Εάν κανείς παρακολουθήσει με προσοχή την πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ., θα διαπιστώσει ότι μεγάλο μέρος της εξαντλείται, από την πλευρά της αντιπολίτευσης, στην υποστήριξη μιας δήθεν φιλευρωπαϊκής ατζέντας, δηλαδή στην υποστήριξη της θέσης ότι η Ελλάδα ανήκει στην Ε.Ε. Αυτό βέβαια είναι περισσότερο από προφανές, διότι γεωγραφικά η Ελλάδα αδιαμφισβήτητα ανήκει στη Δύση, αλλά πολιτικά και οικονομικά το παραπάνω δεν είναι ιδιαιτέρως αυτονόητο, ειδικά όταν αναφερόμαστε στο σύστημα της Ευρωζώνης. Διότι και η Δανία και η Σουηδία ανήκουν στην Ευρώπη, αλλά δεν μετέχουν στη Ζώνη του Ευρώ. Το ερώτημα λοιπόν δεν θα έπρεπε να είναι εάν η θέση μας είναι στην Ευρώπη, αλλά σε ποια Ευρώπη και ειδικότερα σε ποιο ευρώ. Διότι εάν οι πολιτικοί στόχοι της σύγχρονης Ευρώπης για εμάς είναι να καταστούμε μια νέα Λεττονία ή μια ειδική οικονομική ζώνη, τότε σίγουρα δεν ανήκουμε σ' αυτήν την Ευρώπη και μετά βεβαιότητος δεν θα έπρεπε να ακολουθούμε ως χώρα αυτό το σχέδιο.
Η πολιτική μάχη σήμερα στην Ευρώπη συνοψίζεται σε μια νέα αντιπαράθεση μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, μια αντιπαράθεση που οι περισσότεροι είχαν πιστέψει ότι είχε οριστικά τελειώσει. Χωρίς αμφιβολία όμως η Ευρώπη μετατρέπεται σταδιακά σε μια σύγχρονη Σοβιετική Ενωση, όπου το κέντρο και ειδικά η Γερμανία απομυζά πόρους και στερεί τη δυνατότητα παραγωγικής ανάπτυξης από την περιφέρεια, αυτήν τη φορά όχι με τον στρατό ή την απειλή των όπλων, αλλά με κανόνες λιτότητας, την αναγκαστική παρακολούθηση από τις επιμέρους οικονομίες του δικού της παραγωγικού σχεδίου και την επιβολή ενός οιονεί προτιμησιακού καθεστώτος για τις δικές της επιχειρήσεις, που ενεργοποιείται άλλοτε με διαφθορά, άλλοτε με την επιβολή μνημονίων. Ετσι, το κέντρο επιβάλλει την πράσινη ενέργεια όταν η Γερμανία πουλάει φωτοβολταϊκά πάνελ, εξοπλιστικά προγράμματα όταν αγοράζει ναυπηγεία, ειδικές καλλιέργειες στη γεωργία, ενώ παράλληλα επιδιώκει τη λεηλασία δημόσιων παραγωγικών επιχειρήσεων ως μέρος μιας ευρύτερης δανειακής συμφωνίας. Η ιδιάζουσα «γερμανοποίηση» της ελληνικής οικονομίας μάς στοιχίζει όμως όχι μόνο οικονομικά, αλλά έχει βαρύ τίμημα και στη δημοκρατία μας. Γι' αυτό και η μάχη ενάντια στα μνημόνια δεν είναι απλώς μάχη για την ευημερία των πολιτών, αλλά λαμβάνει τον χαρακτήρα ενός οιονεί εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Το σχέδιο του κέντρου δεν είναι πλέον η σύγκλιση, αλλά η απόκλιση, και αυτή η Ευρώπη δεν έχει καμία σχέση με την Ευρώπη του 1979, αλλά κυρίως με τα εθνικά μας συμφέροντα. Εάν το ερώτημα λοιπόν είναι εάν το λουρί στον λαιμό της χώρας θα είναι μακρύ ή κοντό, τότε η απάντηση είναι πως η χώρα θα απαλλαγεί από το λουρί. Πάνω από την Ευρώπη, το ευρώ και οποιαδήποτε άλλη εμμονή, πρέπει να βρίσκονται τα συμφέροντα της χώρας, η ενίσχυση της εθνικής μας υπόστασης, της δημοκρατίας και των θεσμών. Επιδιώκουμε να «ανήκομεν εις την Δύσιν», αλλά όχι με κάθε τίμημα, και το σύγχρονο ερώτημα δεν είναι πού θα ανήκουμε αλλά με ποιους όρους.
Γι' αυτό οφείλουμε να απαντήσουμε στις προκλήσεις της εποχής μας με εξωστρέφεια, δυναμισμό, αλλά κυρίως με πατριωτισμό και δικό μας σχέδιο. Εντός ή εκτός του ευρώ, μέσα ή έξω από την Ευρώπη, θα υφιστάμεθα επανειλημμένους πολιτικούς και οικονομικούς βιασμούς εάν δεν επικεντρωθούμε στην ουσία των εθνικών μας συμφερόντων.
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 6/6/2015