Πέμπτη, 03 Οκτώβριος 2024

Περί νεωτερικότητας

Παρά το ότι έχω ασχοληθεί ξανά με την έννοια της νεωτερικότητας σε σχέση με την Ελλάδα και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, σε αυτό το κείμενο θα ασχοληθώ πιο γενικά/θεωρητικά με το θέμα. Η νεωτερικότητα συνδέεται κυρίως με την Γαλλική Επανάσταση. Μια επανάσταση που κατάργησε τον φεουδαρχισμό του ancient regime, εναντιώθηκε στην απολυταρχία του θρόνου, στον θρησκευτικό σκοταδισμό και στις λαϊκές δεισιδαιμονίες. Στήριξε δηλαδή τις αξίες της λογικής ανάλυσης των φαινομένων, την επιστημονική πρόοδο και την αυτονομία του ατόμου. Ο παραπάνω ορισμός της νεωτερικότητας δεν είναι ικανοποιητικός. Δεν τονίζει την ιδιαιτερότητα των νεωτερικών κοινωνιών σε σχέση με τις προνεωτερικές. Αυτό είναι προφανές αν λάβουμε υπόψη μας πως μερικές από τις αξίες και συμπεριφορές που αναδύθηκαν στην περίοδο του Γαλλικού Διαφωτισμού τις παρατηρούμε και σε μη νεωτερικές κοινωνίες. Τις βλέπουμε για παράδειγμα στους προ και μετα-σωκρατικούς φιλοσόφους, καθώς και στους μαθητές τους (βλ. Minois 1998). Το ίδιο ισχύει αν επικεντρωθούμε σε κοινωνικοπολιτισμικά φαινόμενα, όπως η αυξανόμενη αναστοχαστικότητα, η υπαρξιακή αγωνία, η αμφισημία κτλ. Χαρακτηριστικά που μπορεί ένας ιστορικός να τα βρει, στο επίπεδο των ελίτ, στα μεγάλα αστικά κέντρα της ελληνιστικής περιόδου – όπως για παράδειγμα στην Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια και την Ρόδο (βλ. Ferguson 1969).
Αν θέλουμε να καταλάβουμε την ιδιαιτερότητα του νεωτερικού φαινομένου είναι απαραίτητο να εστιάσουμε λιγότερο στις αξίες και τη γενική κουλτούρα και περισσότερο στην κοινωνική οργάνωση που βλέπουμε στην περίοδο της ανάπτυξης του βιομηχανικού καπιταλισμού και της ανάδυσης του έθνους κράτους τον 19 ο αιώνα. Είναι σε αυτή την περίοδο που αναδύονται τα τρία βασικά δομικά χαρακτηριστικά των νεωτερικών κοινωνιών:
- Η μαζική ένταξη του πληθυσμού στο κράτος έθνος.
- Η ολική διαφοροποίηση των θεσμικών χώρων.
- Η διάχυση της εξατομίκευσης από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας.

Μαζική ένταξη στο εθνικό κέντρο

Χρησιμοποιώντας την ορολογία του Durkheim μπορούμε να υποστηρίξουμε πως οι προνεωτερικές, παραδοσιακές κοινωνίες είχαν μια μη διαφοροποιημένη κοινωνική οργάνωση. Από αυτή την άποψη ήταν αυτάρκεις, σχετικά αυτόνομες έναντι περισσότερο συμπεριληπτικών κοινωνικών ομάδων. Στην Δύση η τοπικιστική αυτή αυτάρκεια υπονομεύτηκε πρώτα από το απολυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης που πήρε την πλέον αναπτυγμένη μορφή του στην Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Εκείνη την εποχή, με δεδομένες τις τεχνολογικές εξελίξεις στην στρατιωτική σφαίρα και τον διακρατικό ανταγωνισμό, το απολυταρχικό μοντέλο διαδόθηκε σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη – ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την κυριαρχία του έθνους κράτους κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Αυτό οδήγησε στην σταδιακή αποδυνάμωση του παραδοσιακού τοπικισμού και στη μαζική κινητοποίηση και ένταξη του πληθυσμού στις ευρύτερες οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αρένες του έθνους κράτους. Η εν λόγω διαδικασία ένταξης μπορεί να θεωρηθεί ως μια τεράστια μετατόπιση πόρων από την περιφέρεια στο εθνικό κέντρο.
Από την οπτική των φορέων δράσης μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια διαδικασία συγκέντρωσης στην κορυφή όχι μόνο των μέσων οικονομικής παραγωγής αλλά επίσης εκείνων της βίας/κυριαρχίας όπως και εκείνων της επιρροής/πολιτισμικής παραγωγής. Καθώς το κέντρο βάρους μετατίθεται από την περιφέρεια στο κέντρο, οι ταυτότητες των ανθρώπων διαμορφώνονται όλο και περισσότερο από τους εθνικούς θεσμούς και ιδεολογίες. Οι άνθρωποι που ζουν στην περιφέρεια ταυτίζονται πλέον λιγότερο με τις τοπικές κοινωνίες και περισσότερο με το εθνικό κέντρο. Αισθάνονται για παράδειγμα λιγότερο πατρινοί και περισσότερο έλληνες. Εισέρχονται σε αυτό που ο B. Anderson (1991) αποκαλεί φαντασιακή κοινότητα του έθνους κράτους. Οι παραπάνω διαδικασίες υποδεικνύουν πως στη νεωτερική εποχή το κράτος διεισδύει στην περιφέρεια κατά τρόπο που ήταν αδιανόητος στις προνεωτερικές κοινωνίες.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η ένταξη στο εθνικό κέντρο έχει και αυτόνομες και ετερόνομες μορφές. Στην πρώτη περίπτωση μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατικό εκσυγχρονισμό: αστικά, πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δικαιώματα διαχέονται σταδιακά από το επίπεδο των ελίτ σε αυτό των λαϊκών στρωμάτων. Για παράδειγμα αυτό συνέβη στην Αγγλία του 19ου αιώνα και στις δυτικοευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατίες του 20ου. Από την άλλη μεριά, η ετερόνομη ένταξη οδηγεί στο κέντρο την πλειονότητα του πληθυσμού (ένταξη στον εθνικό στρατό, στο εθνικό σύστημα παιδείας, στις εθνικές αγορές), χωρίς όμως τη διάχυση δικαιωμάτων προς τα κάτω. Πρόκειται για έναν αυταρχικό εκσυγχρονισμό κατά τον οποίο οι πολίτες είναι «εντός» του εθνικού κέντρου σε ό,τι αφορά τις λειτουργίες ενός αυταρχικού συστήματος εξουσίας και «εκτός» αναφορικά με την απόκτηση δικαιωμάτων. Για παράδειγμα στην Πρωσία του 18ου και 19ου αιώνα υπήρξε μαζική ένταξη στον στρατιωτικό και ιδεολογικό χώρο, χωρίς όμως την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων. Το ίδιο φαινόμενο, πολύ εντονότερο, παρατηρούμε στη ναζιστική Γερμανία και στην σταλινική Σοβιετική Ένωση. Επομένως είναι λάθος να ταυτίζουμε, όπως γίνεται συχνά, τον εκσυγχρονισμό (modernization) με τον εκδημοκρατισμό. Ο εκσυγχρονισμός μπορεί να πάρει τόσο χειραφετημένες όσο και χειραγωγημένες μορφές ένταξης στο κράτος έθνος.

Ολική διαφοροποίηση θεσμικών χώρων

Περνώντας τώρα από την σκοπιά των φορέων δράσης σε μια πιο συστημική προσέγγιση, ένα δεύτερο δομικό χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας είναι η πρωτοφανής κοινωνική διαφοροποίηση καθώς οι θεσμικοί χώροι της οικονομίας, της πολιτικής εξουσίας και του πολιτισμού τείνουν να αποκτήσουν ξεχωριστή δυναμική, λογική και αξίες. Παρόμοιου τύπου διαφοροποιήσεις μπορούμε βεβαίως να συναντήσουμε και σε προνεωτερικούς κοινωνικούς σχηματισμούς (για παράδειγμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία). Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως η διαφοροποίηση περιορίζεται στην κορυφή. Ο κύριος κορμός της κοινωνίας εξακολουθεί να είναι οργανωμένος βάσει της μη διαφοροποιημένης παραδοσιακής κοινότητας (βλ. Marx 1959/1864). Ακριβώς αυτή η σταδιακή έκλειψη του δυισμού μεταξύ ενός θεσμικά διαφοροποιημένου κέντρου και μιας μη διαφοροποιημένης περιφέρειας χαρακτηρίζει τη νεωτερικότητα.
Με την ολική διαφοροποίηση της κοινωνίας σε σχετικά αυτόνομους θεσμικούς χώρους τίθεται το πρόβλημα του συντονισμού αυτών των χώρων. Στην πρώιμη νεωτερικότητα ο συντονισμός πραγματοποιείται κυρίως μέσω της κυριαρχίας του πολιτικού. Και αυτό γιατί, αντίθετα με τη μαρξιστική θεώρηση της κοινωνικής αλλαγής, η μετάβαση από το προνεωτερικό στο πρώιμο νεωτερικό στάδιο, δηλαδή η μετάβαση από την παραδοσιακή κυριαρχία στο έθνος κράτος, έγινε λιγότερο μέσω της επέκτασης των αγορών και περισσότερο μέσω της κρατικής επέκτασης και της διείσδυσης της κρατικής μηχανής στην περιφέρεια (Tilly 1975).

Ευρεία εξατομίκευση

Η διάκριση του Durkheim (1964/1893) μεταξύ μηχανικής και οργανικής αλληλεγγύης είναι ένας τρόπος να συνδέσει κανείς την κοινωνική διαφοροποίηση με την εξατομίκευση. Κατά τον Durkheim, στις μη διαφοροποιημένες κοινωνίες η κοινωνική συνοχή βασίζεται στις κοινές αξίες και τους κανόνες που λίγο πολύ αυτόματα ασπάζονται όλα τα μέλη της κοινωνίας. Σταδιακά με τον αυξανόμενο καταμερισμό της εργασίας, οι κοινοί κανόνες αποδυναμώνονται. Το υποκείμενο έχει την ικανότητα να κρατά αποστάσεις από τα οικογενειακά και κοινοτικά δίκτυα αντιμετωπίζοντας έτσι τον εαυτό του ως ξεχωριστό άτομο. Για να το πω διαφορετικά, στην κατάσταση της μηχανικής αλληλεγγύης κυριαρχεί ό,τι έχει το υποκείμενο κοινό με τους άλλους. Από την άλλη μεριά, στην οργανική κατάσταση το κοινό περιθωριοποιείται (χωρίς ποτέ να εξαφανίζεται). Ενώ, στο επίπεδο της ατομικής συνείδησης, το διαφορετικό καθίσταται κυρίαρχο. Αυτό βέβαια υποδηλώνει την εξατομίκευση. Το πέρασμα από τη μηχανική στην οργανική αλληλεγγύη γίνεται μέσω των μηχανισμών του καταμερισμού της εργασίας. Ο καταμερισμός της εργασίας δεν οδηγεί μόνο στην εξειδίκευση, αλλά και στον πολλαπλασιασμό των ρόλων στην οικονομία και αλλού.

Η μοναδικότητα των νεωτερικών σχηματισμών

Θεωρώ πως η αποδυνάμωση της παραδοσιακής κοινότητας και η μαζική ένταξη του πληθυσμού στο εθνικό κέντρο, η ολική διαφοροποίηση των θεσμικών σφαιρών και η ευρεία εξατομίκευση, στη συνάρθρωσή τους, καταδεικνύουν τη μοναδικότητα της νεωτερικής κοινωνίας. Αυτή η συνάρθρωση δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σε κανέναν προνεωτερικό κοινωνικό σχηματισμό. Συμπερασματικά, η μοναδικότητα της νεωτερικότητας αποδεικνύεται λιγότερο με πολιτισμικούς και περισσότερο με κοινωνικοδομικούς όρους. Τα κοινωνικοπολισμικά χαρακτηριστικά αποκτούν την ιδιότητα του μοναδικού μόνο όταν ειδωθούν στο πλαίσιο της κοινωνικοδομικής οργάνωσης.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 17/10/2021. 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση