Δεν είναι καινούργια η καχυποψία ότι αρκετοί –με «πολιτικές» πτήσεις δεξιών και αριστερών φτερών ή και με φτερά «πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς»– σκέφτονται περισσότερο την καριέρα τους παρά το μέλλον των συμπολιτών τους∙ κυκλοφορεί σε μεγάλες δόσεις στους δρόμους, τις πλατείες και στις συζητήσεις στην Ευρώπη.
Επιπλέον, το ότι αρκετοί κυβερνώντες κατανοούν και συνομιλούν πιο χαλαρά με τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα του καζινοκαπιταλισμού –αν δεν είναι κιόλας με κάποιο τρόπο «έμμισθοί» του– σχολιάζεται ήδη σε αρκετές χώρες.
Ειδικά, το σύστημα της Γαλλίας όχι μόνον δεν αποτελεί εξαίρεση αλλά, ιστορικά από το 1970, είχε δώσει ρυθμό στην ταυτότητα των διεθνών ελίτ.
Οι οικογενειακές σχέσεις μεταξύ κυβερνητικών στελεχών και υπουργών και διοικητών των μεγάλων εταιρειών και οι συντροφικές σχέσεις των πτυχιούχων, π.χ. των Grandes Écoles –ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους με «παλαιούς πανεπιστημιακούς δεσμούς»– συνέβαλαν στην επιτυχία μιας παγκόσμιας πασαρέλας φορολογικών ιδεών που στήθηκε από τις μεγάλες επιχειρήσεις για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τον πλούτο.
Ο Εμανουέλ Μακρόν είναι ένα τυπικό παιδί του «Pantouflage», ή αλλιώς, της «περιστρεφόμενης πόρτας», δηλαδή, της εύκολης μετακίνησης από μια υψηλόβαθμη θέση σε κάποια άλλη: από το υπουργείο Οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη γαλλική οικονομική ανάπτυξη, από την Τράπεζα Ρότσιλντ στο υπουργείο Οικονομικών του σοσιαλιστή Ολάντ και, τέλος, στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Σήμερα, χωρίς κόμμα και δημοτικότητα, ο πρίγκιπας που μελετούσε τον χρηματιστηριακό δείκτη CAC40 του Παρισιού, αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή θεσμική κρίση που βίωσε ποτέ η Γαλλία από τον Μάη του '68. Πληρώνει το τίμημα της έλλειψης ευαισθησίας στις ιδέες της δικαιοσύνης και της ισότητας, λέει ο οικονομολόγος Τομά Πικετί.
Μα δεν πρόκειται για κάτι πρωτόγνωρο στην Ευρώπη· δεν είναι κάτι νέο για την «τροφό των επαναστάσεων». Και ας σκεφτούμε ότι τα διευθυντήρια της Ευρώπης (Βρυξέλλες, Φρανκφούρτη, Στρασβούργο και Βερολίνο) δεν είναι άμοιρα των γαλλικών εξελίξεων.
Ομως –για πολλοστή φορά– το θέμα είναι ότι τα «κίτρινα γιλέκα» επιμένουν πως δεν καθοδηγούνται από τα κόμματα∙ ούτε θέλουν. Και μόνον η «παραδοχή του α-κομματικού», ήδη, καλουπώνει το στερεοτυπικό μιξάζ της γυμνής δύναμης των μεγάλων αριθμών με την ανικανότητα του όχλου, δηλαδή, την ασχετοσύνη και τον μηδενισμό που, συνήθως, αποδίδεται ως «απολιτίκ» στους μεγάλους αριθμούς «χωρίς πολιτική καθοδήγηση». Και τι ξέρουν και τι μπορούν να πετύχουν, δηλαδή, οι «απολιτίκ»;
Ωστόσο, αν κρίνει κάποιος τα 42 αιτήματα των «κίτρινων γιλέκων» στη γαλλική κυβέρνηση για κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά, εργασιακά θέματα, θα δει ότι τα περισσότερα είναι αμιγώς πολιτικά. Θα νόμιζε ότι πρόκειται για το πρόγραμμα μιας φανταστικής Αριστεράς της Ευρώπης – ενήμερων δημοκρατών που έχουν «λόγο και άποψη» για όλα: από το εκλογικό σύστημα μέχρι την παιδεία και το προσφυγικό.
Το θέμα του απολιτίκ είναι μεγάλο. Αλλά, στην προκειμένη περίπτωση είναι και αμφίδρομο. Οι απολιτίκ πράγματι δεν κατανοούν πώς ένας κεντρώος (πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς) επαγγελματίας του απολιτίκ φιλοευρωπαϊσμού αλλά και οπαδός του νεοφιλελευθερισμού βάζει τα δυνατά του να μεταρρυθμίσει μια μονόδρομη Ευρώπη που αρνείται να μεταρρυθμιστεί.
Και δεν μπορούν να καταλάβουν πώς θα πετύχει τη μεταρρύθμιση της Ευρώπης όταν, ταυτόχρονα, θέλει να εφαρμόσει πλήρως στη χώρα του μια ευρωπαϊκή πολιτική μεταρρυθμίσεων η οποία, έτσι κι αλλιώς, τον εκθέτει και με το παραπάνω σε κινδύνους πολιτικού καμποτινισμού και γελοιοποίησης. (Το παραπάνω ερώτημα αφορά και εμάς, στην Ελλάδα.)
Και, για να τελειώνουμε, τα απολιτίκ «κίτρινα γιλέκα» είναι πιο πολιτικά σε σχέση με τη διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ που, ενώ έκανε ό,τι περνάει από το χέρι της για να διογκώσει τη φτώχεια και την κοινωνική οργή στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική, την Αφρική κ.α., εκφράζει τώρα τους φόβους της για την έλευση μιας νέας «εποχής της οργής».
Η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, το νωπό παράδειγμα της Ισπανίας όπου νοσταλγοί του Φράνκο για πρώτη φορά εισέρχονται στο κοινοβούλιο της Ανδαλουσίας, δεν επιτρέπει εύκολα συμπεράσματα. Η Ευρώπη αλλάζει. Σήμερα, η αδόμητη προσέγγιση των «κίτρινων γιλέκων» για τη Γαλλία –για το καλό ή το χειρότερο– θέτει τα πολιτικά ζητήματα για τον 21ο αιώνα. Οφείλουμε να τα δούμε.
Η επίκληση του «Aux armes citoyens! Στα όπλα πολίτες» της «Μασσαλιώτιδας» ίσως, δεν είναι απάντηση. Αλλά, επιτέλους ας θυμηθούμε ότι πριν γίνει εθνικός ύμνος των Γάλλων, τραγουδήθηκε ως ύμνος του διεθνούς επαναστατικού κινήματος του 19ου αιώνα. Και ας θυμηθούμε ως Ευρωπαίοι την εικόνα που φτιάχτηκε τότε για τους «ασύνταχτους, μιαρούς απολιτίκ» από τον Ιππόλυτο Τεν ή τον Γκουστάβ Λε Μπον που πραγματικά είχαν τρομάξει από την Κομμούνα του 1871 και από τις κραυγές εκείνων που αξίωναν ν' ακουστούν. Όπως τρομάζουν ο Μακρόν ή η Λαγκάρντ σήμερα.
Όμως, τελικά, ποιος θα ακούσει τους βίαιους, επικίνδυνους, καταστροφικούς απολιτίκ; Και σε ποια δημοκρατική πολιτική τάξη;
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 8/12/2018.