Όσο σβήνει και ο απόηχος της τελετουργίας των προγραμματικών δηλώσεων και πλησιάζει η ώρα των πράξεων, τόσο μια άλλη εκδοχή του συγκεκριμένου διεκδικεί την παραμονή της στην πρώτη γραμμή της – θερινής, έστω – δημόσιας προσοχής. Αναφερόμαστε στα νέα, «εμβληματικά» βαφτίστηκαν από τον Τύπο, έργα που ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης – χωρίς πολλές λεπτομέρειες για μελέτες, σχεδιασμό, χρηματοδότηση ή χρονικό ορίζοντα: όμως το να μείνει κανείς σ' αυτά, στο ξεκίνημα μιας Κυβέρνησης θα ήταν υπερβολικά απαιτητικό. Άλλωστε ο Ναπολέων, όταν ξεκινούσε τις εκστρατείες του και κάποιοι δυσάρεστοι τον ρωτούσαν για τις πρακτικές πλευρές του εγχειρήματος, απαντούσε με το υπέροχο εκείνο: «L' intendance suivra»/Η επιμελητεία θα ακολουθήσει.
Στην επιλογή να ανακοινωθούν στο ξεκίνημα «έργα» και μάλιστα με έντονο το στοιχείο της αστικής ανάπλασης και αίσθηση κοινωνικού/πολιτιστικού, βρίσκει κανείς – αν θέλει τίτλους ευγενείας –του Φρανσουά Μιτεράν/των Γάλλων Προέδρων γενικότερα το ίχνος: η Πυραμίδα στην κεντρική αυλή του Λούβρου (βέβαια με αρχιτέκτονα τον Πέι), το Μουσείο Orsay στον χώρο παλιού σιδηροδρομικού σταθμού στην όχθη του Σηκουάνα (εδώ αρχιτεκτόνησε η Γκαετάνα Αουλέντι), όμως ήδη η ανάπλαση της αγοράς των Halles με την δημιουργία του Μπωμπούρ (πρωτοβουλία Πομπιντού, εδώ με αρχιτεκτονική Ρέντσο Πιάνο/Ρίτσαρντ Ρότζερς) «επανατοποθέτησαν» το Παρίσι στην συλλογική πρόσληψη διεθνώς. Πιο ταπεινά και κοντά μας, η παράδοση των «έργων» παραπέμπει στην εποχή Καραμανλή (Κωνσταντίνου). αν δε επιμένει κανείς, και στην απόπειρα να αποκτήσει η Αθήνα τοπόσημα με αφορμή το 2004 (με το Ολυμπιακό στάδιο, δια χειρός Καλατράβα), ήδη και το Κέντρο Σταύρος Νιάρχος (ξαναβρίσκουμε Ρέντσο Πιάνο).
Άμα τώρα προσγειωθούμε «στα δικά μας», που άφησαν πίσω οι προγραμματικές δηλώσεις, θα καταγράψουμε πρώτη την αναφορά στην μεταμόρφωση των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ/Helexpo, όπου τρία συνεδριακά κέντρα (γνωστότερο το «Ι. Βελλίδης») και μια πανσπερμία μικρότερων κτιρίων με συνολικά 62.000 τετραγωνικά αναπτύσσονται σε μια χαώδη έκταση 180 στρεμμάτων, με πληθωρική άσφαλτο αλλά και αναρίθμητα σχέδια ανάπλασης/βελτίωσης/ επανεκκίνησης. Ήδη το 2005 είχε κινητοποιηθεί κι εδώ Καλατράβα, όπως και Γραφείο Δοξιάδη, για μεταμόρφωση της ΔΕΘ και της γύρω περιοχής – εις μάτην. Έκτοτε μισή ντουζίνα σχεδίων ανάπλασης έχουν συζητηθεί, με νέο στοιχείο μητροπολιτικό πάρκο, ενώ άλλες τόσες προτάσεις μετεγκατάστασης ακούστηκαν...
Ασφαλώς το έργο με ισχυρότερο πολιτικό στίγμα είναι η (πολυσυζητημένη) ενοποίηση του Αρχαιολογικού Μουσείου με το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, σε μια ταυτόχρονη προσπάθεια gentrification της περιοχής των Εξαρχείων. Αυτή ακριβώς η διάσταση είναι που υπόσχεται να φέρει και τις περισσότερες αντιδράσεις, ενώ πρόσθετες διαστάσεις φέρνει η γειτνίαση του κτιρίου του νυν υπουργείου Πολιτισμού (στην Μπουμπουλίνας: Ασφάλεια, ύστερα έδρα του ΚΚΕ...) αλλά και του αναστηλωμένου/αναπαλαιωμένου art-nouveau ξενοδοχείου «Ακροπόλ Παλλάς» (στην άλλη πλευρά της Πατησίων). Η κεντρικότητα, στον σχεδιασμό Μητσοτάκη, αυτής της πρωτοβουλίας φαίνεται από το γεγονός ότι το Ίδρυμα Νιάρχου έχει ήδη αναλάβει το κόστος της μελέτης (ο Ανδρέας Δρακόπουλος, ήταν ο πρώτος επισκέπτης μετεκλογικά στο Μαξίμου).
Αντίστοιχη προσπάθεια να λειτουργήσει συμβολικά, αλλά και με στοιχείο αστικής ανάπλασης στην υπερφορτωμένη Δυτική πλευρά του Λεκανοπεδίου, η κατεδάφιση των φυλακών Κορυδαλλού με δημιουργία πάρκου και «πολυχώρου πολιτισμού». Πρόκειται για το έργο με την λιγότερο μελετημένη διάσταση, καθώς η ιδέα και μόνον η υπερπλήρης αυτή φυλακή να διαχύσει τον πληθυσμό της σε άλλες, υφιστάμενες, εγκαταστάσεις κράτησης αποκλείεται. Ενώ η δημιουργία νέων φυλακών - «εκτός αστικού ιστού, εντός Αττικής», σκέφθηκαν τουλάχιστον το επισκεπτήριο... - δεν είναι απλή υπόθεση, έστω κι αν προωθούν οι αρμόδιοι λύση ΣΔΙΤ (για το χτίσιμο και μόνον , ελπίζει κανείς).
Καλύτερα θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα στην μετατροπή του – ντροπιαστικά/αυτοτραυματιστικά εγκαταλελειμμένου – Βασιλικού Κτήματος στο Τατόι. Αν, δηλαδή, η αναφορά σε χρήση των 47.000 στρεμμάτων του για πρότυπη αγροδιατροφική μονάδα, μαζί με λειτουργία περιαστικού πάρκου/τύπου περιπάτου βρει αληθινά ενδιαφερόμενους να αναλάβουν την μεικτή χρήση. Ώστε να μην καταλήξει/καταντήσει σαν το (1.200 στρεμμάτων) Πάρκο Τρίτση, για παράδειγμα.
Ανάλογα ισχύουν για το – από ετών πολυσυζητημένο – σχέδιο ανάπτυξης των παλιών Λιπασμάτων, στο Κερατσίνι, αυτών στην πιο υποβαθμισμένη πλευρά του Λεκανοπεδίου. Όπου η αναφερόμενη (επανα)λειτουργία τμήματος των κτιρίων και η εκμετάλλευση πρόσθετων χώρων ως Διεθνούς Κέντρου Καινοτομίας αφήνει να διαφανεί οικονομικά πειστική προσέγγιση, αν – μεγάλο ΑΝ, άμα θυμηθεί κανείς ανάλογα projects και στην περιοχή του Αεροδρομίου, και στην Θεσσαλονίκη υπάρξουν γνήσια ενδιαφερόμενοι.
Ποιος/πώς θα τα μελετήσει; ποιος/πώς θα τα χρηματοδοτήσει; Κυρίως: ποιος/πώς θα εξασφαλίσει την εκτέλεση; Στην ΕΦΣΥΝ ο Άκης Σκέρτσος, ήδη του επιτελείου Μητσοτάκη, παρέπεμπε στην προσέγγιση του «2004», που τόσο γρήγορα απετέλεσε παρελθόν...
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 26/7/2019.
Με την Βουλή να έχει ανοίξει, τις συμβολικές κινήσεις έναρξης κυβερνητικής παρουσίας να ολοκληρώνονται (διαγωνισμός υπουργών ποιος θα φθάσει νωρίτερα στο υπουργείο του - μνήμη πειθαρχίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, νυκτερινές επισκέψεις Κικίλια σε νοσοκομεία με πρόωρη λήξη εφημεριών, εφοδεία Μηταράκη στον ΕΦΚΑ λόγω μη-ανταπόκρισης του τηλεφωνικού κέντρου), με τον αστερισμό Γενικών Γραμματέων σε εξέλιξη, με τις προγραμματικές δηλώσεις ήδη σε απόσταση αναπνοής και με το φορολογικό νομοσχέδιο λίγο παρακάτω, τίθενται πλέον τα βασικά ερωτήματα της αυριανής οικονομικής πολιτικής και των περιθωρίων νέας διαπραγμάτευσης με τους «εταίρους». Ευθέως.
Ήδη, μετά την συνάντηση Κυριάκου Μητσοτάκη/Γιάννη Στουρνάρα (και μετά την τοποθέτηση του δεύτερου επί των προοπτικών της οικονομίας στην νέα της φάση, στην «Καθημερινή») μια πρώτη σειρά πραγμάτων ήρθε στο τραπέζι. Αφήνοντας κατά μέρος την τοποθέτηση Στουρνάρα ότι οι (σχεδιαζόμενες) μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να φέρουν την (ελπιζόμενη) ανάπτυξη και ως εκ τούτου να δημιουργήσουν τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο - θυμίζουμε ότι κατά Στουρνάρα, το β΄ 6μηνο 2019 ξεκινά με ένα άνοιγμα 0,6% του ΑΕΠ ως προς την επιτευξιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% - αξίζει κανείς να σταθεί στην θέση του ίδιου ότι είναι καιρός να αρθούν τα capital controls. Τα οποία μάλιστα «δεν έχουν πλέον χρησιμότητα». Ο Διοικητής της ΤτΕ δεν είναι η πρώτη φορά που διατυπώνει αυτήν την άποψη: το είχε αφήσει να φανεί ήδη τους τελευταίους μήνες, επί της προηγουμένης Κυβερνήσεως.
Μια τέτοια κίνηση πλήρους άρσης των capital controls και όχι απλώς περαιτέρω χαλάρωσής τους, παράλληλα και με την συζητούμενη άρση των δεσμεύσεων/περιορισμών για τα ομόλογα στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, εφόσον κατορθωνόταν να λειτουργήσουν μαζί με την έκκληση Μητσοτάκη - τις τελευταίες προεκλογικές ημέρες - προς τις επιχειρήσεις να σταματήσουν να διακρατούν, overnight, τα ταμειακά τους διαθέσιμα στο εξωτερικό («ασφαλή» από τις δεσμεύσεις των capital controls) και να τα επαναπατρίσουν στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, θα μπορούσαν να δώσουν την εντύπωση μιας άμεσης (επαν)εκκίνησης. Αλλά και να αποτελέσουν, πέρα από εικόνα, μια νέα πραγματικότητα.
Καθώς μάλιστα δρομολογήθηκε, μεσοκαλόκαιρα, η νέα έξοδος στις αγορές για τοποθέτηση κρατικού χαρτιού και η επίτευξη απόδοσης 1,9% για το 7ετές που λανσαρίστηκε (συγκρίνετε με επιτόκιο 3,5% για αντίστοιχη έκδοση μόλις τον Φεβρουάριο, και με το άνοιγμα του τωρινού βιβλίου προσφορών στο 2,1%) τα θετικά σημάδια πληθαίνουν. Όσο και αν η έκδοση περιορίστηκε στα 2,5 δις που απομένουν για να συμπληρωθεί το φετινό πρόγραμμα δανεισμού της Ελλάδας, και δεν επιχειρήθηκε να συμπεριλάβει και κάποιο πρόσθετο rollover /απόσυρση παλιότερου χρέους...
Προκύπτει έτσι και μια διαφορετική βάση διαπραγμάτευσης με τους «εταίρους» της Ελλάδας; Με τους οποίους ήδη το 23η Roundtable with the Greek Government του Economist επέτρεψε να υπάρξει μια πρώτη επαφή: Ρέγκλινγκ, Φίλμπριφ, Κοστέλλο, Ντόλμαν. Να εξηγηθούμε: η προαποφασισμένη διαμόρφωση νέου φορολογικού νομοσχεδίου και η ψήφισή του πριν κλείσει η Βουλή για Δεκαπενταύγουστο, με περιορισμένη μόνον διαβούλευση με τους συντελεστές της ενισχυμένης μεταΜνημονιακής παρακολούθησης, ανοίγει αναπόφευκτα την γνώριμη, πολιτικά δαπανηρή συζήτηση κατά πόσον υπάρχει διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος. Και ναι μεν η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, νεόκοπη/fresh from the oven, ταχύτατα θα προσπεράσει την μονότονη δική της επιμονή (ως Αντιπολίτευσης...) ότι η Ελλάδα ζει υπό καθεστώς «4ου Μνημονίου», άρα είναι απαραίτητη η συναίνεση των πιστωτών της. Δεν είναι. Όμως, να, το να ξεκινήσει μια θητεία με λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτή αντιδικία με Βρυξέλλες για το αν τηρούνται τα συμφωνημένα για τα πλεονάσματα, θα αποτελούσε σπατάλη πολιτικού κεφαλαίου. Οι τοποθετήσεις Ρέγκλινγκ και των λοιπών μεταΜνημονιακών υπήρξαν προσεκτικές. Παρασκηνιακά... προσεκτικότερες!
Ασφαλώς, εδώ, υπάρχει η δυνατότητα επίκλησης του «υπερσυμπιεσμένου ελατηρίου» - πατέντα Στουρνάρα κι αυτή, την οποία κάποια στιγμή δανείστηκε και ο Αλέξης Τσίπρας... - που προσδοκάται να δώσει άμεση επαναφορά της ανάπτυξης. με την ανακοίνωση/πρώτη υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, η οποία με την σειρά της θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο,. ο οποίος θα αντισταθμίσει την επίπτωση των φορολογικών κοκ ελαφρύνσεων. (Αυτός είναι ο διαβόητος «ενάρετος κύκλος»).
Όμως, άμα συνυπήρχε και μια έμπρακτη - όχι απλώς επίκληση! - συμπόρευση της διαχείρισης της οικονομίας με τις αγορές και με τα κεφάλαια των ιδιωτών, όσο και νάναι η διαπραγματευτική θέση της νέας Κυβέρνησης θα βρισκόταν ενισχυμένη. Να το δούμε.
Όπως και να δούμε την διαπραγματευτική ομάδα που θα «σηκώσει» την νέα φάση. Αν βρεθούν να συμμετέχουν και βετεράνοι των προηγούμενων φάσεων πέραν του Χρήστου Σταϊκούρα - ας πούμε, διακριτικά, και ο Γιάννης Στουρνάρας της πείρας 2012-14 - τόσο το καλύτερο.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 19/7/2019.
Τελικά δεν είχε και πολλές δυσκολίες να ακούσει κανείς, ουσιαστικά και όχι «πολιτικά», τις επισημάνσεις του Eurogroup για την κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας βάσει της συζήτησης της 3ης ΄Έκθεσης Ενισχυμένης μεταΜνημονιακής παρακολούθησης. Συζήτησης με την οποία η Ευρώπη υποδέχθηκε την νέα Κυβέρνηση. Άλλωστε 15/16 Ιουλίου θα έχουμε στην Αθήνα και τον Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM, και τον Ντέκλαν Κοστέλλο της Επιτροπής, να τα έχουμε από πρώτο χέρι...
Πάντως, κατά Μάριο Σεντένο του Eurogroup «οι δεσμεύσεις είναι δεσμεύσεις»: πιο ήπιο από το pacta sunt servanda του αλήστου μνήμης Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε, αλλά... σαφές. Ο τεθειμένος στόχος πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ παραμένει, καθώς «είναι βασική προϋπόθεση για την ελάφρυνση του χρέους», (η οποία ήδη δόθηκε στην Ελλάδα, αλλά έχει ενσωματωμένους διακόπτες: το είδαμε αυτό με την μη επιστροφή των κερδών από ANFAs/SMPs στην τελευταία στροφή). Αυτά από Ρέγκλινγκ.
Η διατήρηση της ψηφισμένης μη-μείωσης του αφορολόγητου από /1/2020 μπορεί να συζητηθεί – «δεν είναι χαραγμένο στην πέτρα» το ζήτημα – όμως πρέπει να τεθεί στο τραπέζι από την Κυβέρνηση. Ομοίως η διατήρηση άλλων μέτρων όπως της μισής «13ης σύνταξης», γενικώς όλων όσα έχουν δημοσιονομική επίπτωση και έχουν ψηφισθεί ομόθυμα στην Βουλή των Ελλήνων. Από κει και πέρα, στις μεταρρυθμίσεις έχουν γραφτεί καθυστερήσεις, ενώ «ορισμένες από τις πρόσφατες αποφάσεις» δεν είναι θετικές για την ανάπτυξη και την (διακηρυγμένη) βιωσιμότητα του χρέους. Το Eurogroup, σημειωτέον, απέφυγε να πολυπλησιάσει το θέμα των κόκκινων δανείων: ας μην διαφύγει της προσοχής, όμως, ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε μεν σεφτέ ως Πρωθυπουργός συναντώντας Ανδρέα Δρακόπουλο (του Νιάρχειου), κυρίως όμως συνάντησε Andrea Enria του SSM (με Σταϊκούρα και Γ. Ζαββό): οι προτεραιότητες σαφείς.
Για να μην είναι πάντως εντελώς στυφή η γεύση Eurogroup, αναγνωρίστηκε ότι τα πράγματα είναι καλύτερα από το ΄15 αλλά και την αρχή της Οδύσσειας των Μνημονίων. Και... επί της ουσίας πάμε για φθινόπωρο: Σεπτέμβριο αν όχι Νοέμβριο – μεσολαβεί Προϋπολογισμός, ΔΕΘ, τέτοια πράγματα...
Επειδή στην Ελλάδα την έχουμε την τάση να θεωρούμε τις απόψεις των «έξω» πιο στέρεες από τις δικές μας αναλύσεις, θα άξιζε να έχει καταγράψει κανείς την «παρατήρηση» που έκανε στον Σεντένο για την θέση του απέναντι στην νέα Κυβέρνηση ο Πήτερ Σπήγκελ, των F.T., ο οποίος την έχει παρακολουθήσει από κοντά την Ελληνική υπόθεση αλλά και όλη την κρίση της Ευρωζώνης. Έγραψε στο Tweeter του: «Αστείο! Θυμάστε έναν Πορτογάλο τύπο, ονόματι Μάριο Σεντένο, η πρώτη ενέργεια του οποίου ως υπουργού Οικονομικών ήταν να «σπάσει» τις δεσμεύσεις του προκατόχου του σχετικά με τον Προϋπολογισμό; Περίεργο που οι δυο αυτοί έχουν το ίδιο όνομα».
Όπως αξίζει και να θυμηθεί κανείς την υποδοχή της νέας Κυβέρνησης από την – κατεξοχήν φιλοεπιχειρηματική – Wall Street Journal. Η οποία επεφύλαξε θετικά σχόλια για τις προθέσεις Μητσοτάκη, όμως μην παραλείποντας να εξηγήσει ότι «η εμμονή των πιστωτών για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ αφήνουν μέτρια περιθώρια για περικοπές φόρων» . Ενώ επιστράτευε τον Κύπριο Νομπελίστα Χριστόφορο Πισσαρίδη του LSE να θυμίσει ότι «οι πιστωτές δεν άφησαν την Ελλάδα να χρεοκοπήσει, όμως δεν έκαναν και πολλά για να διορθώσουν την οικονομία». Όσο για τις προοπτικές αναδιαπραγμάτευσης, ο Πισσαρίδης φρονεί ότι «αν ο Μητσοτάκης πάει σ' αυτούς με ένα καλό σχέδιο, ίσως συμφωνήσουν αυτή την φορά. Όμως ένας χαλαρότερος προϋπολογισμός δεν θα είναι αρκετός για να δώσει αίσθηση στην ανάπτυξη – πρέπει να σκεφθούν σοβαρά πώς θα δαπανήσουν τα χρήματα».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κρις Πισσαρίδης εκφράζεται έτσι. Αναζητήσαμε την τοποθέτησή του – στην Οικονομική Επιθεώρηση – τον Νοέμβριο του 2012, όταν είχε προσαράξει το Μνημόνιο-1 και ξεκινούσε το Μνημόνιο-2: «Η Τρόικα θα πρέπει να ξανακοιτάξει αν αυτό που ζητά από την Ελλάδα είναι δίκαιο και εφικτό, με την νέα οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη. Και η Ελλάδα θα πρέπει να ξανακοιτάξει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, να διακηρύξει ότι θέλει να τις κάνει και να ρωτήσει αν προχωρά σταθερά προς μιαν ευέλικτη οικονομία».
Για τον Πισσαρίδη «λάθος της Τρόικας ήταν η άμεση, απότομη οικονομική διόρθωση, η οποία δεν επέτρεψε στην αγορά εργασίας να εξελιχθεί, καθώς η ύφεση παρακώλυσε την προσαρμογή στον χώρο της εργασίας. Λάθος της Ελλάδας είναι ότι καθυστέρησε, φρέναρε με διάφορους τρόπους την προσαρμογή στην αγορά εργασίας, περιοριζόμενη ακριβώς στην νομοθετική παρέμβαση και παραβλέποντας την διάσταση εφαρμογής των μέτρων που αρκούνταν να νομοθετεί».
Aκούγοντας και διαβάζοντας, λοιπόν. Ακούγοντας και διαβάζοντας.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 13/7/2019.
Η αλήθεια είναι ότι τα σημαντικά σημεία της τελευταίας προεκλογικής εβδομάδας για την Ελληνική οικονομία της αρχής του β' 6μήνου του 2019 – με προγραμματισμένη (μέχρι στιγμής) την «Ελληνική υπόθεση» στο Eurogroup της 8ης Ιουλίου, ενώ στην Αθήνα θα μετριούνται ακόμη ψηφοδέλτια... - υπήρξαν δυο.
Η έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας για τα κόκκινα δάνεια/την προστασία της πρώτης κατοικίας, όπως την παρουσίασε ο πιο παραγωγικός στο συγκεκριμένο όλης της περιόδου (μάλλον δίπλα στον Γιώργο Πιτσιλή της ΑΔΑΕ) Φώτης Κουρμούσης, μετά τους μηχανισμούς των 120+120 δόσεων καθώς και τον εξωδικαστικό που διαμορφώθηκαν με δική του τεχνική ευθύνη. Συν, οι επισημάνσεις Γιάννη Στουρνάρα, στην Έκθεση ΤτΕ για την νομισματική πολιτική – όχι τόσο οι επιφυλάξεις που διετύπωσε για τον ρυθμό ανάπτυξης ή το πρωτογενές πλεόνασμα 2019, όσο η στήριξη για την επανασυζήτηση των πλεονασμάτων με τους «εταίρους» και η αποκήρυξη του «γνωστού μότο περί καμένης γης». Υπό κάποια έννοια, στο Eurogroup που θα καταπιαστεί με την 3η Έκθεση της (ενισχυμένης) μεταΜνημονιακής παρακολούθησης αυτά τα δυο σημεία θα παίξουν τον καθοριστικό ρόλο. Μπορεί από κεκτημένη ταχύτητα στην Ελληνική δημόσια συζήτηση να λειτουργεί η μνήμη του «το Eurogroup δέχθηκε»/ «το Eurogroup έσφιξε τα λουριά», όμως στην πραγματικότητα η Ελληνική Δημοκρατία – και όχι η Κυβέρνηση της ώρας – είναι εκείνη που θα βρεθεί υπό συζήτηση. Και τα περιθώρια στα οποία θα μπορέσει να κινηθεί είναι εκείνα που θα ξανακοιταχτούν από τους «εταίρους».
Αυτά, όμως, για την 8η Ιουλίου Η οποία – δεν είναι πολιτικό σχόλιο, είναι ημερολογιακά νομοτελειακό! – ακολουθεί την 7η και τις κάλπες της. Έως τότε, θα προτείνουμε στον αναγνώστη να μας ακολουθήσει πάλι στην δυσάρεστη ξενάγηση στην απουσία ανοιχτών αυτιών και αξιόπιστων διαύλων επικοινωνίας που αναφέραμε στο προηγούμενο σημείωμα, της 1ης Ιουλίου. Ασφαλώς η κορύφωση της μη-επικοινωνίας για την Ελλάδα της δεκαετίας της κρίσης απετέλεσε το πρώτο 7μηνο του 2015. Αποτυπώθηκε αυτό, στην τελική στροφή πριν τις κάλπες από την αφοπλιστική – σ' αυτό τουλάχιστον – συνέντευξη Τσίπρα στον (εκτός εμπάργκο...) ΣΚΑΙ, στο δίδυμο Παπαχελά-Κοσιώνη, με την αναφορά σε αφέλεια. Αφέλεια μπορεί, όμως κυρίως υπήρξε έλλειψη επικοινωνίας. Άρνηση επικοινωνίας. Άρνηση των μηνυμάτων από Βρυξέλλες, Βερολίνο, Παρίσι, ακόμη και Ουάσιγκτων.
Εδώ, αξίζει αληθινά να στραφεί κανείς στο «Η τελευταία μπλόφα» της Ελένης Βαρβιτσιώτη και της Βικτώριας Δενδρινού. Πρόκειται για ένα μεθοδικό-μέχρις-αδυσώπητο χρονικό της φάσης διακινδύνευσης της πορείας της Ελλάδας στο χείλος του Grexit, το 2015.
Εκείνο που στον αναγνώστη του σήμερα θα φανεί αφήγημα, στα όρια του θρίλερ, και που βασίζεται σε πολύωρες συνεντεύξεις/debriefing δεκάδων πρωταγωνιστών των γεγονότων του 2015 με ισχυρό τον ρόλο των προσώπων που όλοι γνωρίσαμε ή πάντως νομίσαμε ότι παρακολουθούσαμε – τον Γερούν Ντάϊσσελμπλουμ στην θρυλική κόντρα του με τον Γιάνη (ένα «ν») Βαρουφάκη, τον Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε «που είχε ήδη κόψει τα φτερά έξη Ελλήνων υπουργών Οικονομικών», τον Αλέξη Τσίπρα που «μερικά 24ωρα πριν το δημοψήφισμα φαινόταν παραπάνω από πρόθυμος να ακούσει επιχειρήματα της τελευταίας στιγμής», τον τραυματισμένο από την διάψευση των προσπαθειών του Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ – είναι μια διεξοδική, στα όρια της εξουθενωτικής, χρονικογράφηση αυτής της μεγάλης, πεισματικής, αυτοτραυματιστικής έλλειψης επικοινωνίας.
Βαρβιτσιώτη και Δενδρινού δεν ισχυρίζονται ότι είχαν πρόσβαση σε βαθιά απόρρητα και καλά κρυμμένα μυστικά: ακόμη και το σχέδιο για το ενδεχόμενο Grexit , όσο κι αν ονοματίστηκε «Φάκελος Κροατία» κι αργότερα «Φάκελος Αλβανία» προκειμένου να μην διαρρεύσει ευρύτερα η ανησυχία για την Ελληνική πρόσκρουση στα βράχια (δυο φορές, όχι μια...), ήταν γνωστό ότι υπήρχε. Όμως σταθερά και χωρίς δισταγμούς – ιδίως το υπέρθερμο καλοκαίρι του 2015 – όλα τα μηνύματα και οι πληροφορίες και τα σημάδια αφήνονταν να περνούν χωρίς να τους δίνεται αληθινή σημασία. Και οι ψευδαισθήσεις να κυριαρχούν.
Ανάλογα είχαν προηγηθεί και μετά τους πρώτους μήνες του 2014, όταν η Κυβέρνηση Σαμαρά/Στουρνάρα νόμιζε ότι έχει την εμπιστοσύνη/στήριξη των «εταίρων» η οποία χανόταν μέρα-την-μέρα. Και, όσο πικρό κι αν είναι, με αντίστοιχη απόσταση στην επικοινωνία είχε πορευθεί και το 2011 η Ελλάδα – η θρυλική «εκδίωξη» της Τρόικας – αλλά και η ανηφορική διαπραγμάτευση Παπαδήμου και εν συνεχεία Στουρνάρα το 2012. Κι ας υπήρχε εδώ μεγαλύτερη αρχική εμπιστοσύνη των «εταίρων»: τα κανάλια επικοινωνίας δεν έμειναν πάντα ανοιχτά.
Μετά τις κάλπες της 7ης Ιουλίου, ας μην επαναληφθεί ο αυτοτραυματισμός του «οι δικοί μας από Βρυξέλλες, μας έχουν πει ότι...». Ή το, βαρύτερο, «τους ξέρω εγώ τους Ευρωπαίους». Και το σπαρακτικό «θα καθαρίσει για μας ο Μάνφρεντ Βέμπερ» περασμένων εβδομάδων.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 4/7/2019.
Δύο είναι τα βασικά μέτωπα στην πρώτη γραμμή της συζήτησης για τις δυνατότητες μιας σοβαρότερης επανεκκίνησης της Ελληνικής οικονομίας στην μεταΜνημονιακή εποχή. Το ένα μέτωπο είναι εκείνο των επενδύσεων, της αντιστροφής της επικίνδυνης φάσης αποεπένδυσης που έφερε η κρίση. Η οικονομία μπορεί μεν να καταγράφει 9 διαδοχικά τρίμηνα με θετικό πρόσημο. πλην όμως... με 10 χαμένα χρόνια, ρυθμοί 1-2% είναι σούρσιμο. Το δεύτερο μέτωπο είναι εκείνο των κόκκινων δανείων, που τους τελευταίους μήνες – προεκλογικούς μήνες, όπως και να το κάνουμε! – έμενε ευγενικά παγωμένο, με τις προτάσεις ΤΧΣ και Στουρνάρα να έχουν μεν λάβει ένα χαλαρό ΟΚ από Βρυξέλλες αλλά να αναμένουν ουσιαστική επίσπευση/υλοποίηση.
Υπάρχει όμως ένα σημείο, ένας κοινός γεωμετρικός τόπος όπου οι δυο αυτές σημαντικές συζητήσεις – οι οποίες, αναμενόμενο, βρέθηκαν ως κεντρικό/προβεβλημένο πεδίο στα προγράμματα των δυο βασικών διεκδικητών της εξουσίας – έρχονται και συναντιώνται. Πρόκειται για τα ακίνητα/για τον τομέα των κατασκευών.
Όπου, για να δώσουμε δυο «εύκολα» όσο και δυσάρεστα στοιχεία (που όμως, αντιστρεφόμενα, μπορούν να αναδειχθούν σε ελπιδοφόρα) οι επενδύσεις σε κατασκευαστικά έργα είχαν υποχωρήσει το 2017 στο ¼ του επιπέδου που βρίσκονταν το 2007 (στα 9,6 δις ευρώ έναντι 34,1 δις: ζαλιστικό). και αντιπροσωπεύουν μόλις 5,3% του ΑΕΠ έναντι 10% μέσου όρου ΕΕ, 8% στην Ιταλία και Πορτογαλία, 8,9% στην Βουλγαρία, 9,3% στην Κύπρο. Την ίδια στιγμή, η οικοδομική δραστηριότητα στην Ελλάδα συμβάδισε την τελευταία 15ετία στενά με το ύψος και την διαθεσιμότητα της τραπεζικής χρηματοδότησης (μέσω στεγαστικών αλλά και επισκευαστικών δανείων) και τούτο τόσο στην εκρηκτική άνοδο του 2003-2007, όσο και στην καταβύθιση από το 2008 κι ακόμη περισσότερο από το 2012 και μετά. Το μερίδιο μη-εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων από κάπου 8% του συνόλου το 2009 εκτοξεύθηκε στο 26% το 2013, για να βρεθεί στο 44,3% το 2018. Τα τελευταία 3-4 χρόνια, το απόθεμα μη-εξυπηρετούμενων δανείων (προ προβλέψεων) κινείται γύρω στα 27,5 δις ευρώ: βαρίδι, όπως και να το δει κανείς!
Ενδιάμεσο συμπέρασμα: με δεδομένο και τον υψηλό πολλαπλασιαστή των κατασκευών – για κάθε ευρώ στις κατασκευές, κερδίζεται 1,8 ευρώ σε πρόσθετο ΑΕΠ (ενώ ο Προϋπολογισμός ενθυλακώνει 0,4 ευρώ – όσο κι αν, ιδίως στις επισκευές, πολύ μεγάλο ποσοστό του τζίρου γίνεται «γκρίζο», όμως και πάλι δεν λείπει από τον πολλαπλασιαστή στο επόμενο βήμα), μια ανάκαμψη στην κατασκευαστική δραστηριότητα θα μπορούσε /θάπρεπε να ξαναδιεκδικήσει ρόλο «οδηγού». Ενώ ένα εκτεταμένο ξεκοκκίνισμα στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, από μια άνοδο των αξιών των ακινήτων – που ήδη δείχνει και καταγράφεται, έστω και αργά-αργά – , θα μπορούσε να αλλάξει άρδην το τραπεζικό σκηνικό.
Δανειστήκαμε τα στοιχεία αυτά από την πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ «Αναπτυξιακές προοπτικές των κατασκευών στην Ελλάδα», η οποία λειτουργεί ως θησαυρός όχι μόνο στοιχείων και επεξεργασιών αλλά και ως πηγή προτάσεων για το πού θα μπορούσε να πάει, τώρα, μια συγκροτημένη προσπάθεια αναθέρμανσης της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Η αλήθεια είναι πως ορισμένα από τα στοιχεία αυτών των προτάσεων, τα βρήκαμε και στα προγράμματα/στις προθέσεις των κομμάτων. Τους λείπει το στοιχείο του συγκροτημένου: ένας τομέας που έχασε 61% της προστιθέμενης αξίας που συνεισέφερε στην οικονομία μέσα σε μια 10ετία, πέφτοντας από το 10% του ΑΕΠ σε περίπου 5%, χρειάζεται πολύ περισσότερο από αποσπασματικές προθέσεις.
Άμα δει κανείς τις προτεινόμενες παρεμβάσεις ΙΟΒΕ, θα καταγράψει ασφαλώς το αίτημα για ολοκλήρωση των εκκρεμών δημοσίων έργων. για επαναφορά του ΠΔΕ. για νέες διαδικασίες προκήρυξης και ανάθεσης έργων. για δοκιμή των unsolicited/αυτόκλητων προτάσεων για έργα. για ειλικρινή στροφή στα ΣΔΙΤ. Προτάσσουμε ωστόσο τις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα. Πολύτιμη θα ήταν η ενίσχυση, κυρίως με την άρση των διάχυτων αντικινήτρων παρά μέσω επιδοτήσεων, της ήδη εκφρασμένης ροπής προς ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών και κτιρίων γραφείων. Με περισσότερο από 50% του κτιριακού αποθέματος να έχει χτιστεί πριν το 1980, ενώ μόλις το 16% μετά το 2000, πεδίον δόξης λαμπρόν εδώ! Πέραν τούτου, στο ναρκοπέδιο της φορολογίας η μείωση του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές που σήμερα αποδίδει μόλις 13 εκατ. ευρώ/έτος, κυρίως όμως η κατάργηση του «συμπληρωματικού φόρου» (γνωστού και ως double-jeopardy ΕΝΦΙΑ) θα μπορούσε να λειτουργήσουν άμεσα. Θετικά. Η εκτίμηση Νίκου Βέττα για το δεύτερο αυτό μέτωπο, είναι ότι το κόστος του που φθάνει τα 350 εκατ. ευρώ, σύντομα θα αντισταθμιζόταν από την πρόσθετη δραστηριότητα και από την αύξηση τιμών των ακινήτων («θα πληρώσει τον εαυτό του»).
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 28/6/2019.
Πάντα έχει το ενδιαφέρον της η διοργάνωση της δημόσιας παρουσίας του ΣΕΒ, με αφορμή την ετήσια Γενική Συνέλευσή του. Γιατί άλλοτε πιο έμμεσα, άλλοτε πιο στοχευμένα λειτουργεί ως ένας δείκτης τόσο των εκτιμήσεων της επιχειρηματικής κοινότητας για την πορεία και τις προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας, όσο και της τοποθέτησής της απέναντι στην κρατική εξουσία. Ως προς την πρώτη παρατήρηση - του τι δηλαδή αντιπροσωπεύει ο ΣΕΒ – ας μην ξεχνούμε το πώς μετεξελίχθηκε από Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων σε Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών και αργότερα σε Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών.
Ως προς την δεύτερη, ας μην παραβλέπεται η σκηνοθεσία: στην πρωινή/κλειστή συνεδρίαση παραδοσιακά τοποθετείται ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, φέτος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ στην απογευματινή συνεδρίαση τον λόγο, επίσης παραδοσιακά, λαμβάνει ο Πρωθυπουργός, όπου φέτος ο Αλέξης Τσίπρας επιλέγοντας να αντιπροσωπευθεί από τον Αντιπρόεδρο, και πιο χαμηλότονο, Γιάννη Δραγασάκη έκανε πολλούς να παρατηρήσουν την διαφορά από, ας πούμε, το 2014. Τότε που ο Αλέξης Τσίπρας (τότε επερχόμενος, έναντι του απερχόμενου ήδη - απεδείχθη - Αντώνη Σαμαρά) είχε μεν παραστεί ως αρχηγός της Αντιπολίτευσης στην πρωινή συνεδρίαση αλλά... είχε συγκεντρώσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και από τον τότε Πρωθυπουργό.
Προσπαθώντας ακριβώς να χτίσει μιαν εικόνα επόμενης μέρας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην φετεινή Γενική Συνέλευση του ΣΕ (που είχε επιλέξει το σύνθημα #ElladaAllios, με λογική «Το αύριο σήμερα») ζήτησε από τους Έλληνες επιχειρηματίες «να δείξουν στους ξένους ότι πρώτοι αυτοί εμπιστεύονται την χώρα τους». Υποσχόμενος μείωση φόρων και εισφορών και ενίσχυση της ρευστότητας κάλεσε «να επενδύσετε στην χώρα, να πληρώνετε τους φόρους, να προστατεύετε το περιβάλλον, να είστε δίπλα στους εργαζόμενους». Αργότερα την ίδια μέρα, ο Γιάννης Δραγασάκης (απευθυνόμενος από μέρους του Πρωθυπουργού) μίλησε για ένα «δρόμο που δεν αναζητά τις εύκολες λύσεις που όμως συσσωρεύουν βάρη για το μέλλον, αλλά βιώσιμες λύσεις, διατηρήσιμα αποτελέσματα» Αποδέχθηκε την ύπαρξη υπερφορολόγησης, αλλά «για όσους πράγματι πληρώνουν φόρους», ενώ οι φοροελαφρύνσεις πρέπει να είναι στοχευμένες, με λογική δικαιοσύνης και βιώσιμης ανάπτυξης.
Όμως η φετεινή διοργάνωση είχε και μιαν άλλη διαφοροποίηση, που ενώ δείχνει εσωτερική/διαρθρωτική αξίζει να προσεχθεί. Είναι η αλλαγή αυτή η μετάβαση από 20μελές ΔΣ σε 25μελες – με την προσθήκη Περιφερειακών Συνδέσμων και Εξαγωγικού φορέα και με δημιουργία αντίστοιχων συμβουλευτικών οργάνων Βιομηχανίας, Εξαγωγών και Περιφερειακών/Τοπικών. Κι αν αυτή η διαρθρωτική πρωτοβουλία δείχνει μια τάση να αντισταθμιστεί η 3χρονη ήδη πορεία της «Ελληνικής Παραγωγής» - η οποία ακριβώς την επαναφορά έμφασης στην βιομηχανία/μεταποίηση είχε στο επίκεντρο της, αλλά και τους Περιφερειακούς Συνδέσμους κινητοποίησε – καθώς και η ανάδυση σε ρόλο θεσμοθετημένου κοινωνικού εταίρου του ΣΒΒΕ/Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδας, παραξενεύει κάπως το ότι από νέο άνοιγμα του ΣΕΒ «λείπει» μια άλλη πρωτοβουλία. Η οποία είχε μάλιστα ξεκινήσει δυναμικά πριν κάποιους μήνες δημιουργώντας αρκετές προσδοκίες: πρόκειται για την διαμόρφωση, μέσα στον Σύνδεσμο, δομών που έδιναν φωνή και ρόλο στις ΜΜΕ, τις πάντα σημαντικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Όσοι παρακολουθούν διαχρονικά τις φάσεις μετεξέλιξης του ΣΕΒ από αρκετά κλειστή «σχεδόν λέσχη» σε εργαλείο επεξήγησης και προβολής των θέσεων του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας - στοίχημα που από μόνο του έχει πολιτική λειτουργία - και εν συνεχεία σε πλατφόρμα συνδιαμόρφωσης εκείνου που (και λόγω ΕΕ) μάθαμε ως δράση των «κοινωνικών εταίρων», βλέπουν με προσεκτικό τρόπο τις μεταβολές κλίματος. Από την εποχή Θόδωρου Παπαλεξόπουλου, όταν έγινε η «υποδοχή» της διαρθρωτικής αλλαγής που έφερε η εποχή του ΠΑΣΟΚ α' περιόδου ή την προσπάθεια ανοίγματος επί Στέλιου Αργυρού, μέχρι τις πολιτικότερες φάσεις - διαδοχικά - Οδυσσέα Κυριακόπουλου, Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Θόδωρου Φέσσα (με τους δυο τελευταίους να έχουν «σηκώσει» τα χρόνια κρίσης/Μνημονίων) οι προσαρμογές, οι μεταλλάξεις, οι επανατοποθετήσεις του ΣΕΒ έπαιξαν άλλοτε τον ρόλο προάγγελλου επερχόμενων (πάλιν η έννοια...) εξελίξεων και άλλοτε προσπάθειας ανάσχεσης των επιλογών.
Καθώς αν σταθεί κανείς στις δημοσκοπικές αλλά και προγραμματικές προαναγγελίες ενόψει της κάλπης της 7ης Ιουλίου διαπιστώνει ότι «κάτι κινείται» θεωρούμε ότι τις παραπάνω διαρθρωτικές/οργανωτικές κινήσεις του Συνδέσμου χρήσιμο θα ήταν να τις δει κανείς (και) με το φόντο μιας συζήτησης περί «αξιών και αξίων» σε λογική «Το αύριο σήμερα» και #ElladaAllios που πήγε να ανοίξει. Αναφερόμαστε την επιλογή να στηρίξει ο ΣΕΒ την ανοιχτή/δημόσια συνεδρίασή του σε μια ανάδειξη περιπτώσεων επιτυχίας/best practices. Και μάλιστα τόσο από τον κυρίως επιχειρηματικό χώρο όσο και από την κοινωνία των πολιτών (έμμεση απονομή τιμής στα χρόνια Παπαλεξόπουλου, θα λέγαμε). Διάθεση επανατοποθέτησης;
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 22/6/2019.
Τρεις παράλληλες εξελίξεις δημιουργούν, σε απόσταση αναπνοής από τις κάλπες της 7ης Ιουλίου, τις συνθήκες για μια νέα περιπέτεια της Ελληνικής οικονομίας.
Η πρώτη είναι η επαναβεβαίωση – από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ – του ότι η αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας παραμένει απογοητευτική. Η «Ναυτεμπορική» της 4/6 ευγενικά την κατέγραφε ως ευρισκόμενη «σε χαμηλή πτήση», έχουμε όμως τον πειρασμό να χαρακτηρίσουμε την κατάσταση που καταγράφει το α΄3μηνο του 2019 ως σούρσιμο. Aσφαλώς δεν πρέπει να αγνοήσουμε το ότι το +1,3% σε σχέση με το ίδιο περυσινό διάστημα προσθέτει ένα ακόμη 3μηνο με ανοδική καταγραφή, όμως αυτή η δυναμική ούτε στόχους 2,2-2,3% για το σύνολο της χρονιάς (αναλόγως αν πιστεύει κανείς τις προβλέψεις Βρυξελλών ή Αθηνών) επιβεβαιώνει, ούτε όμως και ως αξιόπιστη βάση για τα πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ λειτουργεί.
Περισσότερο κι από την σύγκριση με την δυναμική που είχε καταγραφεί πέρσι, και που δείχνει να εξαντλείται, θα σημειώναμε ως πεδίο ανησυχίας το ότι η καταναλωτική δαπάνη – η οποία, μας αρέσει/δεν μας αρέσει, είναι εκείνη που «φέρει» ακόμη και μετά την διόρθωση της κρίσης την Ελληνική οικονομία - έμεινε αναιμική. Ενώ υποτίθεται ότι οι επιδοματικού τύπου ενέσεις στο τέλος της χρονιάς θα τροφοδοτούσαν την κατανάλωση (το ίδιο υποτίθεται ότι θα συνέβαινε τώρα με την εαρινή «13 σύνταξη»), η συνολική καταναλωτική δαπάνη στο ξεκίνημα το 2019 πήγε ελαφρώς πίσω. Η αλήθεια είναι ότι αποθερμαντικά λειτούργησε η συμπίεση της δημόσιας δαπάνης προκειμένου να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος (προεκλογικά), όμως η τελική ισορροπία «βγήκε» άνευρη. Η ενάρετη εικόνα των επενδύσεων με ένα σχεδόν +8%, ιδίως συγκρινόμενη με την περσινή υποχώρηση α' 3μήνου – βέβαια, το παιχνίδι με τα πλοία/μέσα μεταφοράς κάθε φορά αλλοιώνει την εξίσωση – δεν αρκεί για να στηρίξει αισιοδοξία σε νέα βάση. Ούτε όμως και στο μέτωπο των εξαγωγών (συνολικά +4%,αλλά με τις εμπορευματικές πολύ χαλαρές) μπορεί να φορτωθεί αρκετή αισιοδοξία για την συνέχεια, έτσι όπως δείχνει ο ορίζοντας στην ΕΕ απ' όπου εξαρτάται η εξαγωγική μας πορεία.
Άμα κρατήσουμε, λοιπόν, αυτή την σκιά που εγκαθίσταται σε επίπεδο προβλέψεων για την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας, η δεύτερη εξέλιξη που θα δούμε να ξεδιπλώνεται όλες αυτές τις ημέρες όσο η προσοχή θα μονοπωλείται από τον προεκλογικό λόγο, νομιμοποιείται να δημιουργήσει ανησυχία. Σε τι αναφερόμαστε; Στο ότι έρχονται να προστεθούν τώρα οι απόψεις των «έξω» για τις προοπτικές της οικονομίας ξεκινώντας από την τρίτη αξιολόγηση της μεταΜνημονιακής παρακολούθησης: μετά από μια κάποια ανάσχεση των επισημάνσεων και σχολίων λόγω προεκλογικής επιφυλακτικότητας από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής/ «Θεσμών» οι τοποθετήσεις των «έξω» θα συσσωρεύονται . Έχει και το ΔΝΤ την σειρά του μετά την Επιτροπή, ενώ η συνολική αξιολόγηση της μεταΜνημονιακής πορείας (που έχει ανατεθεί στο παλιό μας γνώριμο Χοακίν Αλμούνια, με ομάδα του ESM όμως) ξαναρχίζει μια γνώριμη διαδρομή.
Οι αναφορές που θα ξεδιπλώνονται γύρω από τα μέτωπα όπου καταγράφεται καθυστέρηση ή/και υπάρχουν αντιρρήσεις – πορεία «ξε-κοκκινίσματος» του χαρτοφυλακίου των τραπεζών, ανάσχεση στις ιδιωτικοποιήσεις, «κουλτούρα πληρωμών» με τις δίδυμες 120 δόσεις – είναι εν πολλοίς αναμενόμενες. Όμως άμα η διαφαινόμενη υπο-απόδοση της οικονομίας φανεί ότι υπονομεύει και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων/τα υπεσχημένα πλεονάσματα, και τούτο την ίδια στιγμή που τα μέτρα προεκλογικών παροχών (τα οποία, σημειωτέον, έχουν δηλωθεί ως μόνιμου χαρακτήρα) «τρέφονται» από υπερπλεονάσματα χθεσινά και αυριανά, τότε η αποδοχή/στήριξη που υπήρχε τους τελευταίους μήνες σε επίπεδο Eurogroup δεν θα αργήσει να μεταστραφεί. Είχε αυτό ήδη διαφανεί σε επίπεδο Κλάους Ρέγκλινγκ και – χωριστά – ESM , τώρα θα βαρύνει κι άλλο το κλίμα.
Εδώ, όμως, χρειάζεται πρόσθετη προσοχή σε κάτι που η προεκλογική+προεκλογική βουή με τις αλληλοκαταγγείες των διεκδικητών της εξουσίας συνήθως μας το κρύβει. Οι τοποθετήσεις, οι αξιολογήσεις, οι υποδείξεις, ακόμη-ακόμη οι ήπιες απειλές των «εταίρων» δεν – ΔΕΝ – αφορούν την Κυβέρνηση της στιγμής. Αφορούν την Ελληνική Δημοκρατία, την οικονομία στο σύνολό της, την αυριανή διαχείριση.
Και εδώ μπαίνει στην μέση η τρίτη εξέλιξη. Η κίνηση της Κυβέρνησης να φέρει στην εκπνοή της θητείας της Βουλής, εντελώς «στο νήμα» και με τροπολογία, την μη-μείωση του αφορολόγητου (από 1/1/2020), με δημοσιονομικό κόστος από χέρι 1% του ΑΕΠ, θα δημιουργήσει με τους «έξω» νέο διαπραγματευτικό αδιέξοδο, ΚΙΝΑΛ και Ν.Δ. είχαν προ-καταθέσει δικές τους προτάσεις στην ίδια κατεύθυνση. Όπως είχαν ψηφίσει – με διαμαρτυρίες ασφαλώς – και τις 120 δόσεις και την «13η σύνταξη». Η συνέχεια επί της οθόνης. (Υπάρχει και ο νομοθετημένος «κόφτης» άλλωστε).
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 7/6/2019.
Η προκήρυξη βουλευτικών εκλογών, αναγκαστικά μετά τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών (βασικά την σχεδόν διψήφια διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και το κλίμα στις Περιφερειακές/Δημοτικές, φέρνει τα πράγματα σε - νέα - φάση αναμονής.
Αν σταθεί κανείς στην ανταπόκριση των αγορών, θετικής αναμονής: η άμεση υποχώρηση των αποδόσεων του Ελληνικού χαρτιού - μέχρι και κάτω από 3% βρέθηκε το 10ετές, αφού με την αναγγελία των πρόσφατων μέτρων χαλάρωσης είχε κινηθεί ανοδικά από την περιοχή του 3,30% σε έως 3,58% , ύστερα είχε υποχωρήσει πάλι προ Ευρωεκλογών στο 3,4%. το 5ετές , πάλι, κινήθηκε σε απόδοση γύρω από το 2% - αλλά και στην ζωηράδα του ξέπνοου Χρηματιστηρίου. Μπορεί τις προηγούμενες φορές η ερμηνεία ότι παρόμοιες εξελίξεις ανάγονται στην προσδοκία πολιτικής αλλαγής - δηλαδή επέλευσης της Ν.Δ. στην εξουσία - να ακούγονταν σαν προσευχή των αγγέλων προς τα άστρα. Αυτή την φορά, όμως, το πράγμα προκύπτει αυταπόδεικτα. Αναμένεται - πάντα αυτό ισχύει προκειμένου περί αγορών! - η συνέχεια.
Καθώς όμως η πορεία προς τις εθνικές κάλπες θα καταναλώσει κάποιες 5 εβδομάδες, κι ο χρόνος καίτοι τεχνικά περιορισμένος θα μετρήσει πολιτικά πολύ, έχει χρησιμότητα να κάνει κανείς δυο βήματα πίσω, να δει πού αληθινά/μακροπρόθεσμα βρίσκεται η Ελληνική οικονομία στην στροφή αυτή των πραγμάτων. Πάμε λίγο στην πιο μακρινή ματιά. Δανειζόμαστε από παρουσίαση του ΙΟΒΕ μερικά θεμελιώδη στοιχεία (η παρουσίαση αφορούσε την φαρμακευτική/υγειονομική αγορά στην Ελλάδα, όμως ξεκινούσε με μια πολύτιμη γενική εικόνα.
Λοιπόν: η σωρευτική απώλεια ΑΕΠ της Ελλάδας στην δεκαετία 2007-2016 ήταν 26,4%. Από κει και πέρα, η Ελλάδα, που με δείκτη 100 το 2007 βρέθηκε στο 73,6 το 2016, πέρασε στο 76,2 το 2018 (εκτίμηση) και θα είναι στο 79,6 το 2020 (πρόβλεψη). Στην ίδια περίοδο, η διόρθωση στις «Νότιες χώρες ΕΕ» από 100 το 2007 είχε περάσει σε 96,0 το 2016, σε 99,7 το 2018 και αναμένεται να είναι στο 102,0 το 2020 [Για το σύνολο ΕΕ-28, το 100 του 2007 ήταν 106,0 το 2016 ενώ 110,6 το 2018 και αναμένεται στο 114,2 το 2020). Η στενάχωρη αυτή κοινωνικά - αλλά και επικίνδυνη διαρθρωτικά - εικόνα ακολουθείται από ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα που μετρήθηκε στο 25% το 2013, έπεσε στο 19,6% το 2017 και προσδοκάται να είναι στο 16,9% το 2020. Στις Νότιες χώρες ΕΕ αντίστοιχα καταγράφεται 17,8%, 11,9% και 10,5%. Στο σύνολο της ΕΕ-28 έχουμε 10,5%, 6,9%, 6,3%. Σκιά των δύο παραπάνω εξελίξεων είναι ο δείκτης φτώχειας, που στην Ελλάδα βρέθηκε το 2013 στο 35,7%, το 2017 στο 34,8%. στις Νότιες χώρες ήταν αντίστοιχα στο 28,4% και στο 27,3%.
Άλλο στοιχείο βάθους αποτελεί η επιδείνωση του ισοζυγίου γεννήσεων-θανάτων, που από 97.000 άτομα/έτος την δεκαετία του ΄60 έχει βουλιάξει κυριολεκτικά στα -36.000 άτομα/έτος το 2017, κινούμενη δηλαδή σε αρνητικό. έδαφος ήδη από το 2011 αλλά με σταθερή επιδείνωση. Αυτό δίνει σταθερή μείωση του πληθυσμού σε ορίζοντα 2030, καταβύθιση σε ορίζοντα 2050. Η αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου των ατόμων άνω των 65 ετών (εδώ η Ελλάδα προπορεύεται αισθητά της ΕΕ-28...) οδηγεί σε «δείκτη εξάρτησης» 53% στην Ελλάδα: για κάθε δυο άτομα ενεργού πληθυσμού, αντιστοιχεί ένα άτομο ανενεργού πληθυσμού – κι αν τα στοιχεία είναι σήμερα οριακά καλύτερα στην Ελλάδα απ' ό,τι στις Νότιες χώρες και την ΕΕ-28, σε ορίζοντα 2040/2050 τα πράγματα επιδεινώνονται. Βλέπετε, το προσδόκιμο επιβίωσης σ' εμάς από 72 έτη το 1960 βρέθηκε στα 81,5 το 2016, ενώ από 68 το 1960 σε 80,8 το 2016 στις χώρες ΟΟΣΑ...
Εύλογα θα διερωτηθεί ο αναγνώστης τι μας έπιασε και περάσαμε – σ' αυτό το σημείωμα - από τα εντελώς βραχυπρόθεσμα (τις αποδόσεις των Ελληνικών ομολόγων) στα όλο και πιο μακροπρόθεσμα (τις προοπτικές ανάπτυξης, αλλά και πληθυσμιακής εξέλιξης σε βάθος χρόνου). Βλέπετε, στις πυκνές εβδομάδες προεκλογικής αντιπαράθεσης που μας έρχονται, η παρεξήγηση ελλοχεύει: παράδειγμα η νέα κόντρα περί την διατύπωση Γιάννη Στουρνάρα, ότι ο Προϋπολογισμός δύσκολα θα κουβαλήσει το συνταξιοδοτικό σε βάθος χρόνου – όθεν η ανάγκη σοβαρής αντιμετώπισης του συστήματος 3 πυλώνων. Δεν βράδυνε να εκδηλωθεί η συνήθης καταγγελία «Ασφαλιστικού Πινοσέτ» και τα σχετικά...
Όσο λοιπόν θα ξετυλίγεται η προεκλογική καμπάνια αγκαλιά με το εντελώς βραχυπρόθεσμο, τόσο τα στοιχεία βάθους του «πού βρισκόμαστε;» θα 'πρεπε να μην χαθούν. Δύσκολο.
Πάντως , αφού έχουμε 10ετές με απόδοση 3% και 5ετές στο 2%, γιατί να μην γινόταν η τρίτη έξοδος στις αγορές; Οι αγορές δεν έχουν πολιτικές συμπάθειες/αντιπάθειες.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 31/5/2019.
Υποσχεθήκαμε στην θέση αυτή ότι θα επενδύσουμε τα μέχρι τις Ευρωεκλογές σημειώματα με κάτι από την «Ευρωπαϊκή συζήτηση» – έτσι για το καλό! Και ως άμυνα στον τρόπο με τον οποίο είδαμε την δική μας δημόσια συζήτηση να εξελίσσεται στις προηγούμενες προεκλογικές εβδομάδες.
Δεν είναι απλό πράγμα, αυτή η αυτοπειθαρχία. όμως συνεχίζουμε την προσπάθεια! Σήμερα θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το πώς διαμορφώνονται στην Ευρώπη/Ευρωπαϊκή Ένωση τα ουσιαστικά μπλοκ, από τα οποία θα προκύψουν μετά τις Ευρωκάλπες οι συσχετισμοί που θα διαμορφώσουν τα θεσμικά όργανα (Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προφίλ/κατανομή χαρτοφυλακίων στην Επιτροπή, σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου, σκυλοκαβγάς για Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά για την κορυφή της ΕΚΤ), καθώς και οι κεντρικές ισορροπίες πολιτικής. Πού θα πάει η καημένη εκείνη η συζήτηση για «Το Μέλλον της Ευρώπης;», Πώς θα πορευθεί η Τραπεζική Ένωση/η Ένωση Κεφαλαιαγορών; Τι θα γίνει με τα δομικά προβλήματα της Ευρωζώνης, που όλοι τα διεκτραγωδούν αλλά μένουν ουσιαστικά ανέγγιχτα; Πώς προδιαγράφεται το αύριο του Μεταναστευτικού/Προσφυγικού; Οι σχέσεις με ΗΠΑ και Κίνα;
Πρώτα-πρώτα, όμως, να έχουμε ξεκαθαρίσει μέσα μας πόσο έχουν ξεπεραστεί τα στερεότυπα με τα οποία πολλοί από μας έχουμε μεγαλώσει, με τις σειρήνες μιας υπεραπλουστευτικής Ευρωπαϊκής συζήτησης. Η ιδέα ότι υπήρχε, πολιτικά εκφραζόμενη αν μη αποκρυσταλλωμένη διάκριση Βορρά-Νότου στην ΕΕ έχει προ πολλού διαψευσθεί – ομοίως η σύλληψη μιας «συμμαχίας του Νότου» που θα δημιουργούσε ένα συνεχές Πορτογαλίας-Ισπανίας-Γαλλίας-Ιταλίας-Ελλάδας. Ναι μεν κατά καιρούς στήθηκε κάτι σαν μια τέτοια ομάδα πίεσης, όπως σε φάσεις της διαπραγμάτευσης των Διαρθρωτικών Ταμείων ή πάλι σε ορισμένους μαραθώνιους για τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό. όμως κάποια δομή δεν προέκυψε. Η άλλη μεγάλη διχοτομία – μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων Κρατών-μελών σαφώς διεμβόλιζε. Η Γαλλία, άλλωστε, μέχρι και πριν λίγα χρόνια λειτουργούσε με την λογική του άξονα Παρισίων-Βόννης, ύστερα Παρισίων-Βερολίνου, εν συνεχεία... Βερολίνου-Παρισίων, έως ότου φάνηκε (ήδη επί Σαρκοζί) ότι ο εν λόγω άξονας ήταν μακρινή ανάμνηση. Όμως και η Ιταλία είναι/αισθάνεται μεγάλη χώρα, αλλά και η Ισπανία.
Όμως και οι πιο πρόσφατες συσσωματώσεις Κρατών-μελών έχουν αφενός ρηχό, αλλά και ενδεχομένως πρόσκαιρο χαρακτήρα. Εκεί που είχαμε συνηθίσει να ζούμε με τις χώρες Βίζεγκραντ και τα αντιμεταναστευτικά/αντιΝότια αντανακλαστικά τους – Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Σλοβακία, με Αυστρία και Σλοβενία κατά καιρούς να συμπράττουν – μας προέκυψε στην ύστερη φάση της κρίσης η «νέα Χανσεατική Ένωση», γύρω από την δημοσιονομική πειθαρχία και την εμμονή με την τήρηση των (συμφωνημένων) κανόνων – Ολλανδία, Βαλτικές χώρες (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία με ακόμη αισθητή την μνήμη της βίαιης μετάβασης από τον υπαρκτό σοσιαλισμό), Σκανδιναβικές (εν μέρει Δανία, σίγουρα Σουηδία, από δίπλα και Φινλανδία, οι δυο τελευταίες με την δική τους μνήμη βίαιης προσαρμογής μετά από κρίσεις) και Ιρλανδία. Μια εκδοχή Hansa-plus, με την σύμπλευση χωρών όπως Πολωνία και Τσεχική Δημοκρατία, αλλά και Πορτογαλία ή Μάλτα τείνει να λειτουργήσει σαν λόμπι φιλελεύθερου προσανατολισμού. Μέχρις ότου δρομολογήσει το Brexit της, η Μεγ. Βρετανία λειτουργούσε πολλαπλά ως υποβολέας...
Αν, τώρα, υφάνει κανείς πάνω σ' αυτόν τον καμβά την παραδοσιακή διάκριση Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών (αμφότερες οι κυρίαρχες αυτές παρατάξεις θα είναι σε αισθητή υποχώρηση σ' αυτές τις Ευρωεκλογές), κι αν θελήσει να αναζητήσει τα πολιτικά-λειτουργικά τους αντανακλαστικά δίπλα στων παραδοσιακά μικρότερων αλλά διόλου αμελητέων Φιλελεύθερων (οι οποίοι πλέον κατέληξαν θετικά στο μακρόσυρτο valse hésitation με τους Μακρονιστές) ή πάλι των Πρασίνων (οι οποίοι έχουν μεν αποριζοσπαστικοποιηθεί, αλλά με την άνοδό τους στην Γερμανία και με την εκεί προοπτική βάθους για σχήμα Rot-Rot-Gruen αναζητούν νέες ισορροπίες) και της Αριστεράς (η οποία, Ευρωπαϊκά, όντως τείνει να καταστεί «πληθυντική»), βλέπει μιαν καθημερινή πολυπλοκότητα να έχει εγκατασταθεί.
Με αυτήν την πολυπλοκότητα θα κληθεί να αναμετρηθεί και των θεσμικών οργάνων η αυριανή ταυτότητα – είναι κάπως ρηχά τα αντανακλαστικά του τύπου «με Πρόεδρο της Επιτροπής τον Μάνφρεντ Βέμπερ θα μπούμε σε νέα εποχή», αλλά και η συζήτηση για το αν η Προεδρία της ΕΚΤ θα περάσει σε Γερμανό/Γενς Βάϊντμαν: Φινλανδός/Erkki Liikanen θα ήταν πιο διαλλακτικός; Ενώ σε μέτωπα όπως του Μεταναστευτικού/Προσφυγικού, εκείνο που θα παιχτεί είναι η αμφιθυμία (ιδίως των Χριστιανοδημοκρατών/του ΕΛΚ): να συνεχίσουν να επιχειρούν ενσωμάτωση/ «αφοπλισμό» ακραίων στοιχείων όπως του Fidesz του Όρμπαν, η να το αφήσουν στην αγκαλιά Ευρω-αρνητών του τύπου Λεπέν/Rassemblement National ή Σαλβίνι/Lega Nord (ήδη χωρίς το "Νοrd");
Έτσι θα παιχτούν τα Ευρωπαϊκά μετά τις κάλπες 23-26 Μαϊου. Κάπως έτσι.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 17/5/2019.
Μας παρατηρήθηκε ότι «σπαταλήσαμε χώρο και προσπάθεια» αναδιφώντας προ ημερών τι λένε και πώς εξηγούν τις πρόσφατες αξιολογήσεις τους για την Ελλάδα οι τρεις Οίκοι αξιολόγησης/rating agencies – S&P, Moody's, Fitch - , καθώς και αυτών οι απόψεις συχνά-πυκνά έχουν χάσει (και μάλιστα με απόσταση) την ουσία των εξελίξεων. Και στην αξιολόγηση τα πιστοληπτικής ικανότητας χωρών, και σε εκείνην επιχειρήσεων και τραπεζών: δύσκολα θα ξεχαστεί η αστοχία της αξιολόγησης της Lehman Bros λίγες μόλις εβδομάδες προτού αυτή εξαχνωθεί πυροδοτώντας την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9, ή πάλι την βαθμολόγηση με ΑΑΑ των suprimes στεγαστικών δανείων που έφεραν την μεγάλη κατολίσθηση. αλλά και η παρακολούθηση οικονομιών όπως της Ελλάδας το 2009-10, μέχρι και μήνες πριν την βύθιση και την «διάσωση», δύσκολα αντέχει σε όποια κριτική αποτίμηση.
Βέβαια... αυτές τις rating agencies έχουμε, αυτές παρακολουθούμε! Διόλου τυχαία αυτές παρακολουθούν και αυτές ακολουθούν, τις κρίσεις και τις αξιολογήσεις τους, οι ίδιες «οι αγορές», από την έμπρακτη αποδοχή των οποίων κρεμόμαστε εφεξής. (Όχι δηλαδή πώς – άμα είναι κανείς ειλικρινής – δεν θα δει και των θεσμικών παρακολουθητών τις άστοχες επιδόσεις, του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε προβλέψεις και αξιολογήσεις. Δύσκολα θα μείνει ενθουσιασμένος! Μην την ξαναρχίσουμε όμως αυτήν την συζήτηση). Άλλωστε, και η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην κρίση/βαθμολόγηση των S&P, Μoody's, Fitch στηρίζεται (άντε και στην μικρότερη Καναδέζικη DBRS...), βλέποντας πότε θα δώσουν investment grade/επενδυτική βαθμίδα, ώστε να ανοίξει τις πύλες του παραδείσου για τα ομόλογα μιας χώρας.
Πάντως, επειδή και οι θεσμικοί αυτοί παράγοντες τον έχουν δει τον κίνδυνο οι εξωτερικές αξιολογήσεις στις οποίες στηρίζονται να μην είναι και τόσο αξιόπιστες, πριν δυο χρόνια η ίδια η ΕΚΤ είχε δημοσιοποιήσει μια μελέτη – των Bruha-Karber-Pierluigi-Setzer, ως Working Paper Νο 2011 – με την οποία ακριβώς προσέγγιζε κριτικά την διασύνδεση των βαθμολογήσεων/ratings των κρατικών ομολόγων με τα μακροοικονομικά θεμελιώδη/fundamentals, τόσο για τις χώρες που υποβαθμίστηκαν μέσα στην θύελλα (Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία αλλά και Ιταλία) όσο και για εκείνες που την πέρασαν ξώφαλτσα (Βέλγιο, Γαλλία). Το βασικό συμπέρασμα – με ευγενική διατύπωση – είναι ότι οι μεταβολές στην βαθμολόγηση «κατά κανόνα ακολουθούν τις οικονομικές εξελίξεις, παρά λειτουργούν ως προπομπός των μελλοντικών εξελίξεων». Μόνον μετά την απότομη (και άγαρμπη) αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων στην περίπτωση της Ελλάδας το 2009-10, άρχισαν οι οίκοι αξιολόγησης να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στα θεμελιώδη των οικονομιών...
Ενώ λοιπόν παλαιότερα – για παράδειγμα στην κρίση της Νοτιοανατολικής Ασίας της δεκαετίας του ΄90 – υπήρχε μια τάση οι αξιολογήσεις των rating agencies να είναι υπερβολικά συντηρητικές, στην περίπτωση των χωρών κρίσης της Ευρωζώνης μάλλον είχε υπάρξει υπεραισιοδοξία (που εν συνεχεία «διορθώθηκε» απότομα). Για την περίπτωση που αυτό κάνει καλό στην ψυχή των ανθρώπων, το συμπέρασμα της μελέτης της ΕΚΤ ήταν ότι «στις περιπτώσεις των περισσότερων χωρών (Ευρωζώνης) η έκταση των υποβαθμίσεων ήταν ευθυγραμμισμένη με, ή – στην περίπτωση της Ελλάδας – ακόμη και πιο περιορισμένη από την επιδείνωση των θεμελιωδών/fundamentals». Οπότε η τελική απόφανση της μελέτης – ότι «είναι αμφίβολο αν η βαθμολόγηση θα επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα σε σύντομο διάστημα (anytime soon)» – παραμένει ως δυσοίωνη ηχώ. Αυτά, σε μελέτη Φεβρουαρίου του 2017.
Μιας και αναφερθήκαμε, πάντως, στο πώς/πόσο «οι αγορές» ακούνε τους οίκους αξιολόγησης, να έχουμε καταθέσει και μια δυσσεβή παρατήρηση. Η καθυστέρηση με την οποία προσαρμόζεται η βαθμολόγησή τους όσον αφορά την Ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της, «βοηθάει» ώστε τα επιτόκια με τα οποία εκδίδονται – και θα εκδίδονται για κάμποσο καιρό ακόμη... - τα Ελληνικά ομόλογα να είναι κατά μια και δυο εκατοστιαίες μονάδες ακριβότερα για μας. Ή, άμα το δούμε αντίστροφα, κατά μια και δυο μονάδες αποδοτικότερα για όσους φορτώνουν Ελληνικό χαρτί (άμα όλα πάνε καλά μέχρι την εξόφληση, βέβαια). Αντίστοιχα αποδοτικότερη θα είναι η διακράτηση Ελληνικού χαρτιού για όσους το επέλεξαν νωρίτερα, στην δευτερογενή αγορά. Άμα λοιπόν το δει κανείς έτσι το πράγμα, είτε οι rating agencies λειτουργούν προειδοποιητικά μην μας μπει καμιά ιδέα χαλάρωσης (κάτι σαν ΔΝΤ, ας πούμε...), είτε πάλι λειτουργούν ως κράχτες (συγγνώμη για την λαϊκότροπη έκφραση!) για ακριβή αλλ' αποδοτική επένδυση σε Ελληνικό χαρτί στην τωρινή φάση, της μετάβασης προς «τις αγορές». Έτσι ή αλλιώς, οι μήνες που έρχονται θα δείξουν ποια λειτουργία θα επικρατήσει.
Όσο εμείς προσδοκούμε απόδοση του 10ετούς στο 3%, οι Κύπριοι π.χ. κινούνται με 1,5%. αυτά, δε, σε ένα κλίμα που ευνοεί τα ομόλογα της περιφέρειας...
Τελικά, η Standard&Poor's δεν μας αξίωσε αναβάθμισης. Γι αυτήν, η Ελλάδα παραμένει στην βαθμίδα αξιολόγησης Β+, με θετική προοπτική/outlook ενώ ήδη εδώ και καιρό μια αναβάθμιση (σε ΒΒ-) είχε περίπου προεξοφληθεί. Μάλιστα πολλοί συνέδεαν – και – αυτήν την αναβάθμιση με νέα έξοδο στις αγορές αρχές Μαΐου/πριν τις κάλπες, καθώς οι αποδόσεις των Ελληνικών ομολόγων παραμένουν σε ενθαρρυντικά χαμηλά επίπεδα – σταθερά στην περιοχή του 3,3% το benchmark 10ετές.
Τον Ιανουάριο , η S&P είχε επιλέξει να αφήσει την Ελλάδα σε βαθμίδα Β+, με θετική όμως προοπτική. Τότε, ο δισταγμός της να «δώσει» αναβάθμιση οφειλόταν στο απαιτητικό μενού μεταρρυθμίσεων που υπήρχαν μπροστά μας, καθώς και στην διαφαινόμενη προβληματικότητα του τραπεζικού συστήματος. Τουλάχιστον η S&P είχε ήδη φροντίσει να κάνει λόγο για ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2,4% ετησίως στο διάστημα 2019-2022 (με βάση τις εξαγωγές αλλά και την ζήτηση των νοικοκυριών) – πρόβλεψη που σήμερα ακούγεται μάλλον υπεραισιόδοξη.
Αφού πια «μάθαμε» να παρακολουθούμε από κοντά εκείνους που μας παρακολουθούν ας σταθούμε λίγο περισσότερο στο τι είχε να πει η S&P στο αιτιολογικό των δισταγμών της, αναπτύσσοντας ακριβώς την «θετική προοπτική». Το θετικότερο που είχε να πει αφορά τους αναπτυξιακούς ρυθμούς, τους οποίους ανεβάζει – σε μέσο όρο – σε 2,8% για την περίοδο 2019-22, εξειδικεύοντας μάλιστα σε εκκίνηση 2,3% για φέτος (με καταγραφόμενο το περσινό 1,9%) και φθάνοντας σε 3,2% το 2022: άλλη βαθμίδα υπεραισιοδοξίας. Αυτή η προβολή στηρίζεται σε προσδοκία αύξησης των ιδιωτικών επενδύσεων, και μάλιστα των άμεσων ξένων επενδύσεων, της οποίας το αναπτυξιακό αποτέλεσμα αξιοποιεί προκειμένου να προβλέψει συνέχιση της μείωσης του χρέους (συνεπώς, για ματιά rating agency, πρόοδο στον ενάρετο κύκλο βιωσιμότητάς του). Για να εξαντλήσουμε αυτήν την πτυχή, η S&P αξιοποιεί για την έκκεντρη πρόβλεψή της για μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη την συνεισφορά των εξαγωγών – κι ας αναγνωρίζει ότι η υποχώρηση της ζήτησης στην Ευρώπη μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά.
Καθώς όμως εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει στην στάση της S&P είναι το μετέωρο βήμα της αξιολόγησής της, αξίζει να σταθεί κανείς κάπως περισσότερο σε ό,τι αφορά τις επιφυλάξεις που διατυπώνει. Εδώ, την άμεση εντύπωση της δημοσιότητας κράτησε η αναφορά στο ρίσκο που δημιουργεί το προεκλογικό περιβάλλον/η πιθανή πολιτική πόλωση για Ευρωεκλογές και εθνικές εκλογές. Δείτε την αιτιολογία που δίνεται: μεταρρυθμιστική κόπωση, ιδίως στις ιδιωτικοποιήσεις και την πρόοδο στα κόκκινα δάνεια, αλλά και... στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας της Δικαιοσύνης.
Και η μεν αναφορά στις δημοσιονομικές επιπτώσεις των δικαστικών αποφάσεων για τα αναδρομικά κοκ (που επίσης κάνει η S&P) έχει ασφαλώς νόημα: όμως το να έρχεται ένας παρατηρητής να συνδέει το προεκλογικό κλίμα με την μακροπρόθεσμη βελτίωση της Ελληνικής Δικαιοσύνης, δείχνει ότι οι rating agencies σαν να έχουν δει λιγάκι παράξενα τον ρόλο τους παρακολούθησης/αξιολόγησης/συγκράτησης των οικονομιών που, όπως η Ελληνική, ξαναβρίσκουν μεταΜνημονιακά τον δρόμο τους προς τις αγορές...
Αφήνουμε εδώ την S&P στους αναστοχασμούς της, να δούμε μια στιγμή προς σύγκριση κάποιες άλλες, αντίστοιχες απόψεις. Η αναβάθμιση από την Moody's στις αρχές Μαρτίου, κατά δυο βαθμίδες (από Β3 σε Β1 όπως τα μετράει η Moody's) είχε συνδυαστεί με αναφορά σε «σταθερή» προοπτική – πράγμα που σήμαινε ότι δεν αναμένεται κάποια ουσιώδης μεταβολή στα fundamentals της οικονομίας, ούτε άλλωστε κάποια άλλη «πολιτική» εκτίμηση/αξιολόγηση που να δημιουργεί προσδοκία μεταβολών.
'Έξη μήνες νωρίτερα, η ίδια Moody's είχε προτιμήσει να μην «δώσει» αναβάθμιση: απλώς τότε είχε μετακινήσει στην προοπτική/outlook σε θετική.
Να θυμίσουμε ότι η Moody's είχε συνδυάσει την ανοιξιάτικη αναβάθμισή της – ανάμεσα σε δυο «εξόδους» της Ελλάδας στις αγορές – με την δημοσιονομική υπεραπόδοση (ανάγνωθι: τα υπερπλεονάσματα) , με το «εδραιωμένο» πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων αλλά και με την συνεχιζόμενη επιτήρηση της οικονομίας (που αποτρέπει το ενδεχόμενο ανατροπής των μεταρρυθμίσεων).
Και για να κλείσουμε με τους Οίκους αξιολόγησης, να θυμηθούμε και την Fitch, που τον Φεβρουάριο δεν αναβάθμισε αλλά μας διατήρησε σε ΒΒ- με σταθερή προοπτική, βασιζόμενη στην «ισχυρότερη δημοσιονομική επίδοση» της χώρας, σε σύγκριση μάλιστα με άλλες τότε αξιολογούμενες. Και η Fitch έκανε λόγο για αύξηση των επενδύσεων και για προσδοκία επιτάχυνσης της ανάπτυξης (Φεβρουάριο, αυτό) με ορίζοντα το 2020 ένα 2,2-2,3%, αλλά «ζήτησε» με έμφαση να υπάρξει πρόοδος στο θέμα των κόκκινων δανείων ως προϋπόθεση για ουσιαστική βελτίωση στην χρηματοδότηση της οικονομίας.
Στην θάλασσα αυτή των αξιολογήσεων, συνεχίζεται λοιπόν η πλεύση της Ελλάδας προς την απέναντι ακτή – εκείνη των αγορών.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 4/5/2019.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ/η Κυβέρνηση Τσίπρα/η διαπραγματευτική προσέγγιση Βαρουφάκη έχει αναζητήσει ρίζες στον ιδιαίτερο συμβολιστή ποιητή Αντόνιο Ματσάδο.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ/η Κυβέρνηση Τσίπρα/η διαπραγματευτική προσέγγιση Βαρουφάκη έχει αναζητήσει ρίζες στον ιδιαίτερο συμβολιστή ποιητή Αντόνιο Ματσάδο. Όμως, έτσι, όπως επενδύθηκαν - με πολύ σώου, με πληθωρικές δηλώσεις, με πενιχρό πολιτικό περιεχόμενο πλην της διάθεσης κόντρας και τα κάποια στοιχεία αναδίπλωσης - οι ημέρες μετά το ξεκίνημα των Ευρωπαϊκών περιπλανήσεων Τσίπρα και (κυρίως!) Βαρουφάκη, αληθινά θυμίζουν το Se hace camino al andar/ Ο δρόμος χαράζεται περπατώντας.
Έτσι, με αναζήτηση ενός κάποιου περιεχομένου για την πληθωρική φόρμα, φθάσαμε στις Προγραμματικές Δηλώσεις, που κινδυνεύουν να είναι το πιο αστραπιαία μεταφραζόμενο κείμενο στην διεθνή σκηνή! Με το καημένο το "Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης" να επιχειρείται να αποκτήσει αποτύπωση που και τους "έξω" να μην συνταράξει περισσότερο, κι εμάς τους "μέσα" να κρατήσει σε ενθουσιασμό.
Ενώ όμως φαίνεται ότι τελικά θα καταλήξουμε και με Φόρο Επιδεικτικής Κατανάλωσης (αντί του πεζού Φόρου Πολυτελείας: ο Ανδρέας Παπανδρέου θα δάκρυζε, βλέποντας υλοποίηση Thorstein Verblen) και με Ταμείο Εθνικού Πλούτου (αντί για ΤΑΙΠΕΔ: σοφή η ιδέα να συνδυαστεί η εκποίηση/αξιοποίηση με την υπόσχεση για διάσωση του Ασφαλιστικού), συν μια καμπάνια κατά των ολιγαρχών και της ("μεγάλης") φοροδιαφυγής, τα διαβολεμένα τα νούμερα δεν εμφανίζονται στο προσκήνιο. Στο EuroWorkingGroup η εξήγηση ήταν... οι Προγραμματικές που δεν είχαν αναγνωσθεί! Στο δίδυμο Eurogroup της 11ης/16ης Φεβρουαρίου, το ζήτημα κινδυνεύει να είναι σαφώς πιο δυσάρεστο (η Κορυφή της 12ης είναι ούτως ή άλλως "πολιτική"). Στην σταθερή πίεση των "εταίρων" για νούμερα, για ποσοτικοποίηση των πολιτικών όχι απλώς συγκεκριμένη αλλά και πειστική, η Ελληνική στάση είναι Βαρουφακική: "Give us time and give us space". Που στην πραγματικότητα έχει την ακόλουθη απόδοση: "Δώστε μας χρόνο να σκεφθούμε τι θέλουμε/Δώστε μας περιθώρια μέχρις ότου εσείς (οι "εταίροι") σκεφθείτε τι θα μπορούσατε να δώσετε/πού και πώς θα μπορούσατε να χαλαρώσετε ένα κακοσχεδιασμένο και εκ του αποτελέσματος αποτυχημένο Πρόγραμμα, στο οποίο εμείς ζούμε και πνιγόμαστε (και το βλέπετε) εδώ και 5 χρόνια".
Στην πιεστική απαίτηση των "εταίρων" για νούμερα, για στοιχεία , η Ελληνική πλευρά αντιπαρατάσσει ενδιαφέρουσες διαβεβαιώσεις, όπως για δημοσιονομική ισορροπία, ή πάλι για (ήπιο) πρωτογενές πλεόνασμα. Το πρόβλημα πού είναι; Έρχεται η δική μας διαβεβαίωση, π.χ. του τύπου: "Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα διαρρυθμιστεί χρονικά, αλλά δεν έχει και δημοσιονομική επίπτωση, άσε που θα σημάνει πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές, άρα... μείωση των απαιτήσεων του Ασφαλιστικού από τον Προϋπολογισμό". Η άλλη πλευρά σπεύδει να παρατηρήσει: "Ωραία, όμως έχετε υπολογίσει πόσο η αύξηση κατωτάτων θα σημάνει σε αύξηση π.χ. του επιδόματος ανεργίας; Και πόσο στα επιδόματα μητρότητας; Πόσο και πώς θα "περάσει" στον υπολογισμό των συντάξεων; Α, ναι, και με τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές, πώς την βλέπετε την εισπραξιμότητα;"
Αυτού του είδους την προσέγγιση, πάτε την τώρα και απλώστε την σ' όλο το φάσμα των Προγραμματικών όπως θα μεταφράζονται σε Πρόγραμμα - όχι πλέον "Θεσσαλονίκης", αλλά "ηπίως ψαλιδισμένο" ώστε να φαντάζει συμβατό με μια συζήτηση Eurogroup...
Ή δείτε πάλι, την προσέγγιση να ζητηθεί η συμβολική αντικατάσταση της Τρόικας - η οποία και μισήθηκε, αλλά και απέτυχε ως "ελεγκτής" - με κάτι "άλλο". Σαν στοιχείο αυτού του "άλλου" κάποια στιγμή συζητήθηκε (όχι δε μόνον στην Αθήνα) και ο ΟΟΣΑ. Τον οποίο, βέβαια, γνώρισε πρόσφατα η ελληνική κοινή γνώμη ως εμπνευστή του διαβόητου toolkit/της εργαλειοθήκης: έκανε περισσότερο κακό η συζήτηση γύρω από το ζήτημα αυτό, έτσι όπως έγινε, παρά ο,τιδήποτε άλλο στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων.
Ο ΟΟΣΑ, οργανισμός με εγγενώς διακρατική υφή, ενώ έχει και γνώση και λόγο - και δεν διστάζει να εκφραστεί με σαφήνεια και ένταση - δεν έχει συσχετισθεί με την γεύση επιβολής του ΔΝΤ και των Βρυξελλών. Εχει δε πρόσφατα "γνωρίσει" (με αφορμή το toolkit) την Ελληνική πραγματικότητα απο κοντά, έχει παίξει ρόλο υποβοήθησης των συνεννοήσεων ο Γενικός Διευθυντής του Ανχελ Γκουρία, που θάναι (στις 11 Φεβρουαρίου, κι αυτός!) στην Αθήνα.
Όμως , με εμάς να αναζητούμε τον όποιο δρόμο περπατώντας, χρειάζεται παρόμοιες τομές να τις προωθήσει η "άλλη πλευρά". Καθώς και να παρατείνει (με δική της πρωτοβουλία;) τον χρόνο που τελειώνει.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Το κείμενο του Α.Δ.ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗ δημοσιεύτηκε στη ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ 9.2.2015