Τρίτη, 10 Δεκέμβριος 2024

Καθολικότητα ή επιλεκτικότητα;

Το άρθρο αυτό δεν ασχολείται με την τρέχουσα κυβερνητική ή αντιπολιτευτική φορολογική πολιτική. Προσπαθεί να εξετάσει τις διάφορες διαμάχες πάνω στον τρόπο που πρέπει να παρέχονται τα δημόσια αγαθά στο πλαίσιο της τωρινής παγκοσμιοποίησης. Το παραπάνω πρόβλημα σχετίζεται με τα όρια του κράτους πρόνοιας στις οικονομίες και κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας. Το κοινωνικό κράτος, όπως λειτουργεί σήμερα, αδυνατεί να παράσχει στους πολίτες τις υπηρεσίες που οι τελευταίοι απαιτούν από αυτό. Η ζήτηση για ποιοτικού χαρακτήρα κοινωνικές υπηρεσίες ξεπερνά κατά πολύ την προσφορά. Παίρνοντας την υγεία ως παράδειγμα, στις ανεπτυγμένες χώρες η ραγδαία γήρανση του πληθυσμού σε συνδυασμό με την ανάπτυξη πολυδάπανων ιατρικών τεχνολογιών κάνει κυριολεκτικά αδύνατη τη διαιώνιση ενός συστήματος που έχει σκοπό την παροχή δωρεάν υπηρεσιών σε όλους τους πολίτες - φτωχούς και πλούσιους. Νομίζω ότι το πρόβλημα της αδυναμίας του κράτους πρόνοιας να ανταποκριθεί στη γεωμετρικά αυξάνουσα ζήτηση δεν αμφισβητείται από κανέναν σοβαρό ερευνητή. Ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση τρεις είναι οι βασικές λύσεις που προτείνονται για το ξεπέρασμα του σημερινού αδιεξόδου.

Ποιες είναι οι θέσεις της παραδοσιακής Αριστεράς

Η παραδοσιακή Αριστερά υποστηρίζει την αρχή της καθολικότητας των κοινωνικών παροχών, δηλαδή την ιδέα πως πρέπει, σε ό,τι αφορά τα δημόσια αγαθά, να προσφέρονται δωρεάν σε όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως οικονομικής ισχύος. Είναι η αρχή πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας και στην οποία πρέπει να στηριχθεί κάθε κοινωνική μεταρρύθμιση. Ξεκινώντας από αυτή τη θέση, ο μόνος τρόπος υπέρβασης του σημερινού κοινωνικού αδιεξόδου είναι η αύξηση των φόρων. Μόνο με μια ριζική αύξηση της φορολογίας θα μπορέσει το καθολικά προσανατολισμένο κράτος πρόνοιας να επιβιώσει.
Η παραπάνω λύση όμως έχει δύο βασικές αδυναμίες. Πρώτον, διαιωνίζει ένα σύστημα παροχών που είναι εξαιρετικά άδικο. Οπως πολλές εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει, η μερίδα του λέοντος των κοινωνικών πόρων στο καθολικά προσανατολισμένο κράτος πρόνοιας πηγαίνει κυρίως στις μεσαίες, σχετικά εύπορες τάξεις και όχι στο περιθωριοποιημένο 1/3 του πληθυσμού που τους έχει περισσότερο ανάγκη. Δεύτερον, η αύξηση της φορολογίας (μέσα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή) αποθαρρύνει τις επενδύσεις, μειώνει την παραγωγικότητα της οικονομίας και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα: αντί να αυξήσει, μειώνει τα κρατικά έσοδα.

Η νεοφιλελεύθερη άποψη

Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική για το ξεπέρασμα του σημερινού αδιεξόδου είναι εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτή που προτείνει η συμβατική Αριστερά. Κατά τη νεοφιλελεύθερη άποψη, το κοινωνικό κράτος, όπως αυτό αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο, έχει πάρει τόσο τεράστιες διαστάσεις που αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Από αυτή την σκοπιά μια βασική προϋπόθεση για παραπέρα ανάπτυξη σήμερα είναι η μείωση της φορολογίας και η ριζική συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας που είναι ένας πατερναλιστικός μηχανισμός, ένας μηχανισμός που ενθαρρύνει τον κοινωνικό παρασιτισμό. Σχηματικά, η νεοφιλελεύθερη φόρμουλα είναι: μείωση της φορολογίας, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, αύξηση του παραγόμενου πλούτου και διάχυση του πλούτου προς τα κάτω μέσω των αυτόματων μηχανισμών της αγοράς (trickle down effect).
Το κύριο πρόβλημα με αυτή τη λύση είναι πως, αν όχι στη θεωρία τουλάχιστον στην πράξη, ο μηχανισμός της διάχυσης του πλούτου προς τους μη έχοντες δεν λειτουργεί. Οχι μόνο στο επίπεδο του κράτους - έθνους αλλά και στο παγκόσμιο επίπεδο τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής είναι η ένταση των ανισοτήτων, η τερατώδης συγκέντρωση πλούτου στα χέρια ενός μικρού αριθμού κροίσων και η παραπέρα περιθωριοποίηση των οικονομικά αδύνατων τάξεων.

Η τρίτη λύση: ανακατανομή πόρων

Η τρίτη λύση στο σημερινό κοινωνικό αδιέξοδο υποστηρίζει όχι τόσο την αύξηση όσο τη ριζική ανακατανομή των κοινωνικών πόρων. Κατά αυτήν την άποψη, το κοινωνικό κράτος με τους πόρους που διαθέτει σήμερα θα μπορούσε να προσφέρει υψηλού επιπέδου κοινωνικές υπηρεσίες μόνο στα μη εύπορα κοινωνικά στρώματα. Αυτή η αντίληψη λαμβάνει σοβαρά υπόψη της πως, είτε μας αρέσει είτε όχι, ζούμε σε κοινωνίες ενταγμένες σε ένα παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα. Σε τέτοιες κοινωνίες η αρχή της καθολικότητας των παροχών, αντί να αμβλύνει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, το εντείνει. Αυτό σημαίνει, όσον αφορά τις υπηρεσίες του κοινωνικού κράτους, όσο το δυνατόν λιγότερες δωρεάν υπηρεσίες στα εύπορα στρώματα, μερική βοήθεια στα μεσαία και πλήρη κάλυψη αναγκών των οικονομικά ευάλωτων στρωμάτων.
Για να δώσω ένα παράδειγμα στη χώρα μας, για ποιο λόγο η πανεπιστημιακή παιδεία να είναι δωρεάν όχι μόνο για τα παιδιά που προέρχονται από φτωχές οικογένειες αλλά και για αυτά των μεγαλογιατρών και μεγαλοδικηγόρων, παιδιά που, εκτός από όλα τα άλλα, έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να μπουν στο πανεπιστήμιο; Η εμμονή στις μη στοχευμένες καθολικές παροχές σε μια κοινωνία που είναι εξαιρετικά άνιση απλώς εντείνει τις ανισότητες. Μια προοδευτική στρατηγική πρέπει να προωθεί στοχευμένες και συγχρόνως γενναιόδωρες παροχές. Στοχευμένες στους μη έχοντες στους οποίους η πανεπιστημιακή παιδεία (πτυχιακή και μεταπτυχιακή) πρέπει να είναι πραγματικά δωρεάν. Δηλαδή οι παροχές να καλύπτουν όχι μόνο τα δίδακτρα αλλά και τα έξοδα διατροφής και κατοικίας.
Τέλος, με τις σημερινές ψηφιακές τεχνολογίες γίνεται πιο εύκολη η εφαρμογή της στοχευμένης καθολικότητας όχι μόνο στη δημόσια παιδεία αλλά και σε άλλους χώρους όπως σ' αυτούς των φαρμάκων, του νερού, των συγκοινωνιών κ.τ.λ. Στη χώρα μας το κοινωνικό τιμολόγιο στο ηλεκτρικό ρεύμα για φτωχά νοικοκυριά είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Συμπερασματικά, σε κοινωνίες όπου ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί η αρχή της μη στοχευμένης καθολικότητας των παροχών εντείνει τις ανισότητες και οδηγεί στην παροχή υπηρεσιών μέτριας ή και κακής ποιότητας. Μόνο το ξεπέρασμα του νεοφιλελευθερισμού μπορεί να οδηγήσει ξανά, όπως στην «χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1975), σε μια μη στοχευμένη καθολικότητα. Για τη στιγμή, η στοχευμένη καθολικότητα (ή όπως προτιμώ να αποκαλώ γενναιόδωρη επιλεκτικότητα) είναι και πιο δίκαιη και μπορεί να παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες στους οικονομικά αδύνατους πολίτες.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 20/1/2018. 

Η σύγκλιση ΣΥΡΙΖΑ και Κεντροαριστεράς ευνοεί και τους δύο

Η βαθιά κρίση του κομματικού συστήματος ξεκίνησε με την περίφημη «επανίδρυση του κράτους» που σήμαινε τη μετατροπή του χρώματος του κρατικού μηχανισμού από το πασοκικό πράσινο στο νεοδημοκρατικό γαλάζιο. Αυτή η μεταμόρφωση κόστισε πολύ ακριβά. Εκτίναξε το δημόσιο χρέος σε πρωτοφανή ύψη και έκανε τη χώρα το μαύρο πρόβατο της ΕΕ. Η βόμβα δεν έσκασε στα χέρια των υπευθύνων. Έσκασε στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου. Έτσι, η ΝΔ απέφυγε την κατάρρευση, ενώ το ΠΑΣΟΚ «πλήρωσε τα σπασμένα». Συρρικνώθηκε και το κενό που δημιουργήθηκε κατελήφθη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ριζοσπαστική αριστερά κατόρθωσε, στη βάση μιας τακτικίστικου τύπου συνεργασίας με το ακροδεξιό κόμμα των ΑΝΕΛ, να γίνει η «πρώτη αριστερή κυβέρνηση.

Η δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ

Αυτή η ριζική αλλαγή του συστήματος οδήγησε την ΝΔ, αλλά και την κεντροαριστερά, σε μια πρωτοφανή δαιμονοποίηση της νέας κυβέρνησης. Με δυο λόγια, η αντίδραση ήταν: ποιοι είναι αυτοί οι άσχετοι νεαροί που τολμούν να καταλάβουν έναν χώρο που δικαιωματικά μας ανήκει; Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη της κομματικής ηγεσίας χαρακτηρίστηκαν ως επαγγελματίες ακτιβιστές, αμόρφωτοι, ανεπανόρθωτα δογματικοί και εντελώς ανίκανοι να κυβερνήσουν. Βέβαια, ο Αλέξης Τσίπρας στην προεκλογική περίοδο, αλλά όχι μόνο, έδωσε υποσχέσεις που είτε το ήξερε είτε όχι, ήταν αδύνατον να υλοποιηθούν. Επιπλέον, έχοντας άγνοια του πώς λειτουργεί η ΟΝΕ και ποια ήταν η ισορροπία δύναμης μεταξύ της κυβέρνησης και των εταίρων μας, έκανε μια σειρά από λάθη (διαχειριστικού, οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα), λάθη που οδήγησαν στη σοβαρή πιθανότητα ενός grexit. Όμως όταν ο πρωθυπουργός αντελήφθη τα καταστροφικά αποτελέσματα μιας επιστροφής στην δραχμή, με αμφιθυμία αλλά και θάρρος αποφάσισε να δεχτεί ένα εξαιρετικά τιμωρητικό νέο μνημόνιο υφεσιακού χαρακτήρα.

Η στροφή προς τον ευρωπαϊκό δρόμο

Στην αρχή τα βήματα της υλοποίησης ήταν διστακτικά. Οι αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις έμπαιναν συχνά κάτω από το χαλί, ενώ πολλές άλλες προχωρούσαν με ρυθμούς χελώνας. Όμως σήμερα πολλές από τις αλλαγές που η τρόικα απαιτούσε έχουν υλοποιηθεί. Αυτή την στιγμή η κυβέρνηση φαίνεται να τα καταφέρνει. Παρατηρούμε την σταδιακή έξοδο από την ύφεση και πλησιάζουμε στο τέλος της αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου. Βέβαια, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν έπαυσε να ζητά εκλογές «εδώ και τώρα» με το επιχείρημα πως μόνο μια κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη θα μπορέσει να σώσει τη χώρα από τον επερχόμενο γκρεμό. Αυτό το επιχείρημα δεν έχει βάση. Μια κυβέρνηση νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού θα οδηγούσε σε λαϊκές εξεγέρσεις που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διαχειριστεί ο νεοφιλελεύθερος πρόεδρος της ΝΔ.
Παρόλο που σήμερα, όπως διατυπώνεται από έγκυρες πηγές του εξωτερικού, έχουν υλοποιηθεί πολλές αλλαγές και το τρίτο μνημόνιο θα λήξει σίγουρα το 2018, η δαιμονοποίηση της κυβέρνησης συνεχίζεται ακάθεκτη. Στην τωρινή φάση της εστιάζει λιγότερο στα ψέματα και στις «κωλοτούμπες» και περισσότερο στον επερχόμενο αυταρχικό καθεστώς που σίγουρα θα έρθει. Οι διαφόρου τύπου Κασσάνδρες προβλέπουν την εμπέδωση ενός τσαβικού/μανδουρικού συστήματος στη χώρα. Δεν λείπουν βέβαια και οι κριτικές από τον αριστερό χώρο. Ο Τσίπρας και αυτοί που τον στηρίζουν έχουν πάψει να είναι «πραγματικοί αριστεροί». Είναι οπορτουνιστές που ενδιαφέρονται μόνο για τη διατήρηση της εξουσίας. Βέβαια αυτού του είδους η κριτική δεν μας δείχνει με ποιον τρόπο ένας «γνήσιος αριστερός» θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το δίλημμα grexit ή δραχμή. Δυστυχώς υπάρχουν περιπτώσεις που η διατήρηση της «πραγματικής» αριστεροσύνης οδηγεί στην καταστροφή μιας χώρας.

Η σχέση κεντροαριστεράς-ΣΥΡΙΖΑ

Πιο συγκεκριμένα τώρα, η ηγεσία (με μερικές εξαιρέσεις) και η πλειοψηφία των οπαδών του νέου κεντροαριστερού σχηματισμού εξακολουθούν να κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για λάθη που τον είχαν οδηγήσει εκτός του «δημοκρατικού τόξου». Κατηγορούν όμως ένα κόμμα που σήμερα δεν υπάρχει πια. Μετά την έξοδο της αριστερής πλατφόρμας και την απόρριψη των απίθανων προτάσεων του Γιάνη Βαρουφάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ (όπως όλα τα φιλοευρωπαϊκά ριζοσπαστικά κόμματα) ακολουθεί στρατηγικές σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Όπως και ο αρχηγός του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Μάρτιν Σουλτς που στοχεύει να προχωρήσει σε μια ομοσπονδιακή κοινότητα βασισμένη όχι μόνο στην ανάπτυξη αλλά και στην αλληλεγγύη. Μια ευρωπαϊκή κοινότητα με μικρότερες ανισότητες και πιο αναπτυγμένο κοινωνικό κράτος. Μια Ευρώπη ικανή να αντιδράσει αποτελεσματικά στο νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο πλαίσιο. Σε τι περισσότερο στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ; Στην πραγματικότητα και ο ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Αλλαγής έχουν σήμερα παρόμοιους στόχους.

Το μέλλον

Όποτε και αν έρθουν οι εκλογές και ανεξάρτητα ποιο θα είναι το πρώτο κόμμα, η Φώφη Γεννηματά θα πρέπει να επιλέξει αν θα στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ ή την ΝΔ. Επειδή η πλειοψηφία των πολιτών σίγουρα δεν θα θέλει ξανά εκλογές, η συνεχιζόμενη δαιμονοποίηση της ριζοσπαστικής αριστεράς θα οδηγήσει το νέο κόμμα σε μια συνεργασία με την ΝΔ. Άρα το Κίνημα Αλλαγής θα αναγκαστεί να στηρίξει μια νεοφιλελεύθερη αλλαγή. Το ίδιο δεν είναι σίγουρο πως θα συμβεί αν ο Σουλτς συμμαχήσει ανά με την Μέρκελ. Γιατί ο αρχηγός των Σοσιαλδημοκρατών μπορεί να απαιτήσει και να πετύχει σε κάποιο βαθμό την άμβλυνση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των Χριστιανοδημοκρατών. Δυστυχώς η πρόεδρος του νέου σχηματισμού στη χώρα μας δεν έχει τη δύναμη που ο Γερμανός σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος, παρ' όλη την εκλογική κατολίσθηση του κόμματος του, εξακολουθεί να έχει. Ο τελευταίος μπορεί να βοηθήσει στο πέρασμα από μια νεοφιλελεύθερη σε μια σοσιαλδημοκρατική Γερμανία. Η πρόεδρος της ελληνικής Κεντροαριστεράς δεν μπορεί να καταφέρει κάτι παρόμοιο. Θα αναγκαστεί να γίνει όντως το δεκανίκι της ΝΔ. Αυτό βέβαια θα οδηγήσει σίγουρα στην κάθοδο του νέου κόμματος.
Από την άλλη μεριά, αν η κεντροαριστερά σταματούσε τη δαιμονοποίηση, αν συμμαχούσε με τον ΣΥΡΙΖΑ, και οι δυο παρατάξεις θα είχαν σημαντικά οφέλη. Ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να απαλλαγεί από τους ΑΝΕΛ και η Φώφη Γεννηματά θα απέφευγε τον θανάσιμο εναγκαλισμό με την ΝΔ. Τα δύο κόμματα μαζί θα αποτελούσαν ένα σοβαρό αντίβαρο στη νεοφιλελεύθερη ΝΔ. Επιπλέον, το Κίνημα Αλλαγής θα μπορούσε όχι να αντικαταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά να γίνει ο τρίτος σοβαρός παίκτης του κομματικού συστήματος. Έτσι, αντί για το παρόν διπολικό σύστημα (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ), θα μπορούσε η χώρα να περάσει μεσοπρόθεσμα σε ένα τριπολικό σύστημα. Ένα σύστημα που θα οδηγούσε στον παραπέρα εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος.
Αυτού του είδους το σενάριο δεν φαίνεται να είναι σήμερα δυνατό. Το πιο πιθανό είναι πως στο 2018 θα εξακολουθούμε να έχουμε δύο μόνο σοβαρούς πόλους – την ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ – με ένα αποδυναμωμένο κέντρο. Αυτό το γκρίζο σενάριο θα αποτελέσει μια σοβαρή ήττα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας. Μακάρι η παραπάνω πρόβλεψη να διαψευσθεί από τις μελλοντικές εξελίξεις».

*Δημοσιεύτηκε στην "Νέα Σελίδα" στις 30/12/2017. 

Στον αστερισμό του γκρίζου

Στον ευρωπαϊκό χώρο όλα εξαρτώνται από το αποτέλεσμα των τρεχουσών διαπραγματεύσεων μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών στη Γερμανία. Τουλάχιστον το βραχυπρόθεσμο μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων. Αρχικά, ως γνωστόν, ο Μάρτιν Σουλτς αποφάσισε, μετά την εκλογική κατάρρευση του κόμματός του, να μη δεχθεί για ακόμα μία φορά τον σχηματισμό «μεγάλου συνασπισμού». Ομως, επειδή (όπως στη χώρα μας) οι ψηφοφόροι απεχθάνονται τις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών δέχθηκε ξανά να συζητήσει με τη γερμανίδα καγκελάριο τις πιθανότητες συνεργασίας.
Αν τελικά επιτευχθεί συμφωνία, η Ανγκελα Μέρκελ μάλλον θα ενδώσει σε κοινωνικά θέματα (π.χ., μισθοί, ασφάλεια).

Θα απαιτήσει όμως να έχει το πεδίο ελεύθερο στα θέματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης που θα αρχίσουν να συζητούνται σοβαρά τον χρόνο που έρχεται. Σε αυτόν τον χώρο η Μέρκελ προτιμά τη βήμα προς βήμα ενοποίηση με στόχο τη διατήρηση του γερμανοκρατικού status quo. Δηλαδή τη διατήρηση του χάσματος μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου που οδηγεί στη συσσώρευση πλεονασμάτων στις ανταγωνιστικές οικονομίες (κυρίως στη γερμανική) και ελλειμμάτων στις λιγότερο αναπτυγμένες. Καθώς και τη διατήρηση της ανισορροπίας δύναμης μεταξύ της κυρίαρχης Γερμανίας και της οικονομικά προβληματικής Γαλλίας. Σε αυτού του είδους το γερμανικό όραμα, αυτή τη στιγμή ούτε ο πρόεδρος Μακρόν, ο οποίος έχει σοβαρά εμπόδια στην προσπάθειά του να εκσυγχρονίσει τη γαλλική οικονομία, ούτε οι νοτιοευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες δεν έχουν κοινή πολιτική έναντι της γερμανικής στρατηγικής, δεν μπορούν να αντιδράσουν αποτελεσματικά.

Συμπερασματικά, είτε επιτευχθεί ο μεγάλος συνασπισμός είτε ξαναγίνουν εκλογές, το σχεδόν σίγουρο είναι πως η αρχική τουλάχιστον ενοποιητική διαδικασία θα πάρει λιγότερο μακρονική και περισσότερο μερκελική μορφή. Το όραμα των πατέρων της ΕΕ καθώς και όλων των ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών για μια πολιτικά πιο δημοκρατική και κοινωνικά πιο αλληλέγγυα Ευρώπη θα περιθωριοποιηθεί. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια πως, τελικά, το γερμανικό σχέδιο θα επικρατήσει. Μια συντονισμένη προσπάθεια ενός νοτιοευρωπαϊκού μετώπου με στόχο τη δημιουργία σοβαρών αναδιανεμητικών μηχανισμών, καθώς και μια συνεργασία της νοτιοευρωπαϊκής περιφέρειας με τη Γαλλία του Μακρόν, μπορεί να ανατρέψει το σχέδιο της γερμανίδας καγκελαρίου. Κάτι τέτοιο σίγουρα δεν θα συμβεί στη χρονιά που έρχεται αλλά μπορεί να συμβεί μεσο-μακροπρόθεσμα.

Η ελληνική περίπτωση

Κατά τη γνώμη μου οι επόμενες εκλογές δεν θα γίνουν το 2018. Ο Πρωθυπουργός έχει σκοπό, εκτός απρόοπτων εξελίξεων, να ολοκληρώσει την τετραετία. Αν η αξιολόγηση επιτευχθεί στα μέσα του 2018, πράγμα πολύ πιθανό, και αν η πορεία της οικονομίας συνεχίσει την ανοδική πορεία της, μπορεί στα τέλη του επόμενου χρόνου ο αριθμός των ξένων επενδύσεων να αυξηθεί σημαντικά. Αντίθετα με τις απόψεις της αντιπολίτευσης, η χώρα θα προχωρήσει προς την «κανονικότητα». Οσο για τις σχέσεις μεταξύ κομμάτων, όποτε και αν γίνουν οι εκλογές και όποιο κόμμα και αν κερδίσει, μάλλον δεν θα αποκτήσει την πολυπόθητη αυτοδυναμία. Η συνεργασία του νικητή με άλλο ή άλλα κόμματα θα είναι αναγκαία. Αρα το βασικό θέμα είναι ο ρόλος που θα παίξει σε αυτή τη συγκεκριμένη κατάσταση ο νέος κομματικός μηχανισμός της Κεντροαριστεράς, το Κίνημα Αλλαγής. Το νεοσχηματιζόμενο κόμμα, όταν φτάσει η ώρα της εκλογικής αντιπαράθεσης, θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής τονίζει συνεχώς πως δεν πρόκειται το κόμμα της να γίνει δεκανίκι ούτε του ΣΥΡΙΖΑ ούτε της ΝΔ. Θα οδηγηθεί όμως στο εξής αδιέξοδο: Σε περίπτωση που ούτε η ΝΔ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ πετύχουν αυτοδυναμία, θα αναγκαστεί να στραφεί προς τη ΝΔ, για δύο λόγους.

Πρώτον, ο Αλέξης Τσίπρας, έχοντας να αντιμετωπίσει το δίλημμα «Grexit ή δραχμή;», επέλεξε τον ευρωπαϊκό δρόμο. Η δαιμονοποίηση όμως της ριζοσπαστικής Αριστεράς από την Κεντροαριστερά συνεχίστηκε εναντίον ενός κόμματος που δεν υπάρχει πια. Δηλαδή του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, όπου ο Παναγιώτης Λαφαζάνης ήταν μέλος της ηγεσίας και η Ζωή Κωνσταντοπούλου πρόεδρος της Βουλής. Παρ' όλο όμως που ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να δεχθεί ένα τιμωρητικό και υφεσιακό μνημόνιο, η δαιμονοποίηση δεν σταμάτησε. Απλώς άλλαξε μορφή. Δόθηκε λιγότερη έμφαση στα ψέματα και στις «κωλοτούμπες», και περισσότερη στον επερχόμενο κίνδυνο να οδηγηθεί η χώρα σε ένα αυταρχικό καθεστώς τσαβικού/μανδουρικού τύπου - αφού ο Πρωθυπουργός και μερικοί στενοί συνεργάτες του εξακολουθούν να έχουν στο «DNA» τους έναν αντισυστημικό, αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Αρα όσο ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στην εξουσία τα θεμέλια της ελληνικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας κινδυνεύουν.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το Κίνημα Αλλαγής θα βρεθεί σε αδιέξοδο σε περίπτωση που οι επόμενες εκλογές δεν οδηγήσουν σε αυτοδυναμία είναι πως οι ψηφοφόροι δεν θα ήθελαν πάλι εκλογές. Αν η Φώφη Γεννηματά αρνηθεί να στηρίξει μια νεοδημοκρατική κυβέρνηση, θα θεωρηθεί υπεύθυνη για το χάος που οι νέες εκλογές θα δημιουργήσουν. Αρα στο δίλημμα «συνεργασία με τη ΝΔ ή εκλογική κάθοδος;» η πρόεδρος του κόμματος θα αναγκαστεί να επιλέξει τη συνεργασία. Σε μια τέτοια περίπτωση το Κίνημα Αλλαγής μπορεί να έχει την ίδια τύχη με το ΠαΣοΚ όταν συμμάχησε με την κυβέρνηση Σαμαρά - δηλαδή, αν όχι την κατάρρευση, τη ραγδαία καθοδική πορεία. Με δυο λόγια, «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», αυτό θα είναι το αδιέξοδο του Κινήματος Αλλαγής στις επόμενες εκλογές.

Ποιο θα μπορούσε να είναι ένα πιο αισιόδοξο αλλά λιγότερο πιθανό σενάριο; Επειδή υπάρχουν πολλά μέλη αλλά και στελέχη που είναι υπέρ της υπέρβασης του «τείχους» που χωρίζει την Κεντροαριστερά από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο θανάσιμος εναγκαλισμός με τη ΝΔ θα μπορούσε να αποφευχθεί. Αν συμβεί αυτό, όπως έχω ήδη υποστηρίξει από αυτές τις στήλες, η συνεργασία μεταξύ Κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής Αριστεράς θα είναι ωφέλιμη και για τις δύο παρατάξεις. Θα δημιουργούσε τις κατάλληλες συνθήκες για την απαγκίστρωση του ΣΥΡΙΖΑ από τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ. Θα έδινε επίσης την ευκαιρία ανανέωσης του ηγετικού δυναμικού του. Από την άλλη μεριά, θα δώσει τη δυνατότητα στο Κίνημα Αλλαγής να αποφύγει την εκλογική καθίζηση.

Ενα τέτοιο σενάριο είναι εφικτό γιατί και το νέο κόμμα και η ριζοσπαστική Αριστερά έχουν στη σημερινή συγκυρία πολλούς κοινούς στόχους: τη μείωση των συνεχώς εντεινόμενων ανισοτήτων, την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους, την πολιτικοοικονομική αλλά και κοινωνική ενοποίηση της Ευρώπης και την αντίθεσή τους στην κυριαρχία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού-«καζίνου». Αν οι δύο παρατάξεις συνεργαστούν, υπάρχει περίπτωση να περάσει η χώρα σε μια τροχιά ανάπτυξης με ανθρώπινο πρόσωπο. Υπάρχει, επίσης, περίπτωση το Κίνημα Αλλαγής να γίνει όχι του χρόνου αλλά μεσοπρόθεσμα ο τρίτος βασικός πόλος του κομματικού συστήματος. Ετσι θα περνούσαμε από τον τωρινό διπολισμό (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-αδύνατο Κέντρο) σε ένα τριπολικό σύστημα που θα κάνει πιο δημοκρατικό το πολίτευμα της χώρας.

Συμπέρασμα

Βραχυπρόθεσμα οι εξελίξεις και στην Ευρώπη και στη χώρα μας φαίνονται μάλλον γκρίζες. Στη Γερμανία η Ανγκελα Μέρκελ θα έχει τη δύναμη να επιβάλει τον δικό της δρόμο προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση - τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Ενώ το Κίνημα Αλλαγής δεν φαίνεται διατεθειμένο να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό μάλλον θα οδηγήσει στο να γίνει δεκανίκι της ΝΔ, πράγμα που θα οδηγήσει στην εκλογική κάθοδο.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 30/12/2017. 

Ο Μακρόν και η Ευρωπαϊκή Ενωση

Ο γνωστός γερμανός κοινωνιολόγος και πολιτικός αναλυτής Claus Offe εξετάζει κατά διεισδυτικό και εμπειρικά καλά θεμελιωμένο τρόπο αυτό που αποκαλεί «εγκλωβισμό» της ΕΕ (Europe Entrapped, Polity, 2015). Κατά τον συγγραφέα, το πρόβλημα δημιουργείται από τη σαθρή βάση της ευρωζώνης: το κοινό νόμισμα χωρίς κοινή οικονομική διαχείριση, η γερμανική κυριαρχία, το δημοκρατικό έλλειμμα, η δαιδαλώδης γραφειοκρατία των Βρυξελλών, το χάσμα μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου κ.λπ. Τα παραπάνω αρνητικά χαρακτηριστικά δεν μπορούν να αλλάξουν γιατί δεν υπάρχουν στην κοινωνική βάση συλλογικά υποκείμενα ικανά να αλλάξουν το ευρωζωνικό status quo.

Νομίζω η απαισιοδοξία του συγγραφέα εξηγείται από το ότι θεωρεί πως μια προοδευτική λύση «εκ των άνω» δεν είναι δυνατή. Διαφωνώ. Οι ευρωζωνικές ελίτ λόγω του κινδύνου της κατάρρευσης της ΕΕ, που δεν συμφέρει κανέναν, μπορεί τελικά να δουν όχι μόνο τα βραχυπρόθεσμα αλλά και τα μεσοπρόθεσμα συμφέροντά τους προχωρώντας σε ουσιαστικές αλλαγές. Ο Offe στο τέλος του βιβλίου του βλέπει μια αχτίδα φωτός στον εκδημοκρατισμό της ΕΕ, δηλαδή στη ριζική μείωση του τωρινού τεράστιου «δημοκρατικού ελλείμματος», μέσω της κινητοποίησης των ατόμων στον χώρο της κοινωνίας των πολιτών (μη κυβερνητικές οργανώσεις, κοινωνικά κινήματα κ.λπ.). Αυτού του είδους η κινητοποίηση όμως θα πάρει χρόνια - δεν θα τη δουν ούτε τα εγγόνια μας.

Η πιθανή αλλαγή

Κατά τη γνώμη μου, αν δούμε ουσιαστική αλλαγή αυτή θα έρθει εκ των άνω. Από τη στιγμή που ο Offe δημοσίευσε το βιβλίο του μέχρι σήμερα, δύο σημαντικά γεγονότα άλλαξαν σημαντικά το θέμα της ενοποίησης. Πρώτον το Brexit. Αυτό τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της ΕΕ. Εγινε αντιληπτό πως μια δυναμική αντίδραση στο Brexit πρέπει να είναι η επιτάχυνση της ενοποίησης, την οποία η Βρετανία με κανέναν τρόπο δεν επιθυμεί. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, είναι η εκπληκτική άνοδος του Μακρόν στη γαλλική προεδρία και η πρόθεσή του να προωθήσει δυναμικά τις ενοποιητικές διαδικασίες. Αυτό έπεισε τη γερμανίδα καγκελάριο να αλλάξει τη, βήμα προς βήμα, πολιτική της.

Αντίθετα όμως με τη Μέρκελ, ο Μακρόν έχει μια διαφορετική ιδέα για τον τύπο της ενοποίησης. Θέλει μια ενοποίηση λιγότερο γερμανοκρατική και λιγότερο νεοφιλελεύθερη. Βέβαια, λόγω της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του, πολλοί τον θεωρούν νεοφιλελεύθερο. Μπορεί όμως στη σημερινή συγκυρία να περάσει από τον νεοφιλελευθερισμό στον κοινωνικό φιλελευθερισμό ή στον «νεοσοσιαλδημοκρατικό». Για παράδειγμα, στις προτάσεις του για μια ενωμένη Ευρώπη υπάρχει η ιδέα της επιτακτικής αλλαγής ενός ευρωπαίου υπουργού Οικονομικών, ενώ τονίζει τον συνδυασμό οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Προφανώς, όλες οι κομματικές παρατάξεις υπόσχονται το δεύτερο, αλλά συχνά δεν το εννοούν ή δεν το πετυχαίνουν. Μπορεί όμως ο γάλλος πρόεδρος να έχει τις ικανότητες και τη φιλοδοξία να το υλοποιήσει. Σίγουρα αντιλαμβάνεται πως η ενοποίηση στην οποία στοχεύει δεν μπορεί να επιτευχθεί με το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου και με τη γερμανική ιδεολογία του «ορντολιμπεριαλισμού». Για αυτό τονίζει την ανάγκη αλλαγής της εθνικής αυτονομίας στα θέματα φορολογίας που οδηγούν σε επενδύσεις σε ευρωζωνικές χώρες με χαμηλούς φόρους (δηλαδή σε ένα είδος φορολογικών παραδείσων εντός της ΕΕ). Προτείνει επίσης την επιβολή φόρου στις κινήσεις των κεφαλαίων. Με δυο λόγια, έχει ως στόχο να προσεγγίσει το σχέδιο των πατέρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης που οραματίζονταν μια φεντεραλιστική κοινότητα βασισμένη όχι μόνο στον ανταγωνισμό αλλά και στην αλληλεγγύη.

Η σχέση Γαλλίας - Γερμανίας

Βέβαια, γα να προχωρήσουν τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση, η βασική προϋπόθεση είναι η άμβλυνση της ανισορροπίας δύναμης μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Αυτό προϋποθέτει τον οικονομικό εκσυγχρονισμό της πρώτης - πράγμα δύσκολο. Το οικονομικοκοινωνικό γαλλικό σύστημα χαρακτηρίζεται από αρτηριοσκληρωτισμό. Αυτός σπάει με απότομες εκρήξεις, χαώδεις αλλαγές και μετά επιστροφή στη σταθερότητα (βλ. M. Crozier, 1964). Αρα η αποτελεσματική αλλαγή σε αυτή την περίπτωση είναι δύσκολη και παίρνει χρόνο. Για να επιτευχθεί όμως, μεταξύ άλλων, πρέπει να πείσει τα ισχυρά συνδικάτα να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις στον χώρο των εργασιακών σχέσεων. Στη διάρκεια των θερινών διακοπών που (όπως στην Ελλάδα) οι επώδυνες αλλαγές είναι πιο εύκολες, ο Μακρόν συμφώνησε με τις δύο από τις πιο ισχυρές εργατικές οργανώσεις να προχωρήσουν σε σημαντικές αλλαγές, γνωρίζοντας πως με αυτόν τον τρόπο μείωνε σημαντικά τη δημοτικότητά του, όπως και έγινε. Ποιος άλλος σημαντικός πολιτικός θα επιχειρούσε κάτι τέτοιο στην αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας; Αυτό είναι σίγουρα ένα δείγμα αντιλαϊκισμού και θέλησης να κάνει η χώρα του, και η Ευρώπη ουσιαστικά, ριζοσπαστικά βήματα προς τα μπρος.

Η συντηρητική ενοποίηση

Οι γερμανικές ελίτ έχουν πειστεί μεν για την επιτάχυνση της ενοποίησης. Στοχεύουν όμως σε μια ενοποίηση που δεν θα καταργεί την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της χώρας τους, καθώς και το χάσμα μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου. Ως γνωστόν, οι πρώτες, μέσω μιας «άνισης συναλλαγής» που βασίζεται στη σαθρή αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, συσσωρεύουν πλεονάσματα, ενώ οι δεύτερες ελλείμματα. Αυτού του είδους η μεταφορά πόρων από τις πιο ανταγωνιστικές χώρες στις λιγότερο είναι πολύ πιο σημαντική από τη βοήθεια που λαμβάνουν οι δεύτερες μέσω των διαφόρων προγραμμάτων βοήθειας.

Με βάση τα παραπάνω, είναι προφανές πως ο Μακρόν χρειάζεται συμμάχους που να έχουν κοινά συμφέροντα, κυρίως ένα κοινό όραμα για μια ταχεία πορεία ενοποίησης προς μια μη γερμανοκρατούμενη, πολιτικά πιο δημοκρατική και κοινωνικά πιο δίκαιη Ευρώπη. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συμμαχία / συνεργασία μεταξύ Γαλλίας και των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Προς στιγμήν, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αλλά λόγω της ραγδαίας παγκοσμιοποίησης τα πράγματα είναι ρευστά και οι εξελίξεις απρόβλεπτες. Μια Γαλλία - Νότος συμμαχία, επειδή είναι αναγκαία για μια προοδευτική ευρωπαϊκή ενοποίηση, δεν είναι τελείως απίθανη.

Συμπέρασμα: τα τρία πιθανά σενάρια

α) Η καθήλωση της ΕΕ. Αυτό το σενάριο είναι λιγότερο πιθανό γιατί δεν συμφέρει ούτε τους κερδισμένους αλλά ούτε και τους σχετικά χαμένους εταίρους του Νότου. Οι δεύτεροι θα βρεθούν σε χειρότερη κατάσταση αν αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια νεοφιλελεύθερη λαίλαπα εκτός της ΕΕ.
β) Το πιο πιθανό σενάριο είναι μια ενοποίηση με τη συνέχιση της γερμανικής κυριαρχίας και της λιτότητας που αυτή επιβάλλει.
γ) Το πιο δύσκολο αλλά θετικό σενάριο είναι μια πιο δημοκρατική και κοινωνικά προσανατολισμένη ενοποίηση. Αυτό θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για να γίνει η ΕΕ ένας σοβαρός παίκτης στην οικονομική, πολιτική και πολιτισμική παγκόσμια αρένα. Ενας παίκτης που δεν θα προσδιορίζεται μόνο, αλλά και θα προσδιορίζει τις τύχες του κόσμου που έρχεται.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 26/11/2017.

«Η συνεργασία Κεντροαριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ είναι κέρδος και για τους δύο»

Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας η υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη;

Στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο οι δραματικές επιπτώσεις του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και η μαζική κινητοποίηση της εργατικής τάξης εναντίον του προπολεμικού status quo οδήγησε στη δημιουργία μαζικών συνδικάτων και φιλεργατικών κομμάτων. Έτσι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εκείνη την εποχή πήραν σε πολλές χώρες την εξουσία. Κατόρθωσαν, για πρώτη φορά στην ιστορία της νεωτερικότητας, να επεκτείνουν αστικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Στη συνέχεια όμως το πέρασμα από τη φορντική στη μεταφορντική περίοδο συρρίκνωσε την κύρια εκλογική βάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων - δηλαδή τους βιομηχανικούς εργάτες.
Για να επιβιώσουν εκλογικά οι σοσιαλδημοκράτες αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν πολιτικές που τους έφεραν κοντά στις αξίες και πρακτικές της νεοφιλελεύθερης δεξιάς. Μ' αυτή την πολιτική κατόρθωσαν σ' ένα βαθμό να επιστρέψουν στην εξουσία. Στη συνέχεια όμως με το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών και την επακόλουθη παγκόσμια κρίση του 2008 τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο. Έτσι, για παράδειγμα, στις πρόσφατες γερμανικές εκλογές, κυρίως λόγω της συμμαχίας των σοσιαλδημοκρατικών με τους χριστιανοδημοκράτες, το SPD είχε μεγάλες απώλειες.
Τέλος, ένας τρίτος λόγος για την αποδυνάμωση της σοσιαλδημοκρατίας σήμερα είναι πως με την παγκοσμιοποίηση η κεϋνσιανή θεωρία έπαψε να λειτουργεί αποτελεσματικά. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας τα κράτη-έθνη έχασαν ένα μέρος της αυτονομίας τους. Για παράδειγμα, σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να ελέγχουν τις κινήσεις των κεφαλαίων εντός των εθνικών συνόρων. Έτσι, κάθε σοβαρός έλεγχος της αγοράς οδηγούσε στη φυγή τους σε χώρες όπου η εργασία είναι φτηνή και εργατική νομοθεσία εξαιρετικά καχεκτική.
Με δυο λόγια, οι βασικές αιτίες για την αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ήταν η συρρίκνωση της εργατικής βιομηχανικής τάξης στη μεταφορντική εποχή, η μερική σοσιαλδημοκρατική αποδοχή νεοφιλελεύθερων αξιών και πρακτικών, και η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που έκανε την υλοποίηση της κεϋνσιανής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο εξαιρετικά δύσκολη.

Στο σύγχρονο περιβάλλον το βασικό αξιακό σύστημα της σοσιαλδημοκρατίας, η πλήρης απασχόληση δείχνει να ξεπερνιέται από τις σύγχρονες εξελίξεις και τις εργασιακές ανατροπές. Με τι μπορεί να αντικατασταθεί;

Αν όχι βραχυπρόθεσμα, σίγουρα μέσο και μακροπρόθεσμα η ανεργία στον ανεπτυγμένο κόσμο θα εντείνεται συνεχώς λόγω των νέων τεχνολογικών εξελίξεων. Στην πρώιμη βιομηχανική περίοδο η καταστροφή θέσεων εργασίας οδήγησε στη δημιουργία νέων θέσεων - κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών. Σήμερα όμως δεν φαίνεται να συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Οι ψηφιακές τεχνολογίες και η ρομποτική καταστρέφουν πολύ περισσότερες θέσεις από όσες νέες δημιουργούν. Αυτό σημαίνει πως στο μέλλον ένα σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού δεν θα χρειάζεται πια. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα μπορεί να αναπαράγεται με πολύ λιγότερους εργαζόμενους. Πολλοί νομίζουν πως η μόνη προοδευτική λύση είναι να δοθεί ένας βασικός μισθός με ασφαλιστικά δικαιώματα σε όλους - εργαζόμενους και μη εργαζόμενους. Νομίζω πως μια τέτοια λύση είναι ουτοπική. Δεν είναι δυνατή στον καπιταλισμό.
Κατά την γνώμη μου η μόνη εφικτή λύση είναι η δημιουργία ενός τρίτου πόλου μεταξύ αγοράς εργασίας και εκπαίδευσης/μετεκπαίδευσης. Σ' αυτό το χώρο θα εντάσσονται όσοι βρίσκονται εκτός των δύο παραπάνω πόλων. Οι εντός του τρίτου αυτού χώρου θα αμείβονται ικανοποιητικά (μισθός συν ασφαλιστικά και τα άλλα εργατικά δικαιώματα) προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στις τοπικές κοινωνίες στον χώρο της οικολογίας, της υγείας, της βοήθειας στους υπερήλικες, σε άτομα με ειδικές ανάγκες κτλ. Σε ένα τέτοιο σύστημα δεν θα υπάρχουν άτομα που θα «κάθονται» και θα επιβιώνουν με το σύνηθες ανεπαρκές επίδομα ανεργίας. Όλος ο εργατικός πληθυσμός θα κινείται μεταξύ των τριών πόλων: της αγοράς, της εκπαίδευσης/μετεκπαίδευσης και ενός τρίτου τομέα στον οποίον θα προσφέρουν κυρίως (αλλά όχι μόνο) αναγκαίες υπηρεσίες σ' ένα ραγδαία γηράσκοντα πληθυσμό. Υπηρεσίες που το κοινωνικό κράτος δεν μπορεί πια να προσφέρει ικανοποιητικά.
Μια τέτοια λύση θα απαιτούσε πολλούς πόρους, αλλά θα οδηγούσε σε μια πιο ανθρώπινη κοινωνία μέσα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα που είτε μας αρέσει είτε όχι, θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμη. Επιπλέον θα βοηθούσε σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη λόγω της αυξανόμενης ζήτησης αυτών που σήμερα φυτοζωούν και υποφέρουν από τη δυσθυμία και την κατάθλιψη που η ανεργία αναπόφευκτα δημιουργεί.

Στην Ελλάδα τι μπορεί να συμβάλει στην ανασυγκρότηση του σοσιαλδημοκρατικού χώρου, είναι εχθρός αυτού του χώρου ο ΣΥΡΙΖΑ ή πρέπει να αντιμετωπισθεί ως συμμαχική δύναμη;

Πολύ σύντομα, νομίζω πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αντιμετωπισθεί από τη σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά ως συμμαχική δύναμη. Γιατί από την στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να ακολουθήσει τον ευρωζωνικό δρόμο, τα κοινά σημεία μεταξύ κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής αριστεράς είναι περισσότερα από αυτά μεταξύ της κεντροαριστεράς και της νεοφιλελεύθερης ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πράγματι, και ο ΣΥΡΙΖΑ όπως και η κεντροαριστερά θέλουν να αλλάξει η Ευρώπη κατά έναν προοδευτικό τρόπο. Θέλουν δηλαδή η Ευρωζώνη να ενοποιηθεί όχι μόνο οικονομικά και πολιτικά, αλλά και κοινωνικά. Μάχονται για να μειωθεί το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, οι εντεινόμενες ένδο και διακρατικές ανισότητες, καθώς και η κυριαρχία της Γερμανίας στην ΕΕ. Με δυο λόγια, έχουν σαν στόχο τη δημιουργία μιας φεντεραλιστικής Ευρώπης όπου η έμφαση δεν θα είναι μόνο στον οικονομικό ανταγωνισμό αλλά και στην αλληλεγγύη.
Όσο για την κεντροαριστερά, επειδή εξακολουθεί να δαιμονοποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι πιθανό πως αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να συνεργαστεί με την ΝΔ. Αν γίνει κάτι τέτοιο θα έχει την ίδια τύχη με τα περισσότερα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που σήμερα έχουν καθοδική πορεία.
Συμπέρασμα: Η κεντροαριστερά στη χώρα μας δεν πρέπει να συνεχίσει την δαιμονοποίηση και να στρέφει την πλάτη της στον ΣΥΡΙΖΑ. Μια ουσιαστική συνεργασία θα βοηθούσε και τα δύο κόμματα. Δίνει την ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ να απαλλαγεί από τους ΑΝΕΛ. Δίνει επίσης μια ευκαιρία στην κεντροαριστερά να αποφύγει την καθοδική πορεία της ευρωζωνικής σοσιαλδημοκρατίας.

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Νέα Σελίδα" στις 7/10/2017.

Φιλελευθερισμός και νεοφιλελευθερισμός

Οι έννοιες και του φιλελευθερισμού και του νεοφιλελευθερισμού, όπως όλοι οι βασικοί όροι στις κοινωνικές επιστήμες, είναι πολυσημικές. Δηλαδή αλλάζουν σημασία ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιούνται.

Φιλελευθερισμός

Ο φιλελευθερισμός ως ιδεολογία και πρακτική αναπτύχθηκε στην εποχή του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Κυρίως στον 19ο αιώνα, στην Ευρώπη αλλά και στη Λατινική Αμερική, παρατηρούμε κινήματα και κόμματα που εναντιώνονται στα αυταρχικά καθεστώτα και στην πολιτική καταπίεση πιο γενικά. Δίνουν έμφαση στην ελευθερία του ατόμου και στην εξάπλωση αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων στα λαϊκά στρώματα. Ως ιδεολογία ο φιλελευθερισμός πήρε και συντηρητικές και προοδευτικές μορφές. Στην πρώτη περίπτωση η ελευθερία του ατόμου δεν πρέπει να περιορίζεται στον πολιτικό χώρο μόνο. Στο πλαίσιο των αγορών, τα δρώντα υποκείμενα πρέπει να λειτουργούν ελεύθερα, πρέπει να απαλλαχθούν από περιορισμούς που το κράτος επιβάλλει.

Για παράδειγμα, στο επίπεδο της θεωρίας ο John Stuart Mill, ένας από τους βασικούς θεωρητικούς του κλασικού φιλελευθερισμού, υποστηρίζει στο πρώιμο έργο του τις ελεύθερες αγορές ως μία από τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ατομικών δικαιωμάτων στους υπόλοιπους θεσμικούς χώρους. Στο ύστερο έργο του όμως αλλάζει γνώμη. Η ελευθερία της αγοράς πρέπει να περιοριστεί από ένα παρεμβατικό κράτος, που είναι ο μόνος τρόπος να αμβλυνθούν οι ανισότητες και οι αδικίες που ο οικονομικός φιλελευθερισμός δημιουργεί. Ετσι, στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής, βλέπουμε στη Βρετανία στις αρχές του 20ού αιώνα το κίνημα του «κοινωνικού φιλελευθερισμού» που ακολουθεί τις ύστερες θέσεις του Mills.

Οσο για τον συντηρητικό φιλελευθερισμό, ένα καλό παράδειγμα είναι οι θέσεις του αρχηγού του φιλελεύθερου κόμματος στις πρόσφατες γερμανικές εκλογές. Ο τελευταίος είναι υπέρ της επιβολής μιας πιο αυστηρής λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας έναντι των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Δεν τον απασχολεί καθόλου το εντεινόμενο χάσμα μεταξύ της χώρας του που συσσωρεύει έναν τεράστιο όγκο πλεονασμάτων και των συστηματικών ελλειμμάτων των νοτιοευρωπαϊκών οικονομιών. Η λογική του βασίζεται στην ιδέα πως αν υπάρχουν ανισότητες στον χώρο της ευρωζώνης, δεν φταίει η Γερμανία για αυτό, αλλά χώρες όπου ο τρόπος ζωής των πολιτών τους οδηγεί στη χαλαρότητα, στην τάση να ξοδεύει κάποιος περισσότερο από ό,τι κερδίζει και, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, στην τεμπελιά και στην ανευθυνότητα. Επομένως, δεν είναι υποχρεωμένη η χώρα του, με χρήματα του γερμανικού λαού, να βοηθά τους «άσωτους» Νοτιοευρωπαίους.

Στα παραπάνω βλέπουμε τη βασική διαφορά μεταξύ του συντηρητικού και του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Αν δεν λάβουμε υπόψη μας αυτή τη διαφορά, δεν μπορούμε να καταλάβουμε και την πρόσφατη δήλωση του Γιώργου Καμίνη ότι είναι και φιλελεύθερος και αριστερός. Δεν πρόκειται για οξύμωρο σχήμα, αλλά για τον βασικό ορισμό του προοδευτικού, κοινωνικού φιλελευθερισμού.

Νεοφιλελευθερισμός

Πολλοί απορρίπτουν την έννοια του νεοφιλελευθερισμού, με το επιχείρημα ότι συχνά δεν τη βρίσκουμε στα επιστημονικά κείμενα των οικονομολόγων. Είναι όμως προφανές ότι σήμερα πρόκειται για μια έννοια που, στον χώρο των κοινωνικών επιστημών αλλά και στον καθημερινό λόγο, χρησιμοποιείται ευρέως, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως. Είναι λοιπόν απαραίτητο να διευκρινίσουμε πως αυτός ο όρος χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της σημερινής παγκοσμιοποίησης.

Συχνά συγχέεται η φιλελεύθερη με τη νεοφιλελεύθερη οικονομία. Αυτό είναι παραπλανητικό. Για παράδειγμα, η φιλελεύθερη οικονομία στον 19ο αιώνα ήταν προφανώς διαφορετική από την παγκοσμιοποιημένη οικονομία του 21ου αιώνα. Μια κύρια διαφορά είναι πως η προηγούμενη παγκοσμιοποίηση (1860-1914) ήταν πολύ πιο περιορισμένη. Οι επιχειρήσεις με παγκόσμια εμβέλεια δεν μπορούσαν να διεισδύσουν στην περιφέρεια των εθνικών αγορών στον βαθμό που οι πολυεθνικές το πετυχαίνουν σήμερα. Αν σκεφτεί κανείς πως μια επιχείρηση όπως η Siemens έχει υποκαταστήματα σε όλες σχεδόν τις πόλεις του πλανήτη, αντιλαμβάνεται τον βαθμό διείσδυσης του πολυεθνικού κεφαλαίου σήμερα. Κάτι παρόμοιο, για τεχνικούς και άλλους λόγους, ήταν αδύνατον να επιτευχθεί στον 19ο αιώνα. Είναι ακριβώς για αυτόν τον λόγο που το κράτος-έθνος, μετά το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στη δεκαετία του 1980 και μετά, έχασε ένα μέρος της αυτονομίας του - κυρίως τη δυνατότητά του να ελέγχει τις κινήσεις των κεφαλαίων εντός των εθνικών συνόρων.

Βέβαια, εδώ πρέπει να τονιστεί πως η σημερινή, σε σχέση με την προηγούμενη, παγκοσμιοποίηση δεν έχει μόνο επιπτώσεις (π.χ. ανισότητες, οικολογική καταστροφή κ.τ.λ.), αλλά και θετικές συνέπειες. Οπως τονίζουν οι υποστηρικτές της παγκόσμιας νεοφιλελεύθερης οικονομίας, το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών έχει οδηγήσει, κυρίως στις αναδυόμενες οικονομίες, στη θεαματική μείωση της απόλυτης φτώχειας. Αυτό το πρωτοφανές επίτευγμα οδήγησε πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους σε μια κατάσταση όπου μια κακή σοδειά ή μια οικονομική κρίση δεν οδηγεί πια σε πλήρη εξαθλίωση ή στον θάνατο.

Από την άλλη μεριά, κυρίως η Αριστερά βλέπει μόνο τα αρνητικά χαρακτηριστικά του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Αγνοεί πώς είναι το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στη δεκαετία του 1990 που οδήγησε εν μέρει στη μείωση της απόλυτης φτώχειας. Υποστηρίζει ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός γενικά μοιάζει με μια αμαξοστοιχία που δεν έχει φρένα - αφού ο πολιτικός έλεγχος που υπήρχε στη «χρυσή εποχή» της Σοσιαλδημοκρατίας (1945-1975) δεν υπάρχει σήμερα. Σύμφωνα με την Αριστερά, όσο ζούμε σε μια εποχή όπου δεν υπάρχουν παγκόσμιοι πολιτικοί μηχανισμοί που να ελέγχουν αποτελεσματικά τον κυρίαρχο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό-καζίνο, ο κόσμος οδηγείται σε ένα απερίγραπτο χάος, σε μια συνεχή αβεβαιότητα.

Συμπέρασμα

Για να αποφύγει κανείς τη σύγχυση που και η έννοια του φιλελευθερισμού και αυτή του νεοφιλελευθερισμού δημιουργούν στον δημόσιο χώρο, χρειάζεται να τις εντάξει στο θεωρητικό και ιστορικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν. Ο φιλελευθερισμός από τον 19ο αιώνα ως σήμερα έχει πάρει και τη μορφή που προτείνει τη μη επέμβαση του κράτους στις αγορές, αλλά και τη μορφή ενός παρεμβατικού κράτους που προσπαθεί να ελέγξει τον άναρχο καπιταλισμό. Αρα για να αποφευχθεί ο αποπροσανατολισμός πρέπει πάντα να διακρίνει κανείς τον οικονομικό από τον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Οσο για την έννοια του νεοφιλελευθερισμού, το πρόθεμα νεο βασίζεται στις ποιοτικές διαφορές μεταξύ της προηγούμενης (1860-1914) και της τωρινής παγκοσμιοποίησης. Οταν οι παραπάνω διακρίσεις αγνοούνται, έχουμε «ταμπέλες» που αποπροσανατολίζουν.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 8/10/2017.

Κεντροαριστερά και ανεργία

Το έθνος-κράτος, λόγω της παγκοσμιοποίησης, έχασε τη δυνατότητα ελέγχου των αγορών. Πώς μπορεί να ανακτηθεί ο πολιτικός έλεγχος;

Το έθνος κράτος έχει όντως χάσει τον έλεγχο των αγορών. Πιο συγκεκριμένα, αδυνατεί να ελέγξει τις κινήσεις των κεφαλαίων εντός των εθνικών συνόρων. Όταν οι κυβερνήσεις προσπαθούν να τους επιβάλλουν σοβαρούς περιορισμούς, κατευθύνονται σε χώρες όπου η εργασία είναι φθηνή, τα συνδικάτα αδύνατα και η εργατική νομοθεσία σχεδόν ανεπαρκής. Με άλλα λόγια, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση άλλαξε την ισορροπία δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ισορροπία δύναμης που επιτεύχθηκε πριν από το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στη δεκαετία του 80. Στη λεγόμενη «χρυσή εποχή της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1975) παρατηρούμε στην Δυτική Ευρώπη τη διάχυση αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Σε αυτή την περίοδο το κράτος δικαίου, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και το κοινωνικό κράτος απέκτησαν γερές βάσεις. Στη συνέχεια, το κράτος χάνει την αυτονομία του, οι ανισότητες εκτινάσσονται, το κοινωνικό κράτος σταδιακά συρρικνώνεται ενώ ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού περιθωριοποιείται.
Η επιστροφή σοβαρών ελέγχων δεν είναι πια εφικτή σε εθνικό, αλλά μόνο σε μεταεθνικό επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, που έχει μια μακρά ιστορία κοινωνικών επιτευγμάτων, θα μπορούσε να επαναφέρει έναν σχετικό πολιτικό έλεγχο - αν βέβαια προχωρήσει γρήγορα σε μια πολιτική και κοινωνική ενοποίηση σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Αυτό είναι δύσκολο και λόγω της γερμανοκρατούμενης Ευρώπης και λόγω του ότι το παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο απαιτεί οι ευρωπαϊκές οικονομίες να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Παρόλ' αυτά μια ενωμένη Ευρώπη θα έχει μια σχετική αυτονομία που ένα ευρωπαϊκό έθνος-κράτος (κυρίως στην περιφέρεια της Ευρωζώνης) δεν μπορεί να έχει. Μια ενωμένη Ευρώπη μπορεί να καταστεί ένας σοβαρός παίκτης στην παγκόσμια οικονομική αρένα. Σ' αυτή την περίπτωση, μπορεί να αμβλύνει σημαντικά την τωρινή ασυδοσία του πολυεθνικού (κυρίως χρηματοπιστωτικού) κεφαλαίου.

Η ανεργία είναι το «νούμερο ένα» πρόβλημα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Μπορεί να αντιμετωπισθεί με τις κλασικές επιδοματικές πολιτικές;

Η ανεργία είναι όντως το κύριο πρόβλημα όχι μόνο των δυτικών κοινωνιών αλλά, μετά την πτώση του σοβιετικού συστήματος, όλων των χωρών στην καπιταλιστική περιφέρεια και ημι-περιφέρεια. Μια ομάδα ερευνητών υποστηρίζει πως στο μέλλον η ανεργία θα μειωθεί σημαντικά λόγω της πρωτοφανούς εξέλιξης της πληροφορικής και των τεχνολογιών επικοινωνίας. Άλλοι ερευνητές είναι απαισιόδοξοι. Θεωρούν πως οι νέες τεχνολογίες, αντίθετα με αυτό που συνέβη στη φορντικού τύπου εκβιομηχάνιση, καταστρέφουν περισσότερες θέσεις εργασίας από τις νέες που δημιουργούν. Αυτό σημαίνει πως όλο και περισσότερο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα μπορεί να αναπαραχθεί χωρίς να έχει την ανάγκη ενός μέρους του ενεργού πληθυσμού. Από αυτή την σκοπιά ούτε η παραπέρα ανάπτυξη, ούτε η καλύτερη εκπαίδευση/κατάρτιση, ούτε βέβαια οι κλασσικές επιδοματικές πολιτικές δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα. Όσο για την ιδέα κάποιων διανοητών για την παροχή ενός βασικού μισθού σε όλους, εργαζόμενους και μη, πρόκειται περί φαντασίωσης.
Κατά την γνώμη μου, τουλάχιστον στις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, το πρόβλημα θα μπορούσε εν μέρει να λυθεί με την κινητοποίηση όλου του εργατικού δυναμικού σε τρεις αλληλοσυνδεόμενους πόλους. Σ' αυτόν της συμβατικής εργασίας, σ' αυτόν της εκπαίδευσης/μετεκπαίδευσης και σ' έναν τρίτο πόλο όπου όλοι που βρίσκονται εκτός των δύο πρώτων (αγοράς και εκπαίδευσης) θα προσφέρουν υπηρεσίες που όλο και περισσότερο το κράτος αδυνατεί να προσφέρει: ποιοτικές υπηρεσίες στον γηράσκοντα πληθυσμό, στην στήριξη αυτών που η παγκοσμιοποίηση περιθωριοποιεί, στους πρόσφυγες και μετανάστες που οι παγκόσμιες μεταναστευτικές ροές δημιουργούν, στην ενίσχυση της αειφορίας κτλ.
Βέβαια, μια τέτοια λύση θα ήταν δαπανηρή, κυρίως αν αυτοί που κινητοποιούνται στην τρίτο πόλο διατηρούν τα ασφαλιστικά και άλλα δικαιώματα που είχαν όταν βρίσκονταν στην επίσημη αγορά εργασίας. Αλλά είναι εφικτή αν λάβει κανείς υπόψη του πως τα επιδόματα ανεργίας θα καταργηθούν, η οικονομία θα έχει περισσότερους καλά αμειβομένους εργαζόμενους, άρα και καταναλωτές που θα εντείνουν τη ζήτηση και την ανάπτυξη Επιπλέον, η κοινωνία θα πάψει να έχει μια στρατιά κυρίως νέων που επιβιώνουν με δυσκολία και διακατέχονται από συναισθήματα ματαίωσης και απαξίωσης. Συμπερασματικά, το πρόβλημα της ανεργίας δεν πρόκειται να λυθεί αυτόματα μέσω της τεχνολογικής προόδου. Απαιτούνται καλά σχεδιασμένες, ριζικές θεσμικές αλλαγές.

Αναφέρεστε στην ανάγκη σύγκλισης πανευρωπαϊκά των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με την ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά. Στην Ελλάδα πώς βλέπετε αυτό να δρομολογείται; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και η Δημοκρατική Συμπαράταξη να ανταποκριθούν σε αυτό το ρόλο;

Είναι δύσκολο αλλά εφικτό. Αυτή την στιγμή η δαιμονοποίηση της ριζοσπαστικής αριστεράς και η ελπίδα της Φώφης Γεννηματά πως μια ενοποίηση του κεντροαριστερού χώρου μπορεί να τον καταστήσει τον δεύτερο πόλο του κομματικού συστήματος, κάνουν μια συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-Δημοκρατική Συμπαράταξη δύσκολη. Αλλά αυτή η ελπίδα της κ. Γεννηματά δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, κυρίως γιατί η αποδυνάμωση της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας δεν οφείλεται μόνο στον κατακερματισμό του μεσαίου χώρου. Οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην προηγούμενη συνεργασία ΠΑΣΟΚ-ΝΔ.
Κατά την γνώμη μου, το διπολικό σύστημα ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ θα επιβιώσει στις επόμενες εκλογές. Άρα η κεντροαριστερά θα πρέπει να επιλέξει είτε τη συνεργασία με τον Αλέξη Τσίπρα, είτε με τον νεοφιλελεύθερο Κυριάκο Μητσοτάκη. Στη δεύτερη περίπτωση, υπάρχει πιθανότητα η ελληνική σοσιαλδημοκρατία/κεντροαριστερά να έχει την τύχη πολλών ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που αποδυναμώθηκαν λόγω ακριβώς της σύγκλισής τους με κόμματα που έχουν νεοφιλελεύθερες αξίες και πρακτικές. Από την άλλη μεριά, μια προσέγγιση κεντροαριστεράς-ριζοσπαστικής αριστεράς ευνοεί και τις δυο παρατάξεις. Η κεντροαριστερά θα αποφύγει την πιθανή αποδυνάμωση, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει την ευκαιρία να απαγκιστρωθεί από τους ιδεολογικά μη συμβατούς Ανεξάρτητους Έλληνες.

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Νέα Σελίδα" στις 23/7/2017.

The Greek Crisis and its impact on political identities

My paper consists of three parts. In the first, I focus on some basic sociostructural features which led to the Greek crisis. In the second, I look at the impact of the crisis on the level of collective discourses and identities. Finally, in the last, I focus on a very specific cleavage between the Greek Centre-Left and the radical Left, and the impact this cleavage had on identity change.

A. Concerning part one, my argument is that in order to understand the present, extremely difficult situation in our country, one should focus on the Eurozone's structural weaknesses as they articulate with the Greek ones. It is precisely this specific articulation which can explain why Greece is exceptional - exceptional in the sense that our country suffered more from the global crisis than any other Eurozone country.
Starting from the Eurozone, there are 3 major structural weaknesses which explain the present precarious situation of the overall European project.
First, the Eurozone comprises two groups of countries. Those of the North (north-west) which are more developed and competitive globally, and those which are less so (mainly, but not only, Portugal, Spain and Greece). Given that they have to operate within the space of a single currency, there is a systemic transfer of resources from the South to the North: the North accumulates huge surpluses coming, at least partly, from the less competitive South. This "unequal exchange" cannot be reversed by the aid that the developed members give to the less developed. To stop the haemorrhage one needs more radical redistributive mechanisms, the sort of aid that the USA provided to Europe in the early post-war period.
This became more obvious with the advent of the present world crisis, when the gap between South and North became more visible. For instead of the supposed convergence between the more and less developed parts of the Eurozone, we have observed the opposite: i.e. a growing divergence.
A second deficiency related to the first is that, given the single currency and the creation of a single European market, it is not possible for the system to work without strong political European institutions controlling market tendencies which unavoidably create huge inequalities both between countries and within each country.
However, despite the above obvious tendencies, instead of the political deepening of the Union, the European leadership chose the opposite: its extension, for commercial and geopolitical reasons, to the East. It is only now that it has become obvious that trade unification requires rapid political unification - if the Eurozone is going to survive and flourish.
The third less structural more conjectural fault line was that unlike the US government which followed a Keynesian line (as in the 1929 global crisis), Germany, the dominant and dominating force of the Eurozone, chose an austerity policy which led, particularly in Greece, to the deepening of the recession, to a phenomenal increase of inequalities, to massive unemployment and to the marginalisation/pauperisation of a large part of the population. Overall, Greece is today at the top of the Eurozone list concerning the size of its public debt, inequalities, unemployment and the weakening of trade union rights. The question is why this is so, why other countries, particularly Portugal and Spain, managed to handle their debt crisis without the severe penalties and restrictions imposed on Greece by the Troika?
The answer is difficult but in a few words, I would argue that the Eurozone structural weaknesses were combined with equally grave indigenous, Greek ones.
The most obvious is that Greece, unlike Portugal and Spain, before the creation of the Greek nation state at the beginning of the 19th century, was an impoverished province of the Ottoman Empire. The government of the Empire was usually excessively corrupt, despotic and arbitrary. It was the type of regime that Weber has called sultanistic.
Given the above, it is not surprising that the 19th century Greek state, despite the fact that it introduced very early western democratic institutions, was deeply clientelistic and despotic. In fact, Greek clientelism went through 3 phases of development:
- In the 19th century, clientelism had an oligarchic character. It took the form of a number of powerful families (the so-called "tzakia") which controlled extensive clientelistic networks organised by local potentates.
- During the post-oligarchic phase, particularly during in the inter-war period, when the middle classes entered the political arena, we pass from the decentralised oligarchic to a more centralised form of clientelism.
- Finally, with the creation of mass-parties in 70's, clientelism was not peripheralised but, on the contrary, it took a highly centralised bureaucratic form as the powerful political leaderships at the top managed to control clientelistically more effectively those below.
Of course, one can argue that as far as clientelism is concerned, the Portuguese and Spanish states were, and still are, also clienteleistic. But their clientelism is to some extent checked by other institutional spheres which attenuated clientelism's negative effects.
In order to understand the qualitative difference between Greek and Iberian clientelism, I will mention two examples. First example, in the post-junta period we observe the emergence of the first mass parties in Greece: those of PASOK, a Centre-Left party and of New Democracy, a conservative party. But party massification did not lead to clientelism's decline. On the contrary, as the party mechanisms penetrated the periphery, we see the massification of corruption and the strengthening of clientelistic networks. Given this context, PASOK (as the first non-communist mass party) managed to govern the country for many years, and to provide generously public administration jobs to its clients. Not only that, but the PASOK charismatic prime minister, Andreas Papandreou, misused European resources which were supposed to modernise Greek agriculture. In order to get rural support, he distributed generously European funds to farmers, funds which were used less for the development of agriculture and more for conspicuous consumption: from expensive cars in the countryside to the purchase of flats in Athens.
Another, even more shocking example of mass clientelism occurred later, when New Democracy gained power, the party leadership proclaimed that its major goal was the "Reconstitution of the Greek State". However, reconstitution of the state did not mean rationalisation, but massive recruitment to all public administration levels of New Democracy's clients. It was precisely this extraordinary policy of the conservative government which almost doubled the public debt - rendering it unmanageable.
To conclude, it was the articulation between Eurozone and Greek deficiencies which explain Greek exceptionalism. That is to say why Greece, unlike other countries of the South, is still under Troika's supervision.
At present, explaining the impasse, the Left focuses more on the deficiencies of the Eurozone, whereas the conservatives emphasize more aspects of the indigenous underdevelopment. However, I think it is only by focusing on the articulation between European and Greek structural weaknesses that one can provide a convincing explanation of the Greek crisis.
The negative/dysfunctional articulation creates a social space within which a wrong policy from the Troika generates equally wrong policies from the Greek government and vice-versa. In other terms, there is a constant negative dialectic between the strategies of the two sides, strategies based on their respective structural weaknesses.

B. I move now to the second part of my talk which focuses on how the articulation between Greek and Eurozone structural deficits had an impact on related to the crisis identities. Needless to say, the Greek crisis changed identities in several institutional spheres. For instance, in the family, young people had to return and live with their parents, a development which changed the familial power structures. In local communities and neighbourhoods support networks were strengthened, whereas in civil society we see a multiplication of solidarity oriented individuals and NGOs.
In this paper, however, I will only focus on the macro-political sphere. On this level, in ideal typical terms, the more conservative "modernizers", i.e. the economically and socially more successful, explain the deep crisis as being mainly the fault of Greeks. They agree with our major European partners who argue that the main cause of the Greek exceptionalism is due to the country's sociocultural backwardness: to the extensive clientelism, the anti-developmental character the state, the corruption of most politicians etc.
On the other hand, those who lost from the neoliberal globalisation and from Merkel's austerity policies put, almost entirely, the fault to the foreigners, the Troika and the banks. Here, the more sophisticated argument is that the German government ignores that pouring cold water on a frozen economy leads to further recession. As to the IMF, in addition to its gross miscalculations about the Greek debt, in a completely short-sighted manner, it followed and continues to follow a set of neoliberal formulas (i.e. the Holly Book of the famous "Washington Consensus"), failing to contextualise, failing to take into account the specific features of the country.
Moreover, both the Eurozone and the IMF demand reforms to be implemented in the here and now. They demand a "shock therapy" which does not take into account the country's institutions and its particularistic traditions, traditions which cannot change from one day to the next.
Moving now to the level of representations, there are three broad collective discourses: the "modernist", the "centre-periphery" and the "ethno-populist" one. The bearers of the first consider themselves heirs of the European Enlightenment. They regret that at present Greece is at the bottom of the scale as far as unemployment, public debt, productivity and other factors are concerned. This dark picture offends the modernisers' sensibilities. It offends, bruises the image of themselves and therefore they are often ashamed of the negative image that Europeans have of Greeks as lazy, irresponsible etc.
As to the strategy for dealing with their bruised identity, it consists of trying gradually to "reach the West" - via a type of modernisation which resembles the neo-evolutionist theories in the sociology of development during the 50's and 60's: i.e. the belief in the gradual ascent to full modernity of less developed countries via the diffusion of western values and technologies. A diffusion which is supposed to take place in a space where power relations between strong and weak states are irrelevant or do not exist.
As far as the second "centre-periphery" discourse is concerned, here the neo-marxist theories of development-underdevelopment are relevant since they focus on the ways used by the capitalist centre to exploit and dominate the periphery. Now, on the level of collective representations, this leads to the idea of a victimised self, a result generated by the Brussels' bureaucracy, foreign bankers and their Greek representatives. Here the strategy for self restoration is various types of protest: from strikes to mass mobilisations of the Podemos and the Syntagma Square type.
Finally, in addition to the modernist and centre-periphery discourses, one should mention a third: the "ethno-populist" one. This has as its main basis ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ (The Golden Dawn) whose rapid ascent is directly linked to the crisis. The Golden Dawn is a neo-nazi party coming very close to the German prototype - both in terms of its organisation and its ideology. In terms of the former it is characterised by a monolithic authority structure entailing: absolute loyalty to the leader, military training, the Hitler salute etc. Ideologically it is violently racist and xenophobic. It is hostile to immigrants, foreigners, gypsies, Jews and all other "inferior" groups or races which pollute the glorious Greek culture. A culture which has direct linkages, not only linguistically but also biologically, with our ancient Greek ancestors.
According to the Golden Dawn, and particularly to its leaders and active followers, it is globalisation and European unification which undermine the autonomy of the national state and culture. In fact, anti-globalisation and anti-Europeanism are the central elements of members' representations. European usurers, Brussels' bureaucratic mechanisms and transnational corporations penetrate and enslave the Greek people, while cosmopolitan elites and the global mass media undermine the unique Greek cultural traditions.
On the level of identities, such a state of affairs undermines "Greekness", it transforms people from true Greeks to westernised puppets. As to the strategy for restoring the true Greek identity, our "true self", this entails a constant struggle against the deep penetration of forces undermining the national state, our own cultural heritage and the well being of Greek people.
Now, comparing the three political discourses, the modernist accepts entirely the Eurozone status quo, the centre-periphery rejects it but fights for its transformation, whereas the "ethno-populist" one opts for a total rejection and a return to the past.

C. Finally, in the last part of my talk I will, very briefly, focus on some aspects of the centre-periphery discourse, which show characteristics not to be found in other Eurozone polities. This is a deep cleavage, a solid wall between the Centre-Left and SYRIZA, the ruling radical Left party. As is well known, Eurozone radical Left leaderships usually originate from communist, Trotskyite and other anti-systemic movements or parties. However, these features changed when, during the crisis, radical Left parties became major players in the political arena, e.g. like the PODEMOS in Spain and the Left Bloc in Portugal. This was also the case with SYRIZA, the first radical Left Eurozone party to win governmental power.
In fact, after a brief period of internal conflicts between the leadership and an extreme Left fraction which finally left SYRIZA, the party under Tsipras' leadership, being ignorant of the way the Eurozone functioned, as well as of the balance of power between Greece and her partners, made a series of wrong moves. Alexis Tsipras thought that SYRIZA, rather than Eurozone elite, could set the basic mode f the negotiation. He also announced a number of populist measures which were impossible to implement. After several wrong moves, the Prime Minister realised the limits of SYRIZA's power. He also realised that Grexit was a serious possibility which, if it happened, would be catastrophic for Greece. After a long procrastination, he decided to (rightly or wrongly) that Grexit must be avoided and, in fact, Grexit was avoided. But as a result, the Prime Minister had to accept an extremely punishing memorandum. Needles to say the implementation of the memorandum's requirements hit hard not only the popular but also the middle classes. As a result, SYRIZA lost some of its popularity, but managed to retain governmental power with the help of ANEL, a right-wing, over-patriotic party.
Given the above, not only the conservative New Democracy party, but also, in a much more aggressive manner, the Centre-Left demonized SYRIZA. It demonized, however, a SYRIZA which existed before Tsipras decided to avoid Grexit and follow the European road. It demonised and continue to do so to a SYRIZA which does not exist anymore, an imagined SYRIZA which is supposed to be fanatically anti-European and undemocratic. A SYRIZA whose aim is to transform the Greek polity into a Maduro, Putin or Erdogan type of authoritarian regime. In that sense, for the majority of the social-democratic Centre-Left leaders and followers, SYRIZA is a caste like, "untouchable" organization. As a result, the mutual hostility between the two sides has led to a SYRIZA/anti-SYRIZA split, not only within Parliament, but also within universities, intellectual circles - even within families and groups of friends.
I think that the resulting fixity of such conflicting political identities between SYRIZA and the Centre-Left, if it continues, will sooner or later push the social-democratic Centre-Left towards the neoliberal Right. This might happen because, whoever wins the next elections, contrary to what the Centre-Left hopes, the result will be a polarised New Democracy-SYRIZA system with a weak centre, very similar to the previous polarization between New Democracy and PASOK. If the SYRIZA demonization and the permanence of the mutual hostile identities continue, the Centre-Left, sooner or later, will have to collaborate with New Democracy, a party whose present leader Kyriakos Mitsotakis has a clear neoliberal orientation.
If this happens, the Centre-Left will shrink rather than grow. I think that it will follow the road of other Eurozone social-democratic parties whose choice of neoliberal practices in the past led them to their present decline. In other terms, the difficulty of Greek Centre-Left to become a serious political force, is not only due to its continuing fragmentation, but also to the turning its back to SYRIZA - despite the fact that not the old but the present SYRIZA has more common elements with the Centre-Left than with the neoliberal Right. In fact, today both Social-Democracy and the pro-Eurozone radical Left parties do not want to destroy the EU, they rahter want to change it in a non violent, democratic manner. Their goal is the passage from the present Eurozone neoliberal capitalism to a more humane social-democratic one.
Of course SYRIZA, like other radical Left parties, (for reasons I cannot explain here) reject the social-democratic label, they see themselves between social-democratic parties and those anti-systemic ones. But what I want to stress here is that today, not the imagined but the present SYRIZA has several common goals with the social-democratic Centre-Left. They both realise, contrary to the far Left, that the collapse of capitalism is not around the corner, and that within the limits it sets, progressive forces should fight neo-liberalism and aim at a second humanization of capitalism, like the one achieved on the early post-war years by social-democratic parties. They realise of course that this time the "return of the political", mainly through a serious control of the financial markets, cannot happen on the level of the nation state, but on a meta-national level. On the level, for instance, of the Eurozone - provided that the Eurozone achieves political and social unification, i.e. that it becomes a federal community based not only on competition but also on solidarity. If this happens, Europe will become a serious global player, capable to contribute effectively to the construction of a more humane, global social order.
For the followers of Bernstein, the father of social-democratic theory, a further development of social-democratic capitalism is a precondition for moving to a post-capitalist, democratic socialism. Perhaps the above sounds utopian, but it might be a realistic utopia.
To conclude, I have argued that the Greek crisis can be to some extent explained by an articulation between the Eurozone's basic structural deficiencies (i.e. its shaky architecture, its extension to the East before political deepening and its neoliberal orientations) and those of a post-Ottoman Greek state with a profoundly rooted clientelism without the countervailing powers of a strong civil society. In part two, I have identified, in an ideal typical manner, 3 basic political discourses and their impacts on identity formation. In a final part, I discussed briefly a strong dividing line between the Greek social-democratic Centre-Left and the radical Left. A dividing line which has a serious impact on the formation and change of Greek political identities.

*Paper presented at the European Sociological Association Conference (30/8/2017).

Αριστερά - Δεξιά ή κλειστό - ανοιχτό σύστημα

Πολλοί πιστεύουν πως η διάκριση αριστερά - δεξιά έχει ξεπεραστεί. Οτι για να καταλάβουμε τον κόσμο σήμερα, για να αναλύσουμε τις αντινομίες και τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, ο διαχωρισμός μεταξύ κλειστών και ανοιχτών συστημάτων είναι πολύ πιο χρήσιμος. Η χρησιμότητα της δεύτερης διάκρισης όμως, κυρίως μετά το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών στη δεκαετία του '80, δεν σημαίνει πως η πρώτη διάκριση έχει ξεπεραστεί. Το πρόβλημα δεν είναι να διαλέξουμε τη μία από τις δύο διακρίσεις. Το πρόβλημα είναι να δούμε πώς συνδέεται η μία με την άλλη.

Αριστερά και ισότητα

Παρ' όλο που η διάκριση αριστερά - δεξιά αλλάζει νόημα ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο χρησιμοποιείται, βασίζεται κυρίως στην ιδέα της κοινωνικής ισότητας - ανισότητας. [Μπόμπιο, Ν. (2013]. Δεξιά και Αριστερά. Αθήνα: Πόλις). Αυτή την ιδέα μπορούμε να τη συνδέσουμε με τον τρόπο κατανομής δικαιωμάτων: αστικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών. Η αριστερή πολιτική στοχεύει στη διάχυση των παραπάνω δικαιωμάτων από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Για παράδειγμα, όπως έδειξε ο Τ. Η. Marshal στο πλαίσιο της Μεγάλης Βρετανίας, η κατάκτηση του δικαιώματος δημιουργίας συνδικάτων οδήγησε σε μαζικές εργατικές οργανώσεις. Στη συνέχεια παρατηρούμε τη διεύρυνση του αριθμού αυτών που απέκτησαν το δικαίωμα της ψήφου, δηλαδή αυτών που εντάχθηκαν στην ενεργό πολιτική αρένα.

Η μαζική ένταξη των εργατών οδήγησε σε σοσιαλδημοκρατικού τύπου κόμματα (όχι μόνο στη Μ. Βρετανία, αλλά πιο γενικά στην Ευρώπη), κόμματα που ενίσχυσαν τα κοινωνικά δικαιώματα των λαϊκών τάξεων. Αυτή η μακρά διαδικασία είχε ως κύριο εμπόδιο συντηρητικές/δεξιές δυνάμεις που αντιστάθηκαν στη σταδιακή αποδυνάμωση του ολιγαρχικού status quo.

Το σημερινό πλαίσιο

Οσο για το σημερινό πλαίσιο, η Αριστερά εναντιώνεται στην κυριαρχία του χρηματιστικού καπιταλισμού που οδηγεί σε πρωτοφανή συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου σε μια μικρή μερίδα του πληθυσμού, η οποία όχι μόνο εντείνει τις ανισότητες, αλλά συγχρόνως οδηγεί τα κεφάλαια σε λιγότερο παραγωγικές επενδύσεις. Αυτού του είδους η ανάλυση δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη χρήση της διάκρισης Αριστερά - Δεξιά. Δεν μπορεί να αντικατασταθεί από αυτή της διάκρισης ανοιχτό - κλειστό σύστημα. Για τον πολύ απλό λόγο πως υπάρχουν ανοιχτά συστήματα που οδηγούν σε τεράστιες ανισότητες και εξίσου ανοιχτές οικονομίες με πιο ίση κατανομή του πλούτου (π.χ. σκανδιναβικές χώρες).
Περνώ, τέλος, στους δύο μεγάλους παίκτες του παγκόσμιου καπιταλισμού, τις ΗΠΑ και την Κίνα. Στις ΗΠΑ παρατηρούμε, με την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, μια εκτόξευση των ανισοτήτων - κυρίως λόγω της μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων. Αυτό κατά τη συντηρητική Δεξιά υποτίθεται πως θα δημιουργήσει περισσότερο πλούτο.

Πλούτο που αργά ή γρήγορα θα διαχυθεί προς τα κάτω (the trickle down effect). Αυτό όμως δεν συμβαίνει πάντα, αφού η φτωχοποίηση ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού, καθώς και η σημαντική μείωση των κοινωνικών δικαιωμάτων μέσω του μερικού ξηλώματος του Obama Care είναι σαφείς ενδείξεις της μη διάχυσης του πλούτου προς τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Οσο για τη διάσταση ανοιχτό - κλειστό, η πολιτική του Τραμπ μείωσε σημαντικά τον ανοιχτό χαρακτήρα της αμερικανικής οικονομίας. Με την έμφαση που δίνει ο αμερικανός πρόεδρος στις διμερείς συμφωνίες, την εναντίωσή του στο άνοιγμα του διατλαντικού εμπορίου (ΤΤΙΡ) και με την πρόθεσή του να επιβάλει δασμούς στις κινεζικές εξαγωγές, παρατηρούμε ένα σταδιακό πέρασμα από ένα ανοιχτό σε ένα ημίκλειστο οικονομικό σύστημα. Με βάση τα παραπάνω, είναι προφανές πως για να αναλύσουμε την αμερικανική οικονομία και κοινωνία πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας και τη διάκριση Αριστερά - Δεξιά (εντεινόμενες ανισότητες) και αυτή του ανοιχτού - κλειστού (προστατευτισμός).

Και δύο λόγια για την Κίνα. Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό εμπόριο, η τεράστια αυτή χώρα εντάσσεται ραγδαία στον παγκόσμιο οικονομικό χώρο. Ελέγχει βέβαια σε κάποιον βαθμό τις πολυεθνικές κινεζικές επιχειρήσεις. Επίσης, βάζει πιο αυστηρούς όρους στη λειτουργία στο ξένο επενδυτικό κεφάλαιο. Παρ' όλα αυτά, κοιτώντας την οικονομία στο σύνολό της, αυτή έχει όλο και περισσότερο έναν ανοιχτό προσανατολισμό. Οσο για τον χώρο των ανισοτήτων, εδώ παρατηρούμε σημαντικές διαφορές από τις ΗΠΑ. Κυρίως στον αστικό χώρο, οι ανισότητες εντείνονται και οι κινέζοι πολυεκατομμυριούχοι πολλαπλασιάζονται. Από την άλλη μεριά, η απόλυτη φτώχεια, κυρίως στον αγροτικό χώρο, μειώνεται με πρωτοφανείς ρυθμούς. Ετσι, πάνω από πεντακόσια εκατομμύρια άνθρωποι έχουν ξεπεράσει την κατάσταση της απόλυτης εξαθλίωσης. Για πρώτη φορά στη μακρά ιστορία της χώρας, σε περιόδους κακής σοδειάς, οι αγρότες δεν πεθαίνουν από την πείνα. Αρα στην κινεζική περίπτωση έχουμε εντεινόμενες ανισότητες αλλά στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας η απόλυτη φτώχεια μειώνεται εντυπωσιακά.

Συμπέρασμα

Οι δύο διακρίσεις αριστερά - δεξιά και ανοιχτό - κλειστό αλληλοσυμπληρώνονται. Δεν υπάρχει «υπέρβαση» της πρώτης από τη δεύτερη. Η λεγόμενη υπέρβαση είναι αποτέλεσμα μόδας και όχι ουσίας. Δεν είναι δυνατόν να αναλύσουμε σήμερα έναν κοινωνικό σχηματισμό χωρίς να λάβουμε υπόψη μας και τις δύο διαστάσεις του. Είτε μας ενδιαφέρουν οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί, η αναδιανομή ή μη του πλούτου, της πολιτικής δύναμης και της πολιτισμικής επιρροής, είτε ο απομονωτισμός και ο προστατευτισμός, και στις δύο περιπτώσεις ο πολύπλοκος τρόπος άρθρωσης και των δύο παραπάνω διαστάσεων είναι απόλυτα αναγκαίος.

Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 20/8/2017.

Βραβείο "Nicos Mouzelis Prize"

 Nicos Mouzelis Prize