Λίγο η μεταπολεμική ευφορία των πρώτων «ένδοξων χρόνων», λίγο η ένταξη αντισυστημικών μέχρι τότε κομμάτων, κυρίως σοσιαλδημοκρατικών και εργατικών, στα κομματικά συστήματα στη Δύση, ώθησαν, τη δεκαετία του 1960, πολιτικούς επιστήμονες, ως επί το πλείστον Αμερικανούς, να υποστηρίξουν, παρά τον «ψυχρό πόλεμο», το «τέλος των ιδεολογιών». Με τον όρο εννοούσαν λιγότερο αυτό που ο Φουκουγιάμα αργότερα αποκάλεσε «τέλος της ιστορίας» και περισσότερο το κατά τον Λιοτάρ τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων».
Οι κατοπινές εξελίξεις δικαίωσαν μόνο μερικώς τους εν λόγω πολιτικούς επιστήμονες. Μερικώς, καθώς λίγο μετά ο παρισινός Μάης και οι αντιδράσεις ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ ανέδειξαν νέα δεδομένα, όπως τη σημασία της Ουτοπίας. Εδειξαν ότι οι ιδεολογίες ζουν και βασιλεύουν προσαρμοζόμενες σε παραμέτρους όπως το διεθνές περιβάλλον, η τεχνολογία, οι επιταγές διαχείρισης, τα ταξικά συμφέροντα και οι συσχετισμοί δύναμης.
Μετά το 1974 στην Ελλάδα κυριάρχησαν οι μεγάλες αφηγήσεις. Οι αποκλεισμοί και οι αποστερήσεις του μετεμφυλιακού καθεστώτος, η κατάρρευση της Δικτατορίας και η εμφάνιση νέων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων συγκρότησαν μία κρίσιμη κατάσταση που όλα φαίνονταν δυνατά. Οι μεγάλες αφηγήσεις λειτούργησαν ως ορίζοντας, ως λιμάνι αλλά και ως μέσο κινητοποίησης του κόσμου. Ταυτόχρονα λειτούργησαν και ως παραμορφωτικός καθρέφτης και ως μέσο φυγής από την πραγματικότητα.
Μοιραία, μετά την κυβερνητική αλλαγή του 1981, οι μεγάλες αφηγήσεις έχασαν πολλή από τη γοητεία τους. Το κενό ήρθε να καλύψει ο «εκσυγχρονισμός» στις διάφορες παραλλαγές του, σημιτική, νεοκαραμανλική. Και οι δύο απέτυχαν παταγωδώς. Αναπαρήγαγαν πολλά (αν όχι όλα) από τα αρνητικά του παρελθόντος και δεν ανταποκρίθηκαν σε όσα επαγγέλλονταν. Αναπαρήγαγαν τις πελατειακές σχέσεις, εξέθρεψαν τον συντεχνιασμό και ταυτόχρονα δεν απάντησαν στα επαγγελλόμενα: εστίαση στο καθημερινό, ισονομία, καλύτερη διαχείριση, αποτελεσματικό κράτος. Ετσι φθάσαμε στα 2009 και στην κρίση.
Η ραγδαία ανατροπή των κομματικών συσχετισμών στη διάρκεια της κρίσης ανακαλεί σε πρώτη ματιά αυτήν του 1974 αλλά δεν έχουν μεταξύ τους τίποτε κοινό. Η Μεταπολίτευση είναι η περίοδος των ουτοπιών και των μεγάλων αφηγήσεων.
Η περίοδος της κρίσης είναι αυτή του «σταματήματος της κατρακύλας», της επιβίωσης. Ετσι, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι λιγότερο ριζοσπαστικό από αυτό του ΠΑΣΟΚ το 1981. Εχουν, ωστόσο, ένα κοινό που εξηγεί και τις εναντίον τους έντονες αντιδράσεις: στρέφονται ενάντια στο «κατεστημένο», είναι αντιεστάμπλισμεντ. Αυτό συνδέει τα δύο κόμματα, αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη στροφή των παπανδρεϊκών στον Τσίπρα, όπως και ψηφοφόρων της «λαϊκής Δεξιάς» οι οποίοι αποτελούν την εκλογική δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα περνάμε σε μία νέα φάση. Για να αφήσουμε πίσω την κρίση, κάθε κόμμα που θέλει να κυβερνήσει οφείλει να ξεπεράσει τις δύο μεγάλες παθογένειες του παρελθόντος, τις πελατειακές σχέσεις και τη φυγή από την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, οφείλει να προσθέσει δύο στοιχεία που έλειψαν τα προηγούμενα χρόνια και μας οδήγησαν εδώ που είμαστε: χρηστή αποτελεσματική διαχείριση, στρατηγικός σχεδιασμός.
Ολοι συμφωνούμε ότι χρειαζόμαστε μια χρηστή διοίκηση και ένα κράτος αποτελεσματικό που διασφαλίζει την ισοπολιτεία και βελτιώνει την καθημερινότητα των πολιτών. Ακούγεται αυτονόητο αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνει, καθώς εγκλείει σχέσεις εξουσίας, προϋποθέτει σαφή λόγο από κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενους, απαιτεί στελέχη με δεξιότητες και ικανότητες.
Διόλου τυχαίο που τα κομματικά πάθη ανάβουν κάθε φορά που τίθεται ζήτημα στελέχωσης των δημόσιων υπηρεσιών ή ακόμη που στελέχη της διοίκησης «κρύβονται» πίσω από κόμματα. Εδώ χρειάζεται συναίνεση από τις πολιτικές δυνάμεις, ώστε να συμφωνήσουν σε ένα ελάχιστο αποδεκτών κανόνων. Ετσι θα παύαμε να ασχολούμαστε με τα αυτονόητα και όλοι θα στρέφονταν σε πιο δημιουργικές προτάσεις και πρακτικές.
Εξίσου σημαντικός είναι και ο στρατηγικός σχεδιασμός, όρος άγνωστος στον πολιτικό μας λόγο. Εδώ φαίνονται τα όρια και η μερική διάψευση της επαγγελίας του «τέλους των ιδεολογιών». Ο στρατηγικός σχεδιασμός δοκιμάζει και την ικανότητα των πολιτικών κομμάτων να επεξεργαστούν σαφείς προγραμματικούς στόχους και να περιγράψουν τα μέσα για την υλοποίησή τους. Εκεί θα κριθούν όσοι έχουν σχέδιο και όσοι απλά διαχειρίζονται τα πράγματα.
Εκεί θα φανεί ποιος είναι προοδευτικός και ποιος όχι, ποιος έχει όραμα και ποιος δεν έχει, ποιος παρεμβαίνει για να αλλάξει καταστάσεις και ποιος κρύβεται μέσω μεγάλων αφηγήσεων ή μέσω επινοήσεων της στιγμής, μέσω αλλιώς, κατά Λεβί-Στρος, του ιδεολογικού μπρικολάζ. Διαφορετικά, είμαστε καταδικασμένοι στους άγονους, συχνά αυτάρεσκους, κομματικούς διαπληκτισμούς.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 11/6/2018.