές που έχουμε τώρα είναι δύο: είτε να ακολουθήσουμε την οδό της πόλωσης που μπορεί να μας οδηγήσει σε νέες περιπέτειες, είτε να αναζητήσουμε τις μεθόδους για συναινετικές λύσεις. Προφανώς «με πρόσημο», αλλά συναινετικές και ευέλικτες.Αν επιθυμούμε το δεύτερο, είναι απαραίτητη η άμεση υιοθέτηση του αναλογικού εκλογικού συστήματος που να ισχύει από τις επόμενες εκλογές.

Η αναλογική δεν φτάνει όμως. Χρειαζόμαστε νέα θεσμικά εργαλεία από το χώρο της άμεσης δημοκρατίας: δημοψηφίσματα και τον θεσμό της ανάκλησης.

Η συζήτηση γύρω την άμεση δημοκρατία εμπεριέχει πολλές παρεξηγήσεις και συγχύσεις. Πρέπει να αποσαφηνιστεί και να υπογραμμιστεί εκ των προτέρων κάτι θεμελιώδες ως προς τη συζήτηση για την εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας: ο όρος δεν υποδηλώνει την κατάργηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά μία συμπληρωματική διαδικασία, μια μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που εκχωρεί στους πολίτες σημαντικό χώρο συμμετοχής μέσα στη νομοθετική πρακτική. Η άμεση δημοκρατία δεν προϋποθέτει την κατάργηση των επιπέδων αντιπροσώπευσης ή την εξάλειψη των πολιτικών κομμάτων ως οργανώσεων παραγωγής και μετάδοσης πολιτικών ιδεολογιών, αξιών, και θέσεων πάνω στη χάραξη δημοσίων πολιτικών.

Το ελβετικό παράδειγμα μας διδάσκει πολλά. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της ελβετικής πολιτικής ζωής που αποτελεί άμεση συνέπεια των εκτεταμένων πρακτικών Άμεσης Δημοκρατίας, είναι η αποδραματοποίηση των εθνικών εκλογών, η πρόσληψη από τους πολίτες των εθνικών εκλογών ως μικρότερης σημασίας συγκριτικά με τη σημασία που τους αποδίδεται σε άλλες χώρες. Αυτό βέβαια οφείλεται στη πεποίθηση των πολιτών πως οι αποφάσεις της κυβέρνησης εξισορροπούνται από τους θεσμούς Άμεσης Δημοκρατίας. Γενικότερα το βασικό πλεονέκτημα του συστήματος της ελβετικής Άμεσης Δημοκρατίας είναι η δυνατότητα της λαϊκής αντίθεσης να εκδηλωθεί ανά πάσα στιγμή. Αυτό όμως δεν σημαίνει, πως η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο εμποδίζονται να κυβερνούν και να νομοθετούν.

Ας μην κρυβόμαστε όμως πίσω από το δάχτυλό μας. Το πιο βασικό επιχείρημα εναντίον της Άμεσης Δημοκρατίας βρίσκεται βαθιά κρυμμένο σε μια εμπεδωμένη αριστοκρατική, εντέλει αντιδραστική αντίληψη πολιτικής λειτουργίας, όχι πολύ μακριά από την επιχειρηματολογία όσων τον 19ο αιώνα αντιτίθονταν στο δικαίωμα καθολικής ψήφου: στη πεποίθηση πως ο μέσος άνθρωπος δεν έχει ούτε τις γνώσεις ούτε και το χρόνο να αφιερώσει σε σύνθετα πολιτικά θέματα∙ πως οι πολιτικές αποφάσεις αφορούν επαγγελματίες καθώς, εντέλει, ο πολίτης δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική ως διαδικασία αλλά μόνο ως αποτέλεσμα.

Ο κόσμος μας αλλάζει ραγδαία. Ταυτόχρονα, συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε τα παλιά εργαλεία και κυρίως τα παλιά μυαλά για να αντιμετωπίσουμε νέα πολύπλοκα προβλήματα. Η προοδευτική πολιτική καλείται να αντιμετωπίσει αυτόν το νέο κόσμο, έχοντας γνώση από τη μια της νέας παγκόσμιας συνθετότητας αλλά φέρνοντας τις δικές της αξίες. Στην πραγματικότητα, το αίτημα να κάνουμε καλύτερο τον κόσμο που ζούμε παραμένει επίκαιρο.

Ομιλία Γ. Ραγκούση από την εκδήλωση «ατζέντα Επόμενη Ελλάδα»

1. Ο ΣΚΟΠΟΣ.

Η αποψινή μας, είναι η πρώτη δημόσια συζήτηση που αποφασίσαμε να διοργανώσουμε όχι για το χθες αλλά για το αύριο. Για την επόμενη Ελλάδα όχι για την απερχόμενη. Θέλουμε να μιλήσουμε καθαρά για το μέλλον, βασισμένοι στη μεγάλη εικόνα. Να ξεχωρίσουμε το δευτερεύον από το κρίσιμο. Το σημαντικό από το ασήμαντο. Θέλουμε να αφαιρέσουμε την πολιτική και δημοσιογραφική ομίχλη πάνω από τη δημόσια συζήτηση που εμποδίζει τους προοδευτικούς πολίτες να δουν καθαρά τα μεγάλα σταυροδρόμια που έχουμε μπροστά μας. Γι αυτό χρειαζόμαστε τη συμβολή της θεωρίας και της επιστήμης. Γι αυτό έχουμε ανάγκη να αφουγκραστούμε την κοινωνία. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε πιο έγκυρη θεωρητική τεκμηρίωση από αυτήν που μας έδωσαν τέσσερις ακαδημαϊκοί, κορυφαίοι επιστήμονες. Τρεις πολύ επιτυχημένοι δήμαρχοι επίσης αποτελούν κατά τεκμήριο τα καλύτερα «στηθοσκόπια» που μπορούμε να εμπιστευτούμε για να ακούσουμε τους παλμούς της κοινωνίας.

2. ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ.

Η ατζέντα επόμενη Ελλάδα είναι ρεύμα προοδευτικών ιδεών εντός του Κινήματος Αλλαγής και της ευρύτερης προοδευτικής παράταξης. Πρώτη φορά αναλάβαμε, όσοι αναλάβαμε, κυβερνητικές ευθύνες, το 2009. Δεν φυγομαχήσαμε. Πήραμε στην πλάτη μας ευθύνες που δεν μας ανήκαν και υλοποιήσαμε τις εθνικά υποχρεωτικές πολιτικές του 1ου και το 2ου μνημονίου, χωρίς υποκριτικά να πετροβολούμε την υλοποίηση των εθνικά υποχρεωτικών πολιτικών του 3ου μνημονίου. Για λόγους πρωτίστως αυτοσεβασμού και προσωπικής αξιοπιστίας, δεν καταφύγαμε σε μια υστερικού τύπου παλαιοκομματική αντιπολίτευση. Μάλιστα, δεδομένου του αισθήματος αδικίας που τόσο έντονα νιώσαμε τότε, εμείς αν θέλαμε θα μπορούσαμε να είμαστε οι τελευταίοι που θα κλείσουμε τους λογαριασμούς που άνοιξαν οι πολιτικές συγκρούσεις της διετίας 2009-2011. Διότι εμείς δεν ήμασταν ούτε αυτοί που τότε βυσσοδομούσαν εναντίον της κυβέρνησής τους, ούτε αυτοί που μέσα στην κυβέρνηση κρύβονταν στα δύσκολα για να μην τσαλακώσουν τα κουστούμια τους ή τα ταγιέρ τους.

3. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΛΗΘΕΣ.

Είμαστε γενιά που έχει πορευτεί με το δόγμα ότι «εθνικό είναι το αληθές». Γενιά η οποία από τον Ελευθέριο Βενιζέλο μέχρι και τον Ανδρέα Παπανδρέου μάθαμε επίσης ότι «προοδευτικό είναι το εθνικό». Επομένως το αληθές. Και αληθές είναι, ότι τον Ιανουάριο διανύουμε 10 κρίσιμους και σπάνιους μήνες που θα κρίνουν τα επόμενα 10 χρόνια, για την κοινωνία και την πατρίδα μας. Το τέλος των μνημονίων, οι κανόνες της μεταμνημονιακής περιόδου, η νέα ελάφρυνση του χρέους, η διαπραγμάτευση για το ονοματολογικό πρόβλημα με τη FYROM, η αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση καθώς και η σύγκρουση με τη διαπλοκή, συνιστούν εθνικής, στρατηγικής σημασίας ζητήματα. Θα έχουμε τέλος του μνημονίου αν ολοκληρωθεί στην ώρα της η 4η αξιολόγηση; Ναι. Αληθές είναι ότι η χώρα βγαίνει πράγματι από το μνημόνιο το προσεχές καλοκαίρι. Μάλιστα, (κάνοντας μια παρέκβαση) ειλικρινά κι εντελώς ανθρώπινα σας δηλώνω, ως ένας άνθρωπος που υποχρεώθηκε να συνομολογήσει το 1ο μνημόνιο για να αποφύγει η κοινωνία μας την καταστροφή της ασύντακτης χρεοκοπίας και της εξόδου από το ευρώ, την ημέρα που θα υπογράφεται το τέλος του μνημονίου εγώ θα είμαι πιο χαρούμενος από τον κ.Τσίπρα. Αληθές είναι ότι ξεκινά η μεταμνημονιακή περίοδος, που εάν θα περιλαμβάνει κάποια ξεχωριστή εποπτεία, ουσιαστικά αυτή δεν θα είναι επί της χώρας, αλλά λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης θα είναι επί του κομματικού συστήματος στο σύνολό του. Ωστόσο, επιπλέον και εξαιρετικά σημαντικό, αληθές είναι ότι η χώρα εξέρχεται από το μνημόνιο βασικά ως αξιόχρεος καταναλωτής κι όχι ως σύγχρονος κι ανταγωνιστικός παραγωγός. Εξέρχεται με ανοιχτό το μέγα διαχρονικό, εθνικό, οικονομικό της πρόβλημα.

4. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΑΣ ΕΛΛΕΙΜΜΑ.

Φίλες και φίλοι.

Το 2017, όπως περίπου και όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι εξαγωγές μας ήταν 28,8 δις έναντι 50,2 των εισαγωγών μας. Το συνολικό αντίστοιχο έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου για τα 9 χρόνια της κρίσης (2009-2017) ήταν 188 δις (εισαγωγές 381, εξαγωγές 193). Το εμπορικό ισοζύγιο αποτυπώνει τις παραγωγικές δυνατότητες, την ισχύ της πραγματικής οικονομίας. Αληθές λοιπόν είναι ότι το παραγωγικό μας έλλειμμα, όπως αποτυπώνεται στο εμπορικό μας έλλειμμα, είναι το εθνικό μας έλλειμμα. Κατά την προσωπική μου γνώμη, το παραγωγικό μας έλλειμμα, είναι η μήτρα όλων των ελλειμμάτων. Είναι η βασική αιτία των εθνικών μας προβλημάτων. Είναι η κυρίαρχη αιτία για το υπέρογκο χρέος, για το δημοσιονομικό έλλειμμα. Είναι δε, σε μεγάλο βαθμό η αιτία για τις παθογένειες που εκδηλώνονται στο θεσμικό εποικοδόμημα. Είναι η αιτία για το έλλειμμα αξιοκρατίας. Είναι η ουσιαστική αιτία για το πελατειακό πολιτικό σύστημα. Είναι η βασική αιτία ακόμη και για το δημογραφικό μας έλλειμμα.

5. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ.

Επομένως, στην Ελλάδα προοδευτικό είναι το παραγωγικό. Ό,τι παράγει και ιδιαίτερα μάλιστα διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα με έδρα την Ελλάδα, παράγει εξαγωγές, παράγει μόνιμες θέσεις εργασίας, παράγει νέες ασφαλιστικές εισφορές, παράγει νέα χρηματοδότηση για το ασφαλιστικό σύστημα και τις συντάξεις. παράγει φορολογικά έσοδα επί των κερδών, παράγει λοιπόν πλεονάσματα για δημόσιες επενδύσεις, χρηματοδότηση για το κοινωνικό κράτος, για την υγεία για την παιδεία. Ωστόσο, στην εποχή της 4ης τεχνολογικής επανάστασης, ισχυρός παραγωγός είναι αυτός που παράγει όχι μόνο τελικά προϊόντα αλλά παράγει μέσα παραγωγής. Τα μέσα παραγωγής, από τους σπόρους στον πρωτογενή τομέα, μέχρι το νέο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης, δεν είναι απλώς δύναμη, είναι εξουσία. Στη ψηφιακή εποχή είναι πηγή παγκόσμιας δύναμης.

6. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ.

Βεβαίως σε αυτό το σημείο, αβίαστα ξεπηδά το ερώτημα, τι φταίει και δεν αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα οι παραγωγικές δυνάμεις; Ποιος εμποδίζει σήμερα την ανάπτυξη των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων; Υπάρχει αντίπαλος στην προσπάθεια των παραγωγικών δυνάμεων να αναπτυχθούν; Η απάντηση μου είναι πως: Ναι υπάρχει. Στην πρώιμη φάση ήταν οι αντικειμενικές συνθήκες. Ήταν η καθυστερημένη είσοδος του νεοελληνικού κράτους στη βιομηχανική εποχή, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αναλόγως πότε χρονικά ορίζεται διεθνώς η έναρξη του καπιταλισμού, η Ελλάδα υπολογίζεται ότι καθυστέρησε 150 με 200 χρόνια να εισέλθει στον καπιταλισμό. Παρά την κρατούσα άποψη, η διαχρονική οικονομική και κατ´επέκταση θεσμική υστέρηση της χώρας, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο σχετίζεται με την καθυστερημένη ενσωμάτωση του καπιταλισμού και λιγότερο με την αποχή μας από την περίοδο της αναγέννησης που δεν ζήσαμε. Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, επιβεβαιώθηκε πως αντίπαλος για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ήταν η εξάρτηση όπως σωστά είχαν αναλύσει οι θεωρητικοί της αντίθεσης μητρόπολης περιφέρειας. Σήμερα όμως που έχει ανατείλει η νέα τεχνολογική εποχή, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η δυνατότητα ελεύθερης -αλλά όχι απρουπόθετης- εισόδου σε αυτήν, ο αντίπαλος των παραγωγικών δυνάμεων είναι υποκειμενικός, είναι ενδογενής. Είναι η μεταπρατική οικονομική ολιγαρχία και η εξαγορασμένη από αυτήν, πολιτική ελίτ. Το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο της παρασιτικής Ελλάδας. Είναι η διαπλοκή ο βασικός αντίπαλος των Ελλήνων που παράγουν καθώς και των αβοήθητων Ελλήνων. Ακριβώς αυτή η διαπλοκή που ήρθε στην επιφάνεια και με το σκάνδαλο Νοβαρτις. Ξέρετε, εκτός από τη δικαστική πλευρά του σκανδάλου που εμείς μέχρι τέλους θα την προσεγγίζουμε με βάση την αρχή του κράτους δικαίου που ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες πολίτες, «καμία συγκάλυψη και προστασία ένοχου, καμία πολιτική δολοφονία αθώου», υπάρχει και η πραγματολογική, η ουσιαστική πλευρά του. Η Νοβάρτις είναι μια εταιρία που δεν έχει καν παραγωγικές μονάδες εδώ. Είναι δηλαδή ένας μεταπράτης που αντιμετώπισε την Ελλάδα ως ειδικό καταναλωτή και η οποία αδίστακτα πρωταγωνίστησε στην πορεία του τομέα του φαρμάκου προς τη χρεοκοπία. Η αποκάλυψη του σκανδάλου Νοβάρτις πράγματι σχηματοποίησε defacto δύο στρατόπεδα αναμέτρησης. Όμως δεν είναι η ψευδής αναμέτρηση δημοκρατίας έναντι δήθεν σκευωρίας. Είναι η αναμέτρηση της παραγωγικής Ελλάδας με την παρασιτική Ελλάδα. Αυτή είναι η ιστορική αναμέτρηση που έχουμε ενώπιόν μας. Αυτό είναι το δίλημμα: Με την παραγωγική και προοδευτική Ελλάδα ή με τη μεταπρατική και συντηρητική Ελλάδα; Γιατί συντηρητική; Διότι όπως αποδείχτηκε και από το σκάνδαλο Νοβάρτις αλλά και από την απροκάλυπτη ταύτισή της με συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα, η ΝΔ εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό πολιτικό εκπρόσωπο της μεταπρατικής ολιγαρχίας, της διαπλοκής που εξαγοράζει πολιτικούς. Προοδευτικό λοιπόν δεν είναι το μεταπρατικό, δεν είναι το διαπλεκόμενο.

7. Η ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΗ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΤΑΞΗ.

Φίλες και φίλοι,

Aναζητώντας το μέλλον της προοδευτικής παράταξης τώρα που στην μεταμνημονιακή εποχή επανέρχεται ως κυρίαρχη αντίθεση, η αντίθεση πρόοδος-συντήρηση, θα είναι εξαιρετικά χρήσιμο να μας επιτραπεί να εξειδικεύσουμε τον ορισμό του αείμνηστου Νίκου Σβορώνου για το συντελεσμένο έθνος, στο θρυλικό πλέον έργο του «το ελληνικό έθνος, γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού», εκδόσεων Πόλις. Κατ αναλογία της έννοιας συντελεσμένο έθνος, θα είναι πραγματικά λυτρωτικό να εισάγουμε στην πολιτική μας ανάλυση την έννοια της συντελεσμένης προοδευτικής παράταξης. Της ιστορικά και κοινωνικά συντελεσμένης προοδευτικής παράταξης. Συντελεσμένη υπό την έννοια ότι η δημιουργία της που έχει ήδη συντελεστεί. Υπάκουσε και υπακούει σε ιστορικές διεργασίες που βρέθηκαν και βρίσκονται σε στενή εξάρτηση με τους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που κινούν την πορεία του έθνους. Συντελεσμένη από την εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη και του Ελευθέριου Βενιζέλου, από την εποχή των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων της αριστεράς εναντίον του παρακράτους της δεξιάς. Συντελεσμένη προοδευτική παράταξη με δική της πολιτική φυσιογνωμία και αρχές. Με δική της συνείδηση. Συνείδηση παράταξης. Με σταθερά εκφρασμένη βούληση πολιτικής αυτονομίας έναντι της επίσης συντελεσμένης συντηρητικής παράταξης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αναφορά στην αυτονομία του Κινήματος Αλλαγής, αν δεν είναι υποκρισία τότε δεν μπορεί να γίνεται ως εάν η αυτονομία να είναι μία ανιστόρητη, μία απολίτικη έννοια. Η αυτονομία της συντελεσμένης προοδευτικής παράταξης ως έννοια και περιεχόμενο κουβαλά μεγάλο ιστορικό κι ιδεολογικό φορτίο. Είναι αυτονομία έναντι της συντηρητικής, ιδίως της διαπλεκόμενης συντηρητικής παράταξης. Ένας πολιτικός φορέας αυτοπροσδιοριζόμενος θα ανήκει είτε στην προοδευτική είτε στη συντηρητική παράταξη. Είτε του αρέσει είτε όχι. Δεν υπάρχει περιθώριο ούτε υπεκφυγής, ούτε ασάφειας. Με άλλα λόγια, το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει προοδευτική παράταξη και μάλιστα μεγάλη. Το ερώτημα είναι εάν εσύ εντάσσεις τον εαυτό σου σε αυτήν. Η επαναλαμβανόμενη δήλωση «το αν θα σχηματίσω κυβέρνηση με τη ΝΔ θα σας το πω μετά τις εκλογές», εκλαμβάνεται -και σωστά κατά τη γνώμη μου- ως έμμεση αλλά σαφής προαναγγελία ότι ο χώρος θα ξαναγίνει συνεργάτης της ΝΔ, ακόμη και στη μεταμνημονιακή περίοδο. Πώς λοιπόν μπορείς να περιμένεις να δεχτούν να τους εκπροσωπήσεις οι προοδευτικοί πολίτες όταν σε βλέπουν διαρκώς να ταυτίζεσαι με τη συντηρητική παράταξη και μάλιστα ως συμπλήρωμά της; Έτσι κυρίως εξηγείται ο θνησιγενής χαρακτήρας που είχαν όλες οι πολιτικές πρωτοβουλίες που ξεκίνησαν ως υποκατάστατα μετά την κατάρρευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 2012. Αυτό εξηγεί και την αρνητική διαδρομή του Κινήματος Αλλαγής τις πρώτες 100 μέρες. Ξεκίνησε με 12% και μέσα σε τέσσερις μήνες βρίσκεται πάλι σε μονοψήφια ποσοστά αντί να έχει φτάσει στο 14-15%.

8. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ.

Με βάση λοιπόν τη δίκη μας αλλά και τη διεθνή εμπειρία καθώς και τα ιστορικά διδάγματα, είναι αναντίλεκτο και απολύτως αποδεδειγμένο ότι ως Κίνημα Αλλαγής, ή θα επιστρέψουμε στη συντελεσμένη προοδευτική παράταξη και θα αναγεννηθούμε ή θα σβήσουμε. Στις μεταμνημονιακές συνθήκες, όταν θα έχει αντικειμενικά αρθεί η κατάσταση έκτακτης εθνικής ανάγκης, οποιαδήποτε νέα κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ θα είναι προδοσία της προοδευτικής παράταξης. Θα είναι απόδειξη εξάρτησης από τη μεταπρατική ολιγαρχία. Ή με την παραγωγική και προοδευτική Ελλάδα ή με τη μεταπρατική και συντηρητική Ελλάδα;Ίσες αποστάσεις δεν μπορούν να υπάρχουν.

Φίλες καί φίλοι,

Την τελευταία δεκαετία, η μεγαλύτερη εκλογικά εκδοχή της κοινωνικά συντελεσμένης προοδευτικής παράταξης καταγράφηκε στις εκλογές του 2009. Ήταν οι τελευταίες εκλογές πριν το μνημόνιο και το πολιτικό περιβάλλον στο εσωτερικό της συντελεσμένης προοδευτικής παράταξης μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ιδιαίτερα φιλικό. Αρκεί να σας θυμίσω ότι το 2008 στο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, είχαμε διατυπώσει στον κ.Τσίπρα, ενώπιόν του -γιατί τότε που το ΠΑΣΟΚ ήταν στο 43% φυσιολογικό ήταν στο συνέδριό του, να προσέρχεται ο πρόεδρος της αριστεράς κι όχι ο πρόεδρος της δεξιάς- είχαμε διατυπώσει την ευθεία πρόταση για συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ. Με όρους κοινωνικά συντελεσμένης προοδευτικής παράταξης λοιπόν, ο πήχυς και ταυτόχρονα ο κριτής των απόψεών μας είναι το σύνολο των 3 και πλέον εκατομμυρίων Ελληνίδων κι Ελλήνων. Δεν είναι μόνον οι 212.000 του Νοεμβρίου.

9. ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ.

Γι αυτό έχω ακλόνητη προσωπική πίστη ότι το Κίνημα Αλλαγής αν θέλει να επανασυνδεθεί με τις κοινωνικές δυνάμεις της συντελεσμένης προοδευτικής παράταξης, αν πραγματικά επιθυμεί να βγει από τη μιζέρια της μικρής συμπληρωματικής δύναμης, πρέπει άμεσα να λάβει τέσσερις κορυφαίες αποφάσεις: Πρώτον, ότι ανήκει στη συντελεσμένη προοδευτική παράταξη. Δεύτερον, ότι είναι αυτόνομο μεν, εντός της προοδευτικής παράταξης δε. Τρίτον, ότι στρατηγικός του αντίπαλος είναι η ΝΔ. Τέταρτον, ότι αποκλείει στη μεταμνημονιακή περίοδο, κάθε ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης με τη ΝΔ. Στο ερώτημα, το εξαιρετικά εύλογο ερώτημα, γιατί αυτό δεν γίνεται μέχρι σήμερα, η απάντηση μου είναι η εξής: Οι δυνάμεις της παρασιτικής διαπλοκής προσπαθούν να κρατήσουν αιχμάλωτο το χώρο μας, αδιαφορώντας που έτσι τον καταδικάζουν να παραμένει, μικρός, μονοψήφιος και καχεκτικός. Η μέθοδός τους συγκεκριμένη. Ασκούν καθημερινώς ένα ψυχολογικό μπούλινγκ μέσα από ένα καλά συντονισμένο κέντρο διαπλοκής, που επιτίθεται μέσω ενός μικρού στρατού από μισθοφόρους της διαμεσολαβητικής δημοσιογραφίας, καθώς και της καθοδηγημένης αρθρογραφίας. Λειτουργούν σαν δεσμοφύλακας προκειμένου το Κίνημα Αλλαγής να αποτελέσει πάλι το δεκανίκι της ΝΔ. Αχίλλειος πτέρνα τους; Οι αντινομίες τους, όπως τις αποκαλύπτει η αλήθεια της ζωής. Για παράδειγμα: αν όπως ισχυρίζονται το πρόβλημα είναι η στάση του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο του 2010-2011, τότε αναρωτιέμαι πως συμπορευόμαστε πλέον στον ίδιο κομματικό φορέα με τη σημερινή ΔΗΜΑΡ -που για να μην παρεξηγηθώ, λέω πως καλώς συμπορευόμαστε- της οποίας όλα τα στελέχη τότε ήταν και στελέχη της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ; Προσωπικά, την περίοδο εκείνη ανέλαβα την πολιτική ευθύνη να εισηγηθώ 7 νομοσχέδια στη Βουλή. Σε όλα, μα όλα, τα νομοσχέδια απέναντί μου είχα την αρνητική διάθεση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, σημερινών στελεχών της ΔΗΜΑΡ, επομένως και του Κινήματος Αλλαγής. Και σε κάθε περίπτωση, φτάσαμε να ξαναβρεθούμε στον ίδιο χώρο με τους πρωταγωνιστές του εσωκομματικού σχεδίου αποδόμησης της κυβέρνησής μας εκείνη της τόσο κρίσιμη εποχή για την πατρίδα, η ΔΗΜΑΡ και ο ΣΥΡΙΖΑ μας πείραξε; Αν πάλι το πρόβλημα είναι η στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά, τότε λυπάμαι αλλά αυτό είναι προσωπικό πρόβλημα και μόνο πρόβλημα των υπουργών και των αναπληρωτών υπουργών του κ.Σαμαρά. Δεν είναι πρόβλημα για την παράταξη.

10. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ.

Φίλες και φίλοι,

Θέλω να διατυπώσω πολύ καθαρά την ακόλουθη θέση: αν κάποιος μας θέτει τα διλήμματα και μας επιτρέπει να συζητούμε σήμερα, αυτός είναι ο Πρωθυπουργός και ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ του τελευταίου έτους. Είναι οι πράξεις τους, όχι τα λόγια τους. Συγκεκριμένα:δεν είναι μόνο η διαπραγμάτευση με τη FYROM που είναι απόλυτα βασισμένη στην εθνική γραμμή. Μια διαπραγμάτευση πού επιχειρεί όχι να δώσει αλλά να πάρει πίσω όσες εθνικές απώλειες προκάλεσε η διαχείριση του θέματος από την κυβέρνηση Μητσοτάκη Σαμαρά το 1992. Δεν είναι μόνον η προοπτική για μια τόσο αναγκαία προοδευτική μεταρρύθμιση του Συντάγματος που πρέπει να την αντιληφθούμε ως την πρώτη αναθεώρηση μετά την πτώχευση του 2009 κι όχι ως την 4η μετά το 1975. Δεν είναι μόνον η σύγκρουση με τη μεταπρατική διαπλοκή που δολοπλοκεί. (Κάποιοι μέσα στο ΠΑΣΟΚ δεν θα έπρεπε τόσο εύκολα να είχαν ξεχάσει ότι αυτό ακριβώς λέγαμε πως είναι μείζον θέμα για τη χώρα, από το 2007 κατά τη διάρκεια των εσωκομματικών εκλογών του Νοεμβρίου). Δεν είναι μόνον ούτε καν η ανάληψη του πολιτικού κόστους για την χωρίς καθυστερήσεις υλοποίηση του 3ου μνημονίου που οδηγεί τη χώρα και την οικονομία στο ξέφωτο. Είναι πάνω από όλα η πρόθεση ανάληψης μιας άλλης, μεγαλύτερης από τις παραπάνω, ιστορικής ευθύνης. Της ιστορικής ευθύνης να συνυπογράψει η ελληνική αριστερά μαζί με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς το πλαίσιο των υγιών και σταθερών κανόνων που θα διέπουν την πορεία της χώρας στη μεταμνημονιακή εποχή. Κανόνες που αναμφίβολα θα είναι θεμελιωμένοι σε πλεονασματικά δημόσια οικονομικά. Υγιή και πλεονασματικά δημόσια οικονομικά που μαζί με πολιτικές για την ανάπτυξη και την προστασία των δυνάμεων της εργασίας και της παραγωγής, καθώς και μαζί με θαρραλέες μεταρρυθμίσεις στο πολιτικό σύστημα, μπορούν πραγματικά να χτίσουν μια νέα προοδευτική μεταπολίτευση. Υγιή και πλεονασματικά δημόσια οικονομικά που εκ των πραγμάτων θα αποτελέσουν τη θερμοκοιτίδα για να ευδοκιμήσει ένα νέο κομματικό σύστημα που δεν θα μπορεί να ρέπει ούτε προς τον λαϊκισμό, ούτε προς τον κρατισμό. Εάν αυτό το μελλοντικό πλαίσιο κανόνων έχει από ελληνικής πλευράς αριστερή υπογραφή τότε για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα θα έχει συντελεστεί μία σπουδαία εξέλιξη. Εξέλιξη που θα μπορεί να δει η καθεμία και ο καθένας αρκεί η συνείδησή του ή η πένα του να μην είναι εξαγορασμένη από τα επιχειρηματικά συμφέροντα που μανιακά προωθούν την πρωθυπουργία Μητσοτάκη για να λύσουν τα οικονομικά και ποινικά τους προβλήματα.

11. ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΝΑΙ.

Φίλες και φίλοι,

Τελειώνοντας θέλω να είμαι πολύ καθαρός, όπως πάντοτε προσπαθώ. Αν ο Πρωθυπουργός και ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ δεν τα παρατήσουν τελευταία στιγμή. Αν αντέξουν και δεν δραπετεύσουν από τις εθνικές και ιστορικές τους ευθύνες και αυτοί, και αν παράλληλα αναλάβουν επίσημες πρωτοβουλίες για διάλογο και σύγκλιση με άλλες προοδευτικές δυνάμεις μέσα στις οποίες αυτονόητο είναι πως δεν συγκαταλέγονται οι ΑΝΕΛ ή η ΝΔ, τότε ναι, η προσωπική μου άποψη είναι πως πρέπει να ανταποκριθούμε θετικά. Πρέπει να πούμε ναι στο διάλογο. Πρέπει να πούμε ναι και στη συνδιαμόρφωση κοινών πρωτοβουλιών ως ένα πρώτο βήμα. Στο χώρο της αυτοδιοίκησης η δυναμική συνεργασίας που αναπτύσσεται, είναι ήδη αξιοσημείωτη και δημιουργεί νέα πολιτικά δεδομένα. Θα είναι πολύ σημαντικό για τις τοπικές κοινωνίες, τη αυτοδιοίκηση αλλά και για το Κίνημα Αλλαγής να υποστηριχθούν από τον ΣΥΡΙΖΑ περιφερειάρχες ή δήμαρχοι του χώρου μας και αντίστροφα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο κάθε φορέας θα αρνηθεί τις απόψεις του για το παρελθόν ή ότι δεν θα έχουμε διαφωνίες στο μέλλον. Διαφωνίες όμως, που είναι άλλο πράγμα να χρησιμοποιούνται για να στήνονται πολιτικά οδοφράγματα μέσα στην προοδευτική παράταξη κι άλλο να αποτελούν ευκαιρία για να αποδειχθεί ειλικρινής διάθεση για την υπέρβασή τους. Τέτοια άσκηση για να διακριβωθεί ειλικρινής διάθεση συνεννόησης σίγουρα θα αποτελέσει το σχέδιο νόμου για τον Κλεισθένη. Και για να διατυπωθούν εποικοδομητικά οι διαφωνίες και για να επιβεβαιωθούν συναινετικές κυβερνητικές προθέσεις για υπέρβαση των αντιθέσεων. Σε κάθε περίπτωση, για εμάς το ναι στο διάλογο και στη συνεννόηση, είναι ένα ναι που κυρίως το οφείλουμε στη συντελεσμένη προοδευτική παράταξη. Στους προοδευτικούς πολίτες, ψηφοφόρους μας. Η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι τμήμα των ψηφοφόρων του 2009 που μας έδωσαν την κυβέρνηση για τελευταία φορά. Στις πλάτες και αυτού του 20% του εκλογικού σώματος χτίσαμε τις πολιτικές μας καριέρες και πορείες όλα τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Από τον Ανδρέα Παπανδρέου και το Γιώργο Γενημματά μέχρι το πιο νεαρό ηλικιακά μέλος του ΠΑΣΟΚ.

12. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ, ΟΧΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΡΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ.

Φίλες και φίλοι,

Όλοι μας θα κριθούμε τους επόμενους μήνες από τις αποφάσεις για τα μεγάλα και σημαντικά θέματα της πατρίδας που είναι μπροστά μας. Και ο ΣΥΡΙΖΑ, και το Κίνημα Αλλαγής, αλλά και ο καθένας και η καθεμία ξεχωριστά. Μπροστά μας βρίσκονται ιστορικές αποφάσεις οι οποίες εκ των πραγμάτων θα θεμελιώσουν την πολιτική αρχιτεκτονική της επόμενης δεκαετίας θα ορίσουν εκ νέου το περιεχόμενο της αντίθεσης προοδευτικό-συντηρητικό. Αυτά τα μεγάλα θέματα για το μέλλον, είναι που πρέπει να καθορίσουν τις νέες πολιτικές συμμαχίες μας κι όχι οι επιταγές της μεταπρατικής ολιγαρχίας και διαπλοκής.

Σας ευχαριστώ.

Η άνοδος του συντηρητισμού στην Ευρώπη

Κοινή συνισταμένη των περισσότερων αναλύσεων για τις εκλογές των τελευταίων ετών σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ολλανδία, Αυστρία, Ιταλία και, πιο πρόσφατα, Ουγγαρία) είναι η επισήμανση της ανόδου της Ακρας Δεξιάς. Εξίσου, όμως, σημαντική εξέλιξη είναι η κρίση και η σταδιακή μετάλλαξη της Δεξιάς στην Ευρώπη.

Εάν, μάλιστα, θελήσουμε να υιοθετήσουμε μια ιστορική οπτική, τότε αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια είναι η ολοκλήρωση της κρίσης των παραδοσιακών κομμάτων που πρωταγωνίστησαν στην πολιτική ζωή της Ευρώπης στη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Η κρίση των κομμάτων ξεκίνησε από τον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς. Στη δεκαετία του 1980, αρχικά, η άνοδος σοσιαλιστικών κομμάτων στην εξουσία σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία κ.ά.) και, στη συνέχεια, η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Αν. Ευρώπη το 1989, οδήγησαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε μια αμετάκλητη πορεία συρρίκνωσης της δύναμής τους στη δεκαετία του 1990, πορεία που συμβάδιζε με ευρύτερες σοβαρές κοινωνικές αλλαγές, κυρίως την αποβιομηχάνιση και τη συρρίκνωση της παραδοσιακής εργατικής τάξης.

Ο επόμενος πολιτικός χώρος που μπήκε σε κρίση ήταν η Σοσιαλδημοκρατία. Με πρωτεργάτες τον Τ. Μπλερ στη Βρετανία και τον Γκ. Σρέντερ στη Γερμανία, τα Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα εγκατέλειψαν το μοντέλο του κοινωνικού κράτους, που μεταπολεμικά είχαν προασπίσει, και κατασκεύασαν μια νέα πολιτική ταυτότητα στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ηταν η εποχή της αναδιάταξης του πολιτικού χάρτη με βάση το Κέντρο και η απόπειρα διαμόρφωσης ενός νέου διπολισμού μεταξύ Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς.

Στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία αποδέχτηκε και ανέλαβε να διαχειριστεί τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και η μοναδική διαφοροποίηση από τη Δεξιά ήταν η υπόσχεση ενός «νεοφιλελευθερισμού με ανθρώπινο πρόσωπο». Οι πολιτικές λιτότητας και η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας που εφάρμοσαν οι Σοσιαλδημοκράτες, είχαν ως συνέπεια να χάσουν τα παραδοσιακά κοινωνικά ερείσματά τους και σταδιακά η Σοσιαλδημοκρατία μετατράπηκε σε δεύτερης τάξης πολιτική δύναμη στην Ευρώπη.

Στη δεκαετία που διανύουμε, και στον αντίκτυπο της οικονομικής κρίσης του 2008, ήταν η σειρά της ευρωπαϊκής Δεξιάς να μπει σε κρίση. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες τα εκλογικά ποσοστά των παραδοσιακών κομμάτων της Δεξιάς μειώνονται διαρκώς, για παράδειγμα στη Γερμανία το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα στις τελευταίες εκλογές έλαβε το μικρότερο ποσοστό στην ιστορία του, ενώ το αποκορύφωμα ήταν ο καταποντισμός των Ρεπουμπλικανών στη Γαλλία.

Σε μεγάλο βαθμό, η Δεξιά έπεσε θύμα της επιτυχίας της, δηλαδή της εδραίωσης του νεοφιλελευθερισμού. Οι κοινωνικές επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού είναι γνωστές: ο εγκλωβισμός εκατομμυρίων ανθρώπων στη φτώχεια και την εργασιακή επισφάλεια μαζί με την έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων, τελικά, αποσύνθεσαν τον κοινωνικό ιστό.

Η κατάρρευση των συλλογικών μορφών οργάνωσης, η κυριαρχία του ατομικισμού και η αποτυχία να αρθρωθεί ένα νέο συλλογικό αφήγημα πέραν του νεοφιλελευθερισμού, οδήγησαν μεγάλα (και τα πιο ευάλωτα) τμήματα της κοινωνίας στην αναδίπλωση στην εθνική ταυτότητα ως το τελευταίο καταφύγιο στην αναζήτηση ενός συλλογικού εαυτού.

Ολα τα παραπάνω μαζί με τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού και τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην κοινωνία και τις πολιτικές ελίτ άνοιξαν τον δρόμο για τη συντηρητικοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Πρώτα στις πρώην κομμουνιστικές χώρες και μετέπειτα στην υπόλοιπη Ευρώπη, η συντηρητικοποίηση εκφράστηκε με την άνοδο του εθνικισμού, την ξενοφοβία, τον αντιευρωπαϊσμό, την ανάκαμψη της θρησκευτικότητας και τη μαζική υποστήριξη προς ακροδεξιά κόμματα.

Αντιμέτωπη με αυτές τις εξελίξεις, η Δεξιά στην Ευρώπη εγκαταλείπει τις φιλελεύθερες καταβολές της, αναδιπλώνεται σε συντηρητικές ιδέες και αξίες και αναλαμβάνει τον ρόλο του θεματοφύλακα της εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας, της παράδοσης, της τάξης, της κοινωνικής ιεραρχίας κ.λπ.

Επιπλέον, η συντηρητική ατζέντα με αιχμή το μεταναστευτικό και τη σύνδεσή του με την εγκληματικότητα και την αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας, έχει μετατραπεί στο πεδίο ώσμωσης και συνεργασίας της Δεξιάς με την Ακροδεξιά – η άνοδος της τελευταίας αποτελεί τον καταλύτη για τη μετάλλαξη της Δεξιάς.

Τα παραδείγματα αυτής της ώσμωσης είναι πολλά: το ακροδεξιό Fidesz του Β. Ορμπαν στην Ουγγαρία ανήκει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία συνεργάζεται με την παραδοσιακή Δεξιά, η Πολωνία έχει μετατραπεί σε εργαστήριο δεξιού αυταρχισμού, ενώ ίσως η πιο ανησυχητική εξέλιξη είναι η κυβερνητική συνεργασία Δεξιάς και Ακροδεξιάς στην Αυστρία.

Η δυναμική εμφάνιση της Αριστεράς τα τελευταία χρόνια, μια Αριστερά που μικρή σχέση έχει με τα Κομμουνιστικά Κόμματα του παρελθόντος, πρέπει να θεωρηθεί εξαίρεση, καθώς σημειώθηκε (και περιορίστηκε) στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που επλήγησαν σφοδρά από την οικονομική κρίση. Η γενική τάση είναι η άνοδος του συντηρητισμού στην Ευρώπη, κάτι που προμηνύει ένα δυσοίωνο μέλλον. Η Ευρώπη ξαναγίνεται μια «σκοτεινή ήπειρος».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 30/4/2018. 

200 χρόνια Μαρξ

Ο Καρλ Μαρξ γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1818. Αύριο κλείνουν τα 200 χρόνια που μας χωρίζουν από τον 19ο αιώνα. Εχουν, όμως, ισχύ οι ιδέες του στον 21ο αιώνα; Εως τα μισά του 19ου είχαν πεθάνει σχεδόν όλοι οι εκφραστές των πρώιμων ριζοσπαστικών ιδεών: ο Σεν-Σιμόν, ο Φουριέ, ο Οουεν, ο Ετιέν Καμπέ κ.ά.

Η ιδέα της εργατικής χειραφέτησης είχε σκιαγραφηθεί ήδη από τον Μπαμπέφ στο τέλος του 18ου αιώνα. Αλλά αν πριν από την επανάσταση του 1848 στη Γαλλία, με την οποία και καταλύθηκε η Ιουλιανή μοναρχία, το οικονομικό σύνθημα του Γκιζό ήταν: «Messieurs, enrichissez-vous!» –Πλουτίστε κύριοι!», η κατάσταση δεν απέχει πολύ από τη σημερινή αρπακτική και χρηματιστικοποιημένη οικονομία ή από τα συμπεράσματα του οικονομολόγου Τομά Πικετί ή του νομπελίστα Τζο Στίγκλιτζ για το κεφάλαιο και την ογκούμενη ανισότητα στον 21ο αιώνα.

Τα κείμενα και οι ιδέες του Μαρξ δημιούργησαν την πιο ριζοσπαστική παράδοση στην Ευρώπη με έναν μαξιμαλιστικό ρόλο: «Οχι απλά να εξηγήσουμε, αλλά να αλλάξουμε τον κόσμο». Οι μετέπειτα «μαρξισμοί» έδειξαν ότι είχε αστοχήσει στην προηγούμενη θέση ότι «η ανθρώπινη ουσία είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων» που αν άλλαζαν –αν μεταβαλλόταν η οικονομική βάση της κοινωνίας και κατέρρεαν οι σχέσεις εκμετάλλευσης– οι άνθρωποι στη νέα κοινωνία θα ήταν πολύ καλύτερα από ό,τι στον καπιταλισμό.

Βέβαια, όταν μιλάμε για «μαρξισμούς» -που πρώτος είχε αποκηρύξει ο Μαρξ- μιλάμε για πράγματα που δεν άλλαξαν τον κόσμο. «Ποιον μαρξισμό;» ρωτούσε ο Καστοριάδης. «Του Χρουστσόφ, του Μάο, του Τολιάτι, του Τορέζ ή για τον μαρξισμό του Κάστρο, των Γιουγκοσλάβων... ή μήπως για τον μαρξισμό των τροτσκιστών... Υπάρχει η τεράστια πολλαπλότητα αλληλοαποκλειόμενων παραλλαγών».

Το ζήτημα, ωστόσο, ήταν ιδρυτικό. Εξαιρουμένου του Ενγκελς, ο κύκλος των ταραξιών του 19ου αιώνα –αναφέρω τον Αύγουστο Μπλανκί, τον Λουί Μπλαν, τον Πιερ–Ζοζέφ Προυντόν, τον Φερντινάν Λασάλ, τον Μιχαήλ Μπακούνιν, τον Ευγένιο Βαρλέν, τον Αύγουστο Μπέμπελ, τον Πέτρο Κροπότκιν ή τον Πολ Λαφάργκ- παρότι ομοτράπεζοι δημιουργούσαν σύνολο που είχε να κάνει, σχεδόν αποκλειστικά, με την αντίθεση του καθενός με όλους όσους θεωρούσε αντιπάλους του.

Ολοι τους ταραξίες, διωκόμενοι από τις επίσημες αρχές, μετακινούμενοι συνεχώς από χώρα σε χώρα είχαν γίνει πολίτες της Ευρώπης και κήρυκες μιας Νέμεσης κάτω από την οποία έζησε ο αιώνας τους: της κοινωνικής επανάστασης. Ετρεχαν από συνέδριο σε συνέδριο και από διάσκεψη σε διάσκεψη. Αντάλλασσαν μεταξύ τους γνωριμίες, ιδέες, βιβλία, επιστολές και συκοφαντίες. Για παράδειγμα, η ογκώδης αλληλογραφία Μαρξ και Ενγκελς είναι μια καλειδοσκοπική αναπαράσταση ιστορίας, κουτσομπολιού, πολιτικής οικονομίας και ύβρεων, υψηλών στόχων και ταπεινών λεπτομερειών της προσωπικής τους ζωής.

Ολοι τους ήταν ρομαντικοί, δογματικοί και ιδεολόγοι –γεγονός που το αρνούνταν κατηγορηματικά. Παρά τις ομοιότητές τους, τους κοινούς τους σκοπούς, τη συγγένεια στις θεωρητικές τους αναζητήσεις και τους πραγματικούς κοινούς τους αντιπάλους, όλοι τους υπήρξαν διαφορετικοί μεταξύ τους.

Αλλά για να προσγειωθούμε λίγο, το «Κεφάλαιο» του Μαρξ διαβάστηκε περισσότερο στην Αμερική από επιχειρηματίες που έψαχναν στις σελίδες του συνταγές για να πλουτίσουν, ενώ ο ίδιος παραπονιόταν ότι τα πούρα που κάπνισε για να το γράψει κόστισαν περισσότερο από όσα εισέπραξε ως συγγραφικά δικαιώματα. Λ.χ., στην κηδεία του Μαρξ το 1883 παρέστησαν έντεκα άτομα, ενώ στην κηδεία των Πολ Λαφάργκ και Λάουρα Μαρξ (γαμπρού και κόρης του Μαρξ), το 1911, συγκεντρώθηκαν πάνω από 20.000, με τον Β. Ι. Λένιν να εκφωνεί τον επικήδειο ως εκπρόσωπος των Ρώσων Κομμουνιστών.

Παρότι από το μυαλό του Μαρξ δεν έφυγε η ιδέα ότι η επανάσταση εκτός από τη Δυτική Ευρώπη ίσως θα ερχόταν από τον Νέο Κόσμο, η επανάσταση ήρθε από την υπανάπτυκτη Ρωσία το 1917. Και από το 1949, όταν οι κομμουνιστές του Μάο νίκησαν στον εμφύλιο της Κίνας, έως την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, σαράντα χρόνια μετά, η ιστορική επιρροή του Μαρξ ήταν αξεπέραστη.

Σχεδόν τέσσερις στους δέκα ανθρώπους στη Γη ζούσαν κάτω από κυβερνήσεις που ισχυρίστηκαν ότι είναι μαρξιστικές και σε πολλές άλλες χώρες ο μαρξισμός ήταν η κυρίαρχη ιδεολογία της Αριστεράς, ενώ οι πολιτικές της καπιταλιστικής Δύσης συχνά βασίστηκαν στον τρόπο αντιμετώπισης του μαρξισμού.

Η κοινωνική επανάσταση που είχε ονειρευτεί ο Μαρξ δεν έγινε ούτε με την Α' Διεθνή, ούτε με την Παρισινή Κομμούνα, ούτε με τη Β΄ Διεθνή Ενωση Εργατών, ούτε με τους κρατικούς μαρξισμούς. Στην πράξη ο Μαρξ έπαθε αυτό που φοβόταν: έπεσε «θύμα των κακών κληρονόμων και βορά της τρωκτικής κριτικής». Αλλά οι περισσότερες από τις αναλύσεις του είναι ήδη ενσωματωμένες και ζώσες. «Οποιος προβληματίζεται με το ζήτημα της κοινωνίας θα συναντήσει άμεσα και αναπόφευκτα τον μαρξισμό» έλεγε ο Καστοριάδης. Ποιος είπε ότι πετάμε το μωρό μαζί με τα απόνερα της μπανιέρας; Αν κάτι μένει είναι η αξία της προφανούς σκέψης και οι αλήθειες της. Και είναι πολλά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 4/5/2018. 

How civil society must adapt to survive its greatest challenges

We live in a world of major geopolitical shifts and life-changing technological innovations. It's fair to wonder, then, what our biggest hopes are for society in the coming decades.

It's certain that the world has become a better place, according to nearly every measure of human well-being, and yet there is a need to acknowledge that new and looming challenges are looming. From the rise of nationalism, to increased demands for privacy, following widespread data leaks; from balancing growing human needs with planetary and environmental limits, to the impacts of sophisticated automation on people's lives.

The list is long, and there is undoubtedly space for all stakeholders – policy-makers, civil society, corporations, media, academia – to take responsible action that brings about a stable, sustainable and peaceful world.

In this context, the work of civil society has become of even greater importance.

Problem solving

Civil society is a dedicated and committed problem-solver, but it seems clear that it needs to step up its efforts to adapt to a new reality of rapidly changing interconnected problems. When we look at the numbers, it appears the sector has the size and scale globally to be able to robustly adjust to change.

In the past, civil society organizations have found it difficult to statistically measure the economic impact of their work and the size of their sector; but data and new research has changed that. Recent figures provide evidence of a far larger force than previously predicted, amounting to $2.2 trillion in operating expenditures, and employing the equivalent of an estimated 54 million full-time workers globally, along with over 350 million volunteers.

But adapting is not enough. Innovation, creativity and transformation are imperatives in the sector if it's to tackle the big challenges of our time.

So what's next for civil society? Here are four key considerations:

High ambitions and high expectations

The workload of civil society organizations has increased in the past few years, and with more work comes more responsibility and the need to manage expectations.

For example, civil society groups are being counted on to realize the United Nations Sustainable Development Goals (SDGs), and to work with other societal actors and decision-makers to transform the global development landscape over the next decade.

This is no small challenge. There are 17 goals covering a whole range of thorny societal issues to plan for, deliver and monitor – and new roles for the sector to operate in against a backdrop of blurring boundaries between civil society, governments and businesses.

This context of dramatically increasing demands is completed by larger-scale security, humanitarian, and climate-change-related challenges that are looming over the horizon. All this is forcing the civil society sector to find effective coping mechanisms by rethinking programmes, operations, mobilization strategies and partnership models.

Expectations on the sector to show its relevance and capabilities are high, but these expectations are accompanied by a generalized evaporation of trust in civil society institutions – as well as businesses, governments and media.

This collapse of trust means civil society needs to work harder, more effectively and more transparently, and to communicate better with current and prospective recipients, members and stakeholders.

The recent scandals that have hit some international NGOs, as well as the growth of right-wing, populist ideas, are further contributing to misperceptions and distrust in the sector, and damaging its credibility. This could create a potentially vicious cycle of decreased grassroots engagement and funding, ultimately threatening the whole sector.

Difficult legislative and operational environment

Across the globe, the general trend towards more restrictive regulatory measures, increased controls, and funding restrictions by governments is unquestionably making it more challenging for certain civil society institutions to carry out their activities.

While on the one hand this could be interpreted as an opportunity to introduce more transparency and rigour in the sector, on the other it is also contributing to a restrictive civic space, whereby civil society and citizens are limited in their civic freedoms and activities.

In some specific cases, government-promulgated anti-NGO regulations – mostly targeting non-governmental groups working in the human rights/corruption/governance spaces – create a narrative of repression and criminalization of the sector's work. This can make it impossible for civil society organizations to function independently, and forces them to quit their operations despite a growing need for their services.

The current landscape of legislative frameworks is at best only creating a greater bureaucratic workload; but at worst it is putting at risk the safety of committed individuals in the sector, and raising many questions about the cost-opportunity of operating at all in certain contexts.

Reworking the relationship with the private sector

Meanwhile, businesses have become more visibly engaged with the social and environmental agenda.

Multinational companies, and those operating on a global scale in particular, have been increasingly proactive in the field of sustainability. With 10% of publicly owned companies accounting for 80% of profits, the market dominance of a growing concentration of multinational corporate power – while worrisome in some regards – provides leverage to positively influence public policy and accelerate societal investments.

On an engagement spectrum ranging from bland PR to corporate activism and forceful campaigns addressing sensitive social and political issues, the corporate sector has emerged as a partner for change on social and environmental issues.

From the implementation of the Paris Agreements to the United Nations development goals, the international community is expecting businesses to be as responsible as government and civil society for progressing the sustainable development agenda. It expects business to contribute private-sector competences, such as innovation and efficiency, as well as resources, like assets and financial support, in the process.

In this respect, civil society's relationship with business has become more nuanced and sophisticated, with interesting examples of forward-looking collaborative partnerships and unlikely alliances emerging.

This relationship is helped by the increasingly online nature of political organizing and civic engagement. On the one hand, online tools make it easier for individuals and civil society actors to mobilize and join efforts; on the other hand, corporate ownership of these tools has implications for the ability to safeguard individuals' privacy and internet access rights.

Technology matters

Civil society is facing a dramatic transition as it moves into the Fourth Industrial Revolution. This raises key operational concerns and questions about its ability to stay agile, to understand and respond to the impact of technology on the communities civil society organizations have traditionally served.

Some of these transformations mean an enhanced role for civil society; others challenge the sector to define its responsibilities and contributions in the context of a hyper-connected world. The sector has built at least a decade of knowledge on engaging with information and communication technologies (ICTs); but digitization and the emerging proliferation of artificial intelligence, biotechnologies, 3D printing, blockchain and other technologies warrant a new level of preparedness, investment and adaptation for most of today's civil groups.

It is not simply a matter of integrating innovations and capacities in services, products and programmes. The widespread use of big data across sectors has ushered in new challenges associated with accountability, fairness, trust and transparency that could negatively affect societies by engendering discrimination, injustice and the exclusion of vulnerable populations.

The sector needs to develop a nuanced understanding of the Fourth Industrial Revolution, its implications for society and, consequently, its impact on how civil society champions human rights, delivers services for sustainable development, and fosters dialogue on society's values.

Civil society leaders should develop a vision of their role in influencing the development and deployment of emerging technologies in the market to ensure these are harnessed for social good, and that beneficiaries – and humanity in general – are protected from harm.

Innovation is the new normal

Innovation has become even more critical in the non-profit sector in recent years. This applies in all contexts, whether it is devising new ways to deliver services, adapting to difficult legislation, creating new partnership models with the private sector, setting new benchmarks for workers' rights in the digital revolution, or rethinking the relationship with technologies and their governance.

New responsibilities are falling on the shoulders of civil society leaders, and the sector needs to show its ability to remain agile and adaptive, and to pioneer new approaches and solutions to social development through responsible innovation and inclusive technology. It needs to do this the civil society way.

Working with innovative organizations committed to improving the state of the world is at the heart of the World Economic Forum, as the international institution for public-private cooperation. Over the next few days we will be featuring on our blog platform, Agenda, inspiring stories of how civil society is transforming itself and embracing and influencing a technology-enabled world.

*Δημοσιεύτηκε στο World Economic Forum. 

Ο ιστορικός συμβιβασμός του ΣΥΡΙΖΑ και τα ατελέσφορα μέτωπα

Ε​​δώ και καιρό ισχυρίζομαι πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισέλθει σε φάση μετασχηματισμού. Από ριζοσπαστικό κόμμα μετατρέπεται σε σοσιαλδημοκρατικό. Δηλαδή μετασχηματίζεται σε φιλοευρωπαϊκό κόμμα που ιδεολογικά και πολιτικά αποδέχεται (προς στιγμήν ανόρεχτα) τους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της μεικτής οικονομίας. Η αλλαγή γίνεται «στα τυφλά», μέσω της τριβής του με τις απαιτήσεις της διακυβέρνησης, χωρίς προγενέστερη σοβαρή θεωρητική επεξεργασία, υπό την πίεση της επιθυμίας για παραμονή στην εξουσία και της διάθεσης να παίξει κεντρικό ρόλο στη συνέχεια.

Η πορεία αυτή είναι χωρίς επιστροφή. Κατά τη διάρκειά της θα αναπτυχθούν εσωτερικές αντιθέσεις και θα επιχειρηθεί η νεκρανάσταση της ριζοσπαστικότητας του ΣΥΡΙΖΑ από κομμάτια του που φέρουν βαρέως τον «ιστορικό συμβιβασμό». Μακροπρόθεσμα, καμιά από αυτές τις προσπάθειες δεν θα αποδώσει. Οι δυνάμεις του ρεαλισμού θα παραμείνουν, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ισχυρότερες.

Απέναντι σε αυτή μου τη θέση, αναπτύσσεται ένας αντίλογος, που συνοψίζεται στα παρακάτω: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναζητεί μια νέα σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα. Προσποιείται τον ρεαλιστικό συμβιβασμό ενώ συνειδητά διατηρεί ζωντανό τον ακραίο ριζοσπαστισμό του, «που λειτουργεί ως υφέρπουσα απειλή ή προσδοκία, ανάλογα με το ακροατήριο». Σύμφωνα με τη θέση αυτή είναι αφελείς και επικίνδυνοι «όσοι νομίζουν ότι θα πάμε ως παιδική εκδρομή στις εκλογές, επειδή είμαστε στο πλαίσιο μιας συμβατικής εναλλαγής ευρωπαϊκών δυνάμεων στην εξουσία». Πολιτικό συμπέρασμα των παραπάνω είναι η επιδίωξη δημιουργίας «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου, προκειμένου αυτός να απομονωθεί και να ηττηθεί στρατηγικά.

Η παραπάνω προσέγγιση είναι λανθασμένη. Πεισματικά προσκολλημένη στο παρελθόν, αναλύει τις εξελίξεις στατικά αδυνατώντας να αντιληφθεί τις συνέπειες του καλοκαιριού του 2015 στη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, που απώλεσε τότε τη μισή σχεδόν οργανωμένη βάση του. Επιπλέον, κουβαλώντας έναν βαθιά ελληνικοκεντρικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, αδυνατεί να αντιληφθεί τη δύναμη που έχουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το διεθνές πλαίσιο στη διαμόρφωση των εσωτερικών ζητημάτων.

Τέλος, η οπτική αυτή είναι ζημιογόνος για τη χώρα, καθώς συνεχίζοντας να παίζει στο (ξένο) γήπεδο του «αυτοί ή εμείς», αναπαράγει ένα είδος ακήρυκτου πολιτικού εμφυλίου και συντελεί στην άγονη πόλωση. Εχουμε ανάγκη από έναν νέο πολιτικό πολιτισμό, όχι από «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» κακέκτυπα του ΣΥΡΙΖΑ.

Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τον ρεαλισμό δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα βεβαίως. Στην ιστορία του σοσιαλισμού τα παραδείγματα διεθνώς είναι αναρίθμητα. Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως αυτό της Γερμανίας, έζησαν δεκαετίες έντονων εσωτερικών τριβών για να απαρνηθούν τον επαναστατικό μαρξισμό και την πάλη των τάξεων στα τέλη του '50. Οι Αυστριακοί σοσιαλδημοκράτες, που μεταπολεμικά θεωρήθηκαν πρωταθλητές της συναινετικής δημοκρατίας, τη δεκαετία του '30 διέθεταν «μπαρουτοκαπνισμένες» ένοπλες πολιτοφυλακές που αντάλλασσαν πυρά στους δρόμους της Βιέννης.

Σταδιακά η φιλελεύθερη δημοκρατία επικράτησε και πιο αριστερά. Στις αρχές του '70 κομμουνιστικά κόμματα, όπως το ιταλικό ή το ισπανικό με παρελθόν ισχυρής αφοσίωσης στη Μόσχα και στις αρχές της «προλεταριακής επανάστασης», αποδέχτηκαν πλήρως τον κοινοβουλευτισμό και απομακρύνθηκαν από την επιρροή της ΕΣΣΔ.

Πιο πρόσφατα, το 1990, οι σκληροί κομμουνιστές της Ανατολικής Ευρώπης, στα Βαλκάνια και αλλού μεταμορφώθηκαν σε δημοκράτες και εντάχθηκαν στην ευρωπαϊκή σοσιαλιστική οικογένεια. Ακόμη πιο κοντά μας χρονικά, στην Πορτογαλία το αριστερό Bloco, ένα κόμμα που μοιάζει με τον ΣΥΡΙΖΑ και εθεωρείτο πριν από λίγα χρόνια αντισυστημικό, σήμερα στηρίζει μαζί με τους κομμουνιστές μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, η οποία αποτελεί υπόδειγμα μετριοπαθούς πολιτικής και αφοσίωσης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Η ζωή είναι ένα ατελείωτο πεδίο συμβιβασμών. Οπως στους ανθρώπους, έτσι και στα κόμματα πραγματοποιούνται αλλαγές και προσαρμογές, που δεν είχαν σχεδιαστεί προγενέστερα και συνήθως είναι αποτέλεσμα εξωτερικών καταναγκασμών και επιδράσεων. Η απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 να συνθηκολογήσει δεν ήταν απλώς μια στιγμιαία κίνηση τακτικής χωρίς συνέπειες στη φυσιογνωμία του. Η επιλογή της ηγεσίας του να μη διακινδυνεύσει την παραμονή στην εξουσία υποχρέωσε το κόμμα να ακολουθήσει τον δρόμο του ρεαλισμού μέσα στην αγκαλιά των ευρωπαϊκών θεσμών.

Από τη μια, αυτή η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μου προκαλεί κανένα διανοητικό ενδιαφέρον. Η παλιομοδίτικη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του δεν συγκινεί έναν προοδευτικό φιλελεύθερο σαν κι εμένα. Εχω εξάλλου συστηματικά υποστηρίξει πως η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία με τα χαρακτηριστικά που ανέπτυξε στον 20ό αιώνα πεθαίνει. Η δυναμική της έχει από καιρό εξαντληθεί και το εκλογικό σώμα της γεράσει. Το μέλλον της προοδευτικής πολιτικής βρίσκεται πέραν αυτής (χωρίς αυτό να σημαίνει πως η κληρονομιά της δεν αφήνει σημαντική παρακαταθήκη, ιδιαίτερα σε θέματα καταπολέμησης ανισοτήτων).

Από την άλλη όμως, η εξέλιξη αυτή μου γεννά ηθική ικανοποίηση και πολιτική αισιοδοξία. Γενικότερα, κάθε φορά που ένα ριζοσπαστικό, αντισυστημικό κόμμα αφομοιώνεται από τους θεσμούς της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας, συνιστά νίκη της ίδιας της Δημοκρατίας. Ακριβώς γι' αυτό τον λόγο, η λογική του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου είναι ατελέσφορη πολιτικά και άγονη ιδεολογικά. Η δαιμονοποίηση του «άλλου» βολεύει ίσως την εκλογική συσπείρωση και όσους στήνουν καριέρες πάνω στον φανατισμό των αφελών ή ιδιοτελών, αλλά βλάπτει τη χώρα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 22/4/2018.