Το 2015 θα έκλεινε με ανάπτυξη 2,5-3%, το ίδιο και το 2016. Η ανεργία θα μειωνόταν γοργά. Θα είχαμε υπογράψει μια μικρή δανειακή σύμβαση για να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό, και θα έμπαινε μπροστά μια συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους με επιμηκύνσεις και άλλες «δημιουργικές» παρεμβάσεις. Ούτως ή άλλως το χρέος δεν αποτελούσε πρόβλημα μέχρι το 2022. Από μια βάση αξιοπιστίας (ως η χώρα με δημοσιονομική προσαρμογή ρεκόρ μέχρι το 2014) θα διαπραγματευόμασταν μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων, που εξυπηρετούνται άνετα όταν η οικονομία αναπτύσσεται. Θα μπαίναμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, που θα διευκόλυνε την πρόσβαση στις αγορές και τον φθηνό δανεισμό του ιδιωτικού τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις θα άρχιζαν να αποδίδουν σε συνθήκες ανάκαμψης, και θα διευκόλυναν τις νέες μεταρρυθμίσεις, πολλές από τις οποίες περιέχονται στο 3ο Μνημόνιο. Θα ήμασταν ξανά μια φυσιολογική ευρωπαϊκή χώρα, με αξιοπρέπεια. Θα είχαμε θέση και φωνή στη μεγάλη Ευρωπαϊκή συζήτηση για την προοδευτική μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, αντί να είμαστε «η χώρα-πρόβλημα» και επίμονο τσιμπούρι στον σβέρκο των εταίρων μας. Ομως αυτά δεν συνέβησαν, και τη συνέχεια την ξέρουμε.
Μόνο τον Ιούλιο χάθηκαν 17.000 θέσεις εργασίας. Το να δημιουργείς ανέργους στην υφεσιακή προσπάθεια μείωσης των τεράστιων ελλειμμάτων του 2009-13 είναι μια εν μέρει αναπόφευκτη τραγωδία. Το να προσθέτεις νέους ανέργους όταν είσαι ήδη σε πλεόνασμα μετά από μια εξαετή ύφεση μοιάζει με απροσεξία (για να παραφράσω αδέξια τον Oscar Wilde). Ή με τυχοδιωκτική ελαφρότητα, εφόσον έχει πάνω του τα δακτυλικά αποτυπώματα της περήφανης διαπραγμάτευσης και του μεγαλειώδους δημοψηφίσματος που το έθνος πάντοτε θα οφείλει στον Γιάνη Βαρουφάκη. Και στον Αλέξη Τσίπρα και τα στελέχη του – για να μην ξεχνιόμαστε. Που άφησαν τη χώρα έρμαιο του φοβερού σχεδίου «50-50» (κατά ομολογία Τσίπρα), δηλαδή 50 να πιάσει η μπλόφα, 50 να τιναχτεί η χώρα στον αέρα.
Είναι ωστόσο γεγονός ότι η στροφή Τσίπρα έχει συντελεστεί. Ο Ρουβίκωνας είναι πίσω του. Για τους δυο μήνες που συντάραξαν τη χώρα, Ιούλιο και Αύγουστο, η χώρα απέκτησε ένα υπεύθυνο πολιτικό σύστημα όπου κυβέρνηση και αντιπολίτευση στήριξαν από κοινού το οικονομικό πρόγραμμα που κρατάει τη χώρα στο ευρώ. Αν είχε γίνει νωρίτερα, θα είχαμε βγει από την κρίση μια ώρα αρχύτερα.
Από το 2010, το μείζον πρόβλημα της χώρας ήταν λιγότερο οι κυβερνήσεις της και περισσότερο η εκάστοτε μείζων αντιπολίτευση. (Κατά τη σύντομη κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας υπό τον Λουκά Παπαδήμο, πραγματική μείζων αντιπολίτευση ήταν ήδη ο ΣΥΡΙΖΑ). Αυτή καλλιεργούσε αυταπάτες ανώδυνης προσαρμογής, υπονόμευε κάθε μεταρρύθμιση, όξυνε τον διχασμό, διέσυρε πολιτικούς της αντιπάλους ως δωσίλογους και γερμανοτσολιάδες. Η πενταετία της δημαγωγίας πολλαπλασίασε το κόστος εφαρμογής των μνημονίων. Πάγωσε την οικονομική δραστηριότητα και έδιωξε μακριά επενδύσεις, αφού κανείς δεν ρίσκαρε να αναλάβει δεσμεύσεις σε μια χώρα της οποίας η εν αναμονή κυβέρνηση υποσχόταν να σχίσει τα μνημόνια. Η ανευθυνότητα της αντιπολίτευσης, που ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ οδήγησαν σε καινοφανή ύψη, εκτόξευσε το πολιτικό ρίσκο, και οι αγορές το μετέφρασαν σε κίνδυνο Grexit. Το πληρώσαμε με βαθύτερη ύφεση, βαρύτερα μέτρα, σκληρότερη ανεργία.
Είναι αλήθεια ότι η ωρίμανση της υπερφίαλης και εξωπραγματικής αριστεράς του Αλ. Τσίπρα δεν συντελέστηκε ούτε στα πεζοδρόμια και τις διαδηλώσεις, ούτε στα «διαρκή συνέδρια» του κόμματος και των συνιστωσών του, που ολοκλήρωναν την παραισθησιογόνο επικράτηση του απόλυτου ιδεολογικού μικρόκοσμου επί της περιβάλλουσας πραγματικότητας. Εγινε στα Eurogroup και στα Συμβούλια και στις σκληρές διαπραγματεύσεις με εταίρους και πιστωτές. Εκεί διαπιστώθηκε τι παλεύεται, τι διασώζεται, τι ήταν καιρός να εγκαταλειφθεί. Εγινε αφού πρώτα δοκιμάστηκε η πρόσκρουση με την πραγματικότητα, με τη χώρα να βιώνει μια προθανάτια εμπειρία.
Μπορεί ο Τσίπρας να μετασχηματίσει τη ριζοσπαστική του αριστερά σε μια πραγματικά ευρωπαϊκή αριστερά; Ούτε ο Τσίπρας είναι Ανδρέας Παπανδρέου, ούτε τα στελέχη του είναι σοσιαλιστές έτοιμοι να προσχωρήσουν στη σοσιαλδημοκρατία. Ομως από την άλλη, η ανάγκη παραμονής στο ευρώ –για να μη μείνουμε καρυδότσουφλο στις θύελλες των παγκόσμιων αγορών και της επικίνδυνης περιοχής μας– είναι πανίσχυρη. Αυτή η αδήριτη πίεση της εξωτερικής πραγματικότητας (αυτό που η συριζαϊκή βουλγκάτα ονομάζει «εκβιασμό των δανειστών» και «το πιστόλι στον κρόταφο») είναι μια ακατανίκητη δύναμη ρεαλιστικής προσαρμογής.
Θα είναι η στροφή του Τσίπρα διατηρήσιμη εάν βρεθεί ξανά στα στάσιμα και βαλτώδη νερά της αντιπολίτευσης, που τις παθογένειες της εθνικολαϊκιστικής αριστεράς τείνουν να πολλαπλασιάζουν; Ή θα επιστρέψουμε ξανά στον ΣΥΡΙΖΑ του 2014, καταδικασμένοι στο αιώνιο μαρτύριο του Σίσυφου;
Εξίσου σημαντικό με το τι κυβέρνηση θα έχουμε την επομένη των εκλογών είναι τι πολιτικό σύστημα θα έχουμε. Το ένα: μια κυβέρνηση που θα εφαρμόσει γρήγορα και αποτελεσματικά το μνημόνιο που έχει υπογράψει η χώρα, για να βγούμε το ταχύτερο δυνατό στην ανάκαμψη. Το δεύτερο: ένα πολιτικό σύστημα δύο αντίπαλων φιλοευρωπαϊκών πόλων, κεντροαριστεράς-κεντροδεξιάς, που θα μπορούν να απορροφήσουν τους κοινωνικούς κραδασμούς δύο ακόμα ετών ύφεσης, εναλλασσόμενα στην εξουσία, μέσα από διαφορετικές κυβερνήσεις συνεργασίας: φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση vs φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση. Εξασφαλίζοντας συνέχεια, σταθερότητα και ευρωπαϊκή προοπτική. Θα τα έχουμε;
Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής στις 6/9/2015