Α. Όταν μετά τον θάνατο του Τζωρτζ Φλόυντ ο αρχιεπίσκοπος της Αμερικής Ελπιδοφόρος λαμβάνει μέρος σε μια μαζική διαδήλωση κρατώντας το πλακάτ «Black lives matter», όταν εκατομμύρια άνθρωποι στις περισσότερες πόλεις του δυτικού κόσμου (και στην Ελλάδα) διαμαρτύρονται εναντίον του ρατσισμού της κυβέρνησης Τραμπ, η Ιερά Σύνοδος ασχολείται με ήσσονος σημασίας ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα, η εκκλησιαστική ιεραρχία αποκηρύσσει τη γιόγκα ως μη χριστιανική. Ως πρακτική ξένη στις παραδόσεις της ορθόδοξης εκκλησίας. Πώς είναι δυνατόν ο μεν αρχιεπίσκοπος Αμερικής να συμμετέχει ενεργά σε μια διαμαρτυρία με αντικείμενο το υπέρτατο δικαίωμα στη ζωή ενώ η δική μας Ιερά Σύνοδος να ασχολείται με ανύπαρκτα προβλήματα; Πώς είναι δυνατόν ο επικεφαλής της ορθόδοξης εκκλησίας στην Αμερική να ασχολείται με την ουσία, με τον ανθρώπινο πόνο, με τη δίκαιη και ίση μεταχείριση των περιθωριοποιημένων και καταφρονεμένων και οι δικοί μας ιεράρχες να ασχολούνται με τη γιόγκα; Με μια πρακτική που ακολουθούν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο χωρίς να είναι βουδιστές, αφού αποδεδειγμένα βοηθάει στην υγεία και στο ευ ζην. Την εμπιστεύονται ακόμα και γιατροί σε διάφορα νοσοκομεία στις ΗΠΑ και αλλού. Προτείνουν ασκήσεις τύπου γιόγκα και διαλογισμού κυρίως σε ασθενείς με ψυχολογικά προβλήματα. Πώς εξηγείται η στενομυαλιά της Ιεράς Συνόδου;
Β. Αναπόφευκτα ο επόμενος συνειρμός μου είναι η συνεχιζόμενη περίφημη διαμάχη γύρω από τον τρόπο διδασκαλίας των θρησκευτικών. Ως γνωστόν, σε πολλές χώρες υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ της κατήχησης που διδάσκεται στον χώρο της εκκλησίας και της θρησκειολογίας που διδάσκεται στα σχολεία. Στη δεύτερη περίπτωση, οι μαθητές μαθαίνουν για την οργάνωση και εξέλιξη των μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων – από τον χριστιανισμό μέχρι τον ιουδαϊσμό και τον ισλαμισμό. Γιατί επιμένει η εκκλησία η κατήχηση να μη περιορίζεται στη δική της σφαίρα αλλά να αποτελεί και αντικείμενο σχολικού μαθήματος; Πώς εξηγείται αυτός ο μυωπικός προσανατολισμός στο πλαίσιο ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου, ενός κόσμου όπου ο πολιτισμικός απομονωτισμός είναι αδύνατον να επιτευχθεί; Όταν μια εκκλησία ορθώνει τείχη μεσαιωνικού τύπου, αργά η γρήγορα θα εγκαταλειφθεί από πιστούς που θεωρούν πως η θρησκευτικότητα πρέπει όχι να ταυτίζεται αλλά να συμβαδίζει με τη λογική και την επιστήμη.
Γ. Βεβαία, υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν στη χώρα μας πεφωτισμένοι ιεράρχες, θεολόγοι, φιλόσοφοι και ιστορικοί της ορθοδοξίας. Υπάρχουν επίσης κληρικοί που δεν γυρίζουν την πλάτη τους στον έξω κόσμο. Για παράδειγμα, η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς Μητρόπολης Δημητριάδος οργανώνει τακτικά διεθνή συνέδρια και δημοσιεύει πάνω σε θέματα όπως η παγκοσμιοποίηση, η πολυπολιτισμικότητα, η σχέση φύλου και θρησκείας (βλ. τον ενδιαφέροντα τόμο Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα, Ίνδικτος, 2007). Δυστυχώς όμως η πλειοψηφία στην Ιερά Σύνοδο αδιαφορεί για τέτοια θέματα αιχμής στο σύγχρονο κόσμο. Ασχολείται με τη γιόγκα, αναλώνεται σε εθνολαϊκιστικές παρεμβάσεις όπως παλαιότερα με το θέμα των ταυτοτήτων και πρόσφατα με αυτό της Συμφωνίας των Πρεσπών. Και όλα τα παραπάνω σε ένα γραφειοκρατικό πλαίσιο όπου οι ιερείς αμείβονται από το κράτος.
Δ. Εδώ πρέπει να πως πολλοί νέοι αντιδρούν στις θρησκευτικές γραφειοκρατικές ιεραρχίες και στα δόγματα. Αυτό δεν τους οδηγεί στην αθεΐα. Προσπαθούν να ξαναβρούν μια θρησκευτική πνευματικότητα εκτός των καθιερωμένων εκκλησιών. Ψάχνουν στον χώρο που ο διάσημος φιλόσοφος Charles Taylor στο κλασσικό έργο του A Secular Age (2007) αποκαλεί «εκφραστική θρησκευτικότητα». Αυτό το σταδιακό πέρασμα από την γραφειοκρατική/δογματική θρησκευτικότητα σε αυτή που δίνει έμφαση στην άμεση σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του θείου εξελίσσεται ραγδαία στο σύγχρονο κόσμο (βλ. Heelas και Woodhead, The Spiritual Revolution, 2005 και Lynch, The New Spirituality, 2007). Αυτά είναι θέματα που με έχουν απασχολήσει για πολλά χρόνια.
Ε. Τελειώνοντας, πρέπει να σημειώσουμε πως η Ορθοδοξία εμπνέει προσωπικότητες που εγκαταλείπουν τον προτεσταντισμό και στρέφονται προς αυτήν. Θεωρούν πώς η ορθόδοξη θρησκεία βρίσκεται κοντύτερα στη διδασκαλία των Πατέρων. Αλλά στην περίπτωσή τους, η έμφαση είναι στην ορθόδοξη πνευματικότητα και όχι στην αρτηριοσκληρωτική νοοτροπία πολλών ιεραρχών σήμερα. Θυμίζω ότι ο πατριάρχης Βαρθολομαίος έγινε γνωστός παγκοσμίως ως ο «πράσινος πατριάρχης». Υπό την ηγεσία του οργανώθηκαν ταξίδια σε διάφορα μέρη του πλανήτη για την προστασία των μολυσμένων θαλασσών και ποταμών. Σε αυτές τις εκδηλώσεις συμμετείχαν προσωπικότητες όχι μόνο από τον χριστιανικό κόσμο (καθολικό, προτεσταντικό και ορθόδοξο), αλλά και από άλλες θρησκείες. Αυτού του είδους τα προβλήματα δεν φαίνεται να απασχολούν την Ιερά Σύνοδο. Γιατί;
Συμπέρασμα: Είναι καιρός η Εκκλησία μας να ανοιχτεί προς τον έξω κόσμο. Να καθοδηγήσει το ποίμνιό της κατά διαφορετικό τρόπο. Κατά τρόπο που θα δώσει νέα πνοή βοηθώντας όλους αυτούς που σήμερα αναζητούν πνευματικές διεξόδους και που είναι βαθιά απογοητευμένοι από τις θέσεις και τις πρακτικές της σημερινής ηγεσίας της Εκκλησίας.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 14/6/2020.
Στο κείμενο αυτό δεν θα ασχοληθώ με τα πολλά και περίπλοκα θέματα που μας χωρίζουν από τις τουρκικές θέσεις. Αλλά, ως μη ειδικός, θα προσπαθήσω να θέσω μερικά ερωτήματα σχετικά με το γιατί αποφεύγουμε να πάμε στην Χάγη χωρίς να θέσουμε προϋποθέσεις που, όπως θα υποστηρίξω πιο κάτω, κάνουν την προσφυγή μας στο Διεθνές Δικαστήριο τελείως άσκοπη.
1. Με την άκρως επιθετική πολιτική της Τουρκίας στον Έβρο καθώς και με τις εξωφρενικές απαιτήσεις της στο πλαίσιο της συνεργασίας της με την Λιβύη, το θέμα της προσφυγής μας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ξεχάστηκε. Είτε δεν συζητιέται καθόλου είτε η έμφαση δίνεται στις διαπραγματεύσεις που πιθανόν δεν θα καταλήξουν πουθενά και κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε πλήρες αδιέξοδο.
2. Βέβαια, η κυβέρνηση δεν αποκλείει την προσφυγή στην Χάγη, αλλά με την προϋπόθεση πως το δικαστήριο θα αποφασίσει μόνο για τις διαφορές μας στα θέματα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ αφού το ελληνικό επιχείρημα είναι πως με βάση την Συμφωνία της Λωζάνης και του διεθνούς δικαίου της θάλασσας δεν υπάρχει άλλο θέμα προς εκδίκαση. Είναι όμως προφανές πως αυτή η θέση δεν θα γίνει αποδεκτή από τη γείτονα χώρα. Αφού υπάρχουν μια σειρά από άλλα θέματα προς επίλυση μεταξύ των δύο χωρών (βλ. άρθρο του Αλέξη Ηρακλείδη στα Νέα, 25/4/2020).
3. Για πολλούς, από τον Χρήστο Ροζάκη, τον Λουκά Τσούκαλη και τον Παναγιώτη Ιωακειμίδη μέχρι τον Γιώργο Παπανδρέου και την Ντόρα Μπακογιάννη, με διάφορες βέβαια παραλλαγές, η προσφυγή στην Χάγη είναι η μόνη ελπίδα να βρεθεί μια λύση. Υπό την προϋπόθεση βέβαια να δεχτούμε πως από μια απόφαση του δικαστηρίου θα κερδίσουμε, αλλά και θα χάσουμε διότι υπάρχουν περισσότερες διαφορές από αυτές της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
4. Η κυβέρνηση αποφεύγει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της προσφυγής μας στο Διεθνές Δικαστήριο ξέροντας ότι με αυτόν τον τρόπο η Χάγη «μπαίνει στο χρονοντούλαπο». Γιατί η κυβέρνηση παίρνει αυτή την στάση; Διότι γνωρίζει Γιατί ξέρει πολύ καλά πως με βάση τις αποφάσεις του δικαστηρίου «θα πάρουμε αλλά και θα δώσουμε». Ξέρει επίσης πως μια τέτοια απόφαση θα θεωρηθεί από έναν μεγάλο αριθμό πολιτών ως προδοσία. Άρα με αυτή την πολιτική ο μικροκομματικός λαϊκισμός εξαφανίζει τον ρεαλισμό, όπως έγινε και στην περίπτωση των Πρεσπών.
5. Σήμερα η κυβέρνηση, έχοντας θέσει τις κόκκινες γραμμές της, υποστηρίζει πως κάθε προσπάθεια της Τουρκίας να παραβλέψει αυτές τις γραμμές και να προσπαθήσει δια της βίας να υλοποιήσει τις απαιτήσεις της θα αντιμετωπιστεί ανάλογα. Αυτό σημαίνει πως σε περίπτωση ενός θερμού επεισοδίου, τυχαίου η σκόπιμου από την Τουρκία, αν η γείτονα χώρα αγνοήσει τις κόκκινες γραμμές της Ελλάδας για να υλοποιήσει την επεκτατική πολιτική της, εμείς θα αναγκαστούμε να αμυνθούμε στρατιωτικά.
6. Ο ελληνικός στρατός είναι σήμερα και καλά εξοπλισμένος και σίγουρα θα αμυνθεί ηρωικά στην τουρκική επιθετικότητα. Αλλά δεδομένης της ανισορροπίας δύναμης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, σε περίπτωση που η τελευταία αγνοήσει τις κόκκινες γραμμές μας (αν, για παράδειγμα, καταλάβει μια νησίδα όπου η Τουρκία αμφισβητεί την κυριαρχία μας), αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια στρατιωτική σύρραξη. Σύρραξη που σίγουρα θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τη χώρα μας.
7. Με βάση τα παραπάνω, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: αφού δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση από αυτή της Χάγης, γιατί κωλυσιεργούμε; Γιατί ακολουθούμε, μυωπικά κατά την γνώμη μου, τη βήμα προς βήμα προσέγγιση; Φυσικά, αν το δικαστήριο δεν μας δώσει δίκιο σε όλες τις απαιτήσεις μας, πράγμα σίγουρο, πολλοί θα θεωρήσουν πως η Χάγη ευνοεί την Τουρκία. Πολλοί θα πάνε και πιο πέρα. Θα θεωρήσουν τους δικαστές του Διεθνούς Δικαστηρίου ως πιόνια της Τουρκίας ή άλλων δυνάμεων. Θα πρόκειται βέβαια για φαντασιώσεις, για συνομωσιολογίες που ως γνωστόν είναι πολύ διαδεδομένες στη χώρα μας. Εάν δεχτούμε την αυτονομία του Διεθνούς Δικαστηρίου, γιατί φοβόμαστε την προσφυγή μας στην Χάγη; Αν πράγματι έχουμε δίκιο σε όλα, πέρα από τα θέματα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, γιατί αποκλείουμε την περίπτωση οι δικαστές να συμφωνήσουν μαζί μας;
8. Ο Άγγελος Συρίγος, βουλευτής της ΝΔ, έχει υποστηρίξει ότι στο παρελθόν δεν αντιδράσαμε αμέσως στις παραβιάσεις των συνόρων μας, κυρίως στον εναέριο χώρο. Και βεβαία, μετά την σχέση Τουρκίας-Λιβύης τα πράγματα χειροτέρευσαν. Κατά τον Συρίγο, «στην πραγματικότητα, το κρίσιμο ερώτημα για ένα σοβαρό κράτος είναι με ποιον τρόπο μπορεί να αποτρέψει την άσκηση στρατιωτικής πιέσεως από την Τουρκία. Σε αυτό πρέπει να επικεντρωθούμε» (Νέα, 18/4/2020). Κατά την γνώμη μου, το «πρέπει να επικεντρωθούμε» δεν μας βοηθάει. Είναι ένας τρόπος να μην απαντηθεί το ερώτημα τι πρέπει να γίνει για να αποτραπεί η στρατιωτική σύρραξη. Και εδώ η προσφυγή στη Χάγη είναι παντελώς απούσα.
Συμπέρασμα
Λόγω Έβρου και Λιβύης, η προσφυγή μας στο δικαστήριο της Χάγης εξαφανίστηκε από τον δημόσιο διάλογο. Όταν η κυβέρνηση αναγκάζεται να τονίζει πως η προσφυγή μας στο Διεθνές Δικαστήριο είναι δυνατή μόνο αν το δικαστήριο ασχοληθεί αποκλειστικά με τις διαφορές των δύο χωρών στα θέματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, η Χάγη ως προοπτική μπαίνει στο περιθώριο. Δυστυχώς όμως υπάρχουν και άλλες διαφορές τις οποίες η κυβέρνηση δεν θέλει να παραδεχθεί. Αυτή η αρνητική στάση εξηγείται από το ότι δεν συμφέρει κομματικά την ΝΔ. Θα κατηγορηθεί σίγουρα για προδοσία από τους «υπερπατριώτες» έλληνες. Τέλος, αν πηγαίναμε στην Χάγη, είναι σίγουρο πως θα κερδίζαμε αλλά και θα χάναμε. Αυτό είναι αναπόφευκτο, αλλά είναι προς το συμφέρον της χώρας.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 5/6/2020.
Ως γνωστόν, το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών προς το τέλος της δεκαετίας του 70 οδήγησε στην ανικανότητα των κυβερνήσεων να ελέγξουν τις κινήσεις των κεφαλαίων εντός των εθνικών συνόρων. Έτσι οι πολυεθνικές κατόρθωσαν να διεισδύσουν την ημι-περιφέρεια και την περιφέρεια του καπιταλιστικού συστήματος, με αποτέλεσμα την ενδυνάμωση των αναπτυσσόμενων οικονομιών από τη μια μεριά, αλλά και την πρωτοφανή εκτίναξη των ανισοτήτων από την άλλη.
Οικονομικές ανισότητες
Με την πανδημία οι ανισότητες δεν αμβλύνθηκαν. Το αντίθετο. Ενώ οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι, μερικοί από τους πλούσιους έγιναν πλουσιότεροι. Με άλλα λόγια, η πανδημία οδήγησε όχι μόνο σε περαιτέρω φτωχοποίηση, αλλά και σε «πλουσιοποίηση».
Στη χώρα μας, όχι μόνο τα μεγάλα σούπερ μάρκετ, αλλά και μια σειρά από μεγάλες επιχειρήσεις γιγαντώθηκαν. Για παράδειγμα, φαρμακευτικές εταιρείες ή επιχειρήσεις που ασχολούνται με την ψηφιοποίηση. Μετά την πτώση της τιμής του πετρελαίου, εφοπλιστικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν tankers ως μέσα αποθήκευσης ή μεταφοράς πετρελαίου. Έτσι παρατηρούμε στις προ-της-πανδημίας ανισότητες να προστίθενται αυτές που η τωρινή πρωτόγνωρη κατάσταση δημιούργησε.
Η κυβέρνηση απλά αγνόησε αυτή την εξέλιξη. Ή προσπαθεί να την συγκαλύψει με το περίφημο επίδομα των 800 ευρώ. Όπως όμως τόνισε ο Δημήτρης Χριστόπουλος σε ένα πρόσφατο άρθρο του, η Νέα Δημοκρατία πολύ σωστά περιόρισε το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, αλλά για να νομιμοποιήσει αυτόν τον περιορισμό έπρεπε να μειώσει ριζικά τις τεράστιες ανισότητες που εμφανίστηκαν στην περίοδο του κορωνοϊού.
Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κάποιος πως τα υπέρογκα κέρδη αυτών των εταιρειών θα οδηγήσουν σε νέες επενδύσεις, μειώνοντας έτσι την ανεργία. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου σίγουρο. Τα κέρδη αυτών των εταιρειών θα έπρεπε να διοχετευθούν, μέσω μιας δίκαιης φορολογίας, στην αναβίωση μικρών επιχειρήσεων που η πανδημία κατέστρεψε.
Ο πρωθυπουργός κατέστησε σαφές πως δεν σκοπεύει η κυβέρνησή του να κάνει πρόωρες εκλογές. Πολλοί αναλυτές νομίζουν πως αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο και πως για να αποφύγει την απλή αναλογική στις επόμενες εκλογές, η ΝΔ μάλλον θα αλλάξει γνώμη. Δεν συμφωνώ με αυτή την πρόβλεψη. Γιατί με τις πρόωρες εκλογές ο πρωθυπουργός θα κερδίσει μεν έναν χρόνο επιπλέον, αλλά θα έχει να αντιμετωπίσει τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που σίγουρα θα μειώσουν τη την τωρινή υψηλή δημοτικότητά του.
Πολιτικές ανισότητες
Δεν χρειάζεται να τονιστεί πως η ένταση των οικονομικών ανισοτήτων οδηγεί και στην ένταση των πολιτικών ανισοτήτων. Γιατί η παραπέρα συγκέντρωση του οικονομικού πλούτου στη κορυφή οδηγεί αυτόματα στη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης. Οι λεγόμενοι ολιγάρχες της προ-πανδημικής περιόδου γίνονται πιο ισχυροί. Κυρίως στη χώρα μας όπου τα ΜΜΕ ελέγχονται, με λίγες εξαιρέσεις, από τους ίδιους.
Όσο για τις χώρες της ΕΕ, η σωστή επιβολή του εγκλεισμού στο σπίτι οδήγησε τις κυβερνήσεις να παίρνουν μερικές αποφάσεις που δεν επικυρώνονται κοινοβουλευτικά. Σε χώρες δημοκρατικές, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας, μετά την άρση των περισσότερων περιοριστικών μέτρων οι αποφάσεις δεν θα μπορούν πλέον να παίρνονται χωρίς συζήτηση και ψηφοφορία στη βουλή. Σε κυβερνήσεις όμως «αυταρχικής δημοκρατίας», όπως αυτή της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας, το πιο πιθανό είναι η état d'exception να συνεχίσει και μετά το τέλος της πανδημίας. Για παράδειγμα, ο Όρμπαν μπορούσε μέχρι τώρα να πείσει τους εταίρους του στην ΕΕ πως υπήρχε ένα είδος ημι-δημοκρατίας στη χώρα του. Εάν όμως δεν καταργήσει τον μηχανισμό «εκτάκτων αποφάσεων» που η κυβέρνησή του πήρε στην έναρξη της πανδημίας, σίγουρα θα περάσουμε από μια αυταρχική δημοκρατία σε μια καθαρή δικτατορία (βλ. Economist, 25/4/20).
Παγκόσμιες ανισότητες
Σε αυτόν τον χώρο, οι επιχειρήσεις που ωφελήθηκαν θεαματικά από την πανδημία είναι οι μεγάλες tech-corporations - εταιρείες όπως οι Amazon, Google, Facebook κτλ. Τα κέρδη και η αξία αυτών των επιχειρήσεων εκτινάχτηκαν στα ύψη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως οι γιγάντιες αυτές εταιρείες δημιούργησαν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας. Αυτή είναι βέβαια η καλή πλευρά της κατάστασης. Από την άλλη μεριά όμως, αυτού του είδους οι επιχειρήσεις-γίγαντες αποκτούν μια πολιτική δύναμη που υποσκάπτει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Για παράδειγμα, από τη συσσώρευση προσωπικών δεδομένων μέχρι τη δημιουργία ενός παγκόσμιου Big Brother ικανού να επιβλέψει και να επηρεάσει τις κινήσεις μας, τις ιδέες μας, τα συναισθήματά μας. Με αλλά λόγια, οδηγούν σε αυτό που ο Τζωρτζ Όργουελ πριν από πολλά χρόνια, αποκάλεσε brave new world. Τέλος αξίζει να αναφερθεί εδώ πως μικρότερες ανταγωνιστικές εταιρείες, αργά ή γρήγορα, αναγκάζονται να ενταχθούν στους παγκόσμιους αυτούς κολοσσούς.
Συμπέρασμα
Η πανδημία οδήγησε σε νέες ανισότητες - οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές. Αυτές εντείνουν τις ήδη, πριν από τον κορωνοϊό, τεράστιες ανισότητες. Από την άλλη μεριά, απλοί άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη πιστεύουν πως το τέλος της πανδημίας μπορεί να οδηγήσει σε έναν πιο ανθρώπινο κόσμο. Όπως μετά του Β Παγκοσμίου Πολέμου βλέπουμε ριζικές αλλαγές, έτσι και σήμερα ελπίζουν να υπάρξει ξανά μετά το τέλος της πανδημίας ένας καλύτερος, πιο ανθρώπινος κόσμος. Η προϋπόθεση όμως για κάτι τέτοιο είναι, μεταξύ άλλων, η μείωση των ανισοτήτων που υποσκάπτουν τα πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δικαιώματα των πολιτών.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 9/5/2020.
Για πολλούς η πανδημία έχει οδηγήσει στην επιστροφή του κράτους έθνους. Επιστροφή που θα συνεχίσει και μετά το τέλος της κρίσης.
1. Αυτή η θεωρία στηρίζεται στο ότι σήμερα η κάθε χώρα κλείνει τα σύνορά της και πολεμάει τον αόρατο εχθρό με τα δικά της μέτρα. Σε κάποιον βαθμό αυτό ισχύει. Ακόμα και σήμερα τα σύνορα παραμένουν μεν κλειστά, αλλά, για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει ήδη ξεκινήσει ένα πρόγραμμα ενίσχυσης της κεφαλαιακής ρευστότητας με επαναγορά ομολόγων ύψους 750 δις ευρώ. Αυτό βέβαια δεν αρκεί, αλλά πάντως δείχνει πως τα τείχη αμβλύνονται.
Αλλά και πιο γενικά, η ιδέα πως μετά την τωρινή κρίση το κράτος θα συνεχίσει να παραμένει αυτόνομο είναι λανθασμένη. Όσο ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός επιβιώνει, και θα επιβιώνει για πολλά χρόνια ακόμη, η παγκοσμιοποίηση θα συνεχίσει να μειώνει την αυτονομία των εθνικών κρατών. Αφού η αδυναμία του κράτους να ελέγχει τις κινήσεις των κεφαλαίων εντός των εθνικών συνόρων θα συνεχίζεται. Αυτό γίνεται ακόμα πιο προφανές αν περάσουμε από τον οικονομικό χώρο σε αυτόν των παγκόσμιων ΜΜΕ, της παγκοσμιοποιημένης τηλεόρασης, στα έξυπνα κινητά τηλέφωνα κτλ. Ακόμα και τα αυταρχικά καπιταλιστικά κράτη όπως η Κίνα, δεν καταφέρνουν πια να ελέγξουν εντός των εθνικών συνόρων ξένους τρόπους του σκέπτεσθαι και του ζην. Μόνο στο μη καπιταλιστικό, ολοκληρωτικό καθεστώς της Βόρειας Κορέας τα κρατικά τείχη κατορθώνουν να εμποδίσουν σχεδόν κάθε εξέλιξη προερχόμενη από το εξωτερικό. Με βάση τα παραπάνω νομίζω πως η συνεχιζόμενη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και στον οικονομικό και στον πολιτισμικό χώρο δεν είναι συμβατή με την αυτονομία του κράτους έθνους. Βέβαια, τα κράτη ούτε θα εξαφανιστούν ούτε θα συρρικνωθούν σε ό,τι αφορά τους δημόσιους πόρους, αλλά θα συνεχίσουν να χάνουν ένα μεγάλο μέρος της αυτονομίας τους. Τα κρατικά τείχη που η κρίση επέφερε θα αμβλυνθούν ριζικά.
2. Από την άλλη μεριά όμως, η παγκοσμιοποίηση μπορεί να αλλάξει μορφή. Να γίνει δηλαδή λιγότερο νεοφιλελεύθερη, αν αρχίσουν να ελέγχονται οι τωρινές άναρχες αγορές από σοβαρούς παγκόσμιους πολιτικούς μηχανισμούς. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις τεράστιες «tech-corporations» (Amazon, Microsoft κτλ.) κατά τη διάρκεια της κρίσης έχουν αποκομίσει απίστευτα κέρδη. Λόγω της τεράστιας αύξησης κύκλου εργασιών έχουν κάνει χιλιάδες προσλήψεις. Από τη μια αυτό είναι πολύ θετικό σε μια εποχή αυξανόμενης ανεργίας, από την άλλη όμως τις γιγαντώνει περαιτερω. Η αυξανόμενη κατακραυγή εναντίον τους θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις μετά την κρίση να επιβάλλουν δραστικούς ελέγχους (βλ. Economist, 4/4/2020). Αυτό σίγουρα δεν θα οδηγήσει στην αποπαγκοσμιοποίηση, αλλά θα κάνει τις παγκόσμιες αγορές λιγότερο άναρχες.
Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη πως, πιο συγκεκριμένα, στο τέλος του Β Παγκόσμιου Πολέμου συγκλονιστικές αλλαγές οδήγησαν στην «επιστροφή του πολιτικού», δηλαδή στην χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας (1945-1975). Εποχή όπου το κράτους ήλεγξε σε έναν βαθμό την αγορά, μείωσε τις ανισότητες και ανέπτυξε το κράτος πρόνοιας. Ίσως μετά το τέλος της κορωνοϊκής κρίσης δούμε εξίσου συγκλονιστικές αλλαγές όχι πλέον στο επίπεδο του εθνικού κράτους αλλά σε ένα μεταεθνικό επίπεδο - ευρωπαϊκό ή/και παγκόσμιο. Γιατί η τωρινή κρίση έχει δημιουργήσει ένα συλλογικό ήθος, την αίσθηση στους περισσότερους ανθρώπους πως τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν ριζικά. Πως υπάρχουνε, για παράδειγμα, παγκόσμιοι κίνδυνοι που απαιτούν παγκόσμια αλληλεγγύη και παγκόσμιο πολιτικό συντονισμό. Από αυτή την άποψη, τέτοιες λύσεις δεν αφορούν μόνο τις πανδημίες και την κλιματική αλλαγή. Αφορούν επίσης τις πρωτοφανείς ανισότητες που οδηγούν στους λαϊκισμούς και στην υπόσκαψη της δημοκρατίας, στα παγκόσμια τρομοκρατικά δίκτυα, σε αυτά των ναρκωτικών, της παράνομης διακίνησης ανθρώπων κτλ.
Βέβαια, επειδή δεν υπάρχει ποτέ ένας αυστηρά ντετερμινιστικός μονόδρομος στις μελλοντικές κοινωνικές εξελίξεις, οι παγκόσμιοι πολιτικοί έλεγχοι μπορεί να έχουν θετικά αλλά και αρνητικά αποτελέσματα. Σε ό,τι αφορά τα δεύτερα, οι δικαιολογημένοι έλεγχοι των πολιτών στην περίοδο της πανδημίας μπορούν να συνεχίσουν και μετά την κρίση σε βαθμό που μέσω των νέων τεχνολογιών τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, ακόμα και οι σκέψεις τους, να είναι στη διάθεση της πολιτικής εξουσίας. Να φτάσουμε δηλαδή έτσι σε ένα σημείο ολοκληρωτικής επιτήρησης εκ των άνω. Αυτό που ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς αναλύει σε βάθος στο νέο βιβλίο του (Ο αόρατος Λεβιάθαν. Πόλις, 2020). Ένα δεύτερο παράδειγμα πιθανού κινδύνου είναι η ραγδαία ανάπτυξη της ψηφιοποίησης στην περίοδο της κρίσης. Αυτό σίγουρα θα συνεχίσει με ταχύτερους ρυθμούς και μετά την κρίση. Πρόκειται για μια εξέλιξη που θα ενισχύσει την παραγωγικότητα, αλλά θα διευρύνει το ψηφιακό χάσμα για όλους εκείνους που λόγω ηλικίας, εκπαίδευσης και μετανάστευσης δυσκολεύονται να ενταχθούν στον ψηφιακό κόσμο. Αν αυτό το σοβαρό πρόβλημα αγνοηθεί ή δεν αντιμετωπιστεί δραστικά θα δούμε την περιθωριοποίηση ενός σημαντικού αριθμού ανθρώπων.
3. Αν τα παραπάνω προβλήματα όμως λυθούν, οι παγκόσμιοι πολιτικοί έλεγχοι θα οδηγήσουν στην πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των παγκόσμιων κινδύνων. Σε ό,τι αφορά την ΕΕ, κυρίως η Γερμανία αρνείται να προχωρήσει σε μια πιο αλληλέγγυα πολιτική έναντι των πιο αδύναμων οικονομιών. Οι περισσότεροι γερμανοί έχουν την εσφαλμένη ιδέα πως τα οφέλη που έχουν σήμερα οφείλονται αποκλειστικά στις δικές τους προσπάθειες. Άρα δεν έχουν καμιά υποχρέωση να βοηθήσουν τους οικονομικά αδύναμους. Οι γερμανικές ελίτ όμως ξέρουν πολύ καλά πως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Για την στιγμή δεν έχουν το θάρρος να πουν στους ψηφοφόρους πως τα σημερινά οφέλη δεν οφείλονται μόνο στην εργασία τους. Οφείλονται επίσης σε μια «άνιση συναλλαγή» μεταξύ Νότου και Βορρά. Μια συναλλαγή που συστηματικά μεταφέρει πόρους από τονπρώτο στο δεύτερο. Πόρους που είναι πολύ πιο σημαντικοί από την ευρωζωνική βοήθεια. Αν και η Γερμανία έχει κατορθώσει για την ώρα να εμποδίσει την έκδοση ευρωομολόγου, υπό την πίεση του Νότου, της Λαγκάρντ και του Μακρόν, αναγκάστηκε να δεχθεί να δώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πολύ περισσότερους πόρους κατά τρόπο που οι κίνδυνοι και τα οικονομικά βάρη να κατανέμονται κατά ένα σχετικά δίκαιο τρόπο. Γιατί μεσοπρόθεσμα η διάλυση της Ευρώπης δεν συμφέρει τη Γερμανία. Με άλλα λόγια, νομίζω πως η ευρωζώνη θα επιβιώσει. Δεν θα δούμε το τέλος της, αλλά μάλλον την άμβλυνση του γερμανικού αυταρχισμού. Πιο γενικά, η Ευρώπη θα γίνει η ελπίδα του κόσμου που έρχεται. Αφού ο ευρωπαϊκός ημι-σοσιαλδημοκρατικός καπιταλισμός, αντίθετα με τον νεοφιλελεύθερο και τον αυταρχικό καπιταλισμό, έχει δείξει τον δρόμο για μια πιο ανθρώπινη κοινωνία.
Συμπεράσματα: Η επιστροφή στην αυτονομία τους κράτους έθνους που η κορωνοϊκή κρίση έφερε δεν πρόκειται να συνεχίσει. Μετά το πέρας της κρίσης η παγκοσμιοποίηση θα συνεχίσει να οδηγεί στην άμβλυνση της αυτονομίας των κρατών. Οι πολυεθνικές θα διεισδύσουν ακόμα περισσότερο την περιφέρεια του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Ενώ στον χώρο των παγκοσμιοποιημένων ΜΜΕ, τα καπιταλιστικά αυταρχικά κράτη δεν θα μπορέσουν να ελέγξουν τις εξωτερικές πολιτισμικές επιρροές εντός των τειχών τους. Μπορεί όμως η παγκοσμιοποίηση να γίνει λιγότερο νεοφιλελεύθερη, από παγκόσμιους πολιτικούς μηχανισμούς, αφού η κρίση έχει δείξει πιο καθαρά πως οι πανδημίες, η κλιματική αλλαγή, τα παγκόσμια τρομοκρατικά και εγκληματικά δίκτυα, καθώς και οι πρωτοφανείς ανισότητες δημιουργούν κινδύνους για την ανθρωπότητα που μόνο ένας αποτελεσματικός υπερεθνικός πολιτικός έλεγχος μπορεί να αντιμετωπίσει. Βέβαια, με την προϋπόθεση πως αυτός ο έλεγχος δεν θα υποσκάψει τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, όπως επιχειρεί να κάνει ο Όρμπαν. Το σοκ της κορωνοϊκής κρίσης και η επιθυμία των ανθρώπων για ριζικές παγκόσμιες αλλαγές δεν φτάνουν. Χρειάζεται και η βούληση ισχυρών ηγετών. Είναι ο συνδυασμός των τριών παραπάνω παραγόντων που μπορεί να οδηγήσει στον δρόμο προς τα μπρος.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 11/4/2020.
Νεωτερικότητα
Η έννοια της νεωτερικότητας παίζει κεντρικό ρόλο στην ανάλυση των σύγχρονων κοινωνιών. Πρόκειται για έναν όρο πολυσημικό που ερμηνεύεται διαφορετικά ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό και ιστορικό πλαίσιο. Ο πιο συνηθισμένος ορισμός εστιάζεται στον πολιτισμικό χώρο. Κυρίως στις αξίες, ιδεολογίες και πρακτικές που απορρέουν από την Γαλλική Επανάσταση. Για παράδειγμα, η εναντίωση στον αυταρχισμό του ancien régime και το θρησκευτικό σκοταδισμό, η έμφαση στο ρασιοναλισμό, στην ατομική ελευθερία, στην ανάπτυξη της επιστήμης κτλ. Αυτού του είδους ο προσανατολισμός κυριαρχεί στους κύκλους φιλοσόφων, διανοητών, και μορφωμένων αριστοκρατών και αστών όχι μόνο στην προεπαναστατική Γαλλία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό δείχνει πως για την ιδιαιτερότητα των νεωτερικών κοινωνιών η εστίαση πρέπει να είναι λιγότερο στα πολιτισμικά και περισσότερο στα κοινωνικά/δομικά χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που καθιστά μοναδικά τα χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας είναι η σύνδεσή τους με ένα είδος κοινωνικής οργάνωσης που κυριάρχησε στην Δύση μετά την Αγγλική Βιομηχανική και την Γαλλική Επανάσταση. Αυτή η οργάνωση παρουσιάζει δύο κοινωνικο-δομικά χαρακτηριστικά που είναι μοναδικά, δεν εντοπίζονται δηλαδή ούτε κάν στις πλέον πολύπλοκες προνεωτερικές κοινωνίες. Αυτά είναι:
- η αποδυνάμωση της παραδοσιακής κοινότητας και η κινητοποίηση και ένταξη του πληθυσμού στο έθνος κράτος, και
- η ολική διαφοροποίηση των θεσμικών χώρων που ο καθένας έχει δυνητικά τη δική του λογική και δυναμική. Μια κατάσταση που οδηγεί στην ευρεία εξατομίκευση.
Λόγω έλλειψης χώρου και λόγω του ότι είναι το πρώτο χαρακτηριστικό που συνδέεται άμεσα με την Επανάσταση του 1821, δεν θα ασχοληθώ με το δεύτερο.
Κινητοποίηση και ένταξη στο έθνος κράτος
Μετά την ανάδυση του έθνους κράτους και την πρωτόγνωρη διείσδυσή του στην περιφέρεια, βλέπουμε την περιθωριοποίηση της παραδοσιακής, μη κοινωνικά διαφοροποιημένης κοινότητας. Η προνεωτερική σχετική αυτονομία της κοινότητας έναντι της κεντρικής εξουσίας μειώθηκε σημαντικά όταν οι συνεχώς επεκτεινόμενοι μηχανισμοί της κεντρικής διοίκησης οδήγησαν στην έκλειψη του παραδοσιακού οικονομικού, πολιτικού και πολιτισμικού τοπικισμού. Οι κοινότητες στην περιφέρεια δεν εξαφανίστηκαν, έχασαν όμως τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους καθώς και μεγάλο μέρος της αυτονομίας τους. Επιπλέον, λόγω της ραγδαίας αστικοποίησης, ο πληθυσμός της υπαίθρου άρχισε να συρρικνώνεται. Οι παραπάνω διαδικασίες συνδέονται με τη μαζική κινητοποίηση του πληθυσμού που εξασθένησε τους δεσμούς του με τις τοπικές, σχετικά αυτάρκεις, παραδοσιακές κοινότητες και τον έφερε πλησιέστερα στο εθνικό κέντρο. Ο πληθυσμός ενσωματώθηκε δηλαδή στις ευρύτερες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αρένες οι οποίες συγκροτούν αυτό που αποκαλούμε έθνος κράτος. Είναι με αυτόν τον τρόπο που σταδιακά οι κρατικοί μηχανισμοί διείσδυσαν στην περιφέρεια κατά τρόπο που ήταν αδιανόητος στην προνεωτερικότητα.
Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να τονιστεί πως παρόλο που η ιδέα του έθνους προϋπήρχε, ήταν στη διάρκεια των αγώνων εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας και της δημιουργίας μιας στοιχειώδους κρατικής δομής από τον Καποδίστρια που περνάμε από το έθνος στο κράτος έθνος. Καθώς το βάρος μετατίθεται από την περιφέρεια στο εθνικό κέντρο οι ταυτότητες διαμορφώνονται όλο και περισσότερο από τους εθνικούς θεσμούς και ιδεολογίες. Αυτοί που ζουν στην περιφέρεια ταυτίζονται πλέον λιγότερο με τις τοπικές κοινωνίες και περισσότερο με το εθνικό κέντρο. Αισθάνονται για παράδειγμα λιγότερο πατρινοί και περισσότερο έλληνες. Εισέρχονται έτσι σε αυτό που ο Benedict Anderson (1991) αποκαλεί «φαντασιακή κοινότητα του κράτους έθνους».
Στο επίπεδο των συλλογικών φορέων δράσης στη μετα-επαναστατική περίοδο τα μέσα κυριαρχίας περνούν σταδιακά από του τοπικούς προύχοντες στους αρχηγούς των κομμάτων που αρχικά ήταν λέσχες σημαντικών προσώπων (τα τζάκια). Στο λεγόμενο ολιγαρχικό κοινοβουλευτισμό του 19ου αιώνα, τα λαϊκά και το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων δεν συμμετείχαν στην ενεργό πολιτική. Στη συνέχεια η εξέγερση στο Γουδί και ο ερχομός του Βενιζέλου στην Αθήνα έσπασε τον παλαιοκομματισμό. Ως πρωθυπουργός προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την κοινωνία καθώς και το πολιτικό σύστημα σκοπεύοντας να δημιουργήσει ένα κόμμα κατά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Οι τοπικοί παράγοντες όμως είχαν ακόμη σημαντική δύναμη και τα βενιζελικά σχέδια απέτυχαν. Καθώς ο κρατικός μηχανισμός δυνάμωνε, οι τοπικοί προύχοντες και καπεταναίοι καταλάβαιναν πως η αντίστασή στην κεντρική εξουσία δεν ήταν πια δυνατή. Αποφάσισαν έτσι να ελέγξουν το κράτος εκ των έσω καταλαμβάνοντας θέσεις κλειδιά στην κρατική διοίκηση.
Βέβαια, όχι μόνο 19ο αιώνα αλλά και στον 20ο παρατηρούμε αντιδημοκρατικές, στρατιωτικές κυρίως επεμβάσεις που κατήργησαν τον δημοκρατικό κοινοβουλευτισμό αναδεικνύοντας έτσι πως η νεωτερικότητα μπορεί να πάρει δημοκρατικές αλλά και αυταρχικές μορφές. Στην Ελλάδα ωστόσο μετά την πτώση των δικτατορίας των συνταγματαρχών η αντιπροσωπευτική δημοκρατία απέκτησε γερές ρίζες. Και σε αυτό βοήθησε και η ένταξή μας στην ευρωζώνη.
Πιο γενικά τώρα, κοιτώντας τις κομματικοπολιτικές εξελίξεις από το 1821 μέχρι σήμερα, η Επανάσταση του 1821 βοήθησε στη γέννηση και, παρά τους εμφύλιους διχασμούς, στην επιβίωση του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. Ο αυταρχικός εκσυγχρονισμός της μεταξικής περιόδου ήταν πολύ λιγότερο σημαντικός από τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της τρικουπικής και βενιζελικής περιόδου.
Συμπερασματικά, η νεωτερική περίοδος της Ελλάδας ξεκίνησε με το πέρασμα από το προ-επαναστατικό έθνος στο ελληνικό κράτος έθνος – αποτέλεσμα των αγώνων, εντός και εκτός της χώρας, που προετοίμασαν και στη συνέχεια υλοποίησαν το στόχο της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό. Η ελληνική επανάσταση ήταν η πρώτη εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Έγινε έτσι παράδειγμα για τις επαναστάσεις των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών. Μαζί με τα ελληνικά δημοκρατικά συντάγματα της περιόδου (τα πιο προοδευτικά εκείνης της εποχής), οι αιματηροί αγώνες για την ανεξαρτησία αποτελούν την παρακαταθήκη των αγώνων του 1821 στις επόμενες γενιές. Είναι ακριβώς αυτή η παρακαταθήκη που εξηγεί την αντοχή των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα μας. Γιατί παρά τους διχασμούς και πιο γενικά την εσωτερικευμένη συγκρουσιακή κουλτούρα των νεοελλήνων οι φιλελεύθεροι, δημοκρατικοί θεσμοί επέζησαν.
Συγκρίνοντας την Ελλάδα με αντίστοιχες εξελίξεις
Τελειώνοντας θέλω να αναφερθώ σε άλλες εξίσου οικονομικά λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της ημιπεριφέρειας που ακολούθησαν μια πορεία προς τη νεωτερικότητα παρόμοια με αυτή της Ελλάδας. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής (κυρίως η Αργεντινή και η Χιλή) την ίδια περίοδο (αρχές του 19ου αιώνα) κατάφεραν να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους από την Ισπανική Αυτοκρατορία. Η διαδρομή αυτών των χωρών έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτά της Ελλάδας: ολιγαρχικό κοινοβουλευτισμό στο 19ο αιώνα, άνοιγμα του πολιτικού συστήματος στο πρώτο ήμισυ του 20ού, στρατιωτικές επεμβάσεις και αργότερα χούντες παρόμοιες με τη δική μας επταετή δικτατορία κτλ. Αν για να καταλάβουμε την ιδιαιτερότητα της νεωτερικότητας πρέπει να εστιάσουμε στην κοινωνικο-δομική οργάνωση των σύγχρονων χωρών, για να καταλάβουμε την ιδιαιτερότητα του ελληνικού δρόμου προς τη νεωτερικότητα είναι χρήσιμο στραφούμε προς τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και όχι μόνο. Από μια τέτοια σύγκριση γίνεται σαφές πως η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν μια παραδοσιακή εξέγερση όπως τα βίαια ξεσπάσματα δουλοπαροίκων κατά του φεουδάρχη, ούτε όπως οι εξεγέρσεις τοπικών parlements εναντίον της απολυταρχικής εξουσίας του Λουδοβίκου toυ 14ου στην Γαλλία. Ήταν μια επανάσταση που συνδέεται άμεσα με την Γαλλική Επανάσταση, τη νεωτερική επανάσταση par excellence. Ήταν η είσοδός μας στη νεωτερική εποχή.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 13/3/2020.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, η νεοδημοκρατική κυβέρνηση, δημιουργώντας πιο ευνοϊκές συνθήκες για τις επιχειρήσεις, ενδέχεται να φέρει περισσότερες ξένες επενδύσεις. Η οικονομία θα οδηγηθεί σε έναν ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης, συνεχίζοντας βέβαια μια διαδικασία που είχε ήδη ξεκινήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Από την άλλη μεριά, η συρρίκνωση των εργατικών δικαιωμάτων και του κοινωνικού κράτους θα εντείνει τις ανισότητες και τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων και των αντιπολιτευτικών κομμάτων. Θα υπάρξει μια μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Οσο για τα ΜΜΕ, η πλειονότητα των οποίων έχει έναν φιλοκυβερνητικό προσανατολισμό, θα συνεχίσουν να προβάλλουν μια μονοδιάστατη εικόνα της πραγματικότητας. Αυτή η κατάσταση αμβλύνει τον πλουραλισμό του πολιτικού συστήματος και άρα τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.
Σε ό,τι αφορά τον κομματικό χώρο, το ΚΙΝΑΛ δεν θα μπορέσει να καταστεί ο τρίτος πόλος του συστήματος. Τα στελέχη και μέλη του θα συνεχίσουν να κατευθύνονται προς τη ΝΔ και προς τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Με άλλα λόγια, ο διπολισμός θα ενταθεί. Οσο για την απλή αναλογική, αυτή θα κάνει τη συμμετοχή των πολιτών πιο δημοκρατική, αλλά τη συνεργασία μεταξύ των κομμάτων πιο δύσκολη. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να ανατρέψει το εκλογικό σύστημα μέσω διπλών εκλογών δεν είναι σίγουρο πως θα πετύχει.
Οσο για το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό, θα εξακολουθήσει να είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Με την ΕΕ να εξακολουθεί να έχει μια όλο και πιο αρνητική στάση στις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων και μεταναστών θα παραμείνει στη χώρα. Η λύση είναι η ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία. Πράγμα που μελλοντικά θα θέσει σε άλλη βάση το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, καθώς και τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος, το πιο σοβαρό πρόβλημα είναι η επιθετικότητα της Τουρκίας που εντάθηκε μετά το μνημόνιο Τουρκίας – Λιβύης. Ενα θερμό επεισόδιο δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επέμβαση της ΕΕ ή των ΗΠΑ μάλλον δεν θα είναι αποτελεσματική. Οι δύο δυνάμεις θα περιορίζονται σε λόγια και όχι σε πράξεις. Η μόνη εφικτή και ευκταία λύση είναι η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό όμως είναι δύσκολο, αφού και οι δύο πλευρές δεν είναι διατεθειμένες να δεχθούν μια απόφαση που σίγουρα θα θίξει ένα μέρος των απαιτήσεών τους.
Ευρώπη
Ξεκινώ με τη συντριπτική νίκη του Μπόρις Τζόνσον. Η απόκτηση αυτοδυναμίας θα οδηγήσει στο τέλος Ιανουαρίου στην έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Αυτό σημαίνει πως στη χώρα θα ενταθεί περισσότερο η πόλωση μεταξύ αυτών που θέλουν να αποχωρήσουν και αυτών που θέλουν να παραμείνουν στην ΕΕ. Στον οικονομικό χώρο, τώρα, πολλές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να κατευθύνονται προς την Ευρώπη, ενώ η Σκωτία που θέλει να παραμείνει στον ευρωπαϊκό χώρο θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα. Το πιθανό είναι, παρ' όλη τη διαφωνία του πρωθυπουργού, να αποσπαστεί από το Ηνωμένο Βασίλειο. Μεσοπρόθεσμα οι παραπάνω εξελίξεις θα υποσκάψουν την παγκόσμια επιρροή της Βρετανίας.
Από την άλλη μεριά, η ΕΕ θα χάσει την τρίτη πιο ισχυρή δύναμή της, αλλά θα απαλλαχθεί από μια χώρα που ήθελε να συμμετοχή à la carte – ενώ συγχρόνως υπέσκαπτε συστηματικά προσπάθειες για μια πολιτική και κοινωνική ενοποίηση. Τα παραπάνω σημαίνουν πως η Μεγάλη Βρετανία θα γίνει λιγότερο «μεγάλη». Μεσοπρόθεσμα θα καταστεί ένας παίκτης δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας στην οικονομική παγκόσμια αρένα. Ενώ στην Ευρώπη η ενοποιητική προσπάθεια θα ενταθεί. Η ΕΕ, παρ' όλες τις δομικές αδυναμίες της, όχι μόνο δεν θα καταρρεύσει, αλλά θα γίνει ένας σημαντικός παγκόσμιος παίκτης, αν όχι στον γεωπολιτικό, σίγουρα στον κοινωνικοπολιτικό χώρο. Βέβαια δεν θα αποκτήσει ποτέ τη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ, Κίνας και Ρωσίας. Αλλά οι αξίες της, ο μοναδικός συνδυασμός αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις περισσότερες χώρες-μέλη, θα επηρεάσουν θετικά τις εξελίξεις στον κόσμο που έρχεται.
Σε ό,τι αφορά τα εσωτερικά προβλήματα της ΕΕ, ο Μακρόν είναι και θα συνεχίσει να είναι ο πιο σημαντικός πολιτικός – τουλάχιστον μέχρι το τέλος της θητείας του. Η ιδέα του να καταστεί δυνατή μια πιο στενή συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας είναι, κατά τη γνώμη μου, σωστή. Αλλά βέβαια θα αντιμετωπίσει την αντίδραση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Πιο γενικά, το όραμά του για έναν γενικό μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής δεν θα είναι δυνατό στα χρόνια που έρχονται.
Οσο για τον ανταγωνισμό Γαλλίας – Γερμανίας, η τελευταία, ως κυρίαρχη οικονομία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια Ευρώπη πιο αλληλέγγυα και πιο ενωμένη. Κάτι τέτοιο όμως έχει μικρές πιθανότητες να συμβεί. Η πλειοψηφία των γερμανών ψηφοφόρων δεν ενδιαφέρεται για ριζοσπαστικές αλλαγές για προφανείς λόγους, αφού, για τη στιγμή, η οικονομική κυριαρχία της χώρας τους τούς ευνοεί σημαντικά (π.χ. η Γερμανία συσσωρεύει πλεονάσματα εις βάρος των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών). Η Γερμανία, ως οικονομικά ισχυρότερη, θα συνεχίσει να επιβάλλει τη δημοσιονομική σταθερότητα/λιτότητα και το γερμανοκρατικό status quo. Πράγμα που θα οδηγήσει στη συνέχιση της συστηματικής μεταφοράς πόρων από τις λιγότερο στις περισσότερο ανταγωνιστικές οικονομίες. Μια μεταφορά που θα εντείνει, μεταξύ άλλων, το χάσμα μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου.
Οι εξελίξεις θα μπορούσε να ήταν διαφορετικές αν το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) αποχωρούσε από τον «μεγάλο συνασπισμό» που συνεχώς μειώνει τη δημοτικότητά του. Πρόσφατα η αρχηγία του κόμματος πέρασε στους Norbert Walter-Borjans και Saskia Esken. Ο αριστερός προσανατολισμός του διδύμου, υπό την πίεση της Νεολαίας του κόμματος, είχε οδηγήσει αρχικά στην πρόθεση εξόδου από τον συνασπισμό. Στη συνέχεια όμως παρατηρούμε μια στροφή της νέας ηγεσίας που θα διασώσει το status quo με αντάλλαγμα περισσότερα φιλεργατικά μέτρα. Αν όμως η δημοτικότητα του SPD εξακολουθήσει την καθοδική πορεία του, η έξοδος από τον «μεγάλο συνασπισμό» είναι σχεδόν σίγουρη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων καθώς και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Die Linke). Κάτι τέτοιο θα άλλαζε το πολιτικό status quo. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση που θα μεταμόρφωνε προς το καλύτερο τη Γερμανία και την ΕΕ. Αλλά οι πιθανότητες για μια τέτοια εξέλιξη είναι μικρές.
Η παγκοσμιοποίηση
Αντίθετα με αυτό που ελπίζουν οι λαϊκιστές, η αποπαγκοσμιοποίηση και η επιστροφή στην αυτονομία του κράτους-έθνους δεν είναι πια δυνατές. Το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών θα εξακολουθήσει με ταχείς ρυθμούς, με θετικά και αρνητικά αποτελέσματα. Θα μειώσει ακόμα περισσότερο την απόλυτη φτώχεια. Πιο γενικά, θα καλυτερεύσει το επίπεδο διαβίωσης σε πολλές χώρες του πλανήτη. Από την άλλη μεριά, η συνεχιζόμενη νεοφιλελεύθερη δομή της παγκόσμιας οικονομίας θα εντείνει ακόμα περισσότερο τις ανισότητες. Οι χαμένοι από αυτή την κατάσταση θα συνεχίσουν να στρέφονται προς τα λαϊκιστικά κόμματα στην Ευρώπη και αλλού. Η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των λίγων και η εντεινόμενη κατεύθυνση των πόρων προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα θα εντείνουν τη φοροδιαφυγή και θα επιβραδύνουν την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.
Οσο για τις προβλέψεις για μια επερχόμενη βαθιά κρίση, μπορεί να μη συμβεί την επόμενη χρονιά. Σίγουρα όμως το νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο σύστημα δεν θα μπορεί να αποφύγει μελλοντικές καταστροφικές διαταράξεις. Γιατί όσο η παγκόσμια οικονομία δεν ελέγχεται από ισχυρούς πολιτικούς μηχανισμούς, οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες. Αυτό δεν σημαίνει, όπως υποστηρίζουν μερικοί διανοούμενοι της Αριστεράς (π.χ. Streeck, Wallerstein, Harvey), πως σύντομα θα δούμε την κατάρρευση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο καπιταλισμός δεν θα επιβιώσει για πάντα, αλλά σίγουρα θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμα.
Τελειώνω με δύο λόγια για την κλιματική αλλαγή. Οι μαζικές κινητοποιήσεις που βλέπουμε στην Ευρώπη και αλλού θα οδηγήσουν σε μερικά θετικά αποτελέσματα. Αλλά από τη στιγμή που οι ΗΠΑ αποχώρησαν από τη Συμφωνία των Παρισίων οι πιθανότητες μιας ριζικής επιβράδυνσης της οικολογικής καταστροφής δεν είναι μεγάλες. Μόνο μια συμφωνία μεταξύ Κίνας και Αμερικής, οι οικονομίες των οποίων ευθύνονται περισσότερο για τη σημερινή οικολογική κρίση, θα μπορούσε να φέρει καθοριστικές αλλαγές. Για τη στιγμή, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Κυρίως αν ο Ντόναλντ Τραμπ θα συνεχίσει να είναι πρόεδρος για μια ακόμα τετραετία, πράγμα καθόλου απίθανο.
*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 3/1/2020.
Μερικές σύντομες παρατηρήσεις σχετικά με την κριτική του πρόσφατου άρθρου του Κώστα Σημίτη στα Νέα. Άρθρο που σχετίζεται με την Συμφωνία του Ελσίνκι. Ως γνωστόν, μεταξύ των άλλων επιτυχιών της συμφωνίας (όπως η είσοδος της Κύπρου στην ΕΕ) υπήρξε σημαντική πρόοδος στα θέματα της υφαλοκρηπίδας και άλλων σχετικών προβλημάτων. Ο πρώην πρωθυπουργός ήταν θετικός στην προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Τάσο Γιαννίτση «μια απόφαση με βάση το διεθνές δίκαιο, ακόμα και αν δεν ικανοποιούσε το σύνολο των θέσεων της Ελλάδας, θα ήταν ένα προτιμότερο αποτέλεσμα από ό,τι να παραμένουν οι εξελίξεις ανοιχτές» (Καθημερινή, 18/12/2019).
Αυτή η πολύ καλή εξέλιξη σταμάτησε με την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή που προτίμησε να μη συνεχίσει την πολιτική Σημίτη. Με τη λογική πως η προσφυγή στην Χάγη θα μπορούσε να βλάψει μια σειρά εθνικών συμφερόντων αφού η στασιμότητα και η διατήρηση του status quo ήταν προτιμότερη λύση, εφόσον μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα υποχρέωνε σίγουρα τις κυβερνήσεις των δύο χωρών να κάνουν πίσω στις εκατέρωθεν διεκδικήσεις τους. Αυτό θα οδηγούσε στην Ελλάδα τους υπερπατριώτες/εθνικιστές εντός και εκτός του κόμματος να κατηγορήσουν την κυβέρνηση για «προδοσία» (όπως έκανε η ΝΔ στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών - για μικροκομματικούς λόγους).
Το άρθρο του Κώστα Σημίτη θεωρήθηκε κριτική της κυβέρνησης. Σαν ένα άρθρο που υποσκάπτει τις προσπάθειές της να πείσει την ΕΕ και τις ΗΠΑ να στηρίξουν πιο ενεργά τη χώρα κυρίως μετά το μνημόνιο Λιβύης-Τουρκίας. Θα μπορούσε όμως να δει κανείς την επιχειρηματολογία Σημίτη όχι σαν υπόσκαψη της κυβέρνησης και της μέχρι τώρα πολιτικής της σε ό,τι αφορά τη συνεχώς εντεινόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας. Ούτε βέβαια ήταν κριτική για τον κυβερνητικό στόχο να ενισχυθούν οι αποτρεπτικές ικανότητες των ενόπλων δυνάμεων.
Εάν ερμηνεύω σωστά το άρθρο, ο πρώην πρωθυπουργός θέλησε να τονίσει πως επιπλέον των δύο παραπάνω κυβερνητικών στόχων, η προσφυγή στην Χάγη θα οδηγούσε σε συμβιβασμούς που θα απέκλειαν όμως την όποια θερμή κρίση. Βέβαια με την προϋπόθεση πως η κυβέρνηση θα αποφάσιζε να συζητήσει και προβλήματα πέρα από τις διαφορές στον χώρο της υφαλοκρηπίδας. Αυτό όμως δεν φαίνεται να είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης.
Ο Γιώργος Κουμουτσάκος αναφέρθηκε στην πιθανότητα προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο. Αλλά με την προϋπόθεση πως θα τεθεί μόνο το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας και όχι άλλων ελληνοτουρκικών διαφορών. Αφού οι άλλες τουρκικές απαιτήσεις δεν έχουν σοβαρή νομική βάση. Αυτού του είδους η προσφυγή σίγουρα δεν θα γινόταν δεκτή από τη γείτονα χώρα. Με άλλα λόγια, η προσφυγή στην Χάγη δεν αποτελεί μέρος της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτό όμως, όπως σωστά υποστήριξε ο Χρήστος Ροζάκης στο κυριακάτικο φύλλο της Καθημερινής (8/12/2019), είναι ο μόνος τρόπος να λυθούν οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών.
Κατά την γνώμη μου, αυτό ακριβώς υποστηρίζει το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού. Μπορεί βέβαια κανείς να αμφισβητήσει αυτή τη θέση. Αλλά δεν μπορεί να αμφισβητήσει την απαίτηση να μπει αυτή η πρόταση για συζήτηση στον δημόσιο χώρο. Το αντίθετο θα ήταν μια συσκότιση της σημερινής πραγματικότητας.
Συμπέρασμα
Το Ελσίνκι δεν πέθανε, όπως πολλοί υποστηρίζουν. Είναι χρήσιμο για να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα. Αν θέλουμε να καταλάβουμε ποια είναι η πολιτική της τωρινής κυβέρνησης. Μια κυβέρνηση που ακολουθεί πιστά την αναβλητική στάση του Κώστα Καραμανλή. Από αυτή την σκοπιά, το άρθρο Σημίτη είναι απαραίτητο για να αντιληφθούμε τις σημερινές προκλήσεις και την στρατηγική που η χώρα οφείλει να ακολουθήσει.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 21/12/2019.
Ο λαϊκισμός, όπως οι βασικότερες έννοιες στις κοινωνικές επιστήμες, έχει έναν πολυσημικό χαρακτήρα. Για αυτόν τον λόγο είναι σχεδόν αδύνατο να αναλύσει κανείς το φαινόμενο εν γένει, δηλαδή χωρίς να το εντάξει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: γεωγραφικό (οι Ναρόντνικοι στην Ρωσία, οι λαϊκιστές τύπου Περόν στην Λατινική Αμερική), θεσμικό (θρησκευτικό, πολιτικό, πολιτισμικό), χρονικό (προνεωτερικό, πρώιμο νεωτερικό, υστερο-νεωτερικό).
Παγκοσμιοποίηση και ο ύστερος λαϊκισμός
Σε αυτό το κείμενο θα ασχοληθώ με έναν τύπο λαϊκισμού που πήρε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά την περίοδο του ανοίγματος των παγκόσμιων αγορών στη δεκαετία του 80. Άνοιγμα που οδήγησε ραγδαία όχι στην εμφάνιση, αλλά στην κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Είναι σε αυτή την περίοδο που το κράτος, αντίθετα με την περίοδο 1945-1975, δεν μπορούσε πια να ελέγξει το κεφάλαιο εντός των εθνικών συνόρων. Κάθε προσπάθεια σοβαρού ελέγχου οδηγούσε τις επενδύσεις σε χώρες όπου η φορολογία ήταν εξαιρετικά χαμηλή και οι κυβερνητικοί ή συνδικαλιστικοί έλεγχοι σχεδόν ανύπαρκτοι. Σε αυτή την περίοδο, ο λαϊκισμός απέκτησε χαρακτηριστικά στον κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό χώρο τα οποία οδήγησαν σε μια κατάσταση που κλιμάκωσε λαϊκιστικά κινήματα και ιδεολογίες (αριστερών και δεξιών) σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτή την περίοδο, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και οι παντοδύναμες πολυεθνικές που κυρίως την χαρακτηρίζουν οδήγησαν πολλές χώρες του κόσμου σε μια ιδιάζουσα κοινωνικοοικονομική, πολιτισμική και μεταναστευτική κρίση. Οι τρεις αυτές αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις συγκροτούν σήμερα ένα σύνολο μοναδικό στην ιστορία της νεωτερικότητας.
Οι τρεις κρίσεις
Πιο συγκεκριμένα, στον κοινωνικό χώρο για παράδειγμα, οι ανισότητες εκτινάχτηκαν σε πρωτοφανή επίπεδα. Αφού ένας μικρός αριθμό του παγκόσμιου πληθυσμού (1%) ελέγχει ένα πολύ μεγάλο μέρος του παραγόμενου πλούτου. Επιπλέον, αυτή η τεράστια συγκέντρωση οικονομικών πόρων προσανατολίζεται λιγότερο στον αγροτικό και βιομηχανικό χώρο, και περισσότερο στον υπερδιογκωμένο χρηματοπιστωτικό τομέα. Τομέα όπου τα κέρδη είναι πολύ υψηλά και η φορολογία είναι εύκολο να αποφευχθεί μέσω των φορολογικών παραδείσων και άλλων ημι-παράνομων μέσων.
Στον πολιτισμικό χώρο τώρα, οι κερδισμένοι από το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών αρχίζουν να προσανατολίζονται προς έναν λιγότερο «πατριωτικό» και περισσότερο «κοσμοπολιτικό» τρόπο ζωής (Ulrich Beck, 2006). Ενώ οι χαμένοι αντιμετωπίζουν όχι μόνο μια κοινωνικοοικονομική, αλλά και ταυτοτική κρίση. Αφού η εθνότητα και η εθνική/λαϊκή κουλτούρα υποσκάπτεται.
Υπάρχει βέβαια και η μεταναστευτική/προσφυγική κρίση (κυρίως, αλλά όχι μόνο, στην ΕΕ). Άνθρωποι που η ζωή τους κινδυνεύει από πολέμους ή από την απόλυτη φτώχεια στρέφονται απεγνωσμένα στις πλούσιες, αναπτυγμένες χώρες. Αυτοί που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια έχουν να αντιμετωπίσουν τους εγχώριους χαμένους από την παγκοσμιοποίηση που βλέπουν την εθνική τους ταυτότητα να απειλείται όχι μόνο από τον κοσμοπολιτισμό εκ των άνω, αλλά και από την πολυπολιτισμικότητα από τα κάτω. Δηλαδή από τις διάφορες κουλτούρες των εισερχόμενων. Κουλτούρες που αλλοιώνουν την «καθαρότητα» της εθνικής κουλτούρας.
Η νέα λαϊκιστική κινητοποίηση
Ο συνδυασμός της κοινωνικοοικονομικής, ταυτοτικής και μεταναστευτικής κρίσης (που εντάθηκε ακόμα περισσότερο με την παγκόσμια κρίση του 2007/8) αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για χαρισματικούς, λαϊκιστές ηγέτες να κινητοποιήσουν τους χαμένους από την άρθρωση των παραπάνω κρίσεων. Έτσι παρατηρούμε την αναζωογόνηση προϋπαρχόντων λαϊκισμών (π.χ. Γαλλία, Ιταλία) και τη δημιουργία ή ραγδαία ανάπτυξη νέων λαϊκιστικών δυνάμεων (από την Σκανδιναβία μέχρι την Γερμανία). Δυνάμεων που στοχεύουν στην αποπαγκοσμιοποίηση, στην επιστροφή της αυτονομίας του κράτους έθνους και στην κατασκευή τειχών που θα εμποδίσουν την είσοδο νέων μεταναστών που, μεταξύ άλλων, θα υποσκάψουν παραπέρα τη δυτική κουλτούρα και τον δυτικό τρόπο ζωής. Βέβαια, και οι τρεις αυτοί στόχοι είναι αδύνατον να υλοποιηθούν. Η παγκοσμιοποίηση μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα, αλλά δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Η επιστροφή στην αυτονομία του έθνους κράτους είναι εξίσου αδύνατη. Ενώ οι παγκόσμιες μεταναστευτικές ροές θα συνεχίσουν να εντείνονται. Όλα όμως τα παραπάνω δεν εμποδίζουν ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού να στρέφεται προς τα λαϊκιστικά κόμματα που σήμερα υπόσχονται αλλαγές που είναι αδύνατον να υλοποιηθούν.
Συμπερασματικά, στην ύστερη μεταπολεμική περίοδο ο συνδυασμός των τριών κρίσεων που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο δικαιολογεί τον όρο «ύστερος λαϊκισμός». Γιατί εξηγεί σε έναν σημαντικό βαθμό τη ραγδαία εξάπλωση του φαινομένου και τις αλλαγές σε έναν λαϊκιστικό λόγο που αντιτίθεται συγχρόνως στην παγκοσμιοποίηση, στις ανισότητες και στην πολυπολιτισμικότητα. Είναι ακριβώς αυτός ο συνδυασμός που υποσκάπτει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που πολλοί νόμιζαν πως μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης θα κυριαρχήσει παγκόσμια (Francis Fukuyama, 1992).
Βέβαια, μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως το επίθετο «ύστερος» δεν δικαιολογείται. Αφού και παλαιότεροι λαϊκισμοί βασίζονταν στην εναντίωσή τους στις ανισότητες, στους μετανάστες και στον κοσμοπολιτισμό των ελίτ. Κατά την γνώμη μου όμως το επίθετο «ύστερος» δικαιολογείται γιατί ο συνδυασμός των τριών κρίσεων στον οποίο το άρθρο αναφέρεται έχει άμεση σχέση με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και, πιο συγκεκριμένα, με το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών από το τέλος της δεκαετία του 80 μέχρι σήμερα. Είναι σε αυτό το συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο που παρατηρούμε όχι μόνο ποσοτικές, αλλά και ποιοτικές διαφορές μεταξύ των πριν από την τωρινή παγκοσμιοποίηση λαϊκισμών και τον σημερινό λαϊκισμό που εξαπλώνεται ραγδαία σε παγκόσμιο επίπεδο. Για παράδειγμα, στο επίπεδο της λαϊκιστικής ιδεολογίας οι παλαιοί λαϊκισμοί εστίαζαν στον διαχωρισμό μεταξύ λαού και κατεστημένου. Ενώ ο τωρινός λαϊκισμός δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην ταυτοτική και μεταναστευτική κρίση που συνδέονται άμεσα με τον τύπο της παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε στη δεκαετία του 80.
Κλείνοντας, δεν χρειάζεται να τονίσω πως όσο η υπερβολική ελευθερία των αγορών οι οποίες δεν ελέγχονται από παγκόσμιους ισχυρούς πολιτικούς μηχανισμούς, οι τάσεις του ύστερου λαϊκισμού θα εξακολουθούν να εντείνονται.
*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 2/11/2019.
1. Στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο ισχυρά συνδικάτα και εργατικά κόμματα, για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, κατόρθωσαν σε σημαντικό βαθμό να εξανθρωπίσουν το καπιταλιστικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, κατόρθωσαν να εξαπλώσουν αστικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Ενδυνάμωσαν το κράτος δικαίου, έκαναν σταδιακά καθολικό το δικαίωμα ψήφου και έβαλαν τις βάσεις για ένα αναπτυγμένο κοινωνικό κράτος. Αυτή ήταν η «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατίας (1945-1975).
2. Στη συνέχεια όμως, το απότομο άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στη δεκαετία του 80 οδήγησε στη λεγομένη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Οδήγησε στην άμβλυνση της αυτονομίας του κράτους-έθνους. Κυρίως στην αδυναμία του να ελέγχει τις κινήσεις των κεφαλαίων εντός των εθνικών συνόρων. Κάθε σοβαρός έλεγχος από κυβέρνηση και συνδικάτα οδηγούσαν τις επενδύσεις σε χώρες όπου τέτοιου είδους έλεγχοι ήταν αναποτελεσματικοί.
3. Μέσα σε αυτό το νέο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αναγκάστηκαν να πλησιάσουν τις αγοροκρατικές αξίες και πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού. Επιπλέον, με το πέρασμα στον μεταφορντικό τρόπο παραγωγής έχασαν ένα μέρος της εκλογικής τους βάσης, δηλαδή του βιομηχανικού προλεταριάτου. Μετατράπηκαν σε πολυσυλλεκτικά κόμματα απευθυνόμενα όχι μόνο στην αρχική εκλογική βάση τους, αλλά και στα μεσαία στρώματα. Αυτό οδήγησε σε μια κατάσταση όπου οι ανισότητες εκτινάχθηκαν στα ύψη και τα κοινωνικά δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων συρρικνώθηκαν. Για πολλούς η παραπάνω αλλαγή οφείλονταν λιγότερο στην παγκοσμιοποίηση και περισσότερο στην «προδοσία» των σοσιαλδημοκρατικών ελίτ. Οι τελευταίοι μετατράπηκαν σε «σοσιοφιλελεύθερους/μπλεριστές». Για άλλους όμως η αλλαγή πλεύσης οφείλονταν σε μια προσπάθεια επιβίωσης της σοσιαλδημοκρατίας σε ένα πλαίσιο όπου οι σοσιαλδημοκρατικοί στόχοι ήταν πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθούν, κυρίως στο επίπεδο του κράτους-έθνους. Κατά αυτούς η σοσιαλδημοκρατία δεν πέθανε. Μπορεί να ξαναζωντανέψει. Έχει όντως αρχίσει να ξαναζωντανεύει, αφού στις πρόσφατες ευρωεκλογές τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που δεν πήγαν προς τα δεξιά πήραν την ανιούσα.
4. Στη συνέχεια όμως, μετά τις πρόσφατες προσπάθειες ταχύτερης ενοποίησης της ΕΕ, φάνηκε πιο καθαρά πως η επιστροφή σε έναν νέο τύπο χρυσής εποχής τη σοσιαλδημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο δεν είναι πια εφικτή. Μόνο σε έναν ευρύτερο μεταεθνικό χώρο όπως αυτός της ευρωζώνης θα μπορούσε το σοσιαλδημοκρατικό εγχείρημα να προχωρήσει. Σε αυτό το επίπεδο εμφανίζονται σήμερα δύο διαφορετικές ενοποιητικές στρατηγικές: η μερκελική και η μακρονική. Η πρώτη στοχεύει σε μια ενοποίηση που θα συνεχίζει τον γερμανοκρατικό χαρακτήρα της ένωσης. Πράγμα που θα συνεχίσει να διασφαλίζει στην Γερμανία τα τεράστια πλεονεκτήματα σε σχέση με την οικονομικά πιο αδύναμη Γαλλία και τις λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου. Ο Μακρόν από την άλλη μεριά, παρά τον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό της χώρα του, έχει αντιληφθεί πως ο μόνος τρόπος να υπερβεί την ανισορροπία δύναμης μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας είναι το πέρασμα από μια γερμανοκρατική σε μια ευρωκεντρική ευρωζώνη. Σε μια ευρωζωνική ομοσπονδία βασισμένη όχι μόνο στον ανταγωνισμό, αλλά και στην αλληλεγγύη. Δηλαδή σε έναν μετασχηματισμό όπου, μεταξύ άλλων, το εντεινόμενο χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου θα αμβλυνθεί. Ο μόνος τρόπος να πετύχει κάτι τέτοιο είναι μια συμμαχία με τις λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες, κυρίως αλλά όχι μόνο, του ευρωπαϊκού Νότου. Αυτό δεν είναι τόσο απίθανο αν λάβει κανείς υπόψη πως ο Γάλλος πρόεδρος, μετά την σταδιακή αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ και τις πρόσφατες παρεμβάσεις του (στο πρόβλημα του Αμαζονίου, στη συνεργασία με την Ρωσία κτλ.) δεν είναι μόνο ο πιο σοβαρός παίκτης στο ευρωπαϊκό, αλλά και σημαντικός στον παγκόσμιο πολιτικό χώρο.
5. Εάν η Ευρώπη κατορθώσει να ξεπεράσει τις τωρινές δομικές αδυναμίες της, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο, θα μπορούσε να καταστεί μια συμπαγής παγκόσμια δύναμη. Μια δύναμη ικανή να γίνει, μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα, ο τρίτος σοβαρός παίκτης, αν όχι στη γεωπολιτική, στην κοινωνικοοικονομική παγκόσμια αρένα. Κάτι τέτοιο θα άμβλυνε τις βαρβαρότητες του νεοφιλελεύθερου αμερικανικού και του αυταρχικού κινεζικού καπιταλισμού.
6. Περνώντας τώρα στην σχέση της σοσιαλδημοκρατίας με άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις, η άκρα Αριστερά που είναι βαθιά αντισυστημική είναι φυσικά εναντίον της ρεφορμιστικής σοσιαλδημοκρατίας. Εναντιώνεται επιπλέον στον καπιταλισμό γενικά. Προβλέπει πως είτε μέσω της επαναστατικής βίας είτε μέσω των εσωτερικών αντινομιών του καπιταλιστικού συστήματος αυτό σύντομα θα καταρρεύσει. Αυτό είναι μάλλον απίθανο. Αφού οι δυνάμεις που θέλουν να το διατηρήσουν είναι πολύ πιο ισχυρές από αυτές που θέλουν σύντομα να το ανατρέψουν. Άρα κάθε κινητοποίηση προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί στην ισχυροποίηση του status quo. Από την άλλη μεριά, η φιλοευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά έχει όλο και περισσότερο κοινά σημεία με τη σοσιαλδημοκρατική/σοσιαλιστική Κεντροαριστερά. Υπάρχουν βέβαια διαφορές αλλά και οι δύο συμφωνούν κατά βάση με τη μακρονική ενοποιητική στρατηγική. Θέλουν ταχύτερη ενοποίηση και την εφαρμογή μέτρων που θα αμβλύνουν τις γεωγραφικές και κοινωνικές ανισότητες μεταξύ ευρωπαϊκού κέντρου και περιφέρειας. Πιο γενικά, σε ό,τι αφορά την κομματική δομή της ευρωζώνης μεταξύ των δύο βάρβαρων αλληλοσυνδεόμενων άκρων (του νεοφιλελευθερισμού που ακατάπαυστα θρέφει τον εθνολαϊκισμό) η σοσιαλδημοκρατική Κεντροαριστερά, η ριζοσπαστική φιλοευρωπαϊκή Αριστερά, τα πολικά φιλελεύθερα κόμματα του κεντρώου χώρου καθώς και τα ραγδαία ανερχόμενα πράσινα κόμματα έχουν, στη σημερινή συγκυρία, λιγότερο αντιθετικούς και περισσότερο συμπληρωματικούς στόχους. Στοχεύουν στον μεγαλύτερο πολιτικό έλεγχο των αγορών, κυρίως των χρηματιστηριακών που σήμερα οδηγούν στον λεγόμενο «καπιταλισμό καζίνο». Στοχεύουν επίσης στη μείωση των ανισοτήτων, στην ενδυνάμωση του συνεχώς συρρικνώμενου κοινωνικού κράτους και στην πιο ουσιαστική διαχείριση της κλιματικής αλλαγής.
7. Ο μόνος τρόπος μετάβασης σε ένα πιο ανθρώπινο μετακαπιταλιστικό σύστημα είναι η παραπέρα ανάπτυξη του καπιταλισμού που όπως υποστήριξε ο Μαρξ έχει και καταστροφικά αλλά και θετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά την τωρινή παγκοσμιοποίηση (όχι αυτή του 19ου αιώνα), ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εντείνει τις ανισότητες και την κοινωνική περιθωριοποίηση στις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες. Συγχρόνως όμως η διείσδυση των πολυεθνικών στην ημιπεριφέρεια και περιφέρεια του συστήματος μειώνει την απόλυτη φτώχεια σε βαθμό που σήμερα πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι έχουν αποφύγει την απόλυτη φτώχεια. Έχουν δηλαδή αποκτήσει το δικαίωμα σε μια ανθρώπινη επιβίωση. Πρόκειται για ένα επίτευγμα μοναδικό στη μακρόχρονη ιστορία του καπιταλισμού. Αν τα παραπάνω ισχύουν, είχε δίκιο ο σοσιαλδημοκράτης Eduard Bernstein που πριν από πολλά χρόνια τόνισε πως μόνο οι δυνάμεις που στοχεύουν σε έναν πιο αναπτυγμένο, σταδιακά μετασχηματιζόμενο καπιταλισμό (μέσω συνεταιριστικών και άλλων προοδευτικών διαδικασιών), θα μπορέσει η ανθρωπότητα να περάσει σε μια μετακαπιταλιστική, δημοκρατικά οργανωμένη κοινωνία.
8. Με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, κυρίως της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης, σε ένα πλαίσιο όπου η λογική της αγοράς εξακολουθεί να υπερέχει των παγκόσμιων πολιτικών ελέγχων, η ανθρωπότητα μοιάζει με μια αμαξοστοιχία χωρίς φρένα που κατευθύνεται σε μια βιβλικού τύπου κλιματική και ανθρωπιστική καταστροφή. Μόνο με μια συμμαχία των προοδευτικών δυνάμεων που αναφέρονται πιο πάνω μπορεί να ξεπεραστεί το τωρινό αδιέξοδο. Αυτό ακούγεται σαν μια ουτοπία. Μπορεί όμως, αντίθετα με αυτή του Μαρξ, να πρόκειται για μια «ρεαλιστική ουτοπία». Για ένα κοινωνικό φαντασιακό για το οποίο αξίζει κανείς να αγωνίζεται.
Συμπέρασμα: Αντίθετα με αυτό που μερικοί πιστεύουν στον χώρο της Αριστεράς, η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει πεθάνει. Σήμερα ξαναζωντανεύει. Είναι ο μόνος δρόμος για ένα καλύτερο μέλλον.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 7/9/2019.
Με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών, η νικήτρια Νέα Δημοκρατία κέρδισε την αυτοδυναμία ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία όχι μόνο δεν υπέστη την αναμενόμενη στρατηγική ήττα, αλλά κατάφερε να πάρει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό των ευρωεκλογών. Τέλος, το ΚΙΝΑΛ με το οποίο θα ασχοληθώ σε αυτό το άρθρο δεν κατόρθωσε να ανέλθει σε διψήφιο αριθμό. Φαίνεται καθαρά πως για την επόμενη τετραετία το διπολικό σύστημα θα εδραιωθεί περισσότερο ενώ το ΚΙΝΑΛ, όπως έχω τονίσει και σε προηγούμενα άρθρα μου, αν δεν αλλάξει τον προσανατολισμό του θα συνεχίσει τον κατηφορικό δρόμο.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, θα υποστηρίξω πως τα μέλη και στελέχη του κινήματος, πριν αποφασίσουν τι είδους στάση θα πάρουν στο επόμενο συνέδριο του κόμματος, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους όχι μόνο τι συμβαίνει στη χώρα μας αλλά και τις σχετικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Γιατί η Ελλάδα, αντίθετα με την ελληνοκεντρική αντίληψη, δεν αποτελεί εξαίρεση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την σχέση μεταξύ σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής αριστεράς.
Σοσιαλδημοκρατία και παγκοσμιοποίηση
Στην Ευρώπη το απότομο άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών οδήγησε στην αδυναμία των εθνικών κυβερνήσεων να ελέγχουν τις κινήσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου εντός των εθνικών συνόρων. Αυτό βέβαια ενέτεινε την ανισορροπία δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Επιπλέον, η συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης (η κύρια εκλογική βάση των σοσιαλδημοκρατών), καθώς και άλλοι παράγοντες οδήγησαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να προσεγγίσουν τις πρακτικές και αξίες του νεοφιλελευθερισμού. Αξίες βασισμένες στην αγοροκρατική λογική. Στη λογική πως όσο μεγαλύτερη είναι η απελευθέρωση των αγορών από τον κρατικό έλεγχο, τόσο η παραγωγικότητα εντείνεται. Ενώ μέσω της διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω (trickle down effect) θα εξασφαλίζονται ή και θα επεκτείνονται τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Βέβαια, αυτή η λογική δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη την τωρινή κυριαρχία του χρηματιστηριακού καπιταλισμού, τη δυνατότητα φυγής του κεφαλαίου σε φορολογικούς παραδείσους κτλ. Για ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς η στροφή της σοσιαλδημοκρατίας προς τα δεξιά θεωρήθηκε ως προδοσία: ως «μπλερισμός» ή «σοσιοφιλελευθερισμός». Μια τάση που δεν έχει πια καμία σχέση με την «χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1975). Κατά αυτούς, η στροφή της σοσιαλδημοκρατίας προς τον νεοφιλελευθερισμό οδήγησε στον θάνατό της. Είναι για αυτόν τον λόγο που πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, κυρίως κατά την περίοδο της 2007/8 κρίσης, πήραν την κατιούσα. Έτσι, για παράδειγμα, στις τρεις πιο μεγάλες οικονομίες της ΕΕ (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία) παρατηρούμε την εκτίναξη των ανισοτήτων και την κοινωνική περιθωριοποίηση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Αυτό σε συνδυασμό με την ταυτοτική και προσφυγική κρίση, οδήγησε στη θεαματική άνοδο του εθνολαϊκισμού και την κάθοδο των κεντροαριστερών κομμάτων.
Οι εξελίξεις στην ευρωζώνη
Ξεκινώ με το ιστορικά και πολιτικά πιο σημαντικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το γερμανικό SPD. Το κόμμα αποφάσισε να συνεργαστεί σχηματίζοντας έναν «μεγάλο συνασπισμό» με το συντηρητικό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, με καταστροφικά για το πρώτο αποτελέσματα. Σε κάθε έναν από τους τρεις συνασπισμούς με το κόμμα της Άνγκελας Μέρκελ το SPD κατόρθωσε μεν να προωθήσει σε κάποιον βαθμό τα δικαιώματα των εργαζομένων. Αλλά συρρικνώθηκε δραματικά σε ό,τι αφορά τα ποσοστά του. Και αυτό την στιγμή που μετά τις πρόσφατες ευρωεκλογές το αριστερό ριζοσπαστικό πράσινο κόμμα φαίνεται να καταλαμβάνει την πρώτη θέση στις δημοσκοπήσεις ξεπερνώντας τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα (το SPD και το Λαϊκό Κόμμα). Παρόλα αυτά η τωρινή ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος παραμένει στον Μεγάλο Συνασπισμό που έχει πάψει πια να είναι «μεγάλος». Στην κομματική όμως βάση του SPD, κυρίως οι νέες και οι νέοι, απαιτούν την άμεση αποχώρηση από μια συμμαχία που έχει περιθωριοποιήσει τη γερμανική κεντροαριστερά. Πολλοί υποστηρίζουν πως μια νέα συμμαχία μεταξύ της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς, του ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος Die Linke και των πρασίνων θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση και να αλλάξει την κομματική δομή της Γερμανίας αλλά και τις μελλοντικές τύχες της ΕΕ.
Σε άλλες όμως ευρωπαϊκές χώρες, η σοσιαλδημοκρατία τα κατάφερε καλύτερα. Για παράδειγμα, στις πρόσφατες εκλογές στην Δανία η σοσιαλδημοκράτισσα Μέτε Φρέντρικσεν κατόρθωσε να σχηματίσει κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη τους φόβους μιας μερίδας των ψηφοφόρων που επιθυμούν τον πιο αυστηρό έλεγχο των προσφυγικών ροών. Στην Σουηδία από την άλλη μεριά, οι σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν τις εκλογές με παραχωρήσεις προς τα μεσαία κόμματα. Ενώ οι φιλανδοί σοσιαλδημοκράτες συγκρότησαν κυβέρνηση συμμαχώντας με μικρότερα αριστερά κόμματα. Όσο για τη νότια Ευρώπη, ως γνωστόν ο πορτογάλος σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα κυβερνά εδώ και καιρό με αποτελεσματικό τρόπο στη βάση μιας συμμαχίας όπου το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα Bloco παίζει σημαντικό ρόλο. Το ίδιο ισχύει και για την Ισπανία. Ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ κυβερνά με τη βοήθεια των Podemos (πρόκειται βέβαια για μια κυβέρνηση μειοψηφίας).
Με βάση τα παραπάνω, είναι εμφανές πως στην ευρωζώνη κάθε στροφή της σοσιαλδημοκρατίας προς τα δεξιά την αποδυναμώνει. Ενώ αντίθετα όταν η κεντροαριστερά συμμαχεί με αριστερά κόμματα ενισχύεται. Φυσικά, δεδομένης της πολυπλοκότητας του κάθε εθνικού πολιτικού συστήματος, δεν υπάρχει μια καθολική θεωρία. Αλλά αναμφίβολα η κυρίαρχη τάση είναι προς αυτή την κατεύθυνση. Άρα το ΚΙΝΑΛ αν δεν θέλει να συρρικνωθεί περαιτέρω, θα πρέπει να λάβει υπόψη του την εμπειρία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην ευρωζώνη.
Το ΚΙΝΑΛ και η φιλοευρωπαϊκή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ
Υπάρχει και ένας τρίτος παράγοντας που οι οπαδοί του ΚΙΝΑΛ πρέπει να λάβουν υπόψη τους στη μετεκλογική περίοδο. Με την αργή αλλά σταδιακή ενοποίηση της ΕΕ, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της μακρονικής ευρωπαϊκής πολιτικής και αυτής της ριζοσπαστικής αριστεράς αμβλύνονται. Πιο συγκεκριμένα, παρόλο που ο γάλλος πρόεδρος ακολουθεί μια νεοφιλελεύθερη πολιτική εντός της χώρας του, στον ευρωπαϊκό χώρο έχει σαν στόχο την σταδιακή άμβλυνση του τεράστιου και συνεχώς εντεινόμενου χάσματος μεταξύ του γερμανικού κέντρου και του ευρωπαϊκού νότου. Οι Τσίπρας, Κόστα και Σάντσεθ για προφανείς λόγους συμφωνούν όχι με τον μερκελικό, αλλά με τον μακρονικό δρόμο προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Συμφωνούν με την ιδέα μιας ευρωκεντρικής ομοσπονδίας και όχι μιας γερμανοκρατούμενης συνομοσπονδίας. Γιατί στο πλαίσιο της δεύτερης θα συνεχιστεί η συστηματική μεταφορά πόρων από τις λιγότερο στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της ευρωζώνης. Από αυτή την άποψη, η συνεχιζόμενη δαιμονοποίηση του Αλέξη Τσίπρα από την αρχηγό του ΚΙΝΑΛ και η ιδέα πως το κόμμα της θα μπορέσει μεσοπρόθεσμα να περιθωριοποιήσει τον ΣΥΡΙΖΑ και να πάρει τη θέση του στο κομματικό σύστημα είναι δονκιχωτική. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ που υπήρχε πριν από την ευρωπαϊκή στροφή του αρχηγού του δεν υπάρχει πια. Άρα, αν συνεχιστεί η εμμονική δαιμονοποίηση της ριζοσπαστικής αριστεράς και η στροφή της Φώφης Γεννηματά προς την ΝΔ, το ΚΙΝΑΛ θα διαλυθεί. Βέβαια, πρόσφατα η πρόεδρος του κόμματος άλλαξε απότομα πολιτική. Τονίζει την αυτονομία του Κινήματος Αλλαγής. Ισχυρίζεται πως δεν θα γίνει το κόμμα της ούτε δεκανίκι της ΝΔ ούτε του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μια ακόμη φαντασίωση. Για παράδειγμα, η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ ακολουθεί πιστά τις υπερφίαλες θέσεις της ΝΔ σε ό,τι αφορά την Συμφωνία των Πρεσπών. Τουλάχιστον ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολούθησε μια μικροκομματική πολιτική για να ενώσει το κόμμα του. Ενώ η κυρία Γεννηματά δεν είχε τέτοιο πρόβλημα. Αντίθετα όλα σχεδόν τα μέλη του πολιτικού συμβουλίου είπαν την αλήθεια. Δηλαδή πως η συμφωνία ήταν συμφέρουσα για τη χώρα.
Συμπέρασμα
Ο ΣΥΡΙΖΑ με βάση τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα είναι και θα παραμείνει ο δεύτερος πόλος του πολιτικού μας συστήματος. Το ΚΙΝΑΛ υπό την τωρινή ηγεσία όχι μόνο δεν πρόκειται να αυξήσει σε διψήφιο αριθμό το ποσοστό του στις επόμενες εκλογές αλλά θα καταφέρει μάλλον το αντίθετο. Ο μόνος τρόπος να διασωθεί η ελληνική κεντροαριστερά είναι μια συμμαχία με τη ριζοσπαστική αριστερά. Αφού τα δύο κόμματα έχουν στη σημερινή συγκυρία περισσότερα κοινά σημεία από διαφορές. Επιπλέον, το ΚΙΝΑΛ μπορεί να οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ προς μια πιο δημοκρατική και αποτελεσματική κατεύθυνση. Ενώ μια συμμαχία βασισμένη σε συγκεκριμένα προγράμματα μπορεί να οδηγήσει στην αναζωογόνηση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.
*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 21/7/2019.