Πέμπτη, 05 Δεκέμβριος 2024

Κυβέρνηση βρέθηκε. Απομένει η διακυβέρνηση της χώρας.

Μια προσεκτική ματιά στα χθεσινά εκλογικά αποτελέσματα, δείχνει ότι η ελληνική κρίση κάθε άλλο παρά επιλύθηκε από τις εκλογές. Στην πραγματικότητα έχουμε μια κοινωνία που χωρίζεται από ένα βαθύ χάσμα γενεών: οι νέοι και οι παραγωγικές κατηγορίες πολιτών στα αστικά κέντρα ψήφισαν κατά πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στις ηλικίες άνω των 55, στους συνταξιούχους και στις αγροτικές περιοχές επικρατεί με διαφορά η ΝΔ. Αν στο κάδρο αυτό προσθέσει κανείς και την βία από το ανθεκτικό καρκίνωμα της «Χρυσής Αυγής» που κατάφερε να διατηρήσει τις δυνάμεις της(6,92%) , έχει το περίγραμμα μιας διχασμένης κοινωνίας, έτοιμης να εκραγεί.

ΠΑΣΟΚ: ο μεγάλος ασθενής.

Η νέα κυβέρνηση που πρόκειται να σχηματιστεί, δεν διαθέτει ούτε ένα μήνα περίοδο χάριτος. Η πρωτιά της ΝΔ εξασφαλίστηκε χάρις σε συνεχείς εκβιασμούς του εκλογικού σώματος, ενώ πολλοί από τους ψηφοφόρους ακολούθησαν την συμβολή των γερμανικών Financial Times: ψήφισαν ΝΔ, αλλά με κρύα καρδιά.

Χάρις στην πόλωση, η ΝΔ αύξησε το ποσοστό κατά 11 μονάδες σε σχέση με τον Μάιο(από 18.86 σε 29,66%) που είναι όμως χαμηλότερο και από το ιστορικό, καραμανλικό χαμηλό του 2009. Στο χώρο της κεντροδεξιάς, ο Α. Σαμαράς, που επιθυμεί να καταλάβει την θέση του πρωθυπουργού, θεωρείται ο άνθρωπος που ευθύνεται για τα χαμηλότερα εκλογικά ποσοστά στην μεταπολιτευτική ιστορία του κόμματος. Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο στο οποίο ο νέος πρωθυπουργός να θεωρείται ακαταλληλότερος, πριν καν αναλάβει την θέση.

Ακόμη χειρότερα, η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να υποστηριχθεί από ένα ΠΑΣΟΚ το οποίο, στα πλαίσια ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, είναι ο μεγάλος ασθενής. Δεν είναι τόσο η πτώση που πολλοί την περίμεναν μεγαλύτερη(από τον Μάιο το ΠΑΣΟΚ έχασε μια μονάδα πέφτοντας στο 12,28%), όσο η πλήρης πολιτική σύγχυση: ήδη χθες το βράδυ «η παράταξη», στην οποία αναφέρθηκε στη δήλωση του ο Ε. Βενιζέλος αποφεύγοντας την λέξη ΠΑΣΟΚ, εξέπεμψε δύο διαφορετικά μηνύματα σε μία ώρα: στην αρχή ο κ. Βενιζέλος δήλωσε ότι δεν θα συμμετέχει σε κυβέρνηση, χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ύστερα κατάλαβαν ότι η θέση οδηγούσε σε ακυβερνησία(και άντε να το πεις αυτό στην Μέρκελ ή στον Ολάντ), χώρια ότι η επαφή με τα καλά της εξουσίας είναι το μοναδικό οξυγόνο που διατηρεί στη ζωή το διασωληνωμένο, σημερινό ΠΑΣΟΚ. Έτσι άρχισαν να το γυρίζουν με κάτι ακαταλαβίστικες δηλώσεις, ότι η «παράταξη» δεν θα αφήσει την χώρα ακυβέρνητη κλπ.

Όταν αυτά συμβαίνουν με ένα εκλογικό αποτέλεσμα για το οποίο η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένη, καταλαβαίνει κανείς πόσο σταθερή θα είναι μια κυβέρνηση που θα στηρίζεται σε μια «παράταξη» σε αποσύνθεση, στην οποία ξεκινά και μάχη για την κομματική εξουσία.

Win-win για το ΣΥΡΙΖΑ.

Ήδη πριν ανοίξουν οι κάλπες, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε βρεθεί στην win-win κατάσταση που σπάνια εμφανίζεται στη πολιτική: έχοντας πολλαπλασιάσει τα εκλογικά του ποσοστά μέσα σε μερικές εβδομάδες, ήταν κερδισμένος. Είτε κέρδιζε την πρώτη είτε την δεύτερη θέση στις εκλογές. Και από έλλειψη πείρας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απέφυγε λάθη τακτικής στην προεκλογική εκστρατεία που ίσως του στοίχισαν την πρώτη θέση, αλλά η εξέλιξη ίσως τον συμφέρει: με δεδομένο το ποσοστό της ΔΗΜΑΡ, μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν έτσι κι αλλιώς αδύνατο να συγκροτηθεί, χωρίς ανοχή από την «παράταξη» του κ. Βενιζέλου.

Ακόμη και αν τελικά συγκροτείτο, μια τέτοια κυβέρνηση θα είχε να αντιμετωπίσει ένα αμείλικτο πόλεμο, και από το εσωτερικό αλλά και από το εξωτερικό. Από απειλές, μέχρι τεχνητά bank run σε τράπεζες. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο και μέσα σε μερικούς μήνες θα λύγιζε από το βάρος των πιέσεων. Ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν συντριπτικά σε βάρος του.

Με ποσοστό 26,89%(από 16,78% τον Μάιο)η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης του δίνει τα περιθώρια χρόνου για να συγκροτηθεί, να διαμορφώσει ένα σοβαρό οικονομικό και κυβερνητικό πρόγραμμα το οποίο να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτών των τόσων δύσκολων καιρών(ότι υπήρχε ήταν πολύ πρόχειρο) και παράλληλα να αξιοποιήσει τις διεργασίες που αναπόφευκτα θα ξεκινήσουν στα άλλα κόμματα της αριστεράς.

Το ΚΚΕ σε κρίση, η ΔΗΜΑΡ σε σταυροδρόμι.

Πέρα από το γεγονός ότι το ΚΚΕ χάνει περίπου τους μισούς ψηφοφόρους που είχε τον Μάιο(από 8,48 πέφτει στο 4,5%), έχει συγχρόνως να αντιμετωπίσει και μια στρατηγικού χαρακτήρα ήττα: για πρώτη φορά μετά την μεταπολίτευση του 1974, χάνει την εκλογική πρωτοκαθεδρία, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά, και από τους 2 συνεχιστές του ρεύματος της ανανεωτικής αριστεράς. Όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ,όπως έγινε τον Μάιο, αλλά τώρα και από την ΔΗΜΑΡ.

Η προεκλογική του εκστρατεία αποτέλεσε στη πραγματικότητα ένα φεστιβάλ αλληλοσυγκρουόμενων, συχνά σουρεαλιστικών, δηλώσεων που υποδήλωναν μια μεγάλη αντίφαση: από την μια μεριά, ο πρώτος στόχος επιθέσεων της Α. Παπαρήγα δεν ήταν η ΝΔ αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ, για να μην κερδίσει την πρώτη θέση. Αλλά έτσι χάθηκε η μοναδική ευκαιρία που είχε το ΚΚΕ να ανακάμψει, ξανακερδίζοντας τους ψηφοφόρους που έχασε : να φτιάξει κυβέρνηση ο Τσίπρας και να «τους απογοητεύσει», όπως προφήτευε συνεχώς η γραμματέας του κόμματος.

Άφθαρτος από την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα παίξει τώρα καταλυτικό ρόλο στην εσωτερική κρίση και την αμφισβήτηση της ηγεσίας του ΚΚΕ, που ήδη έχει ξεκινήσει.

Εισπράττοντας ψηφοφόρους που εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ κατάφερε να αυξήσει οριακά το εκλογικό της ποσοστό(από 6,11 τον Μάιο σε 6,25%) παρά τις απώλειες που είχε προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και προς την ΝΔ. Με τις αποστάσεις που πήρε από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά την 6η Μαΐου, η ΔΗΜΑΡ τείνει να μετατραπεί σε ένα άφθαρτο, χωρίς τα πασοκικά βάρη, κόμμα της Κεντροαριστεράς, που θα μπορούσε να παίξει βασικό ρόλο στην ανασυγκρότηση του σοσιαλδημοκρατικού χώρου, μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Η συμμετοχή σε μια κυβέρνηση υπό την ΝΔ, θα έβαζε σε δοκιμασία την εσωτερική συνοχή της ΔΗΜΑΡ, αν δεν ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία.

Γιατί, αποτέλεσμα της προεκλογικής παράλυσης αλλά και της προϊούσας κρίσης της χώρας, η κατάσταση της έχει επιδεινωθεί στις λίγες εβδομάδες που πέρασαν από την προκήρυξη των εκλογών. Στην επινίκια δήλωση του, ο κ. Σαμαράς φρόντισε να διαβεβαιώσει τους δανειστές ("θα σεβαστούμε την υπογραφή της χώρας»)χωρίς να αναφέρει ούτε μια φορά την λέξη αναδιαπραγμάτευση.

Τον είχε προλάβει ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε: «Δεν θα δεχθούμε αλλαγή όρων, αλλά μπορούμε να συζητήσουμε παράταση. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν. Δεν γίνεται να δεχθούμε να γίνει η Ελλάδα το κακό παράδειγμα για άλλες χώρες». Όταν ένας Γερμανός υπουργός αθετεί τις υποσχέσεις μιας ελληνικής κυβέρνησης πριν καν αυτή ορκιστεί, καταλαβαίνει κανείς ότι η διακυβέρνηση της χώρας δεν είναι εξασφαλισμένη, για παραπάνω από μερικούς μήνες.

*Δείτε εδώ το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr στις 18-06-2012

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση