Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας χάρτης με τις τουρκικές διεκδικήσεις, οι οποίες καταλαμβάνουν σχεδόν το σύνολο του χώρου του βορείου τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου, σε συνέχεια με τις παραχωρήσεις που είχε κάνει η γειτονική μας χώρα στην τουρκική εταιρεία πετρελαίων. Τα ελληνικά νησιά που έχουν ακτογραμμές στην περιοχή αυτή είτε αγνοούνται πλήρως, είτε η υφαλοκρηπίδα που θεωρητικά αποδίδεται σε αυτές από τις τουρκικές αρχές, είναι μηδαμινή. Φυσικά ο χάρτης αυτός έχει περιορισμένη, μηδενική θα έλεγα, αξία, γιατί είναι αποτέλεσμα μιας μονομερούς ενέργειας της γείτονος, που δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, καθώς η οριοθέτηση απαιτεί συμφωνία με τα εμπλεκόμενα μέρη, εν προκειμένω την Ελλάδα προς τα δυτικά, την Κύπρο προς τα ανατολικά, και την Αίγυπτο προς τα νότια.
Η χάραξη, ωστόσο, των οριοθετικών γραμμών στην περιοχή έχει έναν προορισμό, καθώς καταδεικνύει τα όρια των διεκδικήσεων της γείτονος στην Ανατολική Μεσόγειο, και αποτελεί, θεωρητικά, μια πρόσκληση προς τους ενδιαφερομένους να επιζητήσουν μιαν άρση της προκληθείσας διαφοράς με διαπραγματεύσεις, που μπορούν να καταλήξουν σε δικαστική επίλυση – αν οι διαπραγματεύσεις αποβούν άκαρπες, ή αν το αντικείμενό τους είναι εξαρχής η σύναψη ενός συνυποσχετικού για την παραπομπή της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι η περιοχή που καλύπτει η εικαζόμενη ως τουρκική υφαλοκρηπίδα περιλαμβάνει και περιοχές για τις οποίες η Ελλάδα έχει εκδηλώσει, σε προγενέστερο χρόνο, την πρόθεσή της να είναι στην ελληνική αρμοδιότητα, και να έχει επ' αυτών κυριαρχικά δικαιώματα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων της. Σε κάθε περίπτωση, και ξεχνώντας τις ελληνικές διεκδικήσεις και το εύρος τους στην Ανατολική Μεσόγειο, το γεγονός ότι η Τουρκία αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά την ελληνική υφαλοκρηπίδα που παράγεται από τις γραμμές βάσης των ακραίων ελληνικών νησιών (Ρόδος, Κάρπαθος, Κρήτη), που με τα ανατολικά παράλιά τους έχουν σαφώς προβολή στη θάλασσα αυτήν, έστω με περιορισμένη επήρεια, δίνει την αφορμή στην Ελλάδα να αναζητήσει την επίλυση της διαφοράς μέσω διαπραγματεύσεων ή προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.
Τα πράγματα θα δυσκολέψουν αν η Τουρκία επιχειρήσει να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό της να στείλει πλοίο στην περιοχή και να προχωρήσει σε γεωτρήσεις στον βυθό της θάλασσας, που ταυτόχρονα διεκδικείται και από την Ελλάδα, ως δική της υφαλοκρηπίδα. Και δεν θα πρόκειται, βεβαίως, για πράξη που εξομοιώνεται με εισβολή στο εθνικό έδαφος, απλούστατα γιατί η υφαλοκρηπίδα δεν αποτελεί εθνικό έδαφος, αλλά συνιστά περιοχή, που το παράκτιο κράτος έχει αποκλειστικά λειτουργικά δικαιώματα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους του, και που η ενέργεια του τουρκικού κράτους συνιστά αγνόηση της αποκλειστικότητας χρήσης, που το Διεθνές Δίκαιο έχει αποδώσει στην Ελλάδα. Οι συνθήκες δεν αλλάζουν κι αν ακόμα θεωρήσουμε ότι η περιοχή είναι Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), γιατί και εκεί το παράκτιο κράτος έχει λειτουργικά δικαιώματα, πιο εκτεταμένα ratione materiae, είναι η αλήθεια, από αυτά της υφαλοκρηπίδας, αλλά πάντως περιορισμένα από το γεγονός της λειτουργικότητας που προσδιορίζεται από το Δίκαιο της Θάλασσας.
Σε κάθε περίπτωση, η Ανατολική Μεσόγειος δεν έχει οριοθετηθεί ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, έτσι ώστε να επιλυθεί το ζήτημα του τι ανήκει στον καθένα. Η Ελλάδα στηριζόμενη στην υπόθεση ότι το Καστελλόριζο της προσφέρει, με την προβολή των ακτών του, ένα μεγάλο τμήμα ΑΟΖ διεκδικεί μια περιοχή που εξικνείται ώς την ΑΟΖ της Κύπρου, ενώ η Τουρκία στηριζόμενη στο μήκος των ακτών της διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος στη θάλασσα αυτήν. Και όπως είπαμε παραπάνω, οι διεκδικήσεις αυτές πάσχουν από μια μονομέρεια, που δεν δημιουργεί δίκαιο. Μόνον η επίλυση του προβλήματος με διαπραγματεύσεις, πράγμα απίθανο, αν λάβουμε υπόψη μας την οξύτητα των σχέσεων και τις διαμετρικά αντίθετες και συγκρουόμενες θέσεις των δύο μερών, ή –κάτι που δείχνει ως μονόδρομος, υπό τις σημερινές συνθήκες– η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για μια συνολική λύση, που να περιλαμβάνει και το Αιγαίο, είναι δυνατόν να τερματίσει μια επικίνδυνη εκκρεμότητα. Η οποία παίρνει διαστάσεις, και μπορεί, μέσα από την απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας, να εκφύγει του ψύχραιμου ελέγχου των αντιτιθέμενων μερών.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να πεισθεί η Τουρκία για μια προσφυγή στη Χάγη, κάτι που θα έχει ως συνέπεια την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συνυποσχετικού για την παραπομπή, και, συνακόλουθα, όσο θα διαρκούν αυτές, τη συνομολόγηση μιας συμφωνίας –η οποία είναι αυτονόητη– ότι τα δύο μέρη θα απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια στην κρίσιμη περιοχή, που θα δυσχεράνει την ειρηνική εξεύρεση της επιθυμητής λύσης. Πράγμα που θα παρεμποδίσει την Τουρκία στα σχέδιά της να στείλει πλωτά μέσα και να ξεκινήσει εξερεύνηση του υποθαλάσσιου πλούτου στην περιοχή.
Το κρίσιμο θέμα είναι πώς θα πεισθεί η Τουρκία να προσφύγει στο Δικαστήριο, αφού τόσα χρόνια δεν το έχει πράξει. Μόνη εξαίρεση ήταν το Ελσίνκι, αλλά τότε οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, αφού τόσο η Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και η Τουρκία σφόδρα επιθυμούσαν την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της δεύτερης με την πρώτη. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, και ο μόνος λόγος που μπορεί να πείσει την Τουρκία, είναι η οικονομική βοήθεια από την Ε.Ε. Σε καθεστώς οιονεί χρεοκοπίας, η γειτονική μας χώρα έχει ανάγκη να της δοθεί βοήθεια από την Ε.Ε., στο πλαίσιο της τελωνειακής ένωσης, για να ξεπεράσει την κρίση που τη μαστίζει. Ισως αυτό θα ήταν η λύση, με αντάλλαγμα την προσφυγή στο Δικαστήριο, και με τον παραμερισμό των εθνικών εγωισμών και της αλαζονείας της εξουσίας.
Το καίριο ζήτημα είναι η στάση που θα τηρήσει η Ε.Ε. στο θέμα των τουρκικών παραβιάσεων στην κυπριακή ΑΟΖ. Αυτό αποτελεί πρόκριμα για το τι μπορεί να συμβεί στην εικαζόμενη ελληνική υφαλοκρηπίδα, σε περίπτωση προσβολής των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Παρά το γεγονός ότι η κατάσταση δεν προσομοιάζει, καθώς η κυπριακή ΑΟΖ είναι οριοθετημένη, και με συμφωνία των ενδιαφερόμενων γειτονικών κρατών. Ενώ η ελληνική υφαλοκρηπίδα είναι προϊόν απλών εκτιμήσεων των ελληνικών αρχών, ως προς την έκτασή της. Ωστόσο, μια δυναμική στάση της Ε.Ε. στο ζήτημα της Κύπρου, ίσως αποθαρρύνει την Τουρκία από το να επαναλάβει την ίδια συμπεριφορά στην περιοχή μας, και να μην μπούμε στην περιπέτεια των μέτρων, που θα κριθούν απαραίτητα τη στιγμή εκείνη. Πάντως, αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να υπάρξει μια οριστική συνολική λύση, μια οριοθέτηση, που προφανώς μπορεί να επιβληθεί από την Ε.Ε., με το δέλεαρ της οικονομικής ενίσχυσης της Τουρκίας.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" την 1/7/2019.
Εχω πάει πολλές φορές στην κόλαση, κι ήταν φοβερά.
Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος
Το πρώτο μετά τις εκλογές είναι η μακροημέρευση των έμμονων εστιών βαθείας ψύξης της ελληνικής κοινωνίας. Κατά πάσα πιθανότητα, η μετανεωτερικότητα θα ισορροπεί με την προνεωτερικότητα. Θα χωνεύει, με όρους «κανονικότητας» ή με όρους «επιστροφής στην κανονικότητα» (που περιλαμβάνει άνετα και τον θρησκευτικό όρκο και οικογενειακά κάδρα), την ένταση μεταξύ των λεγόμενων αναλλοίωτων του ελληνικού τρόπου (του πολύ παλιού) και όλων αυτών που θα πρέπει να αλλάξουν (του νέου).
Από την άποψη αυτή, η ζητούμενη άμεση πρόοδος της κοινωνίας θα παραμένει ανολοκλήρωτη, μάλλον φορμαλιστική και προσχηματική. Απλώς, προστίθεται τώρα και ο κάματος εξαερισμού του Μεγάρου Μαξίμου από το ... χασισοντουμάνι.
Το τελευταίο, έχει να κάνει με τον συντηρητισμό της νέας κυβέρνησης συν την ανοησία ορισμένων «νέων» στελεχών της. Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι η «επιστροφή στην κανονικότητα» δεν εμφανίζεται τόσο ως «τεχνοκρατική κυβέρνηση» αλλά, στο περίπου, ως όχημα ειδικού σκοπού.
Ανεξάρτητα από το ευάριθμο των εξωκοινοβουλευτικών «ειδικών», οι προτεραιότητες δείχνουν την κατεύθυνση τύπου «μπλε τεχνικών διακυβέρνησης», μάλλον συγκεντρωτικών και κατασταλτικών και, πάντως, σε απόλυτη ρήξη με τον «φιλελευθερισμό» ‒ δηλαδή, σε αντίθεση με το βαρύ σκέλος των ανοιχτών πολιτικών που υπόσχεται να υπηρετήσει το σχήμα Μητσοτάκη.
Όλοι οι νέοι υπουργοί ‒αν αυτό σημαίνει κάτι‒ λένε ακριβώς ότι είχε πει ο αρχηγός τους προεκλογικά. Δεκτό και θεμιτό. Άρα, το αποτέλεσμά τους ήδη εξαρτάται από τις εμμονές του πρωθυπουργού στο μείγμα πολιτικής που, ως προς το οικονομικό της σκέλος, είναι από αναποτελεσματικό, αμφισβητήσιμο, έως συζητήσιμο. Το τελευταίο, είναι εμπειρικό συμπέρασμα.
Εφόσον το ελληνικό κοινοβούλιο και οι προηγούμενες εθνικές κυβερνήσεις είχαν μετατραπεί από το 2010 σε απλούς εκτελεστές επιλογών και προθεσμιών που αποφασίζονταν αλλού, δηλαδή, εφόσον κινούνταν έξω από το πλαίσιο αυτού που κατ' ευφημισμό ονομάζεται «εθνική κυριαρχία», τότε, με βάση την προηγούμενη αντιπολιτευτική στάση της σημερινής κυβέρνησης, η αποτυχημένη Ελλάδα (πριν από μία εβδομάδα) παραμένει –και για άδηλο μέλλον‒ μια οικονομία στο όριο του εκβιασμού.
Ετσι, ανεξάρτητα από τα περιθώρια επιλογών και ελιγμών της νέας κυβέρνησης, αυτό που αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι είναι ότι, περισσότερο, υπηρετούνται οι εμμονικές απόψεις που, ως μη όφειλαν, τραγουδάνε στο ρυθμό των λάθος συμφερόντων – πάντως, όχι του κοινωνικού συνόλου.
Αν ο ειδοποιός λόγος και προϋπόθεση της ικανοποίησης του νεωτερικού συλλογικού συμφέροντος είναι η ένταξη των Ελλήνων σε αναγκαία, επιβεβλημένη και ιστορικά προδιαγεγραμμένη πορεία αλλαγής, τότε, θα έπρεπε να είχε γίνει μέσω των μνημονίων.
Δεν έγινε, γιατί οι θεσμοί που θα μπορούσαν να την ενεργοποιήσουν –η κυβέρνηση και τα πρόσωπα της κυβέρνησης‒ δεν το έκαναν και δεν το κάνουν (μιλάω για όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις). Τοιουτοτρόπως, το κυρίως πιάτο θα είναι η αδιαφάνεια, η απληστία και ο άμοραλισμός∙ χωρίς διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πολιτική των σκοπών (το νέο που θα ήθελε η κοινωνία) και στις υποχρεώσεις προς τη δυστοπική ολιγαρχία, τους χρηματοδότες και τους κολλητούς (το πολύ παλιό).
Ας προσθέσουμε, εδώ, τις «ανασφάλειες» της παγκοσμιοποίησης, τη χρηματοπιστωτική αστάθεια και την ευρωπαϊκή ακηδία. Ας δούμε τους νέους εμπορικούς πολέμους και τους νέους δασμούς, τις εθνικές και διεθνείς αναδιπλώσεις, την άνοδο των διμερών σχέσεων και την πτώση της πολυμέρειας, τους περιορισμούς στη μετακίνηση ανθρώπων κ.λπ. Ας δούμε, τέλος, τα σήματα για παγκόσμια ύφεση κ.λπ.
Το όλο πακέτο, πριμοδοτεί τα αλληλοεπικαλυπτόμενα πεδία του διεφθαρμένου (Crony capitalism) αλλά και του καθαρά μαφιόζικου καπιταλισμού (Mafia capitalism). Προς το παρόν, η αισιοδοξούσα κοινωνία φαντασιώνεται μια κυβέρνηση που είναι κάτι σαν αποτελεσματικό ασθενοφόρο: που βρίσκεται στον τόπο του ατυχήματος που το ίδιο προκάλεσε.
Τα ιδιαίτερα κουσούρια της Ελλάδας δεν άλλαξαν. Και αυτό, προ πολλού, είναι γνωστό στην Ευρώπη, όπως και το συμπέρασμα ως προς το εσωτερικό ζήτημα του κουσουρλή: στιλ διακυβέρνησης, εκτελεστική εξουσία και, κυρίως, πολιτική τάξη. Η χρεοκοπία δεν ήταν απλά οικονομική.
Ήταν και είναι κυρίως χρεοκοπία της πολιτικής τάξης. Δηλαδή; Κουλτούρες ανεντιμότητας, ανυπαρξία οραμάτων, ιδιοτέλειες, ρητορικές αυτάρεσκων πολιτικών κ.λπ. Άλλοι μεταμελημένοι, άλλοι κυνικοί ή αρπακτικοί, συμπεριφέρονται σα να μισούν την πολιτική και την κοινωνία τους. Κομματικές σημαίες, έωλα προγράμματα, αυτοδυναμίες ή συνεργασίες ευκαιρίας για τη νομή της εξουσίας και την απόλαυση των προνομίων του αξιώματος∙ στην ουσία, διαφορετικές «σχολές σκέψης», χωρίς ορατό μέλλον και κυρίως, δίχως συλλογικό-εθνικό σχέδιο.
Το δεύτερο των εκλογικών αποτελεσμάτων, βέβαια είναι η εδραίωση του λατρεμένου δικομματισμού. Ωστόσο, η εμμονή να θεραπευτεί ο λάθος ασθενής ‒η κοινωνία έναντι των πολιτικών θεσμών και του κράτους-λάφυρου‒ είναι γενικευμένη και διαιωνίζει το παλαιό.
Από 'κει και πέρα, η διαφορά της εκτροπής θα είναι τάξης μεγέθους: τζίτζικες, δόλιοι, φτωχοδιάβολοι κι απελπισμένοι από τη φτώχεια θα «κοκκινίζουν» για 200 ή 300 ευρώ και θα τιμωρούνται. Όμως, «οι κολλητοί με τα περιλαίμια» πάνε για τα δισεκατομμύρια...
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 12/7/2019.
Η στερεότυπη φράση «η κρίση της εποχής μας» ανοίγει ομιλίες και κείμενα εδώ και ενάμιση αιώνα, τουλάχιστον. Θα 'λεγε κανείς ότι δεν υπάρχει εποχή που να μην αυτοχαρακτηρίζεται «κρίση». Μόνο εκ των υστέρων, όταν απομακρυνόμαστε, όταν μια εποχή έχει γίνει ιστορία, τότε μπορεί να διακρίνει κανείς πότε υπάρχει κρίση και πότε ξεπερνιέται. Και υπάρχουν κρίσεις μικρές και κρίσεις μεγάλες, κρίσεις εμπεριέχουσες πολλές μικρότερες, και κρίσεις περιεχόμενες σε άλλες μεγαλύτερες. Κρίσεις που εμφανίζονται με οξύτητα και κρίσεις χρόνιες.
Σε αυτές τις εκλογές μιλάμε σαν να έχει τελειώσει η κρίση. Απαλλαχτήκαμε από τα μνημόνια, ξεπεράσαμε την κρίση, είναι το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ· τώρα επιδιώκουμε μια δίκαιη ανάπτυξη που δεν θα ευνοεί τους λίγους, αλλά τους πολλούς. Ανατέλλει μια νέα εποχή με επιχειρηματικότητα, χαμηλή φορολογία, τάξη και ασφάλεια και αριστεία και γαλάζια συννεφάκια, είναι οι υποσχέσεις της Ν.Δ. Και στα δύο αφηγήματα προϋποθέτουν ότι η κρίση βρίσκεται πίσω μας. Είναι όμως έτσι; Πράγματι τέλειωσε η κρίση ώστε να περάσουμε στο επίδικο που είναι ο χαρακτήρας της ανάπτυξης, τα σχέδια για το μέλλον;
Φοβάμαι ότι βρισκόμαστε μακριά από μια παρόμοια προοπτική. Πρώτον, υπάρχει μια κρίση που εμπεριέχει τη δημοσιονομική κρίση του 2010-2018 και, δεύτερον, υπάρχουν οι συνέπειες της δημοσιονομικής κρίσης, οι οποίες θα είναι μπροστά μας για πολλά χρόνια.
Η πρώτη είναι η δίδυμη κατάρρευση του παραγωγικού και του δημογραφικού μοντέλου της χώρας. Παρά την επίφαση ευημερίας και την παραζάλη της δόξας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, το πριόνι που απέκοβε τη χώρα από τις παραγωγικές της ρίζες και μείωνε τον πληθυσμό της δούλευε ακατάπαυστα. Ο παλιός δικομματισμός τίποτε δεν κατάλαβε· κι αν κατάλαβε, δεν τόλμησε να αρθρώσει λόγο επί του πραγματικού.
Η δεύτερη αφορά τη διοχέτευση του παραγωγικού πλεονάσματος της χώρας όχι στην ίδια τη χώρα αλλά στους δανειστές, ακόμη και παρά τον δημοσιονομικό διάδρομο που πέτυχε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να κατευθύνεται προς την εκπαίδευση, τον ανασχεδιασμό της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, τη θωράκιση απέναντι στις κλιματικές μεταβολές, την εκπαίδευση και την ενσωμάτωση των προσφύγων ώστε να ανασάνει δημογραφικά η χώρα.
Κι όμως, σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, ένας τρόπος ανάπτυξης υπάρχει: η επανεπένδυση του πλεονάσματος. Είτε οι άρχουσες τάξεις το αποσπούν βίαια από τους πολλούς για να κάνουν εργοστάσια, είτε οι πολλοί το επανεπενδύουν βελτιώνοντας τις παραγωγικές τους ικανότητες. Αρπαγή πλεονάσματος από τρίτες χώρες για να επενδυθεί στις μητροπόλεις αφορούσε την άγρια πρωταρχική συσσώρευση του καπιταλισμού. Αλλά ανάπτυξη σε συνθήκες όπου πλεόνασμα αφαιμάσσεται συστηματικά από μια χώρα δεν έχει ξανακουστεί.
Εκείνο που σήμερα καθορίζει, περισσότερο από όλα, τα συναισθήματα με τα οποία θα ψηφίσουν οι πολίτες είναι η φορολογία. Αυτό είναι και το κεντρικό θέμα της Ν.Δ. Υποστηρίζει ότι οι φόροι συντηρούν το μεγάλο σπάταλο κράτος και γι αυτό προγραμματίζει περικοπές και ιδιωτικοποιήσεις. Εκείνο που δεν λέει, όμως, είναι δύο πράγματα. Πρώτον, ότι οι φορομειώσεις θα είναι οριακές, εξαιτίας των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας που συγκροτούν μια αδήριτη οροφή. Οι επιπτώσεις τους, όμως, θα έχουν πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις στο κοινωνικό κράτος.
Η «στοχευμένη κατεύθυνση των κοινωνικών δαπανών», στη γλώσσα τους, σημαίνει επιστροφή στα πιστοποιητικά απορίας.
Δεύτερον, ότι όσο οι πλούσιοι φοροαπαλλάσσονται και φοροδιαφεύγουν, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της φορολογίας θα το σηκώνουν οι μισθωτοί – δηλαδή οι μεσαίες τάξεις των πόλεων. Αλλά αυτό είναι το ελληνικό φορολογικό μοντέλο, σταθερό για πάνω από έναν αιώνα.
Το σημαντικότερο: καμιά απάντηση δεν δίνει το πρόγραμμα της Ν.Δ. στην αναστροφή της διπλής καθίζησης της χώρας, δηλαδή της παραγωγικής και της δημογραφικής. Αυτή είναι όμως η περιέχουσα κρίση, η οποία κάνει τη χώρα να είναι δημοσιονομικά εξαιρετικά ευάλωτη, χωρίς εφεδρείες σταθεροποίησης. Γι' αυτό άλλωστε η δημοσιονομική κρίση είχε τόσο βαριές επιπτώσεις και μεγάλη διάρκεια.
Επομένως, αν συνδυάσουμε τις δύο παρατηρήσεις, το μέλλον που υπόσχεται το πρόγραμμα της Ν.Δ. δεν είναι καθόλου σταθερό. Γιατί στην πολύ λεπτή ισορροπία που θέλει να εγκαθιδρύσει ανάμεσα στη φορολογία, στις δανειακές υποχρεώσεις και τις κοινωνικές δαπάνες, η μόνη μεταβλητή είναι η τρίτη. Όσο δεν αντιμετωπίζεται η περιέχουσα διπλή καθίζηση, η μόνη δυνατότητα προσαρμογών αφορά πάλι τη συμπίεση των κοινωνικών δαπανών. Καταλαβαίνει κανείς ότι αυτό θα προκαλέσει μεγάλες αναστατώσεις, κοινωνικές και στη συνέχεια πολιτικές.
Η κρίση του 1929-1932 έσκασε στα χέρια του Ελευθερίου Βενιζέλου. Το τέλος της κρίσης σήμανε και το τέλος του βενιζελισμού. Μπορεί η βιομηχανία να ανέκαμψε, οι πιο αιματηροί όμως κοινωνικοί αγώνες του Μεσοπολέμου και η πολιτική αστάθεια ακολούθησαν ακριβώς στα επόμενα χρόνια. Την ίδια εποχή ο άξονας της πολιτικής και της ιδεολογίας μετακινούνταν όλο και πιο δεξιά και ισορρόπησε στη δικτατορία του Μεταξά.
Η Ιστορία φυσικά δεν επαναλαμβάνεται, αλλά συνήθως τις οικονομικές κρίσεις τις ακολουθούν πολιτικές κρίσεις, και η παλινόρθωση ποτέ δεν σταματά στο πρώτο σκαλί.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" την 1/7/2019.
Το διακύβευμα της επόμενης τετραετίας ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας;
Από τη μία, να μπορέσουμε να διατηρήσουμε την κατεύθυνση που έχουμε πάρει. Δηλαδή, την εθνική αναπτυξιακή στρατηγική, που υπάρχει πια, που είναι από μόνη της ένα μεγάλο βήμα, και μας δείχνει την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε για μια ανάπτυξη βιώσιμη και συμπεριληπτική, με τον άνθρωπο στο επίκεντρο και βέβαια με την «κοινωνία όρθια». Αυτό δεν φαίνεται ότι είναι πολύ εύκολο. Υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να πάρουμε υπόψιν μας, όπως ότι οι διεθνείς συγκυρίες δεν είναι ευνοϊκές. Υπάρχει μια επιβράδυνση της αναπτυξιακής πορείας στην Ευρώπη, και ίσως και στον κόσμο, υπάρχει ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας κ.ο.κ. Είναι σε μεγάλο βαθμό και εσωτερικό θέμα. Χρειάζεται επιτάχυνση, αλλά και εμβάθυνση των αναπτυξιακών μέτρων που πήραμε. Η κατεύθυνση είναι σωστή, αλλά η απόσταση που πρέπει να διανυθεί μέχρι τον τελικό στόχο είναι μεγάλη και ανηφορική. Από την άλλη, πρέπει να μπορέσουμε να κάνουμε τις κινήσεις εκείνες που θα μας επιτρέψουν να κάνουμε το «άλμα προς τα εμπρός», λαμβάνοντας υπόψιν τις διεθνείς συνθήκες που προκαλεί η 4η βιομηχανική επανάσταση. Δυστυχώς, όμως, στο εσωτερικό της χώρας δεν μιλάμε καθόλου γι' αυτά τα ζητήματα και για την τεχνολογική μετάβαση. Στις άλλες χώρες έχει αρχίσει η συζήτηση για το ποιες κινήσεις στήριξης πρέπει να γίνουν και για το προς τα πού πρέπει να στραφεί η οικονομία, σε ποιες αλυσίδες αξίας, ώστε η Ευρώπη να γίνει ανταγωνιστική έναντι της Κίνας και των ΗΠΑ κυρίως, όπως και της Ιαπωνίας.
Υπήρξαν περιθώρια να ασχοληθεί η κυβέρνηση με αυτή τη συζήτηση ή δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στα βάρη που κληρονομήθηκαν;
Η συγκυρία το 2015 ήταν πολύ κακή. Παραλάβαμε όντως μία πτωχευμένη χώρα, εξαιτίας και του ίδιου του αναπτυξιακού υποδείγματος που ακολουθήθηκε σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, αλλά και των μνημονίων που επιβλήθηκαν. Έπειτα, σε εκείνη τη συγκυρία, οι θεσμοί για δικούς τους πολιτικούς λόγους , ήθελαν να παραδειγματίσουν τη χώρα και κυρίως την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να δοθεί μήνυμα και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, πρωτίστως στην Ισπανία. Αυτά τα στοιχεία, όπως και τα μνημόνια, ενέτειναν τα προβλήματα της ανάπτυξης που προϋπήρχαν. Παράλληλα, βρεθήκαμε αντιμέτωποι και με άλλα σημαντικά ζητήματα για τα οποία έπρεπε να διαθέσουμε δυνάμεις, όπως το προσφυγικό -που θεωρώ πως το αντιμετωπίσαμε όσο καλύτερα γινόταν- αλλά και να κρατήσουμε την κοινωνία όρθια. Μην ξεχνάμε ότι το '14 ακόμα υπήρχαν ουρές έξω από τα κοινωνικά ιατρεία, τα συσσίτια, οι άνθρωποι που έτρωγαν από τα σκουπίδια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πού ήμασταν και τι αλλαγές κατάφερε να κάνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί έχουμε άλλη λογική και αξίες, όχι μόνο στα κοινωνικά ζητήματα, αλλά και στην οικονομία, που τώρα ανακάμπτει.
Μέχρι τώρα ποιο ήταν το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας και πώς συνετέλεσε στο να φθάσουμε στην κρίση;
Μετά τη μεταπολίτευση θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαμορφώνεται μια δεύτερη «Μεγάλη Ιδέα», που είναι ότι θέλουμε να γίνουμε Ευρώπη και να είμαστε κοντά στις αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ. Αν δούμε τα γενικά στοιχεία, φαίνεται ότι μεταπολιτευτικά είχαμε προσεγγίσει κατά μέγιστο το 60% του μέσου όρου της ΕΕ ως προς το ΑΕΠ κατά κεφαλήν, και όλοι οι οικονομικοί δείκτες (εξαγωγές, ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, ανεργία κλπ) ήταν πολύ κακοί. Ως προς την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων ήμασταν πολύ πίσω. Και ξαφνικά έρχεται η αντιπολίτευση και κουνάει το δάχτυλο στο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν άλλαξε αυτή την κατάσταση δεκαετιών μέσα σε 4 χρόνια. Μάλιστα, η αποτυχία αυτή ήρθε παρά την τεράστια βοήθεια που προσφέρθηκε από την ΕΕ. Μετά το '81, λοιπόν, βλέπουμε να δίνεται ένας πακτωλός χρημάτων, ώστε να συγκλίνουμε με την ΕΕ. Μόνο τα κονδύλια για τη συνοχή ήταν 95 δισ., πέραν των άλλων ενισχύσεων (επιδοτήσεων για τους αγρότες κτλ.). Αυτά τα κονδύλια δεν δόθηκαν τυχαία, αναγνωριζόταν ότι όταν μια φτωχή χώρα μπαίνει σε ένα κλαμπ πλουσίων, θα πρέπει να κάνει τις απαραίτητες κινήσεις, ώστε να γίνει ανταγωνιστική. Τελικά, όμως, η χώρα μας απέτυχε να τα αξιοποιήσει παραγωγικά, ώστε να αναβαθμίσει τη θέση της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Βρίσκοντας αυτή την κατάσταση, εσείς τι προσπαθήσατε να κάνετε για να την αλλάξετε;
Προσπαθήσαμε να μπολιάσουμε με τη λογική προγραμματισμού, που ενθαρρύνει και η ΕΕ, τη διοικητική κουλτούρα, που πριν έλειπε. Το κράτος μπορεί και πρέπει να αποτελέσει σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο. Γι' αυτό θα πρέπει να είναι ένα «επιτελικό κράτος», που να γνωρίζει όλα τα δεδομένα, να μπορεί να σχεδιάζει βάσει αυτών, να διαθέτει «συλλογική αναλυτική δυνατότητα» (thinking capacity). Πρέπει να βλέπει τι γίνεται διεθνώς και να δείχνει προς τα πού πρέπει να οδηγηθούμε, να διασφαλίζει ότι δεν θα υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός και να προωθεί την κοινωνική πολιτική. Συγκεκριμένα, αυτό που κάναμε στην Γραμματεία Ιδιωτικών και Στρατηγικών Επενδύσεων, ήταν να φτιάξουμε ένα νέο Αναπτυξιακό Νόμο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι σαν ΕΣΠΑ για σχετικά μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις. Περίπου το 15% των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων που γίνονται στη χώρα, κινητροδοτούνται από τους αναπτυξιακούς νόμους, κι αυτό έχει τη σημασία του. Ο αναπτυξιακός νόμος, δηλαδή, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες, δεν επηρεάζει το σύνολο της οικονομίας, αλλά λειτουργεί τροχιοδεικτικά, δίνει μια κατεύθυνση για το προς τα πού θεωρεί η πολιτεία ότι πρέπει να κινηθούμε. Όταν ήρθαμε στο υπουργείο, βρήκαμε πάνω από 6. 100 επενδυτικά σχέδια που είχαν ενταχθεί στους παλαιότερους αναπτυξιακούς νόμους και δεν είχαν ολοκληρωθεί. Σε αυτά υπήρχε εγγεγραμμένη οφειλή του κράτους 5,4 δισ. Παράλληλα, η Κομισιόν είχε άρει τη δυνατότητα να δίνονται χρηματοδοτήσεις από ευρωπαϊκά κονδύλια σε αυτά τα σχέδια, ακριβώς γιατί είχαν γνώση ότι τα κονδύλια σπαταλιόταν με αδιαφανή τρόπο, άρα μιλάμε για οφειλές που έπρεπε να δοθούν αποκλειστικά από εθνικούς πόρους. Από αυτά πια έχουν απομείνει σε εκκρεμότητα 2.400. Επίσης, σύμφωνα με την Έκθεση του επιθεωρητή διοίκησης, το 2014 η υπηρεσία ήταν κυριολεκτικά διαβρωμένη και διαλυμένη. Αυτό που κάναμε εμείς, λοιπόν, γι' αυτή την κατάσταση, ήταν να μελετήσουμε τους τρεις προηγούμενους νόμους και να δούμε πού απέτυχαν. Απ' ό,τι φάνηκε, δεν είχαν κανένα σχεδιασμό και καμία συγκεκριμένη στόχευση. Εξ αποτελέσματος φάνηκε ότι το 95% των επενδυτικών σχεδίων ήταν χαμηλής και σχετικά χαμηλής τεχνολογίας, το 46,5% των σχεδίων και το 72,2% του προϋπολογισμού ήταν για φωτοβολταϊκά, κυρίως, και για τουριστικά σε μικρότερο βαθμό. Τέλος το 4,2% των επενδυτικών σχεδίων πήρε το 43,6% των επιχορηγήσεων. Έξι επενδυτικοί όμιλοι σε σύνολο 14.500 επενδυτικών σχεδίων πήραν το 8,1% των συνολικών επιχορηγήσεων. Ήταν μια πολιτική, δηλαδή, που έδινε χρήματα σε λίγους μεγάλους και χωρίς κανένα όριο. Έδινε «ζεστό» χρήμα, κάποια περίοδο έδινε 100% προκαταβολή, γεγονός που οδήγησε κάποιες πολύ μεγάλες επιχειρήσεις να πάρουν εκατομμύρια για να κάνουν επενδύσεις τις οποίες ποτέ δεν έκαναν, και έτσι επέστρεψαν τα χρήματα αυτά, αφού όμως τα αξιοποίησαν για αρκετά χρόνια.
Ο δικός σας αναπτυξιακός νόμος, λοιπόν, που διαφέρει;
Πρώτα απ' όλα, θέσαμε όρια. Δεν μπορεί, δηλαδή, κάποιος να πάρει πάνω από 5 εκατ. ανά επενδυτικό σχέδιο, 10 εκατ. ανά επιχείρηση και 20 εκατ. ανά επενδυτικό όμιλο. Αυτό γίνεται, ώστε να μοιραστούν τα χρήματα σε περισσότερους, να δοθεί η ευκαιρία σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αναπτυχθούν. Προσπαθήσαμε επίσης να μετακινηθούμε από την πολιτική χορήγησης κινήτρων με τη μορφή «ζεστού» χρήματος στην πολιτική της φοροαπαλλαγής. Με αυτόν τον τρόπο οι επενδύσεις επιβραβεύονται όταν αποδείξουν στην ελληνική κοινωνία, που δίνει τα χρήματά της, ότι τα αξιοποιούν σε επενδύσεις οι οποίες είναι κερδοφόρες.
Αυτό, όμως, μπορεί να δεχθεί κριτική ότι δεν βοηθούνται οι επιχειρήσεις στην εκκίνηση...
Όχι, γιατί αυτό δεν είναι γενικευμένο. Λαμβάνονται υπόψιν οι ειδικές ανάγκες της κάθε περίπτωσης. Για τις μικρές επιχειρήσεις, τις νέες, αυτές που είναι εγκατεστημένες σε λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές (ορεινές, μικρά νησιά, παραμεθόριες κλπ), καθώς και τις επιχειρήσεις στους κλάδους της αγροδιατροφής και της πληροφορικής, υπάρχει η δυνατότητα να πάρουν ζεστό χρήμα. Τα διαφορετικά καθεστώτα ενίσχυσης του αναπτυξιακού νόμου μας ανταποκρίνονται στα διαφορετικά χαρακτηριστικά της κάθε επιχείρησης και περιοχής. Επίσης, μειώσαμε το κατώτατο χρηματικό ποσό της επένδυσης που μπορεί να υποβάλλεται στον αναπτυξιακό νόμο. Είναι εντυπωσιακό πως το 40% αυτών που εντάχθηκαν στο νέο αναπτυξιακό νόμο είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις, που πριν δεν μπορούσαν καν να υποβάλλουν αίτηση. Αυτό το κάναμε, γιατί έχουμε μια άλλη λογική: αναγνωρίζουμε ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πολύ σημαντικές για την οικονομία, αλλά και για την «οικονομική δημοκρατία».
Για αυτές τι άλλα μέτρα λάβατε, δηλαδή;
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή αυτές που έχουν λιγότερο από 250 εργαζόμενους, είναι πολύ σημαντικό μέγεθος σε όλες τις χώρες. Ο μέσος όρος των επιχειρήσεων αυτών στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 99,70% και σε εμάς 99,96%. Αυτό δεν είναι το πρόβλημα. Εκεί που έχουμε μεγάλη διαφορά από τον υπόλοιπο κόσμο, είναι στις επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 9 εργαζόμενους, στη χώρα μας είναι το 96,4% ενώ στον ΟΟΣΑ είναι 90,4%. Το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα υποστηρίζει πως αυτές θα πρέπει να απορροφηθούν από τις μεγάλες επιχειρήσεις και να φύγουν από την αγορά. Εμείς, αντίθετα, υποστηρίζουμε ότι πρέπει να τις βοηθήσουμε να μεγαλώσουν και, κυρίως, να προχωρήσουν σε συνεργασίες. Γι' αυτό μέσα από τον αναπτυξιακό νόμο δίνουμε κίνητρα να δημιουργήσουν clusters, να φτιάξουν συνεταιρισμούς, και ενισχύουμε τις συγχωνεύσεις, όχι τις απορροφήσεις/ εξαγορές. Σημαντικό πολιτικό μέτρο στο ζήτημα αυτό είναι η δημιουργία της Δομής Στήριξης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων. Είναι μια συνεργασία του υπουργείου Οικονομίας με όλα τα επιμελητήρια της χώρας, τη ΓΣΕΒΕΕ, την ΕΣΕΕ και το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης. Βάσει αυτού του νέου θεσμού σε κάθε επιμελητήριο της χώρας θα υπάρχουν δομές που θα εξυπηρετούν τις επιχειρήσεις, δίνοντάς τους πληροφορίες για τα χρηματοδοτικά εργαλεία που υπάρχουν γι' αυτούς, για να κατανοήσουν τη θέση τους στην αγορά, ώστε να κάνουν τον κατάλληλο σχεδιασμό κ.α. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία που ζούμε σήμερα, οποιαδήποτε μικρή επιχείρηση ή παραγωγός, για να μπορέσει να πουλήσει, θα πρέπει να πουλά, σε τελευταία ανάλυση σε διεθνώς ανταγωνιστική τιμή.
Στη δημόσια σφαίρα, βέβαια, όλη η συζήτηση για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων εστιάστηκε μόνο στο ζήτημα της φορολογίας. Εσείς πώς εντάσσετε αυτό το θέμα;
Το κεντρικό επιχείρημα της ΝΔ είναι ότι αν υπάρξει μείωση των φορολογικών συντελεστών και ελαστικές συνθήκες εργασίας, θα υπάρξει έκρηξη επενδύσεων και καλύτερες δουλειές. Αυτός ο σχεδιασμός, πέρα από απλοϊκός, έχει αποδειχθεί και αδιέξοδος. Για να το κατανοήσουμε θα πρέπει να μιλήσουμε για τα δύο αναπτυξιακά υποδείγματα που έχουμε μπροστά μας. Σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, η ΝΔ όπως και το ΠΑΣΟΚ, είχαν μία αμφίσημη στάση ως προς το τι οικονομία θέλουμε, ποιους θέλουμε να ανταγωνιζόμαστε και σε ποια θέση θέλουμε να βρισκόμαστε στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Θέλουμε να είμαστε ανταγωνιστικοί γιατί παράγουμε φθηνά, με φθηνό κόστος εργασίας, χαμηλή φορολογία; Ή επειδή μπορούμε να παράγουμε προϊόντα που έχουν ενσωματωμένη τεχνολογία, γνώση, αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού; Στην πρώτη περίπτωση, η ανταγωνιστικότητα της χώρας θα στηρίζεται στο φθηνό κόστος, θα δώσει κάποιες κακές θέσεις εργασίας, αλλά δεν θα μας πάει μακριά. Πάντα θα υπάρχει κάποιος φθηνότερος. Άρα δεν γίνεται εκ των πραγμάτων να τους ανταγωνιστούμε, αλλά και ούτε θα έπρεπε να θέλουμε. Τα μεγάλα κέρδη προκύπτουν ως αποτέλεσμα έρευνας και ανάπτυξης και της δημιουργίας επώνυμων προϊόντων.
Σε αυτή την παγκοσμιοποιημένη οικονομία, λοιπόν, μπορεί να υπάρξει αριστερό πρόσημο στην ανάπτυξη;
Προφανώς, αλλά δεν πρέπει να θεωρείται κάτι εύκολο ή αυτονόητο. Και φυσικά δεν είναι μόνο θέμα τεχνικό ή οικονομικό, αλλά και βαθειά πολιτικό. Εμείς θέλουμε μια ανάπτυξη με επίκεντρο τον άνθρωπο, να μπορούμε να παράγουμε, δηλαδή, προϊόντα και υπηρεσίες με εξειδικευμένους ανθρώπους. Έτσι, τα νέα παιδιά θα καταφέρουν να δουλέψουν στην Ελλάδα και θα αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους, κάνοντας τη χώρα ανταγωνιστική βάσει της ποιότητας, όχι της εξαθλίωσης. Υπάρχει, βέβαια, και το άλλο μοντέλο, με δεξιό πρόσημο. Η παγκόσμια βιβλιογραφία, αλλά και διεθνείς οργανισμοί (ΟΟΣΑ κ.ά.) έχουν υποστηρίξει επανειλημμένως ότι οι μεγάλες ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών είναι εμπόδιο στην ανάπτυξη. Η σχετική ισότητα διευκολύνει την παραγωγική και τεχνολογική εμβάθυνση και εν τέλει αναβάθμιση της διεθνούς θέσης μιας χώρας, αλλά απαιτεί εκτεταμένες κρατικές παρεμβάσεις σε εκπαίδευση, υγεία, πρόνοια, και επομένως και φόρους. Το άλλο μοντέλο, που συμμερίζεται η ΝΔ, βλέπουμε πού οδηγεί: σε μεγάλη ανισότητα, υπερχρέωση, κοινωνικές εντάσεις και εν τέλει ακροδεξιές εξελίξεις. Σε κάθε περίπτωση η παραγωγική αναβάθμιση την οποία πρεσβεύουμε, δεν είναι «σημαία ευκαιρίας» δεν θα έλθει μέσα από «εύκολες» λύσεις όπως οι φορομειώσεις, όσο και αν είναι και αυτές αναγκαίες, αλλά μέσα από τη συνεργασία κράτους και κοινωνικών εταίρων για τεχνολογική αναβάθμιση, εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού , επίτευξη συνεργασιών, προώθηση εξαγωγών κτλ.
Μια διαχρονική κριτική είναι ότι η γραφειοκρατία σκοτώνει τις επενδύσεις. Για αυτό το ζήτημα τι κάνατε;
Για να θεραπευτεί αυτό το ζήτημα, πρέπει να γίνει αποτελεσματικό το κράτος και να υπάρξει αξιολόγηση των πολιτικών, αλλά και των προσώπων στη δημόσια διοίκηση, και αυτό πρέπει να γίνει με τη μέγιστη κοινωνική και πολιτική συναίνεση για να έχουμε αποτελέσματα. Από την εμπειρία μου, μπορώ να σας πω πως ακόμα και ένας υπάλληλος μπορεί να εμποδίσει μία ολόκληρη ψηφισμένη πολιτική. Αυτό που εννοούμε ως γραφειοκρατία σχετίζεται με το πώς είναι δομημένο το ελληνικό κράτος, που δεν έχει ως πρωταρχικό του στόχο να βοηθήσει τον πολίτη. Αυτή η δομή του κράτους, καθώς και η στελέχωση του από πρόσωπα που συχνά δεν έχουν τα κατάλληλα προσόντα, δεν έγιναν βέβαια επί ΣΥΡΙΖΑ. Τα προβλήματα της γραφειοκρατίας δεν λύνονται με την κατάργηση των ελέγχων, όπως ακούγεται από κάποιους. Είμαστε μια χώρα με πλούσιο πολιτιστικό παρελθόν και με πολύ σημαντικούς περιβαλλοντικούς πόρους. Θα πρέπει να διασφαλίσουμε πως θα γίνονται οι επενδύσεις, σεβόμενοι και το περιβάλλον και την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Είναι όμως συχνή η κριτική ότι με τέτοιος τρόπους, η κυβέρνηση διώχνει τις επενδύσεις. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα σε αυτό τον τομέα;
Αν δείτε τον αναπτυξιακό νόμο και τα στοιχεία, θα διαπιστώσετε πως είμαστε μια κυβέρνηση που ενισχύει τις επενδύσεις που γίνονται από υγιείς επιχειρήσεις και τις επενδύσεις που είναι στρατηγικής σημασίας για την οικονομία. Εμείς θεσπίσαμε σαφείς διαδικασίες που έβαλαν τέλος στο καθεστώς αδιαφάνειας και έχουμε σχέδιο και στόχευση για το τι είδους επενδύσεις χρειαζόμαστε για τη στήριξη της ανάπτυξης: καινοτόμες, εξωστρεφείς που απασχολούν εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό επενδύουν στην Ε&Α κλπ. Αν υπάρχει κάποια βάση στο επιχείρημα που αναφέρετε, έχει περισσότερο να κάνει με τη λειτουργία του ίδιου του κράτους, της δημόσιας διοίκησης, με άλλα λόγια και όχι τόσο της κυβέρνησης καθ' εαυτής. Πράγματι, η δημόσια διοίκηση στη χώρα αποτελεί συχνά τροχοπέδη και στην επενδυτική προσπάθεια, και βεβαίως θα πρέπει να συνεχισθούν και επιταχυνθούν οι προσπάθειες αναβάθμισής της.
Έχετε κάποιο προσωπικό σχόλιο από την παραμονή σας σε αυτή τη γραμματεία;
Η παραμονή μου στη θέση του γενικού γραμματέα για πάνω από 4 χρόνια ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία, στην οποία προσπάθησα να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου. Ήταν μια εμπειρία για την οποία θα ήθελα να ευχαριστήσω πρωτίστως τον τότε υπουργό Γιώργο Σταθάκη, που με επέλεξε για αυτό το ρόλο, αλλά και τους κκ. Παπαδημητρίου και Δραγασάκη για την συνέχιση της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο μου.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εποχή" στις 23/6/2019.
Τα Συμβούλια Κοινωνικού Ελέγχου (ΣΚΕ) είναι ανεξάρτητα συλλογικά όργανα εξωτερικού ελέγχου και λογοδοσίας της ΕΡΤ που απαρτίζονται από ιδιώτες εθελοντές και συλλογικότητες. Η λειτουργία των ΣΚΕ προτάθηκε από τους εργαζόμενους την περίοδο του «μαύρου» και θεσμοθετήθηκε το 2015 με την επαναλειτουργία της ΕΡΤ. Στόχος των ΣΚΕ είναι να διαβουλεύονται και να καταθέτουν πορίσματα στο ΔΣ σχετικά με το περιεχόμενο του προγράμματος και την εύρυθμη λειτουργία της εταιρείας. Πρόκειται για έναν πρωτοποριακό θεσμό, μοναδικό στην Ευρώπη, που ενισχύει τη σχέση αλληλεπίδρασης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης με την κοινωνία.
Όπως καταλαβαίνετε, τα ΣΚΕ συγκεντρώνουν αρκετά ενοχλητικά χαρακτηριστικά. Έλεγχος. Λογοδοσία. Πορίσματα. Αλληλεπίδραση με την κοινωνία... Ποιος τα θέλει όλα αυτά; Και πώς θα μπορούσαν όλα αυτά να γίνουν ανεκτά στην ΕΡΤ του Κωστόπουλου και του Καλφαγιάννη;
Όταν ο Κωστόπουλος ανέλαβε τα καθήκοντά του ως Διευθύνων Σύμβουλος, ο υπεύθυνος για τα ΣΚΕ, δημοσιογράφος Περικλής Βασιλόπουλος, ζήτησε να τον συναντήσει προκειμένου να τον ενημερώσει και να του εκθέσει τις προτάσεις του για την καλύτερη λειτουργία και αξιοποίηση των συμβουλίων προς όφελος της ΕΡΤ. Ο Κωστόπουλος τον αποστόμωσε με τη χαρακτηριστική του ευαισθησία:
- Να τα καταργήσουμε! Δεν έρχεται κανένας. Πέντε άτομα είναι όλα κι όλα που τσακώνονται μεταξύ τους για τη διαδικασία. Δεν εκπροσωπούν ούτε αντιπροσωπεύουν την κοινωνία αλλά μόνο τον εαυτό τους. Και μας βρίζουν κι από πάνω...
Ο Κωστόπουλος είχε πάρει φόρα και ο δημοσιογράφος δεν πίστευε στα αυτιά του. Τον διέκοψε για να του εξηγήσει:
- Ποιος σας είπε αυτά τα πράγματα, κ. Κωστόπουλε; Προβλήματα συμμετοχής υπάρχουν αλλά σε προηγούμενη ολομέλεια υπήρχε συμμετοχή 35 ατόμων από το σύνολο 110 μελών για τρεις ολόκληρες ώρες στο Ραδιομέγαρο, ποσοστό απίστευτο για εθελοντικό, συλλογικό σώμα στην Ελλάδα. Και αυτό συμβαίνει κάθε μήνα για ενάμιση χρόνο. Έχουμε ένα σχετικά τυχαίο δείγμα πολιτών που υποστηρίζουν την ΕΡΤ και θέλουν να συμμετέχουν εθελοντικά σε ένα πείραμα συμμετοχικής λογοδοσίας για τη βελτίωση της ΕΡΤ και μου λέτε να το διαλύσουμε; Στο εξωτερικό θα πλήρωναν γι' αυτό.
Μα τι λέει ο άνθρωπος; Είναι δυνατόν στο εξωτερικό να ξέρουν καλύτερα από τον γίγαντα Κωστόπουλο; Τέλος πάντων, εκείνη η συζήτηση έκλεισε παγερά με τον Βασιλόπουλο να προειδοποιεί ότι δε θα δεχόταν σε καμία περίπτωση την υποβάθμιση ή την κατάργηση των ΣΚΕ και ότι θα εξαντλούσε όλα τα περιθώρια εφαρμογής του νόμου και των αποφάσεων του ΔΣ της ΕΡΤ. Κακό του κεφαλιού του!
Από τον Δεκέμβριο του 2017 μέχρι τον Ιούνιο του 2018 πέντε επιτροπές των ΣΚΕ κατέθεσαν ισάριθμα πορίσματα με τουλάχιστον 35 προτάσεις προς το ΔΣ της ΕΡΤ. Παρά τα επίμονα αιτήματα από το προεδρείο των ΣΚΕ, παρά τις σχετικές επιστολές, παρά τις συνεχείς υπηρεσιακές υπενθυμίσεις προς το γραφείο του Διευθύνοντος, δεν υπήρξε ποτέ καμία απάντηση στα ΣΚΕ ούτε φυσικά προώθηση των πορισμάτων τους στο ΔΣ. Το ίδιο συνέβη και όταν το προεδρείο ζήτησε από τον Κωστόπουλο να απευθύνει έστω και ένα συμβολικό χαιρετισμό στην ολομέλεια. Φαίνεται θα είχε πολλή δουλειά ο Τούμπης και δεν προλάβαινε να απαντήσει.
Ο Βασιλόπουλος όμως και τα ΣΚΕ δεν το έβαλαν κάτω. Με πρωτοβουλία του προεδρείου κλήθηκε να μιλήσει ο Θαλασσινός, ο οποίος μεταξύ άλλων πρότεινε και μια ανοικτή συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΡΤ στην ολομέλεια των ΣΚΕ. Υπέροχη ιδέα δεδομένης και της δραματουργικής αξίας, στα όρια της φαρσοκωμωδίας, που είχαν ενίοτε οι συνεδριάσεις του ΔΣ. Και σαν να μην έφτανε η πρόσκληση του Θαλασσινού, πάλι με πρωτοβουλία του προεδρείου κλήθηκε ο Μιχαλίτσης να καταθέσει τις απόψεις του για το νέο οργανόγραμμα κι εγώ για να μοιραστώ την εμπειρία από την επεισοδιακή αποπομπή και επιστροφή μου στην ΕΡΤ.
Κι έτσι μια Τρίτη του Μαΐου βρέθηκα στην ολομέλεια των ΣΚΕ που συνεδρίαζε στο στούντιο Ε του Ραδιομεγάρου. Στη συζήτηση είχε προσκληθεί για πολλοστή φορά η διοίκηση της ΕΡΤ αλλά δεν πρόκαμε πάλι. Τη διοίκηση θα εκπροσωπούσε ο διευθυντής του γραφείου τύπου, Παναγιώτης Τσολιάς, αλλά την τελευταία στιγμή δεν πρόκαμε ούτε αυτός. Είχε προσκληθεί και η ΠΟΣΠΕΡΤ να καταθέσει τις απόψεις της για το οργανόγραμμα αλλά και εκεί κάποιο μπέρδεμα έγινε.
Τελικά, ένας θηριώδης εκπρόσωπος της ΠΟΣΠΕΡΤ με το όνομα Καρέλλας εμφανίστηκε αφού είχε ξεκινήσει η συνεδρίαση. Ζήτησε και πήρε αμέσως τον λόγο γιατί είχε έρθει σκαστός από τη βάρδια και έπρεπε να τα πει γρήγορα και να φύγει. Κρατούσε στα χέρια του μια μισοφαγωμένη τυρόπιτα κι ένα πλαστικό κυπελάκι με καφέ. Όταν χρειάστηκε να πάρει το μικρόφωνο, έφερε τυρόπιτα και καφέ στο ένα χέρι και έπιασε το μικρόφωνο με το άλλο. Σιμουλτανέ! Ο Καρέλλας δήλωσε ότι η ΠΟΣΠΕΡΤ ούτε κρύβεται ούτε φοβάται τη συζήτηση για το νέο οργανόγραμμα, και καμία συζήτηση γενικώς, αλλά επειδή δεν προσκλήθηκε εγκαίρως, δε θα συμμετείχε ετούτη τη φορά. Επιφυλασσόταν όμως για μια επόμενη φορά. Να 'ναι καλά ο άνθρωπος!
Μετά ανέβηκε στο βήμα ο Μιχαλίτσης, ο οποίος ανέλυσε με χειρουργική ακρίβεια τις βασικές αδυναμίες του νέου οργανογράμματος: άσκοπη πολυδιάσπαση των υπηρεσιών της γενικής διεύθυνσης τεχνολογίας, γιγάντωση της γενικής διεύθυνσης νέων μέσων, υποβάθμιση της γενικής διεύθυνσης τηλεόρασης (του ψυχαγωγικού προγράμματος δηλαδή), υποβάθμιση των περιφερειακών σταθμών της ΕΡΑ, αθηνοκεντρικό και δυσλειτουργικό newsroom. Είχε φτιάξει και σχετικά σχεδιαγράμματα που προβάλλονταν σε μια οθόνη από πίσω του. Παρακολουθώντας τον να μιλάει, σκεφτόμουν πόσο διαφορετική θα ήταν σήμερα η ΕΡΤ αν έσπαγε ο διάολος το ποδάρι του και το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης. είχε κάνει το 2015 αποδεκτούς τους όρους του προκειμένου να αναλάβει τη διοίκηση της εταιρείας. Άλλη μια χαμένη ευκαιρία στο μακρύ ιστορικό των χαμένων ευκαιριών της ΕΡΤ.
Μόλις τελείωσε ο Μιχαλίτσης, η πρόεδρος της ολομέλειας με κάλεσε να ανέβω στο βήμα. Η ολομέλεια απαρτιζόταν από καμιά σαρανταριά άτομα όλων των ηλικιών. Οι περισσότεροι με κοίταζαν με ενδιαφέρον, σαν παράξενο τροπικό φρούτο. Ανάμεσά τους διέκρινα και τον Περικλή Βασιλόπουλο, ο οποίος παρακολουθούσε τη διαδικασία χωρίς να παρεμβαίνει. Εξέθεσα την ιστορία της αποπομπής και της επιστροφής μου όσο πιο ψύχραιμα και συνοπτικά μπορούσα. Μετά ήρθε η ώρα των ερωτήσεων.
- Ποια είναι η στρατηγική του προγράμματος;
- Ποιος αποφασίζει για τις νέες παραγωγές;
- Ποιος διαλέγει τις ξένες σειρές;
- Ποιος επέλεξε τις εκπομπές του Ζουγανέλη και του Μητσικώστα;
- Εσάς σας εκφράζει η εκπομπή του Ζουγανέλη;
- Ποιος σας έφερε στην ΕΡΤ;
- Γιατί η θέση σας δεν καλύφθηκε από κάποιο στέλεχος της δημόσιας τηλεόρασης;
- Δεν υπάρχουν άξια στελέχη της ΕΡΤ;
- Γιατί το ΔΣ αγνοεί τις προτάσεις μας;
- Πιστεύετε ότι η ΕΡΤ πρέπει να είναι εμπορική;
Προσπάθησα να απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις με ειλικρίνεια αλλά και διακριτικότητα. Χωρίς να εκθέτω πρόσωπα αλλά καταστάσεις. Χωρίς να διαχωρίζω τη θέση μου από τη διοίκηση, της οποίας υποτίθεται ότι ήμουν σύμβουλος. Δεν είμαι σίγουρος ότι τα κατάφερα. Η επικοινωνιακή διαχείριση, το διπλωματικό κουκούλωμα, τα κατά συνθήκη ψεύδη μου προκαλούσαν πλέον αναγούλα.
Μετά από λίγες μέρες ο Περικλής Βασιλόπουλος ξανασυναντήθηκε με τον Κωστόπουλο στο πλαίσιο των συνεντεύξεων για τον ορισμό νέων Προϊσταμένων. Ας δούμε πώς περιγράφει ο ίδιος αυτή τη συνάντηση σε ένα δημοσίευμα στο tvxs:
«...Έντεκα μήνες μετά την πρώτη συνάντηση με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΕΡΤ και με την ευκαιρία της διαδικασίας επιλογής Προϊσταμένου επαναλήφθηκε εντελώς πανομοιότυπα η ίδια συζήτηση. Του εξήγησα ότι συμμετείχα στη σύσκεψη της EBU όπου υπήρξε σχεδόν ενθουσιώδης υποδοχή για τα ΣΚΕ. Δεν άκουγε. Δεν έδωσε καμία σημασία. Του εξήγησα ότι πρέπει σε δέκα μέρες να κάνουμε την επίσημη διαδικασία κλήρωσής νέων μελών των ΣΚΕ (έχουμε πεντακόσιες νέες εθελοντικές αιτήσεις από πολίτες ύστερα από ανοιχτή δημόσια πρόσκλησή) και ότι τα έχουμε όλα προγραμματίσει. Πάγος. Να τα αναβάλετε για τα τέλη Ιουλίου. Ήμαρτον άνθρωπέ μου, Διευθύνων Σύμβουλος είσαι, όχι ιδιοκτήτης της ΕΡΤ...»
Ε όχι και ιδιοκτήτης της ΕΡΤ ο Κωστόπουλος! Ιδιοκτήτης της ΕΡΤ είπαμε είναι ο Καλφαγιάννης. Λίγες ώρες μετά τη συνάντηση ανακοινώθηκε στη Διαύγεια η καθαίρεσή του Βασιλόπουλου και ο διορισμός στη θέση του ενός αθλητικογράφου που δεν είχε καμία εμπειρία σε συμμετοχικά εγχειρήματα κοινωνικής ευθύνης. Εκτός από τον Βασιλόπουλο έπρεπε να πληρώσουν και τα ΣΚΕ για την αποκοτιά τους.
*Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ΕΡΤ εν τάφω» του πρώην Εντεταλμένου Συμβούλου Προγράμματος της ΕΡΤ, Σπύρου Κρίμπαλη, που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες στα βιβλιοπωλεία.
Οι αλλαγές στην αγορά εργασίας συμβαίνουν τώρα και είναι μη αναστρέψιμες. Η εποχή μας καλεί λοιπόν για ανάληψη συντονισμένων και καινοτόμων δράσεων, με στόχο τη διαμόρφωση πολιτικών για μια διατηρήσιμη ισορροπημένη και με χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.
«Το μέλλον της εργασίας» θέτει ως κεντρικό θέμα προβληματισμού το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, Οργανισμός ο οποίο λειτουργεί υπό τον ΟΗΕ, και φέτος εορτάζει τα 100 χρόνια από την ίδρυση του,πάει δε ένα βήμα παρά πέρα και προτρέπει όλους τους αρμόδιους φορείς για δημιουργία σαφούς, συγκεκριμένου και ρεαλιστικού σχετικού πολιτικού σχεδιασμού.
Ο κόσμος της εργασίας αλλάζει με τέτοιους ρυθμούς, ώστε ειδικοί επί του θέματος αναφέρουν εμφατικά ότι το μέλλον της εργασίας αποτελεί ήδη ένα μέρος του παρόντος, στο οποίο επιχειρήσεις και εργαζόμενοι οφείλουν να προσαρμοστούν.
Ζούμε καθημερινά νέες προκλήσεις, αδυνατώντας πολλές φορείς να συλλάβουμε τη σημασία τους, αλλά και τις σημαντικές επιπτώσεις τους.
Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, των τεχνολογικών περιβαλλοντικών και δημογραφικών δεδομένων μεταμορφώνουν συνεχώς τον κόσμο της εργασίας ριζικά.
Η τρίτη βιομηχανική επανάσταση αποτελεί πλέον παρελθόν. Σήμερα ζούμε την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από την εισαγωγή της ρομποτικής και της τεχνικής νοημοσύνης διαρρηγνύοντας το κλασικό παραγωγικό μοντέλο.
Η εποχή μας καλεί λοιπόν για ανάληψη συντονισμένων και καινοτόμων δράσεων, με στόχο τη διαμόρφωση πολιτικών για μια διατηρήσιμη ισορροπημένη και με χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο αυτό, τόσο οι εργασιακές σχέσεις όσο και οι μορφές απασχόλησης προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα.
Σε ένα κόσμο που μεταβάλλεται θεαματικά πρέπει να μάθουμε να διαχειριζόμαστε τις αλλαγές. Να μην γινόμαστε παθητικοί παρατηρητές αλλά ενεργητικοί διαμορφωτές της πραγματικότητας. Διαφορετικά οι εξελίξεις θα μας ξεπεράσουν.
Όλος αυτός ο προβληματισμός αναπτύχθηκε πρόσφατα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στις 9 Απριλίου, στη διάσκεψη υψηλού επιπέδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το μέλλον της εργασίας, αναγνωρίζοντας έτσι τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η γηραιά μας ήπειρος, προτείνοντας δε συγχρόνως δράσεις και πρωτοβουλίες οι οποίες θα εξασφαλίζουν ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές για την απασχόληση και την ανάπτυξη θα ανταποκρίνονται στον κόσμο τόσο του σήμερα, όσο και του αύριο.
Κατέληξε δε σε 10 βασικά συμπεράσματα – μηνύματα, τα οποία οι χώρες της ευρωπαϊκής ένωσης πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη και μέσα από κοινωνικό διάλογο να διαμορφώσουν συγκεκριμένες πολιτικές.
1. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΛΛΑΖΕΙ: η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και όλες οι άλλες περιοχές του κόσμου, βρίσκεται σε μετασχηματισμό και συχνά απειλείται από μεγα-τάσεις όπως η ψηφιοποίηση, η παγκοσμιοποίηση, η μετανάστευση, η κλιματική αλλαγή, η δημογραφική αλλαγή και συγκεκριμένα με τη γήρανση του πληθυσμού.
2. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ είναι ΤΩΡΑ: οι αλλαγές στην αγορά εργασίας συμβαίνουν τώρα και είναι μη αναστρέψιμες
3. Ο ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΣ ΠΥΛΩΝΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΥΞΙΔΑ εμπνέοντας για νέα νομοθεσία προσαρμοσμένη στο σύγχρονο γίγνεσθαι, αλλά και για πολιτικές πρωτοβουλίες τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
4. ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΔΙΑΤΗΡΕΙΤΑΙ . Πρέπει όμως να ανταποκρίνεται στις νέες προκλήσεις του παγκοσμιοποιημένου κόσμου και να αξιοποιεί τα οφέλη της τεχνολογικής καινοτομίας.
5. ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΨΗΦΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥΣ
6. ΑΝΑΓΚΗ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ.
7. ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΛΥΤΕΡΩΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΕ ΔΙΑΛΟΓΟ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
8. ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΠΙΣΩ
9. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΙΣΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ
10. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΚΟΙΝΗ ΜΑΣ ΕΥΘΥΝΗ
Πως όμως το μέλλον της εργασίας επηρεάζει την Υγεία και την Ασφάλεια, σημαντικό πυλώνα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου;
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στη Εργασία παρουσίασε μια μελέτη με τίτλο: «Foresight on new and emerging occupational Safety and health risks associated with digitalization by 2025»
Καθίσταται σαφές ότι η τεχνική νοημοσύνη, τα συνεργατικά ρομπότ, η εικονική και επαυξημένη πραγματικότητα, οι διαδικτυακές πλατφόρμες και άλλες καινοτομίες εκτός του ότι αλλάζουν τον τρόπο εργασίας των ανθρώπων, χάρη στη ρομποτική και στην αυτοματοποίηση, περιορίζουν τους παραδοσιακούς κινδύνους που κάποτε ήταν παρόντες στα περιβάλλοντα εργασίας.
Όμως νέοι κίνδυνοι εμφανίζονται, ως αναδυόμενοι κίνδυνοι, όπως το εργασιακό άγχος ή οι κίνδυνοι σε επίπεδο εργονομίας που ενδέχεται να αυξήσουν εξαιτίας των τάσεων προς τις νέες μορφές διεπαφών ανθρώπου-μηχανής, την αυξανόμενη διαδικτυακή και κινητή εργασία χωρίς συγκεκριμένο εργασιακό χώρο, τη διαχείριση των εργαζομένων βάσει αλγορίθμων, τα ασαφή όρια μεταξύ επαγγελματικού και ιδιωτικού βίου και τις συχνότερες αλλαγές θέσεων εργασίας.
Όμως, σύμφωνα με τη μελέτη, οι κίνδυνοι αυτοί δεν θα είναι παντού οι ίδιοι, καθότι εξαρτώνται από την οικονομική πορεία και τον ψηφιακό μετασχηματισμό από τη μία και τη διακυβέρνηση της κάθε χώρας και τη συμπεριφορά του κοινού προς τις νέες τεχνολογίες από την άλλη .
Είναι σαφές ότι τα χαρακτηριστικά των χωρών διαφοροποιούνται έντονα. Όμως υπάρχουν κοινά στοιχεία πάνω στα οποία θα πρέπει να σχεδιαστούν οι πολιτικές και να εφαρμοστούν στον τομέα της Υγείας και της Ασφάλειας πρακτικές για την κάθε χώρα ξεχωριστά που να ταιριάζουν καλύτερα, ώστε να μπορέσει όλη η Ευρώπη να προβλέψει σωστά τους κινδύνους και να προχωρήσει προς το μέλλον με ασφαλή βήματα.
Το ΕΛΙΝΥΑΕ, ο φορέας των κοινωνικών εταίρων για τα θέματα Υγείας και Ασφάλειας της Εργασίας δεν θα μπορούσε να απουσιάσει από τις προκλήσεις. Προετοιμαζόμενο λοιπόν πάνω στα πορίσματα και τις προτάσεις αυτές, οργανώνει στις 18-19 Νοεμβρίου 2019 Πανελλήνιο Συνέδριο με τίτλο «Με το βλέμμα στο μέλλον».
Το Συνέδριο αυτό θα αποτελέσει ευκαιρία, ώστε να ανοιχτεί ένας σοβαρός και ειλικρινής κοινωνικός διάλογος για τα θέματα αυτά, ανάλογης βαρύτητας με τις σύγχρονες προκλήσεις για την Υγεία και την Ασφάλεια που καλούμαστε όλοι να αντιμετωπίσουμε: επιχειρήσεις – εργαζόμενοι – κοινωνία.
*Δημοσιεύτηκε στο "Έθνος" και στο eretikos.gr στις 21/6/2019.
Στην εικόνα που έχει φιλοτεχνήσει επιδέξια η Ν.Δ. εδώ και καιρό προβάλλει ένα κόμμα της νέας εποχής, φιλο-αναπτυξιακό, υπέρ της ποιοτικής παιδείας και της αριστείας, της σύνδεσης με την αγορά, φιλο-επιχειρηματικό κ.λπ. Δυστυχώς, εκείνο που ισχύει είναι η παροιμία «αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες».
Σύγχρονη ανάπτυξη σημαίνει μεταφορά της γνώσης στην παραγωγή. Σημαίνει να βγει η Ελλάδα από την παγίδα ανάμεσα στις χώρες με υψηλό τεχνολογικά επίπεδο παραγωγής και στις χώρες φτηνής εργασίας και μαζικής παραγωγής. Γιατί η Ελλάδα τώρα δεν χρειάζεται μια «φτηνή ανάπτυξη», τέτοια είχε όλο το προηγούμενο διάστημα και κατέρρευσε. Χρειάζεται μια ποιοτική ανάπτυξη. Κι εδώ συναντά το αίτημα της ενίσχυσης της έρευνας, γιατί υπάρχουν οι υποδομές, υπάρχει ο κόσμος, υπάρχει η μορφωτική παράδοση, παρά τα εξ αντιθέτου λεγόμενα.
Η κυβέρνηση εδώ έχει παράξει πολύ σημαντικό έργο, αλλά καθόλου γνωστό. Παρά τις συνθήκες κρίσης, το 2017, και για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη ξεπέρασαν τα 2,03 δισ. ευρώ φτάνοντας το 1,13 % του ΑΕΠ, έναντι 0,83% του ΑΕΠ το 2014. Η αύξηση αυτή δεν αφορά μόνο τα εντός κρίσης χρόνια. Γιατί ακόμη και σε μια από τις καλύτερες χρονιές, το 2004, με πολύ μεγαλύτερο ΑΕΠ, οι δαπάνες για έρευνα ήταν οι μισές, δηλ. 1,07 δισ. ευρώ. Τότε μας περίσσευαν τα λόγια, δεν χρειαζόμασταν και έργα.
Πόσοι έχουν ακουστά για το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ): έναν νέο θεσμό που μετασχηματίζει το ερευνητικό τοπίο και στηρίζει τους νέους επιστήμονες με δράσεις συνολικού προϋπολογισμού 300 εκατ. ευρώ (2017-2020); Πόσοι γνωρίζουν τον δημιουργό του, τον Κώστα Φωτάκη, έναν εξαιρετικό επιστήμονα, αναπληρωτή υπουργό Ερευνας και Καινοτομίας;
Πόσοι γνωρίζουν μια σειρά από εμβληματικές πρωτοβουλίες, όπως τα Εθνικά Δίκτυα Ιατρικής Ακριβείας (στην ογκολογία, την καρδιολογία, τα νευροκφυλιστικά νοσήματα) καθώς και τα Εθνικά Δίκτυα για την Αγροδιατροφή, την Κλιματική Αλλαγή και τις Κβαντικές Τεχνολογίες; Πόσοι γνωρίζουν ότι στην κινητοποίηση πόρων για την έρευνα συμμετέχει συστηματικά ο ιδιωτικός τομέας; Ενώ ώς το 2016 οι επιχειρήσεις επένδυσαν στην έρευνα 500 εκατ. ευρώ, στο 2017 διπλασίασαν αυτό το ποσό στο 1 δισ. ευρώ.
Το ΙΚΥ (Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών) υπήρξε ένας οργανισμός αριστείας με πολύ μεγάλη επίδραση στον σχηματισμό του επιστημονικού τοπίου στη σύγχρονη Ελλάδα. (Κι εγώ υπότροφος του ΙΚΥ υπήρξα, διαφορετικά δεν θα μπορούσα να εκπονήσω διδακτορική διατριβή και να σπουδάσω στο εξωτερικό.) Ηταν για χρόνια αφημένο στην τύχη του. Από το 2010-11 το ΙΚΥ τρεμόσβηνε και η δραστηριότητά του είχε συρρικνωθεί στη διαχείριση των προγραμμάτων Erasmus.
Οι μηχανές πήραν ξανά μπροστά μετά το 2015. Το 2016/17 προκήρυξε τη χρηματοδότηση συνολικά 211 τρίχρονων και 211 δίχρονων υποτροφιών για υποψήφιους διδάκτορες, καθώς και 289 δίχρονες υποτροφίες για μεταδιδακτορική έρευνα. Το 2018 και 2019 αύξησε σε 700 τις τρίχρονες υποτροφίες για υποψήφιους διδάκτορες και σε 600 τις δίχρονες υποτροφίες για μεταδιδάκτορες.
Τέλος, το 2016 προκήρυξε τη χρηματοδότηση συνολικά ογδόντα (80) ερευνητικών προγραμμάτων, που εκπονήθηκαν αποκλειστικά σε ελληνικά ΑΕΙ από ερευνητικές ομάδες απαρτιζόμενες από έναν κύριο ερευνητή (μέλος ΔΕΠ) και έως δύο υποψηφίους διδάκτορες στο πλαίσιο της διδακτορικής τους διατριβής. Ποτέ άλλοτε δεν χορηγήθηκε τόσος μεγάλος αριθμός υποτροφιών, μέσω ενός προγράμματος, για εκπόνηση διδακτορικής έρευνας στην Ελλάδα από οποιονδήποτε φορέα σε όλη την ιστορία της χώρας.
Έχουν αυτά σχέση με την αγορά; Κι όμως το 90% των υφιστάμενων και των προγραμματισμένων προσκλήσεων που δημοσιεύονται από τη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) επικεντρώνονται στην επιστημονική και ερευνητική συνεργασία μεταξύ καινοτόμων επιχειρήσεων και δημόσιου ερευνητικού οργανισμού με βάση τόσο την επιστημονική αριστεία όσο και τη σημασία τους σε παραγωγικούς όρους. Το Ταμείο Επιχειρηματικών Συμμετοχών (ΕquiFund) χρηματοδοτεί καινοτόμες επιχειρήσεις με δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους και υπό τη μορφή συμμετοχής στο μετοχικό τους κεφάλαιο.
Έχει καλλιεργηθεί ο μύθος της φιλο-επενδυτικής Ν.Δ. και του αντι-αναπτυξιακού ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά τα αποθέματα άμεσων ξένων επενδύσεων, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, είναι σήμερα στο 16% του ΑΕΠ, ενώ μέχρι το 2010 η Ελλάδα ήταν ουραγός στην Ε.Ε. με ποσοστό της τάξης τού 10%. Ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου έχει φτάσει στο 12,9% του ΑΕΠ, όταν το 2014 ήταν στο 11,5%. Το 2014 ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου ήταν στα 20,6 δισ. ευρώ. Το 2017 είχε αυξηθεί στα 23,2 δισ. ευρώ και το 2018 έπεσε λίγο λόγω της μείωσης παραγγελιών πλοίων, αλλά ο μηχανολογικός εξοπλισμός ανέβηκε. Το 2019 έχει πάρει και πάλι την ανιούσα το πρώτο τρίμηνο.
Αυτά είναι αμείλικτα στοιχεία, αλλά για έναν παράξενο λόγο δεν έχουν προβληθεί και κυρίως δεν έχουν γίνει μέρος του αφηγήματος της κυβερνώσας Αριστεράς, μέρος της φυσιογνωμίας της που να αντιστοιχεί στα πιο νεανικά και δυναμικά στρώματα, στα οποία στηρίχτηκε από το 2012 έως το 2015.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/6/2019.
Η κρίση αποδείχτηκε ότι ήταν ο Μινώταυρος των πολιτικών κομμάτων. Επομένως δεν είναι έκπληξη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε με αυτή τη διαφορά, αν και δεν την ανέμενε. Εντούτοις σ' αυτές τις εκλογές το πολιτικό σύστημα φαίνεται ότι εν μέρει σταθεροποιήθηκε στα δύο μεγάλα κόμματα. Η «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ», δηλαδή η μείωσή του σε μονοψήφια ποσοστά ώστε να μην μπορέσει να παίξει πλέον τον οποιοδήποτε ρόλο, δεν επιτεύχθηκε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δέχτηκε έως τώρα ένα μεγάλο επικοινωνιακό μπούλινγκ, με επαγγελματισμό ψυχολογικού πολέμου από τους αντιπάλους του οι οποίοι είχαν την υπεροπλία (δημοκοπία για το Μακεδονικό, τυμβωρυχία στο Μάτι). Αλλά δεν είναι αυτό το κύριο ζήτημα.
Η Αριστερά δεν ανέπτυξε ένα πειστικό όραμα για την επόμενη μέρα. Η πολιτική ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων ήταν σημαντική, αλλά χρειάζεται μια προοπτική που να συναρτάται με τα μεγάλα προβλήματα που οδήγησαν στην κρίση και δεν έχουν βρει ακόμη ικανοποιητική απάντηση: την παραγωγική καθίζηση της χώρας και την πληθυσμιακή συρρίκνωση. Και σ' αυτά τα ζητήματα υπάρχουν διακριτές λύσεις: Συνέχιση λιτότητας και περιορισμού του κοινωνικού κράτους ή όχι; Και ποια θα είναι αυτή η εναλλακτική προοπτική;
Ο ΣΥΡΙΖΑ έως τώρα, και στο πλαίσιο της κρίσης, έδωσε έμφαση στα πιο ευάλωτα στρώματα. Μια πολιτική όμως δημοκρατικής διακυβέρνησης που βασίζεται σε μια ευρεία δημοκρατική συμμαχία πρέπει να περιλαμβάνει και τα μεσαία στρώματα. Οχι με εκκλήσεις, αλλά με μια πολιτική μακροπρόθεσμης και ρηξικέλευθης προοπτικής.
Το ΚΙΝ.ΑΛΛ. βάστηξε τις δυνάμεις του, αν και μειωμένες σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές. Εντούτοις ακόμη και το γεγονός αυτό δείχνει ότι είναι ένα κόμμα υποκατάστατο χωρίς δικό του πολιτικό και ιστορικό στίγμα. Το ψήφισαν άνθρωποι με αντιΣΥΡΙΖΑ πνεύμα που δεν ήθελαν να ψηφίσουν Δεξιά, και άνθρωποι που ήθελαν να στείλουν μήνυμα διαμαρτυρίας στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η αποτυχία του βασικού τους στόχου, που ήταν η «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ», θα πρέπει να τους βάλει σε σκέψη αν θα συμπαραταχτούν στην προοπτική της δημοκρατικής διακυβέρνησης ή θα γίνουν ανεπιθύμητοι ακόλουθοι της Ν.Δ.
Τέλος, για την Αριστερά είναι δύσκολοι καιροί, με την έννοια ότι η πολιτισμική ηγεμονία, οι αξίες που κυριαρχούν, το νέο πεδίο κοινωνικής δικτύωσης που αλλάζει τον δημόσιο χώρο, η συνάρτηση του πολιτικού με το κοινωνικό πηγαίνουν προς συντηρητικές λογικές και νοοτροπίες.
Εντούτοις, η Ευρώπη, παρά τις διαρροές προς την Ακραία Δεξιά, κρατήθηκε σε μια πολιτική πολυμορφία και το απέδειξε τόσο η άνοδος των Οικολόγων, όσο και η ήττα και πτώση της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα.
Τα πράγματα όμως είναι εξαιρετικά ρευστά. Οι ευρωεκλογές δεν έδωσαν μια λύση στην ευρωπαϊκή κρίση, και ούτε θα μπορούσαν να δώσουν. Εκείνο πάντως που χρειάζεται είναι να μπορεί κανείς να δει μακριά, να δει το μεγάλο πεδίο και τα ουσιώδη ζητήματα.
Γιατί με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Ευρώπη, και μέσα στην Ευρώπη η Ελλάδα, είναι σαν να θριαμβολογεί κανείς που κέρδισε την παρτίδα στα χαρτιά στη χαρτοπαιχτική λέσχη του «Τιτανικού».
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 27/5/2019.
Το καλοκαίρι του 2018, από αυτή τη στήλη, είχε επικριθεί η απρονοησία ως ενδεικτική παραπολιτικής ύλης φεουδαρχικού τύπου που αναπαράγεται στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Η απρονοησία υπήρξε τεκμήριο της πολλαπλής χρεοκοπίας: οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής. Η ελληνική κρίση, για αυτή την «πολιτική κατηγορία», φάνηκε να ήρθε αιφνιδιαστικά. Κυρίως, ορφανή∙ χωρίς καταγωγή. Η κρίση για το σύστημα που κυβέρνησε την Ελλάδα ήταν κάτι σαν φυσική νομοτέλεια ή σαν αποτέλεσμα της κακιάς στιγμής.
Το «μαζί τα φάγαμε» ήταν η επιτομή της διάχυσης της ευθύνης, της άρνησης του πολιτικού συστήματος να αναγνωρίσει τον ρόλο του στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό∙ της αδυναμίας να προχωρήσει στην αναγκαία ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα αλλά και του κοινωνικοοικονομικού μοντέλου.
Οι περισσότεροι θα περίμεναν από τους διαμορφωτές των εγχώριων πολιτικών μια κάποια αυτοκριτική και ουσιαστική εθνική αντιμετώπιση. Απαντήσεις στο «τι πήγε στραβά», «πώς φτάσαμε εδώ», «τι πρέπει να κάνουμε για να μην ξαναφτάσουμε στο χείλος του γκρεμού» κ.ο.κ. Το ίδιο θα περίμενε και από τους διαμορφωτές της ευρωπαϊκής πολιτικής τα τελευταία χρόνια∙ σήμερα. Οχι μόνο δεν έγινε, αλλά από την πλευρά της Ευρώπης στήθηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός, με ad hoc θεσμούς μέσω των οποίων όλες οι απρονοησίες της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής να «φορτωθούν» ασύμμετρα στις εθνικές πολιτικές.
Κανείς δεν μίλησε, παραδείγματος χάριν, για τα πολλά «uns» –όπως έχουν επικρατήσει να λέγονται– τόσο της Ευρώπης όσο και της Ελλάδας. (Το κρυπτικό «uns» προκύπτει από το πρώτο συνθετικό μιας ειδικής διεθνοποιημένης ορολογίας που έχει μεν οικονομικό περιεχόμενο, αλλά βαθύτατες πολιτικές αρνητικές συμπαραδηλώσεις και σκληρές, σκληρότατες, κοινωνικές επιπτώσεις. Βλ., unsustainable – μη βιώσιμη κατάσταση, uncoordinated – ασυντόνιστη, unbalance – μη ισόρροπη, unstable – ασταθής, unemployed – άνεργη, unspecified – ακαθόριστη, unsettling – ανησυχητική κατάσταση κ.λπ., κ.λπ.)
Απεναντίας, υποβαθμίστηκαν όλες οι, κατόπιν εορτής, παραδοχές για τα λάθη που έγιναν στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους των μικρών οικονομιών της Ευρώπης και της Ελλάδας (βλ. Ολιβιέ Μπλανσάρντ του ΔΝΤ, Ολι Ρεν ο οποίος μας είχε ευχηθεί «καλό κουράγιο», Γερούν Ντάισελμπλουμ και πολλών άλλων μετά την απομάκρυνσή τους από τις θέσεις ευθύνης τους).
Στο εθνικό επίπεδο, στην απρονοησία έρχεται σήμερα να προστεθεί η μονομανία. Η Ν.Δ. περιφέρει ως «σωτήρια» πολιτική ακριβώς την πολιτική η οποία ενέχεται για την κρίση. Και το κοντόφθαλμο κομματικό συμφέρον, όπως συνοψίζεται στη λογική «βρίζω, καταδικάζω, αλλά ψηφίζω», δείχνει την ποιότητα της αντιπολίτευσης και την ποιότητα του προεκλογικού αγώνα για την Ευρώπη και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αν αυτή η ποιότητα καταδικάζει, καταγγέλλει, εκφοβίζει, παραληρεί, αλλά συμφωνεί και υπερψηφίζει, τότε δίνει το στίγμα της ποιότητας και προοικονομεί το τρόπαιο: την πολυπόθητη μελλοντική διακυβέρνηση.
Οι μονομανίες δεν βοήθησαν κανέναν. Ποτέ και πουθενά δεν έβγαλαν καλό αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος (αυτός που περιφέρει τον εαυτό του ως μελλοντικό πρωθυπουργό) πιστεύει ότι η φτώχεια είναι ατομική επιλογή και όχι κοινωνική κατάσταση, τότε κάτι χάνει. Οταν πιστεύει ότι τα παιδιά από το Περιστέρι έχουν τη δυνατότητα να γίνουν μόνον καλοί ψυκτικοί, κάτι του διαφεύγει για το μοντέλο ανάπτυξης στον 21ο αιώνα. Οταν θεωρεί αναπτυξιακή πολιτική τη μετατόπιση των προβλημάτων από τους κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς στους ιδιώτες και στα άτομα –κι ας είναι οι ιδιώτες αυτοί που θα θέλουν να αυξήσουν τα εταιρικά κέρδη τους, και όχι τα οφέλη του συνόλου– τότε εξαργυρώνει γραμμάτια.
Η αξιοκρατία γίνεται μύθευμα. Αν πράγματι υπήρχε, είναι αμφίβολο ότι ο ίδιος, οι συγγενείς του και οι ομόλογοί του της φατρίας Καραμανλή και Παπανδρέου θα έκαναν αβάδιστα πρωθυπουργικά σλάλομ. Βλέπετε, η «αξιοκρατία» περιορίζεται –επίσης για λόγους μονομανίας– μόνο στους δημοσίους υπαλλήλους, μέσα από μυστήριες εξισώσεις κράτος=κυβέρνηση=Δημόσιο κ.λπ. Δεν είναι τυχαίο το παράδοξο ότι στη χώρα και την Ευρώπη, με τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος του Βέμπερ, οι άνθρωποι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στις ικανότητες των κυβερνήσεων.
Ποια τα συμπεράσματα αυτής της μηχανικής; Όσο λιγότερο δημοφιλής γίνεται ο δημόσιος υπάλληλος (καθηγητής, γιατρός, κηπουρός, οδοκαθαριστής κ.ά.) τόσο περισσότερο σταρ γίνεται ο επιχειρηματίας – κι ας είναι το λαμόγιο της παρασιτικής διανεμητικής κουλτούρας της οποίας ηγείται ο κ. Μητσοτάκης. Οσο παραπαίουν οι κυβερνήσεις ως προς την ικανότητά τους να επιλύουν προβλήματα τόσο απαξιώνονται η πολιτική, η δημοκρατία και ανοίγει ο δρόμος σε ολοκληρωτικές επιλογές και στον φασισμό.
Όπως σημείωνε ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, σε μεγάλο μέρος του αναπτυγμένου κόσμου η κοινή γνώμη παραμένει καχύποπτη απέναντι στους θεσμούς του Δημοσίου αγνοώντας τα εγγενή πλεονεκτήματα και τις δυνητικές ευεργετικές επιδράσεις τους στη δημόσια σφαίρα: τη συσσωρευμένη μνήμη, την υποχρέωση λογοδοσίας, την εμπειρία του στη διευθέτηση και τη διαμεσολάβηση πραγματικών συγκρούσεων εντός της κοινωνίας και μεταξύ κοινωνιών.
Αυτά, βέβαια, είναι θέματα που ενδιαφέρουν τους πολλούς. Προφανώς, δεν ενδιαφέρουν τους γόνους των ολιγαρχών και τους κληρονόμους που ξανάρχονται να παίξουν ρόλους τόσο χρήσιμους όσο και των δεινοσαύρων, σε έναν κόσμο αβεβαιότητας, οργής, ταχέως κινούμενο, πορώδη, δικτυωμένο.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/5/2019.
Η εκλογή του αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η συνεχιζόμενη πολιτική της λιτότητας που η Γερμανία έχει επιβάλει στην ευρωζώνη, το Brexit, οι διαμάχες του γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν με διάφορες κοινωνικές ομάδες και εσχάτως με τα «κίτρινα γιλέκα», η αμιγώς λαϊκιστική κυβέρνηση της Ιταλίας και η διαβόητη άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη έχουν αναδείξει, μεταξύ άλλων, και διάφορες αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο δημόσιος πολιτικός λόγος στον δυτικό κόσμο. Πλέον ενδεικτική περίπτωση είναι αυτή του Ευρωπαίου Επιτρόπου Προϋπολογισμού, Γκούντερ Έττινγκερ που, σχολιάζοντας τον Μάιο του 2018 την απόφαση του ιταλού Προέδρου Σέρτζο Ματταρέλλα να απορρίψει ως υπουργό Οικονομικών στην κυβέρνηση του Τζουζέππε Κόντε τον ευρωσκεπτικιστή Πάολο Σαβόνα, τόνιζε με πρόδηλο κυνισμό ότι οι αγορές θα τιμωρήσουν τους ιταλούς ψηφοφόρους και θα συνετίσουν τους λαϊκιστές ηγέτες του ιταλικού κυβερνητικού συνασπισμού Λουίτζι ντι Μάιο και Ματτέο Σαλβίνι. Η εν λόγω τοποθέτηση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, τόσο στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας όσο και στην Ευρώπη γενικότερα – θύελλα η οποία οδήγησε τον γερμανό πολιτικό να ανακαλέσει και να ζητήσει συγνώμη μέσω Twitter. Με αφορμή την παραπάνω δήλωση και τη συζήτηση που προκάλεσε, θα μπορούσε να διερευνηθεί αν και κατά πόσον αυτού του τύπου ο δημόσιος πολιτικός λόγος αποτελεί μια διακριτή κατηγορία με σαφή χαρακτηριστικά. Πιο συγκεκριμένα, να διερευνηθεί αν μπορεί να εννοιολογηθεί ο «πορνογραφικός πολιτικός λόγος» ως ένας συγκεκριμένος και αναγνωρίσιμος τρόπος τοποθετήσεων στον δημόσιο διάλογο γύρω από κοινωνικοπολιτικά θέματα.
Η πορνογραφία ως συμπεριληπτικός όρος
Είναι αλήθεια ότι το ολοένα και αυξανόμενο επιστημονικό και δημόσιο ενδιαφέρον για την πορνογραφία έχει δημιουργήσει μια «μετα-πορνογραφία», ένα λόγο δηλαδή «για όλες τις εποχές» που αφορά σειρά από κοινωνιοπολιτισμικές διαστάσεις και όψεις αυτού του είδους οπτικής αναπαράστασης (Wicke 2004: 176-9). Ενώ δηλαδή η συζήτηση και μελέτη της έννοιας της πορνογραφίας έχει κυρίως διεξαχθεί με βάση την παράθεση μια σειράς «αντιθετικών» ζητημάτων, όπως παραγωγή και κατανάλωση, ελευθερία έκφρασης και λογοκρισία, αναπαράσταση και πραγματικότητα, ακίνδυνη διασκέδαση και επιβλαβής επίδραση στην ανθρώπινη συμπεριφορά, στο φαινομενικά απλό ερώτημα «τι σκεφτόμαστε για την πορνογραφία» συμπυκνώνονται μια σειρά από ανοιχτά ζητήματα γύρω από το σεξ, τη σεξουαλικότητα, τη βία, την επιθυμία, αλλά και την εξουσία γενικότερα. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που η πορνογραφία είναι ένα πλέγμα θεμάτων που εκτείνεται πέρα από τα παραπάνω ζητήματα, υπάρχουν ενδεχομένως περιθώρια να προσεγγιστεί η πορνογραφία, ακόμα και η ίδια η πορνογραφική απεικόνιση και αναπαράσταση, ως μια έννοια που υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει δόκιμη αναλυτική προκείμενη σε υπό μελέτη ευρύτερα φαινόμενα. Είναι σε αυτή τη βάση που τίθεται το ερώτημα, μπορεί πράγματι η πορνογραφία να αποτελέσει ένα επεξεργασμένο εννοιολογικό εργαλείο το οποίο μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία προϋποθέσεων για την περαιτέρω περιγραφική αποτύπωση του κοινωνικού κόσμου; Μπορεί η πορνογραφία, και κυρίως ο επιθετικός προσδιορισμός «πορνογραφικό», να χρησιμοποιηθεί τόσο ως έννοια όσο και ως όρος αυτός καθαυτός στην περιγραφή επιμέρους κοινωνικών φαινομένων και στην ανάδειξη όψεων που όχι μόνο δεν αναγνωρίζονται εύκολα, αλλά και ενδεχομένως παραμένουν στην αφάνεια; Πρόκειται για ερώτημα που περιλαμβάνει επίσης την ακόμα επίμαχη συζήτηση για την οροθέτηση και εννοιολόγηση του ίδιου του όρου «πορνογραφία», και επεκτείνει τον προβληματισμό γύρω από τις διαστάσεις του. Στην επιστημονική συζήτηση πάντως επικρατεί ακόμα σε μεγάλο βαθμό η ευρέως χρησιμοποιούμενη έννοια του «σεξουαλικά ρητού υλικού» (sexually explicit material), η οποία αποτελεί έναν μη συγκεκριμένο ορισμό που αναφέρεται στο καταφανώς σεξουαλικό περιεχόμενο και χρησιμοποιείται ως ευφημισμός για τη συμπυκνωμένη απόδοση της πορνογραφίας. Εδώ η έννοια του ρητού συνιστά ουσιαστικά μια καταδηλωτικού επιπέδου «εύκολη» αναγνώριση βάσει των κυρίαρχων αξιών και κωδίκων μιας δεδομένης κοινωνίας. Πρόκειται για έναν ορισμό, περιγραφικής κατά βάση κατεύθυνσης, ο οποίος συναντάται συχνά στη διεθνή βιβλιογραφία, δεν αντιλαμβάνεται την πορνογραφία εκ των προτέρων με μανιχαϊστικούς όρους και δεν είναι προσανατολισμένος σε μια αξιολογική αποτίμηση. Είναι όμως γνωστό ότι η χρήση του όρου δεν περιορίστηκε στα εν λόγω όρια, αλλά χρησιμοποιήθηκε στην περιγραφή ετερόκλητων φαινομένων, συχνά με διαφορετικό τρόπο και στόχο.
Όταν, για παράδειγμα, αποκαλύφθηκαν τον Απρίλιο του 2004 οι διαβόητες φωτογραφίες κακοποίησης από τις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ, πολλοί χρησιμοποίησαν τον όρο «πολεμοπορνό» (warporn) που πρόκρινε αρχικά ο Ζαν Μπωντριγιάρ (Baudrillard, 2005: 205-9) για να υποδηλώσουν τις σεξουαλικά σκοπούμενες αναπαραστάσεις στρατιωτικών βασανιστηρίων και να αναφερθούν στην ιδιόμορφη μίξη πολεμικών μαρτυρίων και μύθων ως πορνογραφικές φαντασιώσεις. Στην προσέγγιση του Μποντριγιάρ ασκήθηκε κριτική από τις Φιόνα Άτγουντ και Κλαρίσα Σμιθ (Attwood, Smith, 2010: 182) στη βάση τού ότι η περιγραφή με τον όρο «πολεμοπορνό» μιας σειράς από γεγονότα ως πορνογραφικές εικόνες πραγματικής βίας συνιστά «κρίση νοήματος» της έννοιας της πορνογραφίας. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχει μια μετατόπιση από την έμφαση στην ενδεχόμενη σεξουαλική ευχαρίστηση, σε μια «κατοπτρική θέαση του σώματος». Σε κάθε περίπτωση, ορθά η Σμιθ (Smith, 2010: 107) τονίζει ότι η απόδοση των σκηνών του πορνό του βασανισμού και του πολεμοπορνό ως πορνογραφία, συσκοτίζει την πραγματική ζημιά των θυμάτων από στρατιώτες που δρουν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μιλιταριστικών πολιτικών επιλογών, ως μια ενέργεια ιδωμένη υπό το πρίσμα της δημιουργίας σεξουαλικά ρητών αναπαραστάσεων. Η κριτική δηλαδή της Σμιθ έχει βάση στο βαθμό που λείπει μια γενικότερη, δόκιμη και αποδεκτή, προσέγγιση που θα απέδιδε ταυτόχρονα και μια σειρά από πολιτικές πράξεις, συμπεριφορές και λόγους ως «πορνογραφικές». Εδώ, η έννοια της πορνογραφίας θα περιστρεφόταν κυρίως γύρω από την έννοια της αποκάλυψης μιας «κρυμμένης/κρυφής» πραγματικότητας κατά τη λογική της αποκάλυψης του γυναικείου οργασμού στην αμιγώς σεξουαλικά προσανατολισμένη πορνογραφία (Williams 1989). Έτσι, σε ένα δεύτερο συνδηλωτικό επίπεδο, θα μπορούσε ενδεχομένως και να εννοιολογηθεί η «πολιτική του πορνό» (porn politics) ως ένας όρος για να περιγραφούν οι περιπτώσεις αποκάλυψης των κρυφών διαστάσεων της πραγματικότητας κατά την εκφορά ενός πολιτικού λόγου. Είναι όμως αυτό αρκετό ή, από μια άλλη πλευρά, έχουν γίνει στο παρελθόν αντίστοιχες προσπάθειες εννοιολόγησης προς αυτή την κατεύθυνση; Ο Φερνάντο Μουνιόζ (Munoz, 2009), για παράδειγμα, χαρακτηρίζει «πολιτική πορνογραφία» την τεχνολογία των επιχειρημάτων που χρησιμοποιείται για να ερμηνευθούν οι ομοιότητες και οι αντιθέσεις μεταξύ πολιτικής θεωρίας, συνταγματικής θεωρίας και αισθητικής της πορνογραφίας. Υπόνοια εφαρμογής της έννοιας της πορνογραφίας με την πολιτική έχουμε και με την χρήση του όρου «πορνογραφική δημόσια σφαίρα» από τον Τεντ Γκουρνέλος (Gournelos, 2009: 278) κατά την περιγραφή της πολιτικής διάστασης στη δημοφιλή σατιρική σειρά κινουμένων σχεδίων South Park. Από την άλλη μεριά, η Μαρία Τζον (John, 2004: 39-40) θεωρεί ότι δεν πρέπει να λογίζονται ως άτυπες μορφές πολιτικής πορνογραφίας λόγοι πρόδηλα σεξουαλικοί, όπως η περίφημη αναφορά του αμερικανού δικαστή Κεν Σταρ για την υπόθεση του πρώην Προέδρου Μπιλ Κλίντον. Σύμφωνα πάντως με τον Μπράιαν ΜακΝέαρ (McNair, 1996: viii), ο όρος «πορνογραφία» είναι γενικότερα και ένας πολιτικός όρος, με την έννοια της σηματοδότησης διαφορετικών πραγμάτων για διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται να υπάρχει μια γενικότερη τάση να αποδοθεί το πορνό στη βάση των εννοιών της αποκάλυψης, της σκληρότητας και της υπερβολής, ειδικά στο βαθμό που η πορνογραφία προκρίνεται ως ένας «παν-περιεκτικός» (catchall) όρος. Πλέον ενδεικτικό παράδειγμα του συμπεριληπτικού σκεπτικού, αλλά και αποτύπωσης ενός γενικότερου ηθικού σχετικισμού και αισθητικής ρευστότητας, αποτελεί και η έννοια του «πορνό φαγητού» (food porn), ως ένα πολιτισμικό φαινόμενο στο οποίο η κατανάλωση τεράστιων ποσοτήτων φαγητού και θερμίδων θεωρείται κάτι πολύ «ανδρικό», επαναστατικό, που αξίζει εύφημο μνεία. Βέβαια, η έννοια του food porn έχει εσχάτως παρεισφρήσει στη δημόσια σφαίρα, κυρίως μέσω των νέων μέσων/ κοινωνικών δικτύων και με μια διαφορετική ερμηνεία. Πρόκειται για μια θετική συνδήλωση αισθησιασμού και απόλαυσης που απορρέει από την οπτική απεικόνιση της πρόδηλης αίγλης ενός φαγητού. Έτσι, ως ευφημισμός, ο όρος «πορνογραφία» δίνει τη δυνατότητα να περιγραφούν και να αναδειχθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ετερόκλητων φαινόμενων και διαδικασιών, αλλά και να εκτοπιστούν ταυτόχρονα οι ανησυχίες γύρω από ένα σύνολο πολιτιστικών ταμπού, χωρίς όμως τη σαφή άρθρωση του τι πραγματικά διακυβεύεται σε αυτό το νέο πλαίσιο.
Συγκεκριμενοποιώντας το πορνογραφικό
Στη βάση των παραπάνω, πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο ο όρος πορνογραφία μπορεί να αποτελέσει μια έννοια αναφοράς και περιγραφής όχι μόνο επιμέρους λόγων και έλλογων πρακτικών, αλλά και ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών και καταστάσεων. Μια τέτοια προσέγγιση θα συνεπάγεται, παρά θα προϋποθέτει, την εννοιολόγηση κάθε φορά ενός λόγου που χαρακτηρίζεται από διακριτά στοιχεία τα οποία θα τον καθιστούν «πορνογραφικό». Με άλλα λόγια, να προσφερθεί μια όσο πιο δόκιμη εννοιολόγηση του «πορνογραφικού» που δεν θα αποτελεί απλώς μια μετωνυμία των εννοιών της αποκάλυψης, της σκληρότητας και της υπερβολής, αλλά μια συνδήλωση του τι μπορεί να σημαίνει κάτι να αποτελεί μια «πορνογραφία». Είναι στη βάση αυτή που η συζήτηση περί της τελευταίας μπορεί να ξεφύγει από τον εδώ και πάνω από μισό αιώνα περίφημο αφορισμό του αμερικανού δικαστή Πόττερ Στιούαρτ, ότι μπορεί να μην είναι ικανός να προσδιορίσει επακριβώς τι είναι πορνογραφία, «αλλά το ξέρει όποτε τη δει» (I know it when I see it) – αφορισμός που αντικατοπτρίζει τόσο την αδυναμία συγκρότησης ενός κοινά αποδεκτού όρου/ορισμού, όσο και τη σχετικότητα/αμφιθυμία του γενικότερου φαινομένου (Hagle 1991: 1039). Ουσιαστικά, θα πρόκειται για μια προσπάθεια που θα επεκτείνει τον επίμαχο χαρακτήρα της κοινωνικής κατασκευής της πορνογραφίας ως κάτι «ανάρμοστο». Πιο συγκεκριμένα, η πορνογραφία με τη μορφή και το νόημα που την κατανοούμε σήμερα δεν υπήρχε ως έννοια σε προνεωτερικές περιόδους, αλλά αναδύθηκε από τον 16ο αιώνα και μετά (Hunt 1993: 30). Κατά την περίοδο μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα, η πορνογραφία ήταν συνώνυμη με την πολιτική ανυπακοή και τον αγώνα για εκδημοκρατισμό, με διάφορους συγγραφείς και επαναστάτες να αναζητούν τρόπους αμφισβήτησης της εξουσίας της Καθολικής Εκκλησίας (1993: 10-2). Κατά την περίοδο αυτή, δηλαδή, τα σεξουαλικά φυλλάδια ήταν το όχημα για επιθέσεις εναντίον πολιτικών και θρησκευτικών αρχών, γι' αυτό και η πορνογραφία αρχικά συνδέθηκε με την ελεύθερη σκέψη, αλλά και τέθηκε ως πεδίο προς ρύθμιση λόγω της απειλής που αντιπροσώπευε για την τότε καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Παράλληλα, μεταβατικό σημείο από έναν «κοινόχρηστο», δημόσιο τρόπο ζωής σε μια ιδιωτικά περιορισμένη και εσωστρεφή «βίωση» θεωρείται ο 17ος αιώνας. Η αυξανόμενη διαθεσιμότητα και η ανάπτυξη μιας αγοράς για την πορνογραφία η οποία συμβαδίζει με την επέκταση μιας «κουλτούρας της εκτύπωσης» θεωρείται μέρος αυτής της αλλαγής, με κατ' εξοχήν παράδειγμα την ιδιωτική κατανάλωση του έντυπου υλικού για προσωπική ψυχαγωγία. Έτσι, τον 18ο αιώνα παρατηρείται μια γενικότερη τάση (επαν)ανακάλυψης της ευχαρίστησης ως πολύτιμο συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης εμπειρίας (Cook 2009: 453), και στα τέλη του μια έκρηξη λόγων, εικόνων και κειμένων γύρω από τη σεξουαλικότητα και το σεξ (Smith-Rosenberg 1982: 325). Είναι όμως στον 19ο αιώνα που η πορνογραφία αποκτά τη σημασία που έχει σήμερα και συνδέεται με τη ρύθμιση του «άσεμνου» (Hunt 1993: 12). Σε αυτή την περίοδο ξεκινά η «κλινικοποίηση» της κατανάλωσης πορνογραφίας και των επιπτώσεών της με την ισχυροποίηση του ιατρικού κατεστημένου και της γνώσης ως «απόλυτη αρχή». Πρόκειται ουσιαστικά για μια ιατρικοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας που μετουσιώνει εδώ τις κυρίαρχες τον προηγούμενο αιώνα αντιλήψεις ότι μέσω εκπαίδευσης τα παιδιά μπορούν να χαλιναγωγήσουν τις «άγριες εσωτερικές διαθέσεις» τους, διότι ο αυνανισμός θεωρείτο τότε κάτι επιζήμιο για το μυαλό, το σώμα και την κοινωνία (Darby 2003). Έτσι, η «ηθικολογική επίθεση» στην πορνογραφία κλιμακώνεται ως συντηρητικός λόγος, αλλά και με τις ρυθμίσεις που ακόμα χαρακτήριζαν τη διακίνηση σεξουαλικών κειμένων (Hunt 1993: 19). Πιο αναλυτικά, ήδη με την εξάπλωση της τυπογραφίας τον 19ο αιώνα, οι άνδρες των ανώτερων τάξεων αντιμετώπιζαν το «πρόβλημα» οι γυναίκες να αποκτήσουν πρόσβαση σε πορνογραφικά κείμενα ο σεξουαλικός χαρακτήρας των οποίων γινόταν όλο και πιο ρητός, εγκαταλείποντας την αρχική πολιτική χροιά (1993: 42). Αυτός ο κίνδυνος τους οδήγησε, σύμφωνα και με την περίφημη ορολογία του Γουώλτερ Κέντρικ (Kendrick, 1987), να περικλείσουν τα εν λόγω κείμενα σε «κλειστά μουσεία», να περιορίσουν δηλαδή την πρόσβασή τους στο κοινό των ανώτερων τάξεων το οποίο είχε ήδη «εκπαιδευθεί» στη χρήση τους. Έτσι, ενώ η πορνογραφία «άκμασε» τον 19ο αιώνα, αποτελούσε παράλληλα και ένα ταμπού, μια «βρώμικη» μορφή λόγου που είχε την ανάγκη ενός πατερναλιστικού κανονισμού από άτομα με «επαρκή ηθική και πνευματική ακεραιότητα» για να παραμείνουν ανεπηρέαστα από αυτή. Συνεπώς, η πορνογραφία με τον τρόπο που σχηματοποιήθηκε από τον πιο προηγούμενο αιώνα και μετά δεν σκόπευε να κατασκευάσει και να αναδείξει την ισότητα και τα «σημεία ισορροπίας», αλλά να αναδείξει και να ταυτιστεί με την ανισότητα. Είναι πάνω σε αυτή τη βάση που η Λυν Χαντ (Hunt) στην εξαιρετικά σημαντική ανάλυσή της επιχειρηματολογεί ότι η πορνογραφία αποτελεί, πάνω απ' όλα, ζήτημα ρύθμισης της πρόσβασης σε «ανάρμοστο» περιεχόμενο και, κατ' επέκταση, ρύθμιση της ίδιας της σεξουαλικότητας. Αν λοιπόν, όπως προαναφέρθηκε, το «πορνογραφικό» εννοιολογηθεί με τρόπο που δεν θα αποτελεί απλή μετωνυμία των εννοιών της αποκάλυψης, της σκληρότητας και της υπερβολής, αλλά συνδήλωση με συγκεκριμένες διαστάσεις και προεκτάσεις αναφορικά και με τον ανάρμοστο χαρακτήρα του, τότε χρειάζεται όχι τόσο μια κατά το δυνατόν ακριβής οροθέτηση της πορνογραφίας, αλλά ένας σαφής εντοπισμός του τι συνιστά εν τέλει μια «πορνογραφική λογική». Έτσι, θα μπορούσε να προκύψει μια κατά βάση διαφοροποιημένη, με συμπεριληπτικό προσανατολισμό, εννοιολόγηση του πορνογραφικού ως η «ρητή επίδειξη της σκληρής πραγματικότητας». Ο βασικός πυλώνας της εν λόγω προσέγγισης εδράζεται στο σκεπτικό ότι η πορνογραφική λογική συνίσταται, σε τελευταία ανάλυση, στην αποκάλυψη μιας υφιστάμενης τάξης πραγμάτων η οποία κατά μυωπικό τρόπο αποσιωπάται από τον δημόσιο λόγο. Άρα, ως πορνογραφικός πολιτικός λόγος θα μπορούσε να νοηθεί ο πολιτικός λόγος που είναι ουσιωδώς πορνογραφικός, με την έννοια της αποκάλυψης μιας ανάρμοστης και σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας που υφίσταται μεν, αλλά δεν προκρίνεται στο δημόσιο προσκήνιο – όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει με την πορνογραφική καταγραφή σεξουαλικών πράξεων και πρακτικών. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν κατά βάση οι καταφανώς διαφοροποιημένες από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο αναφορές με άξονα την σκληρή αποκάλυψη του ανάρμοστου, όπως για παράδειγμα έγινε και με την περίπτωση των δηλώσεων Έττινγκερ. Σημαίνει αυτό ότι κάθε πολιτική τοποθέτηση που αναδεικνύει αρνητικές πτυχές μιας δεδομένης κοινωνικής πραγματικότητας συνιστά και μια πορνογραφικού προσανατολισμού περιγραφή; Προφανώς όχι, αν και σε φιλοσοφικό επίπεδο μια τέτοια συζήτηση ίσως και να είναι ανοιχτή – συζήτηση όμως που ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας προσέγγισης. Για να νοείται λοιπόν κάποιος πολιτικός λόγος ως πορνογραφικός πρέπει απαραίτητα να συνυπολογίζεται το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα κάθε φορά. Για παράδειγμα, σε μια κοινωνική πραγματικότητα όπου η αναπαραγωγή παρωχημένων στερεοτύπων έχει περιοριστεί και η σεξουαλικότητα γίνεται αντιληπτή και βιώνεται με όρους αυτονομίας σε όλα τα επίπεδα, η πορνογραφία θα είχε ενδεχομένως τον χαρακτήρα ενός χειραφετητικά προσανατολισμένου εκδημοκρατισμού της επιθυμίας και της απόλαυσης. Έτσι και στο επίπεδο του πολιτικού λόγου. Σε μια κοινωνική πραγματικότητα όπου οι εθνοφυλετικοί, κοινωνικοταξικοί και έμφυλοι διαχωρισμοί έχουν αμβλυνθεί σημαντικά, το αίσθημα γενικής ασφάλειας είναι διάχυτο και το επίπεδο διαβίωσης του συνόλου της κοινωνίας είναι αρκούντως ικανοποιητικό, κάθε οριακή δήλωση θα αποτελούσε ίσως πεδίο κριτικής επεξεργασίας και σχολιασμού. Όμως σε αυτή την καμπή της ύστερης νεωτερικότητας όπου οι προκλήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πολλαπλές και οι ανισότητες που βιώνονται όλο και εντείνονται, ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται μπορεί πράγματι να ενέχει έναν πορνογραφικό προσανατολισμό στον βαθμό που, λανθασμένα ή ορθά, αναδεικνύει μια «πορνογραφία της κοινωνικής ζωής». Στον βαθμό δηλαδή που προκρίνει μια, παραφράζοντας και τη διάσημη προσέγγιση της Λίντα Γουίλλιαμς (Williams, 1989) για το σκληρό πορνό, φρενίτιδα της εξουσίας.
*Δημοσιεύτηκε στo "The Books' Journal" (Τεύχος 96).