Κάτι φαίνεται πως αλλάζει στον χώρο της επιχειρηματικότητας, με τον αριθμό των start-ups να ανεβαίνει με γρήγορους ρυθμούς.
Ενώ η ανεργία των νέων στην Ελλάδα βρίσκεται στα ύψη και η χώρα παρουσιάζει σοβαρότατο έλλειμμα εξωστρέφειας, κάποια καλά νέα ανοίγουν το παράθυρο της ελπίδας. Έτσι, πέρα από τα κομμωτήρια, τις καφετέριες και τα σουβλατζίδικα –που πάντα θα βρίσκονται στην κορυφή της ελληνικής νέας επιχειρηματικότητας– τα δύο τελευταία χρόνια εντυπωσιακή είναι και η ανάπτυξη των start-ups στο ελληνικό επιχειρηματικό τοπίο.
Έτσι, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Endeavor Greece που στηρίζει την επιχειρηματικότητα διεθνώς, στην χώρα μας το 2013 ιδρύθηκαν περίπου 180 start-ups, έναντι μόνον 18 το 2010. Επίσης, την χρονιά που πέρασε επενδύθηκαν στις εταιρείες αυτές 42 εκατ. ευρώ –ποσό σχεδόν 100 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο πριν τρία χρόνια. Χωρίς αμφιβολία, η εξέλιξη αυτή είναι απολύτως θετική και σίγουρα δείχνει ότι κάποια πράγματα στην χώρα μας αλλάζουν στον χώρο του επιχειρείν.
Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες, από την άποψη αυτή, είναι οι θέσεις και απόψεις του κ. Χ.Μακρυνιώτη, ο οποίος είναι διευθύνων σύμβουλος της Endeavor Greece και νέος επιχειρηματίας ο ίδιος. Σε ηλεκτρονική αρθρογραφία του (στον ιστότοπο euro2day) επισημαίνει ότι δεν χρειαζόμαστε περισσότερες νέες επιχειρήσεις αλλά καλύτερες, με υγιέστερους επιχειρηματίες και στοχευμένη υποστήριξη για να πετύχουν. Τονίζει δε ότι, υπό αυτή την έννοια, η χώρα έχει ανάγκη από νέους επιχειρηματίες ικανούς να γυρίσουν την πλάτη στα στραβά του χθες και να επιχειρούν αναζητώντας ευκαιρίες και όχι περιμένοντας επιδοτήσεις.
«Χρειαζόμαστε εργατικό δυναμικό», αναφέρει ο κ. Χ. Μακρυνιώτης, «που να σκέφτεται με επιχειρηματικό τρόπο, να αναλαμβάνει κινδύνους, να αναγνωρίζει και να αξιοποιεί ευκαιρίες –εντός και εκτός Ελλάδος. Όχι κατ' ανάγκην ως ένας ακόμη ευκαιριακός επιχειρηματίας, αλλά ως ένας σωστά εκπαιδευμένος αγρότης, κτηνοτρόφος, γιατρός ή περιζήτητος εργάτης. Το μοντέλο αναπτύξεως και ο χαρακτήρας των επιχειρήσεων κατά το παρελθόν υπήρξαν στρεβλά και συχνά παρασιτικά, φαινόμενο που δεν οδήγησε πουθενά».
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να υπενθυμίσουμε πως από τις στήλες αυτές είχαμε επισημάνει ότι ο υπερεμπορισμός και οι τυχάρπαστες μεταπρατικές δραστηριότητες όχι μόνον δεν οδηγούν πουθενά, αλλά στην πορεία εξελίξεως μιας οικονομίας είναι φαινόμενα σοβαρής κοινωνικής και οικονομικής κρίσεως.
Όμως, τα φαινόμενα αυτά σκοπίμως καλλιεργήθηκαν στην μεταπολεμική Ελλάδα, με μοναδικό κριτήριο την εξυπηρέτηση πολιτικών και κομματικών σκοπιμοτήτων. Η παρασιτική επιχειρηματικότητα, η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία δεν υπήρξαν στρεβλώσεις, όπως υποστηρίζουν ανιστόρητοι αναλυτές και οικονομολογούντες. Αντιθέτως, ήσαν συνειδητές πολιτικές επιλογές, ακόμα και όταν η Ελλάδα απεφάσισε την οριστική της ενσωμάτωση στο δυτικοευρωπαϊκό πολιτικοοικονομικό μόρφωμα.
Σοσιαλιστές καθηγητές ήσαν αυτοί που, σε γνωστή έκθεσή τους στα τέλη της δεκαετίας του 1940, είχαν προτείνει τράπεζες, βαρειά βιομηχανία και αγροτικοί συνεταιρισμοί να περιέλθουν στο κράτος –το οποίο, όμως, θα επέτρεπε σε μικρές επιχειρήσεις να λειτουργούν, ώστε να απορροφάται ανεργία. Οι ίδιοι καθηγητές ήσαν αυτοί που έκριναν την αμερικανική βοήθεια και το Σχέδιο Μάρσαλ ως συσσώρευση κεφαλαίου που έπρεπε να κατευθυνθεί στην άτυπη κρατικοποίηση της οικονομίας, με παράλληλη ενίσχυση εσωστρεφούς μικρομεσαίας επιχειρηματικής δραστηριότητος. Με βάση τις θεωρίες περί «ψωροκώσταινας» και άλλα παρόμοια δημιουργήθηκε μεταπολεμικά μία νεοφεουδαρχική Ελλάδα, με την λέξη «μικρό» να έχει γίνει τρόπος ζωής: το γαλατάκι, το ταβερνάκι, το ψωμάκι, το σπιτάκι, το φαγάκι, είναι λέξεις που εκφράζουν αντιλήψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές οι οποίες έχουν βαθύτατες καταβολές και σίγουρα δεν αναιρούνται από την μια μέρα στην άλλη.
Εξάλλου, στην βάση των αντιλήψεων και θέσεων που προηγούνται, δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μία οικονομία της οποίας το Ακαθάριστο Προϊόν ήταν σε ποσοστό 85% εξαρτημένο από την εισαγωγική και καταναλωτική δραστηριότητα και της οποίας το ποσοστό αυτάρκειας δεν ξεπερνά το 17% και είναι το χαμηλότερο μεταξύ των κρατών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ). Όσο για τον παραγωγικό ιστό της χώρας, η ατμομηχανή του ήταν η κατανάλωση και η οικοδομική δραστηριότητα –δύο κλάδοι που σήμερα έχουν καταρρεύσει. Όπως, βεβαίως, καταρρέει και ο μύθος της προσοδοθηρίας ως μέσου δημιουργίας πλούτου.
Πλούτος δημιουργείται μόνον μέσω παραγωγικών δραστηριοτήτων. Μεταξύ αυτών, αυτές που σήμερα είναι σχετικές με την γνώση και τις νέες τεχνολογίες πολύ γρήγορα παράγουν υψηλά εισοδήματα και βεβαίως υπεραξίες. Κατά συνέπεια, όλο και περισσότερο η σύγχρονη επιχειρηματικότητα συνδέεται και με νέους συντελεστές παραγωγής, στους οποίους ιδιαίτερο βάρος αποκτά συνεχώς η γνώση. Αυτό σημαίνει ότι για μία χώρα, το εκπαιδευτικό της σύστημα και ο τρόπος της θεσμικής οργανώσεώς του αποτελούν υψηλής αξίας παραγωγικές πηγές. Ας σκεφτούν κάποιοι ότι, μεταξύ των 20 πλουσιοτέρων ανθρώπων στον κόσμο, οι μισοί ξεκίνησαν κατά μέσον όρο την επαγγελματική τους δραστηριότητα πριν 25 χρόνια –ιδιαιτέρως δε ο εφευρέτης του Facebook, που είναι 15ος στην σχετική λίστα, μόλις συμπλήρωσε δέκα χρόνια επιχειρηματικής δραστηριότητος και δεν είναι ακόμη 30 ετών.
Δημοσιεύτηκε στο europress στις 24/3
Έναν τέτοιο τίτλο θέλω να δω σε πρωτοσέλιδα.
"Τρελός είσαι, δεν γίνεται", ακούω. "Η Ελλάδα δεν είναι για βιομηχανίες".
Έχω διαφορετική αντίληψη. Η βιομηχανία δεν είναι δόγμα. Μπορεί να αναπτυχθεί ακόμα και σε περισσότερο αντίξοες συνθήκες από τις δικές μας. Στο Ισραήλ, π.χ.
Οραματίζομαι βιομηχανικές μονάδες, παραγωγικές και εναρμονισμένες σε οικολογικό περιβάλλον, με σύγχρονη οργάνωση. Με μεράκι! Με συνεργασίες.
Η περιπόθητη ανάπτυξη δεν μπορεί να βασισθεί μόνο στον τουρισμό και σε σκληρά δημοσιονομικά μέτρα. 28% επίσημα η ανεργία, τα λέει όλα. Ένας βασικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας πρέπει να βασισθεί σε βιώσιμες βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες.
Δυστυχώς, η βιομηχανία της Ελλάδος βρίσκεται σε περιδίνηση. Η συνολική αύξηση των εξαγωγών είναι σχεδόν αμελητέα. Οι περισσότερες από τις βιομηχανίες που απέμειναν αντιμετωπίζουν υπαρξιακά προβλήματα. Και μαζί με αυτές και οι άνθρωποι, που περιμένουν τέσσερις και πέντε μήνες να πληρωθούν.
Από τη μια η ακριβή ενέργεια, από την άλλη η έλλειψη ρευστού, ο αυξημένος ανταγωνισμός, τα φορολογικά. Μια κατήφεια διάχυτη είναι αισθητή. Κέρδη, σε χρόνια περασμένα, προοπτικές που φέρνουν μελαγχολία.
Η έξοδος στις αγορές για δανεισμό, μέσα στο 2014, μου είναι σχεδόν αδιάφορη, θέμα δευτερεύον κατά τη γνώμη μου, αντικείμενο στείρων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Δυναμική έξοδος στις αγορές με εξαγωγές, αυτό είναι το ζητούμενο.
Η Τρόικα έχει και αυτή τις ευθύνες της, σαφώς, πολύ περισσότερες η ευρωπαϊκή πολιτική των Βρυξελών που ασκήθηκε τα τελευταία 15 χρόνια σε θέματα βιομηχανικής πολιτικής για τις μικρές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και, βεβαίως, οι ελληνικές κυβερνήσεις. Εδώ καταργήσαμε, χρόνια τώρα, και το υπουργείο Βιομηχανίας, πήγαμε στο ουδέτερο, εύπεπτο... Ανάπτυξης.
Στο χωριό μου λένε, ήταν το κλίμα στραβό, το έφαγε και η κατσίκα...
Ας κοιτάξουμε, λοιπόν, μπροστά.
Μέτρα, βεβαίως! Λιγότερη γραφειοκρατία, διευκόλυνση των εξαγωγικών επιχειρήσεων, προβλέψιμο και σταθερό φορολογικό περιβάλλον, γρήγορες διαδικασίες στηριγμένες σε ψηφιακές εφαρμογές στη διοίκηση. Συνεργασίες με εταιρείες του εξωτερικού. Αξιοπιστία. Και αλλαγή αντίληψης σε επίπεδο κοινωνίας, ανθρωπολογικό για το τι είναι και πώς μπορεί να υπάρξει σήμερα ανταγωνιστική, βιώσιμη βιομηχανία. Στην Ελλάδα!
Απαραίτητη προϋπόθεση επιβίωσης είναι η παροχή ρευστού κινήσεως στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό αντικείμενο, με ανεκτό επιτόκιο.
Σήμερα είναι τραγικό να χάνονται πελάτες εξωτερικού, να χάνονται οι εξαγωγές, λόγω αδυναμίας έγκαιρης προπληρωμής των πρώτων υλών και εξαρτημάτων. Βλέπεις, αυτό απαιτείται, διότι οι βιομηχανικοί προμηθευτές από Ασία και από Ευρώπη δεν μας εμπιστεύονται. Οι ανταγωνιστές ελληνικών βιομηχανιών χτυπάνε βασιζόμενοι στην καλύτερη χρηματοδότηση που έχει ως αποτέλεσμα να διαθέτουν τα προϊόντα και να στήνουν τις εγκαταστάσεις πιο γρήγορα από τις ελληνικές εταιρείες. Αρπάζουν τις εντολές.
Η έξοδος από την κρίση απαιτεί ζωντανές και εξαγωγικές βιομηχανικές μονάδες.
Δημοσιεύτηκε στο protagon.gr στις 20/3
Στη διάρκεια της προηγούμενης 10ετίας, μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη βίαιη εξαγωγή της σε όλο τον κόσμο με τη χρεοκοπία της Lehman στις 15.9.2008, οι αγορές ξεχείλιζαν από πληθώρα κεφαλαίων που με τρέλα αναζητούσαν επικερδείς τοποθετήσεις. Ολοι δανείζονταν εύκολα και φτηνά. Μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, που είχε φτάσει να δανείζεται με επιτόκιο περίπου όσο ήταν αυτό που δανειζόταν η Γερμανία. Σήμερα, στις διεθνείς αγορές υπάρχει πάλι πληθώρα κεφαλαίων, εξαιτίας της πολιτικής που ακολουθούν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου (quantitative easing), επιχειρώντας να υποστηρίξουν και να διευκολύνουν τη διεθνή ανάκαμψη.
Το ενδιαφέρον και αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ από το 2007 τα διεθνή κεφάλαια κατευθύνονταν από τις ανεπτυγμένες προς τις αναδυόμενες οικονομίες, μετά το 2010 έχουν αλλάξει κατεύθυνση και στρέφονται προς τις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Η αλλαγή κατεύθυνσης οφείλεται κυρίως (α) στην άρση των μεγάλων αβεβαιοτήτων για την εξυπηρέτηση του χρέους και την οικονομία των ΗΠΑ, (β) στις ισχυρές ενδείξεις ότι ο ανοδικός κύκλος στην Κίνα εξαντλεί τη δυναμικότητά του και (γ) στη βεβαιότητά τους ότι στον ευρωπαϊκό Νότο κρύβονται μεγάλα κοιτάσματα υποτιμημένων αξιών. Μεγάλες μάζες κεφαλαίου στρέφονται στις χώρες του Νότου της Ευρωζώνης και διερευνούν ευκαιρίες σε αυτά τα κοιτάσματα.
Τι δηλοί ο μύθος για εμάς; Η συγκυρία της πληθώρας διεθνών κεφαλαίων που αναζητούν τοποθετήσεις είναι ευνοϊκή για τη χώρα. Λεφτά υπάρχουν. Το διακύβευμα είναι αν θα προσελκυσθούν με μόνιμο τρόπο και θα αξιοποιηθούν για την προοδευτική αλλαγή της χώρας ή αν, απλώς, θα προσκληθούν σε ένα χρηματιστηριακό πάρτι και μετά, σε βραχύ χρόνο, θα μας αποχαιρετήσουν παίρνοντας μαζί τους τα εύκολα κέρδη τους.
Το δεύτερο είναι εύκολο. Θυμίζω ότι το ελληνικό κράτος πέτυχε να δανειστεί 43,5 δισ. ευρώ το 2008 και 63,8 δισ. ευρώ ακόμα και το 2009 (σε εποχές αλήστου μνήμης δημοσιονομικής κραιπάλης...) για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος του. Σήμερα, λοιπόν, όταν ο κρατικός προϋπολογισμός εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα (όπως και όσο...), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν έχει έλλειμμα (ανεξάρτητα από τους λόγους...) και το grexit έχει φύγει από το τραπέζι, εύκολα το κράτος θα μπορούσε να δανειστεί 2-3 δισ. ευρώ με επιτόκιο λίγο κάτω από 6% για 5ετή ομόλογα, σε συνεννόηση με 2-3 επενδυτικούς οίκους. Ουδείς κερδοσκόπος ή νουνεχής αποταμιευτής θα αρνιόταν ένα τόσο μεγάλο και σίγουρο κέρδος όπως αυτό που θα του πρόσφερε. Αυτό μόνο, θα αρκούσε για να εκτοξευθεί το χρηματιστήριο και να κάνει ένα σύντομο (προεκλογικό...) πάρτι. Πολλώ μάλλον, αν η έξοδος του Δημοσίου στις αγορές συνδυαστεί με επιτυχείς αυξήσεις κεφαλαίου κάποιων τραπεζών.
Ομως, οι αγορές διακρίνονται (όχι για τον ορθολογισμό, αλλά) για το ευμετάβλητο της συμπεριφοράς τους. Τα κεφάλαια, όπως έρχονται έτσι εύκολα και φεύγουν. Εύκολα υποτιμούν τον κίνδυνο, εύκολα και τον υπερτιμούν. Κινούνται σαν αγέλη, ενθουσιασμένα ή πανικόβλητα. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, τα ζητούμενα είναι δύο.
Το πρώτο, στενά οικονομικό: Να προσελκύσουμε κεφάλαια για να βγούμε από την ύφεση.
Δηλαδή, να τα προσελκύσουμε με σταθερότητα, έτσι, ώστε να ανοίξουμε δρόμο και, με πρώτο βήμα τα βραχυπρόθεσμα, να προσελκύσουμε μακροπρόθεσμα κεφάλαια. Κεφάλαια που θα δώσουν την ευχέρεια στις επιχειρήσεις να αντλήσουν ρευστότητα μέσω της έκδοσης εταιρικών ομολόγων και που θα καταστήσουν εφικτή τη χρηματοδότηση επενδύσεων ώστε να δημιουργηθεί νέο παραγωγικό δυναμικό. Είναι σημαντικό – και δύσκολο.
Το δεύτερο, είναι πολιτικό: Να προσελκύσουμε κεφάλαια για να βγούμε (όχι απλώς από την ύφεση, αλλά) από την κρίση.
Δηλαδή, όχι για να γίνει ένα ρετουσάρισμα του παρασιτισμού, με αλλαγή των «νικητών», από εκείνους που άρμεγαν το κράτος, σε εκείνους που θα επικρατήσουν με τις ευκαιρίες που προσφέρει η διάλυση της αγοράς εργασίας και οι χρηματοπιστωτικές σπέκουλες (βλ. Γ. Γιαννουλόπουλου, «Σκέψεις για την πολιτική σήμερα», εκδόσεις Πόλις). Αλλά για να προχωρήσει η βαθιά προοδευτική μεταρρύθμιση της χώρας με κριτήρια δικαιοσύνης, δημοκρατίας και ανάπτυξης. Αυτό απαιτεί πολιτική βούληση και σχέδιο – είναι πιο σημαντικό και πιο δύσκολο.
Λεφτά υπάρχουν – αυτή είναι η διεθνής συγκυρία. Δεν υπάρχει ισχυρή συγκέντρωση εσωτερικών δυνάμεων στη βάση σχεδίου προοδευτικής μεταρρύθμισης και ανασυγκρότησης της χώρας – αυτή είναι η εσωτερική συγκυρία. Αν δεν υπάρξει, η ύφεση θα φύγει βέβαια κάποια στιγμή, αλλά η κρίση (οικονομική, κοινωνική, πολιτική), θα σέρνεται. Μαζί της θα σέρνει τη χώρα στα κάθε φορά βράχια. Με κάποια χρηματιστηριακά πάρτι, για να σπάει η εθνική μελαγχολία. Ή για να ανεβαίνει το φρόνημα των εκλογέων...
Δημοσιεύτηκε στο metarithmisi.gr στις 23/3
«Η αύξηση των επενδύσεων από το (πτωτικό) 13% του ΑΕΠ στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 20% συνιστά παράγοντα - κλειδί για την έξοδο από την κρίση και για πραγματική ανάπτυξη», εκτιμά ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος, από το βήμα διαλόγου του naftemporiki.gr για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Γάτσιος υπογραμμίζει ότι αυτή η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων ισοδυναμεί με επενδύσεις ύψους 12 δισ. ευρώ ετησίως, που κατά τη γνώμη του μπορούν να ωθήσουν την οικονομία προς τα πάνω. Προσθέτει δε πως η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων είναι εφικτή, ιδιαίτερα αν συνεπικουρείται από τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ. Σύμφωνα με τον πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι τομείς οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, μπορούν και είναι αναγκαίο να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια, εγχώρια και ξένα, καθώς και δημόσιες επενδύσεις είναι τρεις: οι υποδομές, ο τουρισμός και η ενέργεια.
Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι επιλογές σήμερα με στόχο ένα βιώσιμο ελληνικό δημόσιο χρέος;
Γίνεται πολλή συζήτηση για το κατά πόσο ένα γενναίο κούρεμα, όπως προτείνει το ΔΝΤ, ή μια επιμήκυνση του χρέους με ταυτόχρονη μείωση των επιτοκίων δανεισμού, όπως προτείνεται από την Γερμανία, είναι η καταλληλότερη μέθοδος για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Από ένα σημείο και μετά, η συζήτηση αυτή έχει μόνο «ακαδημαϊκό» ενδιαφέρον. Ας πούμε ότι προσωπικά πιστεύω ότι η πρώτη μέθοδος είναι προτιμητέα. Και λοιπόν; Τελικά, εκείνο που έχει σημασία είναι αν οι δανειστές μας θα είναι διατεθειμένοι να την ακολουθήσουν. Και απ' ό,τι φαίνεται δεν είναι.
Το δεύτερο Μνημόνιο αφιερώνει μόνο τρεις γραμμές στην ανάγκη για μείωση τιμών, μέσω μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Καταστροφική η λογική ότι τα έσοδα πρέπει να προσαρμόζονται στα δεδομένα έξοδα και όχι το αντίστροφο.
Χωρίς τη δημοσιονομική προσαρμογή η κατάρρευση της οικονομίας θα ήταν ακαριαία.
Η διαπραγματευτική μας δύναμη θα δυναμώνει μόνο αν θα δυναμώνει η παραγωγική μας ικανότητα.
Η έγνοια, ένθεν κακείθεν, του πολιτικού τόξου που φιλοδοξεί να κυβερνά μετά τη νέα συμφωνία είναι η σύμβαση να μην ονομαστεί «Μνημόνιο» όταν θα είναι αυτοί «στα πράγματα».
Πολύ φοβάμαι ότι οι συζητήσεις με την τρόικα θα ολοκληρωθούν στο Eurogroup του Απριλίου, στην καλύτερη περίπτωση.
Η οδική Εγνατία χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωσή της απ' ό,τι χρειάστηκε ο Υπερσιβηρικός.
Για να αποκτήσουμε μια επαφή με την πραγματικότητα, ας παρατηρήσουμε ότι βρισκόμαστε αυτόν τον καιρό σε μια ατέρμονη διαδικασία συζητήσεων με την τρόικα για την εκταμίευση χρηματοδοτήσεων που θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί από τον περασμένο Δεκέμβρη. Και πολύ φοβάμαι ότι η διαδικασία αυτή δεν θα ολοκληρωθεί, όπως διαφαίνεται, στο Eurogroup του Μαρτίου, αλλά σε αυτό του Απριλίου, στην καλύτερη περίπτωση. Η επίκληση από ελληνικής πλευράς της ύπαρξης πρωτογενούς πλεονάσματος, σε συνδυασμό με την επίκληση της σχετικής απόφασης του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012 αναφορικά με δανειακές διευκολύνσεις προς την Ελλάδα, δεν φαίνεται να βοήθησε στην επιτάχυνση της διαδικασίας. Αλλά, όπως προανέφερα, εκείνη η απόφαση δεν έθετε ως προϋπόθεση μόνο την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά και «...την πλήρη εφαρμογή όλων των όρων που περιέχονται στο Μνημόνιο...». Παρατηρήστε, επίσης, ότι, κατ' ουσία, αυτήν την περίοδο βρισκόμαστε σε συζητήσεις για την σύναψη νέας δανειακής σύμβασης, μετά τον Μάιο, ώστε να μπορέσουμε να συντάξουμε τον Προϋπολογισμό τού 2015. Και η έγνοια, ένθεν κακείθεν του πολιτικού τόξου που φιλοδοξούν τότε να κυβερνούν ή να κυβερνήσουν, είναι η νέα σύμβαση να μην ονομαστεί «Μνημόνιο», όταν είναι αυτοί «στα πράγματα», αλλά κάπως αλλιώς. Ας πούμε, «Σύμφωνο για την Ανάπτυξη», ή κάτι τέτοιο. Ακούγεται «φτηνό», και είναι. Δυστυχώς, όμως, είναι η πραγματικότητα.
Όλα αυτά καταδεικνύουν το πραγματικό, όχι φαντασιακό, μέγεθος της διαπραγματευτικής μας δύναμης. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή θα δυναμώνει, μόνο στο βαθμό και στο μέτρο που δυναμώνει η παραγωγική μας ικανότητα, ιδιαίτερα στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων». Παραγωγική ανασυγκρότηση και εξαγωγές είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε μπροστά μας και ο μόνος τρόπος για μια υγιή ανάπτυξη. Αν τον ακολουθήσουμε με συνέπεια και αποφασιστικότητα, θα μπορούμε ταυτόχρονα να θέτουμε με πειστικότητα αιτήματα για τρόπους ελάφρυνσης του χρέους. Εκεί πρέπει να είναι η εστίαση των προσπαθειών μας, αντί στην κατασκευή σχετικών «σεναρίων».
Είναι η βιωσιμότητα των υφιστάμενων γραμμών παραγωγής και η δημιουργία νέων δίπλα από τις υπάρχουσες που μπορούν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Όχι το αντίστροφο. Πρέπει να ασχοληθούμε με ουσιαστικό τρόπο και με τον παρονομαστή τού κλάσματος του χρέους.
Όπως γνωρίσαμε έως σήμερα το ελληνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, τι αφήνει πίσω του;
Όταν ξεκινούσε το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, τα Μνημόνια, η Ελλάδα ήταν στο χείλος τού γκρεμού, εάν δεν αιωρείτο ήδη στο κενό. Κανένας δεν μπορεί να έχει στα σοβαρά αντίρρηση για την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Όμως, το σταθεροποιητικό πρόγραμμα ήταν και είναι απλά μια απόπειρα διάσωσης από μια, καταστροφική για τη χώρα και κοινωνία μας, άτακτη χρεοκοπία. Το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι εγγυημένο, ιδιαίτερα στις συνθήκες που χαρακτήριζαν την οικονομία μας, και σε κάθε περίπτωση εξαρτιόταν και εξαρτάται κυρίως από την συμπεριφορά του σωζόμενου. Βέβαια, όσο επιτυχώς και αν εφαρμοζόταν, δεν θα μπορούσε να είναι ανώδυνο, αφού αποσκοπούσε στο να «προσγειώσει» την οικονομία σε ένα χαμηλότερο επίπεδο μακροχρόνιας, ευσταθούς ισορροπία, από εκείνο που την είχε οδηγήσει η τρελή κούρσα υπερκατανάλωσης και η «φούσκα» που αυτή είχε δημιουργήσει. Εάν η ελληνική οικονομία, παρότι ασθμαίνουσα και συρρικνούμενη, καταφέρνει να επιβιώνει και να ελπίζει σε μια έξοδο από την κρίση, τούτο οφείλεται στη δημοσιονομική προσαρμογή. Γιατί εάν, αντίθετα με ό,τι συνέβη τα προηγούμενα χρόνια, κυριαρχούσε η άποψη ότι ο δρόμος για την καταπολέμηση της επερχόμενης πτώχευσης περνούσε μέσα από τη δημιουργία ακόμη περισσοτέρων ελλειμμάτων, η κατάρρευση της οικονομίας θα ήταν ακαριαία.
Τώρα, εάν το ερώτημα είναι το κατά πόσο το σταθεροποιητικό πρόγραμμα, τόσο στη διάσταση της δημοσιονομικής προσαρμογής όσο και σε εκείνη της ανταγωνιστικής προσαρμογής, υλοποιήθηκε με τον αποτελεσματικότερο, παραγωγικότερο και δικαιότερο τρόπο, τότε θα σας απαντούσα αρνητικά. Συγκεκριμένα, νομίζω πως τρία είναι τα σημεία μιας ουσιαστικής κριτικής. Και τα τρία βαρύνουν, κατά κύριο λόγο, την ελληνική πλευρά, ως αρμοδίας για τα του οίκου μας. Το πρώτο είναι ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην αναγνώριση του μείζονος προβλήματος της ανταγωνιστικότητας, μόλις το 2012 με το δεύτερο Μνημόνιο. Η συζήτηση που οδήγησε στο πρώτο Μνημόνιο αφορούσε μόνο το δημοσιονομικό πρόβλημα, όταν επιτέλους η ύπαρξή του αναγνωρίστηκε στα τέλη τού 2009.
Δεύτερο, η υλοποίηση της δημοσιονομικής προσαρμογής ακολούθησε τη γνωστή καταστροφική λογική ότι είναι τα έσοδα που πρέπει να προσαρμόζονται στα δεδομένα έξοδα και όχι το αντίστροφο, τα έξοδα στα δεδομένα έσοδα. Σημειώνω, ότι το ECOFIN, πριν τις εκλογές τού 2009, συνιστούσε στην Ελλάδα να προχωρήσει σε μια δημοσιονομική προσαρμογή κυρίως προς την κατεύθυνση μείωσης των δαπανών και με τη λήψη μέτρων «διαρκούς απόδοσης» και όχι «μιας χρήσης». Όμως η Ελλάδα, και πριν και μετά τις εκλογές, κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, υιοθετώντας μέτρα «μιας χρήσης» από τη μεριά των εσόδων, με την επιβολή αλλεπάλληλων μέτρων έκτακτης φορολογίας, άμεσης και έμμεσης, πάνω στα συνήθη φορολογικά υποζύγια καθώς και με οριζόντιες και εύκολες περικοπές δαπανών, όπως στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Η ανομολόγητη επιδίωξη κατά την εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου το 2010, ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή να πραγματοποιηθεί χωρίς να θιγούν τα «ιερά και όσια» της κομματοκρατίας, να προστατευθούν οι κομματικοί στρατοί στις ΔΕΚΟ και το ευρύτερο Δημόσιο με τους δεκάδες άχρηστους οργανισμούς, η διοίκηση των οποίων εξακολουθεί να προσφέρεται από το κόμμα-κάτοχο του κράτους στους αποτυχημένους πολιτευτές του.
Όσο δε αφορά το μείζον πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, όταν το δεύτερο Μνημόνιο επιτέλους το ανακάλυψε το 2012, η επίλυσή του μέσω της αναγκαίας και αναπόφευκτης «εσωτερικής υποτίμησης» υπήρξε ημιτελής και προκλητικά μονομερής. Η «εσωτερική υποτίμηση» για να είναι επιτυχής οφείλει να περιλαμβάνει όλους τους συντελεστές κόστους (εργατικό κόστος, κόστος λοιπών συντελεστών παραγωγής) και τους συντελεστές τιμών. Όμως, εν προκειμένω, υποτιμήθηκε και υποτιμάται μόνο η μισθωτή εργασία, ενώ το ίδιο δεν ισχύει για τους υπόλοιπους συντελεστές παραγωγής, ούτε για τις τιμές παραγωγού και καταναλωτή. Αξίζει να αναφερθεί, ότι το δεύτερο Μνημόνιο αφιερώνει μόνο τρεις γραμμές στην ανάγκη για μείωση τιμών, μέσω μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Μία από τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας είναι ότι δεν αξιοποίησε αποτελεσματικά και με προοπτική τα αναπτυξιακά κονδύλια της ΕΕ. Τι χρειάζεται από εδώ και στο εξής για να επιτύχει η Ελλάδα τη μέγιστη δυνατή προστιθέμενη αξία των ευρωπαϊκών επενδύσεων;
Ο όρος «παθογένειες» που χρησιμοποιείτε, παραπέμπει ξανά στο προαναφερθέν άρθρο μου με τον Δημήτρη Ιωάννου. Δυστυχώς, η χρήση των κονδυλίων αυτών στην πρώτη περίοδο συμμετοχής μας στην ΕΕ ήταν αντίστοιχη με αυτήν του καθεστώτος χαμηλών επιτοκίων δανεισμού της περιόδου συμμετοχής μας στην ευρωζώνη. Χρησιμοποιήθηκαν πρωτίστως για να χρηματοδοτήσουν μια πλαστή ευημερία στα πλαίσια μιας παρασιτικής οικονομίας. Το πέρασμα από μια μετεμφυλιακή οικονομία, όπου μια κοινωνική πλειοψηφία δημιουργούσε το πλεόνασμα το οποίο, υπό μορφή προσόδου, διοχετευόταν σε μια ελεγχόμενου μεγέθους ομάδα κυρίαρχων στρωμάτων, σε μια μεταπολιτευτική οικονομία, όπου το δικαίωμα στην πρόσοδο κατέστη σχεδόν πάνδημο, ασχέτως παραγωγικής συνεισφοράς, οδήγησε σε μια τερατογένεση. Καθώς η ισχνή παραγωγική του βάση δεν αρκούσε για να το συντηρήσει, το παράδοξο ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό μόρφωμα έπρεπε να αναζητήσει από αλλού την τροφοδοσία του με το απαραίτητο καταναλωτικό πλεόνασμα. Προς την κατεύθυνση αυτή χρησιμοποιήθηκαν και οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, συμβάλλοντας σε μια επίπλαστη ευημερία και ενισχύοντας το ιδεολόγημα ότι η συμμετοχή μας στην Ευρώπη αρκούσε από μόνη της για τη λύση των όποιων προβλημάτων μας. Μια καταστροφική ελαφρότητα.
Έτσι, η οδική Εγνατία χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωσή της απ' ό,τι χρειάστηκε ο Υπερσιβηρικός, ενώ η ηλεκτροσιδηροδρομική Εγνατία έμεινε στα αζήτητα, το κομμάτι Πάτρα-Αθήνα της ΠΑΘΕ ακόμη κατασκευάζεται, ο δυτικός άξονας εκφυλίστηκε σε παρακάμψεις Άρτας και Αγρινίου, τα μεγάλα λιμάνια της χώρας έμειναν ως είχαν. Για να περιορισθώ μόνο σε μερικά από τα έργα υποδομής που έχει ανάγκη η χώρα.
Σήμερα, η αύξηση των επενδύσεων από το 13% του ΑΕΠ στο οποίο βρίσκονται και, μάλιστα, με τάση πτωτική, στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 20% συνιστά παράγοντα-κλειδί για την έξοδο από την κρίση και για πραγματική ανάπτυξη. Η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων ισοδυναμεί με επενδύσεις ύψους 12 δισ. ευρώ ετησίως, που μπορούν να ωθήσουν την οικονομία προς τα πάνω. Η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων είναι εφικτή, ιδιαίτερα αν συνεπικουρείται από τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και των Διαρθρωτικών Ταμείων τής ΕΕ. Οι τομείς οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, μπορούν και είναι αναγκαίο να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια, εγχώρια και ξένα, καθώς και δημόσιες επενδύσεις είναι τρεις: οι υποδομές, ο τουρισμός και η ενέργεια.
Η αναβάθμιση και ο εκμοντερισμός τού σιδηροδρομικού δικτύου και των δικτύων λιμένων τής χώρας είναι εκ των ων ουκ άνευ, εάν πρόκειται η Ελλάδας να χρησιμοποιήσει πράγματι το πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης και να υποστηρίξει μια εξωστρεφή, ανταγωνιστική οικονομία. Ο τουρισμός, με αναβαθμισμένες υποδομές και υπηρεσίες, μπορεί να πρωταγωνιστήσει στη δημιουργία μιας νέας εικόνας για την Ελλάδα που, με τα αρχαιολογικά της μνημεία, τη φύση και τους ανθρώπους της, είναι ένα μέρος που όλοι θέλουν να επισκεφτούν. Η αναπτυξιακή γραμμή τουρισμού-πολιτισμού-κρουαζιέρας-αγροδιατροφής μπορεί να γίνει μοναδική και να «πουλάει» δώδεκα μήνες το χρόνο. Ο τομέας της ενέργειας, τέλος, μπορεί να λειτουργήσει ως στρατηγική εισροή σε μια νέα ανταγωνιστική ελληνική οικονομία, συνδέοντάς την με ένα νέο κύμα ανάπτυξης παγκόσμια. Η Ελλάδα μπορεί, επιπλέον, να συνεισφέρει ως μέρος μιας αλυσίδας ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας. Αν και το φυσικό αέριο και οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας είναι οι νέοι πρωταγωνιστές, επ' ουδενί δεν πρέπει να αγνοούμε τα πολύ πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη που διαθέτει η χώρα και τον υδάτινο πλούτο της. Ωστόσο, είναι πολύ λανθασμένη, κατά τη γνώμη μου, η άποψη ότι η οικονομία μας μπορεί ή πρέπει να γίνει μια οικονομία βασισμένη στο πετρέλαιο. Θα πρέπει να καβαλήσουμε το επόμενο κύμα ανάπτυξης που ογκούται, όχι αυτό που φθίνει. Το Αιγαίο αρχιπέλαγος και το Ιόνιο έχουν πολύ περισσότερο πλούτο να δώσουν απ' αυτό του πετρελαίου.
Κάποιες επενδύσεις μπορούν να προέλθουν και από το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Όχι μέσα από αποκρατικοποιήσεις που θα μπορούσαμε να τις αποκαλέσουμε «της πυρκαγιάς» ("fire sales"), αλλά μέσα από ένα συνεκτικό πρόγραμμα που δουλεύει για την οικονομία και όχι για τους συμβούλους αποκρατικοποιήσεων. Είναι καθοριστικό ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να αναπτύσσεται παράλληλα με τη διαδικασία δημιουργίας συνθηκών ανοίγματος του ανταγωνισμού, συνθηκών που απουσιάζουν και που είναι υπεύθυνες, σε μεγάλο βαθμό, για το γεγονός ότι η «εσωτερική υποτίμηση» την οποία βιώνουμε αφορά κυρίως τους μισθούς και όχι τις τιμές.
Βασικές προϋποθέσεις για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων είναι, πρώτο, ένα σταθερό και απλό σύστημα φορολογικών κανόνων και, δεύτερο, απλοποίηση και ταχύτητα στις διαδικασίες αδειοδότησης. Όμως, με ένα φορολογικό σύστημα «κουρελού» από τις εκατοντάδες ρυθμίσεις που εισάγονται ανά μήνα και με μια απίστευτη γραφειοκρατία που γεννά και ενισχύει τη διαφθορά, είναι δύσκολο να δούμε να έρχονται επενδύσεις. Θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά το ότι στην Έκθεση του World Economic Forum για το 2013 η Ελλάδα καταλαμβάνει, ως προς το επενδυτικό περιβάλλον, την 142η θέση μεταξύ 148 χωρών. Όπως, επίσης, το ότι από τα περίπου 1 τρισ. δολάρια ξένων άμεσων επενδύσεων που διατέθηκαν ανά τον κόσμο το 2013, το μερίδιο της χώρας μας ήταν μηδενικό, όταν η Ιρλανδία εξασφάλισε για τον εαυτό της 46 δισ. δολάρια και η Ισπανία 37 δισ. δολάρια.
Δημοσιεύτηκε στην naftemporiki.gr στις 14/3
«Το παραγωγικό πρόβλημα της χώρας όχι μόνο δεν έχει επιλυθεί αλλά δεν ξεκίνησε καν να επιλύεται», δηλώνει χαρακτηριστικά ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος, από το βήμα διαλόγου του naftemporiki.gr για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Γάτσιος θεωρεί ότι τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα οφείλονται κυρίως στην αδυναμία απορρόφησης τεχνολογικών, καινοτόμων παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία. Σε αυτό το πλαίσιο, επικαλείται διεθνείς πίνακες οι οποίοι εστιάζουν σε ποιοτικά χαρακτηριστικά των «διεθνώς εμπορευσίμων» των χωρών του ΟΟΣΑ. Παρατηρεί δε ότι από την αξιοσημείωτη βελτίωση ύψους 19,2 δισ. ευρώ στο εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών, τα 19 δισ. ευρώ οφείλονται σε μείωση των εξόδων για εισαγωγές και μόλις τα 0,2 δισ. ευρώ σε αύξηση των εσόδων από εξαγωγές. Ο ίδιος κάνει λόγο για «πλήρη απουσία στοιχειωδών έστω συμβολών για τον ρόλο των περιφερειών και των δήμων σε ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση».
Μια σειρά πολιτικών παραγόντων, αλλά και οικονομικών αναλυτών, εκτιμά ότι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2013 προοιωνίζεται ότι ήδη εισερχόμαστε στη «μεταμνημονιακή» περίοδο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αίσθηση σταθερότητας και ευρύτερης προοπτικής της ελληνικής οικονομίας. Ποια είναι η γνώμη σας; Πού βρισκόμαστε και προς ποια κατεύθυνση βαδίζουμε;
Κατ' αρχάς ένα σχόλιο. Η έξοδος από την πρωτοφανούς έκτασης, βάθους και εύρους κρίση την οποία διανύουμε απαιτεί να υπάρχει στους πολίτες και, επομένως, στο δημόσιο διάλογο, μια ορθή και ακριβής αντίληψη της κατάστασης χωρίς ωραιοποιήσεις, δημαγωγίες και στρουθοκαμηλισμούς. Χρειάζεται να κατανοούμε πού βρισκόμαστε, να ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε, και να είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε αυτό που είναι απαραίτητο για να φτάσουμε εκεί. Για να μπορέσουμε να πορευτούμε, το ένα πόδι το προσφέρει η αλήθεια, η ειλικρίνεια, ενώ το άλλο η αίσθηση δικαίου μεταξύ των πολιτών για τις επιλογές που γίνονται.
Δυστυχώς, όμως, ο δημόσιος διάλογος είναι «φτωχός», αναντίστοιχος με τις ανάγκες της χώρας. Καθώς τα καίρια και σημαντικά ερωτήματα δεν τίθενται, οι κατάλληλες απαντήσεις δεν δίδονται, με αποτέλεσμα οι παραλογισμοί και οι παραισθήσεις να βρίσκουν γόνιμο έδαφος. Είναι και αυτό στοιχείο της υπανάπτυξης της χώρας και της χρεοκοπίας της. Γιατί, συνήθως, της οικονομικής προηγείται η πνευματική χρεοκοπία, η χρεοκοπία ιδεών. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ διανύουμε μια προεκλογική περίοδο δημοτικών και περιφερειακών εκλογών καθώς και ευρωεκλογών, είναι πλήρης η απουσία στοιχειωδών έστω συμβολών για τον ρόλο των περιφερειών και των δήμων σε ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Όπως είναι πλήρης και η απουσία επεξεργασιών για το μέλλον της Ευρώπης και τη θέση της χώρας σε αυτό.
Η συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα, η οποία ασφαλώς και δεν είναι ανεξάρτητη από το γεγονός ότι διανύουμε προεκλογική περίοδο, ακολουθεί το πλαίσιο που περιέγραψα παραπάνω. Το κρίσιμο ερώτημα, κατά πόσο δηλαδή το πλεόνασμα που προκύπτει, στον βαθμό που προκύπτει, έχει προσωρινό και συγκυριακό χαρακτήρα εξαιτίας, για παράδειγμα, των έκτακτων μέτρων φορολόγησης και, μάλιστα, με αναδρομικό χαρακτήρα, καθώς και τη μη πληρωμή υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τρίτους, ή κατά πόσο έχει μονιμότερο χαρακτήρα εξαιτίας, για παράδειγμα, μεταβολών στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, παραμένει στο περιθώριο. Αντίθετα, η συζήτηση εγκλωβίζεται και αποπροσανατολίζεται στο ύψος και τον τρόπο διανομής του.
Επιπλέον, οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί δημιουργούν τη ψευδαίσθηση ότι «το πρόβλημα, λίγο-πολύ, λύθηκε ή λύνεται» και ότι «όπου να 'ναι βγαίνουμε από την κρίση», καλλιεργώντας προσδοκίες για διανομή προσόδων. Όμως, το κύριο και θεμελιώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η κατάρρευση του παραγωγικού της ιστού. Το δημοσιονομικό πρόβλημα, που ασφαλώς υφίσταται, είναι σε μεγάλο βαθμό, απόρροια αυτού του προβλήματος. Όπως, βέβαια, και η πρωτοφανής ανεργία. Δεν μπορούμε να μιλάμε για έξοδο από την κρίση όταν έχουμε ποσοστά ανεργίας περί το 28%. Το παραγωγικό πρόβλημα της χώρας, όμως, απουσιάζει από το δημόσιο διάλογο, το θέμα αποσιωπάται, ή, στην καλύτερη περίπτωση, συζητείται περιφερειακά, αντί να είναι το κεντρικό θέμα γύρω από το οποίο οργανώνεται η οικονομική μας πολιτική. Έτσι, δυστυχώς, όχι μόνο δεν έχει επιλυθεί αλλά δεν ξεκίνησε καν να επιλύεται, οι προσδοκώμενοι πρόσοδοι προς διανομή υπάρχουν μόνον υπό την μορφή παραισθήσεων και η «έξοδος από την κρίση» συνιστά ονειροφαντασία.
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος, Πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (2011- ), είναι Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης τού Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έλαβε το Πτυχίο του στα Οικονομικά από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1981), ενώ το M.Phil. (1984) και το Ph.D. (1988) από το University of Cambridge. Δίδαξε στο University of Cambridge και διετέλεσε Fellow και Director of Studies in Economics στο Fitzwilliam College (1987-1992). Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη Μικροοικονομική Θεωρία και, ειδικότερα, στη Θεωρία και Πολιτική του Διεθνούς Εμπορίου, τη Βιομηχανική Οργάνωση, τα Μαθηματικά Οικονομικά και τη Θεωρία Παιγνίων. Έχει δημοσιεύσει σε πολλά διεθνή επιστημονικά περιοδικά, όπως Review of Economic Studies, Journal of International Economics, Journal of Industrial Economics, Economic Journal, European Economic Review, Journal of Development Economics και άλλα.
Η δημοσιονομική προσαρμογή, που πράγματι υπήρξε, χωρίς την εκ παραλλήλου παραγωγική αναγέννηση της χώρας παραπέμπει στον Σίσυφο. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, να μας απασχολεί πολύ περισσότερο από το πλεόνασμα η κατάρρευση, μεταξύ των άλλων, της χαλυβουργίας, καθώς και το γεγονός ότι δεν ασχοληθήκαμε με αυτήν παρά μόνο όταν έβαλε λουκέτο. Προσωρινό, ελπίζω, καθώς, αν η πορεία αυτή δεν αναστραφεί, το κόστος που θα προκαλέσει θα είναι πραγματικό, όχι λογιστικό, πολλαπλάσιο του όποιου πρωτογενούς πλεονάσματος και με βάθος χρόνου, όχι εφήμερο.
Συμπερασματικά, η όλη συζήτηση περί πρωτογενούς πλεονάσματος, όπως εξελίσσεται, βρίσκεται σε απόλυτη δυσαρμονία με αυτό που έλεγα προηγουμένως. Ότι, δηλαδή, θα πρέπει να κατανοούμε πού βρισκόμαστε και να γνωρίζουμε πού και πώς θέλουμε να πάμε. Ούτε βοηθά, όπως ορισμένοι πιστεύουν ή θέλουν να πιστεύουν, στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας με σκοπό την απομείωση του χρέους. Όποιος διαβάσει την απόφαση του Eurogroup της 27 Νοεμβρίου 2012 το καταλαβαίνει αυτό.
Η χώρα, η οικονομία, η κοινωνία χρειάζονται έναν ευρύτερο ορίζοντα από αυτόν των επόμενων εκλογών και, θα έλεγα, των όποιων εκλογών.
Υπάρχει πάντως και το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Για πρώτη φορά από το 1948, το ισοζύγιο παρουσίασε το 2013 πλεόνασμα 1,2 δισ. ευρώ. Πώς αξιολογείτε αυτήν την παράμετρο;
Αν κανείς μελετήσει την εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από το 2008, όταν ξεκινούσε η παρούσα κρίση, παρατηρεί μια βελτίωση ύψους 36 δισ. ευρώ, από έλλειμμα 36,8 δισ. ευρώ το 2008 σε πλεόνασμα 1,2 δισ. ευρώ το 2013. Πρόκειται, πράγματι, για μια εντυπωσιακή βελτίωση. Αξίζει να την αναλύσουμε λίγο περισσότερο, επικεντρωνόμενοι στην εξέλιξη της σημαντικότερης συνιστώσας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αυτή του εμπορικού ισοζυγίου. Θα μας βοηθήσει αυτό να δούμε εναργέστερα το παραγωγικό μας πρόβλημα. Από τα προαναφερθέντα 36 δισ. ευρώ, τα 26,7 δισ. ευρώ οφείλονται σε βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο παραμένει μεν ελλειμματικό αλλά σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα, από -44 δισ. ευρώ το 2008 στα -17,3 δισ. ευρώ το 2013.
Ας κάνουμε ένα επιπλέον βήμα μελετώντας την εξέλιξη του λεγόμενου εμπορικού ισοζυγίου χωρίς καύσιμα και πλοία, χωρίς δηλαδή το ισοζύγιο εσόδων-εξόδων που προέρχεται από το εμπόριο καυσίμων, τον εφοδιασμό πλοίων κ.λπ. Αυτό, το λεγόμενο και εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών, θα μας επιτρέψει να εστιαστούμε στη σχέση εισαγωγών-εξαγωγών που σχετίζεται με την παραγωγή και εμπορία προϊόντων του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η συνεισφορά του εμπορικού ισοζυγίου λοιπών αγαθών στην προαναφερθείσα συνολική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου των 26,7 δισ. ευρώ ανέρχεται στα 19,2 δισ. ευρώ, από -27,2 δισ. ευρώ το 2008 στα -8 δισ. ευρώ το 2013.
Το κρίσιμο ερώτημα, εν προκειμένω, είναι σε ποιο βαθμό η παραπάνω αξιοσημείωτη βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών οφείλεται σε μείωση των εισαγωγών και σε ποιο βαθμό σε αύξηση των εξαγωγών. Δυστυχώς, παρατηρούμε ότι οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις εισαγωγές. Από τη βελτίωση ύψους 19,2 δισ. ευρώ στο εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών, τα 19 δισ. ευρώ οφείλονται σε μείωση των εξόδων για εισαγωγές και μόλις τα 0,2 δισ. ευρώ σε αύξηση των εσόδων από εξαγωγές.
Συγκεκριμένα, τα έξοδα για εισαγωγές λοιπών αγαθών μειώθηκαν από 41,2 δισ. ευρώ το 2008 στα 22,2 δισ. ευρώ το 2013. Αξιοσημείωτο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της βελτίωσης των 19 δισ. ευρώ έλαβε χώρα πριν το πρώτο μνημόνιο. Μεταξύ 2008 και 2010 οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 14,2 δισ. ευρώ. Η προσαρμογή, δηλαδή, ήταν εμπροσθοβαρής.
Διαφορετική είναι η εικόνα που παρουσιάζουν οι εξαγωγές. Δεν είναι μόνο ότι η αύξηση που παρουσίασαν ήταν ισχνή, από 14 δισ. ευρώ το 2008 στα 14,2 δισ. ευρώ το 2013. Είναι, επίσης, ότι αρχικά παρουσίασαν πτώση στα 11,3 δισ. ευρώ το 2010, για να αρχίσουν να ανακάμπτουν μόνο μετά το πρώτο Μνημόνιο ενώ, επιπλέον, η ανάκαμψη αυτή χαρακτηρίζεται από πτωτικούς ρυθμούς: 13,3 δισ. ευρώ το 2011, 13,9 δισ. ευρώ το 2012 και 14,2 δισ. ευρώ το 2013. Η μάλλον αδύναμη αντίδραση τού εγχώριου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» και τα σημάδια κόπωσης που ήδη παρουσιάζει, αντανακλούν την έλλειψη δυναμικότητάς του, ενώ η περιορισμένη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του λόγω μείωσης του εργατικού κόστους αντανακλά τα δομικά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του. Σημειώνω, εν προκειμένω, ότι παρά το γεγονός ότι η χώρα δεν μπορεί σήμερα να χαρακτηρισθεί ως χώρα υψηλού εργατικού κόστους, στην Έκθεση του World Economic Forum το Σεπτέμβριο του 2013 η Ελλάδα καταλαμβάνει μεταξύ 148 χωρών την 96η θέση στην ανταγωνιστικότητα –τελευταία στην Ευρώπη και μόλις 10 θέσεις πάνω από την Βολιβία.
Το παραγωγικό πρόβλημα, επομένως, της χώρας δεν είναι απλά οξύ. Είναι, επιπλέον, και σύνθετο στην επίλυσή του, καθώς τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα οφείλονται όχι τόσο στο ύψος των μισθών, όσο κυρίως στην αδυναμία απορρόφησης τεχνολογικών, καινοτόμων παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό φαίνεται καθαρά σε σχετικούς διεθνείς πίνακες οι οποίοι εστιάζουν σε ποιοτικά χαρακτηριστικά των «διεθνώς εμπορευσίμων» των χωρών του ΟΟΣΑ, όπως το είδος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας και την προστιθέμενη αξία τους. Σύμφωνα με τους πίνακες αυτούς, η Ελλάδα της λεγόμενης «ανάπτυξης» και «σύγκλισης» βρισκόταν την περίοδο 2001-2007 και συνεχίζει να βρίσκεται σήμερα στην ίδια ομάδα χωρών, να ανταγωνίζεται στο ίδιο «καλάθι» προϊόντων με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Παρά με τους εταίρους της στην ΕΕ. Η εύκολη λύση της μείωσης του εργατικού κόστους, επομένως, προφανώς δεν επαρκεί. Χρειάζεται πλέγμα πολιτικών που θα θεραπεύει το πρόβλημα. Η ενίσχυση της εφαρμοσμένης έρευνας και καινοτομίας τόσο στο εσωτερικό των επιχειρήσεων όσο και εκτός αυτών, καθώς και η συνεργασία των επιχειρήσεων με φορείς τέτοιας έρευνας, όπως τα πανεπιστήμια, αποκτά σπουδαιότητα στρατηγικής σημασίας.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς το ότι ο τομέας των «διεθνώς εμπορευσίμων» ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν ακόμη και πριν την κρίση ο μικρότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και με πτωτικές τάσεις, 25% το 2000 και 20,5% το 2009, και ότι τα ποσοστά αυτά γίνονται ακόμη μικρότερα, 16% το 2000 και 11,5% το 2009, όταν αναφερόμαστε σε κλάδους που οφείλουν να «κυνηγούν» τις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως είναι οι κλάδοι μεταποίησης και πληροφορικής, τότε αρχίζει κάποιος να καταλαβαίνει πού ακριβώς βρισκόμαστε.
Εστιάζω στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» γιατί είναι εκεί που συμπυκνώνονται οι παραγωγικές δυνατότητες μιας οικονομίας και, επομένως, είναι αυτός που μπορεί να τροφοδοτήσει μια διαδικασία «ενδογενούς» ανάπτυξης. Η σημερινή συρρίκνωσή του είναι αυτή που, κατά κύριο λόγο, καθορίζει πόσες θέσεις απασχόλησης μπορεί μια οικονομία να υποστηρίξει, τι μισθούς μπορεί να πληρώσει, τι πλεόνασμα μπορεί να δημιουργεί και να αναδιανέμει.
Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να κάνουν αντιληπτό πόσο εκτός πραγματικότητας βρίσκονται πανηγυρισμοί περί πλεονασμάτων ισοζυγίων και ισχυρισμοί περί σύντομης εξόδου από την κρίση. Ο δρόμος που πρέπει να διανύσουμε είναι μακρύς και δύσκολος.
Σε μία από τις σπάνιες συζητήσεις της με δημοσιογράφους, το 1984, η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε παραδεχθεί ότι η ανεργία των νέων ήταν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, με απρόβλεπτες κοινωνικές προεκτάσεις. «Οι νέοι δεν πρέπει να μένουν αργόσχολοι. Είναι πολύ κακό γι αυτούς», τόνιζε η τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρεταννίας και, λίγες ημέρες αργότερα, το περιοδικό The Economist έγραφε ότι «λίγα πράγματα είναι τόσο κακά για την κοινωνία όσο να αφήνει τους νέους της μετέωρους». Λίγα χρόνια αργότερα, το ίδιο περιοδικό τόνιζε σε ειδικό αφιέρωμά του: «Όσοι ξεκινούν την διαδρομή τους με επίδομα ανεργίας, είναι πιθανότερο να μεγαλώσουν με μικρότερο εισόδημα και με συχνότερες περιόδους ανεργίας, καθώς στα χρόνια που ο άνθρωπος διαμορφώνεται έχουν λιγότερες ευκαιρίες να αποκτήσουν δεξιότητες και να αναπτύξουν την αυτοπεποίθησή τους».
Σήμερα, η παρατήρηση αυτή είναι επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε για τον απλό λόγο ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι νέοι χωρίς δουλειά είναι περισσότεροι παρά ποτέ. Τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) δείχνουν ότι 26,5 εκατομμύρια νέοι άνθρωποι στις ηλικίες 15-24 ετών, κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες, βρίσκονται σήμερα χωρίς εργασία, χωρίς συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα και χωρίς να ακολουθούν κάποια προγράμματα κατάρτισης. Επίσης, πάντα κατά τον ΟΟΣΑ, ο αριθμός των ανέργων νέων, από το 2007 που ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση στις ΗΠΑ έως και το τέλος του 2012, σημείωσε αύξηση 30%, με τον ανοδικό ρυθμό να συνεχίζεται. Από την πλευρά της, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) αναφέρει ότι, ανά τον κόσμο, 75 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας. Οι μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, πάλι, αναφέρουν ότι στις αναδυόμενες χώρες 262 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται οικονομικά ανενεργοί. Ανάλογα δε με το πώς μετράει κανείς τα πράγματα, ο αριθμός των νέων που είναι χωρίς δουλειά είναι περίπου όσος ο πληθυσμός των ΗΠΑ (311 εκατομμύρια).
Στην βάση των παραπάνω ποσοτικών δεδομένων –τα οποία, ωστόσο, δεν έχουν κανέναν ποιοτικό χαρακτήρα– επισημαίνεται ότι δύο ζητήματα παίζουν μεγάλο ρόλο. Πρώτον, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητος έχει μειώσει την ζήτηση εργασίας, ενώ είναι ευκολότερο να αναβάλει κανείς την πρόσληψη νέων απ' ό,τι να απολύσει εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας. Δεύτερον, στις αναπτυσσόμενες οικονομίες η αύξηση του πληθυσμού είναι ταχύτερη σε εκείνες τις χώρες που έχουν δυσλειτουργική αγορά εργασίας, όπως είναι η Ινδία ή η Αίγυπτος.
Αποτέλεσμα: Ένα «τόξο ανεργίας» έχει δημιουργηθεί από την νότια Ευρώπη και την βόρειο Αμερική μέχρι την Μέση Ανατολή και την νότια Ασία. Στο τόξο αυτό, η ύφεση των πλουσίων χωρών έρχεται και συναντάται με τον σεισμό των νεότερων γενεών που παρατηρείται στον φτωχό κόσμο. Στην βάση της λογικής αυτής δίδονται και σχετικές ερμηνείες για τα γεγονότα στον αραβικό κόσμο, όπως και για την άνοδο της εγκληματικότητος στον ευρωπαϊκό νότο.
Ωστόσο, πέρα από τις ερμηνείες, στο ερώτημα με ποιους τρόπους μπορεί να ανατραπεί αυτή η οδυνηρή κατάσταση, οι απαντήσεις δεν ξεφεύγουν από τα ιδεολογικά και οικονομοτεχνικά καλούπια των ετών του περασμένου αιώνα. Δεν είναι λίγοι έτσι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο πλέον πρόσφορος τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος είναι η επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Αυτό είναι ευκολότερο να το λέει κανείς, παρά να το κάνει –και ούτως ή άλλως μια τέτοια απάντηση είναι μερική και μόνον. Χώρες που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα (όπως η Ισπανία ή η Αίγυπτος) έπασχαν από ανεργία ακόμη και όταν οι οικονομίες τους αναπτύσσονταν.
Παράλληλα, στα τελευταία χρόνια της ύφεσης και της ανόδου της ανεργίας οι περισσότερες σοβαρές εταιρείες δεν έχουν πάψει να παραπονούνται ότι δεν βρίσκουν νέους εργαζόμενους που να διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες. Αυτά υπογραμμίζουν την μεγάλη σημασία δύο άλλων παραγόντων: της μεταρρύθμισης των αγορών εργασίας και της βελτίωσης της εκπαίδευσης. Πρόκειται για γνώριμες συνταγές, οι οποίες όμως θα έπρεπε να εφαρμόζονται και με καινούργιο δυναμισμό, αλλά και με καινούργιες προσεγγίσεις.
Και στο σημείο αυτό υπάρχει τρομερό πρόβλημα, που είναι βεβαίως ιδιαίτερα επίκαιρο και στην Ελλάδα. Όμως μάς τόνιζε πριν δύο μήνες περίπου σε μία ειδική εκδήλωση στις Βρυξέλλες ο κ. Ντόμινικ Μπάρτον, διευθύνων σύμβουλος της γνωστής εταιρείας συμβούλων McKinsey, «το πολύ σοβαρό πρόβλημα της ανεργίας προσλαμβάνει σχεδόν μόνιμο χαρακτήρα εκ του γεγονότος ότι πολλοί νέοι στερούνται δεξιοτήτων που απαιτεί η αγορά εργασίας, σε έναν κόσμο που διαθέτει πολύ λίγους εξειδικευμένους εργάτες».
Πρόκειται ξεκάθαρα για ένα σημαντικό ζήτημα που αφορά τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της McKinsey σε περισσότερους από 4.500 νέους, 2.700 εργοδότες και 900 εκπαιδευτικά ιδρύματα σε οκτώ χώρες, περίπου το 40% των εργοδοτών δήλωσε ότι δυσκολεύεται να καλύψει κενές θέσεις εργασίας σε κατώτερα κλιμάκια επειδή οι υποψήφιοι στερούνται επαρκών προσόντων. Περίπου το 45% των νέων δήλωσε ότι η θέση εργασίας όπου απασχολείται δεν έχει σχέση με αυτό που σπούδασε. Από αυτό δε το ποσοστό, περισσότεροι από τους μισούς βλέπουν την δουλειά τους σαν προσωρινή και σκοπεύουν να αποχωρήσουν. «Αν δεν βρεθεί λύση στο φαινόμενο αυτό, προβλέπουμε ότι η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας μέχρι το 2020 θα προκαλέσει έλλειμμα 85 εκατομμυρίων εργαζομένων σε μέσες και υψηλές δεξιότητες», τονίζει ο κ. Ντόμινικ Μπάρτον.
Σχολιάζοντάς μας τις απόψεις αυτές, ο Βρεταννός καθηγητής και σύμβουλος επιχειρήσεων κ. Ίαν Σίνιορ μάς είπε ότι η ανεργία των νέων βρίσκεται συχνά στο χειρότερό της επίπεδο στις χώρες που διαθέτουν άκαμπτη αγορά εργασίας. Τα καρτέλ που υπάρχουν σε ορισμένους κλάδους, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση επί των προσλήψεων, οι άκαμπτοι κανόνες σε επίπεδο απολύσεων, οι υψηλοί κατώτατοι μισθοί –όλα αυτά καταδικάζουν τους νέους να μένουν χωρίς απασχόληση. Η Νότιος Αφρική εμφανίζει από τα χειρότερα δεδομένα ανεργίας στα νότια της Σαχάρας, εν μέρει λόγω των ισχυρών συνδικάτων και των άκαμπτων νόμων της σε θέματα πρόσληψης και απόλυσης. Πολλές από τις χώρες του τόξου νεανικής ανεργίας θεσπίζουν υψηλούς κατώτατους μισθούς και υψηλούς φόρους στην απασχόληση. Η Ινδία διαθέτει κάπου 200 νόμους για την απασχόληση και την αμοιβή εργασίας.
Προκειμένου να υπάρξει αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, κρίσιμη σημασία έχει η αποικοδόμηση των ρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα αρκέσει από μόνο του. Η Μεγάλη Βρεταννία διαθέτει ελαστική αγορά εργασίας, αλλά εμφανίζει και υψηλή ανεργία των νέων. Σε χώρες που έχουν καλύτερες επιδόσεις σε αυτό το μέτωπο, οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν ενεργότερο ρόλο στην ανεύρεση εργασίας σε όσους παλεύουν να τα βγάλουν πέρα. Η Γερμανία, όπου παρατηρείται το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας των νέων του πλούσιου κόσμου, πληρώνει από δημόσιους πόρους ένα ποσοστό της αμοιβής των μακροχρόνια ανέργων επί δύο χρόνια μετά την πρόσληψή τους. Στις βόρειες χώρες οι νέοι έχουν στην διάθεσή τους «εξατομικευμένα σχέδια» προκειμένου να βρίσκουν θέση εργασίας ή ευκαιρία κατάρτισης.
Αυτές οι παρατηρήσεις, όμως, φαίνεται δεν έχουν μοναδικό χαρακτήρα. κατά την McKinsey, η έρευνά της αποδεικνύει ότι το 70% των εργοδοτών απέδωσε την έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στην ανεπαρκή κατάρτιση. Από την άλλη πλευρά, το 70% των εκπαιδευτικών φορέων θεωρεί ότι προετοιμάζει επαρκώς τους σπουδαστές για να βγουν στην αγορά εργασίας. Επιπροσθέτως, οι εργοδότες διαμαρτύρονται ότι λιγότεροι από το 50% των νέων που έχουν προσλάβει διαθέτουν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, όμως τα δύο τρίτα των νέων πιστεύουν ότι διαθέτουν τις συγκεκριμένες δεξιότητες. Οι συνθήκες είναι τέτοιες που περίπου το 60% των νέων δηλώνει ότι θα πλήρωνε περισσότερα για την εκπαίδευσή του προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητες να εξασφαλίσει μία ελκυστική θέση εργασίας. Από την πλευρά του, το 70% των εργοδοτών υποστηρίζει ότι θα πλήρωνε περισσότερα για να προσελκύσει τα κατάλληλα ταλέντα, αν μπορούσε να τα βρει.
Είναι όμως αυτό το πρόβλημα; Και ναι, και όχι. Οι ειδικοί του ΟΟΣΑ ανεπισήμως τονίζουν ότι, με βάση τις εμπειρίες τους, εκείνο που μετράει στην εκπαίδευση δεν είναι τόσο ο αριθμός των ετών σπουδών που συμπληρώνει κάποιος, όσο το περιεχόμενό τους. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να επεκταθούν οι σπουδές θετικών επιστημών και τεχνολογίας, αλλά και να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο της εκπαίδευσης και τον κόσμο της εργασίας –για παράδειγμα, με την αναβάθμιση της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης και με την δημιουργία στενότερων δεσμών μεταξύ σχολείων και επιχειρήσεων. Αυτό ακριβώς έχει πετύχει το, μακράς παράδοσης, γερμανικό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και μαθητείας. Και άλλες χώρες, ωστόσο, ακολουθούν αυτό το πρότυπο: η Νότιος Κορέα εγκαθίδρυσε σχολές «μαστόρων», η Σιγκαπούρη έδωσε ώθηση στις τεχνολογικές σχολές, ενώ και η Μεγάλη Βρεταννία επεκτείνει τα προγράμματα μαθητείας και προσπαθεί να βελτιώσει την τεχνική εκπαίδευση.
Η γεφύρωση του χάσματος, πάντως, θα χρειαστεί και αλλαγή στάσης από μέρους των επιχειρήσεων. Ορισμένες εταιρείες (από την Rolls Royce και την IBM μέχρι την McDonald's και την Premier Inn) αναθεωρούν τα προγράμματα κατάρτισής τους –όμως, ο φόβος ότι τους καταρτισμένους υπαλλήλους θα τους αρπάξουν οι ανταγωνιστές αποθαρρύνει συχνά τις εταιρείες να επενδύσουν στους νέους. Υπάρχουν, βέβαια, τρόποι για να ξεπεραστεί το πρόβλημα: λόγου χάρη, μπορεί να υπάρξει συνεργασία ομάδων επιχειρήσεων με πανεπιστήμια για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων κατάρτισης.
Ας σημειωθεί ότι το κόστος της κατάρτισης τα τελευταία χρόνια έχει περιοριστεί χάρη στην τεχνολογία, με αποτέλεσμα προγράμματα βασισμένα σε παιχνίδια με κομπιούτερ να παρέχουν εικονική εμπειρία στους νέους, ενώ διαδικτυακά μαθήματα μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητευόμενους να συνδυάζουν την κατάρτιση στον χώρο δουλειάς με την ακαδημαϊκή γνώση.
Τέτοιες θεραπείες, παρά την παγκοσμιοποίηση της ανεργίας, εμπνέουν μια κάποια αισιοδοξία. Σε πολλές αναπτυγμένες και αναδυόμενες χώρες, υπάρχουν κυβερνήσεις που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την ασυμβατότητα που παρατηρείται μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν να αναλαμβάνουν περισσότερες ευθύνες όσον αφορά στην επένδυση στους νέους. Παράλληλα, η τεχνολογία βοηθά στον εκδημοκρατισμό τόσο της εκπαίδευσης όσο και της κατάρτισης. Ο κόσμος έχει τώρα την ευκαιρία να ανοίξει τον δρόμο σε μία επανάσταση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, που να ανταποκρίνεται στο μέγεθος του προβλήματος.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν σε οικουμενικό επίπεδο, στην χώρα μας –που είναι ουραγός σε έρευνα και ανάπτυξη– η παιδεία ακόμη διώκεται και επιπλέον τής απαγορεύεται να πάρει μέρος και στα αναπτυξιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ!!!
Συνέντευξη του Barry Eichengreen
Η απόφαση των Ευρωπαίων να μεταθέσουν τις τελικές αποφάσεις για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους για μετά το καλοκαίρι, θέλοντας να αποφύγουν τις "τριβές" με τους ψηφοφόρους ενόψει των ευρωεκλογών, είναι λυπηρή, καθώς το μόνο που καταφέρνει είναι να αναβάλλει το αναπόφευκτο και να αναγκάζει την Τρόικα να καλύψει με κάποιο... μαγικό τρόπο το χρηματοδοτικό κενό της ελληνικής κυβέρνησης.
Αυτό αναφέρουν σε άρθρο τους στην ιστοσελίδα VOX, οι οικονομολόγοι Barry Eichengreen, Peter Allen και Gary Evan. Το Capital.gr επικοινώνησε με τον καθηγητή του Berkeley και διάσημο οικονομολόγο Barry Eichengreen, ο οποίος έδωσε απαντήσεις σε σημαντικά ζητήματα.
Σύμφωνα με τους τρεις οικονομολόγους, η πρόταση που βρίσκεται στο τραπέζι και προβλέπει την επιμήκυνση των δανείων και τη μείωση των επιτοκίων δεν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο δημόσιο χρέος. Γιατί μία τέτοια λύση δεν επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν δίνει κίνητρα για άμεσες ξένες επενδύσεις αλλά ούτε δίνει ώθηση στην ανάπτυξη.
Το πρόβλημα είναι ότι οι Έλληνες πολιτικοί πρέπει να βασιστούν στον αποπληθωρισμό και όχι στην υποτίμηση του νομίσματος για την αναπροσαρμογή μισθών και τιμών, η οποία δεν αποτελεί επιλογή για τη χώρα. Όμως ο πληθωρισμός αποτελεί "ανάθεμα" για την εμπιστοσύνη των μακροπρόθεσμων επενδυτών...
Η πρόταση των Barry Eichengreen, Peter Allen και Gary Evan αφορά στην υιοθέτηση μίας λύσης που θα περιλαμβάνει την ανταλλαγή ελληνικού χρέους με μερίδια σε αποκρατικοποιήσεις (debt-for-equity swaps). Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) και η Ε.Ε. θα πρέπει να διαθέσουν ένα μέρος των δανείων και των ελληνικών κρατικών ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους σε ένα μηχανισμό ανταλλαγής.
Στη συνέχεια, οι ιδιώτες επενδυτές που ενδιαφέρονται να αγοράσουν τους κρατικούς τίτλους της Ελλάδας θα έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από την ονομαστική τους αξία., π.χ. στο 50%. Από την πλευρά του, το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε να δεχθεί τους εν λόγω τίτλους ως μέσο πληρωμής, κατά την πώληση ενός περιουσιακού του στοιχείου. Η αξία στην οποία θα δεχθεί τους τίλους θα είναι μικρότερη από την ονομαστική αλλά μεγαλύτερη από αυτήν που πουλήθηκαν στους ιδιώτες, π.χ. στο 75%.
Οι εμπνευστές της πρότασης εκτιμούν ότι σε ένα τέτοιο σενάριο, το ελληνικό δημόσιο ωφελείται γιατί σβήνει στην ουσία χρέος με discount το οποίο εξαρτάται από την τιμή στην οποία δέχτηκε τους τίτλους κατά την αγοραπωλησία. Οι ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να είναι και αυτοί ευχαριστημένοι γιατί στην ουσία πληρώνουν λιγότερα για τα ελληνικά assets που αγοράζουν. Όμως και η ΕΚΤ θα είναι ικανοποιημένη αφού έχει αγοράσει τα ελληνικά ομόλογα με πολύ μεγάλο discount και κατά συνέπεια περιορίζει σημαντικά τις απώλειες από μία τέτοια συναλλαγή, ενώ μπορεί πλέον να πραγματοποιήσει πρόωρη έξοδο από το ελληνικό χρέος.
Ο παγκοσμίου φήμης καθηγητής Barry Eichengreen εξηγεί γιατί η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να αμβλύνει τις υφιστάμενες αντιδράσεις και να γίνει αποδεκτή από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
"Μία λύση που θα περιλαμβάνει τη χρήση debt-for-equity swaps είναι καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη. Προσφέρει στους επενδυτές της Βόρειας Ευρώπης μία ελκυστική ευκαιρία καταγραφής κέρδους", σημειώνει ο Αμερικανός οικονομολόγος. Παράλληλα, προσθέτει ο ίδιος, δίνει κίνητρα στην Ελλάδα να προχωρήσει σε αποκρατικοποιήσεις, φέρνει τις απαραίτητες για τη χώρα ξένες επενδύσεις, οδηγεί σε μείωση του χρέους και προσφέρει μία "αναίμακτη" στρατηγική εξόδου για τον επίσημο τομέα.
Ο κ. Eichengreen εκτιμά ότι το μεγάλο βάρος του ελληνικού χρέους, το οποίο κατέχει κατά κύριο λόγο ο επίσημος τομέας, συνεχίζει να αποτελεί "τροχοπέδη" για τις επενδύσεις και κατά συνέπεια την ανάπτυξη. "Η ανάγκη για επενδύσεις και ανάπτυξη είναι επιτακτική. Το ίδιο επιτακτική είναι η ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους", υπογραμμίζει.
Τέλος, ο ίδιος σχολιάζει τις προθέσεις των Ευρωπαίων να προχωρήσουν σε μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση των δανείων. "Με αυτή την κίνηση δείχνουν ότι δεν αποκλείεται εντελώς η συμμετοχή του επίσημου τομέα στη μείωση του χρέους. Όμως ο επίσημος τομέας θα πρέπει να σκεφτεί κάτι πιο δημιουργικό".
Η πρακτική "debt-for-equity-swaps" έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν στις περιπτώσεις της Χιλής, των Φιλιππίνων και του Εκουαδόρ. Το 1987 η Χιλή χρηματοδότησε επενδύσεις στη δασοκομία μέσω των συγκεκριμένων εργαλείων. Το 1988 η WWF αγόρασε χρέος των Φιλιππίνων αξίας 400 χιλ. δολαρίων στα 51 σεντς στο δολάριο με αντάλλαγμα την πραγματοποίηση έργων αποκατάστασης της βιοποικιλότητας, αντίστοιχης αξίας, από την κυβέρνηση. Το 1992 η κυβέρνηση του Εκουαδόρ αντάλλαξε μέρος του χρέους της προς τον τραπεζικό τομέα με το Χάρβαρντ για χρήση σε μελέτες χρηματοδότησης στη χώρα από φοιτητές του πανεπιστημίου.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Barry Eichengreen στο Capital.gr:
Κύριε Eichengreen, γιατί πιστεύετε ότι η πρόταση της υιοθέτησης του μοντέλου "debt-for-equity" θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης; (υπενθυμίζεται ότι το Νοέμβριο του 2012 είχαν συμφωνήσει να επιστρέψουν στην Ελλάδα μέρος των κερδών τους από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα όμως σήμερα αρνούνται να το συζητήσουν).
Μία λύση με βάση την εφαρμογή συμφωνιών ανταλλαγής χρέους με μερίδια σε ιδιωτικοποιήσεις είναι καλύτερη για όλους, όπως εξηγούμε αναλυτικά στο άρθρο μας στην ιστοσελίδα VOX. Προσφέρει στους επενδυτές της Βόρειας Ευρώπης μία ελκυστική ευκαιρία κέρδους. Προσφέρει επίσης στην Ελλάδα περαιτέρω κίνητρα για αποκρατικοποιήσεις, ενώ παράλληλα φέρνει και τις εισροές ξένων επενδύσεων που χρειάζεται η χώρα, καθώς και τη μείωση του χρέους της. Τέλος, προσφέρει στον "επίσημο τομέα" τη δυνατότητα μίας ομαλής εξόδου από την Ελλάδα.
Πόσο πιθανό είναι να έχουμε πρόοδο αναφορικά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους σε μία περίοδο έντονης αντιπαράθεσης στην Ευρωζώνη ενόψει της τραπεζικής ενοποίησης και των ευρωεκλογών;
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι δεν επιθυμούν να "ερεθίσουν" τους ψηφοφόρους της Βόρειας Ευρώπης λίγο καιρό πριν τις ευρωεκλογές και γι΄ αυτό το λόγο το θέμα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους θα πρέπει να μετατεθεί για μετά τη διεξαγωγή των εκλογών.
Πόσο επείγει, κατά τη γνώμη σας, η ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους; Πιστεύετε ότι η συμμετοχή του επίσημου τομέα έχει αποκλειστεί;
Το μεγάλο βάρος του χρέους, το οποίο βρίσκεται κυρίως στον επίσημο τομέα, συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Η ανάγκη για επενδύσεις και ανάπτυξη είναι επιτακτική, συνεπώς και η ανάγκη για αναδιάρθρωση του χρέους είναι επιτακτική. Όμως αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, αφού η ανάγκη είναι επιτακτική εδώ και αρκετό καιρό. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι θα γίνουν περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων και επιμήκυνση του χρέους. Αυτό δεν μου φαίνεται σαν να έχει αποκλειστεί εντελώς η συμμετοχή του επίσημου τομέα στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Όμως ο επίσημος τομέας πρέπει να σκεφτεί πιο δημιουργικές λύσεις για το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Πως μπορεί η ελληνική οικονομία να ξεφύγει από την παρατεταμένη λιτότητα που την κρατάει παγιδευμένη στο θανάσιμο σπιράλ της ύφεσης; Πιστεύετε ότι οι Ευρωπαίοι είναι έτοιμοι να δώσουν ξεκάθαρη λύση;
Συνεχίζω να ελπίζω – και εγώ και οι άλλοι συγγραφείς του άρθρου – ότι η Ελλάδα χρειάζεται μία στρατηγική με πολλαπλά στοιχεία. Για να ενισχυθεί η ζήτηση και να γίνει αναδιάρθρωση χρέους που θα επιτρέψει στις δημόσιες δαπάνες να κατευθυνθούν προς ελληνικά προϊόντα. Για να ενισχυθεί η προσφορά, σε συνέχεια της ατζέντας που περιλαμβάνει διαρθρωτικές αλλαγές και ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές δεν είναι εναλλακτικές αλλά συμπληρωματικές πολιτικές.
Το Νοέμβριο του 2012, σε συνέντευξή σας στο Κεφάλαιο είχατε επισημάνει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αυξήσει προσωρινά το στόχο του πληθωρισμού και να προχωρήσει με έναν συνδυασμό "forward guidance" και ποσοτικής χαλάρωσης.
Οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος του αποπληθωρισμού έχουν καθυστερήσει. Η μείωση των επιτοκίων αναφοράς και οι αγορές τιτλοποιημένων "πακέτων" τραπεζικών δανείων είναι τα προφανή βήματα που πρέπει να γίνουν σε πρώτη φάση.
1. Τι είναι η διαμεσολάβηση;
Πρόκειται για μία ελαστική διαδικασία στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή.
Πρέπει εδώ να τονίσω ότι με τον όρο ελαστική, εννοούμε μία διαδικασία που δεν υποβάλλεται σε τύπο, όπως οι δικαστικές αποφάσεις. Ο νόμος προσδιορίζει τα γενικά πλαίσιά της, χωρίς όμως να εξειδικεύει και τις λεπτομέρειες. Η ελαστικότητα συνεπώς την κάνει προσιτή για τον καθένα. Επιπλέον πρέπει να υπογραμμισθεί εντόνως ότι χαρακτηριστικό της διαδικασίας αυτής είναι η ουδετερότητα και η αμεροληψία του διαμεσολαβητή. Έτσι αποκλείονται από τον ρόλο αυτό πρόσωπα που έχουν ασχοληθεί, για παράδειγμα, ως δικηγόροι με τη συγκεκριμένη διαφορά.
2. Ποια είναι τα προτερήματά της σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία;
Η διαμεσολάβηση είναι μία μη χρονοβόρα διαδικασία. Έτσι σε αντίθεση με τη διαδικασία, για παράδειγμα, ενώπιον του Ειρηνοδικείου που διέπει σήμερα τις υποθέσεις των λεγόμενων υπερχρεωμένων νοικοκυριών, όταν τα μέρη της διαφοράς συμφωνήσουν να αποταθούν σε διαπιστευμένο διαμεσολαβητή, ο νόμος προσδιορίζει ότι πρέπει να οδηγηθούν στην εξεύρεση λύσης κατά ανώτατο όριο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Εξάλλου σε αντίθεση πάλι με τη δικαιοδοτική διαδικασία, η διαμεσολάβηση σχεδόν εκμηδενίζει το κόστος.
Τόσο η προσφυγή στο δικαστήριο, όσο και η διαιτησία έχουν αυξημένο κόστος. Αν πάρουμε πάλι το παράδειγμα του δανειολήπτη, ο μέσος άνθρωπος που υπάγεται στο λεγόμενο νόμο Κατσέλη πρέπει να υπολογίσει, εκτός από την αμοιβή του δικηγόρου για την ανάληψη της υπόθεσης, τα δικαστικά έξοδα, δηλαδή έξοδα γραμματίου προείσπραξης και παράστασης του δικηγόρου και την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για τα έξοδα επίδοσης στο ή στα εναγόμενα πιστωτικά ιδρύματα.
Αντίθετα στη διαμεσολάβηση πρέπει να υπολογίσει μόνο την αμοιβή του δικηγόρου του (χωρίς «δικαστικά έξοδα») και θα επιβαρυνθεί κατά ανώτατο όριο με τη μισή αμοιβή του διαμεσολαβητή. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προσδιορίζει ως κατώτατη αμοιβή του διαμεσολαβητή το ποσό των εκατό (100) ευρώ την ώρα.
3. Ποια είναι η θέση των μερών στη διαμεσολάβηση;
Τα μέρη στη διαμεσολάβηση προσέρχονται εκουσίως και δεν είναι απλοί παρατηρητές. Εκδήλωση της ελαστικότητας που υπογραμμίσαμε παραπάνω είναι το γεγονός ότι τα ειδικότερα πλαίσια της διαδικασίας καθορίζονται από τα μέρη σε συνεργασία με το διαμεσολαβητή και ανάλογα με την εκτίμηση των ιδιαίτερων στοιχείων κάθε περίπτωσης, αφού τηρηθούν οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της ισότητας των μερών, της ανεξαρτησίας, της ουδετερότητας και αμεροληψίας του διαμεσολαβητή και της καλής πίστης.
Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέρη έχουν τα ηνία της διαδικασίας. Έτσι, είναι ο δανειολήπτης και η τράπεζα (τα μέρη) για παράδειγμα που επιλέγουν τον διαμεσολαβητή από τον σχετικό κατάλογο των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών, που τηρεί η Γενική Διεύθυνση Διοίκησης Δικαιοσύνης του υπουργείου Δικαιοσύνης και μπορούν να τερματίσουν τη διαδικασία, ακόμα και χωρίς την επίτευξη συμφωνίας. Θα ήθελα εδώ να σημειώσω ότι με τη διαμεσολάβηση τόσο ο δανειολήπτης/υπερχρεωμένος, όσο και το πιστωτικό ίδρυμα/τράπεζα βρίσκονται επί ίσοις όροις, υπό την έννοια ότι ο διαμεσολαβητής δεν θα επηρεαστεί από τις αγορεύσεις των δικηγόρων ή από την εξωτερική ισχύ και τη φήμη των «διαδίκων».
4. Ποια είναι η διαδικασία διαμεσολάβησης και συγκεκριμένα στις υποθέσεις των λεγόμενων υπερχρεωμένων νοικοκυριών; Πώς θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων καθυστέρησης της απονομής Δικαιοσύνης και απροθυμίας των τραπεζών να συμμορφωθούν πλήρως με τον νόμο Κατσέλη;
Όπως ορίζεται σήμερα νομοθετικά, και συγκεκριμένα σε σχέση με την εφαρμογή του στον νόμο Κατσέλη, η προσφυγή στη διαμεσολάβηση μπορεί να γίνει είτε με πρωτοβουλία των μερών, όταν η διαφορά δεν έχει εισαχθεί στο δικαστήριο, είτε με πρόταση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση σε κάθε στάση της δίκης, η οποία αν γίνει αποδεκτή από τα μέρη, οδηγεί σε υποχρεωτική αναβολή της συζήτησης και σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου. Και στις δύο περιπτώσεις η συμφωνία για την υπαγωγή στη διαμεσολάβηση πρέπει να γίνει εγγράφως, έτσι ώστε να αποφευχθεί και αυτό ακόμα το ενδεχόμενο της κακοπιστίας ενός από τα δύο μέρη. Οι συζητήσεις και οι επίσημες προτάσεις των αρμόδιων υπουργείων μιλούν σήμερα για την αντικατάσταση του νόμου Κατσέλη με την υποχρεωτική διαμεσολάβηση και μόνο στην περίπτωση αποτυχίας της, να εισαχθεί η διαφορά στο δικαστήριο.
Χρειάζεται εδώ να διευκρινιστεί ότι αυτό που ουσιαστικά θα αντικατασταθεί με τη διαμεσολάβηση είναι το λεγόμενο πρώτο στάδιο (άρθρο 2§1 του νόμου) το οποίο τιτλοφορείται εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς. Όπως εφαρμόζεται σήμερα ο νόμος, στην πραγματικότητα αυτό το στάδιο εξαντλείται σε μία απλή αίτηση του δανειολήπτη, με την οποία ενημερώνει την τράπεζα ότι επιθυμεί να υπαχθεί στις ευεργετικές αυτές διατάξεις και δεν υπάρχει καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης ανάμεσά τους. Το στάδιο αυτό λήγει με μία βεβαίωση από τον δικηγόρο του αιτούντος ότι απέβη άκαρπη η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού. Έτσι καταλήγουμε στα ειρηνοδικεία και στην οικονομική επιβάρυνση του ήδη ευρισκόμενου σε ένδεια δανειολήπτη και στον προσδιορισμό δικασίμου μετά πέντε και πλέον έτη από την ημέρα της αίτησης.
5. Ποιες είναι οι φάσεις της διαμεσολάβησης;
Με την κήρυξη της διαμεσολάβησης ως υποχρεωτικής, το στάδιο αυτό ουσιαστικά καταργείται. Έτσι ο δανειολήπτης σε συνεννόηση με τον δικηγόρο του προτείνει στην τράπεζα την προσφυγή στη διαμεσολάβηση. Στη συνέχεια εξευρίσκεται κοινή συναινέσει ο διαμεσολαβητής από τον κατάλογο διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του υπουργείου Δικαιοσύνης. Η διαμεσολάβηση ξεκινά από τη λεγόμενη προπαρασκευαστική φάση (intake) στην οποία ο επιλεγμένος διαμεσολαβητής έρχεται σε πρώτη επαφή με τα μέρη και κυρίως με τους δικηγόρους τους, προκειμένου να συμφωνηθούν τα τυπικά. Στη συνέχεια προσδιορίζεται η ημέρα στην οποία θα λάβει χώρα η διαμεσολάβηση, στην οποία συμμετέχουν αυτοπροσώπως τα μέρη με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους. Κατά τη διάρκειά της προωθείται ο διάλογος ανάμεσα στους συμμετέχοντες, έτσι ώστε να καταφέρουν να ξεπεράσουν τις αμετακίνητες διεκδικήσεις/θέσεις τους και να οδηγηθούν στην εξεύρεση των πραγματικών συμφερόντων τους.
Ο διαμεσολαβητής μπορεί να διενεργήσει και κατ' ιδίαν συναντήσεις (caucus) με καθένα από τους εμπλεκομένους, οι οποίες διέπονται αυστηρά από το απόρρητο και την εμπιστευτικότητα και μεταφέρεται στην άλλη πλευρά, μόνο ό,τι ρητά έχει συναινέσει το μέρος. Ο διαμεσολαβητής είναι στην πραγματικότητα εγγυητής της διαδικασίας, δεν είναι δικαστής, ούτε διαιτητής. Στις περιπτώσεις για παράδειγμα των υπερχρεωμένων, είναι σαφώς πιο συμφέρον τόσο για την τράπεζα να ικανοποιηθεί άμεσα και σίγουρα κατά το ύψος των δυνατοτήτων του οφειλέτη της, όσο και για τον δανειολήπτη, να ρυθμίσει τις οφειλές του σύμφωνα με τις δυνάμεις του. Το σημαντικό εδώ είναι ότι τη ρύθμιση αυτή θα τη βρουν και θα τη συμφωνήσουν τα μέρη μεταξύ τους.
Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης ο διαμεσολαβητής συντάσσει το πρακτικό διαμεσολάβησης, στο οποίο περιλαμβάνεται το αποτέλεσμα της επιτυχούς συμφωνίας ή της αποτυχίας της διαδικασίας, την αιτία της διαφοράς καθώς και τα στοιχεία που εκ του νόμου αποτελούν ελάχιστο περιεχόμενο αυτού. Το πρακτικό υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες, σε περίπτωση όμως αποτυχίας δύναται να υπογραφεί μόνο από το διαμεσολαβητή. Το πρακτικό της διαμεσολάβησης, που περιέχει τη συμφωνία των μερών, δύναται, κατόπιν αιτήματος ενός τουλάχιστον των μερών, να κατατεθεί στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας διεξαγωγής της διαμεσολάβησης κι εφόσον υπάρχει αξίωση που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο (αρθ. 904 παρ. 2 περ. γ ΚΠολΔ).
Δημοσιεύτηκε στην Ημερησία στις 8-3-2014
Η συμβολική απαξίωση του δημόσιου τομέα συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγματική του υποβάθμιση και συνεπώς στην «ανάγκη» προσφυγής στον εκ φύσεως αποτελεσματικό ιδιωτικό τομέα. Δικαιούται κανείς να αναρωτιέται μήπως αυτό ακριβώς υπήρξε και το αιτούμενο.
Στις εμπορευματικές κοινωνίες όπου όλα αγοράζονται και όλα πουλιούνται, όταν υπάρχει «ζήτηση» θα εμφανισθεί και κάποια «προσφορά». Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι προσφέρονται κάθε λογής ενδιαφέρουσες και χρήσιμες υπηρεσίες, είτε «πρωτοβάθμιες», όπως π.χ. η εκκαθάριση υπαρκτών ή ανύπαρκτων ναρκοπεδίων, η προστασία των πιγκουίνων της Ανταρκτικής, των σαλίγκαρων της Κεϊλάνης ή των κονδόρων των Ανδεων, η διερεύνηση των πιθανοτήτων καλλιέργειας αβοκάδο στη Λαπωνία ή τομάτας στο κέρας της Αφρικής ή ακόμα η προσπάθεια να πεισθούν αδίστακτοι ένοπλοι μισθοφόροι για τη διιστορική σημασία των δημοκρατικών ιδεωδών ή ίσως ακόμα, γιατί όχι, και η αναζήτηση των ιχνών του μυθικού χιονανθρώπου των Ιμαλαΐων, είτε «δευτεροβάθμιες», όπως ο εντοπισμός και η καταλογογράφηση των επίδοξων παρόχων αυτών των υπηρεσιών.
Αλλα είναι λοιπόν τα πραγματικά ερωτήματα που πρέπει να τεθούν. Ποιος ζητάει να αγοράσει τέτοιες υπηρεσίες, ποιος πληρώνει γι' αυτές, σε τι ιστορικό πλαίσιο διαμορφώνεται αυτή η ζήτηση και τι σκοπιμότητες υπηρετεί. Με αυτή την έννοια, το πρόβλημα που τίθεται σε σχέση με τις ΜΚΟ δεν είναι τι συγκεκριμένο κάνουν, παράγουν, επιδιώκουν και επαγγέλλονται, αλλά γιατί υπάρχουν!
Η απάντηση προκύπτει από το ίδιο το όνομά τους. Αν σκεφτούμε πως ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή, ΜΚΟ δεν χαρακτηρίζονται όλες οι παραδοσιακές ενώσεις προσώπων, όπως τα σωματεία, τα ιδρύματα και οι επιχειρήσεις του εν γένει ιδιωτικού τομέα, θα πρέπει να μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί ορισμένοι οργανισμοί ορίζονται ρητά ως «μη κυβερνητικοί». Και ο λόγος δεν μπορεί να είναι άλλος από το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο τουλάχιστον, οι δραστηριότητές τους παραμένουν μεν ιδιωτικές, αλλά εμφανίζονται ως «γενικού», «δημόσιου» ή ακόμα συχνά και οικουμενικού ενδιαφέροντος. Η ιδιαιτερότητα των ΜΚΟ συνίσταται λοιπόν στο ότι, ανεξάρτητα από το τι πραγματικά επιδιώκεται, το αντικείμενο της δράσης τους μοιάζει να αντιστοιχεί σε ευρύτερα κοινωνικά μελήματα. Ανάγκες που αν ήταν απαραίτητες θα μπορούσαν να υπηρετούνται ευθέως από δημόσιους μηχανισμούς, ανατίθενται σε αυτόκλητους «ειδικούς» ιδιώτες. Και έτσι μετατοπίζεται καίρια η εσωτερικευμένη ιδεολογική διάκριση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα. Η μεθόδευση της κοινής ωφέλειας δεν ταυτίζεται πλέον αφετηριακά με τον δημόσιο χώρο. Με άμεσο αποτέλεσμα οι κατά τεκμήριο τουλάχιστον «χρήσιμες» και «επωφελείς» αυτές υπηρεσίες να ορίζονται και να παραγγέλλονται, αλλά και να πληρώνονται από τα οργανωμένα κράτη, δηλαδή από τους φορολογούμενους πολίτες, ανεξάρτητα από το ποιος καλείται να τις παράσχει. Και αυτό φαίνεται πια να αποτελεί συστατικό στοιχείο της «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Οι προεκτάσεις της εξέλιξης αυτής είναι απροσμέτρητες. Από τη μια μεριά, φαίνεται να αίρεται το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας να κρίνει αυτόνομα και υπεύθυνα περί του δέοντος γενέσθαι και να παρεμβαίνει ενεργά όταν χρειάζεται. Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι, από την άλλη μεριά, οι ιδιωτικά μεθοδευμένες δράσεις δημόσιου συμφέροντος δεν μπορεί πια να υπόκεινται στους αυστηρούς θεσμικούς και αξιακούς κανόνες που διέπουν της δημόσιες υπηρεσίες. Πράγματι, κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τις ΜΚΟ να κερδοσκοπούν, να διαθέτουν τους πόρους τους κατά το δοκούν και να επιλέγουν αυθαίρετα τους όρους της αμοιβής των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων. Ακόμα και αν ελέγχονται ως προς τη νομιμότητα της δράσης τους, δεν είναι σε καμιά περίπτωση δυνατόν να υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς σε ό,τι αφορά τη σκοπιμότητα των επιλογών τους. Δεν είναι π.χ. δυνατόν να υπάρξουν αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να ιεραρχείται η σημασία της προστασίας των γερακιών, των κοράκων και των περιστεριών.
Υπό τις συνθήκες αυτές λοιπόν είναι προφανές ότι τόσο η χρήση όσο και η διαχείριση του δημόσιου χρήματος δεν είναι δυνατόν να υπόκεινται στον ουσιαστικούς ελέγχους. Ακόμα και όταν δεν προέρχονται από «μυστικά κονδύλια», οι χρηματοδοτήσεις των ΜΚΟ είναι δομικά συνυφασμένες με την εγγενώς ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη ιδιωτική κερδοσκοπία.
Παρ' όλο που η γενίκευση τέτοιων πρακτικών είναι σχετικά πρόσφατη, μοιάζει να αντιστοιχεί στις νέες οικουμενικές αντιλήψεις για το «πολιτικά ορθό». Δεν είναι τυχαίο ότι ακολουθώντας πια παγκοσμίως εμπεδωμένα έθιμα, οι ευρωπαϊκές «οδηγίες» ευνοούν ή και απαιτούν ρητά τη συμμετοχή ιδιωτών σε κοινά χρηματοδοτούμενες «δράσεις» και προγράμματα και δράσεις. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους και τα κριτήρια με τα οποία ιεραρχούνται, επιλέγονται και ανατίθενται οι ιδιωτικές αυτές συμμετοχές στο κοινωνικό γίγνεσθαι, θεωρείται πια δεδομένο πως κάθε ευνομούμενη χώρα οφείλει να διαθέτει σημαντικούς πόρους για το «καλό», ρίχνοντάς τους στον γιαλό ενός οργανωμένου και εκ προοιμίου ανεξέλεγκτου εσμού επίδοξων συμφεροντούχων. Η ελεύθερη «κοινωνία των πολιτών», μας λένε, οφείλει να αναλάβει τον αυτόνομα δημιουργικό ρόλο που της αρμόζει.
Θα πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε για τα αίτια αυτής της θεαματικής ιδεολογικής μεταλλαγής και μαζί με αυτήν των τρεχουσών πολιτικών πρακτικών. Το γεγονός ότι η παλιά αυτή εγελιανή ιδέα ανασύρθηκε από την ιστορική ναφθαλίνη για να εγκατασταθεί στο επίκεντρο του προβληματισμού δεν μπορεί βέβαια να είναι τυχαίο. Ούτε φυσικά είναι τυχαίο ότι από ένα σημείο και πέρα η «κοινωνία των πολιτών» άρχισε να εμφανίζεται ως αναγκαίο συμπλήρωμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εφεξής, σε ρητή αντιδιαστολή με ό,τι το κρατικό και «επισήμως κρατικοδίαιτο» που αντιμετωπίζεται με ολοένα μεγαλύτερη δυσπιστία, ό,τι μπορεί να εμφανίζεται ως «ανεπισήμως κρατικοδίαιτο» προϊόν ελεύθερων ατομικών πρωτοβουλιών φαίνεται να καθαγιάζεται απερίφραστα.
Το ακατάσχετο κύμα των ιδιωτικοποιήσεων, η αποψίλωση του κοινωνικού κράτους, η απαξίωση του δημόσιου τομέα, η αύξουσα διείσδυση ιδιωτικοοικονομικών μεθόδων στη δημόσια διοίκηση, η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και η διάχυτη καταγγελία όλων των δημόσιων μηχανισμών ως εγγενώς αναποτελεσματικών και εν δυνάμει διεφθαρμένων δεν είναι άλλωστε παρά μερικά από τα συμπτώματα του αδιαμεσολάβητα πλέον κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου αντικρατισμού. Και προφανώς, μια τέτοια «προφητεία» δεν μπορεί παρά να είναι αυτοεκπληρούμενη: η συμβολική απαξίωση του δημόσιου τομέα συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγματική του υποβάθμιση και συνεπώς στην «ανάγκη» προσφυγής στον εκ φύσεως αποτελεσματικό ιδιωτικό τομέα. Δικαιούται κανείς να αναρωτιέται μήπως αυτό ακριβώς υπήρξε και το αιτούμενο.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η συνεχής διεύρυνση των ορίων λειτουργίας των ΜΚΟ μοιάζει αναγκαίο στοιχείο της πολιτικοϊδεολογικής συγκυρίας της εποχής μας. Από τη μια μεριά, επεκτείνοντας το πεδίο της ελεύθερης αγοράς προς νέες κατευθύνσεις δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πρόσθετες οργανωμένες ιδιωτικοποιήσεις, άρα και για αυξημένα κέρδη των απανταχού επιτηδείων. Από την άλλη, συμβάλλοντας στην αποδυνάμωση της διάκρισης ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και στις ιδιωτικές δράσεις συμβάλλει στην περαιτέρω αποδυνάμωση της δημόσιας συμβολικής πρωτοκαθεδρίας. Τέλος, εθίζει την κοινή γνώμη στην ιδέα ότι όλες σχεδόν οι δημόσιες αρμοδιότητες είναι δυνατόν και πρέπει να μεθοδεύονται μέσα από αυτοσχέδιες «συνέργειες» ανάμεσα στις συλλογικές σκοπιμότητες και στην προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο εις πείσμα των σκανδάλων και της ανορθολογικής σπατάλης του δημόσιου χρήματος, τίποτε δεν φαίνεται να μπορεί να ανακόπτει την επέλαση των νέων μορφών. Εάν δεν επανιδρυθεί η δημόσια σφαίρα και δεν ανασταθεί η αυτονομία της πολιτικής, τα ιδιωτικά συμφέροντα θα επιβληθούν σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνίας. Η εξουσία θα πρέπει λοιπόν κάποτε να επιστρέψει στον δήμο. Τελικώς, αυτό και μόνον είναι το ουσιώδες διακύβευμα.
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 4/3/2014
Πολλοί από εμάς αισθανόμαστε ότι η κρίση που εξελίσσεται από το 2008 εισέρχεται αυτό το φθινόπωρο σε μία κρίσιμη φάση, καθώς η πολιτική του βραχυπρόθεσμου κατευνασμού των αγορών που εφαρμόστηκε έως τώρα έφτασε πλέον στα όριά της. Εν τω μεταξύ, ενισχύθηκε μεταξύ των πολιτικών η άποψη ότι το κοινό νόμισμα απαιτεί και μια κοινή δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική. Αυτό, ωστόσο, οδηγεί προσωρινά μόνο σε μια φιλοευρωπαϊκή ρητορική, κενή περιεχομένου.
Οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να ελπίζουν ότι θα μπορέσουν σιωπηλά να θεσπίσουν, σε επίπεδο πολιτικής διακυβέρνησης, τις οικονομικές ρυθμίσεις στις οποίες έχουν δεσμευτεί, χωρίς καμία αλλαγή σε επίπεδο πολιτικών θεσμών. Λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά οικονομικής συμβολής των μεμονωμένων χωρών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διαπιστώνει κάποιος ότι με την ακολουθούμενη πολιτική εξαγοράς υποτιμημένων κρατικών ομολόγων η Τράπεζα έχει από καιρό ανοίξει τον δρόμο προς μια συγκαλυμμένη «Ενωση Χρέους».
Ταυτόχρονα, η ρητορική αυτή χρησιμοποιείται σε εθνικό επίπεδο ως όπλο ενάντια σε κάθε εποικοδομητική πρόταση εμβάθυνσης της Πολιτικής Ενωσης, με απώτερο σκοπό την περιθωριοποίησή της, όπως συνέβη πρόσφατα με την πρόταση του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.
Από την 26η Ιουνίου του 2012, όταν ο Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ κατέθεσε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρότασή του υπέρ μιας «πραγματικής» Δημοσιονομικής και Πολιτικής Ενωσης, λαμβάνοντας από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων την εντολή περαιτέρω ανάπτυξης της πρότασής του αυτής έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας άρχισαν να ασχολούνται με την προετοιμασία μιας «θεσμικής λύσης» για την κρίση.
Ο Ευρωπαίος επίτροπος, αρμόδιος για την Εσωτερική Αγορά, Μισέλ Μπαρνιέ, περιέγραψε τον ήδη από καιρό γνωστό φαύλο κύκλο του εκβιασμού των κρατών της ζώνης του ευρώ από τις αγορές με τον εξής στείρο τρόπο: «πρώτα το κράτος παρέχει ρευστότητα σε τράπεζες που το έχουν ανάγκη, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτόν το εθνικό του χρέος, το οποίο κατόπιν εξαγοράζεται από τις τράπεζες, επιδεινώνοντας περαιτέρω τη θέση τους». Βεβαίως, ο επίτροπος αποσιωπά ότι σε όλη αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, οι μοναδικοί κερδισμένοι, στον βαθμό που ο παραπάνω εκβιασμός λειτουργεί, είναι οι ιδιώτες επενδυτές, ενώ η υπαγορευμένη πολιτική λιτότητας επιβαρύνει ανελέητα την πλατιά μάζα των ήδη ζημιωμένων πολιτών, αφήνοντας τους πραγματικούς υπεύθυνους της κρίσης στο απυρόβλητο.
Στο μεταξύ, οι ιδέες μιας κοινής εποπτείας των τραπεζών και μιας τραπεζικής ένωσης, σκοπός της οποίας θα ήταν η διευκόλυνση της πρόσβασης σε δάνεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), λαμβάνουν συγκεκριμένη μορφή. Επιπλέον, είναι σε γνώση όλων των συμμετεχόντων ότι η υφιστάμενη λύση της δημοσιονομικής κρίσης δεν αγγίζει στο παραμικρό τις πραγματικές της αιτίες, δηλαδή τις δομικές εκείνες ανισορροπίες, οι οποίες αναπόφευκτα προκύπτουν σε μια νομισματική ένωση ανεξάρτητων εθνικών οικονομιών, διαφορετικού βαθμού ανταγωνιστικότητας η κάθε μία. Αντίθετα, η τήρηση των ίδιων δημοσιονομικών κανόνων σε βάθος χρόνου δεν προσφέρει τίποτα.
Εάν ισχύει η παραπάνω περιγραφή της κατάστασης, τότε οδηγούμαστε σε ένα δίλημμα. Από τη μία ενισχύεται, υπό το βάρος της πίεσης των αγορών, η τάση εφαρμογής μιας πραγματικής δημοσιονομικής και οικονομικής ένωσης, όπως τη σχεδιάζουν οι οικονομολόγοι.
Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για την εκπλήρωση των οικονομικών εκείνων επιταγών, οι οποίες πίεσαν προς την κατεύθυνση μιας νέας «θεσμικής αρχιτεκτονικής». Από αυτήν την εξέλιξη, όμως, προκύπτει μία συνέπεια που φοβίζει τους ιθύνοντες πολιτικούς. Τα κυριαρχικά δικαιώματα που θα αφαιρεθούν από τα εθνικά Κοινοβούλια στο πλαίσιο αυτής της σχεδιαζόμενης δημοσιονομικής μεταρρύθμισης θα πρέπει θα ανατεθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και πάλι σε έναν νομοθέτη με δημοκρατική νομιμοποίηση. Δεν μπορούν δηλαδή απλώς να ασκηθούν από το συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, διότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν εκλέγεται στο σύνολό του από τους Ευρωπαίους πολίτες.
Ασφαλώς φοβάμαι ότι αυτό ακριβώς θα είναι το τίμημα που θα κληθούμε να πληρώσουμε για μια τεχνοκρατική λύση της κρίσης. Οι κυβερνήσεις θα συγκεντρώσουν τις απαραίτητες αρμοδιότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να ικανοποιήσουν «τις αγορές». Ταυτόχρονα, όμως, θα προσπαθήσουν να υποβαθμίσουν στο εκλογικό σώμα της χώρας τους την αληθινή σημασία αυτής της νέας ενοποίησης, διότι φοβούνται ότι αυτή τη φορά η συγκεκριμένη εμβάθυνση της πολιτικής ένωσης δεν θα γίνει αποδεκτή από τους πολίτες των χωρών του πυρήνα της Ευρώπης με τη συνήθη μέχρι τώρα παθητικότητα.
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, βρισκόμαστε στη μεταδημοκρατική οδό προς μια συμβατή με τις αγορές -που σημαίνει κομμένη και ραμμένη στις επιταγές των αγορών- ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία. Σε μια τέτοια διαδικασία δεν θα χάναμε μόνο τη δημοκρατία στην πορεία, αλλά και την ευκαιρία ρύθμισης της αγοράς, αρχικά έστω και μόνο εντός του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου.
Μια ευρωπαϊκή εκτελεστική εξουσία ανεξάρτητη από ένα δημοκρατικά καθοδηγούμενο εκλογικό σώμα θα έχανε κάθε κίνητρο, ακόμα και τη δύναμη για αλλαγή πορείας.
Μέχρι τώρα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα προωθήθηκε από τις πολιτικές ελίτ ανεξάρτητα από τη βούληση των λαών, ενώ οι πολίτες έδειχναν ικανοποιημένοι, όσο η Ε.Ε. αποτελούσε μια κοινότητα από την οποία έβγαιναν όλοι κερδισμένοι. Τώρα, όμως, που ενέσκηψε η ευρωκρίση, η οποία επιδρά διαφορετικά στις επιμέρους οικονομίες, δρώντας πολωτικά στην κοινή γνώμη κάθε χώρας, ενισχύεται παντού ο αντιευρωπαϊκός δεξιός λαϊκισμός.
Οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ψυχρή έκφραση της λαϊκής βούλησης, διότι εμπεριέχουν συνειδησιακό νόημα. Η κυβέρνηση καλείται μέσω της λήψης αποφάσεων τέτοιου στρατηγικού χαρακτήρα να αντιμετωπίσει επείγοντα προβλήματα. Σε μια δημοκρατία, οι πολιτικές εκλογές δεν εκπληρώνουν τον συστημικό τους ρόλο όταν αντιμετωπίζονται σαν απλή καταγραφή προτιμήσεων και προκαταλήψεων. Αντίθετα, αποκτούν το θεσμικό βάρος πολιτικών αποφάσεων ενός συννομοθέτη από το γεγονός ότι το αποτέλεσμά τους διαμορφώνεται μέσα από πληθώρα διιστάμενων απόψεων στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου.
Στην περίπτωση, ωστόσο, της δικής μας εκτεταμένης κοινής γνώμης, ενός δημιουργήματος πρωτίστως του επικοινωνιακού δικτύου των μέσων μαζικής επικοινωνίας, δεν αρκούν μόνο οι πληροφορίες και τα ερεθίσματα από έναν αυθόρμητο και ανεξάρτητο Τύπο, αλλά απαιτούνται κατά κύριο λόγο οι πρωτοβουλίες, η καθοδήγηση και η οργανωτική δυνατότητα των πολιτικών κομμάτων.
Το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης αυτή τη στιγμή εξαρτάται κυρίως από τη διορατικότητα και την ηγετική ικανότητα των πολιτικών κομμάτων.
στη θεωρία όλα αυτά είναι εύκολα. Πρώτον, τα πολιτικά κόμματα υποχρεώνονται από το διακύβευμα της κατάληψης και διατήρησής τους στην εξουσία να προσαρμόζουν τα σχέδια και τις ενέργειές τους στον χρονικό ορίζοντα μιας εκλογικής θητείας. Επιπλέον, λειτουργούν με γνώμονα τις νομιμοποιητικές προσδοκίες εθνικών εκλογικών σωμάτων, χωρίς άμεση επαφή με τα υπόλοιπα εθνικά εκλογικά σώματα. Ετσι, τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να προσβλέπουν σε απτά πολιτικά οφέλη, όταν σκέφτονται και πράττουν εθνικά και ταυτόχρονα ευρωπαϊκά, χωρίς προηγουμένως καν να υφίσταται ένα ενιαίο, ευρωπαϊκό σύστημα πολιτικών κομμάτων.
Εκείνο που απαιτείται σήμερα από τις πολιτικές ελίτ είναι μια τελείως διαφορετική, εμπεριστατωμένη, ηγετική και πειστική πολιτική πρακτική. Πρόκειται δηλαδή για άσκηση επιρροής, με επίγνωση της πιθανότητας να αποδειχτεί εσφαλμένη η πολιτική πρόταση.
Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τα κόμματα ότι βρέθηκαν απροετοίμαστα σε μια τέτοια εξαιρετική κατάσταση. Σε τέτοιες εξαιρετικές καταστάσεις, όμως, η αναγνώριση ενός διλήμματος μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για τη διευθέτησή του.
* Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των συντακτών στις 25-2-2014