Μερικά συμπτώματα στοιχειώνουν τον ελληνικό τρόπο και, άρα, τη Γ' Ελληνική Δημοκρατία. Καθηλώνουν την κοινωνία. Αφήνουν έμμονα τραύματα που δεν επουλώνονται για όσο χρόνο δεν θεραπεύονται τα αίτια που τα προκαλούν.
Στο μεγάλο θέμα μας. Λόγου χάριν, τα ιερά των κομμάτων είναι θεσμικά προστατευμένες περιοχές –κάτι σαν βιότοποι.
Απ' τις διακυμάνσεις στην εξέλιξή τους, παράλληλα με την εξέλιξη του ελληνικού κράτους από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα, θεωρητικά, οι επιλογές τους εμπίπτουν στις σφαίρες κοινωνικοπολιτικής βούλησης, θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, εντέλει, στην αποτελεσματική λειτουργία του πολιτεύματος.
Παρόλα αυτά, οι κομματικοί βιότοποι λειτουργούν μάλλον ως οιονεί κρατικοί και λιγότερο ως κοινωνικοί δρώντες∙ σαν νησιά προεμπειρικών βεβαιοτήτων, στα οποία κυριαρχεί η αυθεντία της κλειστής ομάδας συνομιλητών και όπου κατακρημνίζεται το αυτονόητο, ο Λόγος (reasoning), οι επιστήμες και το summum bonum (κοινό καλό).
Οι νεοαφικνούμενοι στα νησιά αυτά καλούνται να μεταμορφωθούν από επίδοξοι πληβείοι (aspiring plebeians) –που θα ήταν για όλη τους τη ζωή αν δεν έκαναν αυτό το ταξίδι– σε επίδοξους πολίτες (citizens).
Τα κόμματα, για τους πιο τυχερούς-κληρονόμους παλιότερων στελεχών ή εθνοπατέρων, λειτουργούν και ως χώροι εντατικής προπόνησης αυριανών στελεχών και ηγετών.
Λειτουργούν και σαν νησιά μέσα στα νησιά, σαν ομάδες μέσα στα κόμματα – μια πρακτική που είναι γνωστή ως ενδοκομματική αντιπολίτευση.
Διατηρούν αρχεία φακέλων για πράξεις και παραλείψεις πολιτικών αντιπάλων και στρατούς εκκαθάρισης. Κι όταν μιλάμε για κόμματα εξουσίας, λειτουργούν ταυτόχρονα ως δεξαμενές αποστατών ή και κυβερνητικών ανασχηματισμών.
Εκτός από τα λίγα παραπάνω, οι κομματικοί βιότοποι λειτουργούν και ως κατασκευαστές και τροφοδότες των ειδήσεων. Κι αν «ό,τι συμβαίνει τώρα» είναι τα τουίτς, το twitter ή το Μέσον καθορίζει την πολιτική ατζέντα.
Πιστεύουν ότι πρόκειται για μια παραγωγή πολιτικής ποιοτικά ανώτερης από τις κουβέντες του καφενείου.
Στη χώρα της λιτότητας και της υπερφορολόγησης, έχουν την αναπτυξιακή πολυτέλεια να σπαταλούν υλικούς πόρους και χρόνο σε φανταστικούς κόσμους στους οποίους τα πράγματα θα έπρεπε να συμβαίνουν ακριβώς όπως συμβαίνουν κι όχι αλλιώς.
Ενα μεγάλο μέρος της πληθωριστικής «πολιτικής» τους είναι προπαγανδιστικό, αυτοαναφορικό αποτύπωμα της εποχής –«μονταζιέρα» λέγεται στην πιάτσα– που ισοδυναμεί με απόλυτη πλαστογραφία της πραγματικότητας.
Τα ουσιαστικά καταστέλλονται, εξαφανίζονται, μεταβάλλονται, αφαιρούνται τα δύσκολα μέρη από το περιεχόμενό τους. Ετσι, αίφνης αλλάζει το νόημα της φτώχειας, της ανισότητας, της ανεργίας, της εκμετάλλευσης, του χρέους, εντέλει, της κοινωνικής και εθνικής ταπείνωσης. Τα γεγονότα τα οποία δεν θα έπρεπε να έχουν συμβεί παραμένουν άγνωστα. Τι γίνεται με όλη αυτή τη χολιγουντιανή υπερπαραγωγή «πολιτικής»;
Στις αρχές του 20ού αιώνα ένας νορβηγικής καταγωγής Αμερικανός οικονομολόγος, καθηγητής στα τριάντα πέντε του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ο Θορστάιν Βέμπλεν, αποτύπωσε στη μνημειώδη μελέτη του με τίτλο «Η θεωρία της αργόσχολης τάξης» την όλη συμπεριφορά και τις τυπικές έξεις και νοοτροπίες των «ληστών-βαρόνων» της ανερχόμενης laissez faire οικονομίας.
Οι εξαιρετικά πλούσιοι, οι κληρονόμοι τους, όλοι μαυραγορίτες, οι πανούργοι, οι εκπαιδευμένοι στον παρασιτισμό, όλοι όσοι δεν συμμετείχαν στην πραγματική παραγωγή αγαθών, είχαν επιδοθεί όχι μόνο στη ληστρική αρπαγή του πλούτου αλλά, εξαιτίας του συστήματος που είχαν επιβάλλει, εμπόδιζαν κάθε προσπάθεια αύξησης της συνολικής ευημερίας. Ο Βέμπλεν ονόμασε αυτή την τάξη «αργόσχολη τάξη», η οποία –παραδόξως πώς– ήταν υπεραπασχολημένη.
Αλλά ήταν υπεραπασχολημένη με όλα τα άλλα, τα επιδεικτικά και παντελώς άσχετα από εκείνα που καθόριζαν την πραγματική οικονομία την οποία, όμως, επηρέαζε με τη συμπεριφορά της.
Με βάση αυτό το υπόδειγμα του παράξενου και αιρετικού Θορστάιν Βέμπλεν, οι Ελληνες βρίσκονται αντιμέτωποι με μια ανάλογη τάξη, μια «πολιτική αργόσχολη τάξη» (απλώς οι εξαιρέσεις βεβαιώνουν τον κανόνα), που είναι υπεραπασχολημένη με την παραγωγή παραπολιτικής.
Τα μέλη-στελέχη, δημοσίως, όχι μόνο δεν διδάσκουν φειδώ, μέτρο, όχι μόνον δεν διορθώνουν τα λάθη τους, αλλά επιδεικνύουν αξιοσημείωτο αυτοθαυμασμό και ικανότητα να μην ακούνε τίποτα και κανέναν.
Ολισθαίνουν σε αφηγήσεις (π.χ., ο πρωθυπουργός στα Ζάππειο με την κατασκευή ενός νέου success story ή ο αρχηγός της Ν.Δ. με το σενάριο μιας βιβλικής καταστροφής), που ελάχιστη σχέση έχουν με τη λογική, την πραγματικότητα, τη καθημερινή ζωή και το κοινό αίσθημα.
Οι βιότοποί τους έχουν μετατραπεί σε εργαστήρια επινόησης συνθημάτων, τακτικών και ταμεία μέτρησης οπαδών και αντιπάλων.
Αναγνωρίζουν τις ευθύνες τους μόνον απέναντι στα κόμματά τους και όχι στην προσπάθεια ικανοποίησης πραγματικών αναγκών και στην προώθηση μιας δίκαιης παραγωγής και ισόρροπης διανομής εισοδήματος.
Προκρίνουν ομάδες συμφερόντων που και αυτές με τη σειρά τους ευεργετούν τα κόμματα, αδιαφορώντας για το σύνολο.
Οι επιλογές θεωρούνται καλές ή κακές, όχι στη βάσει αξιών (αριστερών, σοσιαλιστικών ή φιλελεύθερων), αλλά σύμφωνα με το ποιος τις υλοποιεί.
Κοντολογίς, είναι προφήτες αυτοεκπληρούμενων καλών ή συμφορών που πόρρω απέχουν από την πολιτική.
Για να παραφράσω τον ποιητή, «θεσμικώς κι ανεπαισθήτως κλείνουν την πολιτική έξω απ' τον κόσμο». Και αύριο τι; Οι πίθηκοι;
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/6/2018.