Η ιδέα του Ιστορικού Συμβιβασμού δημιούργησε σοκ στους αριστερούς, στη δεκαετία του 1970. Αλλοι τη θεώρησαν σκάνδαλο, άλλοι πρόκληση. Εξαγγέλθηκε από τον Ενρίκο Μπερλίνγκουερ και αφορούσε μια προοπτική συμμαχίας ανάμεσα στους δύο μεγάλους αντιπάλους της Ιταλίας, τη Χριστιανοδημοκρατία (ΧΔ) και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ωστόσο η ιδέα έμεινε στη μέση του δρόμου.
Το 1980 η ΧΔ έκανε τον δικό της ιστορικό συμβιβασμό με την Κεντροαριστερά (πεντακομματική πλειοψηφία) και ο Μπερλίνγκουερ ανέπτυξε την ιδέα της «δημοκρατικής εναλλακτικής», δηλαδή την αναζήτηση ενός συνασπισμού με την Κεντροαριστερά, με άξονα το ΚΚΙ, που θα απέκλειε τους ΧΔ. Εκτοτε, πολύ νερό κύλησε κάτω από τις γέφυρες του Τίβερη. Και οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι της μεταπολεμικής περιόδου εξαφανίστηκαν. Σήμερα, το ιταλικό πολιτικό τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της δεκαετίας του 1980.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, το πολιτικό τοπίο άλλαξε μεν, φέρνει όμως σημάδια εκείνης της μακρινής εποχής. Εκείνο, ωστόσο, που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η ιδέα του ιστορικού συμβιβασμού, που δεν μπήκε ποτέ στην Ελλάδα (ίσως αδύναμα από τον Λεωνίδα Κύρκο σε μια εποχή που το δίπολο Δεξιά - Αντιδεξιά μεσουρανούσε), επανήλθε στην εποχή της κρίσης, α λα ελληνικά. Η κρίση ήταν σαν τον Μινώταυρο που έφαγε ή ανασκολόπισε τα κόμματα το ένα μετά το άλλο. Η μόνη οδός επιβίωσης ήταν επομένως ο συμβιβασμός των πρώην αντιπάλων. Με αυτή την έννοια, στην Ελλάδα δεν έχουμε έναν, αλλά δύο ιστορικούς συμβιβασμούς.
Ο πρώτος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε το 2012, όταν οι δύο πρώην αντίπαλοι, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, με ένα από τα δύο κόμματα της ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς, τη ΔΗΜ.ΑΡ., αποφάσισαν να συγκυβερνήσουν. Ο δεύτερος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε το 2015, και κυβερνά ώς σήμερα. Ο πρώτος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε με άξονα τη Δεξιά. Αυτή ήταν η μεγάλη δύναμη και η κύρια συνιστώσα του συνασπισμού. Ο δεύτερος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε με άξονα την Αριστερά, και περιλαμβάνει ένα κομμάτι της Δεξιάς, δηλαδή τους ΑΝ.ΕΛΛ., μια θεσμική συμμαχία με τους καραμανλικούς, καθώς και έναν συμβιβασμό με την Εκκλησία της Ελλάδας.
Γιατί δύο συμβιβασμοί και όχι ένας; Διότι το Μνημόνιο δίχασε την ελληνική κοινωνία και τους πολίτες, πάνω σε μια νέα γραμμή, διαφορετική από εκείνη του εμφυλίου πολέμου και της Μεταπολίτευσης. Καινούργια εποχή, καινούργια προβλήματα, νέες αντιπαραθέσεις.
Οι αντιπαραθέσεις και οι συμμαχίες αυτές δεν είναι τεχνητές. Οταν ο Μπερλίνγκουερ πρότεινε το 1970 τον ιστορικό συμβιβασμό, μπορούσε να διακρίνει δύο πράγματα. Το ένα ήταν ότι η αιχμή του ψυχρού πολέμου είχε περάσει και είχε αποδυναμωθεί η συνοχή των δύο αντίπαλων διεθνών στρατοπέδων. Το άλλο, όμως, ήταν ότι η κρίση εκείνης της δεκαετίας που εξαφάνιζε το καθεστώς της οργανωμένης νεωτερικότητας της μεταπολεμικής εποχής έδινε τη θέση της στην ανοργάνωτη ή αποδιοργανωμένη νεωτερικότητα (απελευθέρωση των αγορών και της οικονομίας από εθνικούς και πολιτικούς ελέγχους κ.λπ.). Σωστά, επομένως, επισημαίνονταν οι εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στους δύο αντιπάλους.
Και τα Μνημόνια, στις ίδιες γραμμές μετάβασης από τη μια εποχή στην άλλη εγγράφηκαν. Και βέβαια αυτή η μετάβαση από το ένα καθεστώς νεωτερικότητας στο άλλο δεν είναι ούτε απλή ούτε απότομη. Με διαδοχικά κύματα, αυτό συμβαίνει από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα. Νομίζω, επομένως, ότι αντί να μιλάμε για φυσικές ή αφύσικες συμμαχίες, θα πρέπει να τις δούμε ως αποκρυσταλλώσεις στο πολιτικό επίπεδο δομικών μεταβολών.
Οπως η συγχρονία αποτελείται από συνδυασμό διαφορετικών εποχών, έτσι και οι ιδεολογίες και τα πολιτικά προγράμματα των πολιτικών συνασπισμών ενέχουν καταστατικά την αντιφατικότητα. Δεν πρέπει να εκπλήσσεται, ούτε να σκανδαλίζεται ή να αγανακτεί κανείς για αυτή τη συγχρονία του ασύγχρονου. Αυτοί είναι οι ιστορικοί συμβιβασμοί σε εποχές που χαρακτηρίζονται από μεγάλες μεταβάσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καμιά ανατρεπτική δύναμη. Αλλωστε, η περίοδος των επαναστατικών ανατροπών στην Ευρώπη έκλεισε με το τέλος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Κι αν ακόμη, τα αριστερά κόμματα μετά το 1974 είχαν αναφορές σε οράματα, ονόματα και σύμβολα των μεγάλων ανατροπών, αυτές δεν είχαν μεγαλύτερο βάρος από τη φράση του Σωκράτη στο τέλος ενός, καταπληκτικής διαύγειας, διαλόγου: «Ω Κρίτων, τω Ασκληπιώ οφείλομεν αλεκτρυόνα». Απλώς μια τελετουργική χειρονομία.
Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι ποια κοκόρια θα θυσιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η διαυγής στάθμιση της επιλογής ανάμεσα στον ιστορικό συμβιβασμό και στη δημοκρατική εναλλακτική. Ποια παρουσιάζει σήμερα τη μεγαλύτερη δυναμική; Ο ιστορικός συμβιβασμός θα πρέπει να νοηθεί όχι ως τέχνασμα ανάγκης, αλλά ως αποκρυστάλλωση κοινωνικών δυνάμεων. Π.χ. γέφυρα με συντηρητικούς πολίτες που, παρά τις διαφορές στο Μακεδονικό, συμφωνούν πως η νέα εποχή δεν πρέπει να χαρακτηριστεί από την ανάπτυξη με διεύρυνση ανισοτήτων, και την αναδιανομή υπέρ των πλούσιων.
Από την άλλη, η δημοκρατική εναλλακτική συνιστά την ανάληψη της ηγεσίας της ιστορικής Κεντροαριστεράς, και έχει ως άξονα του προοδευτικού πόλου ανάπτυξης τα δυναμικά μεσαία στρώματα. Εκείνο που χρειάζεται είναι η καθαρή διατύπωση των διλημμάτων, πέραν των προσώπων.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 22/10/2018.