Sunday, 20 April 2025

Το μέλλον διασφαλίζεται με εθνική στρατηγική

Αν η γεωγραφία καθορίζει τα βασικά δεδομένα ενός τόπου, η πολιτική στρατηγική οφείλει να τα ερμηνεύσει, να συνθέσει με βάση τις εσωτερικές και διεθνείς τάσεις, να οριοθετήσει στόχους. Οι στρατηγικές επιλογές και η υλοποίησή τους δημιουργούν νέα δεδομένα τα οποία επηρεάζουν με τη σειρά τους τις εξελίξεις, τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές. Γεωγραφία και συνειδητή στρατηγική επιλογή οφείλουν να συνάδουν με τις πραγματικές δυνατότητες, να αναδεικνύουν τις προοπτικές, να πείθουν για τις ισορροπίες, να διασφαλίζουν το μέλλον της χώρας και του ελληνισμού.

Οι φιλοδοξίες από μόνες τους δεν επαρκούν, συχνά γίνονται μάλιστα και αιτίες καταστροφών προσώπων ή και εθνών. Η ιστορία όλων ανεξαιρέτως των χωρών βρίθει αντίστοιχων παραδειγμάτων και η ελληνική διαχρονική εμπειρία δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Το αντίθετο μάλιστα. Στην πρόσφατη ανατύπωση (η πρώτη έκδοση έγινε από τις εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ το 1993) του σημαντικού βιβλίου του Ιωάννη Λουκά «Αιγαίο Πέλαγος. Ιστορία και γεωπολιτική του Ελληνισμού από την προϊστορία ώς τους Αλεξανδρινούς Χρόνους» που κυκλοφόρησε από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ αναλύονται οι επιλογές, οι επιπτώσεις τους, τα διδάγματα και φαίνεται και η συσχέτιση και η διαχρονία των στοιχείων της περιόδου εκείνης. Συμμαχίες και συγκρούσεις με τον τότε ισχυρό, επεκτατικό ασιατικό παράγοντα, επιλογές οπλικών συστημάτων με βάση τα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής, αντιφάσεις και διλήμματα, δημαγωγοί και εθνικοί ηγέτες, συμμαχίες, συγκυρίες και ανατροπές. Δεν πρόκειται όμως για απλή ιστορική καταγραφή γεγονότων, το ενδιαφέρον του βιβλίου έγκειται στα διδάγματα, στην πρωτότυπη και θαρραλέα εξαγωγή συμπερασμάτων, γι αυτό και θεωρώ χρησιμότατο αυτό το βιβλίο.

 Η δημοκρατία της Αθήνας ήταν συνυφασμένη με τις μεγάλες επιλογές: ναυτικό ή στεριά, κατασκευή πλοίων ή αγροτική παραγωγή, πολλοί, ναι πολλοί ναύτες ή λίγοι γαιοκτήμονες, όλα αυτά υποδηλώνουν πολιτικές επιλογές υψίστης σημασίας. Θεμιστοκλής και Περικλής, αλλά και Αλκιβιάδης και τύραννοι. Η επιβίωση του ελληνισμού συνδέθηκε αναντίρρητα με τη θάλασσα, τα νησιά, το Αιγαίο πέλαγος και τις αποικίες, (μέχρι και η Σπάρτη ενστερνίστηκε εξ ανάγκης αυτή την επιλογή, γράφει ο Ι. Λουκάς) τουλάχιστον μέχρι την επικράτηση των Μακεδόνων. Στη μελέτη αυτή όλα δείχνουν οικεία, σαν να έγιναν όλα χτες κι όλα αυτά διαδραματίστηκαν κι επαναλήφθηκαν σε μάχες, σε ναυμαχίες, σε νίκες και σε ήττες, σε καταδίκες, εξοστρακισμούς και για κάποιες πόλεις επιλεκτική, αργυρώνητη συχνά συνεργασία με τον Μεγάλο πέρση Βασιλιά της εποχής. Οι εξαίσιες κατακτήσεις του ελληνικού πνεύματος αμαυρώνονται πάντοτε από τις διχόνοιες και τους εμφυλίους πολέμους, αυτή την κατάρα του ελληνισμού.

Αποικίες σημαίνει πολιτική και εμπόριο, ανεφοδιασμός σε τρόφιμα, ελεύθερες ναυτικοί οδοί, δηλαδή αυτοκρατορία. Η Αττική ήταν πάντα εξαρτώμενη από τις εισαγωγές τροφίμων, δεν αρκούσε ποτέ, ούτε και τώρα, πολύ περισσότερο, αρκεί, η τοπική παραγωγή, για να θρέψει την πρωτεύουσα. Πόσα φορτηγά, πλοία, αεροπλάνα και τρένα χρειάζονται για να προμηθευτεί τα απαραίτητα αγαθά η πρωτεύσουσα σήμερα; Γι αυτό και η σύνθεση του ΑΕΠ, έχει διαχρονικά μεγάλη σημασία. Ποια είναι η ορθή ισορροπία ανάμεσα στους τρεις τομείς; Αυτό εξαρτάται από την ιστορική στιγμή, αλλά δεν είναι κάτι που γίνεται αυτόματα, το αποτέλεσμα δεν είναι άμοιρο επιλογών, αποφάσεων και ευθυνών. Μαθαίνουμε στο σημαντικό αυτό βιβλίο ότι οι τράπεζες, με την σύγχρονη αντίληψη του όρου, ιδρύθηκαν στην κλασσική εποχή, αναπτύχθηκαν στην πράξη (λόγω του εύκολου κέρδους...) σε βάρος του δευτερογενούς τομέα, επειδή εγκαταλείφθηκε σταδιακά η αγγειοπλαστική. Η αγγειοπλαστική όμως διεσφάλιζε την μεταφορά αγροτικών προϊόντων, έτσι το εμπορικό ναυτικό έφτιαχνε πλούτο, κουβαλούσε πρώτες ύλες και έφερνε βεβαίως σε επαφή τον ελληνισμό με άλλους λαούς.

Το κύριο συμπέρασμα είναι ότι χρειάζεται η ορθή και λειτουργική ισορροπία των τριών τομέων της οικονομίας, πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς. Σήμερα η ανισορροπία στο ελληνικό και διαρκώς συρρικνούμενο ΑΕΠ είναι εμφανής, ενώ στο ισχνό αυτό ΑΕΠ πάνω από το 90% οφείλεται στις υπηρεσίες, περίπου 3,5% αφείλεται στον αγροτικό τομέα και το υπόλοιπο στη μεταποίηση. Εισάγουμε τα πάντα και πουλούμε τα πάντα.Είναι αυτό το μοντέλο βιώσιμο; Φυσικά και δεν είναι, και όσο κι αν είμαστε ευχαριστημένοι με τον τουρισμό, γνωρίζουμε ότι είναι ένας τομέας ευαίσθητος, επηρεάζεται από πολλούς εξωγενείς παράγοντες, υφίσταται πιέσεις λόγω ανταγωνισμού και βεβαίως, παράλληλα με τις θετικές του επιδράσεις, ωθεί και στην αύξηση των καταναλωτικών αγαθών, δηλαδή στην αύξηση του εμπορικού μας ελλείμματος λόγω εισαγωγών. (Ντομάτες Πολωνίας και αυγά Αλβανίας...). Χρειάζονται συνεπώς συνέργειες, συνεργασίες του τουρισμού, της μεταποίησης και των παραγωγών, τοπικές δράσεις ανάδειξης του πολιτισμού, της γαστρονομίας, της βιοποικιλότητας. Κι όλα αυτά σημαίνουν πρώτα ποιοτική παραγωγή. Η ορθή και λειτουργική ισορροπία ανάμεσα στους τρεις τομείς χρειάζεται ε (δημιουργών κατά τον Πλάτωνα), επανακαθορισμό των πολιτικών, αύξηση της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ και βεβαίως αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Δεν ωφελεί γενικά η μεγέθυνση του εθνικού προϊόντος αν δεν υπάρχει ένα βιώσιμο μοντέλο που διασφαλίζει ενδογενή παραγωγή, θέσεις εργασίας για τους νέους και ποιοτικά προϊόντα.

Το θέμα της επιβίωσης του έθνους δεν βασίζεται βεβαίως σήμερα στις ίδιες παραμέτρους με αυτές της κλασσικής εποχής. Διαχρονικά όμως πάντα ετίθετο το δίλημμα: επιβίωση και υποταγή ή επιλογή ευφυούς κάθε φορά στρατηγικής που θα αναδείξει τα γεωστρατηγικά, υλικά και πνευματικά, πλεονεκτήματα του ελληνισμού; Αυτά ποικίλουν μεν από εποχή σε εποχή λόγω των εξελίξεων, έχουν όμως μια σταθερή γεωγραφική βάση, μια ενιαία αναφορά στον χώρο. Οσο απολύτως απαραίτητη είναι η ικανότητα αποτροπής, οι σύγχρονοι εξοπλισμοί και η διακλαδική συνεργασία των Ενόλων Δυνάμεων, τόσο απολύτως απαραίτητη είναι η ισχυρή και ανταγωνιστική οικονομία και η εξισορρόπηση του ΑΕΠ. Το εσωτερικό μέτωπο ωστόσο, το πολιτικό σύστημα, πρέπει να είναι σε θέση να παράγει πολιτική δράση, με θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει δημοκρατία, συνεργασία και εμπιστοσύνη και όχι τυφλό κομματικό πάθος. Σήμερα τα διλήμματα τίθενται αλλοιώς λόγω των σημαντικών τεχνολογικών εξελίξεων, των νέων διεθνών προτεραιοτήτων, αλλά στα θέματα στρατηγικής οι εθνικές επιδιώξεις πρέπει να είναι σαφείς. Δεν χρειαζόμαστε λοιπόν ούτε νέους εμφυλίους ή άλλους διχασμούς, αλλά αντίθετα νηφάλια επεξεργασία των δεδομένων για την αξιοποίηση όλων των δυνάμεων του ελληνισμού και πρωτίστως του ανθρώπινου παράγοντα. Δεν χρειαζόμαστε πολλά κομματικά μανιφέστα στα θέμα της εθνικής στρατηγικής, αλλά ειλικρινή συνεργασία, αφού υπάρχουν πολλοί εναλλακτικοί τρόποι προβολής της κομματικής σημαίας.

Εκεί είμαστε λοιπόν, στην αρχή, στο κύριο και μόνιμο αίτημα, που είναι η αποτύπωση εθνικής στρατηγικής, Τώρα. Τα οικονομικά, δημογραφικά, πολιτιστικά, ενεργειακά και πολιτικά δεδομένα είναι γνωστά. Τα διπλωματικά δεδομένα είναι επίσης γνωστά (ΝΑΤΟ/ΗΠΑ) και η απαιτούμενη ενεργός συμμετοχή μας στην ΕΕ/ευρωζώνη είναι το κύριο θεσμικό πλαίσιο προς αξιοποίηση. Με προτάσεις, αξιοπιστία, σοβαρότητα. Τα εξωτερικά μας σύνορα είναι και εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, ενώ η Τουρκία, που ας ελπίσουμε ότι θα εξελιχθεί κάποτε σε μια κανονική δημοκρατική χώρα που σέβεται το διεθνές δίκαιο, έχει δεσμευτεί ήδη από τον Μάρτιο του 1995 (Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας και ΕΕ) να σέβεται τους κανόνες της καλής γειτονίας, το διεθνές δίκαιο και την ειρηνική επίλυση των διαφορών, χωρίς να προσφεύγει σε χρήση άλλων κατά της ΕΕ μέσων (όπως κάνει σταθερά το τελευταίο διάστημα η Τουρκία με προκλήσεις, άσκηση βίας, απειλές). Υπενθυμίζω ότι με την συμφωνία αυτή, χάρη στην προσωπική επιμονή του Α. Παπανδρέου, η Ελλάδα κατοχύρωσε πολιτικά την απόφαση έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.

*Δημοσιεύτηκε στην huffingtonpost.gr στις 7/5/2018. 

Μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος: Δημοσιογραφία και έννομη τάξη

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε η εκδήλωση της ΕλΕΔΑ για τους Μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 29 Μαΐου 2018.

Η Πρόεδρος της ΕλΕΔΑ Κλειώ Παπαπαντολέων επισήμανε εισαγωγικά ότι αφορμή ήταν η υπόθεση της Μαρίας Εφίμοβα, της οποίας ζητείται η έκδοση από την Ελλάδα στη Μάλτα επειδή συνέβαλε στην αποκάλυψη ενός σκανδάλου διαφθοράς που άγγιξε την κορυφή της πολιτικής ηγεσίας της Μάλτας. Μέχρι σήμερα ο χώρος των δικαιωμάτων είχε ασχοληθεί με ζητήματα που συναρθρώνονται γύρω από το θέμα των whistleblowers, όπως η ελευθερία της έκφρασης και του τύπου, το δικαίωμα στην ενημέρωση, τα δικαιώματα των κατηγορουμένων. Ποτέ όμως δεν είχε ανοίξει αυτό καθεαυτό το θέμα των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος. Το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στον ιδιότυπο ρόλο που έχουν πλέον τα πρόσωπα αυτά στην κοινωνία και στην έννομη τάξη, που μέχρι τώρα τα αντιμετωπίζει μάλλον με αμηχανία.

Ο δημοσιογράφος Γιάννης Παπαδόπουλος αναφέρθηκε στο τίμημα της αποκάλυψης της αλήθειας και στην ελλιπή προστασία των πληροφοριοδοτών. Τόνισε τις υποθέσεις τριών γνωστών μαρτύρων στην Αμερική, τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν από τους καταγγελλόμενους (απειλές, εκφοβισμοί, απόπειρες αποδόμησης της προσωπικότητας) και την έλλειψη παροχής προστασίας από τις αρμόδιες αρχές. Πρόκειται για τον Daniel Ellsberg, ο οποίος το 1971 διέρρευσε 47 τόμους με απόρρητα έγγραφα της CIA για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τον Jeffrey Wigand, που προέβη σε αποκαλύψεις σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της καπνοβιομηχανίας Brown & Williamson και τον αστυνομικό Frank Serpico, που αποκάλυψε την έκταση της διαφθοράς στην αστυνομία. Παρά τα εμπόδια δεν μετάνιωσαν για τις αποκαλύψεις στις οποίες προέβησαν, μετάνιωσαν που δεν μίλησαν νωρίτερα. Η ελλιπής προστασία των πληροφοριοδοτών εμφανίστηκε και στην περίπτωση των προστατευόμενων μαρτύρων στη δίκη της Χρυσής Αυγής.

Η κα Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, επίκουρη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ανέλυσε τη συνταγματική θεώρηση του θεσμού του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος. Αναφέρθηκε στο νομοθετικό πλαίσιο και στο πεδίο εφαρμογής του. Υπογράμμισε ότι το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο είναι ατελές: δεν προσφέρει επαρκή προστασία σε όσους καταγγέλλουν περιπτώσεις διαφθοράς, έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και καλύπτει μόνο περιπτώσεις δωροδοκίας εν στενή εννοία χωρίς να καλύπτει υπό τη σκέπη του όλο το φάσμα της διαφθοράς. Ακόμη, σημείωσε ότι είναι πλέον ξεπερασμένη η διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού συμφέροντος ιδίως στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της οικονομίας. Ο θεσμός του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος απορρέει από την ελευθερία εκφράσεως και κατοχυρώνεται στην αρχή της διαφάνειας, η οποία επιβάλλει τη δημοσιοποίηση ενεργειών που έρχονται σε αντίθεση με το δημόσιο συμφέρον. Αναφέρθηκε επίσης στη νομολογία του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ, σχετικά με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του καταγγελλόμενου, θίγοντας το ζήτημα της ανωνυμίας του μάρτυρα, τη χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, το δικαίωμα αναφοράς στις αρχές και την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τονίζοντας την ανάγκη προστασίας τόσο του καταγγελλομένου όσο και του καταγγέλλοντος Τέλος, επεσήμανε ότι πέραν από την ανάγκη νομοθετικής θωράκισης του θεσμού απαιτείται η κατάλληλη εκπαίδευση, προκειμένου οι πολίτες να αισθάνονται ότι η πράξη καταγγελίας συνιστά μια θετική ενέργεια σε όφελος της κοινωνίας.

Η κα Μαρία Εφίμοβα, πληροφοριοδότρια στην υπόθεση διαφθοράς και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος της μαλτέζικης τράπεζας Pilatus Bank, στην οποία φέρονται να εμπλέκονται πρόσωπα της ανώτερης πολιτικής ηγεσίας της Μάλτας καθώς και της οικογένειας του Πρωθυπουργού, μίλησε για την απόφασή της να προβεί στην αποκάλυψη των σχετικών στοιχείων στη δημοσιογράφο Δάφνη Καρουάνα Γκαλίθια, που ερευνούσε την υπόθεση αυτή και δολοφονήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο. Η κα Εφίμοβα κατηγορείται στη Μάλτα για χαμηλού ύψους υπεξαίρεση (5.000 ευρώ) και εναντίον της έχει εκδοθεί Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. Στις 14 Ιουνίου 2018 αναμένεται η έκδοση της απόφασης του Αρείου Πάγου σχετικά με την έκδοσή της στη Μάλτα. Η ίδια τόνισε ότι εάν επιστρέψει η ζωή της απειλείται. Έχει δώσει κατάθεση στις αρχές της Μάλτας σχετικά με την πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων από τα στελέχη της τράπεζας και δύναται να δώσει εκ νέου κατάθεση, αν βρεθεί ασφαλής τρόπος.

Ο δημοσιογράφος Νικόλας Λεοντόπουλος ανέλυσε γιατί δεν έχουμε whistleblowers στην Ελλάδα και τι οφείλουμε να κάνουμε για να αποκτήσουμε. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στην έλλειψη εμπιστοσύνης που υπάρχει απέναντι στους δημοσιογράφους και στο ζήτημα της διαχείρισης της πληροφορίας από τα ΜΜΕ. Υπάρχει τεχνική αδυναμία σχετικά με το ζήτημα προστασίας του πληροφοριακού υλικού από μία πηγή, ιδιαίτερα σε ζητήματα που αφορούν την αξιοποίηση του υλικού, την προστασία του και την προστασία της ανωνυμίας της πηγής. Ακόμη, δεν υπάρχει σαφής γνώση του νομοθετικού πλαισίου και συχνά τα ΜΜΕ δεν καλύπτουν τους ίδιους τους δημοσιογράφους τους. Τέλος, αναφέρθηκε στο ζήτημα της αδυναμίας δημοσιοποίησης συγκεκριμένων υποθέσεων λόγω διαπλοκής των ΜΜΕ με τον καταγγελλόμενο φορέα. Η επίλυση των ανωτέρω έγκειται στη λογική συνεργειών μέσα στην κοινότητα των δημοσιογράφων και συναφών φορέων για την κυκλοφορία της είδησης και τη δημιουργία ενός πλαισίου που θα επιτρέπει τη δημοσίευση πληροφοριών.
Ακολούθησε εκτενής συζήτηση με το κοινό και αναφέρθηκε μεταξύ άλλων η πρόθεση παριστάμενων βουλευτών να αναδείξουν κοινοβουλευτικά τη σημασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος και ιδίως την περίπτωση Εφίμοβα.

Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης: όταν έχουμε λόγο

Στις 23 με 25 Μάη συναντήθηκαν στο Παρίσι οι 48 υπουργοί Παιδείας του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ) με καλεσμένους περισσότερους από 20 ομολόγους τους από Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική. Γιόρταζαν τα 20 χρόνια από τη Διακήρυξη της Σορβόνης, με πρωτοβουλία των υπουργών Παιδείας Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Βρετανίας, η οποία απέληξε έναν χρόνο μετά στη γνωστή Διακήρυξη της Μπολόνιας προς τιμή του πρώτου Πανεπιστημίου (γιόρταζε τα 900 του χρόνια) στον δυτικό κόσμο.

Εκτοτε άλλαξε ο χάρτης των ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων σε Δύση και Ανατολή, Βορρά και Νότο. Διακηρυγμένος στόχος είναι η εναρμόνιση, όχι η ομογενοποίηση. Από τη σκοπιά αυτή έγιναν πολλά, ορατά σε κάθε χώρα, σε κάθε Πανεπιστήμιο: η έμφαση στην ποιότητα, οι πιστωτικές μονάδες, τα μαθησιακά αποτελέσματα, το πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων, η διεθνοποίηση, η κινητικότητα φοιτητών και προσωπικού, το παράρτημα διπλώματος, η ευρωπαϊκή φοιτητική κάρτα.

Δεν θα σταθώ στην εξέλιξη ούτε στο ιδεολογικό της πρόσημο που σχολιάστηκε πολλαπλά και αρχικά ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις. Σημειώνω ότι η όλη εξέλιξη εγγράφει τους συσχετισμούς δύναμης στην Ευρώπη, πολιτικούς, ιδεολογικούς οικονομικούς. Ενδεικτικά, όσο κυριαρχούσαν νεοφιλελεύθερες δυνάμεις τόσο το βάρος δινόταν στις οικονομικές πτυχές καθώς η γνώση εκλαμβάνεται ως εμπόρευμα.

Αντίθετα, όσο ισχυρή ήταν η παρουσία άλλων πολιτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα σοσιαλδημοκρατικών και αριστερών, τόσο αναδεικνύονται νέα ζητήματα. Από τη σκοπιά αυτή μπορούμε να δούμε δύο σημαντικές πτυχές του ΕΧΑΕ, τη συμμετοχή όλων, ιδιαίτερα των φοιτητών, και την κοινωνική διάσταση, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ενοποίησης.

Στην εικοσαετία που παρήλθε η ελληνική παρουσία, με φωτεινές εξαιρέσεις, ήταν από ισχνή ώς ανύπαρκτη. Οπως και σε αρκετά άλλα ευρωπαϊκά φόρα καλούμαστε να εφαρμόσουμε αποφάσεις στις οποίες δεν είχαμε λόγο. Αυτά αφορούν την πολιτεία, τους φοιτητές και με κάποιες εξαιρέσεις, τα ιδρύματα. Το ίδιο ισχύει και ερευνητικά.

Στις εξαιρέσεις το Διαπανεπιστημιακό Δίκτυο Πολιτικών Ανώτατης Εκπαίδευσης, σύμπραξη ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Πατρών με συναδέλφους από τα Πανεπιστήμια Πελοποννήσου και Αιγαίου, που ασχολείται μια δεκαετία τώρα με τα ζητήματα αυτά. Λογική συνέπεια είναι η απουσία Ελλήνων από τα σχετικά με τον ΕΧΑΕ θεσμικά όργανα.

Δέχτηκα με χαρά την πρόταση του υπουργού Παιδείας να συμμετάσχω με άλλους πανεπιστημιακούς στην ελληνική αντιπροσωπεία ώστε να συγκροτηθεί μια ομάδα που γνωρίζει καλά το αντικείμενο. Με ορισμένους είχαμε ήδη συνεργαστεί πρόσφατα στην εκπόνηση της μελέτης του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση, την εκτενέστερη και αναλυτικότερη, κατά τη γνώμη μου, που εκπονήθηκε ποτέ από τον οργανισμό.

Ο στόχος του υπουργού ήταν τριπλός: να αναπληρωθεί, όσο γίνεται, η ισχνή παρουσία του παρελθόντος, να συμβάλουμε κριτικά στο όλο εγχείρημα διατυπώνοντας τεκμηριωμένα παρατηρήσεις και προτάσεις και, τέλος, να ενεργήσουμε ώστε τα ελληνικά ΑΕΙ να μη μείνουν έξω από τις συντελούμενες διεργασίες διεθνοποίησης και συνεργειών.

Κρίνοντας από το αποτέλεσμα θαρρώ ότι το εγχείρημα απέδωσε. Πέρα από τις συναντήσεις με υπουργούς και αντιπροσωπείες πολλών χωρών στο περιθώριο των εργασιών, της διοργανώτριας χώρας Γαλλίας κατά πρώτον, έγιναν επαφές με εκπροσώπους τριών άλλων φορέων. Φοιτητών, συνδικάτων εργαζομένων, κυρίως καθηγητών και διεθνών οργανώσεων και οργανισμών όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Magna Carta Observatory.

Πέρα από τη δουλειά όλων των μελών της ομάδας, συμπεριλαμβανομένου και του φοιτητή, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι δύο παρεμβάσεις του υπουργού, ιδιαίτερα η δεύτερη στην ολομέλεια της διάσκεψης.

Στοχευμένη, έθεσε ζητήματα που μέχρι τότε είχαν συζητηθεί λίγο, όπως η παιδεία ως κοινωνικό αγαθό, τα δικαιώματα και η ένταξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (φτωχών, περιθωριοποιημένων, Ρομά, μεταναστών, προσφύγων), η ακαδημαϊκή ελευθερία αλλά και το εργασιακό καθεστώς των διδασκόντων, η ιδιαίτερη θέση των ανθρωπιστικών σπουδών και η διάκριση ανάμεσα στην εναρμόνιση των εκπαιδευτικών συστημάτων και την ομογενοποίησή τους.

Προφανέστατα η παρουσία της ελληνικής αντιπροσωπείας δεν αναπλήρωσε την πολύχρονη απουσία από τα σχετικά φόρα, ούτε βάρυνε καθοριστικά στην έκδοση του τελικού ανακοινωθέντος – όπου για πρώτη φορά γίνεται μνεία στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Είναι αφέλεια να αγνοήσουμε ότι οι κατευθύνσεις και οι αποφάσεις απηχούν συσχετισμούς δύναμης.

Επιπλέον, καθετί κερδίζεται με μόχθο, διαρκή παρουσία, συμμαχίες και συμφωνίες με άλλες χώρες. Σε κάθε περίπτωση, η απουσία και η φυγή δεν αποτελούν λύση αλλά επιζήμια υπεκφυγή. Αυτά τα καταλαβαίνει κανείς εύκολα όταν γνωρίζει ότι στις Βρυξέλλες προσεχώς συζητείται η κατανομή των κονδυλίων για την έρευνα και αργότερα για την κινητικότητα, φοιτητών και προσωπικού.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 31/5/2018. 

Θα μάθουν πώς να ψηφίζουν;

Η συνέχεια του ευρωπαϊκού ψυχοδράματος παίζεται το 2018 στην Ιταλία και αυτό επηρεάζει τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Aμέσως μετά την αποκάλυψη του οικονομικού σχεδίου των δύο κομμάτων που προέκυψαν ενισχυμένα από τις εκλογές της 4ης Μαρτίου (Κίνημα των 5 Αστέρων του Ντι Μάιο και ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά του Ματέο Σαλβίνι) –που αν εφαρμοζόταν θα τορπίλιζε την ευρωζώνη– 154 Γερμανοί οικονομολόγοι δημοσίευσαν μανιφέστο που αντιτίθεται σθεναρά σε οποιαδήποτε σημαντική μεταρρύθμιση της ευρωζώνης.

O πρώην εντολοδόχος για την πρωθυπουργία, Τζουζέπε Κόντε, κράτησε χαμηλούς τόνους σε σχέση με την ευρωζώνη. Ομως, κάθε προσπάθεια διερεύνησης συμπτώσεων και αντιθέσεων, κυρίως με το Βερολίνο, ήταν ατυχής. Τελικά, ο Κόντε αποχώρησε μετά το βέτο του Σέρτζιο Ματαρέλα, προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας, για τον γηραιό ευρωσκεπτικιστή οικονομολόγο Πάολο Σαβόνα στο υπουργείο Οικονομικών.

Συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν μόνον εάν παρακάμψουμε την αντιπαράθεση που ξεκινάει από το «ο πρόεδρος βάζει φρένο τους λαϊκιστές», εκτείνεται στις ερμηνείες για τις συνταγματικές αρμοδιότητες του προέδρου και φτάνει στα σενάρια «εθνικής προδοσίας» ή στο «η μαφία σκότωσε τον λάθος Ματαρέλα» (με ευθεία αναφορά στη δολοφονία του αδελφού τού προέδρου, Πιερσάντι Ματαρέλα, από την Κόζα Νόστρα στη Σικελία, το 1980).

Πρώτον, με εξαίρεση την κυβερνησιμότητα της Γερμανίας και την πρόσκαιρη ανακούφιση στην Ευρώπη με τη νίκη του Μακρόν επί της Λεπέν στη Γαλλία, το πολιτικό παράδειγμα της υποχώρησης των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων και της αδυναμίας σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων δεν αφορά μόνον την Ιταλία, αλλά σχεδόν όλες της χώρες της Ενωσης.

Ειδικά στην Ιταλία, από τον Νοέμβριο του 2011, μετά την απομάκρυνση του Μπερλουσκόνι, κανένας πρωθυπουργός δεν προέκυψε από εκλογές: Μάριο Μόντι, ανεξάρτητος εντολοδόχος και άνθρωπος των τραπεζικών λόμπι και των αγορών (2011-2013)∙ Ενρίκο Λέτα (2013-2014), εντολοδόχος μετά το αδιέξοδο των εκλογών του 2013∙

Ματέο Ρέντσι (2014-2016), που παραιτήθηκε μετά το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση αφού στήριξε την εκλογή του Σέρτζιο Ματαρέλα στην προεδρία μετά την παραίτηση του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο∙ τέλος, ο υπηρεσιακός Πάολο Τζεντιλόνι, διάδοχος του Ρέντσι. Ετσι, φτάσαμε στην εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών στον οικονομολόγο και πρώην στέλεχος του ΔΝΤ, Κάρλο Κοταρέλι. Αυτό το παράδειγμα κάτι λέει: μπορείτε να ψηφίζετε ό,τι θέλετε, αλλά η κυβέρνηση που θα προκύψει θα κάνει ό,τι θέλουμε και όπως το θέλουμε.

Δεύτερον, η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών ήταν φοβική – όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν. Π.χ., ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιτνερ, στο πρόσφατο βιβλίο του, αναφέρει «σχέδιο» απομάκρυνσης του Μπερλουσκόνι, αποκαλύπτοντας ότι «υψηλόβαθμοι Ευρωπαίοι είχαν προτείνει στην αμερικανική κυβέρνηση να συνεργαστεί με το ευρωιερατείο για να τεθεί σε εφαρμογή σχέδιο που θα οδηγούσε στον εξαναγκασμό του Μπερλουσκόνι σε παραίτηση».

Ακόμα κι αν αυτό δεν ισχύει, οι πραγματικές θέσεις των ευρωκρατών περί δημοκρατίας και εκλογικών αποτελεσμάτων –παρά τις δημόσιες αποστάσεις των Βρυξελλών– συνοψίζονται στην άποψη του επιτρόπου Προϋπολογισμού Γκίντερ Ετινγκερ: οι αγορές «θα μάθουν στους Ιταλούς πώς να ψηφίζουν». Το έχουμε δει στην Ελλάδα.

Με βάση τις εξελίξεις, το μέλλον δεν είναι και τόσο αχαρτογράφητο. Τα δύο κόμματα θα κατηγορήσουν το φιλοευρωπαϊκό «κατεστημένο» ότι τους αρνήθηκε το δικαίωμα να κυβερνήσουν∙ θα οξυνθεί η πόλωση. Θα είναι δύσκολο στην Ιταλία να βγει από τη μακρά πολιτική-θεσμική κρίση με θετική πολιτική και οικονομική προοπτική.

Η «ουδέτερη» κυβέρνηση τεχνοκρατών του «ψαλιδοχέρη» Κάρλο Κοταρέλι δύσκολα θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από την παρούσα Βουλή και τη Γερουσία∙ θα παίξει ρόλο διαχειριστή. Επομένως πολιτικά, το 2018 θα είναι μια χαμένη χρονιά για τους φτωχοποιούμενους Ιταλούς και την Ιταλία του χρέους. Τέλος, η προοπτική παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου εύκολα θα μπορούσε να πάρει δημοψηφισματικό χαρακτήρα για την παραμονή ή όχι της Ιταλίας στο ευρώ (Ital-exit), με ενισχυμένη την πιθανότητα να βρεθεί στην εξουσία μια ριζοσπαστική ακροδεξιά εθνολαϊκιστική και ξεκάθαρα αντι-ευρώ κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές.

Οκτώ χρόνια τώρα –το βιώνουμε στην Ελλάδα– αναπαράγονται αποκλίνουσες και αντιφατικές αφηγήσεις σχετικά με την ευρωπαϊκή κρίση. Η ενάρετη εθνική οικονομία ως άθροισμα ορθών μικροοικονομικών αποφάσεων και η υγιής υπερεθνική οικονομία ως άθροισμα εθνικών οικονομιών, εκτός από μύθος, είναι υπόδειγμα και όχι πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι τα ακροδεξιά σλάλομ, οι ασκήσεις εθνικιστικών απομονωτισμών και αντιευρωπαϊκών ασκητισμών, με προϊούσες τις φτωχοποιήσεις των λαών.

Από την πλευρά τους, οι μεγάλες δυνάμεις ξαναστήνονται. Η Ε.Ε. χωρίς φιλελεύθερα αντανακλαστικά και δημοκρατικά φτιασίδια χάνει τη δυνατότητα της καθαρής έντιμης συζήτησης σε επίπεδο πολιτικών ιδεών και πρακτικών. Οι unisex πολιτικές δεν βγαίνουν. Το σχέδιο της Γερμανίας για μινιμαλιστική Ευρώπη, χωρίς κοινοτικό πνεύμα, μόνο με διακυβερνητικούς πειθαρχικούς μηχανισμούς άκαμπτων κανόνων, επίσης δεν βγαίνει. Τα αδιέξοδα στην Ιταλία, οι αγορές μαζί με τα συστημικά προβλήματα της ευρωζώνης, σίγουρα, δεν θα μάθουν στους Ιταλούς πώς να ψηφίζουν. Μήπως έμαθαν στους Έλληνες;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" την 1/6/2018.

Η αλληλεγγύη στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού

Η σύγχρονη μορφή αλληλεγγύης από τις Διεθνείς ΜΚΟ δεν διαφέρει σε τίποτα από την κατανάλωση ενός οποιουδήποτε προϊόντος από κάποιο πολυκατάστημα. Το πλαίσιο, άλλωστε, μέσα από το οποίο προβάλλεται το κάλεσμα για δράση δεν διαφέρει και πολύ από το πλαίσιο των διαφημίσεων που αφορούν τα υπόλοιπα καταναλωτικά αγαθά. 

ΛΙΛΥ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗ, Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Νήσος

Το θέμα της επικοινωνίας και της προβολής της αλληλεγγύης και των μεταβολών που έχουν σημειωθεί στο συγκεκριμένο πεδίο αναπτύσσει το βιβλίο της Λ. Χουλιαράκη. Ακριβέστερα, η συγγραφέας, καθηγήτρια ΜΜΕ και Επικοινωνίας, στο London School of Economics and Political Science, ασχολείται με το πεδίο της αλληλεγγύης και το πώς αυτό προβάλλεται στις ανεπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης από τις Διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΔΜΚΟ). Η υπό εξέταση περίοδος είναι αυτή ανάμεσα στα έτη 1970 και 2010.Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, η οποία σημαδεύεται από την ανάδυση και κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις κοινωνίες της Δύσης, την κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τη συνολική υποχώρηση της Αριστεράς και το «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων», δηλαδή της πλήρους επικράτησης της αφήγησης του νεοφιλελευθερισμού, επισυμβαίνουν κρίσιμες μεταβολές στο πεδίο της επικοινωνίας της αλληλεγγύης, σύμφωνα με τη Χουλιαράκη.

Οι αλλαγές αυτές, όπως αναδεικνύεται από το βιβλίο, δεν αφορούν εντέλει μόνο το πεδίο της επικοινωνίας. Πρόκειται για μια συνολική αλλαγή, μια αλλαγή παραδείγματος κατά Κουν, η οποία αφορά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, του τρόπου με τον οποίο τα υποκείμενα στις σύγχρονες κοινωνίες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τη σχέση τους με τις κοινωνίες του Νότου και την αντίληψη τους για την έννοια της πολιτικής δράσης. Προτού μπει στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης του βασικού ερωτήματος της, η Λ. Χουλιαράκη παρουσιάζει τον χώρο των ΔΜΚΟ, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα κονδύλια που διαχειρίζονται, τους στόχους που επιλέγουν να επιτύχουν, των εργαλείων που χρησιμοποιούν και, βεβαίως, των σχέσεων τους με τα κράτη και τους οικονομικούς οργανισμούς της Δύσης. Όπως επισημαίνει, «οι υπηρεσίες αρωγής [...] αύξησαν τις δραστηριότητες τους κατά 150% τη δεκαετία 1980-1990, ενώ μόνο στις ΗΠΑ ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά εκατό τη δεκαετία 1980-1990 (από 167 σε 267) και σχεδόν διπλασιάστηκε τη δεκαετία 1990-2000 (από 267 σε 436)» [σελ. 25].

Ως προς τα εργαλεία που χρησιμοποιούν, η Λ. Χουλιαράκη σημειώνει πως ο ρόλος της νεοφιλελεύθερης οικονομίας «που πριμοδοτεί τις μικροοικονομικές αντί για τις μακροοικονομικές ή δομικές οικονομικές προσεγγίσεις στην ανάπτυξη» [σελ 28] είναι κυρίαρχος. Ως προς το ιδεολογικό πεδίο, η συγγραφέας υπογραμμίζει πως η σύγχρονη μορφή της αλληλεγγύης διαδέχτηκε την «αλληλεγγύη της σωτηρίας» και την «αλληλεγγύη της επανάστασης». Τα σύγχρονα «ακροατήρια της αλληλεγγύης», σημειώνει, «καλούνται σήμερα να υλοποιήσουν την αλληλεγγύη ως ένα ατομικιστικό πρόγραμμα συγκυριακών αξιών και καταναλωτικών ακτιβισμών: η ειρωνική αλληλεγγύη είναι ακριβώς μια αλληλεγγύη που, επειδή αναγνωρίζει τα όρια της νομιμότητας και της αποτελεσματικότητας της, αποφεύγει την πολιτική και ανταμείβει τον εαυτό» [σελ 39].

Εξετάζοντας το πεδίο της επικοινωνίας και των στρατηγικών των ΔΜΚΟ προκειμένου να πείσουν τα υποκείμενα της Δύσης να αναλάβουν δράση υπέρ των αδύνατων, των «ευάλωτων άλλων» του Νότου, η συγγραφέας πραγματεύεται τέσσερα διαφορετικά εργαλεία από το οπλοστάσιο τους: τις εκκλήσεις (μεγάλες καμπάνιες με οπτικό υλικό και κείμενο), την παρουσία και παρέμβαση διάφορων διασημοτήτων -με έμφαση στους ηθοποιούς- στις καμπάνιες αλληλεγγύης, τις συναυλίες και στον τρόπο με τον οποίο καταγράφονται οι ειδήσεις για τον Νότο από τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία της Δύσης. Η μελέτη, η οποία περιλαμβάνει ένα πολύ ευρύ μέγεθος εμπειρικών στοιχείων, αντιδιαστέλει την περίοδο της «αλληλεγγύης της σωτηρίας» με την «μεταανθρωπιστική αλληλεγγύη». Από τη μελέτη της στα τέσσερα αυτά εργαλεία με τα οποία οι ΔΜΚΟ επιχειρούν να επικοινωνήσουν, η Λ. Χουλιαράκη διαπιστώνει πως έχουμε περάσει σε μια νέα φάση η οποία χαρακτηρίζεται την παρακάτω μετάβαση: από την αλληλεγγύη ως οίκτο στην ως ειρωνεία.

Η νέα αυτή μορφή αλληλεγγύης, όπως επισημαίνει, έχει ως κέντρο τα υποκείμενα της δύσης. Οι ευάλωτοι άλλοι απουσιάζουν. Η δράση είναι αποσπασματική, έχει άμεσο όφελος για τον ίδιο τον δρώντα ενώ ο συμβολικός ρόλος των ΔΜΚΟ είναι κι αυτός στο επίκεντρο, με την έννοια του brand name. Η σύγχρονη μορφή αλληλεγγύης, θα μπορούσε να πει κανείς, δεν διαφέρει σε τίποτα από την κατανάλωση ενός οποιουδήποτε προϊόντος από κάποιο πολυκατάστημα. Το πλαίσιο, άλλωστε, μέσα από το οποίο προβάλλεται το κάλεσμα για δράση δεν διαφέρει και πολύ από το πλαίσιο των διαφημίσεων που αφορούν τα υπόλοιπα καταναλωτικά αγαθά.

Συνοψίζοντας, η Λ. Χουλιαράκη στέκεται κριτικά ως προς και τα δύο μοντέλα αλληλεγγύης που έχει εξετάσει. Αντί αυτών, η ίδια προτείνει μια μορφή αλληλεγγύης την οποία ονομάζει «αλληλεγγύη ως αγωνισμός» [σελ 321]. Με την πρόταση αυτή, η Χουλιαράκη επιδιώκει να υπερβεί τα προβλήματα και τις αντιφάσεις των υπό εξέταση μορφών αλληλεγγύης. Το εγχείρημα παρουσιάζει δυσκολίες, τις οποίες η ίδια έχει επίγνωση. Η έμφαση στην ακρόαση των ευάλωτων υποκείμενων υπονομεύει τον κυρίαρχο ρόλο της Δύσης, εν μέρει όμως, καθώς η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει, έστω και άρρητα, και πάλι σε αυτές. Η Λ. Χουλιαράκη καλεί να φέρουμε τους ευάλωτους στο προσκήνιο. Η χειρονομία αυτή, αν και όντως διαφέρει σε σχέση με τις άλλες, δεν παύει να κρατά την ιεραρχία ανάμεσα στη σχέση Δύσης και Νότου, η οποία άλλωστε προκύπτει από πολιτικές και οικονομικές ιεραρχήσεις. Το κρίσιμο στοιχείο που επαναφέρει η Χουλιαράκη είναι αυτό της υλικής δράσης: η συγγραφέας επαναφέρει τη σημασία της ενσώματης παρουσίας, τη σημασία των διαδηλώσεων, στο πεδίο της αλληλεγγύης, ενώ υπογραμμίζει την «κοινή ανθρώπινη υπόσταση» των υποκειμένων στη Δύση και στον Νότο.

Ο ειρωνικός θεατής είναι ένα βιβλίο που καταπιάνεται με ένα θέμα επίκαιρο, λόγω των μεταναστευτικών κυμάτων. Ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας συγκροτεί το θεωρητικό της πλαίσιο και το εφαρμόζει στο εμπειρικό της υλικό είναι υποδειγματικός, ενώ η πληθώρα των εμπειρικών δεδομένων που παρουσιάζει συγκροτούν μια πλήρη εικόνα του αντικειμένου. Πρόκειται για μια δουλειά που δεν αφορά μόνο όσους ασχολούνται ακαδημαϊκά με τα θέματα αυτά, αλλά όλους εκείνους που επιθυμούν να προβληματιστούν για το θέμα της αλληλεγγύης, αλλά και τους δημοσιογράφους που θέλουν να αναστοχαστούν επί του πεδίου της εργασίας τους.

*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 11/9/2017. 

O Χάμπερμας και το «ελληνικό ζήτημα»

Είχα ακόμη μία ιστορική ευκαιρία να συναντηθώ με τον Γιούργκεν Χάμπερμας στο σπίτι του, στο Στάνμπεργκ, ένα ηλιόλουστο απόγευμα του Απριλίου. Με υποδέχθηκε, όπως συνηθίζει εδώ και χρόνια, με την ανοικτή αγκαλιά του και επί ώρες συζητήσαμε για τα προβλήματα της οικουμένης.

Για την Ευρώπη, η οποία δεν μπορεί να βρει τον βηματισμό της εδώ και χρόνια. Για το μείζον πρόβλημα των προσφύγων και την τεχνοκρατική αντιμετώπισή του από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Eνωσης. Συζητήσαμε ακόμη για το πολιτικό ζήτημα των εκλογών, οι οποίες, ως αντιπροσωπευτική διαδικασία κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, οδηγούν σε ατραπούς που στρέφονται εναντίον της ίδιας της δημοκρατικής δόμησης των κοινωνιών μας. Επίσης, μιλήσαμε για την επικείμενη απόφαση του Τραμπ να επέμβει στη Συρία. Και για πολλά άλλα ζητήματα.

Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, όμως, όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες αυτής της εφημερίδας, ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα και πιο συγκεκριμένα γι' αυτό που έχει κωδικοποιηθεί να ονομάζεται «ελληνικό ζήτημα». Από την αναλυτική συζήτησή μας, λοιπόν, σχετικά με το «ελληνικό ζήτημα» προέκυψαν τα εξής τρία μείζονα πολιτικά συμπεράσματα:

Πρώτον, εδώ και δέκα χρόνια (2008-2018) το επονομαζόμενο «ελληνικό ζήτημα» έχει αποκτήσει νέες διαστάσεις, νέες όψεις και μπορεί να υποστεί νέες επεξεργασίες.

Δεύτερον, το επονομαζόμενο «ελληνικό ζήτημα», ενώ αρχικώς είχε ορισθεί και σύμφωνα με τα τεχνοκρατικά «μνημόνια» ως πρόβλημα δημοσιονομικής πειθαρχίας, τελικά εξελίχθηκε σε ζήτημα επαναπροσδιορισμού οικονομικού μοντέλου και δόμησης και οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας.

Και τρίτον, που είναι και το σημαντικότερο, η ελληνική κοινωνία και το οικονομικό υποσύστημά της μπορούν να «ανακατασκευασθούν» στο επίπεδο ενός ευρύτερου και καθολικότερου συνειδησιακού αυτοπροσδιορισμού.

Ενδεχομένως πολλοί αναγνώστες να μην αντιλαμβάνονται για ποια πολιτικά πράγματα μιλάμε, όταν στη σύντομη αυτή παρέμβασή μου επιχειρώ να «ανασυγκροτήσω», έστω σε γενικές γραμμές, την πολιτικο-θεωρητική συζήτηση που έκανα με τον Χάμπερμας με θέμα «το ελληνικό ζήτημα». Αλλά, επιτέλους, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Μετά τη δεκαετία του '50 (με το τέλος του εμφυλίου πολέμου), υιοθετήθηκε ένα οικουμενικό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο είχε δύο παραμέτρους: την εσωτερική αναπαραγωγή και την εξωτερική χρηματοδότηση. Αυτό, λοιπόν, το οικονομικό μοντέλο μαζί με το «πολιτικό παράδειγμα» της δοτής δημοκρατίας, χρεοκόπησαν, πολύ πριν οδηγηθούμε στη θεσμική χρεοκοπία.

Ούτε ο Χάμπερμας ούτε, εννοείται, και εγώ υποστηρίζουμε ότι ζούμε σε καθεστώς «πολιτικής μορφής ζωής», στο οποίο μπορεί να αναβιώσουν νοήματα και ιδέες του εμφυλίου πολέμου. Αλλά εκείνο το οποίο χρειάζεται να σκεφτούμε όλοι μας συνοψίζεται στο εξής ερώτημα: Γιατί η συντηρητική παράταξη (δηλαδή η τωρινή Ν.Δ.), η οποία επί εξήντα χρόνια (1950-2010) κράτησε την κοινωνία μας στα όρια της «έρημης χώρας» (Ελιοτ), δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τη ριζοσπαστική Αριστερά (δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ) για να «βγούμε από τα μνημόνια»; Στη Γερμανία, για πολιτικά ζητήματα, τα οποία κρίνονται υποδεέστερα από πολιτικής απόψεως, συγκροτούνται εδώ και δεκαετίες κυβερνητικές εξουσίες μέσω των δύο μεγαλύτερων κομμάτων.

Το πολιτικό ερώτημα του Χάμπερμας, αλλά και όλων των Ελλήνων πολιτών (και ψηφοφόρων) διατυπώνεται ως εξής: Πώς και γιατί και για ποιους λόγους δεν μπορεί η ελληνική πολιτική κοινωνία να «κατασκευάσει» μια πολιτική ηγεσία, δηλαδή μέσω των αντιπροσωπευτικών διαδικασιών (εκλογών) να επιβάλει τη δική της πολιτική λύση σε σχέση με το δικό της πολιτικό πρόβλημα; Εάν, τελικά, το «ελληνικό ζήτημα» ήταν και είναι πρόβλημα δημοσιονομικής πειθαρχίας, τότε όλοι εμείς οι Ελληνες πολίτες (μισθωτοί, συνταξιούχοι, φορολογούμενοι κ.λπ.) έχουμε καταδικασθεί στο «καθεστώς» της βιοπολιτικής εξόντωσης.

Εάν, όμως, το «ελληνικό ζήτημα» έχει αποκτήσει κατά την τελευταία ιστορική φάση άλλα στοιχεία και χαρακτηριστικά, τότε χρειάζεται να επανεξετασθεί το νέο επίπεδο. Αυτός ο λαός, ο ελληνικός λαός, και αυτή η κοινωνία, η ελληνική κοινωνία, δεν μπορούν να εντάσσονται στα σχέδια και στα προγράμματα των τεχνοκρατών της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχουν ανάγκη από τα δικά τους εθνικά πολιτικά προγράμματα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 8/5/2018. 

Nouveau monde ?

Tout esprit contemporain, tout honnête homme moderne le sait : le clivage droite-gauche a disparu. Il est archaïque, dépassé, désuet, décati, chenu, vermoulu, obsolète, à envoyer au musée. Seuls comptent désormais la distinction entre ancien et nouveau monde, le partage entre pro-européens et anti-européens, entre «fainéants» et «réformateurs» et, plus largement, entre partisans et adversaires de l'ouverture internationale. Ceux qui ne pensent pas cela sont justement «de l'ancien monde». À la casse...

Pourtant quelques détails viennent entacher ce radieux tableau. Après un an d'exercice, comment définit-on la politique Macron ? Elle avantage les contribuables aisés, les entreprises, la finance, elle libéralise la SNCF et le marché du travail, elle est verticale, impérieuse, elle est ferme envers les zadistes, les étudiants contestataires et les immigrés. Nouveau monde ? Non, disent la plupart des commentateurs, avec lesquels l'opinion est d'accord (voir les sondages sur ce point) : une politique de droite, ou de centre-droit. Autrement dit, les chefs de la République en Marche, qui contestent le clivage droite-gauche, s'y inscrivent pleinement.

Après plus d'un an, comment définir la politique Trump ? Populiste, hétérodoxe, disait-on, baroque, imprévisible, elle devait échapper aux critères habituels. Depuis, Trump a baissé les impôts des riches, tapé à bras raccourcis sur les immigrés, refusé tout contrôle des armes en dépit des tueries quasi quotidiennes, soutenu sans réserves la droite israélienne, mené une politique étrangère agressive aux antipodes du multilatéralisme d'Obama, promu des racistes avérés et des bellicistes obsessionnels. Sa politique n'a rien d'inclassable : elle reprend les plus anciens thèmes de la droite réactionnaire américaine. Trump est un Reagan pignouf, un George W. Bush mal élevé et brutal. Nouveau monde ? Non : un nouveau monde de droite.

Netanyahou fait tirer sur les manifestants de Gaza et mène une politique de dureté extérieure et de libéralisme intérieur. Nouveau monde ? Non : droite israélienne décomplexée. Theresa May applique tant bien que mal, avec Boris Johnson, le mandat du Brexit. Orban ferme ses frontières et met en place un pouvoir autoritaire. Ergogan devient sultan de Turquie, Poutine néo-tsar de Russie, expansionniste et traditionaliste, le mouvement Cinq Étoiles s'allie avec l'extrême-droite. Nouveau monde ? Dépassement des clivages traditionnels ? Politique inédite ? Rien de tout cela : le retour des plus vieux thèmes conservateurs, nationalistes ou pro-business, souvent les trois à la fois. Ce n'est pas le nouveau monde, c'est le retour de l'ancien, qui se traduit par une droitisation générale de la planète. Au fond, si l'on y réfléchit bien, ce n'est pas le clivage droite-gauche qui s'efface. C'est la gauche.

*Δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα "Liberation" στις 17/5/2018. 

Ο Μακρόν στην κορυφή του Ολύμπου

Στις περσινές γαλλικές εκλογές, οι Γάλλοι και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι βλέπαμε με ανακούφιση να απωθείται ο ακροδεξιός κίνδυνος και ταυτόχρονα να αναδύεται ένα πολιτικό φαινόμενο: ο νεαρός, τηλεγενής και καλλιεργημένος Εμανουέλ Μακρόν ενσάρκωνε ένα σύγχρονο και νικηφόρο Κέντρο, πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, έννοιες παρωχημένες, με τα λόγια του ίδιου, που καταπνίγουν την ατομική πρωτοβουλία.

Ανέτρεπε, έτσι, την παραδεδεγμένη σοφία ότι η διακυβέρνηση είναι πάντοτε «κεντρώα» αλλά το Κέντρο από μόνο του σπανίως γίνεται πλειοψηφικό (Ζακ Ζιλιάρ, Οι Αριστερές της Γαλλίας, Πόλις, 2015). Κλειδί της εντυπωσιακής του εκτόξευσης ανάμεσα στη λαϊκιστική ριζοσπαστική Αριστερά του Μελανσόν και την άκρα Δεξιά της Λεπέν ήταν ότι στον άξονα Αριστερά-Δεξιά (0-10) οι Γάλλοι τού αναγνώριζαν την απολύτως κεντρώα θέση (5,2). Σήμερα, τον τοποθετούν σαφώς δεξιότερα, στη θέση 6,7, σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Cevipof. Ο μακρονισμός στη διακυβέρνηση αποδεικνύεται λιγότερο κεντρώος.

Είναι θέμα ετικέτας ή πολιτικής; Ο Μακρόν εξ αρχής υιοθέτησε το σλόγκαν «Απελευθέρωση και προστασία» (Libérer et protéger)· μια συνεκτική υπόσχεση ότι η Γαλλία θα ανακτήσει το χαμένο μεγαλείο και τον δυναμισμό της δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία στις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις αλλαγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με αντιστάθμισμα μεγαλύτερη μέριμνα για τους εργαζομένους.

Ωστόσο, ο μεταρρυθμιστικός οίστρος έγειρε ανισομερώς στο πρώτο σκέλος, με εμβληματική πρωτοβουλία το νέο εργατικό δίκαιο, μια σαρωτική απορρύθμιση της «ανελαστικής» γαλλικής αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, στο πεδίο της αναδιανομής, πάνω από το 70% των Γάλλων κρίνουν αρνητικά τον Μακρόν ως προς τη μείωση των ανισοτήτων, την αύξηση της αγοραστικής δύναμης ή τη βελτίωση του κράτους πρόνοιας, αποδίδοντάς του το προσωνύμιο «ο πρόεδρος των πλουσίων» – όχι εντελώς άδικα, καθώς όπως εκτιμά το Παρατηρητήριο Οικονομικής Συγκυρίας (OFCE), η κυβερνητική πολιτική ευνοεί το πλουσιότερο 5% των πολιτών.

Η σημαντική μείωση του φόρου περιουσίας, η εισαγωγή ενός flat tax για τα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία, μετοχές και μερίσματα, η μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων από 33,3% σε 25% μέχρι το 2022 και προσφάτως η κατάργηση του λεγόμενου «exit tax» που εμπόδιζε τη φοροαποφυγή στο εξωτερικό, είναι παρεμβάσεις που εν μέρει μόνο αντισταθμίζονται από τη μείωση των εισφορών των εργαζομένων, τη σταδιακή κατάργηση του φόρου κατοικίας (που όμως ευνοεί το ευπορότερο 20%) και την αύξηση ορισμένων επιδομάτων για ευάλωτες ομάδες.

Από την άλλη, μεταρρυθμίσεις με περισσότερο προοδευτικό πρόσημο, όπως η ενίσχυση των σχολικών τάξεων στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές, η αναδιοργάνωση της επαγγελματικής κατάρτισης και η αναδιαμόρφωση του κατώτατου μισθού, αναπτύσσονται σε δεύτερη ταχύτητα.

Εάν ο πολιτικός «κεντρισμός» είναι συνώνυμο μιας ορισμένης μετριοπάθειας και συναινετικής διάθεσης, τότε και εδώ ο μακρονισμός διαψεύδει την κεντρώα υπόσχεση.

Σε αντίθεση με το προφίλ «φυσιολογικού προέδρου» του Ολάντ αλλά και τη μιντιακή υπερέκθεση του Σαρκοζί, ο Μακρόν θέλησε να γίνει η ενσάρκωση μιας κραταιάς εξουσίας που παίρνει απόσταση από την τρέχουσα πολιτική και επικοινωνεί σπανίως αλλά καταλυτικά και αδιαμεσολάβητα με τον λαό.

Ωστόσο, ο αρχικός ενθουσιασμός των Γάλλων για την επιβλητική προεδρική φιγούρα του Διός («Président jupitérien», όπως έχει καθιερωθεί στη δημόσια συζήτηση) φαίνεται να δίνει τη θέση του στην καχυποψία προς ένα κάπως αυταρχικό στιλ διακυβέρνησης – το οποίο ενισχύει και η διαιώνιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που πρωτοεφαρμόστηκε μετά τις τζιχαντιστικές επιθέσεις του 2015.

Ενα άλλο προσωνύμιο για τον Γάλλο πρόεδρο, που απέχει πάντως ακόμη από τα 450 που αποδίδονταν στον μυθολογικό Δία, επέλεξε το Forbes: «Ο ηγέτης των ελεύθερων αγορών» (κατά το «Ο ηγέτης του ελεύθερου κόσμου»).

Το περιοδικό καλωσορίζει με θέρμη τον «γαλλικό οικονομικό Διαφωτισμό» που ενσαρκώνει ο Μακρόν: ελεύθερο εμπόριο, χαμηλότερη φορολογία, λιγότερη ρύθμιση – η ολύμπια εξουσία συναντά την προμηθεϊκή φιγούρα του entrepreneur (επιχειρηματία).

Να το βασικό διαπιστευτήριο του Μακρόν στην προσπάθειά του να επαναφέρει τη Γαλλία στο διεθνές επίκεντρο ως ένα μοντέλο που προτάσσει την ελεύθερη αγορά ενάντια στον προστατευτισμό του Τραμπ, αλλά επίσης υπερασπίζεται τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα ή προωθεί την πολιτική εμβάθυνση της ευρωζώνης κόντρα στη μονίμως απρόθυμη Γερμανία.

Ο μακρονικός «κεντρισμός» παραμένει ένα εκλεκτικιστικό πολιτικό πρόγραμμα, ωστόσο με εμφανώς δεξιόστροφη δεσπόζουσα.

Στο επίκεντρό του βρίσκεται μια ατομι(στι)κή ουτοπία των απελευθερωμένων από τα ρυθμιστικά δεσμά winners – στρατηγική που από τη μία μοιάζει ριψοκίνδυνη τη στιγμή που η ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση, και δη στη Γαλλία, βασίζεται στην όξυνση των ανισοτήτων και στο αίσθημα επισφάλειας των outsiders, ενώ από την άλλη μάλλον δεν μπορεί να είναι το οξυγόνο που απεγνωσμένα αναζητά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, εάν τουλάχιστον θέλει να παραμείνει πιστή στον εαυτό της, δηλαδή σε έναν ταξικό συμβιβασμό αλλά προς όφελος των πιο αδύναμων.

Το «νέο» που επαγγέλθηκε ο χαρισματικός ηγέτης δείχνει τα πρώτα σημάδια φθοράς. Εξάλλου, όπως λέει ο Πολ Ρικέρ συζητώντας με τον Κορνήλιο Καστοριάδη (Διάλογος για την ιστορία και το κοινωνικό φαντασιακό, Ερμα, 2018): «Η ιδέα του απολύτως νέου είναι αδιανόητη... πριν από εμάς υπάρχει κάτι ήδη ρυθμισμένο, το οποίο και απορρυθμίζουμε για να το ρυθμίσουμε διαφορετικά».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/5/2018.

Μάης ’68: από το μονοδιάστατο στο μονοπολικό

Ο Μάης εκδηλώθηκε στη Δύση. Συνεπώς, έφερε εντός του τα όρια που έθετε η Δύση. Το μαξιμαλιστικό αίτημα ριζικής ανατροπής, «να αλλάξουν όλα», ήταν ραμμένο με την άλλη άκρη της αρχής του Λαμπεντούζα, «ώστε να μην αλλάξει τίποτα».

Εξέφρασε απόλυτα την ψυχροπολεμική διπλή απογοήτευση για την υποβάθμιση του ανθρώπου στον σοβιετικό κόσμο και την παλινόρθωση του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον δυτικό κόσμο.

Στο στάδιο αυτό, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε εκτός από τον «Μονοδιάστατο άνθρωπο» αναγνώριζε τις βάσεις του υπαρξισμού του Σαρτρ: «... Ο κόσμος δεν κατέρρευσε μετά την ήττα του φασισμού∙ επέστρεψε στις προηγούμενες μορφές του –όχι προς την ελευθερία, αλλά παλινόρθωσε με τιμές το παλαιό καθεστώς– σε αυτό το ιστορικό άτοπο που ζει εντός της υπαρξιστικής αντίληψης».

Μολαταύτα, ο Μάης '68 άσκησε παγκόσμια αντισυστημική επιρροή. Το βλέπουμε στις μαρτυρίες, στα αφιερώματα. Ηταν, για μία ακόμα φορά, «ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο».

Η φθορά του, όμως, οφείλεται σε δύο παράγοντες που έδρασαν εδώ και μισό αιώνα. Πρώτον, στην ίδια την Αριστερά και, δεύτερον, στην αντίδραση του συντηρητισμού.

Η φαντασία προϋπέθετε στρατηγική ευφυία, σκοπούς-μέσα, πιθανώς και συμφέροντα. Αυτά έλειπαν από τα παλαιά ΚΚ της Δύσης που ήταν υπόλογα στην ΕΣΣΔ, με αποτέλεσμα η λοιπή Αριστερά, πολύχρωμη, πολυδιασπασμένη, εγωιστική, θεματική και χαρούμενη, εντός των ορίων που έθετε η Δύση, να ξαναηττηθεί.

Από την άλλη, η συστημική αντίδραση στον Μάη του '68 πήρε διάστασεις ακήρυχτου πολέμου.

Αξίζει να σταθούμε σε δύο. Η πρώτη είχε να κάνει με το είδος «σχεδίου Μάρσαλ για τη διανόηση». Αφθονούν οι πολιτιστικές παρεμβάσεις της CIA στη γαλλική κουλτούρα και στις κοινωνικές επιστήμες. Εδώ, οι ΗΠΑ στόχευαν στην ανακοπή των αριστερών επιστημονικών ιδεών.

Οι ψυχροπολεμικοί πράκτορες σε μυστική έκθεσή τους αναγνώριζαν την επιτυχία των «Νέων Φιλοσόφων», μιας νέας γενιάς αντιμαρξιστών διανοητών, όπως ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, ο Αντρέ Γκλυκσμάν, ο Ανρί Βεμπέρ και ο Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ οι οποίοι δρούσαν με επιτυχία στα mainstream ΜΜΕ, καθ' όλη τη δεκαετία του '70, με αδιακόπη κριτική εναντίον «της τελευταίας κλίκας των κομμουνιστών σοφών» ‒ που, σύμφωνα με τη CIA, αποτελούνταν από τον Σαρτρ, τον Ρολάν Μπαρτ, τον Λακάν, τον Λουί Αλτουσσέρ κ.ά.

Ο πνευματικός πόλεμος κατά της Αριστεράς διεξήχθη με το χρήμα των φιλελεύθερων ιδρυμάτων του αμερικανικού 20ού αιώνα: τα Ιδρύματα Ford, Carnegie και το Ίδρυμα Rockefeller κ.ά.

Ο κύριος εκφραστής της κοινωνιολογικής σκέψης στη Γαλλία, ο Ρεϋμόν Αρόν που «εργάστηκε δυσφημίζοντας το πνευματικό οικοδόμημα του γαλλικού μαρξισμού» έλαβε γενναία επιχορήγηση από το Ίδρυμα Ford για τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών (Fondation Maison des Sciences de l'Homme), και βοήθεια για το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκής Κοινωνιολογίας στο Παρίσι, προκειμένου να εξαπολύσει τους σαρκασμούς του για το «απέραντο ξεφάντωμα», το «καρναβάλι», το «εθνικό ψυχόδραμα», τη «μηδενιστική επανάσταση»...

Η δεύτερη, εκτός από την κουλτούρα, είχε να κάνει με τις πολιτικές μεταβολές στήριξης διεθνικών θεσμών και προώθησης διατλαντικών σχέσεων. Βασικός συντελεστής ήταν ο συνομιλητής του Σαρλ ντε Γκωλ, Ζαν Μονέ που, σε συνεργασία με τις οικονομικοπολιτικές ελίτ της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ και των ΗΠΑ, υπήρξε από τους ιδρυτές του ΝΑΤΟ και της επιτροπής για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης (τη σημερινή Ε.Ε.).

Ο στόχος της ανάπτυξης αναπροσανατολίστηκε στην ιδέα της εθνικής «ανάπτυξης», νοούμενης ουσιαστικά ως αυξημένη αστικοποίηση, διεύρυνση ενός αναλώσιμου μεσοστρώματος θεατών ΤV και καταναλωτών Coca Cola, προστασία των νεοσύστατων βιομηχανιών και θεμελίωση κρατικών θεσμών και γραφειοκρατιών. Σε αυτά αντιστάθηκε ο Μάης.

Μετά το '80, οι δαπάνες εκπαίδευσης και υγείας επρόκειτο να μειωθούν δραστικά και, κυρίως, το κεφάλαιο θα μπορούσε να κινείται ελεύθερα χωρίς σύνορα.

Επρόκειτο για μια σωρεία συνταγών υπό τους κωδικούς «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» και «There Is No Alternative, ΤΙΝΑ» ̶ (Δεν υπάρχει εναλλακτική) της Θάτσερ. Στη δεκαετια του '90, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ, ΠΟΕ κ.ά. συνέβαλλαν στη στερέωση της «Νέας Οικονομίας» και στη θεσμική επιβολή των πρωταρχικών στόχων της οικονομικής πολιτικής του μονοπολικού κόσμου, όπως προέκυψε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Του κόσμου που υπηρέτησε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και απαξάπαντες οι Αμερικανοί πρόεδροι, από τον Νίξον έως τον Ομπάμα.

Κοντολογίς, ήθελαν το τέλος της Αριστεράς ως υπερασπιστή του ηθικού-πολιτισμικού φιλελευθερισμού ενάντια στον αγοραίο νεοφιλελευθερισμό και τη νεοσυντηριτική επανάσταση! Στη Γαλλία το ψυχόδραμα συνεχίστηκε με τον Σαρκοζί που ήθελε «να ξεμπερδεύουμε με την κληρονομιά του Μάη του '68» και με τα Σύμφωνα Ανάπτυξης και Σταθερότητας των ημερών μας.

Παρά τα πολλά διακριτά και αντίπαλα ιδεολογικοπολιτικά γένη του, ο Μάης είναι εδώ: κορυφαία αντι-ιεραρχική, ελευθεριακή, καταστασιακή, συγκρουσιακή και ηδονιστική στιγμή, λίγο μεσσιανική, συνάμα ουτοπική, ρομαντική, πάντα νεαρή πνοή κι αγαπησιάρικη... ενάντια στις μορφές καταπίεσης. Δεν το λες λίγο.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 13/5/2018. 

Ομιλία Γιώργου Σωτηρέλη. Σημεία για την προοδευτική πολιτική στην Ελλάδα του 21ου αιώνα

Αξιότιμοι προσκεκλημένοι της σημερινής εκδήλωσης,

Αγαπητοί φίλοι,

Ευχαριστώ θερμά τους οργανωτές διότι μου δίνουν την ευκαιρία να εκθέσω την άποψή μου για ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, που με απασχόλησε επανειλημμένα, τόσο με αρθρογραφία όσο και με το βιβλίο μου Ποια Αριστερά, ως προς το πρώτο, δηλαδή το ευρωπαϊκό, σκέλος του.

Ωστόσο σήμερα το ερώτημα τίθεται συνδυαστικά και απαιτεί μια πολύ προσεκτική προσέγγιση, διότι δυστυχώς στην χώρα μας αφ'ενός μεν συνηθίζονται τα ψευδεπίγραφα αφ'ετέρου δε υπάρχουνιδιαίτερες συνθήκες που διαφοροποιούν και ταυτόχρονα θολώνουν τον σχετικό προβληματισμό.

1. Ξεκινώ από την Ευρώπη.

Α. Τι είναι ο προοδευτικός χώρος; Για να κατασταλάξουμε σε μια πειστική απάντηση, πρέπει κατά την άποψή μου να αντιδιαστείλουμε τον όρο «πρόοδος» από τον όρο «εκσυγχρονισμός», με τον οποίο συχνά, άλλοτε αφελώς και άλλοτε επιτηδείως, επιχειρείται μια ανεπίτρεπτη ταύτιση.

Ο όρος «Εκσυγχρονισμός» είναι ένας ουδέτερος ιδεολογικοπολιτικά όρος που σημαίνει απλώς την άκριτη προσαρμογή, μέσω ουδέτερων «μεταρρυθμίσεων, στα «σύγχρονα δεδομένα», τα οποία αντιμετωπίζονται περίπου σαν φυσικά φαινόμενα. Αντίθετα, ο όρος «πρόοδος» διαχρονικά προϋποθέτει ιδεολογικές και πολιτικές διεργασίες κριτικής διήθησης αυτών των δεδομένων, ώστε αφ'ενός μεν να αποφευχθεί η εθελοτυφλία, απέναντι στην σύγχρονη πραγματικότητα, αφ'ετέρου όμως να αξιοποιηθούν όλες οι αντικειμενικές και υποκειμενικές δυνατότητες, προκειμένου να αλλάξει αυτή η πραγματικότητα και μάλιστα προς όφελος των ανθρώπων και όχι των αγορών και με ειδικότερη μέριμνα προς αυτούς που οδηγούνται ραγδαία, λόγω των νέων συνθηκών, στην περιθωριοποίηση και στον κοινωνικό αποκλεισμό.

Ποιος εξέφρασε διαχρονικά την πρόοδο στον χώρο της Ευρώπης; Αναμφίβολα, κατά την άποψή μου, η Αριστερά, ιδίως από την στιγμή που συνέδεσε άρρηκτα τον σοσιαλισμό με την δημοκρατία, απορρίπτοντας την λογική της επανάστασης και της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Πράγματι, σε αυτήν την Αριστερά, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, οφείλονται κατά βάση οι σημαντικότερες κατακτήσεις ης σύγχρονης δημοκρατίας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο κοινωνικό κράτος αλλά και στην ισοπολιτεία καθώς και στις πλέον προωθημένες εκδοχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, που φέρουν έντονη και ανεξίτηλη τη σφραγίδα της. Γι αυτό και είναι εντελώς λάθος, κατά την άποψή μου, να χρησιμοποιούμε σήμερα τον όρο «αστική δημοκρατία», σε αντιδιαστολή, μάλιστα, προς μια ουδέποτε υπάρξασα «προλεταριακή» δημοκρατία.

Β. Κι αυτή η παρατήρηση με φέρνει στο δεύτερο μείζον ζήτημα.

Χρειάζεται σήμερα η Αριστερά, ως έκφραση της προόδου, ή εκπλήρωσε τον ρόλο της και πρέπει να στραφούμε σε άλλες κατευθύνσεις; Η απάντηση μου είναι κατηγορηματική:

Ακόμα και αν δεν υπήρχε σήμερα η Αριστερά, θα έπρεπε να την εφεύρουμε.

Ο πρώτος λόγος είναι γενικός και διαχρονικός: Η Αριστερά είναι η πλέον αυθεντική έκφραση του διαφωτισμού, καθώς είναι η μόνη πολιτική δύναμη που επιδιώκει τον ολόπλευρο αυτοκαθορισμό του ανθρώπου, δηλαδή την απαλλαγή από όλα τα δεσμά του.

Ο δεύτερος λόγος είναι ειδικός και πολύ συγκεκριμένος:

Η σύγχρονη δημοκρατία, που βρήκε το αποκορύφωμά της στο μεταπολεμικό εθνικό4

κράτος, αντιμετωπίζει σήμερα τεράστιους κινδύνους, των οποίων το εύρος και η ένταση δεν έχουν δυστυχώς κατανοηθεί πλήρως.

Το κρισιμότερο σημείο είναι ότι στην γκρίζα ζώνη της παγκοσμιοποίησης έχουν διαμορφωθεί τεράστιες και εξαιρετικά επίφοβες ιδιωτικές εξουσίες, που αποτελούν το alteregoτων ολιγοπωλίων που κυριαρχούν στη διεθνή σκηνή. Αυτές οι εξουσίες έχουν νοσφισθεί μέσα που ανήκαν παραδοσιακά μόνο στα κράτη. Ιδιωτικοί κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί και ιδιωτικά μέσα παρακολούθησης, με τεράστια ισχύ και εμβέλεια, σε συνδυασμό με τον έλεγχο των διεθνών οικονομικών θεσμών, συνθέτουν έναν γιγαντιαίο ιδιωτικό σύγχρονο Λεβιάθαν, ο οποίος απειλεί κάθε μορφή οικονομικού και πολιτικού πλουραλισμού σε εθνικό επίπεδο και θέτει σε διαρκή διακινδύνευση ακόμη και αυτά που θεωρούνταν έως χθες αυτονόητα...

Απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις, η μόνη αξιόπιστη δύναμη αντίστασης και ελπίδας είναι, ή έστω μπορεί να είναι, η Αριστερά. Μια Αριστερά, βέβαια,η οποία πρέπει να ανασυγκροτηθεί εκ βάθρων, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να αποτελέσει το πραγματικό –αλλά και το μόνο αποτελεσματικό, εν δυνάμει– αντίβαρο, απέναντι στην επαπειλούμενη ολιγαρχία των αγορών.

Διότι, βεβαίως, αντίσταση υποτίθεται ότι κάνουν και οι δυνάμεις του ακροδεξιού λαϊκισμού, που επιχειρούν να αναδειχθούν, και δυστυχώς συχνά το καταφέρνουν σε αντίπαλο δέος. Ωστόσο, οι θέσεις και η δράση τους κάθε άλλο παρά φόβητρο αποτελούν απέναντι στον αχαλίνωτο καπιταλισμό και τον φονταμενταλισμό των αγορών. Ο στρουθοκαμηλισμός, ο πείσμων πολιτικός και θρησκευτικός απομονωτισμός και η φυγή προς τα πίσω, προς τις πλέον συντηρητικές και αρτηριοσκληρωτικές εκδοχές του εθνικού κράτους, αποτελούν μακροπρόθεσμα την πιο βέβαιη συνταγή αποτυχίας. Οι διαβρωτικοί άνεμοι και οι αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης δεν αντιμετωπίζονται με ξόρκια και δαιμονοποιήσεις αλλά με συστηματική πολιτική προσπάθεια να επιτευχθεί η αναδιάταξη των μορφών κοινωνικού και δημοκρατικού ελέγχου τους, σε υπερεθνικό πλέον επίπεδο.

Την αναδιάταξη αυτή, όμως, μόνο η Αριστερά μπορεί να την επιτύχει, διότι η Δεξιά –και εννοώ την μετριοπαθή Δεξιά, την κεντροδεξιά αν θέλετε– δυστυχώς έχει αποδειχθεί, στο σύνολό της υποτακτική, για να μην πω ψοφοδεής, απέναντι στα εν γένει ιδιωτικά συμφέροντα.

Γ. Και φθάνουμε στο τελευταίο κρίσιμο ερώτημα: Μπορεί η σημερινή Αριστερά στην Ευρώπη να επιτελέσει έναν τέτοιο ρόλο;

Η θέση μου είναι ευθέως αρνητική. Μόνο μια νέα πλουραλιστική και ρηξικέλευθη Αριστερά, που θα οργανωθεί σταδιακά σαν ενιαία πολιτική δύναμη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών.

Αναμφίβολα, όμως, μια τέτοια Αριστερά δεν θα προκύψει από παρθενογένεση. Πρέπει, αντίθετα, να αποτελέσει διαλεκτική σύνθεση, σε μια νέα ποιότητα, των τριών κατ'αρχήν ιστορικών πολιτικών ρευμάτων, που είναι συμβατά με την αντίληψη μιας ανοιχτής, δημοκρατικής και αλληλέγγυας κοινωνίας:

Πρώτον και σπουδαιότερον, η σοσιαλδημοκρατία, η οποία στις καλύτερες στιγμές της πραγμάτωσε την πλέον προωθημένη εκδοχή της κοινωνικής δημοκρατίας, δηλαδή το κοινωνικό κράτος, που δεν ήλθε καταλύσαι αλλά πληρώσαι την πολιτική δημοκρατία, για να θυμηθώ τον αείμνηστο Δάσκαλό μου Αριστόβουλο Μάνεση.

Δεύτερον ο ευρωκομμουνισμός, ο οποίος, κόβοντας αποφασιστικά τον ομφάλιο λώρο με τον σταλινισμό, συνέβαλε καθοριστικά στην απελευθέρωση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων από τον δογματισμό και χρωμάτισε, με σημαντικές ιδεολογικές επεξεργασίες και πολιτικές πρωτοβουλίες, τόσο την θεωρία όσο και την πράξη της Αριστεράς.

Τρίτον, η πολιτική οικολογία, η οποία εμπλούτισε σημαντικά τόσο την πολιτική ατζέντα όσο και την κινηματική δράση της Αριστεράς.

Ωστόσο, και τα τρία αυτά ρεύματα βιώνουν σήμερα, το καθένα χωριστά, μια βαθιά και σχεδόν υπαρξιακή κρίση. Τόσο η σοσιαλδημοκρατία όσο και οι υπόλοιπες, στον βαθμό που τους αναλογεί, δεν «ήκουσαν την βουή των επερχόμενων γεγονότων» για να παραφράσουμε τον ποιητή, με αποτέλεσμα να βρεθεί ανέτοιμες να επιβάλουν την πρωτοκαθεδρία του πολιτικού στις νέες εξελίξεις, να μείνουν περιχαρακωμένες σε έναν ιδιότυπο πολιτικό επαρχιωτισμό, να υποστούν πολλαπλές ιδεολογικές μεταλλάξεις, προσπαθώντας να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, και σε πολλές περιπτώσεις να υποταχθούν στην κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας και να μετατραπούν σε «καθεστωτική» δύναμη.

Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι μια εκλογική συμμαχία που θα αθροίσει απλώς προβληματικούς επί μέρους χώρους, αλλά μια νέα πολιτική σύνθεση της Αριστεράς, με δύο στόχους:

Πρώτον να επικαιροποιήσει τις καλύτερες στιγμές των παραπάνω χώρων (της σοσιαλδημοκρατίας του Μπερνστάιν, του Κάουτσκυ, του Πάλμε και του Μπράντ, του ευρωκομμουνισμού του Γκράμσι και του Μπερλιγκουέρ, και της οικολογίας των κινημάτων).

Δεύτερον, να αρθρώσει, εκκινώντας από τις στιγμές αυτές, έναν σύγχρονο λόγο αντίστασης και ελπίδας, που θα αποβλέπει αφενός μεν στην υπεράσπιση των κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων και αφετέρου, έστω και εν δυνάμει, για να μην έχουμε αυταπάτες, στον ριζικό μετασχηματισμό της σημερινής καταθλιπτικής πραγματικότητας.

Στο σημείο αυτό, όμως, απαιτούνται και κάποιες επιπλέον διευκρινίσεις:

Κατ'αρχάς, η ζητούμενη εναγωνίως Αριστερά δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με τις δυνάμεις του προλεταριακού παλαιοημερολογητισμού, πολλώ δε μάλλον του σταλινικού ολοκληρωτισμού, υπό την όποια εκδοχή τους.

Επιπλέον, όμως, στην Αριστερά αυτήν δεν μπορούν να συνυπολογίζονται οι δυνάμεις του πολιτικού ερμαφροδιτισμού, όπως αυτός εξειδικεύεται από ένα χύμα και επαμφοτερίζον «κέντρο», το οποίο κατά κανόνα δομείται γύρω από ιδιοτελείς προσωπικές επιδιώξεις. Για να παραφράσω το Ευαγγέλιο, πρέπει να είναι κανείς είτε ζεστός είτε ψυχρός, διότι, η ιστορία «μέλει εμέσαι» τους χλιαρούς...

Και κλείνω με ένα μεγάλο ερωτηματικό, που σχετίζεται πλέον άμεσα και με το δεύτερο σκέλος της σημερινής συζήτησης:

Είναι συμβατή με μια σύγχρονη και επίκαιρη θεώρηση η λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά;

Το ερώτημα αυτό δεν επιδέχεται εύκολες και επιδερμικές απαντήσεις.

Εν πρώτοις διότι η σημερινή ριζοσπαστική Αριστερά, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, είναι απότοκος της κρίσης των παραδοσιακών ρευμάτων της Αριστεράς. Προέκυψε περισσότερο σαν δύναμη αντίδρασης παρά σαν οργανωμένη πολιτική απόπειρα μιας νέας πολιτικής στοχοθεσίας.

Κατά δεύτερον, η Αριστερά αυτή δεν είναι ενιαία, ούτε ως προς τις πολιτικές της καταβολές ούτε ως προς την εκφορά του λόγου και την δράση της. Υπήρξαν διάφορες πολιτικές ροές που διαμόρφωσαν την κατά περίπτωση φυσιογνωμία της και που επηρέασαν, ως εκ τούτου, την στάση της.

Το κύριο όμως χαρακτηριστικό της δεν είναι κατά την άποψή μου ο λαϊκισμός, όπως λέγεται συχνά, αλλά ο αριστερισμός, δηλαδή το ότι κατά κανόνα διατυπώνονται μαξιμαλιστικές και ανερμάτιστες πολιτικές θέσεις και προτάσεις ερήμην των εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών δεδομένων. Υπάρχουν βέβαια και λαϊκιστικά χαρακτηριστικά σε αυτήν την Αριστερά, αλλά από το σημείο αυτό μέχρι να καλύπτονται με τον όρο λαϊκισμός όλες οι παθολογικές πολιτικές συμπεριφορές, υπάρχει μια απόσταση. Και η απόσταση αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν πολλές από τις αντιλαϊκιστικές κορώνες υποκρύπτουν μια εγγενή πολιτική απέχθεια, ιδίως των «τεχνικών της εξουσίας», απέναντι στον ίδιο τον λαό και την λαϊκή κυριαρχία.

Η θέση μου λοιπόν είναι ότι δεν υπάρχει μια συνολική απάντηση για το αν μπορεί η εν γένει ριζοσπαστική Αριστερά να ενταχθεί σε μια Νέα Ευρωπαϊκή Αριστερά που θα δώσει ελπίδα και προοπτική στους λαούς της Ηπείρου μας. Είναι άλλο η σουηδική και η πορτογαλική ριζοσπαστική Αριστερά, για παράδειγμα, και άλλο το κόμμα του Μελανσόν. Εξαρτάται από το εάν και κατά πόσο μια τέτοια Αριστερά είναι διατεθειμένη να ξεφύγει από μια στείρα και ισοπεδωτική καταγγελτική συνθηματολογία και να εγκύψει στα σημερινά προβλήματα με την στάση και την προσέγγιση μιας σοβαρής και υπεύθυνης πολιτικής δύναμης. Με άλλα λόγια, το μεγάλο ζητούμενο, για μια τέτοια ριζοσπαστική Αριστερά, είναι όχι να μετατραπεί σε σοσιαλδημοκρατία, όπως λέγεται συχνά ελαφρά τη καρδία, αλλά να αποφασίσει να συνεισφέρει εποικοδομητικά το νέο ρίγος και σφρίγος που κομίζει σε μια συνολική προσπάθεια ενεργοποίησης των κουρασμένων αντανακλαστικών της σύγχρονης Αριστεράς.

2. Μετά από αυτήν την γενική τοποθέτηση, ας έρθουμε πλέον στα δικά μας:

Α. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με τα προηγούμενα έδωσα ήδη την απάντηση και στο δεύτερο σκέλος της σημερινής μας συζήτησης. Δυστυχώς, όμως η ελληνική πραγματικότητα δεν επιτρέπει τόσο εύκολες αναγωγές. Και εξηγούμαι:

Ξεκινάω με τον όρο Αριστερά. Παντού στην προηγμένη δημοκρατικά Ευρώπη τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εντάσσονται (και αυτοεντάσσονται) στην Αριστερά. Μόνο στην Ελλάδα –για ιστορικούς αλλά και για προπαγανδιστικούς, επ'εσχάτων, λόγους– ο όρος Αριστερά ταυτίζεται με την κομμουνιστογενή εκδοχή της με αποτέλεσμα το ανιστόρητο «πρώτη φορά Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα πρώτη φορά Αριστερά, τύποις και ουσία, ήταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου...

Συνεχίζω με την σημερινή πραγματικότητα του ευρύτερου προοδευτικού χώρου. Θα το πω απλά και χωρίς περιστροφές. Το μεγάλο πρόβλημα για έναν ουσιαστικό διάλογο είναι ότι στον χώρο αυτόν κινούνται δύο σχήματα βαθύτατα προβληματικά. Θα έλεγα, χρησιμοποιώντας μια χαρακτηριστική έκφραση που έχουμε στη βόρεια Ελλάδα, ότι εν πολλοίς το μεν Κίνημα Αλλαγής είναι γιαλαντζί σοσιαλδημοκρατία, ο δε ΣΥΡΙΖΑ είναι γιαλαντζί Αριστερά.

Το Κίνημα Αλλαγής είναι ένας χώρος του οποίου ο κορμός, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, βίωσε την μεγαλύτερη ίσως κρίση που βίωσε πολιτικός σχηματισμός στην Ευρώπη. Δεν είναι του παρόντος, φυσικά, να αναλύσουμε τα αίτια. Το βέβαιο είναι ότι επρόκειτο για έναν ιδιότυπο πολιτικό φορέα της σοσιαλιστικής Αριστεράς, ο οποίος, ενώ είχε εξαιρετικά θετική συμβολή –παρά τα πολλά αρνητικά του– στην διαμόρφωση της μεταπολιτευτικής πραγματικότητας γνώρισε στον νέο αιώνα αλλεπάλληλες και επώδυνες πολιτικές μετατοπίσεις και μεταλλάξεις. Αυτές, σε συνδυασμό με λάθος επιλογές των ηγεσιών του, το αποδυνάμωσαν, το απέκοψαν σταδιακά από τις λαϊκές του ρίζες και εν τέλει το μετέτρεψαν σε «καθεστωτική» συνιστώσα του πολιτικού συστήματος, με αποτέλεσμα να βρεθεί ανέτοιμο και να μην αντέξει στην πίεση της κρίσης, χάνοντας το μέγιστο μέρος της λαϊκής του βάσης, ιδίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Το τελευταίο διάστημα υπήρξε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης –μέσω του ευρύτερου σχήματος του Κινήματος Αλλαγής– αλλά η ενθαρρυντική συμμετοχή στην ανάδειξη ηγεσίας δεν είχε την ανάλογη συνέχεια. Έγινε μια διαδικασία που ονομάσθηκε Συνέδριο, χωρίς κανείς να είναι αιρετός, και στη συνέχεια ο χώρος χάθηκε στη μετάφραση, καθώς είναι προφανές ότι μαστίζεται από διχασμό προσωπικότητας, για να χρησιμοποιήσω έναν ιατρικό όρο. Ναι μεν δεν επικράτησε επίσημα η άποψη ότι ο χώρος πρέπει να είναι κάτι σαν αναβίωση της παλαιάς «Ενωσης Κέντρου», στην πράξη όμως υπάρχει μια διαρκής διελκυστίνδα. Οι μεν τραβούν προς αυτήν την κατεύθυνση, με νέο πρότυπο, πλέον, τον Μακρόν – αγνοώντας, όμως τα διαφορετικά δεδομένα του ημιπροεδρικού συστήματος– οι δε άλλοι, ακόμη και οι εκ της ανανεωτικής Αριστεράς ορμώμενοι, ανακάλυψαν ξαφνικά την κρυφή γοητεία της σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς όμως να προεκτείνουν όλοι την θέση τους προς την κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός νέου πόλου της ευρείας Αριστεράς...

Αν σε αυτά προστεθεί η πολυγλωσσία –που ήταν αναπόφευκτη από τη στιγμή που επιλέχθηκε ένας χαλαρός εκλογικός συνασπισμός αντί ενός σφικτού ομοσπονδιακού σχήματος– γίνεται νομίζω φανερό το γιατί ο χώρος αυτός ετεροκαθορίζεται, ταλανιζόμενος από τα διλήμματα που του θέτουν άλλοι αντί να ορίζει ίδιος την ιδεολογική και πολιτική του ατζέντα.

Β. Και έρχομαι στον ΣΥΡΙΖΑ, που υπήρξε ο μεγάλος ωφελημένος των ραγδαίων ανακατατάξεων που επήλθαν στο πολιτικό σκηνικό μετά την κρίση. Τι είναι τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ; Αναμφίβολα είναι ένα αξιοπρόσεκτο πολιτικό φαινόμενο, καθώς η εκτόξευσή του από το 3% στην κυβερνητική πλειοψηφία δεν συναντάται εύκολα. Παράλληλα όμως υπήρξε και δέσμιος αυτής της ξαφνικής εξέλιξης. Ένας χαλαρός συνασπισμός κομμάτων και προσώπων –μεταξύ των οποίων κάποια κινούνταν μεταξύ Πολ Ποτ και ΠέπεΓκρίλο– με θέσεις που ήταν ο ορισμός του κατά Λένιν αριστερισμού, κλήθηκε να διαχειρισθεί τις τύχες της χώρας στην πιο κρίσιμη ίσως περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Τα γεγονότα, έκτοτε, είναι γνωστά και δεν προτίθεμαι να τα επαναλάβω. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κόμμα, μετά από απόχρεμψη των πλέον προβληματικών συνιστωσών του, και κράτησε την κυβέρνηση για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από όσο περίμεναν και οι πλέον αισιόδοξοι από τους οπαδούς του.

Χωράει λοιπόν ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ στην προοπτική μιας νέας προοδευτικής Παράταξης, δηλαδή μιας νέας πλουραλιστικής Αριστεράς, κατά την δική μου θεώρηση;

Η άποψή μου θα σας ξαφνιάσει, με βάση την γενική μου προσέγγιση, αλλά πιστεύω ότι τουλάχιστον πριν από τις εκλογές η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική.

Πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε γραμμή πλεύσης ως προς την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και αυτό είναι εξαιρετικά θετικό.

Πράγματι, επίσης, προσαρμόσθηκε ως προς την οικονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να είναι πλέον ορατή η –τυπική έστω– έξοδος από τα μνημόνια.

Πράγματι συνδέθηκε με την σοσιαλιστική Ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο και στενότερων ακόμη σχέσεων με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

Ωστόσο, όλα αυτά δεν σημαίνουν εξ ορισμού ότι έγινε σοβαρή και υπεύθυνη δύναμη της Αριστεράς. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν και σαν κλασική αντίδραση του ηγετικού μηχανισμού ενός αριστερίστικου κόμματος το οποίο αφού βρήκε τοίχο, επειδή είχε αλλά και καλλιεργούσε συστηματικά αυταπάτες, αποφάσισε να διατηρήσει πάση θυσία την εξουσία, αλλάζοντας άρδην πολιτική συμπεριφορά και μετατρεπόμενος στον πλέον υποδειγματικό εφαρμοστή ακόμη και συνταγών του ευαγγελίου του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή της συναίνεσης της Ουάσιγκτον.

Προσέξτε, δεν λέω ότι οπωσδήποτε είναι έτσι. Τίποτα όμως δεν αποκλείει να είναι πράγματι έτσι, όσο οι αλλαγές που έγιναν δεν συνοδεύονται από ανάλογες προσαρμογές τόσο σε κομματικό όσο και σε κυβερνητικό επίπεδο, που να δείχνουν ότι όντως υπάρχει αλλαγή παραδείγματος.

Και δεν αναφέρομαι μόνον στην από καιρό οφειλόμενη συγγνώμη πρώτον για τα έκτροπα των οπαδών του την περίοδο του «αντιμνημονιακού» αγώνα, με τις ανεπίτρεπτες εκφράσεις και τους προπηλακισμούς, δεύτερον για τον τρόπο με τον οποίο οδήγησε τη χώρα στις εκλογές, τραυματίζοντας το Σύνταγμα, και τρίτον για το ανεκδιήγητο κατ'ευφημισμόν «δημοψήφισμα», που αποτέλεσε ζωντανή δυσφήμηση της άμεσης λαϊκής συμμετοχής.

Εξ ίσου προβληματικές είναι και πολλές πτυχές της πολιτικής του μετά τις δεύτερες εκλογές, αρχής γενομένης από τον εκ νέου σφικτό εναγκαλισμό του πρωθυπουργού με τον χαρακτηριστικότερο εκφραστή της λούμπεν ακροδεξιάς, χωρίς καμία συζήτηση, έστω για τα μάτια, με τους δύο τότε φορείς της κεντροαριστεράς προς τους οποίους τώρα εξαπολύει επιθέσεις φιλίας.